Transcript Περισσότερα
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΩΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ
ΘΕΩΡΙEΣ ΜΑΘΗΣΗΣ
Σε αυτήν την εργασία δουλέψαμε κατά ομάδες και
στο πρώτο τετράμηνο η κάθε μια ασχολήθηκε με
μια ιστορική περίοδο.
Αυτές έχουν ως εξής:
Αρχαιότητα
Βυζάντιο-Μεσαίωνας
Αναγέννηση-Διαφωτισμός
Τουρκοκρατία
ενώ μία ομάδα ασχολήθηκε με
Σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας
Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
• Η Αρχαία Ελλάδα υπήρξε ένας από τους εκπαιδευτές του κόσμου. Τα
διανοητικά, αισθητικά και πολιτικά επιτεύγματα της κλασικής Ελλάδας
μαγεύουν εδώ και αιώνες τους μελετητές του δυτικού πολιτισμού.
• Η εκπαίδευση, η οποία συνδέεται άρρηκτα με κάθε είδους πολιτισμική
ανάπτυξη, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη ενός δυναμικού
πολιτιστικού συνεχούς.
Η ΕΚΠΑIΔΕΥΣΗ ΣΤΗ ΣΠAΡΤΗ
•
•
Σε αυτό το απόλυτα οργανωμένο κράτος το αγόρι έμενε σπίτι του ως τα
επτά του χρόνια. Ακόμη και τότε, όμως, οι γονείς τους φρόντιζαν να τα
παίρνουν μαζί τους στα φειδίτια ή φιλίτια, τις κοινές τράπεζες των
Σπαρτιατών.
Τα κορίτσια έμεναν στο σπίτι και έπαιρναν το γεύμα μαζί με τη μητέρα τους.
•
Μετά τα επτά τους χρόνια τα αγόρια απομακρύνονταν από το σπίτι και
οργανώνονταν σε έναν ιδιαίτερα συστηματικό τρόπο εκπαίδευσης σε
αγέλες ή βούες. Οι αγέλες τρέφονταν, κοιμούνταν και έπαιζαν μαζί και
βρίσκονταν υπό την εποπτεία του παιδονόμου, ενός πολίτη που
απολάμβανε του γενικού σεβασμού και κατείχε υψηλή θέση.
•
Βοηθοί του ήταν οι μαστιγοφόροι, οι οποίοι επέβαλαν τη σκληρή πειθαρχία,
για την οποία τόσο φημισμένη ήταν η σπαρτιατική κοινωνία.
•
Σε κάθε σχολείο τοποθετείτο ένας νέος που είχε συμπληρώσει το 20ο έτος
της ηλικίας του και ονομαζόταν είρην ή ιρήν. Εκείνος παρακολουθούσε
προσεκτικά τις μάχες τους και τους χρησιμοποιούσε ως υπηρέτες στο σπίτι
του για το γεύμα του. Τα μεγαλύτερα αγόρια του έφερναν ξύλα για τη φωτιά,
ενώ τα μικρότερα μάζευαν λαχανικά. Βέβαια, ο μοναδικός τρόπος για να
αποκτηθούν αυτές οι προμήθειες ήταν η κλοπή από τους κήπους ή τις
λέσχες των ανδρών, γεγονός που αύξανε τις ικανότητες των νέων στην
ανίχνευση. Αφού γευμάτιζαν όλοι μαζί, τότε ο είρην τους προέτρεπε να
τραγουδήσουν και κατόπιν να συζητήσουν θέματα ηθικής ή πολιτική
Βέρνερ Τζάγκερ
« Η σπαρτιατική εκπαίδευση
δεν ήταν τίποτε άλλο από
στρατιωτική εκπαίδευση.»
Η ΕΚΠΑΊΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΉΤΗ
• Το κρητικό σύστημα εκπαίδευσης ήταν παρόμοιο με
εκείνο της Σπάρτης από πολλές απόψεις.
• Η διδασκαλία παρεχόταν από ένα πρεσβύτερο μέλος της
κοινότητας, αλλά στην Κρήτη η εκπαίδευση κόστιζε στους
γονείς ακόμη λιγότερα απ ό,τι στη Σπάρτη, καθώς τα
παιδιά τρέφονταν κυρίως με δημόσια έξοδα. Οι γυναίκες
έπαιρναν το γεύμα τους στο σπίτι, ενώ οι άνδρες σε
λέσχες που αποκαλούνταν ανδρεία. Στα ανδρεία
συμμετείχαν όλα τα αρσενικά της οικογένειας.
• Η κρητική λέσχη είναι ένα αμάλγαμα αρκετών οικογενειών
σε ένα είδος πατριάς, όλα τα αρσενικά μέλη της οποίας
δειπνούσαν μαζί. Τα αγόρια τούτης της πατριάς
κοιμούνταν πιθανώς μαζί σε κοιτώνες της λέσχης και
σχημάτιζαν ένα ξεχωριστό σχολείο.
• Στα κοινά συσσίτια με την παρουσία των πρεσβύτερων
ενθαρρύνονταν οι συζητήσεις γύρω από ηθικά και
πολιτικά θέματα, τα οποία όφειλαν να διδαχθούν
• Οι πρεσβύτεροι εξέλεγαν κάποιον να υπηρετήσει ως
παιδονόμος ή επιστάτης των αγοριών της λέσχης. Κάτω
από την επίβλεψή του τα αγόρια μάθαιναν γράμματα,
γυμνάζονταν διαρκώς, εκπαιδεύονταν στη χρήση των
όπλων -ιδιαίτερα του τόξου- και στους πολεμικούς
χορούς, όπως ο χορός των Κουρητών και ο Πυρρίχειος.
• Μάθαιναν σαν τραγούδι τους νόμους της πατρίδας τους,
για να τους αποστηθίζουν, μια και η άγνοια των νόμων δε
δικαιολογείτο. Ο παιάνας ήταν η κύρια μορφή τραγουδιού
τους και ήταν εκπαιδευμένοι στο λιτό ύφων των
λακεδαιμόνιων συναδέλφων τους.
Οι νεαροί Κρήτες εκπαιδεύονταν :
• στην ατομική και την ομαδική μάχη ενάντια σε άλλες
λέσχες-σχολεία.
• στην αντοχή σε πολλών ειδών δυσκολίες.
Χειμώνα-καλοκαίρι φορούσαν τον ίδιο κοντό χιτώνα όπως και οι Σπαρτιάτες- και μάθαιναν να αψηφούν τη
ζέστη και το κρύο, τα ορεινά μονοπάτια και τα χτυπήματα
που δέχονταν στα γυμνάσια και τις μάχες.
• Στα σχολεία παρέμεναν ως τα δέκα επτά τους χρόνια,
οπότε και γίνονταν έφηβοι με ειδική τελετή, τα Εκδύσια.
.
Η ΑΓΩΓH ΤΩΝ ΝEΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΊΑ
ΑΘHΝΑ
• Η αγωγή των νέων στην αρχαία Αθήνα είναι παρόμοια με
την αγωγή των νέων σε άλλες ελληνικές πόλεις, με
εξαίρεση την Σπάρτη. Η αρχαία Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα
αποτελεί γενικότερο πρότυπο.
• Στην αθηναϊκή οικογένεια, την αγωγή αναλάμβανε ο
πατέρας ο οποίος ήταν και ο αρχηγός της οικογενείας.
