Πατήστε εδώ για την προσφώνηση

Download Report

Transcript Πατήστε εδώ για την προσφώνηση

1












Μακαριώτατε και Θειότατε Πάπα και Πατριάρχα Αλεξανδρείας και
πάσης Αφρικής κ.κ. Θεόδωρε Β΄, Σεπτέ ημών Πατέρα και Δεσπότη,
Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου κ.κ.
Χρυσόστομε,
Ερίτιμος Πρώτη Κυρία της Κύπρου κ. Άντρη Αναστασιάδη,
Πανιερώτατοι Άγιοι Αρχιερείς,
Αιδεσιμολογιώτατοι,
Κύριοι Υπουργοί
Κύριοι Βουλευτές
Κύριοι Δήμαρχοι
Εκλαμπρότατοι εκπρόσωποι κομμάτων και οργανώσεων,
Οφικιάλιοι του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και Προέδροι
Ιεραποστολικών Οργανώσεων
Διοργανωτές του αποψινού φιλανθρωπικού δείπνου και λοιποί εκλεκτοί
προσκεκλημένοι,
Φίλοι και φίλες συνδαιτυμόνες,
Μετουσίωση μνήμης
Η Αλεξάνδρεια του χτες και του σήμερα
Κάποιοι άνθρωποι θαρρείς πως γεννιούνται μόνο και μόνο για να δοξαστούν
και ν’ αφήσουν, ανεξίτηλα, το στίγμα τους στον κόσμο και στους αιώνες. Ένας
απ’ αυτούς ήταν, αναμφισβήτητα, ο Αλέξανδρος ο Γ΄ της Μακεδονίας, ο
Μέγας Αλέξανδρος.
Ο πρώτος ιστορικός, που διέκρινε τη σημασία του Αλεξάνδρου, στην
παγκόσμια ιστορία, είναι ο Γερμανός Γιόχαν – Γουσταύος Ντρόυζεν, το έργο
του οποίου για τον Μ. Αλέξανδρο, άρχιζε με την εξής εύστοχη φράση: «Το
όνομα Αλέξανδρος χαρακτηρίζει το τέλος μιας εποχής της παγκόσμιας
ιστορίας και την αρχή μιας νέας». Και πράγματι: Η βραχύβια βασιλεία του
(σχεδόν δεκατρία χρόνια), υπήρξε τεράστιας σπουδαιότητας, γιατί, στη
διάρκειά της, ο ελληνισμός διαδόθηκε σ’ όλη την Ανατολή, το ελληνικό
εμπόριο γνώρισε νέους δρόμους και έφθασε μέχρι τις Ινδίες · γενικά, τέθηκαν
νέες βάσεις, σχετικά με την περαιτέρω εξέλιξη του κόσμου της Ανατολής και
της Δύσης, γεγονός, που είχε άμεσες συνέπειες, επί χίλια χρόνια, και έμμεσες,
μέχρι και σήμερα, ακόμη.
Επίσης, το γεγονός ότι έδωσε λύση σε κάποια πολιτικά, πολιτιστικά και
οικονομικά προβλήματα, τα οποία αφορούσαν στις σχέσεις της Ελλάδας και
της Ανατολής, πρέπει να αποδοθεί, αποκλειστικά και μόνον, στην προσωπική
του θέληση και στις προσωπικές του δυνατότητες · γι’ αυτό, πέρα από κάθε
άλλη περίπτωση, φαίνεται, ιδιαίτερα στον Αλέξανδρο, η τεράστια σημασία της
προσωπικότητας στην ιστορία, παρ’ όλες τις προσπάθειες αμφισβήτησής της,
που γίνονται στην εποχή μας.
2
Την άνοιξη του 334 π.Χ, αποχαιρέτισε την Ευρώπη και ξεκίνησε για την Ασία,
θέλοντας να δημιουργήσει τον νέο μεγάλο ελληνικό Μύθο, προχωρώντας
θριαμβευτής στην κατάκτηση της Ασίας και της αιώνιας φήμης. «Ανίκητος ει,
ω παι», του είχε πει η «προμάντις» στους Δελφούς (Ηρόδοτος, ΙΧ, 114). Αφού
διέσχισε τα στενά των Δαρδανελίων, προχώρησε στο εσωτερικό της Μ. Ασίας,
μέχρι το δυτικότερο κομμάτι της Περσίας. Ύστερα, αφού ελευθέρωσε από
τους Πέρσες τις ελληνικές πόλεις, στα παράλια της Μ. Ασίας, μέσω της
Φοινίκης, ήρθε στην Αίγυπτο, όπου νίκησε την εκεί αδύνατη περσική φρουρά
και έγινε δεκτός ως λυτρωτής, ως εθνικός ηγεμόνας και ως Φαραώ, ο
εκλεκτός των θεών, ο οποίος θα ασκούσε επί του αιγυπτιακού λαού την
προαιώνια εξουσία: «θείω δικαίω» (Διόδωρος, XVII, 52). Η Αίγυπτος φαιόταν
τόπος ιδανικός όχι μόνον στην αγορά της ανατολικής Μεσογείου, αλλά και ως
ενδεχόμενος κρίκος, μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Άλλωστε, η παρουσία των
Ελλήνων, στη Νειλοχώρα, αναφέρεται στη ιδ΄ ραψωδία της Οδύσσειας,
στ.263-175, όπου ο ποιητής περιγράφει το κούρσος (κούρσεμα, λεηλασία)
μιας αιγυπτιακής πολιτείας από τους Έλληνες τους οποίους παρουσιάζει ως
πειρατές.
Η ελληνική μυθολογία αναφέρει επίσκεψη στην Αίγυπτο του Ηρακλή και του
Περσέα, οι οποίοι εθεωρούντο πρόγονοι του Αλεξάνδρου, πράγμα το οποίο,
χωρίς αμφιβολία, θα βάρυνε στη σκέψη του, όταν έλαβε την απόφαση να
εξορμήσει στα βάθη της λιβυκής ερήμου και να επισκεφθεί το μαντείο του
Άμμωνος, στην όαση της Σίβα.
Στην πράξη όμως, ο δρόμος για τον ελληνισμό, ανοίχθηκε, για πάντα, στην
Αίγυπτο, με την ίδρυση, στις αρχές του 331 π.Χ., της Αλεξάνδρειας. Ο
Πλούταρχος (Αλέξανδρος XXVI, 2), στηριζόμενος στον Ηρακλείδη, αναφέρει
ότι ο Αλέξανδρος συνέλαβε την ιδέα της κτίσεως της Αλεξάνδρειας από τους
ομηρικούς στίχους, οι οποίοι αναφέρονται στη νήσο της Φάρου, στην Αίγυπτο
(Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία δ΄, στ. 349 κ.εξ.).
