Τίτλος εργασίας Η επίδραση του φύλου στις διαστάσεις του σχολικού

Download Report

Transcript Τίτλος εργασίας Η επίδραση του φύλου στις διαστάσεις του σχολικού

Τίτλος εργασίας
Η επίδραση του φύλου στις διαστάσεις του σχολικού εκφοβισμού
Μάντζιου Μαρία
χημικός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
[email protected]
Περίληψη
Η παρούσα εργασία μέσα από μια βιβλιογραφική ανασκόπηση και κριτική ανάλυση
έξι ερευνών διερευνά το ζήτημα της επίδρασης του παράγοντα φύλου στις διαστάσεις
του σχολικού εκφοβισμού. Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητικές εργασίες μελετούν πώς το
φύλο επιδρά στην εμφάνιση άμεσου και έμμεσου εκφοβισμού, πώς σχετίζεται με τα
σωματικά και ψυχολογικά συμπτώματα του θύτη, τη θυματοτοποίηση, τη μοναξιά, και
την εθνικοπολιτισμική καταγωγή θύματος και θύτη. Οι έξι έρευνες αναλύονται και
παρουσιάζονται βάσει των εξής αξόνων: α) τον θεωρητικό προβληματισμό που οδηγεί
στα ερευνητικά ερωτήματα, β) τα ερευνητικά ερωτήματα και υποθέσεις, γ) το είδος των
ερευνητικών τεκμηρίων και τα σημαντικότερα ευρήματα στα οποία παραπέμπουν.
Τέλος, ακολουθεί η κριτική αποτίμηση των ερευνών και οι προτάσεις για περαιτέρω
έρευνες.
Εισαγωγή
Η παρούσα εργασία έχει ως βασικό σκοπό τη βιβλιογραφία ανασκόπηση και την
κριτική σύνθεση ερευνών που μελετούν το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού που
παρατηρείται σε σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα
και στην Κύπρο. Οι έρευνες μελετούν τις απόψεις των μαθητών και μαθητριών
αναφορικά με τους παράγοντες του φαινομένου και την επίδραση του καθενός στην
εκδήλωσή του, αλλά και τις μορφές εκδήλωσής του. Πιο συγκεκριμένα, συσχετίζουν
τον σχολικό εκφοβισμό με το φύλο, την εθνικοπολιτισμική προέλευση, τη βία και την
επιθετικότητα, τα σωματικά και ψυχολογικά συμπτώματα των εφήβων, την
κοινωνικοοικονομική κατάσταση, τη μοναξιά και τη χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Η εργασία στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζει τις θεωρητικές προσεγγίσεις που
αποσαφηνίζουν τον «εκφοβισμό» και τον «σχολικό εκφοβισμό». Στο δεύτερο κεφάλαιο
περιλαμβάνεται η βιβλιογραφική ανασκόπηση έξι συνολικά ερευνών και θα
παρουσιάζονται συνθετικά και κριτικά αναφορικά με τον ερευνητικό προβληματισμό,
τα ερευνητικά ερωτήματα, τη μεθοδολογική προσέγγιση, το είδος των τεκμηρίων και τα
1
σημαντικότερα ευρήματα στα οποία κατέληξαν. Στη συνέχεια επιχειρείται η κριτική
ανάγνωση της βιβλιογραφικής σύνθεσης των ερευνών και η παρουσίαση των
βασικότερων διαπιστώσεων.
1. Η υπό διερεύνηση διάσταση
Το φαινόμενο της βίας στον χώρο του σχολείου απασχολεί ιδιαιτέρως τη διεθνή
και επιστημονική έρευνα και βιβλιογραφία, καθώς ολοένα και πληθαίνουν τα
περιστατικά επιθετικότητας στο πλαίσιό του. Ως «εκφοβισμός» ορίζεται γενικά η
«συστηματική κατάχρηση δύναμης» (Rigby, 2002) και έχει ποικίλες μορφές, όπως ο
σωματικός εκφοβισμός (physical) και ο λεκτικός (verbal), ο άμεσος και έμμεσος (direct
και indirect) (Smith, 2000). Ο Olweus (1993) δίνει έναν γενικό ορισμό για τον σχολικό
εκφοβισμό ή αλλιώς ‘bullying’, σύμφωνα με τον οποίο: «Ένας μαθητής κακοποιείται ή
γίνεται θύμα όταν αυτός είναι εκτεθειμένος κατ’ επανάληψη και για μεγάλη χρονική
διάρκεια στις αρνητικές ενέργειες του συμμαθητή του» (σ. 9).
