Eνοχή: έννοια, εξέλιξη, περιεχόμενο, είδη

Download Report

Transcript Eνοχή: έννοια, εξέλιξη, περιεχόμενο, είδη

1

ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ

2    

ΕΝΟΧΗ (Ο bligatio)

O νομικός δεσμός (vinculum iuris) με τον οποίο κάποιος υποχρεώνεται απέναντι σε άλλο σε παροχή. Παροχή:    Να δώσει κάτι (

dare

) Να κάνει κάτι (

facere

) ή να παραλείψει κάτι Να παράσχει κάτι (

praestare

) Ιουστινιανός, Inst. 3,13 : «ο νομικός δεσμός από τον οποίο εξαναγκαζόμαστε να εκπληρώσουμε προς άλλον κάτι, κατά τους νόμους της πολιτείας μας».

Ο δεσμός συνδέει τον οφειλέτη με το δανειστή.

3

Αρχαϊκή περίοδος

       Δεν συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο:   Υποχρέωση (debitum) : βαρύνει τον οφειλέτη Ευθύνη (Obligatio) : βαρύνει τρίτο = εγγυητής – «όμηρος», παραδίδεται στα χέρια του δανειστή για να εξασφαλιστεί η παροχή. Ob + ligare = δένω. Ο εγγυητής γίνεται δέσμιος του δανειστή, υπό την κυριαρχία του. Αν ο οφειλέτης ικανοποιήσει το δανειστή, ο εγγυητής «λυνόταν» ( solvere) με ιδιαίτερη δικαιοπραξία. Αλλιώς, ο δανειστής μπορεί να εκτελέσει κατά του εγγυητή (όχι του οφειλέτη), πουλώντας τον ως δούλο πέρα από τον Τίβερη ή σκοτώνοντάς τον. Ανάμνηση αυτών: η ορολογία του ενοχικού δικαίου, iuris vinculum, liberare.

Αργότερα: εγγυάται και ο ίδιος ο οφειλέτης για τον εαυτό του ( nexum), αν και η δυνατότητα αυτή ( nexum se dare) περιορίζεται από το νόμο .

Κλασική περίοδος: η προσωπική ευθύνη του οφειλέτη αντικαθίσταται από την ευθύνη με την περιουσία του.

Γένεση ενοχών

4       Από

σύμβαση

Μάλλον προηγήθηκαν χρονικά.

Ο οφειλέτης υποβάλλεται μόνος του στην εξουσία του δανειστή,   με επερώτηση ( sponsio) με

nexum

(από το nectere = δεσμεύω), δέσμευση του οφειλέτη με δικαιοπραξία per aes et libram. H εκπλήρωση της παροχής = μέσο απαλλαγής του οφειλέτη ή του εγγυητή από τη δέσμευση. Προκλασική περίοδος: αναγνωρίζεται η υποχρέωση του οφειλέτη να εκπληρώσει την παροχή. Ενοχές : κατατάσσονται στα ασώματα πράγματα ( res incorporales)  Από

αδίκημα

   Ιδιωτικά ( delicta privata): περιουσία του.

ενδιαφέρουν το άτομο, την οικογένειά του, την Δημόσια ( crimina publica): ενδιαφέρουν το κοινωνικό σύνολο.

Αρχικά δεν ρυθμίζονται από το δίκαιο.      Αντεκδίκηση (φόνος – ακρωτηριασμός) Αντίποινα ( talio) Δυνατότητα παραίτησης παθόντος με συμφωνία για λύτρα ( poena) με το θύτη ή την οικογένειά του, και με εγγυητές. Η υποχρέωση προς παροχή απορρέει από τη συμφωνία και όχι από το αδίκημα. Αργότερα, με παρέμβαση της πολιτείας γίνεται υποχρεωτική η αποδοχή της αποζημίωσης από τον παθόντα και άρα πηγή της ενοχής είναι το αδίκημα.

5

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ

   Η δόση πράγματος (

dare

) Η πραγματοποίηση πράξης (

facere

) ή παράλειψης (

non facere

) H εκπλήρωση ενοχικής υποχρέωσης (

praestare

)  Praes (= εγγυητής)

stare

  Αρχικά σημαίνει μόνο την ανάληψη εγγυητικής υποχρέωσης Μετά, κάθε ενοχικής υποχρέωσης

6

Κάθε παροχή αναγνωρίζεται από το δίκαιο;

Αν είναι αντικειμενικά δυνατή

( D. 50.17.186, K έλσος:

Impossibilium nulla obligatio

est).