«Στη θάλασσα την πολυκυματούσα,
κατάμπροστα στην Αίγυπτο, είναι νησί που Φάρο το ονομάζουν·
μακριά να πούμε όσο μπορεί καράβι σε μια μέρα
να φτάσει …
Κι έχει λιμάνι απάνεμο που ’κείθε τα καράβια
ανοίγουνε στα πέλαγα …»
(Παράφραση των στίχων από τη μετάφραση
της Οδύσσειας του Αργύρη Εφταλιώτη)
Έτσι, ο Αλέξανδρος πραγματοποίησε, με εκπληκτική ταχύτητα, το μεγαλουργό
σχέδιο της κτίσεως της Αλεξάνδρειας: «Ρυμοτομήσας φιλοτέχνως την πόλιν»
(Διόδωρος, XVII, 52). Διέγραψε ο ίδιος το σχέδιο της πόλης και τη γραμμή των
τειχών και ώρισε τα σημεία εις τα οποία θα κτίζονταν οι ναοί και μάλιστα
καθόρισε και τη θέση κάθε ναού και του θεού στον οποίο θα ανήκε. Οι ναοί
αυτοί θα ήταν αφιερωμένοι στους θεούς της Ελλάδας. Ο Πλούταρχος (Αλεξ.
XXVI, 2-6) αναφέρει ότι διέταξε να σχεδιαστεί το σχήμα της πόλης στο
έδαφος, ανάλογα με την τοποθεσία. Ένας αρχιτέκτονας συγκέντρωσε όσα
3
άλευρα είχαν οι στρατιώτες, τα σκόρπισε έτσι, ώστε να περιχαραχθεί ο γύρος
του τείχους, όπως τους υπέδειχνε ο βασιλιάς. Όταν η λευκή ύλη (τα άλευρα)
τελείωσαν, σχηματίστηκε, κατά μήκος του κόλπου και σε σχήμα χλαμύδας, η
γραμμή του σχεδίου της πόλης με σπόρους κριθαριού. Τότε, αναρίθμημα
πουλιά, από τη λίμνη Μαρεώτιδα (σημ. Μαριούτ) και από το ποτάμι, κάλυψαν,
σαν σύννεφο, τον ορίζοντα και κατέφαγαν το κριθάρι. Ο Αλέξανδρος το
θεώρησε κακόν οιωνό · οι μάντεις όμως έδωσαν την εξήγηση ότι η πόλη θα
ήταν πολύ πλούσια και έμελλε να γίνει η τροφός των ανθρώπων από όλη την
οικουμένη. Το ιστορικό αυτό ανέκδοτο αναφέρει ελαφρά τροποποιημένο, και ο
Αρριανός (Αρριανός, Αλεξ. ανάβασις ΙΙΙ, 3, 1-2).
Προτού εξορμήσει για την κατάκτηση της μέσης και της άπω Ασίας, άφησε
στην Αίγυπτο ένα αθάνατο μνημείο εθνικής κυριαρχίας και πνευματικής
ακτινοβολίας του Ελληνισμού, το οποίο, για πολλούς αιώνες, αποτέλεσε
περίλαμπρη εστία του ανθρωπίνου πολιτισμού. Μια πόλη – παλίμψηστο που,
μέσα της, υπάρχουν, από τα αρχαία χρόνια μέχρι και τα σημερινά, ποικίλες
διαστρωματώσεις, μια πολιτεία, που μιλούσε ελληνικά, στις ακτές της
Αιγύπτου, στη θέση της γειτονικής Ρακώτιδος, στον δυτικό βραχίονα, τον
λεγόμενο Κανωβικό, των εκβολών του μεγάλου ποταμού, ανάμεσα στη λίμνη
Μαρεώτιδα και τη νησίδα του Φάρου, μια πολιτεία, στα σύνορα της ιστορίας
και του μύθου, καθημερινή αλλά και κομβικό σημείο φαντασίας, υπήρξε
κάποτε η ενσάρκωση του κοσμοπολίτικου πνεύματος. «Έλληνες, Ιταλοί και
Εβραίοι της έδωσαν το μοναδικό της χρώμα. Η νέα πόλη αποικίσθηκε από
Μακεδόνες και Έλληνες, οι οποίοι πολιτεύονταν, σύμφωνα με το δίκαιο των
ελληνικών πόλων και έφθασε πολύ γρήγορα σε ακμή. Ο ντόπιος πληθυσμός,
ο οποίος είχε την πλειονότητα, δεν συμμετείχε στα κοινά, καθώς και η
πολυπληθής πλειονότητα, δεν συμμετείχε στα κοινά, καθώς και η
πολυπληθής εβραϊκή παροικία. Η Αλεξάνδρεια παρέμεινε η πρώτη πόλη, στη
λεκάνη της Μεσογείου, μέχρι την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως.
Την πεντηκοστή ημέρα από την Ανάστασή Του (Πρ. β, 1-41), ημέρα κατά την
οποίαν έλαβε χώρα η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους εκατόν είκοσι
μαθητές – και των Αποστόλων συμπεριλαμβανομένων – σηματοδοτείται και η
ολοκλήρωση του έργου Του στη γη. Μια υπερκόσμια δύναμη, η οποία,
σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, είχε ως σκοπό να προετοιμάσει τον λαό για
την αναγνώριση του Μεσσία, ως Σωτήρα, από την εξουσία της αμαρτίας,
αγκάλιασε και τους απλοϊκούς και αγράμματους μαθητές και τους
μεταμόρφωσε σε φλογερούς κήρυκες του ονόματος και του Λόγου του
Χριστού, γεγονός, που οδήγησε στην «επί γης γέννησιν» του ορατού μέρους
της Εκκλησίας του Θεού. Αναφέρεται μάλιστα ότι, την ημέρα εκείνη,
επέστρεψαν στον Χριστό τρεις χιλιάδες ψυχές.