Το φαινόμενο του εκφοβισμού στο πλαίσιο του σχολείου έχει αναγνωριστεί ως
μείζον πρόβλημα πλέον στα εκπαιδευτικά συστήματα διεθνώς, γεγονός που
πιστοποιείται από τα δεδομένα των σχετικών ερευνών. Σύμφωνα με αυτά ένας
σημαντικός αριθμός μαθητών/-τριών (μεταξύ 10-30%) τόσο στην Πρωτοβάθμια και
Δευτεροβάθμια εκπαίδευση πέφτει θύμα σχολικού εκφοβισμού. Ο πιο δημοφιλής χώρος
στον οποίο λαμβάνουν χώρα τα περιστατικά επιθετικότητας είναι το προαύλιο του
σχολείου με δράστες και θύματα συνήθως αγόρια (Smith, 2004). Στην Ελλάδα οι πιο
πρόσφατες έρευνες δείχνουν σημαντική έξαρση του φαινομένου στα σχολεία
Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΥΠΔΒΜΘ, 2011).
Η σημασία κατανόησης και ερμηνείας του φαινομένου κρίνεται καίρια στη
γενικότερη συζήτηση αναφορικά με την αποτελεσματικότητα του σχολείου, καθώς τα
φαινόμενα βίας σε αυτό διαταράσσουν τη μαθησιακή διαδικασία και παρεμποδίζουν
την εύρυθμη λειτουργία του (Olweus, 2003. Rigby, 2002).
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, κρίνεται σημαντική σκόπιμη η βιβλιογραφική
ανασκόπηση ερευνών που διερευνούν διαστάσεις του σχολικού εκφοβισμού στην
προσπάθειά τους να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν βαθύτερα το φαινόμενο.
Κεφάλαιο 2: Βιβλιογραφική Ανασκόπηση και Κριτική Σύνθεση Ερευνών
2
Όλα τα προηγούμενα κρίνουμε ότι παρουσιάζουν το περιεχόμενο και τη
διάσταση του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού σε ικανοποιητικό βαθμό και στο
πλαίσιο αυτό ακολουθεί η ανάλυση των έξι ερευνών που διερευνούν τη συνθετότητα
του φαινομένου μέσα από τις απόψεις των μαθητών και μαθητριών και τις μορφές
εκδήλωσης του. Οι έρευνες θα παρουσιαστούν βάσει του θεωρητικού προβληματισμού
που οδηγεί στη διατύπωση των ερευνητικών τους ερωτημάτων, τα ερευνητικά
ερωτήματα, τη μεθοδολογία, το είδος των ερευνητικών τεκμηρίων και τα
σημαντικότερα ευρήματα στα οποία παραπέμπουν
2.1. Ο θεωρητικός προβληματισμός
Αναφορικά με τον θεωρητικό προβληματισμό των Ψάλτου& Κωνσταντίνου
(2007) οι οποίες επιχείρησαν μια πρώτη καταγραφή του φαινομένου είχαν ως αφετηρία
προηγούμενες μελέτες του διεθνούς χώρου που επεσήμαναν τους παράγοντες που
λειτουργούν ενθαρρυντικά στην εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς στον χώρο του
σχολείου αναδεικνύοντας ως σημαντικότερους το φύλο, την εθνικοπολιτισμική
καταγωγή και τις ιδιαίτερες ψυχολογικές παραμέτρους των θυτών (Ψάλτου&
Κωνσταντίνου, 2007).
Οι Θεοδότου& Μιχαηλίδης (2010) μελετώντας τις μορφές της βίαιης
συμπεριφοράς στο σχολείο και τα χαρακτηριστικά των μαθητών- θυμάτων διέκριναν ως
κυρίαρχες μορφές της άμεσης βίας, τη λεκτική, την ψυχολογική και τη σωματική, ενώ
από τις μορφές της έμμεσης, την κοινωνική απομόνωση, τη δυσφήμιση και το cyber
bullying και αναφορικά με τα χαρακτηριστικά των θυμάτων η απομόνωση, η έλλειψη
βασικών κοινωνικών δεξιοτήτων και η ιδιαίτερη εξωτερική εμφάνιση αποτελούν
παράγοντες θυματοποίησης των μαθητών/-τριών (Θεοδότου& Μιχαηλίδης, 2010).