   Αν η αδυναμία οφείλεται σε φυσικούς λόγους (π.χ. ο δούλος προς μεταβίβαση δε ζει), Ή σε νομικούς λόγους (π.χ. γιατί το πράγμα είναι εκτός συναλλαγής), Αδύνατη παροχή: αν το αντικείμενό της ανήκει ήδη στο δανειστή.

   Αν είναι ανύπαρκτο: π.χ. ιπποκένταυρος, Όταν τελεί υπό αίρεση μη πραγματοποιήσιμη, π.χ. «να αγγίξει με το δάχτυλο τον ουρανό». Η ενοχική δικαιοπραξία τότε είναι άκυρη.

7       A ν η αδυναμία είναι υποκειμενική (αφορά μόνον τον οφειλέτη), η ενοχή είναι ισχυρή. Η παροχή πρέπει να είναι θεμιτή:   να μην αντίκειται στο νόμο (

lex perfecta, lex minus quam perfecta, lex

imperfecta).

Να μην αντίκειται στα χρηστά ήθη.

Να είναι ορισμένη: χωρίς αμφιβολία ως προς το σε τι συνίσταται. Αν είναι αόριστη: δεν υπάρχει ενοχή. Αν ο προσδιορισμός έχει ανατεθεί σε τρίτο ή σε ένα από τα μέρη: έγκυρη ενοχή, αν ο προσδιορισμός γίνει με κρίση αγαθού ανδρός ( boni viri arbitratu).

H παροχή, στο κλασικό ρ.δ., πρέπει να είναι αποτιμητή σε χρήμα (διαδικασία per formulam, δυνατή μόνο χρηματική καταδίκη οφειλέτη).

8

Συμβάσεις υπέρ & σε βάρος τρίτου

   Υπέρ τρίτου: Σύμβαση με την οποία τρίτος, που δεν μετέχει άμεσα ή έμμεσα στην κατάρτιση της συμβάσεως, αποκτά ευθέως από τη σύμβαση απαίτηση σε παροχή.  Κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο, είναι παντελώς άκυρες, ως προς τον τρίτο και τους συμβαλλόμενους.

Σε βάρος τρίτου: Σύμβαση με την οποία ένας συμβαλλόμενος υπόσχεται ότι τρίτος, που δεν μετείχε στην κατάρτισή της, θα προβεί σε παροχή. Εξαιρέσεις: σύσταση δωρεάς με όρο ότι, μετά την πάροδο προθεσμίας, το αντικείμενό της θα παραδοθεί σε τρίτο, κ.ά.

Ενοχές είδους & Ενοχές γένους

9       Ανάλογα αν το αντικείμενο της παροχής προσδιορίζεται από τα ατομικά του χαρακτηριστικά ή από τα γενικότερα. Σημασία: για την κατανομή του κινδύνου, αν το αντικείμενο υποστεί καταστροφή ή χειροτέρευση, από τυχαίο γεγονός. Ενοχές είδους: τον κίνδυνο φέρει ο δανειστής.

Ενοχές γένους: τον κίνδυνο φέρει ο οφειλέτης. Καταχρηστικό ή περιορισμένο γένος = κρασί από συγκεκριμένο πιθάρι. Τον κίνδυνο φέρει ο δανειστής.

Ποιότητα;    Ο οφειλέτης απαλλάσσεται έστω και με πράγμα χειρότερης ποιότητας, φθάνει να μην έχει ελάττωμα. Για προστασία του δανειστή: συμφωνείται η παροχή με βάση δείγμα ( exemplar).

Ιουστινιάνειο δίκαιο: ο οφειλέτης οφείλει πράγμα μέσης ποιότητας.

10

Διαζευκτική ενοχή

    Οφείλονται δύο ή περισσότερες παροχές, αλλά ο δανειστής δικαιούται μόνο μία. Αν η μία είναι ή καταστεί αδύνατη, η υποχρέωση περιορίζεται στις υπόλοιπες. Το δικαίωμα επιλογής: ο οφειλέτης. Διαζευκτική ευχέρεια = μία μόνο παροχή, αλλά ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να παράσχει αντί για το αντικείμενο της παροχής ένα άλλο.

11  Ουσιαστική έννοια:     = αξίωση που μπορεί να προστατευθεί δικαστικά. Οδηγεί στη δημιουργία δικονομικών αγωγών.

A ν δεν υπάρχει αγωγή ( formula), δεν αναγνωρίζεται το ουσιαστικό δικαίωμα. Μετακλασικό δίκαιο: πλήρης ελευθερία συμβάσεων.