Η κάθοδος, λοιπόν, του Ιησού, την ημέρα εκείνη, σηματοδότησε, συγχρόνως,
μια νέα εποχή, η οποία αφορούσε στην πορεία της ανθρωπότητας και στη
σωτηρία του γένους των ανθρώπων, αφού, πρωταρχική φροντίδα της
Εκκλησίας, η σημαντικότερη ίσως, είναι η, «κατά Χριστόν», μόρφωση και
σωτηρία του ανθρώπου και, θα λέγαμε, ότι αποτελεί εφαρμογή στην περιοχή
της καταβολής των μορφωτικών ενεργειών και λόγων του Κυρίου, όπως οι
παρακάτω: «Απόδοτε ουν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω
Θεώ» (Ματθ. κβ΄ 21) και ιδιαίτερα: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη,
4
βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν όσα ενετειλάμνην υμίν και ιδού εγώ
μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη΄,
19 – 20).
Έτσι, η ημέρα αυτή έχει τη δική της σημειολογία, εφ’ όσον, πρώτοι, οι ίδιοι οι
μαθητές του Χριστού και, αργότερα, οι διάδοχοί τους, ανέλαβαν, ως κήρυκες
του Ευαγγελίου, περιοδείες στις μη χριστιανικές χώρες, με σκοπό την
καθοδήγηση και τη σωτηρία των ψυχών των ανευαγγελίστων. Σε μια πρώιμη,
θα έλεγα, φάση, οι κάτοικοι των μεγάλων εμπορικών κέντρων της Μεσογείου,
όπως της Αντιόχειας, της Εφέσου και άλλων πόλεων της Μ. Ασίας, της
Κορίνθου, της Θεσσαλονίκης, αλλά και της ίδιας της Ρώμης, άνθρωποι, οι
οποίοι είχαν έρθει σε επαφή με εμπόρους και ήταν, σχετικά, προσιτοί,
αποτέλεσαν τους πρώτους πυρήνες κι έθεσαν τις πρώτες βάσεις για τη γοργή
εξάπλωση της θρησκείας.
Όπως προαναφέραμε, την ημέρα της Πεντηκοστής, προσχώρησαν στον
Χριστιανισμό 3000 άνθρωποι, οι οποίοι επέστρεψαν στις πατρίδες τους και
μετέφεραν τη χριστιανική πίστη στους Ιουδαίους συμπατριώτες τους. Πηγές
μας πληροφορούν ότι, την ημέρα της Πεντηκοστής, βρίσκονταν, παρεπίδημοι,
στα Ιεροσόλυμα, Ιουδαίοι της διασποράς από την Αίγυπτο. Σε κάθε περιοχή
της Νειλοχώρας, κτίστηκαν πολλές εβραϊκές συναγωγές, οι οποίες
αποτέλεσαν τις πρώτες εστίες, για τη διάδοση της νέας θρησκείας. Επομένως,
δεν θα απείχαμε της πραγματικότητας αν υποστηρίζαμε ότι ο Χριστιανισμός
μεταφυτεύθηκε, στη χώρα, από τους Ιουδαίους, πολλοί από τους οποίους
είδαν, θετικά, την προσχώρησή τους σ’ αυτή. Προς επίρρωση, παραθέτουμε
το χωρίου των Πράξεων των Αποστόλων (Πρ. 18, 24-28) το οποίο συνηγορεί
και ενισχύει τη θέση μας: «Ιουδαίος δε τις Απολλώς ονόματι, Αλεξανδρεύς τω
γένει, ανήρ λόγιος, κατήντησεν εις Έφεσον, δυνατός ως εν ταις γραφαίς.
Ούτος ην κατηχημένος την οδόν του Κυρίου, επιστάμενος μόνον το βάπτισμα
Ιωάννου · ούτος δε ήρξατο παρρησιάζεσθαι εν τη συναγωγή. Ακούσαντες δε
αυτού Ακύλας και Πρίσκιλλα προσελάβοντο αυτόν και ακριβέστερον αυτώ
εξέθεντο την οδόν του Θεού. Βουλομένου δε αυτού διελθείν εις την Αχαΐαν
προτρεψάμενοι οι αδελφοί, έγραψαν τους μαθηταίς αποδέξασθαι αυτόν · ος
παραγενόμενος, συνεβάλετο πολύ τοις πεπιστευκόσι διά της χάριτος ·
ευτόνως γαρ τοις Ιουδαίοις διακατηλέγχετο δημοσία, επιδεικνύς διά των
γραφών είναι τον Χριστόν Ιησούν».
Η Αίγυπτος, εκτός από τη γειτνίασή της με την Παλαιστίνη, απήλαυσε και την
πολιτική ανεξιθρησκίας των Πτολεμαίων, οι οποίοι επέτρεψαν στο ένα
εκατομμύριο Εβραίων, οι οποίοι ζούσαν εκεί, να τελούν, ελεύθερα τη λατρείας
τους · οι δύο, λοιπόν, αυτοί λόγοι συντέλεσαν στο να ριζώσει ο Χριστιανισμός
στις ακτές της.
Ακόμη, η ιστορική εμπειρία του Χριστού, μέσα σε πολιτικό και κοινωνικό
κλίμα, ιδιαίτερα ανταγωνιστικό, βοήθησε να θεμελιωθεί ο λόγος της
Εκκλησίας, προκειμένου αυτή να αναγγείλει αυτό, που τη συνέδεε και τη
συνδέει με τον άνθρωπο. Και, τέλος, η εμπειρία των πρώτων χριστιανικών
κοινοτήτων, οι οποίες, αν και αντιμετώπισαν διαφορές πολιτισμικές,
κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές και – συνελόντι ειπείν – διαφορές σε
5
όλες τις εκφάνσεις του βίου, κατόρθωσαν να δώσουν στον χριστιανισμό, τον
δυναμισμό αυτόν, που ούτε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ούτε οι ορδές των
βαρβάρων κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν.
Εδώ, θ’ αναφερθούμε σε κάτι πολύ βασικό, στο ότι, δηλαδή, το προφορικό
αποστολικό κήρυγμα, που ήταν σημαντικό γνώρισμα των πρώτων γενεών του
χριστιανισμού τόνιζε τη σαφή υπεροχή του λόγου του Ιησού, πάνω απ’ όλες
τις άλλες θρησκείες και ηθικές ιδέες και τη δύναμη του Ευαγγελίου να
ικανοποιεί τους πόθους της ανθρώπινης ψυχής. Τα παραδείγματα της
υπεράνθρωπης αφοσίωσης, στη νέα θρησκεία, που έδωσαν οι μάρτυρες
ενέπνεαν και, χωρίς αμφιβολία, διευκόλυναν τη διάδοση του Ευαγγελίου. Το
ίδιο συνέβαινε και με τις πολλές γενεές των ιεραποστόλων που ο ζήλος τους
να κηρύττουν τον λόγο και προφορικά και γραπτά δεν μειώθηκε ποτέ.