Μπορούσε, όμως, η αγωγή να ανατεθεί σε άλλους.
Μέχρι τα 7 τους έτη τα αγόρια και τα κορίτσια μεγάλωναν
μαζί στον γυναικωνίτη και έπαιζαν μαζί διάφορα
ευχάριστα παιχνίδια.
• Από τα 7 τους έτη τα αγόρια, με τη συνοδεία του
παιδαγωγού, πήγαιναν στο σχολείο. Ο παιδαγωγός ήταν
ένας ηλικιωμένος και έμπιστος δούλος της οικογενείας..
• Τα κορίτσια έμεναν στο σπίτι και η μητέρα τους τα
δίδασκε ανάγνωση, γραφή, μουσική, χορό και την
οικοκυρική τέχνη και όχι κάποιο επάγγελμα. Δεν είχαν
πολιτικά δικαιώματα, γιατί όπως και οι δούλοι
στερούντο μορφώσεως, κάτι που είναι απαραίτητο
στην άμεση δημοκρατία.
• Οι άνδρες ήταν αυτοί που εργάζονταν και
συντηρούσαν την οικογένεια και συμμετείχαν, όντας
πνευματικά καλλιεργημένοι, στις πολιτικές αποφάσεις.
• Οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν
κάποιον δάσκαλο που θα αναλάμβανε την αγωγή
των παιδιών τους.
• Τα μαθήματα δεν γίνονταν σε κάποιο σχολείο, αλλά
στην οικία του δασκάλου.
Οι ανήλικοι διδάσκονταν την βασική εκπαίδευση
από 4 δασκάλους: τον ``γραμματιστή΄΄, τον
δάσκαλο της μουσικής, τον γυμναστή και τον
χοροδιδάσκαλο.
• από τον γραμματιστή μάθαιναν ανάγνωση ,γραφή
και αποστήθιζαν ποίηση όπως του Ομήρου και του
Ησιόδου.
• από τον ``κιθαριστή΄΄ και τον χοροδιδάσκαλο
διδάσκονταν λύρα ή αυλό τραγούδι και χορό. Το
παίξιμο της λύρας συνοδευόταν από την απαγγελία
στίχων λυρικών ποιημάτων ή από τραγούδια με
ηρωικά κατορθώματα. Από εκεί βγήκε και η λυρική
ποίηση.
• Στην αρχαία Ελλάδα ο ``μουσικός ανήρ΄΄ ήταν ο
μορφωμένος άνθρωπος.
• Οι νέοι στην Αθήνα, έπειτα από την βασική τους
εκπαίδευση, έπαιρναν ανώτερη μόρφωση, δίπλα σε
κάποιον φιλόσοφο ή σοφιστή.
Αυτοί δίδασκαν επί πληρωμή.
• Διδάσκονταν γεωμετρία, μαθηματικά, φυσική,
αστρονομία, ιατρική, ρητορική, φιλοσοφία και
διάφορες τέχνες.
• Η αγωγή των Αθηναίων έφηβων περιλάμβανε και την
τέχνη του πόλεμου, γιατί ήταν οι μελλοντικοί
στρατιώτες που θα προστάτευαν την πόλη από τους
πολέμιούς της. Έτσι, ο λαός όριζε τους
``παιδοκρίτες΄΄ και ειδικούς δασκάλους που μάθαιναν
στους εφήβους να μάχονται σαν οπλίτες .Η αγωγή
των νέων στην Αθήνα κρατούσε ως τα 18 τους
χρόνια, δηλαδή ως την ενηλικίωσή τους.
Η εκπαίδευση των παιδιών στο Βυζάντιο δεν
ήταν υποχρεωτική.
Υπήρχαν μόνο ιδιωτικά και εκκλησιαστικά
σχολεία, που λειτουργούσαν σε σπίτια, σε
ναούς ή σε μοναστήρια.
Οι γονείς πλήρωναν δίδακτρα σε είδος ή σε
χρήματα, ανάλογα με το επάγγελμά τους.
Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο σε ηλικία έξι
ως οχτώ χρόνων.
Το βασικό σχολείο είχε τέσσερις τάξεις.
Στις δύο μικρότερες οι μαθητές μάθαιναν να
γράφουν, να διαβάζουν και να λογαριάζουν.
Ασκούνταν ακόμη να ακούν προσεχτικά το
δάσκαλό τους και να προφέρουν σωστά τα λόγια
τους.
Στις μεγαλύτερες τάξεις διδάσκονταν ορθογραφία,
γραμματική και αριθμητική. Αποστήθιζαν ιστορίες
από τον Όμηρο, την Παλαιά και την Καινή
Διαθήκη και από τους μύθους του Αισώπου.
Στα εκκλησιαστικά σχολεία, εκτός από τα παιδιά
της πόλης, συχνά φοιτούσαν δωρεάν ορφανά
παιδιά ή παιδιά από άλλες περιοχές της
αυτοκρατορίας, που διακρίνονταν για την
φιλομάθειά τους.
Οι αίθουσες των σχολείων ήταν στενές και είχαν μικρά
παράθυρα. Οι μαθητές κάθονταν σε ξύλινους πάγκους,
σε χαμηλά σκαμνιά, σταυροπόδι στο πάτωμα ή και
όρθιοι.
Ο γραμματιστής στήριζε τα βιβλία του σε αναλόγιο.
Τα παιδιά έβαζαν τα πράγματά τους σε ένα μικρό
υφασμάτινο σάκο, το μάρσιπο. Συνηθισμένο
αναγνωστικό τους ήταν το ψαλτήρι (εκκλησιαστικό
βιβλίο με συλλογή ψαλμών).
Έγραφαν πάνω σε πλάκα με κοντύλι και έσβηναν με
ένα μικρό σφουγγάρι. Εκτός από τις πέτρινες πλάκες
υπήρχαν κι άλλες αλειμμένες με κερί. Σ’ αυτές έγραφαν
με μυτερό καλάμι. Στις μεγαλύτερες τάξεις έγραφαν με
μελάνι πάνω σε παπύρους, σε περγαμηνές και σε χαρτί,
από το 10ο αιώνα και μετά.
«Ο μη δαρείς ου παιδεύεται» Οι τιμωρίες των μαθητών
ήταν συνηθισμένο γεγονός στα βυζαντινά σχολεία. Το
ραβδί και η βέργα ήταν απαραίτητα μέσα διδασκαλίας
για την εποχή. Οι τιμωρίες αυτές, συνήθως, γίνονταν με
την έγκριση ή την προτροπή των γονέων. Γονείς και
δάσκαλοι πίστευαν ότι: «Όποιος δε δαρθεί δε μαθαίνει
γράμματα».
Τα κορίτσια κι ένας μεγάλος αριθμός αγοριών, που οι
γονείς τους δεν είχαν να πληρώσουν δίδακτρα, δεν
πήγαιναν σχολείο.
Την αγωγή αυτών των παιδιών αναλάμβαναν οι γονείς, οι
γιαγιάδες και οι παππούδες. Αυτοί μάθαιναν στα παιδιά
ιστορίες για τη ζωή και τον τόπο τους και τα ασκούσαν να
διατηρούν τα έθιμα και τις παραδόσεις των Βυζαντινών.
Τα παιδιά αυτά έμεναν στο σπίτι, έπαιζαν στις αυλές και
στους δρόμους και βοηθούσαν τους γονείς τους στις
δουλειές.