Επίσης, ο Δήμου (2013) ερευνώντας την εμπλοκή μαθητών από συγκεκριμένα
εθνικοπολιτισμικά περιβάλλοντα και τη συσχέτιση της χαμηλής αυτοεκτίμησης και
αυτοαντίληψης αναδεικνύει ότι το πώς αντιλαμβάνονται τα παιδιά τον εαυτό τους
επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την εμπλοκή τους ή μη σε περιστατικά bullying, καθώς όσα
παρουσιάζουν χαμηλή αυτοεκτίμηση συμμετέχουν ως θύματα και θύτες σε εκδηλώσεις
επιθετικής συμπεριφοράς
Επιπροσθέτως, η Γαλανάκη με τις συνεργάτιδές της (2009) εστιάζει σε μια
επιμέρους διάσταση του σχολικού εκφοβισμού και της θυματοποίησης των μαθητών/τριών, καθώς η μοναξιά ως πανανθρώπινο φαινόμενο θεωρείται από τους πιο
3
σημαντικούς δείκτες ψυχικής υγείας και βάσει της ανάλυσης των Hawker& Boulton
(2000) συνδέεται άμεσα με τον σχολικό εκφοβισμό.
Η έρευνα των Σακκά& Μάρκου (2013) στηριζόμενη στην υπάρχουσα έρευνα και
βιβλιογραφία μελετά τον σχολικό εκφοβισμό σε σχέση με το φύλο και την
εθνικοπολιτισμική προέλευση των μαθητών/-τριών.
Τέλος, η Γκάτσα και οι συνεργάτες της (2015) δίνουν μια ενδιαφέρουσα οπτική
του ζητήματος, καθώς το συνδέουν με την ψυχοσωματική υγεία των μαθητών/-τριών
και την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση.
2.2. Τα ερευνητικά ερωτήματα
Μελετώντας το θεωρητικό υπόβαθρο και τον προβληματισμό των επιλεγμένων
ερευνών η πλειονότητα των ερευνητικών ερωτημάτων διερευνούν τις απόψεις μαθητών
και μαθητριών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αναφορικά με τους
παράγοντες του σχολικού εκφοβισμού εστιάζοντας η καθεμία σε συγκεκριμένους
παράγοντες. Βασική συνισταμένη που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των ερευνών είναι
η κατανόηση του φαινομένου μέσα από τη σκοπιά των μαθητών/-τριών.
Ως εκ τούτου, υπάρχουν έρευνες που συσχετίζουν την επιθετική σχολική
συμπεριφορά με τα σωματικά και ψυχολογικά συμπτώματα των εφήβων και τους
οικονομικοκοινωνικούς
παράγοντες
(Γκάτσα,
Μαγκλάρα,
Μπέλλος,
Δαμίγος,
Μαυρέας& Σκαπινάκης, 2015), άλλες που μελετούν την επίδραση του φύλου και της
εθνικο-πολιτισμικής προέλευσης (Δήμου, 2013. Σακκά& Μάρκος, 2013. &Ψάλτη&
Κωνσταντίνου, 2007) με την πρώτη να εστιάζει μόνο στον παράγοντα της προέλευσης
και την τρίτη να ερευνά τους παράγοντες που κάποιος-α γίνεται θύτης εκφοβιστικής
συμπεριφοράς.
Επίσης, ορισμένες ερευνητικές εργασίες μελετούν επιμέρους συνισταμένες, όπως
η συσχέτιση της αυτοεκτίμησης (Δήμου, 2013) και της μοναξιάς των εφήβων στο
δίκτυο των συνομήλικων και της δυαδικής σχέσης (Γαλανάκη, Αμανάκη& Νοικοκύρη,
2009) σε σχέση με τον σχολικό εκφοβισμό. Τέλος, μια έρευνα μελετά τις μορφές
εκδήλωσης της επιθετικής συμπεριφοράς στο σχολείο και στα χαρακτηριστικά των
θυμάτων (Θεοδότου& Μιχαηλίδης, 2010. Ψάλτου& Κωνσταντίνου, 2007).
2.3. Η μεθοδολογία έρευνας
Το μεγαλύτερο μέρος των ερευνών χρησιμοποιούν την ποσοτική μεθοδολογική
προσέγγισης και πιο συγκεκριμένα το ερωτηματολόγιο (Γαλανάκη και συν., 2009.
