Μετάφραση Αποσπάσματος και Μεταφραστικός Σχολιασμός του

Download Report

Transcript Μετάφραση Αποσπάσματος και Μεταφραστικός Σχολιασμός του

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Μετάφραση Αποσπάσματος και Μεταφραστικός Σχολιασμός του
“Against Medical Advice” (2008), των James Patterson και Hal
Friedman.
Στέργιος Ι. Μιμιδάκης
Επιβλέπων Καθηγητής: Δρ. Περικλής Τάγκας
ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2017
2
Τίτλος Πτυχιακής Εργασίας : Μετάφραση Αποσπάσματος και Μεταφραστικός Σχολιασμός του
“Against Medical Advice” (2008), των James Patterson και Hal Friedman
Ονοματεπώνυμο: Στέργιος Μιμιδάκης
Υπεύθυνος Επόπτης : Δρ. Περικλής Τάγκας
Δήλωση: Δηλώνω υπεύθυνα ότι το παρόν κείμενο αποτελεί προϊόν προσωπικής μελέτης και
εργασίας και πώς όλες οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για τη συγγραφή της δηλώνονται
σαφώς και στις παραπομπές και στο βιβλιογραφικό κατάλογο.
Υπογραφή
3
Περίληψη
Η παρούσα πτυχιακή εργασία αποτελείται από δυο μέρη. Στο πρώτο παρουσιάζεται το
ελληνικό μετάφρασμα, ενώ στο δεύτερο ακολουθεί το θεωρητικό πλαίσιο, όπου γίνεται
αναφορά στη μεταφραστική διαδικασία, στις μεταφραστικές τεχνικές και τα γλωσσικά
επίπεδα. Στη συνέχεια παρατίθενται σχετικά παραδείγματα από το κείμενο. Η εργασία
ολοκληρώνεται με το πρωτότυπο κείμενο στο παράρτημα.
Το πρωτότυπο κείμενο αφορά τα δέκα οκτώ πρώτα κεφάλαια της βιογραφίας με τίτλο “Against
Medical Advice” των James Patterson και Hal Friedman, η οποία ασχολείται με την προσωπική
ζωή του ιού του συγγραφέα (Hal Friedman) και το πρόβλημα υγείας που τον ταλαιπωρεί, και
καλύπτει το δράμα του από την ηλικία των πέντε έως τα δέκα επτά του χρόνια. Το βιβλίο
εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2008 από τις αμερικανικές εκδόσεις Little,
Brown and Company.
Λέξεις κλειδιά
Ελληνικά: Μετάφραση, Μεταφραστικές τεχνικές Vinay & Darbelnet, Γλωσσικά επίπεδα.
Αγγλικά: Translation, Vinay & Darbelnet translation techniques, Linguistic levels.
4
Ευχαριστίες
Με την Πτυχιακή Εργασία ολοκληρώνονται οι σπουδές μου στη Σχολή Διοίκησης και
Οικονομίας του Τ.Ε.Ι. Ηπείρου. Θα ήθελα λοιπόν, με την αφορμή αυτή, να ευχαριστήσω
όλους όσους στάθηκαν δίπλα μου στη φοιτητική μου πορεία.
Πρώτα απ’ όλους, οφείλω να ευχαριστήσω την οικογένειά μου, για την ηθική όσο και
οικονομική υποστήριξη κατά τη διάρκεια των σπουδών μου και για την πολύτιμη δυνατότητα
που μου έδωσαν να σπουδάσω.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλω στον επιβλέποντα Δρ. Περικλή Τάγκα για την εμπιστοσύνη
που μου έδειξε, για την πολύτιμη βοήθειά του αλλά και για τον χρόνο που διέθεσε για την
διεκπεραίωση της παρούσας εργασίας.
Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους συμφοιτητές μου την Μαρία, τον Κώστα και τον
Γιώργο για τα όμορφα φοιτητικά χρόνια που περάσαμε μαζί.
5
Πίνακας Περιεχομένων
Πρόλογος
8
Εισαγωγή
9
Α’ ΜΕΡΟΣ
10
I. Μετάφρασμα
Β’ ΜΕΡΟΣ
11
53
I. Θεωρητικό Πλαίσιο
54
Α. Μετάφραση και Μεταφραστική Διαδικασία
54
Β. Τεχνικές της μετάφρασης
56
1. Δάνειο (Borrowing)
56
2. Έκτυπο (Calque)
57
3. Κατά Λέξη Μετάφραση (Literal Translation)
57
4. Μετάταξη (Transposition)
58
5. Μετατροπία (Modulation)
58
6. Ισοδυναμία (Equivalence)
59
7. Προσαρμογή (Adaptation)
60
Γ. Γλωσσικά επίπεδα
60
1. Υφολογικό επίπεδο
61
2. Μορφολογικό-Συντακτικό επίπεδο
62
3. Σημασιολογικό επίπεδο
62
4. Πραγματολογικό επίπεδο
63
5. Λεξιλογικό επίπεδο
64
II. Σχολιασμός του μεταφράσματος
Α. Μορφολογικό-Συντακτικό επίπεδο
1. Μεταβολή αριθμού
65
66
66
1.1 Μετατροπή Ενικού σε Πληθυντικό Αριθμό
66
1.2 Μετατροπή Πληθυντικού σε Ενικό Αριθμό
66
2. Μεταβολή φωνής
67
2.1 Μετατροπή Ενεργητικής φωνής σε Παθητική
67
2.2 Μετατροπή Παθητικής φωνής σε Ενεργητική
67
3. Μετατροπές άρθρων
68
3.1 Απαλοιφή Οριστικού άρθρου
68
3.2 Απαλοιφή Αόριστου άρθρου
69
4. Μεταβολή τάξης
70
4.1 Μετατροπή Ρήματος σε Ουσιαστικό
70
4.2 Μετατροπή Ουσιαστικού σε Ρήμα
70
4.3 Απόδοση Γερουνδίου ως Ουσιαστικό
70
5. Προσθήκη λέξεων
71
6. Αφαίρεση λέξεων
71
6
7. Σημεία στίξης
72
7.1 Μετατροπή του semicolon σε τελεία
72
7.2 Μετατροπή της παύλας σε κόμμα
73
Β. Σημασιολογικό Επίπεδο
73
Γ. Υφολογικό Επίπεδο
74
1. Προσωπικό Ύφος
74
2. Αφηγηματικό Ύφος
75
Δ. Πραγματολογικό Επίπεδο
75
1. Κύρια Ονόματα
75
2. Τοπωνύμια
76
Ε. Λεξιλογικό Επίπεδο
76
1. Ιδιωτισμοί
76
2. Λέξεις δάνεια
77
3. Συνθέματα
77
Επίλογος
79
Βιβλιογραφία
81
Παράρτημα
83
7
Πρόλογος
Στα πλαίσια της ολοκλήρωσης των προϋποθέσεων που ορίζει το πρόγραμμα σπουδών του
τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων, για την ανακήρυξή μου ως πτυχιούχο, οφείλω να
ολοκληρώσω πτυχιακή εργασία με θέμα σχετικό προς το αντικείμενο των σπουδών.
Η ανάληψη της εργασίας ορίστηκε τον Μάιο του 2016 με επιβλέποντα καθηγητή τον Δρ.
Τάγκα Περικλή. Η ολοκλήρωσή της πραγματοποιήθηκε εντός των προβλεπόμενων, από το
Τ.Ε.Ι. Ηπείρου, χρονικών ορίων τον Ιανουάριο του 2017.
Αντικείμενο της παρούσας πτυχιακής εργασίας είναι, σε πρώτη φάση, η μετάφραση ενός
αποσπάσματος από το βιβλίο των James Patterson και Hal Friedman με τίτλο “Against Medical
Advice”, και στη συνέχεια η ανάλυση της μεταφραστικής διαδικασίας και των τεχνικών που
εφαρμόστηκαν προκειμένου να μετάφρασμα να ανταποκρίνεται στον στόχο του, δηλαδή στην,
κατά το δυνατόν εγγύτερη, απόδοση του μηνύματος του πρωτοτύπου.
Το πρωτότυπο κείμενο εκδόθηκε για πρώτη φορά στις Η. Π. Α. το 2008 από τον εκδοτικό οίκο
Little, Brown and Company και πραγματεύεται την παιδική ηλικία του Κόρι, ιού του Hal
Friedman, και συγκεκριμένα την περιπέτειά του από την ηλικία των πέντε ετών, όταν
διαγνώστηκε με σύνδρομο Τουρέτ, έως την ηλικία των δέκα επτά, όταν κατάφερε, έπειτα από
δεκατρία ολόκληρα χρόνια μάχης, να βγει νικητής.
Κατά τη διάρκεια της εκπόνησης, πρωταρχικός στόχος ήταν η ορθή μετάφραση και η όσο το
δυνατόν πιο σαφή ανάλυση της μεταφραστικής διαδικασίας. Έγινε προσπάθεια, ώστε το
περιεχόμενο να είναι κατανοητό και σαφές, για τον λόγο αυτό ο σχολιασμός του
μεταφράσματος έγινε µε χρήση πληθώρας παραδειγµάτων.
8
Εισαγωγή
Η συγκίνηση που μου προκάλεσε η ανάγνωση της εν λόγω βιογραφίας, σε συνδυασμό με την
αγάπη μου προς την αγγλική γλώσσα και το ενδιαφέρον για την επιστήμη της μετάφρασης με
οδήγησαν στην επιλογή της ως αντικείμενο μελέτης της πτυχιακής μου εργασίας.
Πιο
συγκεκριμένα,
αντικείμενο της
παρούσας
εργασίας
αποτελεί η μετάφραση
αποσπάσματος δέκα οκτώ κεφαλαίων του βιβλίου “Against Medical Advice” των James
Patterson και Hal Friedman, καθώς και η θεωρητική ανάλυση βασικών μεταφραστικών
τεχνικών και η εφαρμογή τους στο μετάφρασμα.
Η δομή της εργασίας έχει ως εξής:
● Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται το ελληνικό μετάφρασμα.
● Το δεύτερο μέρος διακρίνεται σε δυο επιμέρους ενότητες, το θεωρητικό πλαίσιο και
τον σχολιασμό του μεταφράσματος. Στο θεωρητικό πλαίσιο γίνεται εισαγωγή του
αναγνώστη στις επτά βασικές τεχνικές της μεταφραστικής διαδικασίας σύμφωνα με
τους Vinay και Darbelnet, και επισημαίνεται η σημασία της γλωσσολογικής ανάλυσης
του κειμένου στην επιστήμη της μετάφρασης. Στην ενότητα Σχολιασμός του
μεταφράσματος παρουσιάζονται χωρία του πρωτοτύπου τα οποία μεταφράστηκαν
σύμφωνα με τις τεχνικές που αναλύθηκαν στην προηγούμενη ενότητα.
●
Ακολουθεί η απόδοση των συµπερασµάτων που προκύπτουν.
● Η εργασία ολοκληρώνεται µε την βιβλιογραφική αναφορά, ενώ στο παράρτημα
παρατίθεται το πρωτότυπο κείμενο.
9
Α’ ΜΕΡΟΣ
10
I. Μετάφρασμα
Προς τους Αγγέλους
Στο Δρ. Ρουθ Μπρουν, τον άγγελο που μας βοήθησε να πετάξουμε όταν τα φτερά μας ήταν
κομμένα. Η προσφορά σας προς τους ασθενείς που έχουν ταλαιπωρηθεί από το σύνδρομο
Τουρέτ είναι ανεκτίμητη, είστε αγαπητός και διακεκριμένος για την βαθιά σύνεση και τη
χρυσή καρδιά σας.
Και στην Τζέση, την κόρη μας, η οποία έζησε τα παιδικά χρόνια γεμάτη λύπη αλλά και
έμπνευση. Και ναι, κάποια μέρα θα πάμε στη Ντίσνεϋλαντ.