Τα κορίτσια κοντά στις μητέρες τους μάθαιναν
να κεντούν, να πλέκουν και να υφαίνουν.
Τα αγόρια που δεν πήγαιναν στο σχολείο
μάθαιναν από μικρή ηλικία τέχνες κοντά σε
ειδικούς τεχνίτες. Εκεί εργάζονταν, ως άμισθοι
μαθητευόμενοι, συνεχώς δύο χρόνια. Ύστερα
εργάζονταν κοντά τους με αμοιβή ή
αναζητούσαν αλλού εργασία.
Κάθε τεχνίτης μπορούσε να έχει μόνο δύο
μαθητευόμενους. Ο σεβασμός των νέων αυτών
προς το «αφεντικό» τους ήταν μεγάλος και
συχνά κρατούσε για όλη τους τη ζωή.
Αγωγή – Εκπαίδευση
Κομένιος(1592-1670):
Θεωρείται ο ιδρυτής του κλάδου της Παιδαγωγικής επιστήμης.
Βασικές του Διδακτικές αρχές ήταν:
Αρχή της ετοιμότητας: προτείνει τα ίδια πράγματα να διδάσκονται με
διαφορετικό τρόπο σε κάθε ηλικία.
Αρχή της ενεργητικής μάθησης: θεωρεί ότι η μάθηση είναι προσωπικό
επίτευγμα του μαθητή κι έρχεται ως αποτέλεσμα της ενεργητικής
επεξεργασίας του με τα ερεθίσματα που δέχεται.
Καταδικάζει την παθητική μάθηση που καταπονεί την μνήμη, την κατάχρηση
του λόγου και την δογματική διδασκαλία παρά το γεγονός ότι την εποχή του
κυριαρχούσε η αυταρχική αγωγή.
Αρχή της εποπτείας: τονίζει την ανάγκη για την άμεση επαφή του μαθητή με
τα πράγματα που μαθαίνει ή τη χρήση εικόνων τους. Είναι για αυτό ο
πρόδρομος της εκπαιδευτικής τεχνολογίας.
Αρχή της παιδοκεντρικής μάθησης: τονίζει την ανάγκη προσαρμογής της
διδασκαλίας όχι στη φύση του διδακτικού αντικειμένου όπως γινόταν μέχρι
τότε αλλά στις μαθητικές ικανότητες και στο μαθητικό ενδιαφέρον.
Ρουσώ (1712-1778):
Τις θέσεις του Διαφωτισμού εκφράζει στο χώρο της εκπαίδευσης ο
Ρουσώ.
Κηρύττει την πίστη στην αγαθότητα και τις δυνατότητες της παιδικής
φύσης.
Προβάλλει την παιδική ηλικία ως αυτόνομο στάδιο της ζωής του
ανθρώπου, με τα δικά του δικαιώματα και τη δική του σημασία.
Μέχρι τότε το παιδί θεωρούταν απλώς μια μικρογραφία ενηλίκου.
Προτείνει την ελεύθερη και φυσική ανάπτυξη στο παιδί και
γενικότερα την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τα δεσμά και
τη διαφθορά που επέφερε ο ανθρώπινος πολιτισμός.
Η ρομαντική αντίληψη που είχε για την ανθρώπινη φύση και την
διαδικασία της μάθησης («αφήστε ελεύθερο τον Αιμίλιο και θα μάθει»)
παραπέμπει περισσότερο σε μια διαδικασία φυσικής αγωγής και
αυτομόρφωσης μέσα από τις εμπειρίες και όχι στο σχολείο με
δασκάλους, βιβλία και μονολογικές διδασκαλίες.
Pestalozzi (1746-1827):
Αφομοιώνει τις ιδέες του Κομένιους και του Ρουσσώ σε ένα δικό του θεωρητικό
σχήμα περί λαΐκής αγωγής.
Επιπλέον τονίζει την παιδαγωγική σημασία των σχέσεων δασκάλου-μαθητή που
πρέπει να τις διακρίνει ο σεβασμός της ατομικότητας, της αξιοπρέπειας και της
σπουδαιότητας του παιδιού.
Έρβαρτος (Herbat 1776-1841):
Συμβάλλει στον απογαλακτισμό της Παιδαγωγικής από τη Φιλοσοφία και επιχειρεί
να δημιουργήσει μια επιστήμη του ανθρώπινου νου ανάλογη με τις Θετικές
Επιστήμες.
Πρωταρχικό στοιχείο του ψυχικού βίου είναι «οι ψυχικές παραστάσεις» οι οποίες
αλληλοσχετιζόμενες και αλληλοσυγκρουόμενες συγκροτούν αυτό που αποκαλείται
νους. Κατά τον Έρβαρτο ο νους είναι πεδίο μάχης και χώρος αποθήκευσης που
δημιουργούν οι ιδέες.
Σκοπός της διδασκαλίας κατά τον Herbart είναι να διευρύνει και να ενισχύσει τον
κύκλο των παραστάσεων του ανθρώπου ώστε να ενισχυθεί τελικώς η βούληση και
να εξασφαλιστεί η ηθικοποίηση του ατόμου.
Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ
Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ
Μέχρι και τα μέσα του 19ου η παιδεία των μουσουλμάνων ήταν σε
άθλια κατάσταση, μιας και στα κορανικά σχολεία –τα οποία
λειτουργούσαν για τη μεγάλη μάζα των τότε μουσουλμάνωνλειτουργούσαν σαν παραρτήματα των τζαμιών και πρόσφεραν μια
βασική θρησκευτική εκπαίδευση, κυρίως αποστήθιση του Κορανίου.
Αναφέρεται ότι οι δάσκαλοι στα σχολεία αυτά ήταν αγράμματοι.
Όσοι αναζητούσαν πρακτική μόρφωση και παιδεία έπρεπε είτε να
είναι αυτοδίδακτοι είτε να ανήκουν σε έναν κύκλο μορφωμένων.
Από την άλλη οι Χριστιανοί βρίσκονταν σε σαφώς καλύτερη
κατάσταση από τους μουσουλμάνους από πλευράς παιδείας. Το ίδιο
ίσχυε και για τους Εβραίους.
Για τους χριστιανούς υπήρχαν δύο βαθμίδες
σχολείων.
Η πρώτη αποτελούνταν από τα "κοινά σχολεία" ή "σχολεία των
ιερών γραμμάτων". Τα κείμενα που χρησιμοποιούνταν ήταν
θρησκευτικά, όπως το Ψαλτηρι, η Οκτώηχος και ο Αποστολος και
η διαδικασία της μάθησης επίπονη, μέχρι την εμφάνιση των
πρώτων σύγχρονων αλφαβητάριων το β' μισό του 18ου αιώνα.
Στη δεύτερη βαθμίδα βρίσκονταν τα "ελληνικά σχολεία" που
ονομάζονταν επίσημα και "φροντιστήρια", τα οποία εμφανίστηκαν
το 17ο αιώνα.
Οι μαθητές τους διδασκόταν κυρίως την ερμηνεία
αρχαιοελληνικών κειμένων με χρήση της αριστοτελικής μεθόδου
του Θεόφιλου Κορυδαλλέα.