Δήμου, 2013. Σακκά& Μάρκος, 2013. Ψάλτη& Κωνσταντίνου, 2007). Οι υπόλοιπες
4
δύο έρευνες συνδυάζουν την ποσοτική με την ποιοτική μεθοδολογία κάνοντας χρήση
ερωτηματολογίου και σε μικρότερο δείγμα χρησιμοποιούν την προσωπική μη δομημένη
εστιασμένη συνέντευξη (Θεοδότου& Μιχαηλίδης, 2010) και την ηλεκτρονική
δομημένη συνέντευξη (Γκάτσα και συν. 2015), αποσκοπώντας στον καλύτερο
εντοπισμό των υπό έρευνα χαρακτηριστικών και την αποτύπωση των αντιλήψεων και
των απόψεων των μαθητών /-τριών.
Αναφορικά με το δείγμα οι περισσότερες των μελετών απευθύνονται σε μεγάλους
πληθυσμούς με αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό η γενίκευση των
αποτελεσμάτων τους. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα των Γκάτσα και συν. Απευθύνεται
σε 5. 614 άτομα και η επιμέρους ανάλυση με συνεντεύξεις σε 2.431. Επίσης, μια
ερευνητική προσπάθεια αφορούσε σε 1843 μαθητές/-τριες Γυμνασίων και Λυκείου
πανελλαδικώς (Ψάλτου& Κωνσταντίνου, 2007), σε 124 μαθητές/-τριες Δημοτικών από
την Αλβανία και την Πρώην Σοβιετική Ένωση (Δήμου, 2013) συγκεκριμένων
περιοχών, 208 μαθητές/-τριες Δημοτικών, 92 μαθητές Α΄ Λυκείου μιας πόλης της
Κύπρου (Θεοδότου& Μιχαηλίδης, 2010) και 156 μαθητές/-τριες Γυμνασίου και
Λυκείου πολυπολιτισμικών περιβαλλόντων (Σακκά& Μάρκος, 2013).
Για την επιλογή του δείγματος χρησιμοποιήθηκε η τυχαία δειγματοληψία
(Γαλανάκη και συν., 2009. Δήμου, 2013. Θεοδότου& Μιχαηλίδης, 2010. Σακκά&
Μάρκος, 2013. Ψάλτη& Κωνσταντίνου, 2007), η στρωματοποιημένη τυχαία
δειγματοληψία (Γκάτσα και συν., 2015) και η βολική δειγματοληψία(Θεοδότου&
Μιχαηλίδης, 2010. Ψάλτου& Κωνσταντίνου, 2007).
Το μεγαλύτερο μέρος των ερευνών που ακολούθησαν το ποσοτικό παράδειγμα
χρησιμοποίησαν ήδη υπάρχοντα ερευνητικά εργαλεία, των οποίων η εγκυρότητα και η
αξιοπιστία έχουν αποδειχτεί. Πιο συγκεκριμένα τρεις έρευνες έχουν στηριχτεί στο
ερωτηματολόγιο “Revised Olweus Bully/Victim Questionnaire” (Olweus, 1996), το
οποίο είναι μεταφρασμένο και προσαρμοσμένο στην ελληνική πραγματικότητα
(Γαλανάκη και συν., 2009. Γκάτσα και συν. 2015. Θεοδότου& Μιχαηλίδης, 2010.
Ψάλτη& Κωνσταντίνου, 2007). Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν και άλλα ερευνητικά
εργαλεία, όπως το ερωτηματολόγιο “Pro- Victim Scale (PVS) των Rigby&Slee (1991)
το ΠΑΤΕΜ ΙΙ (Ψάλτη& Κωνσταντίνου, 2007), άλλη έρευνα χρησιμοποίησε τη
μετάφραση του “Peer Relations Questionnaire” των Rigby& Slee (1993) και το
ΠΑΤΕΜ ΙΙ (Πώς Αντιλαμβάνομαι Τον Εαυτό Μου ΙΙ) που αποτελεί ελληνική έκδοση
του ερωτηματολογίου “Self- Perception Profile for Children” της S. Harter (1985)
(Δήμου, 2013) και άλλη ως συμπληρωματικό εργαλείο την ελληνική μετάφραση-
5
προσαρμογή της κλίμακας “Peer Network nod Peer Dyadic Loniliness Scale” των Hoza,
Bukowski& Beery (2000) (Γαλανάκη, Αμανάκη& Νοικοκύρη, 2009). Επίσης, άλλη
έρευνα για τη διαμόρφωση των κλιμάκων στηρίχτηκε στην “Κλίμακα Εφηβικής
Επιθετικότητας” του Kingery (1998) και στην “Κλίμακα Αντιλαμβανόμενης
Επιθετικότητας”, στην Κλίμακα των Σακκά& και Ψάλτη (2004), όπως επίσης και στην
Κλίμακα των Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, Σακκά& Κουρέτα (1999) (Σακκά& Μάρκος,
2013). Για τις ερωτήσεις της ηλεκτρονικής συνέντευξης την οποία χρησιμοποίησε η
ερευνητική ομάδα σε μια από τις μελέτες η διαμόρφωση τω ερωτήσεων έγινε βάσει της
αναθεωρημένης κλινικής διαγνωστικής συνέντευξης “Clinical Interview Schedule
Revised” (CIS- R), που χρησιμοποιείται στον χώρο της ψυχιατρικής (Γκάτσα και συν.