—Χαλ και Σοφία Φρίντμαν
Αφιέρωση του Κόρι
Στην επί δέκα τρία χρόνια αναζήτησή μου για βοήθεια, ταξίδεψα σε μέρη μακρινά και
συνάντησα πολλούς ανθρώπους, νέους και ηλικιωμένους, με ιατρικά προβλήματα τόσο
ακραία που δεν μπορούσα ούτε να φανταστώ ότι υπήρχαν.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτούς τους ξεχωριστούς φίλους και τις ηρωικές μάχες με τα
φαντάσματα που ζούσαν στο μυαλό τους.
Με καταλαβαίνουν και τους καταλαβαίνω.
Ελπίζω ότι αυτή η ιστορία της ζωής μου, η οποία ίσως μοιάζει σε πολλά σημεία με τη δική
τους, θα τους δώσει, όπως και σε άλλους με το ίδιο πρόβλημα, παρηγοριά κι ελπίδα. Και
είμαι ευγνώμων στον πατέρα μου και στον Τζέιμς Πάτερσον για τη βοήθειά τους στο να πουν
την ιστορία μου σε όλους τους ανθρώπους που μπορεί να ωφεληθούν.
Σε όλους όσους βαδίζετε στον δύσκολο αυτό δρόμο, εύχομαι να έχετε γαλήνη και το
κουράγιο να συνεχίζετε.
—Κόρι Φρίντμαν
11
Πρόλογος
«Ένα πρωινό τον Μάρτιο του 1989, λίγο πριν τα πέμπτα γενέθλιά μου, ξύπνησα όπως κάθε
φυσιολογικό, υγιές αγόρι. Μέχρι το απόγευμα, είχα μια ακαταμάχητη ανάγκη να κουνάω
διαρκώς το κεφάλι μου, και η πορεία της ζωής μου άλλαξε με τρόπους που λίγοι μπορούσαν
να καταλάβουν.
«Πολύ γρήγορα, το σώμα μου μετατράπηκε σε μια εκρηκτική, άστατη και απρόβλεπτη
δύναμη με δική της συνείδηση και προσωπικότητα. Τιναζόταν κι έστριβε, λύγιζε και
περιστρεφόταν χωρίς προειδοποίηση, σε τέτοιο βαθμό που βρισκόμουν πάντα σε κίνηση.
«Δάγκωσα τα δόντια μου τόσο σφιχτά που τα έσπασα και ούρλιαξα από τον πόνο λόγω των
εκτεθειμένων νεύρων.
«Έστριψα την πλάτη μου με τέτοια δύναμη που έσκισα τους μυς κι έπρεπε να πάρω φάρμακα
για να κοιμηθώ και να πάψω να το κάνω.
«Το μυαλό μου έκανε σκέψεις τόσο τρομακτικές που δεν μπορούσα να μιλήσω γι' αυτές ούτε
στους γονείς μου.
«Γρήγορα άρχισα να βλέπω τον εαυτό μου σαν τον παράξενο του χωριού. Ένιωθα σαν
μαριονέτα σε σχοινί.
«Το χειρότερο όμως ήταν ότι εγώ κρατούσα το σχοινί.»
Αυτή είναι η ιστορία του Κόρι Φρίντμαν και ό,τι ακολουθεί είναι η αξιοσημείωτη διαδρομή
του, μια ιστορία θριάμβου ενάντια στις αντιξοότητες.
Γνώρισα τον Χαλ Φρίντμαν το 1975 στη Νέα Υόρκη, στο διαφημιστικό πρακτορείο Τζ.
Γουόλτερ Τόμσον, όπου ήμασταν και οι δυο συγγραφείς. Ποτέ δεν φανταστήκαμε τότε ότι
μετά από τριάντα και πλέον χρόνια, θα συνεργαζόμασταν για να γράψουμε βιβλίο για τις
επώδυνες εμπειρίες του ιού του Χαλ.
Όλα αυτά τα χρόνια, άκουγα για τον Κόρι και το σκληρό αγώνα του με το σύνδρομο Τουρέτ,
ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και διαταραχή άγχους. Όμως μέχρι να μου ζητήσει ο Χαλ να
12
διαβάσω το προσχέδιο που είχε γράψει για την ιστορία του Κόρι, δεν είχα ιδέα ότι αυτή η
υπέροχη οικογένεια ζούσε ένα τόσο τρομερό μαρτύριο. Ήξερα ότι το σύνθετο πρόβλημά του
ήταν σχεδόν αδύνατο να θεραπευθεί. Συγκεκριμένα, δεκατρείς γιατροί και περίπου εξήντα
ισχυρά φάρμακα μετά την πρώτη τραυματική κρίση του Κόρι, τα εξουθενωτικά συμπτώματα
ήταν ακόμα ανεξέλεγκτα.
Όταν η επιδείνωση των συμπτωμάτων τον οδήγησε σε βαριά κατάθλιψη και απελπισία, κι
όταν όλοι οι γιατροί του Κόρι και οι συμβουλές και τα φάρμακα αποδείχθηκαν ψεύτικες
ελπίδες, η οικογένεια του Κόρι έκανε μια παρέμβαση η οποία ήταν τόσο θαρραλέα όσο καμία
άλλη μέχρι τότε.
Εκείνο που τράβηξε την προσοχή μου στην επώδυνη ιστορία του Κόρι είναι όσα έχει να πει
για τη δύναμη της αγάπης, του θάρρους και της αποφασιστικότητας, και ήμουν περήφανος
που την έγραψα μαζί με τον Χαλ. Ήξερα ότι η ιστορία του Κόρι έπρεπε να δημοσιευτεί
επειδή θα έδινε ελπίδα και παρηγοριά σε πολλούς ανθρώπους που αγωνίζονται σε κάθε
μονοπάτι της ζωής. Ο Κόρι ζούσε σε μια κόλαση, αλλά στην προσπάθειά του να σωθεί, μας
έδειξε ότι ο άνθρωπος μπορεί να επιβιώσει —ακόμα και να διαπρέψει— παρά τις απίστευτες
αντιξοότητες. Αυτό τον κάνει ήρωα για μένα.
Ο Χαλ κι εγώ έχουμε την τιμή να παρουσιάζουμε, εκ μέρους του Κόρι, τη βιογραφία με τίτλο
Ενάντια σε Ιατρική Συμβουλή. Με την ελπίδα ότι θα αποτελέσει έμπνευση μέσα από το
θάρρος, τον πόνο, τη θυσία και την τελική νίκη του Κόρι Φρίντμαν και της οικογένειάς του
και μέσα από την ατρόμητη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής.
—Τζέιμς Πάτερσον
Πρόλογος του Πατέρα
Τα γεγονότα που εξιστορούνται εδώ διαδραματίστηκαν σε μια ατελείωτη —για όσους τα
ζήσαμε— περίοδο δεκατριών χρόνων η οποία καλύπτει τη ζωή του Κόρι από την ηλικία των
πέντε έως τα δεκαεπτά. Αποφασίσαμε, με τη συναίνεση του Κόρι, να πούμε την ιστορία του
μέσα από τη δική του φωνή επειδή με αυτόν τον τρόπο εκφράζονται πιο έντονα τα
συναισθήματα του Κόρι για τις εμπειρίες του.
13
Κάποια ονόματα και αναγνωριστικά στοιχεία φίλων, ιατρών και ιατρικών ιδρυμάτων έχουν
αλλάξει.
Τα εξαιρετικά ασυνήθιστα γεγονότα που παρουσιάζονται έχουν προκύψει από περιγραφές του
Κόρι, από λεπτομερή ημερολόγια που διατηρούσε η μητέρα του όλη αυτή την περίοδο και
από παρατηρήσεις της οικογένειας. Ο Κόρι επιβεβαιώνει ότι η αφήγηση αποτελεί πιστή
απεικόνιση της ιστορίας του.
Στη διάρκεια των τεσσάρων ετών που διάρκεσε η συγγραφή του βιβλίου, με βασάνιζε το
δίλημμα να κοινοποιήσω τις προσωπικές λεπτομέρειες της ζωής του Κόρι. Στο τέλος, ζήτησα
τη γνώμη του Κόρι, ο οποίος έλυσε το ζήτημα με μια πρόταση, χωρίς να διστάσει:
«Αν πρόκειται να βοηθήσει άλλους ανθρώπους σαν εμένα, ναι.»
—Χαλ Φρίντμαν
Στο χείλος της τρέλας
Κεφάλαιο 1
Είμαι δεκαεπτά ετών και βρίσκομαι ξαπλωμένος σαν ένα αξιοθρήνητο, ανίκανο βόδι στην
πίσω θέση του οικογενειακού μας αυτοκινήτου, καθώς με μεταφέρουν σε ένα μέρος όπου
νοσηλεύονται τρελοί.
Αυτό είναι ασυνήθιστο γεγονός ακόμη και για μένα. Ξέρω ότι ο εγκέφαλός μου προκαλεί
ιδιαίτερα προβλήματα που κανείς έως τώρα δεν μπόρεσε να θεραπεύσει, όμως η τρέλα δεν
είναι ένα από αυτά.
Πώς και γιατί έχω φτάσει σε αυτό το σημείο είναι περίπλοκο, όμως ο βασικός λόγος που
βρίσκομαι εδώ είναι πιο άμεσος. Βρήκα επιτέλους το μοναδικό πράγμα που μου φέρνει
γαλήνη, το αλκοόλ.
Αυτή λοιπόν η «αυτοθεραπεία» έχει φτάσει να αποτελεί θανατηφόρο πρόβλημα, το οποίο δεν
μπορώ να διορθώσω μόνος μου. Οι γιατροί εκεί που πηγαίνω υπόσχονται να με βοηθήσουν.
Το έχω ξαναδεί το έργο.
14
Μετά από περίπου μια ώρα, φτάνουμε σε ένα μεγάλο κτίριο με την επιγραφή «Ψυχιατρική
Κλινική Ντρέσλερ». Σε κλάσματα του δευτερολέπτου ξαναβρίσκω την αίσθηση της
τρομακτικής πραγματικότητας.
«Γιατί το γράφει αυτό;» φωνάζω από το πίσω κάθισμα, ξαφνικά η καρδιά μου χτυπάει δυνατά.
«Μη σε ανησυχεί η επιγραφή», λέει η μητέρα μου, για να καθησυχάσει τον αυξανόμενο
πανικό μου. «Κόρι, εδώ θεραπεύουν κάθε είδους πρόβλημα.»
Ο μπαμπάς μοιάζει το ίδιο ανήσυχος με εμένα όμως λέει με ήρεμη φωνή: «Ας μην
ασχοληθούμε μ’ αυτό τώρα, εντάξει;»
Να μην ασχοληθούμε με το γεγονός ότι πηγαίνουμε σε ένα νοσοκομείο για τρελούς; Φυσικά,
κανένα πρόβλημα. Μα τι σκέφτεται ο πατέρας μου;
Από την κεντρική είσοδο, μπαίνω σε μια θορυβώδη, γεμάτη κόσμο αίθουσα αναμονής. Όταν
είμαι εκτεθειμένος πάντα νιώθω κάπως άβολα, έτσι μόλις ξεκινώ να περπατάω, τα πόδια μου
κάνουν ένα τριπλό χοροπηδητό, τρία κοφτά βήματα, που με κάνουν να χάσω την ισορροπία
μου.
Είναι κάτι που πρέπει να κάνω για να εκτονώσω την ένταση που συσσωρεύεται στα πόδια
μου και δεν μπορεί να απελευθερωθεί με κανέναν άλλο τρόπο. Μερικές φορές παραπατώ
τόσο πολύ που πέφτω με δύναμη κάτω.
Κάνω το τριπλό χοροπηδητό ακόμα μερικές φορές, πριν καταφέρω να κρατηθώ από μια άδεια
καρέκλα στην αίθουσα αναμονής.
Φίλοι μου, καλώς ήρθατε στον κόσμο μου.
Κεφάλαιο 2
Πολλοί άνθρωποι στην αίθουσα αναμονής συνεχίζουν να με κοιτάζουν επίμονα καθώς το δεξί
χέρι μου εκτινάσσεται με το μεσαίο δάχτυλο τεντωμένο. Ωχ αδερφέ μου, όχι πάλι,
σκέφτομαι. Το να δείχνω το μεσαίο δάχτυλο είναι άλλη μια ακούσια κίνηση, ή τικ, που
σχεδόν πάντα συμβαίνει όταν δεν πρέπει. Άντε να τους πείσεις ότι δεν το κάνεις επίτηδες.