Στον αριστοτελικό σχολαστικισμό που υποστήριζε το
Πατριαρχείο αντιτάχθηκαν Διαφωτιστές όπως ο Ιώσηπος
Μοισιόδακας και ο Μεθόδιος Ανθρακίτης και πρότειναν τον
εμπλουτισμό των προγραμμάτων με βάση τα νεωτερικά
ρεύματα της Δύσης.
Έτσι, και υπό την επιρροή του Κοραή, η εκπαίδευση πέρασε σε
μια νέα φάση στις αρχές του 19ου αιώνα, με την ίδρυση και
υλική στήριξη νέων σχολείων από ομάδες εμπόρων και
κοινότητες, σε αρκετά από τα οποία η διδασκαλία γινόταν σε
απλή γλώσσα.
Επιπρόσθετα γίνεται αναφορά ότι μέχρι και τον 19ο αιώνα
ήταν σπάνιο να βρεθεί Έλληνας ή Ελληνίδα που να μην ήξερε
να διαβάζει, αντίθετα για τους Τούρκους αυτό το φαινόμενο
ήταν σύνηθες.
Για αυτό το λόγο το τούρκικο κράτος άρχισε να ιδρύει
δημόσια σχολεία λόγω του ότι η παιδεία των μημουσουλμάνων γνώρισε σπουδαία ανάπτυξη.
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ
ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ
Στην οθωμανική αυτοκρατορία βρισκόταν το μορφωτικό επίπεδο του λαού,
ανεξαρτήτως εθνικής και θρησκευτικής προελεύσεως, στο απόλυτο μηδέν,
δεδομένου ότι η παιδεία δεν αποτελούσε στόχο των Οθωμανών, ούτε για τους
μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
Από το 17ο αιώνα άρχισε σταδιακά να δίδεται εκπαίδευση σε ορθόδοξες
εκκλησιαστικές σχολές, οι οποίες λειτουργούσαν με βάση τις υποχρεώσεις (και
τα σχετικά προνόμια) που είχε αναλάβει το Πατριαρχείο έναντι των Οθωμανών.
Στο τέλος του 18ου αιώνα είχαν πληθύνει αυτά τα σχολεία, ώστε όλες οι
ευημερούσες πόλεις είχαν τουλάχιστον μία Σχολή (Γιάννενα, Αθήνα, Δημητσάνα,
Χίος, Πάτμος, Αθωνιάς Σχολή, Μεσολόγγι, Σμύρνη, Κυδωνιές κ.ά.)
Παράλληλα λειτουργούσαν και Σχολές στον ελληνόφωνο χώρο εκτός της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως η Ιόνιος Ακαδημία στα Επτάνησα και άλλες.
Σ' αυτές τις σχολές δίδασκαν αρχικά δάσκαλοι-κληρικοί παραδοσιακής παιδείας,
αλλά από το 18ο αιώνα έπαιρναν τη θέση τους όλο και συχνότερα νεωτεριστές,
οι λεγόμενοι σήμερα «Δάσκαλοι του Γένους». Κατά κανόνα επρόκειτο για
εκπαιδευτικούς, επίσης κληρικούς, που είχαν επηρεαστεί από τον ευρωπαϊκό
Διαφωτισμό και τη ραγδαία ανάπτυξη των φυσικών επιστημών στη Δύση.
ΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ
ΕΡΓΟ ΤΟΥΣ
Κατά την εξεταζόμενη περίοδο υπήρξαν διακεκριμένοι Έλληνες λόγιοι που
προσπάθησαν να αφυπνίσουν τον υπόδουλο Ελληνισμό, γι’ αυτό και ονομάζονται
Διδάσκαλοι του Γένους. Η πνευματική δραστηριότητά τους είχε εθνικό,
αγωνιστικό και διαφωτιστικό χαρακτήρα. Στηριγμένοι στην ελληνορθόδοξη
παράδοση και στην ανάμνηση παλαιότερων εθνικών αγώνων προετοίμασαν το
Έθνος για τον Απελευθερωτικό Αγώνα.
Αυτοί είναι:Αδαμάντιος Κοραής (1743-1833)
Σκοπό της αγωγής ο Κοραής θέτει τη διαμόρφωση ηθικών χαρακτήρων.
Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806)
Πρώτος από τους νεώτερους κατά τη διάρκεια της Τουρκο-κρατίας από τους
Έλληνες διαμόρφωσε το δικό του φιλοσοφικό καιπαιδαγωγικό σύστημα.
Ιώσηπος Μοισιόδαξ (1730/35-1800)
Θεωρείται πρωτοπόρος όσον αφορά τη μεθόδευση της αγωγής και της μάθησης.
Αυτός κατ’ εξοχήν το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα διαπραγματεύεται
συστηματικά τη αγωγή των παιδιών (Μαρκαντώνης, 1986:179, Νήμας, 1995:70).
Τις παιδαγωγικές του απόψεις παραθέτει στο έργο του: «Πραγματεία περί παίδων
αγωγή ή Παιδαγωγία» που έγραψε το 1779 στη Βενετία και αναφέρεται κυρίως σε
45 πρακτικά ζητήματα της αγωγής των παιδιών (Ζιώγου-Καραστεργίου,1999:163164
Η Εκπαίδευση κατά
τον Όθωνα
Τα μέλη της Αντιβασιλείας (και πιο συγκεκριμένα ο Μάουρερ) έλαβαν αποφάσεις και εξέδωσαν
διατάγματα σύμφωνα με τα οποία:
-Ιδρύθηκαν δημοτικά σχολεία σε όλους τους δήμους με υποχρεωτική φοίτηση για παιδιά άνω
των 6 ετών (7ετής φοίτηση)
-Ιδρύθηκαν Ελληνικά σχολεία σε όλες τις επαρχίες (3ετής φοίτηση). Σε αυτά γίνονταν δεκτοί,
μετά από εξετάσεις, οι απόφοιτοι της Δ΄ τάξης του Δημοτικού.
-Ιδρύθηκαν γυμνάσια στην έδρα κάθε νομού (4ετής φοίτηση).
Έτσι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οργανώθηκε πάνω στα πρότυπα του αντίστοιχου
βαυαρικού, με έναν κύκλο βασικής υποχρεωτικής εκπαίδευσης και δύο διαφορετικούς κύκλους
μέσης, παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ
διαφορετικές από αυτές της Βαυαρίας.
Κύριο χαρακτηριστικό του περιεχομένου των σπουδών ήταν ο κλασικισμός και η
αρχαιολατρία, ενώ ελάχιστη βάση δινόταν στην απόκτηση θετικών και τεχνικών
γνώσεων.
Τη δαπάνη των δημοτικών σχολείων αναλάμβαναν οι δήμοι, ενώ των Ελληνικών
σχολείων και των γυμνασίων το κράτος.
Για την εκπαίδευση των δασκάλων ιδρύθηκε το πρώτο "Διδασκαλείον" και
συγκροτήθηκε επιτροπή που θα έκρινε τα προσόντα όσων επιθυμούσαν να
εργαστούν ως καθηγητές. Αργότερα, το 1855, αποφασίστηκε οι καθηγητές να
είναι αποκλειστικά απόφοιτοι του Πανεπιστημίου της Αθήνας, που ιδρύθηκε και
άρχισε να λειτουργεί το 1837
Η Αντιβασιλεία διατήρησε ορισμένες από τις τομές που έγιναν στον τομέα αυτό
από τον Καποδίστρια και έτσι έχουμε την επαναλειτουργία των αλληλοδιδακτικών
σχολείων, διορισμό νέων δασκάλων, αναδιοργάνωση του Ορφανοτροφείου και της
Βιβλιοθήκης στην Αίγινα.