Τόσο η προφορική παράδοση όσο και οι γραπτές μαρτυρίες – όσες
διασώθηκαν – θέλουν τον ευαγγελιστή Μάρκο, γόνο εβραϊκής οικογένειας,
Κυρηναίο, γιο του Αριστοβούλου, αδελφού του Αποστόλου Βαρνάβα, ιδρυτή
της Εκκλησίας της Κύπρου, άγγελο και ιδρυτή της Αλεξανδρινής Εκκλησίας
της οποίας έγινε και πρώτος Επίσκοπος, το έτος 43 μ.Χ. που είναι η
χρονολογία της ίδρυσης και θεμελίωσης του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Το
πλήρωμά της, στα πρώτα της βήματα, αποτελούνταν από μια πανσπερμία
εθνών στα οποία και απευθυνόταν · γι’ αυτό και ο χαρακτήρας της δεν ήταν,
αυστηρά ελληνικός. Κυρίαρχο, πάντοτε, το ελληνικό στοιχείο, εφ’ όσον η
ελληνική παρουσία ήταν διαρκής και κυρίαρχη αλλά και ευεργετική,
συγχρόνως, για τη χώρα, δεν θα πρέπει όμως να παρασιωπήσουμε και το
γεγονός ότι το ίδιο ίσχυε και για τους Εβραίους και τους Αιγυπτίους της
Ρακώτιδος, άσημης, αρχικά, πόλης γειτονικής με την Αλεξάνδρεια και,
αργότερα, συνοικίας της.
Η Αλεξάνδρεια, οργάνωσε αντιαιρετικό αγώνα, ιδρύοντας την Κατηχητική
Σχολή, στην οποία θα πρέπει να δούμε την πρώτη θεολογική σχολή της νέας
θρησκείας. Ανάμεσα στις μεγάλες μορφές που ανέδειξε η Σχολή αρκετοί ήταν
Έλληνες ή τουλάχιστον εξελληνισμένοι. Συγκεκριμένα, ο Πάνταινος, ο, για
είκοσι χρόνια, διευθυντής της Σχολής, ήταν Σικελικής καταγωγής. Ο Αθηναίος,
Κλήμης, ο οποίος τον διαδέχθηκε ήταν από τους καλύτερους ρήτορες της
εποχής και συγγραφέας σπουδαίων θρησκευτικών έργων. Η Σχολή έκλεισε
επί αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου, όταν απαγόρευσε τη διδασκαλία του
Χριστιανισμού. Ο Κλήμης έφυγε εξόριστος. Μετά την κρίση, ανέλαβε τη
διεύθυνση της Σχολής ο Ωριγένης, Αιγύπτιος ελληνομαθής. Εξάλλου, πολλοί
Αιγύπτιοι χριστιανοί διέπρεψαν στους πρώτους αιώνες της αλεξανδρινής
Εκκλησίας. .
Μετά από τους διωγμούς, η Αλεξανδρινή Εκκλησία γνώρισε μια πρωτοφανή
ανάπτυξη: Χτίστηκαν μεγαλόπρεποι ναοί και, δειλά – δειλά, καθιερώθηκε η
λειτουργία του αγίου Μάρκου. Σχετικά με τη διοργάνωσή της, από τις
ελάχιστες πηγές που έχουμε, πληροφορούμαστε ότι, μέχρι τις αρχές του 4 ου
μ.Χ. αι. ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας ήταν ο μόνος Μητροπολίτης της Αιγύπτου
και είχε σημαντική ισχύ και εξουσία, σ’ όλη την Αίγυπτο.
6
Έδρα του Πατριαρχείου της Αλεξανδρείας ήταν το Κάιρο · αρχικά, στον ναό
του Αγίου Μάρκου, στη συνοικία των Ελλήνων (Χάρετ – Ελ Ρούμ) και,
αργότερα, στον Άγιο Νικόλαο, στη συνοικία Χαμζάουι. Τότε, το Πατριαρχείο
πλαισιώθηκε και κοσμήθηκε από άνδρες εξόχους στην παιδεία και στην άλλη
εκκλησιαστική δράση, όπως οι: Μελέτιος Πηγάς, Κύριλλος Λούκαρις,
Μητροφάνης ο Κριτόπουλος, η δράση των οποίων επεκτάθηκε και πέρα από
τα στενά όρια του αλεξανδρινού θρόνου, σ’ όλη την ανατολική Εκκλησία, στην
προσπάθεια τους να υποστηρίξουν την Ορθοδοξία και την αναγέννηση των
ελληνικών γραμμάτων.
Οι λίγες πληροφορίες της εποχής συγκλίνουν στην άποψη ότι δεν υπήρχαν
κοινότητες θεσμοθετημένες, αλλά μόνον οργανωμένες συντεχνίες, όπως:
συντεχνία βελονοποιών, γουναράδων, σαράφηδων, χρυσοχόων, ναυτικών
κ.ά. Η κάθε συντεχνία είχε τους κανονισμούς της, το ταμείο της και τον
προστάτη της άγιο. Αξιομνημόνευτη ήταν και η επαγγελματική οργάνωση των
επαιτών (ζητιάνων), με προστάτη τον Πατριάρχη Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα.
Οι συντεχνίες αποτελούν τις πιο ουσιαστικές μαρτυρίες της κοινωνικής ζωής,
τόσο στα χρόνια της τουρκοκρατίας όσο και στα μεταγενέστερα. Μας
πληροφορούν, περισσότερο από κάθε άλλη μαρτυρία, για το πώς ζούσαν και
με τι ασχολούνται οι άνθρωποι αυτοί της φυλής μας, που ήρθαν αναζητώντας
ένα καλύτερο αύριο, σε μια χώρα, που παρέμειναν αιώνες.
Τις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αι., υπήρχαν λιγοστοί Έλληνες στο Κάιρο,
στη Δαμιέτη, στη Ροζέτη και ακόμη λιγότεροι στην Αλεξάνδρεια. Το κύριο κύμα
των Ελλήνων εμπόρων άρχισε να εμφανίζεται στην εποχή της γαλλικής
κατοχής (1798) και διογκώθηκε επί Μωχάμετ Άλη, οπότε συναντούμε
σταθερές εμπορικές εγκαταστάσεις Ελλήνων, οι οποίοι ήταν ενεργοί έμποροι,
προερχόμενοι από ανάλογες περιοχές με εμπορική παράδοση (Ήπειρο,
Αιγαίο, Ιόνια νησιά και ελληνικές παροικίες του εξωτερικού).