Και ξανά το μεσαίο δάχτυλο υψωμένο. Γεια χαρά σε όλους!
15
Για μια στιγμή σκέφτομαι τα νέα φάρμακα που παίρνω, τα οποία, ως συνήθως, δεν κάνουν τη
δουλειά τους. Γουέλμπουτριν για την κατάθλιψη, Τένεξ για να με κρατάει ήρεμο, Τοπαμάξ
δοκιμαστικά, για να δούμε αν ένα φάρμακο επιληψίας μπορεί να βοηθήσει. Μέχρι τώρα έχω
δοκιμάσει πενήντα με εξήντα διαφορετικά φάρμακα, κανένα από τα οποία δεν είχε
αποτέλεσμα, και κάποια από αυτά οδηγούν στο θάνατο όταν συνδυάζονται με Τζάκ Ντάνιελς.
Ψυχιατρική κλινική. Ένα μέρος για τους τρελούς, σκέφτομαι.
Ξέρω ότι δεν είμαι τρελός, παρόλο που η συμπεριφορά μου με κάνει να φαίνομαι έτσι. Κατά
βάθος όμως, φοβάμαι ότι μπορώ να με φανταστώ τρελό, και το να βρίσκομαι σε αυτό το
μέρος θα μπορούσε να με οδηγήσει στα άκρα. Η τρέλα είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου. Αν
μου συμβεί, δεν θα ξέρω ποια είναι ούτε πού είναι η πραγματικότητα. Για μένα αυτή είναι η
απόλυτη απομόνωση, το να αποχωριστώ το ίδιο μου το μυαλό.
Κάποια στιγμή, ο υπάλληλος στην υποδοχή φωνάζει το όνομά μου και αρχίζει να μου κάνει
περίεργες, ακατανόητες ερωτήσεις. Το μάτι μου αρχίζει να συσπάται άγρια και η γλώσσα μου
πετάγεται έξω σαν του φιδιού.
Κάθε τόσο αφήνω ένα μουγκρητό σαν να μου έχουν ρίξει μπουνιά στο στομάχι. Συνήθως τα
τικ μου έρχονται ένα κάθε φορά, όμως σήμερα καταφθάνουν τρία με τέσσερα μαζί, μάλλον
λόγω του άγχους.
Κάποτε είπα στους γονείς μου ότι δεν θα μπορούσαν να αντέξουν ούτε για μια μέρα με αυτό
που εγώ ζω κάθε μέρα της ζωής μου, και αυτό όταν ακόμα ήμουν σε πολύ καλύτερη
κατάσταση απ’ ό,τι τώρα.
Περνάει ακόμα μια ώρα ώσπου ο γιατρός να πάρει συνέντευξη από τους γονείς μου. Μόλις
βγαίνουν από το γραφείο, βλέπω ότι η μητέρα μου έκλαιγε. Ο πατέρας μου δείχνει
εξαντλημένος και νευρικός.
Όταν έρχεται η σειρά μου να με δει ο γιατρός, δεν μπορώ να πάψω να του δείχνω το μεσαίο
δάχτυλο. Ο τύπος είναι άνετος. Αδιαφορεί εντελώς. Είναι νέος και ήρεμος και με
καθησυχάζει κάπως.
16
«Πίνω περισσότερο απ’ ότι πρέπει τα βράδια» του λέω, παραλείποντας το σημείο όπου
σχεδόν έκαψα το σπίτι των γονιών μου όταν λιποθύμησα στον καναπέ με ένα αναμμένο
τσιγάρο. «Μάλλον μου αρέσει να τα τσούζω λιγάκι.»
Αυτό είναι το ανέκδοτο της χρονιάς. «Τα τσούζω για μένα σημαίνει τελείως λιώμα.»
Ο γιατρός μού κάνει μια πλήρη σωματική εξέταση και όταν τελειώνει λέει ότι είμαι υγιής σαν
άλογο, κάτι που μου ακούγεται πολύ αστείο.
«Τότε μπορώ να φύγω;» λέω χαριτολογώντας, πριν με διακόψει μια ακούσια επίδειξη της
γλώσσας.
«Μάλιστα, εντάξει.»
Αργότερα, πίσω στην αίθουσα υποδοχής ένας υπάλληλος μας πλησιάζει και μας ρωτάει για
φάρμακα που πιθανών έχουμε φέρει μαζί μας.»
«Τι εννοείτε;» ρωτάει ο πατέρας μου.
«Τα χρειάζεται,» προειδοποιεί η μητέρα μου, βγάζοντας μια μεγάλη σακούλα από την τσάντα
της, γεμάτη με μπουκαλάκια χαπιών.
«Θα φροντίσουν οι γιατροί γι’ αυτά,» απαντάει ο υπάλληλος.
Η μαμά παραδίδει απρόθυμα τη σακούλα.
Λίγο αργότερα, μια νοσοκόμα μας πλησιάζει και μας οδηγεί βαθιά στο πίσω μέρος του
κτιρίου. Εδώ όλα είναι πολύ διαφορετικά. Είναι πιο σκοτεινά και δεν υπάρχουν άνθρωποι
τριγύρω. Είναι ένα ανατριχιαστικό μέρος.
Διώχνω από το μυαλό μου ένα απαίσιο συναίσθημα ότι δεν θα τα καταφέρω εκεί που
πηγαίνω.
Τελικά σταματάμε μπροστά από μια τεράστια πόρτα με την επιγραφή ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟΣ
ΘΑΛΑΜΟΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ Δ.
Τρελά παιδιά, σκέφτομαι.
17
«Εγώ δεν είμαι έτσι,» φωνάζω, δείχνοντας την επιγραφή. «Μαμά, ξέρεις ότι δεν είμαι
τρελός.»
«Εδώ δεχόμαστε όλους τους ανθρώπους» λέει η νοσοκόμα, σαν να είναι απολύτως
φυσιολογικό να καταλήγει κανείς σε άσυλο τρελών.
«Βρίσκεσαι εδώ για το ποτό,» προσθέτει η μαμά, «το οποίο αντιμετωπίζουν.»
«Δεν γράφει όμως αυτό στις επιγραφές.»
Η νοσοκόμα βγάζει από το τζάκετ της ένα μεγάλο μεταλλικό κλειδί και παγώνω στην όψη
του. Ποτέ δεν έχω μπει σε νοσοκομείο όπου κλειδώνουν τις πόρτες. Ξαφνικά συνειδητοποιώ.
Δεν κλειδώνεις τις πόρτες για να κρατήσεις τους ανθρώπους έξω. Τις κλειδώνεις για να τους
κρατήσεις μέσα.
Κεφάλαιο 3
Το καταλαβαίνει κι ο μπαμπάς. Ανταλλάζουμε το βλέμμα φοβισμένοι κι αγγίζει ελαφρά το
χέρι μου.
Η πόρτα ανοίγει σαν να ζυγίζει ένα τόνο. Όταν αρνούμαι να προχωρήσω, ο πατέρας μου με
πιάνει σφιχτά από το μπράτσο και με οδηγεί στον θάλαμο. Ο κεντρικός διάδρομος είναι
μικρός, γύρω στα δεκαπέντε μέτρα και στρίβει δεξιά σε μια γωνία. Δεν υπάρχουν νοσοκόμες,
γιατροί ή εξοπλισμός όπως στα υπόλοιπα νοσοκομεία.
Τρία αγόρια στέκονται μαζί στο τέλος του διαδρόμου. Με κοιτάζουν επίμονα και ψιθυρίζουν
μεταξύ τους. Μετά εξαφανίζονται.
Ένας άντρας σκυμμένος πάνω από έναν υπολογιστή σε ένα μικρό γραφείο, φαίνεται να είναι
ο επιστάτης του θαλάμου. Φοράει πρόχειρα ρούχα και δεν μοιάζει με γιατρό.
Συνεχίζει να δουλεύει για λίγο και όταν τελικά γυρίζει προς το μέρος μας βλέπω ότι τα μάτια
του δεν εστιάζουν σωστά. Φαίνεται σαν να είναι φτιαγμένος ή λίγο καθυστερημένος. Αν δεν
ήξερα, θα έλεγα ότι είναι ασθενής.
18
Ελέγχει τα χαρτιά μου και μας οδηγεί και τους τρεις στο βάθος του διαδρόμου. Αριστερά και
δεξιά του κεντρικού διαδρόμου υπάρχουν μικρά γραφεία. Ένα από αυτά είναι για διανομή
φαρμάκων και έχει μεταλλικά κάγκελα στην πόρτα.
Στρίβουμε δεξιά. Όλα τα δωμάτια των ασθενών βρίσκονται σε αυτό τον διάδρομο. Υπάρχει κι
ένας κοινόχρηστος χώρος με μια αναμμένη τηλεόραση, όμως κανείς δεν παρακολουθεί.
«Πόσα παιδιά υπάρχουν εδώ;» ρωτάω.
«Αυτή τη στιγμή, έντεκα. Ποτέ περισσότερα από δεκαπέντε. Είναι κανονισμός του
νοσοκομείου.»
Καθώς περνάμε μπροστά από τα δωμάτια, μετράω γύρω στα οχτώ παιδιά. Δεν έχω ιδέα που
κρύβονται τα υπόλοιπα. Όλοι είναι έφηβοι, και όλοι μικρότεροι από μένα.
Τα τρία αγόρια που είδα προηγουμένως εμφανίζονται ξανά στο τέλος του διαδρόμου. Καθώς
πλησιάζω χωρίζονται και με προσπερνούν με πολύ σοβαρό ύφος. Δεν θέλω να είμαι με
τέτοια άτομα όταν σβήνουν τα φώτα. Αυτό ισχύει και για τον επιστάτη.
Κάθε λεπτό που περνάει με κάνει να νιώθω πιο άβολα. Με έχει λούσει κρύος ιδρώτας.
Αρχίζω να συσπώμαι.
Δεν αντέχω. Τώρα συσπώμαι σαν τρελός.
Μετά από λίγο φτάνουμε σε μια μεγάλη επιτοίχεια πινακίδα με κανονισμούς τυπωμένους με
παχιά μαύρα γράμματα:
ΠΟΤΕ ΔΥΟ ΑΤΟΜΑ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΔΩΜΑΤΙΟ
ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΑΝΟΙΧΤΕΣ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΘΑ
ΚΑΤΑΣΧΟΝΤΑΙ
ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΝΑ ΣΤΕΚΕΣΤΕ ΣΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ
19
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΝΑ ΣΤΕΚΕΣΤΕ ΣΤΙΣ ΚΟΥΚΕΤΕΣ
Αναρωτιέμαι για τον τελευταίο κανονισμό. Μετά κοιτάζω ψηλά στο ταβάνι και καταλαβαίνω.
Ολόκληρη η περιοχή καλύπτεται από ένα μεταλλικό πλέγμα. Τα ανοίγματα είναι πολύ μικρά
για να χωρέσει το χέρι. Ολόκληρος ο θάλαμος είναι ένα τεράστιο κλουβί.
Η καρδιά μου σφυροκοπά σαν να θέλει να βγει από το στήθος μου και να πεθάνει στο πάτωμα
του νοσοκομείου. Πόσο άσχημο πρέπει να είναι αυτό το μέρος όταν οι άνθρωποι έχουν
προσπαθήσει να ξεφύγουν από το ταβάνι;
«Εγώ δεν μένω εδώ!» φωνάζω στους γονείς μου. «Δεν καταλαβαίνετε; Δεν μπορώ να μείνω
εδώ.»
Κάνω μερικά βήματα πίσω, μετά γυρίζω και κατευθύνομαι προς την κύρια είσοδο, τη
μοναδική έξοδο.
Θέλω να τρέξω αλλά συγκρατώ τον εαυτό μου για να μη φανεί σαν να προσπαθώ να
αποδράσω. Δεν θέλω κανείς να τρέξει πίσω μου.
«Δεν είμαι σαν αυτούς,» φωνάζω στον πατέρα μου.
Η ξαφνική μου απόφαση συγχύζει τους γονείς μου. Νομίζω ότι το να έρθω σε ένα τέτοιο
μέρος είναι και γι’ αυτούς το ίδιο σοκαριστικό.