Μέθοδοι Διδασκαλίας
•Αχιλλέας Ρίζος
•Δημήτρης Ντούτσος
•Φωκίων Παυλάκης
•Άκης Μπαχαράκης
• Οι μέθοδοι διδασκαλίας εξαρτώνται από το θέμα του
μαθήματος, το επίπεδο της τάξης, τα μέσα που
διαθέτουμε και τους στόχους που θέσαμε.
Και μπορεί να είναι:
διάλεξη,
αφήγηση
συζήτηση,
επίδειξη,
επίλυση προβλήματος σε ομάδες,
συνεργατική μάθηση,
ομαδική εργασία,
διερεύνηση,
ανακάλυψη
βιωματική προσέγγιση.
Παραδοσιακές μέθοδοι
διδασκαλίας
• Κέντρο και άξονας αυτών των μεθόδων
διδασκαλίας είναι ο δάσκαλος.
• Αυτός είναι η αυθεντία μέσα στην τάξη
που καθοδηγεί και προσφέρει.
• Γι΄αυτό οι μέθοδοι αυτές ονομάζονται
Δασκαλοκεντρικές.
• Θεμελιώδης αρχή αυτών των μεθόδων
είναι «η προσαρμογή του μαθητή στο
ρυθμό και στο τρόπο σκέψης που έχει
προκαθορίσει ο δάσκαλος.
Τα βασικά χαρακτηριστικά των
μεθόδων αυτών είναι:
• Ο απόλυτος προγραμματισμός και η
λογικοποίηση. Ο προγραμματισμός
γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην
μπορεί να υπεισέλθει η ενεργός
συμμετοχή του μαθητή που θα είχε ως
συνέπεια την εκτροπή από την
καθορισμένη πορεία.
• Η επανάληψη
• Η απομνημόνευση
• Η προσφορά όσο το δυνατόν
περισσοτέρων γνώσεων.
ΜΑΘΗΤΟΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ
• Η φιλοσοφία των μεθόδων είναι ότι
σε κάθε διδασκαλία πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη:
• Τι πρέπει να μαθαίνει ο μαθητής
• Τι ενδιαφέρεται να μάθει ο μαθητής
• Τι μπορεί να μαθαίνει ο μαθητής
• Πως και πότε πρέπει να το μαθαίνει
• Ο δάσκαλος παρακολουθεί την δραστηριότητα
των μαθητών και τους καθοδηγεί μόνο αν το
ζητήσουν. Τους ενθαρρύνει να εκφράζουν τις
απόψεις τους, να παίρνουν μέρος σε συζήτηση,
δίνει τη δυνατότητα να επιλέξουν το πλάνο
εργασίας.
• Ο μαθητής συμμετέχει ενεργά σε όλη τη
διαδικασία της διδασκαλίας.
• Η διδασκαλία έχει ως σκοπό να προσφέρει
στον μαθητή τις απαραίτητες γνώσεις και να τον
μάθει να επεκτείνει και να γενικεύει τις γνώσεις
μόνος του.
Μέθοδος DEWEY (Learning by
doing): χαρακτηριστικά της
• Εμπειρία: έλεγχος των
προηγουμένων εμπειριών
• Σύνδεση:
Προσφέρονται οι
καλύτερες εμπειρίες,
ώστε να καλυφθούν τα
κενά και να επέλθει
σύνδεση με τα
προηγούμενα
• Ταξινόμηση:
Προσδιορίζονται και
ταξινομούνται ιεραρχικά
τα στοιχεία της νέας
• Σχεδιασμός: της
διδακτική πορείας και
εκτέλεση με βάση το
προηγούμενο στάδιο
• Επαλήθευση: ελέγχεται
η νέα γνώση με βάση τις
προηγούμενες εμπειρίες
• Αξιολόγηση της
μαθησιακής διαδικασίας
Το λεγόμενο κίνημα της «Νέας Αγωγής», με
πρωτοπόρο τον John Dewey (Τζον Ντιούι),
• θέτει το παιδί και τις ανάγκες του στο
κέντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το
«Νέο Σχολείο» προκρίνει τη βιωματική και
ομαδοσυνεργατική μάθηση, ασκεί κριτική
στις πειθαρχικές μεθόδους του
παραδοσιακού σχολείου και πραγματώνει
την ισότητα των φύλων.
Συνέχεια..
• Ο Dewey είναι, κατά κάποιο τρόπο, πρόδρομος
της μεθόδου Project, που αποτέλεσε τη βάση της
κίνησης για την αναπροσαρμογή των
αναλυτικών προγραμμάτων τις περασμένες
δεκαετίες. Με τη μέθοδο αυτή προκρίνεται η
διερευνητική μάθηση και δεν υπάρχει σχολικό
εγχειρίδιο που να μην περιέχει ομαδικές και
βιωματικές δραστηριότητες.
• Ο μαθητής συνήθως
παρακινείται
εξωτερικά. Το
κίνητρο για τη σωστή
αντίδραση σε ένα
ερέθισμα εξαρτάται
άμεσα από το χρόνο
που διανύεται
ανάμεσα στην
αντίδραση και στην
ενίσχυση.
Θεωρίες Μάθησης
• Συμπεριφοριστικές θεωρίες
ερέθισμα – αντίδραση
• Γνωστικές θεωρίες
Βασίζονται σε διαφορετική άποψη για τη φύση της
γνώσης
• Ανθρωπιστικές θεωρίες
Βασίζονται στις διάφορες αναλύσεις της προσωπικότητας
και της κοινωνίας
Κοινωνικοπολιτισμικές θεωρίες
• Δίνεται έμφαση στο κοινωνικό πλαίσιο
• Η μάθηση είναι αποτέλεσμα
αλληλεπίδρασης
• Η μάθηση οδηγεί στην ανάπτυξη
• Ζώνη επικείμενης ανάπτυξης
Γνωστικές θεωρίες
• Δίνεται έμφαση στη δομή και τη
λειτουργία του γνωστικού συστήματος
• Η μάθηση συνίσταται στην τροποποίηση
γνώσεων
• Ζητούμενο η ενεργή και ατομική
οικοδόμηση της γνώσης μέσω εμπειριών
Αρχές του συμπεριφορισμού στη
διδακτική πράξη:
• Η μάθηση συνίσταται στην τροποποίηση
της συμπεριφοράς του μαθητή. Η
διδασκαλία θα πρέπει να περιλαμβάνει
μικρά καλοσχεδιασμένα βήματα που θα
πρέπει να εκτελεί ο μαθητής για να φτάσει
στη γνώση. Η ύλη δομείται σε μικρές
ενότητες και ο ρυθμός παρουσίασής της
συμβαδίζει με τους ρυθμούς των μαθητών.
Με τη σύγχρονη μέθοδο διδασκαλίας
στοχεύουμε:
Στην απόκτηση γνώσεων
δεξιοτήτων και πληροφοριών
Στην ανάγκη της νέας αντίληψης
για το σχολείο που πρέπει να γίνει
χώρος χαράς, δημιουργίας,δράσης
και ζωής και όχι παθητικής
αποδοχής αποσπασματικών
γνώσεων.