Αγωγή ( actio)

Δικονομική έννοια     Δικονομικό σύστημα

per

formulam.

O Πραίτορας δημιουργεί σειρά από formulae, καθεμία αντιστοιχεί σε μία ενοχή. Οι αγωγές παίρνουν την ονομασία τους από την αιτία ( causa): π.χ.

actio locati.

Actiones in factum

δημιουργεί νέα : το Ήδικτο δεν προβλέπει αγωγή, αλλά ο Πραίτορας κρίνει μία περίπτωση άξια δικαστικής προστασίας και formula.

12

Είδη ενοχών

Διακρίσεις:

  Α) ανάλογα με την προέλευσή τους.

Ι us civile –

Ius honorarium.

Β) Ανάλογα με τον είναι εξοπλισμένες με αγωγές.

 

Obligationes civiles – obligationes naturales

Γ) Ανάλογα με το αν αποσκοπούν σε ορισμένο ή μη αντικείμενο παροχής. 

Certum - incertum

13

A νάλογα με την προέλευσή τους.

IUS CIVILE

   Έχουν ήδη διαμορφωθεί το 2 ο π.Χ. (διαδικασία formulam).

per

αι. E ( ίναι εξοπλισμένες με καλόπιστες αγωγές iudicia ex bona fide). Στη

formula

περιέχεται το ρήμα oportere (= Si

paret …. dare

facere oportere).

IUS HONORARIUM

 Όσες ενοχές έκανε αγώγιμες ο Πραίτορας ή οι αγορανόμοι

(

actiones honorariae), θεωρώντας κατά πλάσμα ότι συντρέχουν τα αναγκαία περιστατικά για την έγερσή τους, ή παραθέτοντας στη

formula

όσα συνέτρεχαν ( actiones in factum).

14

Β) Ανάλογα με το αν είναι εξοπλισμένες με αγωγές.

Ενοχές αυστηρού δικαίου

(

actiones stricti iuris

)

.

  Δεν περιέχουν στη

formula

της αγωγής τη ρήτρα της καλής πίστης ( ex fide bona). O δικαστής ( iudex) λαμβάνει υπόψιν του μόνο τα στοιχεία της formula.   

Καλόπιστες ενοχές (

actiones ex fide bona

)

H formula περιλαμβάνει τη ρήτρα «

ex fide bona

»

. O δικαστής αποκτά την εξουσία να επιλύσει τη διαφορά με γνώμονα την καλή πίστη, καθορίζοντας κατά την κρίση του τι πρέπει να καταβάλει ο εναγόμενος.

15

Γ) Ανάλογα με το αν αποσκοπούν σε ορισμένο ή μη αντικείμενο παροχής.

   

Certum

Το αντικείμενο της παροχής όπως καταχωρίζεται στην

intentio

της σχετικής

formula

είναι ορισμένο. Γάιος: ορισμένο ( certum) = όπου το τι ( quid), το τι είδους ( quale), και το ποσό ( quantum) προκύπτουν από την ίδια τη δήλωση. K άθε υπέρβαση στο αίτημα της αγωγής (

plus

petitio), οδηγούσε σε απόρριψή της. 

Incertum

   Πάντα στις καλόπιστες αγωγές. Γιατί το ποσό της παροχής προσδιορίζεται κατά καλή πίστη από το δικαστή. Ο δικαστής μπορεί να λάβει υπ’ όψιν του στοιχεία όπως αν η υποχρέωση προς παροχή ήταν αποτέλεσμα απειλής του δανειστή και φόβου ( δόλου ( metus) υποχρέωσης. του οφειλέτη, ή αν η υποχρέωση δημιουργήθηκε κατόπιν dolus malus), και επομένως αν κατά καλή πίστη δικαιολογείται η όχι η αναγνώριση της ενοχικής

16

Φυσική ενοχή (

obligatio naturalis

)

      Δεν δημιουργεί απαίτηση του δανειστή. Δεν δημιουργεί υποχρέωση του οφειλέτη. Δεν είναι αγώγιμη - δεκτική εκτέλεσης. Όμως, κάθε τι που θα καταβληθεί προς εκπλήρωσή της δεν μπορεί να αναζητηθεί, ως αχρεώστητο. Χωρεί συμψηφισμός φυσικής ενοχής με άλλη απαίτηση. Π.χ. συναλλαγές μεταξύ υπεξουσίου – εξουσιαστή, δούλου –κυρίου , ή

stipulatio

όπου δεν τηρήθηκε ο τύπος.