«Δεν είμαι τρελός! Αυτό το μέρος είναι που θα με τρελάνει.»
Η έκφραση του πατέρα μου αλλάζει λίγο και βλέπω μια μικρή αχτίδα ελπίδας. Φαίνεται
συμπονετικός αλλά και θυμωμένος ταυτόχρονα, δεν μπορώ να καταλάβω πιο συναίσθημα
υπερισχύει.
«Δεν μπορείς να τα παρατήσεις χωρίς να προσπαθήσεις,» λέει στο τέλος. «Δωσ’ του λίγο
χρόνο.»
«Εγώ φεύγω. Δεν με άκουσες;»
«Τι επιλογή έχεις; Για σκέψου. Δεν είναι πια δική σου η επιλογή.»
20
Τα λόγια του με εξοργίζουν. Στριφογυρίζω ανεξέλεγκτα. Θα ορμήσω με δύναμη προς την
έξοδο αν χρειαστεί.
Τρέχω προς την πόρτα και σταματώ όταν βλέπω ότι υπάρχει ακόμα ένας χρυσός κανόνας,
χαραγμένος σε μια χάλκινη πλάκα. Τον διαβάζω και παγώνω στη θέση μου.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΞΟΔΟΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ 6 Μ.Μ.
Το ρολόι μου δείχνει επτά και είκοσι. Βρισκόμαστε ήδη σε αυτό το δήθεν νοσοκομείο
περισσότερο από τρεις ώρες.
Παρ’ όλα αυτά δοκιμάζω να ανοίξω την πόρτα. Δεν κινείται, ούτε μισό εκατοστό.
Το άγχος μου κορυφώνεται σε βαθμό πανικού. Αν με κλείσουν εδώ, η ζωή μου θα τελειώσει.
Θα πεθάνω από φόβο. Ο άνθρωπος μπορεί να πεθάνει από φόβο. Το έχω διαβάσει.
«Πάρε μερικές βαθιές ανάσες και προσπάθησε να ηρεμήσεις,» λέει η μητέρα μου όταν με
φτάνει. «Ξέρω ότι φοβάσαι Κόρι. Κάποια λύση θα βρούμε. Πάντα βρίσκουμε.»
«Το υπόσχομαι, θα κόψω το ποτό μόνος μου,» την ικετεύω, η φωνή μου σπάει. Είμαι εντελώς
αβοήθητος, εξαρτώμενος από αυτή, όπως πάντα. Σε παρακαλώ, μαμά, ξέρω ότι μπορώ να το
κάνω μόνος μου. Μη με αναγκάσεις να μείνω εδώ!»
Κεφάλαιο 4
Βρισκόμαστε πάλι στο γραφείο του επιστάτη, ο οποίος μόλις επέστρεψε αφού μας άφησε
μόνους για μερικά λεπτά, να μιλήσουμε. Οι γονείς μου δυσκολεύονται πολύ να
αποφασίσουν. Ο πατέρας μου είναι συνήθως γρήγορος στις αποφάσεις, αυτή όμως τον
προβληματίζει.
Στο τέλος, παίρνει μια ανάσα και ανακοινώνει αυτό που ευχόμουν να ακούσω. «Δεν
νομίζουμε ότι είναι αυτό που ψάχνουμε για τον γιο μας τελικά. Είχαμε διαφορετική εντύπωση
για το νοσοκομείο πριν έρθουμε.»
21
Αισθάνομαι πανευτυχής. Ο πατέρας μου άλλαξε εντελώς γνώμη και αυτή την φορά θα
παλέψει για μένα. Θέλω να τον αγκαλιάσω.
Κατά έναν απίστευτο τρόπο ο επιστάτης δεν παίρνει τον πατέρα μου στα σοβαρά. Κουνάει το
κεφάλι σαν να μη τον απασχολεί αυτό που μόλις είπε ο μπαμπάς μου.
«Θα το εκτιμούσα εάν μας αφήνατε να φύγουμε,» λέει ο πατέρας μου.
Χρειάζεται να το επαναλάβει ώσπου να το εμπεδώσει ο τύπος.
«Δεν γίνεται να φύγει ο Κόρι,» αναφέρει ο επιστάτης χωρίς κανένα συναίσθημα. «Όταν ένας
ασθενής εισάγεται στην πτέρυγα, η Πολιτεία της Νέας Υόρκης απαιτεί ελάχιστη παραμονή
εβδομήντα δυο ωρών. Αυτός είναι ο νόμος.»
«Εμείς όμως δεν θα τον εισάγουμε,» του εξηγεί ο πατέρας μου. «Θα φύγουμε τώρα, πριν
εισαχθεί.»
«Έχει ήδη εισαχθεί,» λέει με έντονη φωνή. «Από τη στιγμή που πέρασε εκείνη την πόρτα.
Εβδομήντα δυο ώρες, καμία εξαίρεση,» προσθέτει, με φανερή αδιαφορία.
Για μένα αυτές οι εβδομήντα δυο ώρες ακούγονται σαν θανατική καταδίκη σε σλόου μόσιον.
Ο πατέρας μου σηκώνεται όρθιος. «Θέλω να μιλήσω με τον διαχειριστή του νοσοκομείου,»
κραυγάζει. Όταν ο επιστάτης εξακολουθεί να μην ανταποκρίνεται, λέει, «Να το θέσω
διαφορετικά. Απαιτώ να μιλήσω με τον διαχειριστή.»
Ο επιστάτης το σκέφτεται, έπειτα σηκώνει τους ώμους και πιάνει το τηλέφωνο. Μετά από ένα
λεπτό, δίνει το ακουστικό στον μπαμπά μου.
Η μητέρα μου κι εγώ κοιταζόμαστε νευρικά. Όλα εξαρτώνται από αυτή τη συζήτηση.
Ο πατέρας μου παίρνει το ακουστικό και περιγράφει στο διαχειριστή όσα συμβαίνουν. Δεν
μιλάει για αρκετή ώρα και δεν καταλαβαίνουμε τι συζητούν.
«Κάποιος τρόπος θα υπάρχει,» λέει στο τέλος, φανερά απογοητευμένος. «Κι αν κάποιος ήρθε
εδώ κατά λάθος, όπως εμείς;»
Ο διάλογος συνεχίζεται κι αρχίζει να χάνει την ψυχραιμία του, κάτι που δεν συνηθίζει.
22
«Ακόμη κι ένας εγκληματίας μπορεί να πληρώσει εγγύηση και να βγει από τη φυλακή. Τι
θέλετε να κάνω, να καλέσω δικηγόρο;»
Ο πατέρας μου συνεχίζει να επιτίθεται στο διαχειριστή. Η κατάσταση δεν οδηγεί πουθενά.
Τότε, ξαφνικά, σταματά να μιλάει. «Μάλιστα. Καταλαβαίνω. Ευχαριστώ. Θα το κάνω.»
Κατεβάζει το ακουστικό και γυρίζει προς το μέρος μας. «Ίσως,» λέει μόνο.
Η μαμά κι εγώ είμαστε έκπληκτοι όταν ακούμε ποιον καλεί στη συνέχεια.
«Γιατρέ Μέιερσον! Δόξα τω Θεώ το σηκώσατε.»
Ο γιατρός Μέιερσον είναι ο θεραπευτής μου τον τελευταίο καιρό. Είναι θέμα τύχης ότι
σήκωσε το τηλέφωνο τόσο αργά το απόγευμα. Συνήθως απαντάει ο τηλεφωνητής του.
«Βρισκόμαστε σε έκτακτη ανάγκη και είστε η μόνη μας ελπίδα,» συνεχίζει ο πατέρας μου.
Οι δυο τους μιλάνε για μερικά λεπτά καθώς του εξηγεί την κατάσταση.
Μετά από λίγο αφήνει μια βαθιά ανάσα.
«Να το πω έτσι;» ρωτάει. «Ακριβώς έτσι;» Γνέφει καταφατικά προς το μέρος μας, έπειτα
ευχαριστεί το γιατρό και κλείνει το ακουστικό.
Ο πατέρας μου γυρίζει προς τον επιστάτη και ανακοινώνει προκλητικά, «Αιτούμαι την
εξαγωγή του γιου μου ΕΙΣ.»
Ο άντρας γέρνει το κεφάλι του καχύποπτα αλλά δεν απαντά. Ούτε μια λέξη.
Ο πατέρας μου επαναλαμβάνει τη φράση, αυτή τη φορά σαν να ήταν διαταγή. «Βγαίνουμε από
το νοσοκομείο μαζί με το γιο μας ΕΙΣ. Μου είπαν ότι θα καταλάβετε τι σημαίνει αυτό.»
Αμέσως ο επιστάτης γνέφει απρόθυμα, έπειτα σηκώνει ξανά το τηλέφωνο.
Όση ώρα μιλάει με κάποιον προϊστάμενο, ο πατέρας μας εξηγεί, «ΕΙΣ σημαίνει Ενάντια σε
Ιατρική Συμβουλή. Είναι ένας νομικός κώδικας που επιτρέπει στο νοσοκομείο να παρακάμψει
το νόμο. Δηλώνει ότι κατανοούμε ότι το νοσοκομείο προτείνει το αντίθετο και μετατοπίζει την
ευθύνη σε εμάς. Απαλλάσσει το νοσοκομείο σε περίπτωση που ο ασθενής… βλάψει τον
εαυτό του ή κάτι τέτοιο.»
23
«Ξέρεις ότι δεν θα το έκανα αυτό,» λέω, στηρίζοντας την απόφασή του.
«Είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να σε βγάλουμε από εδώ.»
«Κι αν δεν μαθαίναμε ποτέ για το ΕΙΣ;» ρωτάει η μητέρα μου. «Ή αν ο γιατρός Μέιερσον δεν
ήταν εκεί ή δεν σήκωνε το τηλέφωνο;»
Ο πατέρας μου κουνάει το κεφάλι. «Σταθήκαμε τυχεροί. Πολύ τυχεροί.»
Παρατηρώ το πρόσωπο του πατέρα μου. Δείχνει πιο γερασμένος από ποτέ. Είναι
ταλαιπωρημένος. Ήταν μια μεγάλη μέρα για εκείνον όπως και για μένα.
«Συγγνώμη μπαμπά.»
Γνέφει καταφατικά, αλλά δεν είναι χαρούμενος. «Ξέρεις ότι δεν έχουμε λύσει το πρόβλημα
για το οποίο ήρθαμε εδώ.»
Δεν είναι ερώτηση.
Μετά από αρκετή ώρα, ο εφιάλτης επιτέλους τελειώνει. Ο επιστάτης συνεχίζει να περιμένει
τις εγκρίσεις που χρειάζεται. Η ανάσα μου έχει σχεδόν επιστρέψει σε κανονικό ρυθμό.
Τελικά, ένας υπάλληλος μπαίνει στο γραφείο με τα χαρτιά και τις απαραίτητες υπογραφές. Ο
επιστάτης φέρνει το κλειδί και η τεράστια πόρτα ανοίγει και πάλι διάπλατα.
Έχουν περάσει πέντε ώρες από τη στιγμή που ήρθαμε στο νοσοκομείο. Βγαίνω από την κύρια
είσοδο χωρίς να κοιτάξω πίσω μου.
Το ταξίδι της επιστροφής στο Νιου Τζέρσεϊ είναι ήσυχο. Κανείς δεν έχει τη δύναμη να πει
οτιδήποτε, και τίποτα από όσα μπορούμε να συζητήσουμε δεν είναι πιο σημαντικό από αυτό
που μόλις συνέβη.
Η μαμά με αφήνει να καπνίσω ένα τσιγάρο, μετά ακόμα ένα, και μετά με παίρνει ο ύπνος.
Περίπου μια ώρα αργότερα, με ξυπνούν στο Νιου Τζέρσεϊ και σέρνομαι μέσα στο σκοτεινό
μας σπίτι.
«Πραγματικά το εννοώ, μαμά. Θα κόψω το ποτό,» της λέω πριν ξαπλώσω. «Ξέρω ότι
μπορώ.»