Το κλίμα της θρησκευτικής ανοχής, που επικράτησε από την ανάληψη της
εξουσίας από τον Μωχάμετ Άλη, φιλόδοξο τουρκαλβανό, γεννημένο στην
Καβάλα, καθώς και η εμπορική επικοινωνία με τα λιμάνια της Μεσογείου,
συνέτειναν στη μόνιμη εγκατάσταση ναυτικών και εμπόρων. Εκτός απ’
αυτούς, στην Αίγυπτο είχαν μεταφερθεί, από τον Ιμπραήμ, μεγάλος αριθμός
αιχμαλώτων και σκλάβων, μετά από τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827).
Από τη δεύτερη δεκαετία του 18ου αι., μεγαλύτερη συγκέντρωση Ελλήνων
συναντάται στην Αλεξάνδρεια. Η επίσημη ίδρυση της ελληνικής κοινότητας
Αλεξανδρείας και η έναρξη οργανωμένης δράσης σημειώνεται από το 1853
και εξής. Ο 19ος αι., με την αναβίωση της ελληνικής δράσεως, στην
Αλεξάνδρεια και σ’ όλη την Αίγυπτο, ιδιαίτερα της εμπορικής αναζωογόνησης
την αλεξανδρινή εκκλησία, η οποία, από άποψη διοικητική, θύμιζε, σε
μικρογραφία, την αρχαία αλεξανδρινή Εκκλησία · εκυβερνάτο από τον
Πατριάρχη, με βοηθούς του 7 ή 8 μητροπολίτες, τιτλούχους παλαιών
επαρχιών (Τριπόλεως, Πηλουσίου, Πενταπόλεως, Λιβύης, Λεοντοπόλεως,
Αξώμης, Νουβίας και Θηβαΐδος).
7
Οι πολιτικές συνθήκες, οι οποίες διαμορφώθηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο
πόλεμο, οδήγησαν σε συρρίκνωση του ελληνόφωνου ποιμνίου του, αφού
δημιουργήθηκε ένα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα, προς την Αυστραλία,
κυρίως. Η ελληνική παροικία και γενικά ο ελληνισμός της Αιγύπτου, το
στήριγμα του Πατριαρχείου στην Αφρική, αριθμούσε, στα τέλη του ’60, μερικές
μόνο χιλιάδες ψυχές. Παρ’ όλα αυτά, ο Πατριάρχης Χριστοφόρος ο Β΄
εξάλειψε τις διχοστασίες στους κόλπους των χριστιανικών κοινοτήτων και
σωματείων, ανέπτυξε στενές σχέσεις με το Πατριαρχείο Μόσχας και με τη
ρωσική κυβέρνηση, αγωνίστηκε σθεναρά, για να διατηρήσει τα συμφέροντα
του ποιμνίου του και έθεσε και τις βάσεις της σύγχρονης ιεραποστολικής
πορείας της Ορθοδοξίας, στη Μαύρη Ήπειρο. Στην Ουγκάντα οργανώθηκε
αξιόλογο ιεραποστολικό κέντρο, χειροτόνησε και επάνδρωσε τις
νεοϊδρυθείσες μητροπόλεις της Κεντρώας Αφρικής, Άκκρας και
Ειρηνουπόλεως, χειροτόνησε, ακόμη πολλούς γηγενείς και εγκαινίασε
αρκετούς ναούς. Επί της πατριαρχίας του, η Αλεξανδρινή Εκκλησίας έλαβε
μέρος στην Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου (1961) καθώς και σε συνάξεις
του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών.
Αλεξάνδρεια! … Μια χαμένη πατρίδα, σύμβολο και ταυτότητα της ελληνικής
διασποράς! Από την εποχή του Αλέξανδρου η πόλη ήταν και αυτό: Μια
πρωτάκουστη σύναξη πεπρωμένων, ηρώων, πολεμάρχων, φιλοσόφων, που
ήρθαν εδώ, για να πάρουν τη φόρα για το άλμα του θριάμβου τους και να
αφεθούν στο ισχυρό ρεύμα των οραματισμών τους – αλλά και των φτωχών
και των ηττημένων της Ιστορίας, όσων γλίτωσαν από τους πολέμους και
σφαγές, εκείνων, που ξέφυγαν από την αποκαρδίωση και την αποτυχία, για
να καταλήξουν εδώ, ρουφηγμένοι από τούτο το φιλόξενο μάτι του κυκλώνα και
να επιχειρήσουν, πιο ταπεινοί, στη νέα τους απόπειρα, να ανακτήσουν τη ζωή
τους, πράγμα που δεν ήταν και λίγο.
Στην ακρογιαλιά της Ραχώτιδας, ο Μακεδόνας, με την ανοιχτόχρωμη
επιδερμίδα και τα ξανθά μαλλιά δεν είχε πάρει μόνο τους ιερείς, τους οιωνούς
και τον λαό, με το μέρος του, είχε νικήσει την πραγματικότητα. Άραγε, είχε
αντιληφθεί ότι είχε ιδρύσει, όχι μόνο μια μητρόπολη ικανή να επισκιάσει την
Αθήνα και την Καρχηδόνα, αλλά ότι είχε ιδρύσει το μέλλον;
Κυρίες και Κύριοι,
Το Παλαίφατο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, τα τελευταία
πενήντα χρόνια με τις φωτισμένες μορφές των αοιδίμων Πατριαρχών του
Θρόνου, Χριστοφόρου, Νικολάου, Παρθενίου, Πέτρου αλλά και όλως
ιδιαιτέρως του κλεΐζοντος, σήμερα, τον ιστορικό θώκο της Εκκλησίας μας,
Μακαριωτάτου κ.κ. Θεοδώρου του Β΄ - ενός δυναμικού Προκαθημένου της
Εκκλησίας μας – σηματοδοτεί, ακριβώς, τη μεγάλη αποστολή και
ανασυγκροτεί με ανανεωμένας δυνάμεις το «Πορευθέντες εις τον κόσμον
άπαντα, κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (Μάρκ. 16/15). Δεν είναι
τυχαίο το γεγονός ότι η Εκκλησία του Αγίου Μάρκου, διά του Προκαθημένου
Της, έχει αναλάβει μια σταυροφορία αγάπης και ειρήνης σ’ ολόκληρη της
Αφρικανική Ήπειρο. Πιστεύουμε ότι η Τρίτη χιλιετία είναι η ώρα της
Ορθοδοξίας και η εκπλήρωση αυτής της προσδοκίας συνιστά, ακριβώς, τον
οικουμενικό χαρακτήρα Της.