• Στη συμμετοχική μαθησιακή
διαδικασία, τη διασφάλιση ίσων
ευκαιριών στη μάθηση και στην
ενεργητική προσέγγιση
του
<< Μαθαίνω πώς να Μαθαίνω >>.
Στη βιωματική δράση του μαθητή
μέσα από ανάλογες δραστηριότητες
και σχέδια εργασίας.
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΜΟΣ
Αρχές του συμπεριφορισμού στη διδακτική
πράξη :
Η μάθηση συνίσταται στην τροποποίηση της
συμπεριφοράς του μαθητή/τριας
Η διδασκαλία θα πρέπει να περιλαμβάνει μικρά
καλοσχεδιασμένα βήματα που θα πρέπει να
εκτελεί ο μαθητής για να φτάσει στη γνώση.
Η ύλη δομείται σε μικρές ενότητες και ο ρυθμός
παρουσίασής της συμβαδίζει με τους ρυθμούς των
μαθητών/τριών.
Ο ρόλος του δασκάλου είναι καθοριστικός και
περιλαμβάνει τη διατύπωση των διδακτικών
στόχων.
Οι συμπεριφοριστές δέχονται τα εξής:
Ο νους θεωρείται ως επεξεργαστής συμβόλων τα
οποία αντικατοπτρίζουν την δομή του
εξωτερικού κόσμου και ως δεξαμενή
πληροφοριών.
Η γνώση είναι η εσωτερική απεικόνιση της
εξωτερικής πραγματικότητας.
Η σκέψη κυριαρχείται από την εξωτερική
πραγματικότητα.
Η δομή του εξωτερικού κόσμου είναι ανεξάρτητη
από την κατανόηση του ατόμου.
Το φαινόμενο της συμπεριφοριστικής μάθησης
χαρακτηρίζεται από τα παρακάτω:
Η προσχεδιασμένη γνώση μεταδίδεται στους μαθητές σύμφωνα με
ένα προσχεδιασμένο πρόγραμμα.
Πραγματοποιούνται συγκεκριμένες δραστηριότητες για να
επιτευχθούν συγκεκριμένοι στόχοι.
Η μάθηση διαμορφώνεται από την επανάληψη και την ενίσχυση
καθώς ο μαθητής ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένα ερεθίσματα.
Ο μαθητής δεν έχει ούτε τον έλεγχο της μάθησης ούτε του χρόνου
που χρειάζεται για να επιτευχθεί η μάθηση.
Ο δάσκαλος είναι ο δημιουργός και το κέντρο του γεγονότος της
μάθησης.
Η αξιολόγηση γίνεται ατομικά στο τέλος της μαθησιακής
διαδικασίας για να εξακριβώσει αν έχει αποχτηθεί η γνώση των
αντικειμένων της μάθησης.
Η αποτυχία σημαίνει ότι το περιεχόμενο της υπό μάθηση έννοιας
πρέπει να επαναλαμβάνεται μέχρι να κατακτηθεί από τον μαθητή.
ΚΥΡΙΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΜΟΥ
John Watson
Ο Τζον Γουάτσον ήταν ένας διάσημος
αμερικάνος ψυχολόγος (Νότια Καρολίνα
1878-1958 Νέα Υόρκη). Έδωσε την έναρξη
στην εν λόγω θεωρητική οπτική, η οποία
βασίζεται στο φιλοσοφικό ρεύμα του
Πραγματισμού, τον Συμπεριφορισμό.
Ο Συμπεριφορισμός του Γουάτσον έγινε η
κυρίαρχη ψυχολογία στις Η.Π.Α. κατά τις
δεκαετίες 1920-1930 και μερικές θεωρίες
που επηρεάζουν μέχρι και τη σημερινή
ψυχολογία.
Κατά το Συμπεριφορισμό το εξωτερικό
περιβάλλον και συγκεκριμένα η
αλληλεπίδραση του ατόμου με τα
ερεθίσματα του περιβάλλοντος
διαμορφώνουν τη συμπεριφορά του.
Δεν αποδίδει τη συμπεριφορά του ατόμου σε
παράγοντες όπως η προσωπικότητα, ο
χαρακτήρας, το ασυνείδητο ή τα γνωστικά
σχήματα.
Ιvan Pavlov
Ο Ιβάν Παβλόφ (Ριαζάν 1849-1936 Λένιγκεραντ) Ρώσος φυσιολόγος γνωστός
κυρίως από την θεωρία των εξαρτημένων αντανακλαστικών.
Σε ένα κλασικό πλέον πείραμα Σχημάτισε δύο ομάδες από σκύλους, που
λάμβαναν το γεύμα τους καθημερινά την ίδια ώρα. Λίγα λεπτά πριν από τη
χορήγηση της τροφής, η μία ομάδα άκουγε τον χτύπο ενός κουδουνιού.
Μετά από ένα χρονικό διάστημα, ο Παβλόφ άρχισε να χτυπά το κουδούνι
σε άσχετες ώρες χωρίς να προσφέρει τροφή και είδε ότι οι σκύλοι
ανταποκρίθηκαν: άρχισαν να τους τρέχουν τα σάλια, όπως ακριβώς όταν
του παρέθετε τροφή. Αντιθέτως, στην άλλη ομάδα δεν υπήρχε καμία
αντίδραση. Συνεπώς, αφού δεν ήταν έμφυτη, η αντίδραση αυτή
αποτελούσε ένα αντανακλαστικό που δημιουργήθηκε τεχνητά,
συσχετίζοντας ένα τεχνητό ερέθισμα (το κουδούνισμα) με μία
συγκεκριμένη αντίδραση (την τροφή).
Αυτό που ανακάλυψε ο Παβλόφ είναι ένας γενικός νόμος, που ισχύει σε όλο το
ζωικό βασίλειο, από το ποντίκι μέχρι τον άνθρωπο. Για την εργασία του
αυτή, το 1904 του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής.
ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΜΟΥ
Edward Thorndike
Burrhus Frederic Skinner
George Miller
Irving Maltzman
C. Hull
Robert Gagne
Edward Tolman
Θεωρία Κοινωνικής Μάθησης
Επιμέλεια:
Σαρακατσιάνος Δημήτρης
Μπούρχας Ορφέας
Χαραλαμπόπουλος Βασίλης
Μπίζας Κυριάκος
Bandura Albert
Κύριος εκπρόσωπος της κοινωνικής θεωριας μάθησης είναι ο
Αμερικάνος καθηγητής ψυχολογίας Άλμπερτ Μπαντούρα.
Ο Α. Μπαντούρα διδάσκει στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ
από το 1953 και είναι πρόεδρος της Αμερικάνικης Ψυχολογικής
Εταιρείας.
Κατά τον Μπαντούρα η ψυχολογική λειτουργία του
κάθε ατόμου θα πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα
ενός συνεχούς αλληλοεπηρεασμού μεταξύ των
συμπεριφορικών, των γνωσιολογικών και των κοινωνικών
παραγόντων.
Αυτό σημαίνει ότι τόσο η συμπεριφορά,
όσο προσωπικοί και κοινωνικοί παράγοντες αλληλενεργούν
με τέτοιο τρόπο, ώστε το πράττειν να επηρεάζεται μεν από
το περιβάλλον, αλλά και ότι και οι ίδιοι οι άνθρωποι
διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο κοινωνικό τους
περιβάλλον και στις εμπειρίες που τους τυχαίνουν.