2015).
Όσον αφορά στην ανάλυση των ερευνητικών δεδομένων ορισμένες έρευνες
χρησιμοποίησαν το στατιστικό Πακέτο για τις Κοινωνικές Επιστήμες (SPSS). Πιο
συγκεκριμένα χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικές εκδοχές μετρήσεις, όπως η μέθοδος
παλινδρόμησης (μέθοδος stepwise) και η πολυμεταβλητή διακύμανσης (MANOVA)
(Γαλανάκη και συν., 2009. Δήμου, 2013), ο έλεγχος x2 και η ανάλυση Κύριων
Συνιστωσών
(Ψάλτη&
Κωνσταντίνου,
2007),
η
μονομεταβλητή
ανάλυση
συνδιακύμανσης (ANCOVA) (Δήμου, 2013) και η Ιεραρχική Ανάλυση Συστάδων
(ΙΑΤ) (Σακκά& Μάρκος, 2013). Μια έρευνα χρησιμοποίησε το στατιστικό πακέτο
προγράμματος STATA 10.0 (StataCorp, College Station, Texas) (Γκάτσα και συν.
2015). Τέλος, η τριγωνοποίηση χρησιμοποιήθηκε στα συμπεράσματα από την ανάλυση
των ποσοτικών δεδομένων με αυτά που προέκυψαν από τις συνέντευξης (Θεοδότου&
Μιχαηλίδης, 2010).
2.4. Το είδος των ερευνητικών τεκμηρίων
Όσον αφορά στο είδος των ερευνητικών τεκμηρίων όλα παρουσιάζονται σε
πίνακες (Γαλανάκη και συν., 2009. Γκάτσα και συν. 2015. Δήμου, 2013. Θεοδότου&
Μιχαηλίδης, 2010. Σακκά& Μάρκος, 2013 και Ψάλτη& Κωνσταντίνου, 2007). Τέλος
σε έρευνα που ακολουθείται ο συνδυασμός των ερευνητικών μεθοδολογιών- ποσοτική
και ποιοτική- παρουσιάζονται χαρακτηριστικά αποσπάσματα απαντήσεων από τις
απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις (Θεοδότου& Μιχαηλίδης, 2010).
2.5. Τα σημαντικότερα συμπεράσματα των ερευνών
6
Όσον αφορά στις απόψεις των μαθητών/-τριών για το τι αποτελεί εκφοβιστική
συμπεριφορά το 72,4 % των μαθητών/-τριών θεωρούν τη σωματική παρενόχληση, το
71,1% την άσκηση σωματικής βίας, το 58,8% την καταστροφή προσωπικών ειδών και
το 53,2% τη σεξουαλική παρενόχληση (Σακκά& Μάρκος, 2013. Ψάλτη&
Κωνσταντίνου, 2007).
Ακόμη, για τις μορφές του σχολικού εκφοβισμού που παρατηρούνται πιο συχνά,
η πλειονότητα των ερευνών που αφορούν σε απόψεις των μαθητών/-τριών αναφέρουν
τη λεκτική βία και τη λεκτική σεξουαλική παρενόχληση ως κυρίαρχες και τη διάδοση
φημών και τις διακρίσεις να ακολουθούν (Γαλανάκη και συν., 2009. Ψάλτη&
Κωνσταντίνου, 2007), όπως επίσης την κοινή σωματική βία (Σακκά& Μάρκος, 2013)
και την ψυχολογική (Θεοδότου& Μιχαηλίδης, 2010).