8
Το έργο της ιεραποστολικής προσπάθειας, που επιτελείται σήμερα, κάτω από
δύσκολες και πολλές φορές αντίξοες, είναι προέκταση του έργου που
ανατέθηκε στους Αποστόλους από τον Κύριο την ημέρα της Πεντηκοστής. Με
την έκφραση, λοιπόν, αυτής ταύτης της Οικουμενικότητας της Εκκλησίας διά
της μεταδόσεως των Ευαγγελικών μηνυμάτων το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας
εκπληροί με συνέπεια όσα προστάζει η αποστολή της Εκκλησίας του Χριστού
στον κόσμο. Καλλιεργεί έντονα, σταθερά και επίμονα, το πνεύμα της
οικουμενικής αποστολής στους Λαούς της Μαύρης Ηπείρου, επειδή, ακριβώς,
αναγνωρίζει τις διαστάσεις που καταλαμβάνει στην ιστορία της
ανθρωπότητας, καλλιεργώντας πνεύμα καταλλαγής, αγάπης, ισότητας,
προσέγγισης των διαφόρων φυλών, αλληλοσεβασμού (περιπτώσεις που δεν
θα μπορούσαν να υπάρχουν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες ή
καταστάσεις βάσει των επικρατουσών περιστάσεων).
Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα, κινούμενο το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, δημιουργεί
μια κοινωνία αγάπης, ανάμεσα στις εκατοντάδες χιλιάδες φυλές που κοσμούν
ένα πολύχρωμο μωσαϊκό της Αφρικανικής Ηπείρου, με τις μεταφράσεις, ει
δυνατόν, σε όλες τις τοπικές διαλέκτους των πολύτιμων λειτουργικών μας
θησαυρών, μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα που αισθάνεται κανείς το πνεύμα της
Βασιλείας του Θεού να συνυπάρχει και να παρηγορεί τους λαούς της Αφρικής:
«Πεφώτισται τα σύμπαντα, τη αναστάσει Σου, Κύριε, … πάσα δε κτίσις
ανευφημούσα σε ύμνον σοι καθ’ εκάστην προσφέρει».
Είναι, όντως, θαυμάσιον το αίσθημα ότι το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, «εν τη
προσπαθεία του» όπως περισυλλέξει τους «εν σκιά θανάτου» ευρισκομένους
λαούς της Αφρικανικής Ηπείρου, δημιουργεί μια τέτοια αρμονία φύσεως και
ανθρώπου – ανατέλλοντος του όρθρου της Ορθοδοξίας – μια ευχαριστηριακή
δοξολογία αναπέμπεται προς τον Ύψιστο και οι προσευχόμενοι και οι
αποτελούντες το «ουράνιο πολίτευμα», «εν τω κόσμω, αλλ’ ουκ εκ του
κόσμου».
Γι’ αυτό, το έργο του Ευαγγελισμού των φυλών της Αφρικανικής Ηπείρου είναι
και θα παραμείνει το καθ’ αυτό έργο της Εκκλησίας του Χριστού · αν το
περιφρονήσουμε ή το παραμελήσουμε, τότε αρνούμαστε την ίδια της
υπόσταση της Εκκλησίας μας. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι
αυτό το ουράνιο πολίτευμα, που οδηγούνται όσοι αποδεχθούν τις αλήθειες
της πίστεώς μας, τροφοδοτεί όλους μας και το ανθρώπινο πρόσωπο
πνευματοποιείται.
Είμαι ιδιαίτερα συγκινημένος, απόψε, διά τον λόγον ότι ευρισκόμεθα σ’ αυτό
τον χώρο, εκ καθήκοντος προς το Σεπτό Πρόσωπο του Προκαθημένου και
άξιου οιακοστρόφου του κατά των Αλεξανδρέων Εκκλησίας Ποιμένος και
πνευματικού Κυβερνήτου της καθ’ απάσης της εν Αφρική Ηπείρω
αγωνιζομένης και μαχομένης, Θεία Προνοία, Ορθοδόξου Εκκλησίας της από
περάτων έως περάτων.
Πολλά και ανάμεικτα αισθήματα με διακατέχουν απόψε και οι λόγοι τους
οποίους θα απευθύνω εις την σημερινήν αυτήν πανήγυριν - επιτρέψτε μου να
την χαρακτηρίσω έτσι - γιατί δύο Αδελφαί Εκκλησίαι, από της ώρας που
9
εμφανίστηκε και καλλιεργήθηκε ο Λόγος του Θεού επί της γης, συνυπάρχουν
και αγωνίζονται τον καλό αγώνα της πίστεώς μας. Δοξολογούμε όθεν τον
Θεόν διά την, εισέτι μίαν φοράν, συνεστίασιν ταύτην και αξίως την ονομάζομεν
ευεργεσίαν, επειδή ακριβώς η άγουσα τα ονομαστήρια Αυτή Θειοτάτη
Μακαριότης, ακριβώς αισθανόμεθα και θαυμάζουμε τας πολλάς «αλλοιώσεις
της δεξιάς του Υψίστου». Από της ώρας, Μακαριώτατε και Θειότατε Πάπα και
Πατριάρχα Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, ότε ηυδόκησε η Θεία Πρόνοια
να αναλάβητε την διακυβέρνησιν του σκάφους της Αλεξανδρινής Εκκλησίας,
ήδη διανύοντες δευτέραν δεκαετίαν, εγνωρίσαμεν εκ του σύνεγγυς το
μεγαλειώδες και ιστορικόν έργον, το οποίον θα μνημονεύουν εσαεί,
πνευματικόν,
ανακαινιστικόν,
εκπαιδευτικόν,
ιεραποστολικόν
και
εκκλησιαστικόν.