Η άποψη αυτή διαφέρει ριζικά από εκείνη του Σκίνερ,
ο οποίος περιορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά σε δύο
μόνο παράγοντες, τα εξωτερικά και τα άτομα, τα οποία όμως
είναι παθητικά και μηχανιστικά.
Ο Μπαντούρα υποστηρίζει την έννοια ενός αμοιβαίου
ντετερμινισμού (reciprocal determinism), σύμφωνα με τον
οποίο ναι μεν η συμπεριφορά διαμορφώνεται ως απάντηση
στο περιβάλλον, αλλά και ότι και οι άνθρωποι είναι σε θέση
να αυτοκαθοριστούν και να ασκήσουν επιρροή στο
περιβάλλον τους.
Πρώτος ο Μπαντούρα ρίχνει φως στο ρόλο της παρατήρησης
(observation) στη διαδικασία της μαθήσεως.
Μάλιστα η πιο χαρακτηριστική θέση στο έργο του είναι
η άποψή του ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της ανθρώπινης
συμπεριφοράς μαθαίνεται μέσω της παρατήρησης των
άλλων ή έχοντας ως παράδειγμα τους άλλους.
Ο Μπαντούρα επίσης τονίζει τη σημασία των
αυτοπροσκαλουμένων επιρροών ως αίτια όλης της
ανθρώπινης ψυχικής λειτουργίας
(λ.χ. κίνητρα, συναισθήματα και δράσεις).
Η άποψη αυτή είναι ιδιαίτερα εμφανής στη θεωρητική
κατασκευή της αυτοπεποίθησης (self-efficacy),
ήτοι της πίστης στην αξία του ατόμου, ότι το άτομο μπορεί
να ασκήσει τον έλεγχο πάνω στα κρίσιμα γεγονότα της
ζωής του.
Το πείραμα με τη κούκλα Μπόμππο
Το 1961 ο Μπαντούρα διεξήγαγε ένα αμφιλεγόμενο πείραμα, γνωστό
ως το πείραμα με τη κούκλα Μπόμπο, για να μελετήσει μοντέλα
συμπεριφοράς, μέσω της θεωρίας κοινωνικής μάθησης,
και ότι παρόμοιες συμπεριφορές έχουν αποκομισθεί από άτομα
μορφοποιώντας τη δική τους συμπεριφορά με βάση πράξεις κάποιων
προτύπων.
Το πείραμα επικρίθηκε από κάποιους για ηθικούς λόγους,
όπως το ότι εκπαιδεύει τα παιδιά προς την επιθετικότητα.
Τα αποτελέσματα του Μπαντούρα από το πείραμα άλλαξαν τη πορεία
της σύγχρονης ψυχολογίας και τους αποδόθηκε ευρέως ότι βοήθησαν
να αλλάξει η εστίαση στην ακαδημαϊκή ψυχολογία από το
συμπεριφορισμό στη γνωστική ψυχολογία.
Το πείραμα είναι μεταξύ των πιο εγκωμιασμένων ψυχολογικών
πειραμάτων.
Κοινωνικογνωστική θεωρία
Οι κοινωνικογνωστικές θεωρίες έχουν τις ρίζες τους στον συμπεριφορισμό.
Η κοινωνικογνωστική μάθηση ως θεωρία επεξεργασίας των πληροφοριών
Ο Bandura δέχεται τις περισσότερες αρχές του Συμπεριφορισμού αλλά επικεντρώνεται
σε μεγάλο βαθμό στα αποτελέσματα των ερεθισμάτων που προηγούνται των
συμπεριφορών και στις εσωτερικές πνευματικές διεργασίες, τονίζοντας την
αλληλεπίδραση σκέψης-δράσης.
Παρατήρησε ότι ο Σκίνερ αγνόησε τη μάθηση που συντελείται παρατηρώντας τις
συνέπειες από τις πράξεις των άλλων, πιστεύοντας ότι η παρατήρηση και μίμηση
προτύπου είναι πιο αποδοτικός τρόπος μάθησης.
Υιοθετείται το μοντέλο της αμοιβαίας τριαδικής αιτιοκρατίας.
Κεντρική ιδέα αυτού του μοντέλου είναι η θέση ότι η συμπεριφορά, δηλαδή οι ενέργειες
και πράξεις του ανθρώπου, δεν κατευθύνονται ούτε μόνο από τις εσωτερικές έμφυτες
δυνατότητές του ούτε διαμορφώνονται αποκλειστικά αυτομάτως ούτε ελέγχονται από τα
εξωτερικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος, αλλά και από τις ίδιες τις έκδηλες πράξεις του
ατόμου. Η συνεχής αλληλεπίδραση και των τριών παραγόντων,
(συμπεριφοράς, ενδοπροσωπικών στοιχείων, γεγονότων του περιβάλλοντος),
παρέχουν ευκαιρίες στους ανθρώπους να θέσουν κάποιο έλεγχο στο περιβάλλον τους
και να ρυθμίσουν οι ίδιοι τη μελλοντική συμπεριφορά τους. (αυτορρύθμιση)
Διδασκαλία σε ομάδες κατά την συνεργατική μάθηση δεν σημαίνει
απλά τον χωρισμό μιας μετωπικής τάξης σε ομάδες εργασίας.
Σύμφωνα με τις σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις,η ομάδα
εργασίας που λειτουργεί στα πλαίσια της συνεργατικής μάθησης
«….είναι μια κοινωνική ομάδα που αποτελείται από δύο ή
περισσότερους μαθητές οι οποίοι αλληλοεξαρτώνται και
αλληλοεπηρεάζονται,αποδέχονται ο ένας τον
άλλον,αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους,συμορφώνονται προς
τους κανόνες λειτουργίας της ομάδας, συνεργάζονται και
επικοινωνούν δημιουργικά,για όσο χρόνο χρειαστεί,για να
επιτύχουν ένα κοινό στόχο,γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι η
ατομική τους πρόοδος αλλά ο βαθμός συναργασίας τους θα
αξιολογηθούν….».(Τ. Σκούρος Η Ιστορία και η Διδακτική της,
Λεμεσός 1997)
Συνεργατική μάθηση (collaborative learning): ορίζεται οποιαδήποτε
διαδικασία ομαδικής μάθησης στην οποία λαμβάνουν χώρα τουλάχιστον κάποιες
από τις σημαντικές μαθησιακές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μαθητών
("οριζόντιες αλληλεπιδράσεις")
Συνεργάζομαι, σημαίνει εργάζομαι μαζί με κάποιον άλλο. Η συνεργατική
μάθηση σημαίνει ότι τόσο οι καθηγητές όσο και οι μαθητές είναι ενεργοί
συμμέτοχοι στη μαθησιακή διαδικασία - η γνώση δεν είναι κάτι που παραδίδεται
στους μαθητές, παρά κάτι που προκύπτει από τον ενεργό διάλογο μεταξύ αυτών
που προσπαθούν να κατανοήσουν και να χρησιμοποιήσουν έννοιες και τεχνικές.
Η συμμετοχή στις κοινότητες μάθησης, στην καλύτερη μορφή της, διαμορφώνει
την ικανότητα των μαθητών να μαθαίνουν από μόνοι τους, έξω από το
‘προστατευόμενο’ περιβάλλον του εκπαιδευτικού οργανισμού.