Αναφορικά με τους χώρους στους οποίους λαμβάνουν χώρα περιστατικά
σχολικής επιθετικότητας η αυλή, οι διάδρομοι, οι σκάλες και οι αίθουσες είναι από τους
πιο δημοφιλείς (Ψάλτη& Κωνσταντίνου, 2007).
Επίσης, η ειδική παράμετρος αναφορικά με τη στάση των μαθητών/-τριών
απέναντι στην επιθετική συμπεριφορά και την αντίδρασή τους σε ανάλογα περιστατικά
έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς το σύνολο των ερωτώμενων καταδικάζουν το
φαινόμενο και τείνουν να συμπονούν και να βοηθούν τα θύματα (Σακκά& Μάρκος,
2013. Ψάλτη& Κωνσταντίνου, 2007). Αναφορικά με τα συναισθηματικές αντιδράσεις
των μαθητών/-τριών ο οίκτος και η συμπόνια είναι τα πιο διαδεδομένα συναισθήματα
και για τα δύο φύλα (Ψάλτη& Κωνσταντίνου, 2007).
Ακόμη, επισημαίνεται ότι μαθητές με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο
αναπτύσσουν μικρό βαθμό αυτοαντίληψης για τη σχολική τους ικανότητα και την
κοινωνική αποδοχή όσο και για την αυτοεκτίμησή τους με αποτέλεσμα να εμπλέκονται
σε περιστατικά επιθετικής συμπροφοράς (Δήμου, 2013).
Επίσης, έρευνες επιχείρησαν να διαμορφώσουν μέσα από τις απαντήσεις του
δείγματος το προφίλ των ατόμων που εμπλέκονται σε περιστατικά εκφοβισμού στο
πλαίσιο του σχολείου (Γαλανάκη και συν., 2009. Σακκά& Μάρκου, 2013. Ψάλτη&
Κωνσταντίνου, 2007). Ως συχνότερα χαρακτηριστικά των θυτών εμφανίζονται τα εξής:
ως προς το φύλο είναι αγόρι, ίδιας ηλικίας ή μεγαλύτερο, και από την κυρίαρχη ομάδα.
Επίσης, άλλα στοιχεία ενισχύουν το προφίλ των δραστών είναι η χαμηλή σχολική
επίδοση, η κακή συμπεριφορά εντός κι εκτός τάξης, (Σακκά& Μάρκου, 2013. Ψάλτη&
Κωνσταντίνου, 2007.) Τέλος, εντοπίστηκε σημαντική συσχέτιση μεταξύ της αύξησης
7
της σοβαρότητας της ψυχιατρικής συμπτωματολογίας με την εκδήλωση εκφοβιστικής
συμπεριφοράς (Γκάτσα και συν. 2015).
Παράλληλα, προσπάθεια έγινε να διαμορφωθεί το προφίλ των θυμάτων, των
μαθητών/-τριών δηλαδή που υφίστανται τον σχολικό εκφοβισμό (Θεοδότου&
Μιχαηλίδης, 2010. Σακκά& Μάρκος, 2013. Ψάλτη& Κωνσταντίνου, 2007). Τα
χαρακτηριστικά των θυμάτων αφορούν κυρίως σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς
τους, της εξωτερικής τους εμφάνισης και στην έλλειψη βασικών κοινωνικών
δεξιοτήτων (Θεοδότου& Μιχαηλίδης, 2010). Επίσης, η καλή σχολική επίδοση και το
γυναικείο φύλο αποτελούν αιτία στην οποία αποδίδεται η θυματοποίηση (Γκάτσα και
συν. 2015. Ψάλτη& Κωνσταντίνου, 2007). Επιπροσθέτως, η εθνική καταγωγή, η
διαφορετική γλώσσα και θρησκεία αποτελεί για τα αγόρια και κυρίως αυτών με
διαφορετική πολιτισμική καταγωγή λόγο θυματοποίησης (Σακκά& Μάρκος, 2013.
Ψάλτη& Κωνσταντίνου, 2007). Τέλος, παρατηρήθηκε έντονη συσχέτιση ανάμεσα στην
παχυσαρκία και της κακής οικονομικοκοινωνικής κατάστασης των μαθητών/-τριών και
τη θυματοποίησή τους (Γκάτσα και συν. 2015). Επίσης, επισημαίνεται ότι η τάση για
θυματοποίηση των μαθητών/-τριών συνδέεται με τη μοναξιά που βιώνουν τα παιδιάθύματα στη δυαδική φιλία και το δίκτυο συνομηλίκων (Γαλανάκη και συν. 2009).