Είμαστε, λοιπόν, αγαπητοί συνδαιτυμόνες, απόψε, μάρτυρες μιας άνευ
προηγουμένου ιστορικής στιγμής, γιατί αυτή η αλλοίωση της δεξιάς του
Υψίστου επεκτείνεται εδώ, στη μαρτυρική μεγαλόνησο, με την ίδρυση και
λειτουργία της Πατριαρχικής Εξαρχίας, ήτις θα παρέχει μεγάλας και
καρποφόρους υπηρεσίας προς τους εν Κύπρω και Αιγύπτω κατοικούντας και
παρεπιδημούντας. Διά τον λόγον τούτον ποιούμεθα θερμήν έκκλησιν και
παράκλησιν προς όλους τους παρευρισκομένους σήμερα, όπως εκτιμούντες
τις κινήσεις, επιδιώξεις, τα αποτελέσματα και τους πόθους της προσπάθειας
αυτής της Σεπτής Μακαριότητος, συμβάλομεν εμπράκτως προς υλοποίησιν
του έργου τούτου.
Υμείς, Μακαριώτατε Πάτερ και Δέσποτα, υπήρξατε ο ρέκτης και εμπνευστής
ενός τέτοιου έργου και αυτό δείχνει και φανερώνει τα φιλάνθρωπα αισθήματα
της Αγιωτάτης Εκκλησίας του Αγίου Μάρκου. Ευφραίνεται και συναγάλλεται
πάσα η φύση και ο θεοσεβής λαός της Κύπρου και της Αφρικής, γιατί, έτσι,
όπως ανέφερα και προηγουμένως, φαίνεται βαθύτατα η προέκτασις και η
αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου προς όφελος και εμπλουτισμόν των δύο
ημών λαών και Εκκλησιών.
Δικαιολογημένοι, λοιπόν, οι λόγοι του Κυρίου μας, «ότι εγώ ειμί μεθ’ υμών
πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος». Εν μέσω πολλών
αγώνων, δυσκολιών, ταλαιπωριών, διχασμών – γιατί όχι και διωγμών – που
υφιστάμεθα εις την ευαίσθητον αυτή περιοχή της Μεσογείου, υψώνομεν
φωνήν ελπίδας και ικεσίας προς τον Ύψιστον διά την αίσιαν έκβασιν και
τερματισμόν όλων των εμποδίων, δυσκολιών και πειρασμών, έτσι όπως μας
παραδίδει και επιβάλλει η κατά Χριστόν ευσέβεια και πίστη. Πιστεύομεν ότι ο
Εξοχώτατος, φίλος αγαπητός και παλαιός συμμαθητής, Πρόεδρος της
Κυπριακής Δημοκρατίας, μετά των άλλων πολιτικών δυνάμεων, θα
διαπραγματευθούν, αισίως και ελπιδοφόρως, προς την καλυτέραν επίλυση
του προβλήματος όχι μόνον της Κύπρου αλλά και όλης της περιοχής.
Χαίρεται και αγάλλεται απόψε η των Αλεξανδρέων Εκκλησία και εκπέμπει
ευχαριστήριους ύμνους και δοξολογίες, γιατί, επιτέλους, τη επινεύσει και
θερμή και ειλικρινή συναινέσει του Μακαριωτάτου Προκαθημένου της
Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου, Χρυσοστόμου του Β΄, διά του Σεπτού
Πρωθιεράρχου της κατά Αλεξάνδρεια Εκκλησίας Σεπτού ημών Δεσπότου
Θεοδώρου του Β΄, ιδρύεται, θεμελιώνεται και σφραγίζεται πνευματικόν
10
καθίδρυμα, Μετόχιον Αλεξανδρινόν, το οποίον θα προσφέρει διακονίαν
ταπεινή και διηνεκή προς τον ευσεβή λαόν της Κύπρου. Θα ήθελα, απόψε, να
ευχαριστήσω τον άξιο Έξαρχο του Πατριαρχείου μας, Αιδεσιμολογιότατο
Πρεσβύτερ π. Αθηνόδωρο για τις υπεράνθρωπες προσπάθειές του και τους
αγώνες του να δούμε να πραγματοποιείται αυτό το μεγαλεπίβολο έργο, εδώ
στην Κύπρο.
Έχομεν, απόψε, πάντες, φίλοι και υποστηρικτές του Πατριαρχείου
Αλεξανδρείας, ζωηρότατα αισθήματα επιμαρτυρημένα με ιδιάζουσα ευλάβεια
και στοργή, την ιερά αυτή στιγμή και με βαθιά συγκίνηση, το γεγονός το
οποίον σύντομα, συν Θεώ και διά των πρεσβειών των μεγάλων Αγίων και
Μαρτύρων της Κύπρου και της Αλεξανδρείας, λάβει χώραν αυτός ο μυστικός
σύνδεσμος – θα αποτελέσει, τέλος, το κλεινόν της Εκκλησίας αγλάισμα και
εδώ θα μυσταγωγείται νοερά εις το διηνεκές του χρόνου η βαθιά πνευματική
τροφή και θεϊκή δύναμις, εξυπηρετώντας και ανυψώνοντας, έτσι, το
ιεραποστολικόν έργον της Εκκλησίας μας.
Με τον τρόπο αυτό επιδεικνύετε, Μακαριώτατε Πάτερ και Δέσποτα, ότι
ακολουθείτε σταθερά και απρόσκοπτα το μεγαλείον, την αίγλη, την τιμή και τη
δόξα των προκατόχων Υμών Πατριαρχών διασφαλίζοντες, έτσι, μέριμνα,
προστασία, ελπίδα και δίνοντας νόημα στη ζωή των ανθρώπων, με τα
φιλόστοργα αισθήματά Σας.
Κατά τη φετινή τελετή της ονομαστικής Υμών εορτής, Μακαριώτατε, όλοι μας
δοκιμάσαμε βαθύτατα τας αλλοιώσεις της δεξιάς του Ύψιστου Θεού.
Υψώνουμε, λοιπόν, απόψε τας χείρας μας και παρακαλούμε τον Κύριον να
Σας χαριτώνει επί έτη πολλά και μείκιστα, όπως η παρουσία Σας, η
προσφορά Σας και το έργον Σας προάγονται όχι μόνον εν τη αχανή
Αφρικανική Ηπείρω αλλά και πανχριστιανικώς και πανορθοδόξως. Ομολογείτε
και εμπράκτως, ακολουθείτε, πάντοτε, τον Κύριον με τον οποίον
συμπορεύεσθε και συμπάσχετε, μη αναλογιζόμενοι τα τρικυμιώδη κύματα,
που Σας περικυκλώνουν, γιατί Εκείνος είναι και παραμένει παρών και έτσι, με
τον τρόπο αυτό, ανακαινίζεται όλο το σώμα της Εκκλησίας του Χριστού και ο
πιστός λαός του Θεού βρίσκει στο πρόσωπό Σας τον ελπιδοφόρο κήρυκα και
Κυβερνήτη, γιατί πιστεύετε ότι η τιμιότης, η ευσέβεια, η ειλικρίνεια και ο δίκαιος
αγώνας Σας, υψοί τα έθνη.