24
Δεν λέω ψέματα. Ειλικρινά πιστεύω ότι μπορώ.
Βρισκόμαστε στα μέσα της εβδομάδας, και η αντοχή μου κρατάει μέχρι την Παρασκευή, όταν
το σώμα μου, για ακόμα μια φορά, πεθαίνει από τους πόνους. Μόλις κοιμούνται οι γονείς
μου, ξεγλιστρώ στο υπόγειο και κατεβάζω πέντε έξι μεγάλες γουλιές από μια βότκα που ο
πατέρας μου νόμιζε ότι είχε κρύψει πίσω από την ντουλάπα στο καθιστικό. Πριν το καταλάβω
το μπουκάλι φτάνει στη μέση.
Πέφτω για ύπνο με το κεφάλι να γυρίζει από τη ζάλη. Εικόνες από τον ψυχιατρικό θάλαμο
αρχίζουν να θολώνουν στο μυαλό μου. Έχω μια προαίσθηση ότι παρά την ειλικρινή επιθυμία
μου να αλλάξω, την ανάγκη μου να αλλάξω, δεν θα τα καταφέρω.
Κάτι άλλο πρέπει να γίνει. Και σύντομα.
Σε μια στιγμή
Κεφάλαιο 5
Πολλά χρόνια πριν την απόδρασή μου από τον ψυχιατρικό θάλαμο, το μυαλό μου άρχισε να
παίζει τρομερά παιχνίδια στο σώμα μου. Η ζωή μου αλλάζει για πάντα λίγο πριν τα πέμπτα
γενέθλιά μου, με μια απλή κίνηση του κεφαλιού μου. Έτσι απλά.
Ξεκινάει καθώς παίζω ένα βιντεοπαιχνίδι. Νιώθω μια ασυνήθιστη, αφόρητη ένταση να
συγκεντρώνεται στο λαιμό μου, η οποία μπορεί να εκτονωθεί μόνο αν τινάξω το κεφάλι μου
στο πλάι. Λίγο μετά, η ένταση επιστρέφει και το ξανακάνω.
Σύντομα το κεφάλι μου περιστρέφεται ολοένα και συχνότερα, και οι μύες στο λαιμό μου
αρχίζουν να συσπώνται.
Αρχίζω να φοβάμαι. Θυμηθείτε, δεν ήμουν ούτε πέντε χρονών τότε. Ήμουν ένα μικρό
παιδάκι.
Προσπαθώ να σταματήσω, αλλά όσο πιο πολύ συγκρατώ τον εαυτό μου, τόσο πιο έντονη
νιώθω την ανάγκη να το κάνω. Οι γονείς μου με κοιτάζουν απορώντας τι με έπιασε.
Ακόμα κι εγώ έχω την ίδια απορία.
25
Όταν ξυπνάω την επόμενη μέρα, το τρεμούλιασμα στο κεφάλι μου είναι λίγο πολύ
συνεχόμενο.
Μέχρι το μεσημέρι καταλαβαίνω ότι οι γονείς μου είναι προβληματισμένοι επειδή δεν μιλάνε
πολύ, όπως συνηθίζουν.
Το απόγευμα, βρισκόμαστε και οι τρεις καθ' οδόν για τη γιατρό. Ο πατέρας μου οδηγεί αρκετά
γρήγορα, είναι σαν να είμαι μέσα σε ασθενοφόρο. Στην αρχή νόμιζα ότι πηγαίναμε στον
παιδίατρο, όμως έκανα λάθος.
«Θα πονέσει;» ρωτάω, καθώς μπαίνω σε ένα μη οικείο γραφείο.
«Όχι γλυκέ μου. Αυτή η γιατρός θέλει απλώς να σου μιλήσει. Είναι γιατρός που συζητάει.»
Στο γραφείο της η Δρ. Λόφτον μου κάνει πολλές ερωτήσεις, όπως «Νιώθεις ποτέ ότι έχεις
υπερβολική ενέργεια;»
«Νομίζω,» απαντάω, επειδή θεωρώ ότι αυτό θέλει να ακούσει.
Τώρα που το σκέφτομαι, συνειδητοποιώ ότι δεν ήταν καλή η ερώτηση. Πώς μπορεί ένα
παιδάκι της ηλικίας μου να γνωρίζει πως είναι να έχει υπερβολική ενέργεια;
«Για ποιο λόγο πιστεύεις ότι κουνάς το κεφάλι σου τόσο πολύ;» ρωτάει έπειτα.
Μόνο η σκέψη με κάνει να τινάζομαι πιο έντονα. «Δεν ξέρω. Είναι σαν να θέλει από μόνο
του,» λέω καθώς συνεχίζω να τινάζομαι.
Εκείνο το βράδυ, η μητέρα μού δίνει ένα μικρό χάπι. Λέγεται Ρίταλιν. Ο ύπνος με παίρνει
αρκετά γρήγορα, όμως ξυπνάω στη μέση της νύχτας φοβισμένος και ανήσυχος.
Δεν μπορούσα να το ξέρω τότε, αλλά η Δρ. Λόφτον υπέθεσε λάθος αιτία στο πρόβλημά μου
και δεν αντιλήφθηκε ότι δίνοντάς μου Ρίταλιν ήταν σαν να προσπαθεί να σβήσει τη φωτιά με
γκαζολίνη.
Μπλακάουτ
Κεφάλαιο 6
26
Μετά από δυο μέρες χρήσης Ρίταλιν, ξυπνάω έχοντας την ανάγκη να κουνώ διαφορετικά
σημεία του προσώπου μου κάθε φορά —τη μύτη μου, τα αφτιά, το μέτωπο, τα μάγουλα, τη
γλώσσα.
Κάθε τόσο σφίγγω τα μάτια μου δυνατά μέχρι να πονέσουν, μετά τα ανοίγω όσο πιο πολύ
μπορώ, και το επαναλαμβάνω ξανά και ξανά. Στο μπάνιο δεν μπορώ να σταματήσω να
κοιτάζομαι στον καθρέπτη και να παραμορφώνω το πρόσωπό μου με τις πιο αλλόκοτες
γκριμάτσες που μπορώ να κάνω. Δεν τις βρίσκω καθόλου αστείες, μόνο περίεργες.
Είναι φανερό πως ό,τι με βασάνιζε έχει πλέον χειροτερεύσει από το φάρμακο. Για κάποιο
λόγο όμως η επιθυμία να στρίβω το κεφάλι μου έχει φύγει. Τουλάχιστον προσωρινά.
Περίπου δυο μέρες μετά, είμαι στην κουζίνα και ετοιμάζομαι να φάω πρωινό με την αδερφή
μου, την Τζέση. Η Τζέση είναι μόλις οχτώ μήνες μεγαλύτερη από μένα. Οι γονείς μου την
υιοθέτησαν όταν η μαμά νόμιζε ότι δεν μπορούσε να κάνει δικά της παιδιά. Έμεινε έγκυος σε
εμένα την ίδια εκείνη εβδομάδα. Η Τζέση μπορεί να είναι λίγο μεγαλύτερη από μένα στην
ηλικία, όμως είναι χρόνια μπροστά σε οτιδήποτε άλλο.
Σήμερα το πρωί με προβληματίζουν τα έντομα και τα μικρόβια. Κάθομαι λοιπόν για πρωινό
στο τραπέζι, αηδιασμένος στην ιδέα ότι θα μπορούσαν, με κάποιο τρόπο, να μπουν μέσα στο
σώμα μου. Και τότε βλέπω μια μεγάλη χνουδωτή αλογόμυγα να βουίζει πάνω από το κεφάλι
μου.
«Παρ' την από πάνω μου!» φωνάζω για να με βοηθήσουν. «Παρ' την, παρ' την!»
«Ξέρεις τι κάνουν οι μύγες κάθε φορά που κάθονται κάπου;» μου λέει η Τζέση.
«Τι;»
«Κάνουν εμετό ή την τουαλέτα τους.»
Έχω αηδιάσει τόσο πολύ από την περιγραφή που όταν η μύγα κάθεται δίπλα στο πιάτο μου,
νιώθω αναγούλα.
Η μητέρα μου με βλέπει και προσπαθεί να χτυπήσει τη μύγα με ένα πανί, όμως αστοχεί. Η
ιδέα της λιωμένης μύγας, πασαλειμμένης στον πάγκο της κουζίνας μου προκαλεί πάλι
αναγούλα, και την ικετεύω να μην τη σκοτώσει.
27
«Σε παρακαλώ, μαμά, μην τη σκοτώσεις!» κραυγάζω.
Πεινάω ακόμα πολύ. Τα μακαρόνια που έφτιαξε η μαμά το προηγούμενο βράδυ με έκαναν να
σκέφτομαι μακρουλά άσπρα σκουλήκια κι έτσι έπεσα για ύπνο χωρίς να φάω βραδινό.
Η Τζέση καρφώνει με το πιρούνι μερικές τηγανίτες με σιρόπι σφενδάμου, κι εγώ αφού
διώχνω την εικόνα με τα σκουλήκια, αρχίζω να τρώω μαζί της.
Καθώς απολαμβάνει το φαγητό της, γυρίζει προς το μέρος μου για να δει αν μου αρέσει κι
εμένα. Τότε, χωρίς καμία απολύτως εξήγηση, χωρίς καμία προειδοποίηση, φτύνω την
μπουκιά μου στο πρόσωπό της.
Η Τζέση είναι τόσο σοκαρισμένη που μένει ακίνητη στη θέση της, καλυμμένη με φαγητό.
Τότε αρχίζει να τσιρίζει.
«Μην το ξανακάνεις ποτέ αυτό,» με μαλώνει η μητέρα φωνάζοντας. «Ζήτησε συγγνώμη από
την αδερφή σου.»
Θα έπρεπε να νιώθω άσχημα, αντίθετα αισθάνομαι περισσότερο ενθουσιασμένος από το
αποτέλεσμα της πράξης μου.
«Συγγνώμη Τζέση.» Μετά ξαναλέω, «Συγγνώμη Τζέση.»
Για κάποιο λόγο η λέξη συγγνώμη μένει στο μυαλό μου. Θέλω να ξαναπώ συγγνώμη.
«Συγγνώμη. Συγγνώμη. Συγγνώμη, Τζέση. Συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη.»
Το να επαναλαμβάνω την ίδια λέξη ξανά και ξανά κάνει όλους ακόμα πιο θυμωμένους μαζί
μου.
Μετά από λίγο η Τζέση ηρεμεί και συνεχίζουμε το φαγητό μας, όμως νιώθω ξανά την
επιθυμία και χωρίς να μπορώ να συγκρατηθώ φτύνω ακόμα μια μπουκιά πάνω της.
Αυτή τη φορά η εκκωφαντική τσιρίδα της κάνει τον μπαμπά να έρθει τρέχοντας, και τη στιγμή
που σκύβει για να με μαλώσει, τον φτύνω στο πρόσωπο. Είναι τόσο ξαφνιασμένος που δεν
ξέρει τι να κάνει, και σκουπίζει το πρόσωπό του με μια πετσέτα.
28
«Πρέπει να φύγεις από την κουζίνα,» λέει η μητέρα μου, πιο σοβαρή από ποτέ. Στην
πραγματικότητα φαίνεται περισσότερο ανήσυχη παρά θυμωμένη. Ούτε εκείνη καταλαβαίνει
για ποιο λόγο συμπεριφέρομαι έτσι.
Χωρίς όμως να την ακούσω, απλώνω το χέρι μου να πάρω κι άλλο φαγητό για να το
ξανακάνω. Προλαβαίνει και τραβάει το πιάτο την τελευταία στιγμή.
«Συγγνώμη μπαμπά. Συγγνώμη, μαμά. Συγγνώμη Τζέση. Συγγνώμη.»
«Αυτό είναι το χειρότερο πράγμα που μπορείς να κάνεις σε κάποιον,» λέει ο πατέρας μου,
σκουπίζοντας το μάγουλό του. «Το χειρότερο Κόρι.»
«Συγγνώμη μπαμπά. Συγγνώμη,» λέω, κάνοντας μια γκριμάτσα.