η συνεργατική μάθηση αποτελεί πηγή πολύτιμων αποτελεσμάτων που δεν έχουν
ακόμα διαπιστωθεί στην ακαδημαϊκή και στη συνεχιζόμενη εκπαίδευση:
αυξημένη ικανότητα στην ομαδική εργασία, αυτοπεποίθηση, κ.λπ. Ο McConnell
εκτιμά επίσης τον τρόπο με τον οποίο δημοσιοποιώντας κάποιος τη γνώση του
αποκτά καλύτερη αντίληψη σχετικά με ένα αντικείμενο. Η συνεργατική μάθηση
μπορεί να προσφέρει καλύτερη κατανόηση της μαθησιακής διαδικασίας.
προώθηση των διαπολιτισμικών σχέσεων και της επαφής με
διαφορετικές κουλτούρες, ιδεολογίες, κ.λπ.
αύξηση αυτοεκτίμησης: στο πλαίσιο της κοινότητας μάθησης τα
μέλη της εργάζονται με κοινό στόχο και συμφωνημένους
ρόλους.
επιπλέον κίνητρα μάθησης: Η οργάνωση, επομένως, των
μαθητών ή / και επαγγελματιών σε κοινότητες μάθησης με
στόχο τη συνεργασία για την επίτευξη κοινών γνωσιακών
στόχων είναι απόλυτα προσαρμοσμένη στη φύση και στις
ανάγκες τους, ενώ αντίθετα η απομόνωσή τους παραβιάζει τις
έμφυτες τάσεις τους για επικοινωνία και αλληλεπίδραση.
προώθηση των δεξιοτήτων που σχετίζονται με την οργάνωση
και την εργασία στο πλαίσιο ομάδων.
Η συνεργατική μάθηση ενθαρρύνει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των
μαθητών στο πλαίσιο μιας ομάδας. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές είναι
προσεκτικά
δομημένες ώστε να επιτρέπουν
(1) τη θετική αλληλεξάρτηση,
(2) την ατομική υπευθυνότητα,
(3) την αλληλεπίδραση προσωπικό επίπεδο,
(4) την κατάλληλη χρήση των διαπροσωπικών δεξιοτήτων, όπως
ηγετικές ικανότητες, επικοινωνία, ομαδικό πνεύμα και επίλυση
διαφορών,
(5) την τακτική αυτοαξιολόγηση του τρόπου λειτουργίας της ομάδας.
Οι νέες τάσεις στην εκπαίδευση ορίζουν:
Αλλαγή στον τρόπο της διδασκαλίας ώστε να βασίζεται στην προώθηση
μαθησιακών συζητήσεων
Κυρίαρχο ρόλο έχει η αλληλεπίδραση των μαθητών μεταξύ τους, οι
ενέργειές τους και η αλληλεπίδρασή τους με τον καθηγητή
Σταδιακή μετατροπή του ρόλου του διδάσκοντα από παροχέα
πληροφοριών σε σύμβουλο της εκπαιδευτικής διαδικασίας
Το εκπαιδευτικό υλικό είναι υποστηρικτικό στην εκπαιδευτική
διαδικασία
Κοινός στόχος: Για να υπάρχει συνεργατική προσπάθεια πρέπει να
υπάρχει ο κοινός μαθησιακός στόχος, το ομαδικό αποτέλεσμα.
Αλληλεπίδραση: Η αλληλεπίδραση εκδηλώνεται ως αμοιβαία βοήθεια,
αμοιβαίος επηρεασμός, ενίσχυση και ενθάρρυνση, προσφορά γνώσεων
και πληροφοριών, ανταλλαγή υλικού, ανατροφοδότηση συμμαθητών κ.ά.
Αλληλεξάρτηση: Η έννοια της αλληλεξάρτησης είναι το κλειδί της
επιτυχίας της Συνεργατικής Μάθησης. Αλληλεξάρτηση υπάρχει όταν η
ομάδα για να επιτύχει το έργο της χρειάζεται και εξασφαλίζει τη
συμβολή του κάθε μέλους της. Ισχύει και το αντίστροφο.
Κοινωνικές δεξιότητες: Μαθητές που δεν κατέχουν βασικές κοινωνικές
δεξιότητες είναι δύσκολο να επιτύχουν συνεργασία υψηλής ποιότητας. Ο
χαμηλός τόνος φωνής, η άσκηση ηγετικού ρόλου, η αποδοχή της
διαφορετικότητας η έκφραση διαφωνίας είναι μερικές δεξιότητες που
πρέπει να αποκτηθούν για να γίνει η συνεργατική προσπάθεια πιο
αποδοτική.
Προσωπική ευθύνη. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για να αποτύχει η
Συνεργατική Μάθηση είναι όταν αφεθεί ένα μέλος να κυριαρχήσει στην
ομάδα και να επιβάλλει την άποψή του ή να υποβάλλει τις λύσεις και τις
απαντήσεις.
Ο ρόλος της «δράσης» στη μάθηση
Μελέτες έχουν αποδείξει ότι οι
φοιτητές διατηρούν περίπου το 15%
αυτών που μαθαίνουν μόνο μέσα από
τις διαλέξεις, και κάπως λιγότερο από
αυτά που μελετούν.
Σε αντίθεση οι τρόποι μάθησης που
απαιτούν από τους φοιτητές να
«ερευνούν και να δημιουργούν»,
επιτυγχάνουν πολύ πιο συχνά να
“προκαλούν το νου και να αλλάζουν
τον τρόπο σκέψης μας, αυτό δηλαδή
στο οποίο στοχεύει η μάθηση.”
Hokanson
Ο ρόλος των αισθήσεων στη μάθηση (
Treichler, 1967)
Μαθαίνουμε
- 10% μέσω της γεύσης
- 1,5 μέσω της αφής
- 3,5% μέσω της όσφρησης
- 11% μέσω της ακοής
- 83% μέσω της όρασης
Θυμόμαστε
- 10% απ’ αυτά που διαβάζουμε
- 20% απ’ αυτά που ακούμε
- 30% απ’ αυτά που βλέπουμε
- 50% απ’ αυτά που βλέπουμε &
ακούμε
- 70% απ’ αυτά που λέμε όταν
συνομιλούμε με άλλους
- 90% απ’ αυτά που λέμε καθώς
κάνουμε κάτι
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού στη συνεργατική μάθηση
*Σχεδιάζει δυναμικά μαθήματα για τη μεταβίβαση της μάθησης
*Διδάσκει τους μαθητές πώς να μαθαίνουν
*Αναπτύσσει την υπευθυνότητα των μαθητών
*Προωθεί την ενεργή μάθηση
*Διευκολύνει την αυτοαξιολόγηση των μαθητών
*Ενθαρρύνει τους μαθητές
*Προάγει την ενεργή συμμετοχή των μαθητών
*Παρακινεί σε σκέψεις υψηλού επιπέδου
*Διδάσκει άμεσες κοινωνικές δεξιότητες
*Εξισορροπεί τις αλληλεπιδράσεις:του δασκάλου προς τον μαθητή, του μαθητή
προς το υλικό, του μαθητή προς τον συμμαθητή
«Η παιδεία είναι δεύτερος ήλιος
για τους ανθρώπους» Πλάτων
Ευχαριστούμε που μας
παρακολουθήσατε