Είσθε, λοιπόν, Μακαριώτατε Πάτερ και Δέσποτα, καύχημα και εγγυητής,
προστάτης, βοηθός και υπερασπιστής των ταλαιπωρημένων, στερημένων,
πεινασμένων, αδικημένων, ορφανών της κατά Αφρικήν Εκκλησίας.
Επιτρέψτε μου, σας παρακαλώ, να συγχαρώ τους οργανωτές της σημερινής
εκδήλωσης, να καλωσορίσω τους κ.κ. ομιλητές και να τους ευχαριστήσεις για
τη συμμετοχή τους και να ευχαριστήσω κι όλους εσάς, που είχατε την
καλοσύνη να δώσετε το παρόν στην εορταστική μας συγκέντρωση, τιμώντας
το έργο του Παλαιφάτου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής.
Σίγουρα, η συνάντησή μας αυτή είναι ξεχωριστή, όχι μόνο επειδή, ανάμεσά
μας, βρίσκονται δύο από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής μας,
οι οποίοι σημαδεύουν τα τελευταία χρόνια, η Α. Θ. Μ. Πάπας και Πατριάρχης
11
Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, κ.κ. Θεόδωρος Β΄ και ο Μακαριώτατος
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομος, αλλά και επειδή η Α. Θ. Μ.
επέλεξε να συνεορτάσει με εμάς, τα ονομαστήριά του. Ήταν, ομολογουμένως,
μια ευχάριστη έκπληξη, για μας, η απόφασή του αυτή! Με λόγια, λοιπόν, που
βγαίνουν από την καρδιά και στοχεύουν στην καρδιά, εύχομαι στον σεπτό
Πατριάρχη – και εκ μέρους όλων – πολλά πολλά Χρόνια Πολλά, καρποφόρα,
καλή υγεία και δύναμη στο τιτάνιο ποιμαντικό, φιλανθρωπικό, ανθρωπιστικό
και ιεραποστολικό, κυρίως, έργο, στο οποίο έχει αφιερώσει όλο του το είναι!
Είναι αλήθεια ότι μου είναι πολύ δύσκολο να διαχειριστώ και να εκφράσω τα
έντονα – θετικά, πάντα – συναισθήματα, που με διακατέχουν, αφού η
προσφορά των δύο αυτών θρησκευτικών ηγετών, δεν είναι θέμα που μπορεί
να κλειστεί σε μία ή δύο σελίδες. Αυτά τα λίγα λόγια δεν έχουν άλλο σκοπό
παρά να υπογραμμίσουν τον θαυμασμό μας για τους δύο σπουδαίους
άνδρες, οι οποίοι, από πολύ νωρίς, έθεσαν ως προτεραιότητα, όχι την καλή
ζωή, αλλά τη ζωή με νόημα και, με συνειδητές και υποσυνείδητες
πεποιθήσεις, οδηγήθηκαν σε συγκεκριμένες αποφάσεις ζωής, αφού
ανακάλυψαν ότι, μέσα στη ζωή, υπάρχει κάτι πιο βαθύ από τον εαυτό τους: Η
ζωή των άλλων · γιατί, οι άνθρωποι υπάρχουν από τη στιγμή που βρίσκουν
μια θέση στη ζωή των άλλων.
Εξίσου δυναμικές προσωπικότητες και οι δύο, με γνώμονα τον άνθρωπο και
με εργαλείο τους την ανθρωποκεντρική φιλοσοφία, ρίχτηκαν στον αγώνα, από
το δικό του μετερίζι ο καθένας. Κίνητρό τους η αγάπη.
Ο Πατριάρχης της καρδιάς και της αγάπης, όπως είναι ευρύτερα γνωστός,
προτού ν’ ανεβεί στον θρόνο του Αγίου Μάρκου, υπήρξε Ιεραπόστολος στο
Καμερούν, στη Ζιμπάμπουε, στο Μαλάουι, στη Μοζαμβίκη, στην Μποτσουάνα
και στην Αγκόλα. Επομένως, γνωρίζει, «από πρώτο χέρι», τα προβλήματα της
Μαύρης Ηπείρου, την οποία αγάπησε, αγκάλιασε, όπως αγάπησε και
αγκάλιασε την Ιεραποστολή και τους αφρικανούς αδελφούς · κι αυτοί, τα
παιδιά, ιδιαίτερα, τα παιδιά των «σκουπιδιών» του το ανταποδίδουν στο
πολλαπλάσιο.
Αγκαλιάζει τον άνθρωπο, διεισδύει στην ψυχή του για να τη χαϊδέψει με
τρυφερότητα και σεβασμό, με αγάπη και δέος. Η ζωή του ολόκληρη ένα ταξίδι,
μέσα στα βάθη της Αφρικής, με συνθήκες που κανείς δεν μπορεί να
φανταστεί, για να συναντήσει τον άνθρωπο και να κατανοήσει το νόημα της
ύπαρξής τους, σε συνδυασμό με την καλλιέργεια μια κουλτούρας
ταπεινότητας.
Με τη ζωή του και το παράδειγμά του, μας εμπνέει και μας ενδυναμώνει.
Μοιράζεται μαζί μας τα όνειρά του, τους οραματισμούς του, τους φόβους του,
τις ανησυχίες του και ρίχνεται, μπροστάρης, στη μάχη, με εμάς, τους
μικρότερους να τον ακολουθούμε! …
Ανησυχία για την ανθρωπιστική κρίση, για την εξάπλωση του ιού του AIDS,
του ιού Εμπόλα, για την Τρομοκρατία και, γενικά, για όλα τα προβλήματα, που
μαστίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο, αυτόν του αναπτυσσόμενου κόσμου,
12
κυρίως! … Όσα και να γράψει κανείς, θα είναι ελάχιστα, συγκρινόμενα με το
μέγεθος της προσφοράς.
Η βαθύτατη ευγνωμοσύνη «ανθ’ ων ευ έπαθον υπ’ εκείνου» και ο σεβασμός
μου στο πρόσωπό του ας είναι «δόσις ολίγη τε φίλη τε» (Ομήρου ζ. 208).