Πετάγομαι από τη θέση μου και κατευθύνομαι προς το σαλόνι, φωνάζοντας. Δεν μπορώ να
καταλάβω τι συμβαίνει ούτε τι κάνω. Αγαπάω την οικογένειά μου και ποτέ δεν θα τους
έφτυνα.
Δεν είμαι ο εαυτός μου.
Ποιος είμαι;
Κεφάλαιο 7
Έχοντας περάσει μερικές ακόμα μέρες με το Ρίταλιν, οι καινούργιες συνήθειές μου
συνεχίζουν να μας εκπλήσσουν όλους.
Και αλλάζουν από μέρα σε μέρα.
Οι γονείς μου λένε στη Δρ. Λόφτον ότι θέλουν να σταματήσω το φάρμακο, όμως εκείνη
ισχυρίζεται ότι πρέπει να περιμένουμε λίγο καιρό μέχρι να δράσει και το σώμα μου να
προσαρμοστεί. Πιστεύω ότι αν η γιατρός μπορούσε να μπει μόνο για μερικά λεπτά μέσα στο
σώμα μου, δεν θα έδινε ποτέ ξανά αυτή τη συμβουλή.
Λίγες μέρες μετά, την ώρα του δείπνου, ο πατέρας κάθεται δίπλα μου για να μου μάθει πως
να χρησιμοποιώ το μαχαίρι και το πιρούνι.
«Αισθάνεσαι καλύτερα σήμερα;» ρωτάει.
29
Αμέσως του απαντώ, «Αισθάνεσαι καλύτερα σήμερα;»
«Όχι, μιλάω σοβαρά,» λέει ξανά. «Πώς είσαι Κόρι; Θέλω να μάθω.»
«Όχι, μιλάω σοβαρά. Πώς είσαι;» του απαντώ. «Θέλω να μάθω.»
«Σε παρακαλώ, μη το κάνεις αυτό,» λέει.
«Σε παρακαλώ, μη το κάνεις αυτό,» απαντώ, χωρίς να το θέλω. Θέλω να του μιλήσω όμως το
μόνο που κατάφερα είναι να τον εξοργίσω με την ανόητη εμμονή μου να κάνω τον παπαγάλο.
Αργότερα, όταν προσπαθούν να μου μιλήσουν, επαναλαμβάνω τα λόγια τους πριν ακόμη
τελειώσουν την πρόταση. Όταν το κάνω αυτό για πέμπτη ή έκτη συνεχόμενη φορά στον
πατέρα μου, σηκώνεται όρθιος και αποχωρεί κουνώντας το κεφάλι του. Έχει μια έκφραση στο
πρόσωπό του που δεν έχω ξαναδεί, δείχνει λυπημένος παρά θυμωμένος. Τα συναισθήματα
του πατέρα μου φαίνονται πάντα στο πρόσωπό του.
Την επόμενη μέρα η Τζέση κι εγώ καθόμαστε στο σαλόνι, όταν ξαφνικά μου έρχεται μια νέα
εμμονή να καθαρίζω το λαιμό μου. Ο ήχος που βγάζω είναι σαν χαμηλό μουγκρητό.
Η Τζέση, αφού υπέμεινε αρκετά, προτιμά να φύγει παρά να ξεκινήσει νέο καβγά. Τη στιγμή
όμως που περνάει από μπροστά μου, την αγγίζω στον ώμο.
«Κόρι, μη το κάνεις αυτό,» λέει.
Την αγγίζω ακόμα μερικές φορές με διαδοχικές κινήσεις μέχρι κάτι μέσα μου να νιώσει
ικανοποίηση.
«Φύγε,» ουρλιάζει.
Τρέχω πίσω της, και αγγίζω ξανά τον ώμο της. Δυο μικρά χτυπήματα, μια παύση, μετά τρία
χτυπήματα για να διώξω την ανάγκη να το κάνω. Τα ουρλιαχτά τραβούν την προσοχή της
μαμάς και κερδίζω μια τιμωρία.
«Συγγνώμη Τζέση. Συγγνώμη. Συγγνώμη Τζέση,» επαναλαμβάνω σαν χαλασμένο
κασετόφωνο.
Αργότερα, μόνος στο δωμάτιό μου, χτυπάω το κεφάλι μου με γροθιές για να πάψει να με
βασανίζει.
30
Το επόμενο πρωί ακούω μια μελωδία στο στέρεο και όταν τελειώνει δεν μπορώ να την βγάλω
από το κεφάλι μου. Κυριεύει το μυαλό μου και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ σε τίποτα.
Αργότερα την ίδια μέρα, ακούω μια χαζή λέξη σε ένα καρτούν και την επαναλαμβάνω ξανά
και ξανά σε όποιον συναντώ. Άλμπατρος, Άλμπατρος. Άλμπατρος. Επίσης, έχω αρχίσει να
φτερουγίζω κουνώντας τα χέρια μου σαν πουλί και τρέχω γύρω γύρω στο σπίτι κάθε φορά
που ενθουσιάζομαι.
Τα πράγματα χειροτερεύουν μέρα με τη μέρα, δεν βελτιώνονται όπως είπε η γιατρός.
Σήμερα νιώθω σαν κίντερ έκπληξη, κάθε φορά που με ανοίγεις μια νέα έκπληξη σε περιμένει.
Νιώθω σαν να είμαι γεμάτος ηλεκτρισμό κι όταν ξαπλώνω στο κρεβάτι δεν μπορώ να μείνω
ακίνητος, παρόλο που είμαι εξουθενωμένος από τη διαρκή κίνηση. Μετά από λίγο η μητέρα
μού δίνει μια δόση Μπέναντριλ για να με βοηθήσει να κοιμηθώ, ύστερα ακόμα μια επειδή
δεν με έπιασε. Στο τέλος οι δύο δόσεις με ρίχνουν αναίσθητο για ύπνο.
Επιτέλους, το άλμπατρος κοιμάται.
Κεφάλαιο 8
Δυο εβδομάδες μετά την πρώτη μας επίσκεψη στη Δρ. Λόφτον, βρισκόμαστε πάλι στο
γραφείο της, αλλά δεν μπορώ να καθίσω ήσυχος στη θέση μου ούτε για ένα λεπτό. Το
τίναγμα του κεφαλιού έχει επιστρέψει για τα καλά, όπως και πολλοί αλλόκοτοι μορφασμοί
και ματιές και πολλά άλλα τικ. Ούτε εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να τα θυμηθώ όλα.
Η Δρ. Λόφτον κλείνει το χαρτοφύλακά της και κάθεται πίσω στην πολυθρόνα της. Μιλάει για
ιατρικά θέματα που δεν καταλαβαίνω. Πιάνω όμως μερικές ασυνήθιστες λέξεις στα λόγια
της.
«Όταν είδα τον Κόρι την τελευταία φορά, νόμιζα ότι αντιμετωπίζαμε ελλειμματική
προσοχή/υπερκινητικότητα, ΔΕΠΥ, ειδικά όταν μου είπε ότι νιώθει τόση ενέργεια.»
«Τώρα όμως, δεν το νομίζετε;» ρωτάει ο πατέρας μου με έντονο ύφος. Δεν έχει ιδιαίτερη
συμπάθεια στο Ρίταλιν, που έχει κάνει το μυαλό μου φρουτοσαλάτα.
31
Στη γιατρό δεν άρεσε ο τόνος της φωνής του. «Κόρι, θα ήθελες μήπως να παίξεις στο σαλόνι
με τα παιχνίδια που έχω εκεί; Νομίζω ότι θα σου άρεσε.»
Η μητέρα μου λέει να πάω και ότι θα έρθει σε λίγα λεπτά.
Μετά από χρόνια, η μητέρα μου με ενημέρωσε για όσα ειπώθηκαν αφότου έφυγα. Η Δρ.
Λόφτον ήθελε να αφήσει τους γονείς μου να επιλέξουν τι θα μου πουν και πότε, όμως από ότι
παρατήρησε, μάλλον είχα σύνδρομο Τουρέτ. Το τίναγμα του κεφαλιού, οι γκριμάτσες, το
φτύσιμο, ήταν όλα τικ. Τα φωνητικά τικ —όπως ο καθαρισμός του φάρυγγα— ήταν άλλο ένα
κοινό σύμπτωμα του Τουρέτ. Ηχολαλία ήταν ο όρος για την επανάληψη του λόγου.
Η γιατρός είπε ότι δεν υπήρχε εύκολη λύση για να απαλλαγώ από το σύνδρομο, το σώμα μου
έπρεπε να το ξεπεράσει από μόνο του. Όμως υπήρχαν πολλά φάρμακα και συνδυασμοί
φαρμάκων που θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε.
Η μητέρα κι ο πατέρας μου δεν το γνώριζαν τότε, αλλά ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν ένα
τρομακτικό ταξίδι που θα κρατούσε πολλά χρόνια.
Εγώ ήξερα πως θα ήταν το ταξίδι.
Το είχα ήδη ξεκινήσει, και καθόμουν στην μπροστινή θέση.
Σχολική ζάλη
Κεφάλαιο 9
Δεν θυμάμαι πολλά από τον παιδικό σταθμό. Θυμάμαι μόνο τη δασκάλα να μου φωνάζει να
κάνω πράγματα που ξέχασα και να πάψω να συμπεριφέρομαι σαν νευρόσπαστο.
Οι τιμωρίες είναι συχνές όταν δεν καταφέρνω να κάνω κάποια απλά πράγματα γρήγορα, όπως
το να κρεμάσω το μπουφανάκι μου. Η δασκάλα είναι συνεχώς θυμωμένη μαζί μου, παρόλο
που η μητέρα μου της εξηγεί ότι δεν μπορώ να ελέγξω αυτά που κάνω. Η δασκάλα λέει ότι η
μητέρα μου είναι υπερπροστατευτική και ότι καλύτερα να κάνει άλλο παιδί κι εμένα να με
αφήσει μαζί της. Η αλήθεια είναι ότι εκτός από τα τικ μου, έχω γεννηθεί γύρω στις επτά
εβδομάδες πρόωρα κι επομένως δεν είμαι τόσο καλός στις κινητικές μου ικανότητες όσο τα
άλλα παιδιά της ηλικίας μου.
32
Όταν εκείνη η ατελείωτη κι ανυπόφορη χρονιά τελειώνει και ξεκινώ στο νηπιαγωγείο, είναι
πλέον φανερό στους γονείς μου ότι το πρόβλημά μου, στην πραγματικότητα δεν είναι μόνο
ένα. Είναι επιλογή τους να μην αποκαλύψουν τίποτα σε κανέναν. Το σύνδρομο Τουρέτ δεν
είναι κάτι για το οποίο γνωρίζουν οι άνθρωποι. Απλώς σε κάνει να φαίνεσαι περίεργος στα
μάτια τους.
Και στον εαυτό σου.
Στην πρώτη δημοτικού, τα προβλήματα στην συμπεριφορά μου είναι πλέον οφθαλμοφανή. Το
σώμα μου κάνει διαρκώς περίεργες κινήσεις και σίγουρα όλοι βλέπουν ότι κάτι δεν πάει καλά
με αυτό το παιδί που λέγεται Κόρι.
Οι γονείς μου έχουν βρει μια νέα θεραπεύτρια. Το όνομά της είναι Δρ. Πρέσλερ, και είναι μια
από τους κορυφαίους ειδικούς στον κόσμο σχετικά με το σύνδρομο Τουρέτ.
Η διαδρομή για να συναντήσουμε την Δρ. Πρέσλερ διαρκεί περίπου μια ώρα και μισή, επειδή
το γραφείο της βρίσκεται σε ένα ιατρικό κέντρο γειτονικής πολιτείας.
Μετά την εξέταση, μου χορηγεί διαφορετική αγωγή που απευθύνεται σε ασθενείς με υψηλή
αρτηριακή πίεση, όμως μου εξηγεί ότι βοηθάει πολλά παιδιά με Τουρέτ. Σχεδόν όλα τα παιδιά
σαν εμένα ξεκινάνε τη θεραπεία με κλονιδίνη.