3. Κριτική αποτίμηση ερευνών
Τα αποτελέσματα της ερευνητικής ανασκόπησης κατέδειξαν τη σημασία και την
συνθετότητα του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού που έχει λάβει τεράστιες
διαστάσεις τις τελευταίες δεκαετίες στα εκπαιδευτικά συστήματα διεθνώς και
απασχολεί πλήθος ερευνητών από διαφορετικά επιστημονικά πεδία.
Οι βασικότερες από άποψη συχνότητας μορφές εκφοβισμού εμφανίζονται η
λεκτική έμμεση και άμεση βία και η σωματική. Παράλληλα, τη λίστα έρχονται να
συμπληρώσουν
ο
κοινωνικός
αποκλεισμός
και
η
καταστροφή
προσωπικών
αντικειμένων (Γαλανάκη και συν. 2009. Θεοδότου& Μιχαηλίδης, 2010. Σακκά&
Μάρκος, 2013. Ψάλτη& Κωνσταντίνου, 2007).
Αναφορικά με τα χαρακτηριστικά των θυτών το φύλο των αγοριών αναφέρεται
ως το κυρίαρχο. Τα αγόρια έχουν μεγαλύτερη τάση να εμπλέκονται ως θύτες σε
περιστατικά εκφοβισμού (Γαλανάκη και συν. 2009. Θεοδότου& Μιχαηλίδης, 2010.
Ψάλτη& Κωνσταντίνου, 2007).
8
Ακόμη, ιδιαίτερες παράμετροι, όπως τα ψυχικά και σωματικά χαρακτηριστικά και
η κοινωνικοοικονομική κατάσταση των παιδιών φαίνεται ότι επιδρά στην εκδήλωση ή
μη επιθετικής συμπεριφοράς. Η φτωχή σωματική και ψυχική υγεία χαρακτηρίζει τόσο
τους θύτες, όσο και τα θύματα του σχολικού εκφοβισμού, όπως επίσης, το κακό
οικονομικοκοινωνικό υπόβαθρο των παιδιών (Γκάτσα και συν., 2015), η μοναξιά που
βιώνουν στο δίκτυο των συνομηλίκων (Γαλάνακη και συν. 2009) και η μειωμένη
αυτοεκτίμηση και αυτοαντίληψη για την σχολική ικανότητα και την κοινωνική αποδοχή
(Δήμου, 2013). Τέλος, η εθνικοπολιτισμική καταγωγή αποτελεί αιτία για τη
θυματοποίηση των μαθητών/-τριών που κυρίως στηρίζεται κυρίως στα στερεότυπα για
την καταγωγή (Σακκά& Μάρκος, 2013).
Πρέπει να σημειώσουμε ότι το φύλο ως παράγοντας δεν διαφοροποιεί τον αν
κάποιος/-α προβαίνει σε επιθετική συμπεριφορά, αλλά στη μορφή που εκδηλώνει.
(Σακκά& Μάρκος, 2013).
Συμπεράσματα
Στην παρούσα εργασία δόθηκε έμφαση στην κριτική παρουσίαση και σύνθεση
των έξι εμπειρικών ερευνών για τον σχολικό εκφοβισμό μέσω των απόψεων των
μαθητών και μαθητριών. Η ανάλυση των ερευνών επικεντρώθηκε κυρίως στον
θεωρητικό προβληματισμό και στα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτόν, στη
μεθοδολογία την οποία χρησιμοποίησαν για τη συλλογή των δεδομένων, όπως, επίσης,
στα αποτέλεσμα και στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν. Κατόπιν της κριτικής
αποτίμησης των μελετών διατυπώθηκαν ορισμένες σκέψεις ως προτάσεις για περαιτέρω
έρευνα.
Συμπερασματικά, το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού είναι ένα σύγχρονο και
σύνθετο εκπαιδευτικό ζήτημα, όπως διαπιστώνεται από τις απόψεις που εκφράζουν οι
ίδιοι/-ες οι μαθητές/-τριες και συσχετίζεται με πολλές διαστάσεις. Το φύλο, η
εθνικοπολιτισμική καταγωγή, το οικονομικοκοινωνικό υπόβαθρο, τα ψυχικά και
σωματικά χαρακτηριστικά είναι από τις βασικές διαστάσεις του φαινομένου που
χαρακτηρίζουν τόσο τα άτομα που εκδηλώνουν επιθετική συμπεριφορά στο σχολείο,
αλλά και όσα υφίστανται αυτή. Τέλος, η μοναξιά και η χαμηλή αυτοεκτίμηση και
αυτοαντίληψη για την σχολική επίδοση και κοινωνική αποδοχή των μαθητών και
μαθητριών αποτελούν ιδιαίτερες συνισταμένες του προβλήματος.