Όταν η συμπεριφορά μου και τα τικ δεν δείχνουν σημάδια βελτίωσης, η Δρ Πρέσλερ αυξάνει
τη δόση βαθμιαία, όπως η προηγούμενη γιατρός. Η κλονιδίνη με κουράζει πολύ κι έτσι δεν
έχω τόση ενέργεια. Αυτό όμως δεν με εμποδίζει να τινάζω χέρια και πόδια, ή ακόμα να
φτύνω τα άλλα παιδιά στο σχολείο, κάτι που εξακολουθώ να κάνω κατά καιρούς.
Από όσα κάνω κάποια μπορεί να μην είναι καν τικ. Τον τελευταίο καιρό συνηθίζω να
καρφώνω χάρτινα ποτηράκια με στυλό και μαχαίρια, και να πλένω τα χέρια μου αρκετές
φορές αφού χρησιμοποιήσω τον υπολογιστή μου. Τις συνήθειες αυτές δεν τις αισθάνομαι
όπως τα υπόλοιπα τικ μου.
Τότε ξαφνικά αρχίζω να κάνω κάτι καινούργιο, κάτι που κάνω κάθε πρωί πριν πάω σχολείο.
33
Καθώς η μητέρα μου προχωρά αργά με το αυτοκίνητο προς την είσοδο του Σχολείο
Ντέλμπρουκ, με πιάνει εμμονή με τη σκέψη ότι κάτι τρομερό θα της συμβεί όταν με αφήσει
στο σχολείο και δεν θα είμαι δίπλα της να την προστατεύσω.
Θα πέσει από τη σκάλα και θα πεθάνει.
Θα την χτυπήσει αυτοκίνητο ή θα πέσει σε κανένα χαντάκι.
Εκτός και αν… εκτός και αν…
Τότε σκέφτομαι κάτι που μπορεί να τη σώσει, την μοναδική ελπίδα της μαμάς μου.
«Υποσχέσου ότι θα είσαι η πρώτη στη σειρά όταν σχολάω.»
Δεν με νοιάζει καθόλου που δεν είναι λογική λύση στον κίνδυνο που διατρέχει η μητέρα μου
από τη στιγμή που με αφήνει στο σχολείο. Το μόνο που ξέρω είναι ότι αυτή η σκέψη είναι
αρκετή για για να διώξει το φόβο μου.
«Θα το κάνω, αν μπορώ Κόρι,» λέει, με αβέβαιη φωνή. «Θα προσπαθήσω, όμως είναι πολλές
μητέρες που έρχονται να πάρουν τα παιδιά τους. Δεν ξέρω αν μπορώ να είμαι πάντα η
πρώτη.»
«Μα πρέπει να είσαι, κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Πρέπει.»
Περιμένω την απάντησή της, έχει έρθει σε δύσκολη θέση.
«Εντάξει γλυκέ μου. Θα το είμαι εκεί πρώτη,» συμφωνεί.
«Θα είσαι πρώτη στη σειρά όταν τελειώνει το σχολείο; Θα βλέπω το αυτοκίνητό σου πρώτο;»
«Ναι Κόρι, θα είμαι πρώτη στη σειρά.»
«Κάθε μέρα;»
«Κάθε μέρα.»
«Για πάντα;»
«Ναι, για πάντα.»
34
Κεφάλαιο 10
Μια μέρα ο χειρότερος φόβος μου γίνεται πραγματικότητα. Βγαίνοντας από το σχολείο,
βλέπω ένα ασημί στέισον να είναι πρώτο πρώτο στη σειρά. Ένα κύμα τρόμου διαπερνά το
κορμί μου. Δεν είναι εδώ. Κάτι έπαθε η μανούλα!
Περιμένω, από λεπτό σε λεπτό θα έρθει η δασκάλα να μου πει τα δυσάρεστα νέα. Χτυπήθηκε
από αεροπλάνο που έπεσε από τον ουρανό. Ή συνέβη ένα τρομερό δυστύχημα. Ξεσπάω σε
λυγμούς, αρχίζω να τρέμω ολόκληρος.
Τότε βλέπω τη μητέρα μου από μακριά, να φρενάρει απότομα μπροστά από το σχολείο.
Συνεχίζει όσο πιο μπροστά μπορεί και σταματάει ακριβώς πίσω από το ασημί στέισον…
δεύτερη στη σειρά! Η μητέρα μου ανοίγει το παράθυρο του συνοδηγού και μου φωνάζει για
να μπω, έχω παγώσει στη θέση μου, συνεχίζω να κλαίω και να τινάζω το κεφάλι μου.
Φωνάζει ξανά, αλλά παραμένω ακίνητος.
Λίγο μετά, πατάει το γκάζι για να προσπεράσει το ασημί αυτοκίνητο και καταλήγει πάνω στη
ζώνη πυρασφάλειας. Αμέσως ακούγεται ο τροχονόμος να της φωνάζει, σαν να προσπάθησε
να μπει στο σχολείο από το παράθυρο.
«Περάσατε την κίτρινη γραμμή, κυρία μου. Πρέπει να φύγετε,» φωνάζει δυνατά για να τον
ακούσουν όλοι.
Μέχρι να φτάσω στο αυτοκίνητο, την έχουν περικυκλώσει ο τροχονόμος, ένας αστυνομικός
με ποδήλατο, και μια θυμωμένη, μεγαλόσωμη οδηγός λεωφορείου. Ανάμεσα στις φωνές και
τη φασαρία, τρυπώνω στο αυτοκίνητο, και ξεκινάμε αμέσως να φύγουμε.
Στο δρόμο για το σπίτι, δεν συζητάμε για αυτό που μόλις συνέβη. Δεν μας νοιάζει πια. Ακούω
μια όμορφη χορωδία, να τραγουδάει στίχους που με κάνουν χαρούμενο.
Είναι ζωντανή, είναι ζωντανή. Η μανούλα είναι ζωντανή!
Πέρασε κι αυτή τη μέρα και η μαμά μου είναι ζωντανή.
Δύσκολο να είσαι καλός
35
Κεφάλαιο 11
Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πόσο απαίσιο είναι αυτό. Κάθε μέρα, κάτι κακό μου
συμβαίνει.
Λίγο πριν φτάσω στην είσοδο του σχολείου, μυικοί σπασμοί κάνουν τους ώμους μου να
τρέμουν και παγώνω στη θέση μου. Τινάζω το πιγούνι μου όσο πιο ψηλά μπορώ και το
κρατάω εκεί για τρία με τέσσερα δευτερόλεπτα.
Όταν οι σπασμοί επιτέλους τελειώνουν, παίρνω μερικές βαθιές ανάσες για να χαλαρώσω, και
ξανάρχονται, και ξανά μετά από μερικά βήματα. Είμαι μόλις έξι χρονών και δεν έχω ιδέα γιατί
δεν με πιάνουν τα φάρμακα.
Τίποτα δεν λειτουργεί. Για την ακρίβεια όλα πάνε προς το χειρότερο.
Με αποκαρδιώνει που ξυπνάω κάθε πρωί και τα τικ μου είναι τόσο έντονα. Μου αρέσει το
σχολείο, και η κυρία Γουίλκενς είναι πολύ καλή μαζί μου μέχρι τώρα. Η μητέρα μου έχει
μιλήσει μαζί της, καταλαβαίνει τα προβλήματά μου και ξέρει πώς να με αντιμετωπίσει.
Η μαμά πάντα λέει για μένα, όχι μόνο στους καθηγητές, σε όποιον με βλέπει να
συμπεριφέρομαι παράξενα. Όταν τους εξηγεί την περίπτωσή μου, οι περισσότεροι ξεπερνούν
το σοκ. Όμως όχι πάντα.
Προσπαθώ να μην γυρίσω προς το αυτοκίνητο όταν φτάνω στο σχολείο επειδή ξέρω ότι η
μαμά με κοιτάζει κι αισθάνεται άσχημα για μένα. Προσπαθεί να κρύβει την ανησυχία της,
όμως τον τελευταίο καιρό δεν φαίνεται και τόσο χαρούμενη. Μακάρι να μπορούσα να πάψω
να είμαι έτσι, μόνο για χάρη της. Είναι η καλύτερη μαμά που θα μπορούσε κανείς να έχει και
την αγαπώ πάρα πολύ.
Το σχολείο δεν βοηθάει την κατάσταση. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι' αυτό. Τα τικ είναι
πλέον τόσα πολλά που έχουμε αρχίσει να τα βαφτίζουμε. Το χοροπηδητό, το λύγισμα της
μέσης, το τίναγμα της γνάθου, το τσαλακωμένο πρόσωπο. Όταν ξεκίνησα το στριφογυριστό
τικ, ένιωσα κάτι να σκίζεται στην πλάτη μου, παρόλα αυτά έπρεπε να συνεχίσω να το κάνω.
Κατέληξα στο νοσοκομείο, όπου μου έδωσαν χάπια για να κοιμηθώ και να πάψω να το κάνω.
Πίστευα ότι το στριφογυριστό τικ δεν θα σταματούσε ποτέ, σταμάτησε όμως μερικές μέρες
μετά.
36
Τα τικ αλλάζουν συνεχώς. Ξεκίνησαν από το λαιμό και το πρόσωπο και πλέον βρίσκονται σε
όλο το κορμί μου επηρεάζοντας την κίνηση των μεγάλων μυών. Φυσικά εξακολουθούν να
είναι πολλά.
Τινάζω το πιγούνι μου ακόμα μερικές φορές πριν φτάσω στην είσοδο του σχολείου. Η πίεση
στη σπονδυλική μου στήλη είναι τόσο μεγάλη που νομίζω ότι θα σπάσει. Αυτό δεν είναι κάτι
το παράξενο φυσικά. Ξέρω ότι τα τικ μού προκαλούν πληγές. Πριν σκίσω τους μυς στην
πλάτη μου, μασούσα βάζοντας τόση δύναμη στα κάτω δόντια ώσπου ένα έσπασε και με
πήγαν στον οδοντίατρο. Ο οδοντίατρος δεν μας πίστεψε όταν του είπαμε τι είχε συμβεί.
Αν και προσπαθώ πολύ να είμαι καλό παιδί, σήμερα η μέρα δεν ξεκίνησε καλά. Την ώρα της
ορθογραφίας, η κυρία Γουίλκενς μου ζητάει να γράψω τη «λέξη της ημέρας» στον πίνακα, και
νιώθω περήφανος που με διάλεξε. Αισθάνομαι ότι με συμπαθεί, παρόλο που παθαίνω κρίσεις
μέσα στην τάξη και χρειάζομαι περισσότερη προσοχή από τα άλλα παιδιά.
Όταν σηκώνομαι στον πίνακα, η κυρία Γουίλκενς διαβάζει τη λέξη της ημέρας και μου ζητάει
να την γράψω.
Τα γράμματά μου δεν είναι πολύ καλά επειδή δυσκολεύομαι να κρατήσω την κιμωλία και να
γράψω, όμως πάντα κάνω ότι καλύτερο μπορώ για να την ευχαριστήσω. Όπως κάνω για
όλους.
Πριν ξεκινήσω, επαναλαμβάνω τη λέξη στο μυαλό μου, όμως μας έχει μάθει να κάνουμε.
Γυρίζω προς τον πίνακα και παίρνω την κιμωλία.
Αντί όμως να γράψω τη λέξη της ημέρας, το χέρι μου γράφει τη λέξη ΓΑΜΩΤΟ με μεγάλα
γράμματα.
Για μια στιγμή στέκομαι εκεί, κοιτάζοντας τη λέξη με τρόμο και ντροπή.
Δεν έχω συνειδητοποιήσει τι συνέβη, κάτι μέσα μου μου είπε να το κάνω. Είναι ό,τι χειρότερο
θα μπορούσα να κάνω και είμαι σοκαρισμένος, όπως όλοι.
Όταν τα παιδιά διαβάζουν τη λέξη, ξεσπούν σε γέλια και δείχνουν τον πίνακα. Νιώθω τόσο
ντροπιασμένος, θέλω να τη σβήσω αλλά δεν μπορώ.
«Συγγνώμη,» λέω στην κυρία Γουίλκενς. «Συγγνώμη. Συγγνώμη.»