9
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Γαλανάκη, Ε., Αμανάκη, Ε.& Νοικοκύρη, Ε. (2009). Εκφοβισμός/ θυματοποίησης και
μοναξιά του παιδιού στην ομάδα των συνομηλίκων και στη δυαδική φιλία,
Παιδαγωγική Επιθεώρηση, 48, σσ. 72-89.
Γκάτσα, Τ., Μαγκλάρα, Κ., Μπέλλος, Σ., Δαμίγος, Δ., Μαυρέας, Β.& Σκαπινάκης, Π.
(2015). Κοινωνικο- δημογραφικές συσχετίσεις της σχολικής επιθετικότητας και
επιδράσεις στην ψυχοσωματική υγεία μαθητών, Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 32 (2), σσ.
182-193.
Δήμου, Γ. (2013). Το bullying στο δημοτικό σχολείο, σε παιδιά από οικογένειες
μεταναστών από την Αλβανία και την Πρώην Σοβιετική Ένωση, eκπ@ιδευτιικός
κύκλος, 1 (2), σσ. 136-152.
Hawker, D.S.J.& Boulton, M.J. (2000). Twenty years’ research on peer victimization
and psychological maladjustment: a meta- analysis review of cross- sectional studies,
Journal of Child Psychology and Psychiatry and Allied Disciplines, 41, pp. 441-455.
Θεοδότου, Α.& Μιχαηλίδης, Μ. (2010). «Μορφές εκδήλωσης βίαιης εκφοβιστικής
συμπεριφοράς και τα χαρακτηριστικά των παιδιών- θυμάτων σε μαθητές Α΄ Λυκείου»,
στο: Ν. Τσαγγαρίδου, Σ. Συμεωνίδου, Μ. Κατερίνα, Ε. Φτιάκα& Λ. Κυριακίδης (επιμ.)
11ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου: Διαχείριση Εκπαιδευτικής Αλλαγής:
Έρευνα, Πολιτική, Πράξη, σσ. 306-316, Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία, 4-5 Ιουνίου
2010, Λευκωσία.
Olweus, D., (1993). Bullying at School- What we Know and What we Can Do, Oxford:
Blackwell Publishers.
Rigby, K. (2002). New Perspectives on Bullying, London: Jessica Kingsley.
Σακκά, Δ. & Μάρκος, Ά. (2013). «Από την πλευρά των εφήβων: Η βία και η
επιθετικότητα στο σχολείο σε σχέση με την εθνικοπολιτισμική προέλευση και το
10
φύλο», στο: Ι΄ Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Ψυχολογίας, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη:
Α.Π.Θ., σσ. 127-162.
Smith, P.K. (2004). Bullying: Recent developments, Child and Adolescent Mental
Health, 9 (3), pp. 98-103.
Smith, P.K. (2000). Bullying and harassment in schools and the rights of children,
Children& Society, 14, pp. 294-303.
Υπουργείο Παιδείας δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, (2011). Αποτύπωση καλών
πρακτικών σχολικών μονάδων Δ.Ε. για την πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας και
επιθετικότητας μεταξύ μαθητών, Εγκύκλιος του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου
Παιδείας με αριθμό πρωτ.: 18890/Γ2/14-2-2011 ΥΠΔΒΜΘ/Δ/νση Σπουδών Β/θμιας
Εκ/σης/Τμήμα Γ΄.
Ψάλτη, Α.& Κωνσταντίνου, Κ. (2007). Το φαινόμενο του εκφοβισμού στα σχολεία της
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης: Η επίδραση φύλου και εθνο- πολιτισμικής προέλυεσης,
Ψυχολογία, 14 (4), σσ. 329-345.
Olweus, D. (2003). Bully/victim problems in school, in: S. Einarsen, H. Hoel, D. Zapf&
C. Cooper, (Eds.), Bullying and emotional abuse in the workplace: International
perspectives in research and practice, pp.62–78, London: Taylor& Francis.