37
Το πρόσωπό μου παραμορφώνεται, και τα μάτια μου ανοιγοκλείνουν έντονα. Όχι μόνο
έγραψα μια κακή λέξη στον πίνακα, χειροτέρευσε και η κατάστασή μου. Η λέξη που έγραψα
σε συνδυασμό με τις γκριμάτσες μου κάνουν τα παιδιά να γελάνε ακόμα πιο δυνατά. Η κυρία
Γουίλκενς δεν γελάει καθόλου. Είναι θυμωμένη.
«Ησυχία,» φωνάζει. «Κόρι, κάθισε στη θέση σου. Τώρα.»
«Συγγνώμη,» ξαναλέω, αλλά δεν νομίζω ότι με άκουσε.
Τότε σκέφτομαι ότι είναι καλύτερα να προσποιηθώ ότι το κάνω επίτηδες, για πλάκα. Τα παιδιά
θα νομίζουν ότι είμαι αστείος, όχι μόνο περίεργος.
Κάνω ακόμα μερικές γκριμάτσες κι ένα χαζό χαμόγελο. Τα παιδιά ξεσπάνε πάλι σε γέλια.
Γελάω κι εγώ μαζί τους.
Η κυρία Γουίλκενς φωνάζει πάλι. Αυτή τη φορά όλοι σταματούν.
Επιστρέφω στη θέση μου και κάθομαι ήσυχα. Μέσα μου νιώθω άσχημα που απογοήτευσα
την κυρία Γουίλκενς τη στιγμή που εκείνη με εμπιστεύθηκε στον πίνακα. Επίσης παρατήρησα
ότι μπορώ να κάνω τα παιδιά να γελάνε αντί να με κοροϊδεύουν όταν κάνω κάτι που δεν
πρέπει. Μπορώ να γίνω ο κλόουν της τάξης.
Ένα πράγμα είναι σίγουρο. Από σήμερα, δεν θα ξαναμπώ στην τάξη χωρίς να σκεφτώ τη λέξη
ΓΑΜΩΤΟ ή κάποια άλλη κακή λέξη. Και τρέμω στη σκέψη ότι μπορεί να σηκωθώ ξανά στον
πίνακα.
Κίνδυνοι παντού
Κεφάλαιο 12
Κάνω πολύ δύσκολη την οδήγηση για τη μητέρα μου. Επιστρέφουμε από τη Χριστιανική
Αδελφότητα Νέων, όπου πήγαμε για να παίξω μπάσκετ με παιδιά σαν εμένα, παιδιά που δεν
έχουν ασχολίες ή φίλους για να παίξουν μαζί τους.
Περνάμε από ένα στενό επαρχιακό δρόμο με πολλή κίνηση. Η μητέρα μου θέλει να στρίψει
αριστερά σε μια διασταύρωση, όμως την ίδια στιγμή ένα άλλο αυτοκίνητο έρχεται προς το
μέρος μας, και πρέπει να αποφασίσει αν προλαβαίνει να στρίψει.
38
Σε όλη τη διαδρομή βγάζω το κεφάλι μου από το παράθυρο και κάνω γκριμάτσες στον πίσω
καθρέφτη, όπως έκανα στο μπάνιο. Αυτό εκνευρίζει τη μητέρα μου, όχι όμως τόσο όσο όταν
προσπαθώ να ανοίξω την πόρτα ενώ κινείται το αυτοκίνητο.
Ίσως ο λόγος που νιώθω τόσο ανεξέλεγκτος σήμερα να είναι το καινούργιο φάρμακο που
παίρνω. Μου προκαλεί άγχος το ξεκίνημα της τρίτης δημοτικού σε μερικές εβδομάδες, έτσι ο
γιατρός μού έδωσε ένα νέο φάρμακο, το Χάλντολ. Είναι για τους σχιζοφρενείς και όσους
πάσχουν από έντονες μεταβολές διάθεσης.
Το Χάλντολ έχει ήδη αρνητική επίδραση, προκαλώντας επικίνδυνη συμπεριφορά, όπως τώρα,
καθώς οδηγούμε.
Τη στιγμή που η μητέρα μου ετοιμάζεται να στρίψει αριστερά, έχω την παρόρμηση να κάνω
κάτι νέο κι επικίνδυνο. Αρπάζω το τιμόνι και το στρίβω δεξιά.
Όταν η μητέρα μου αισθάνεται ότι δεν ελέγχει το τιμόνι, σπρώχνει το χέρι μου.
«Κόρι, μπορούσες να προκαλέσεις ατύχημα έτσι!»
Τώρα θέλω ακόμα πιο πολύ να πιάσω το τιμόνι, αλλά απλώς το χτυπάω λιγάκι απειλητικά.
Εν τω μεταξύ, ένα αυτοκίνητο μας πλησιάζει από την αντίθετη κατεύθυνση. Την έχω συγχύσει
τόσο πολύ ώστε μόλις βλέπει το αυτοκίνητο αγχώνεται.
Πατάει με δύναμη το πεντάλ του γκαζιού, όμως είναι τόσο αναστατωμένη που κάνει λάθος.
Το αυτοκίνητο έρχεται πάνω μας με μεγάλη ταχύτητα. Δεν θα καταφέρουμε να το
αποφύγουμε έγκαιρα, και είναι ήδη πολύ αργά για να σταματήσουμε.
«Μαμά!» φωνάζω. «Μαμά! Μαμά!»
Η μητέρα μου επιταχύνει, αλλά το επερχόμενο αυτοκίνητο φτάνει ακριβώς δίπλα μας.
Γλιστράει στο πλάι, καθώς ο οδηγός πατάει φρένο και προσπαθεί να μας αποφύγει.
Ακούγεται ένας εκκωφαντικός θόρυβος και το αυτοκίνητό μας τραντάζεται. Το μπροστινό
μέρος σηκώνεται στον αέρα. Ξαφνικά πετάγομαι μπροστά. Το κεφάλι μου χτυπάει στον
ανεμοθώρακα με ένα δυνατό γδούπο. Βλέπω μια φωτεινή λάμψη και τα μάτια μου θολώνουν.
39
«Μαμά;» φωνάζω σαστισμένος μέσα στους πόνους.
Κεφάλαιο 13
Όταν όλα σταματούν να κινούνται, καπνός βγαίνει από τη μηχανή του αυτοκινήτου που μας
χτύπησε, εκτινάσσεται με πίεση από το καπό. Μια νεαρή γυναίκα καταφέρνει να ανοίξει την
πόρτα και βγαίνει έξω, κλαίγοντας και παραπατώντας.
Είμαι ζαλισμένος από το χτύπημα στον ανεμοθώρακα. Γυρίζω προς τη μητέρα μου για να δω
αν είναι καλά.
Το κεφάλι της ακουμπάει στο τιμόνι. Μάλλον χτύπησε άσχημα, κι αυτό εξαιτίας μου. Τότε
σηκώνεται αφήνοντας ένα βογκητό. Με κοιτάζει με απορία, μετά βλέπει τον ανεμοθώρακα.
Βλέπει το σπασμένο τζάμι.
«Κόρι, είσαι καλά;» ρωτάει. Φαίνεται φοβισμένη. Ποτέ δεν την έχω αγαπήσει περισσότερο
από όσο την αγαπάω αυτή τη στιγμή. Είναι τόσο πολύτιμη για μένα.
«Νομίζω,» λέω, με θάρρος.
«Πονάει το κεφάλι σου;»
Αγγίζει στο μέτωπό μου ένα μεγάλο καρούμπαλο που δεν είχα καταλάβει ότι το είχα. Το
νιώθω να με πιέζει, αλλά δεν με πονάει ούτε τρέχει αίμα.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν άνοιξε ο αερόσακός σου,» λέει η μαμά.
Κι εγώ δεν καταλαβαίνω γιατί έπρεπε να αρπάξω το τιμόνι.
Πατέρας και άλλες λέξεις από Π
Κεφάλαιο 14
Όταν χτυπάει το τηλέφωνο, σηκώνω το βλέμμα μου από το βιντεοπαιχνίδι για να ακούσω
ποιος είναι. Ελπίζω ότι η μαμά θα φωνάξει το όνομά μου και θα μου πει ότι είναι ένας φίλος
που θέλει να έρθει για να παίξουμε, μάταια, ως συνήθως. Οι τεταρτοετείς με αποφεύγουν τον
τελευταίο καιρό. Τα τικ μου έχουν αρχίσει να ενοχλούν.
40
Ακόμα και η Τζέση, με την οποία κάποτε ήμασταν πολύ κοντά, έχει απομακρυνθεί. Πριν από
μερικές μέρες, καθόμουν στην μπροστινή θέση του αυτοκινήτου όταν ξαφνικά πετάγομαι
πάνω από το κάθισμα και πέφτω πάνω της. Την χτύπησα τόσο πολύ που ούρλιαζε από τον
πόνο. Αισθάνομαι απαίσια όταν της συμπεριφέρομαι έτσι. Παλιά προσπαθούσε να με
ηρεμήσει και με αγκάλιαζε όταν ήμουν ανήσυχος, πλέον είναι τόσα πολλά αυτά που της κάνω
που δεν με εμπιστεύεται.
Ο πατέρας μου περνάει περισσότερο χρόνο μαζί μου, ίσως επειδή ξέρει ότι δεν έχω καθόλου
φίλους.
Ένα απόγευμα, ο πατέρας μου κι εγώ είμαστε στο υπόγειο και συναρμολογούμε ένα
αυτοκινητάκι με αληθινή μηχανή πετρελαίου. Αποτελείται από εκατοντάδες μικροσκοπικά
κομμάτια, και με βοηθάει να βρω αυτό που λείπει. Αφού ψάχνω για λίγο, ξαφνικά
συνειδητοποιώ πόσο κοντά βρίσκονται τα κεφάλια μας. Το γεγονός ότι σχεδόν ακουμπάνε
μεταξύ τους με ωθεί να κάνω κάτι που δεν πρέπει, όπως να τον φτύσω στο πρόσωπο. Κάτι
μέσα μου λέει να διαλύσω την όμορφη στιγμή.
Από το πουθενά η λέξη Π μου έρχεται στο μυαλό. Είναι η χειρότερη λέξη που μπορώ να πω,
όπως τότε που έγραψα ΓΑΜΩΤΟ στον πίνακα του σχολείου. Αγωνίζομαι να κρατηθώ για να
μην πω τη λέξη, αλλά μόλις η ένταση γίνεται αφόρητη, χάνω τον αγώνα. Βγαίνει μόνο ένα που
που που που που, σαν τραύλισμα.
Ο πατέρας μου καταλαβαίνει αμέσως τι προσπαθώ να πω.
«Τι συμβαίνει?» ρωτάει, φανερά απογοητευμένος.
«Δεν είμαι σίγουρος. Απλά μου ξέφυγε.»
«Που άκουσες αυτή τη λέξη;»
«Πουθενά… Νομίζω.»
Αρχίζει να μου λέει να μην το ξανακάνω αλλά αμέσως σιωπά. Ξέρει ότι η απαγόρευση με
κάνει να το θέλω ακόμα περισσότερο.
«Συγγνώμη μπαμπά. Συγγνώμη. Συγγνώμη μπαμπά.»
41
«Εντάξει, ξέχασέ το,» λέει. Συνεχίζει, αλλάζοντας θέμα. «Έχεις δει πουθενά αυτό το
κομμάτι;» λέει δείχνοντας μια εικόνα από τις οδηγίες συναρμολόγησης.
«Που που που που που,» απαντάω.
«Βάζω στοίχημα ότι είναι κάπου εδώ γύρω,» λέει, χωρίς να μου δώσει σημασία, καθώς
ψάχνει σε ένα σωρό από βίδες και πλαστικά εξαρτήματα.
Νιώθω τυχερός που δεν έχω την παρόρμηση βρίζω μπροστά στους ανθρώπους όπως κάνουν
άλλα παιδιά, και όταν την έχω, τις περισσότερες φορές την ελέγχω. Αν βρίζεις δυνατά, δεν
μπορείς να είσαι σε κανονική τάξη ή να πας στον κινηματογράφο ή στο εστιατόριο επειδή οι
άνθρωποι δεν σε καταλαβαίνουν. Όπως όταν δείχνω το μεσαίο δάχτυλο. Όσες φορές κι αν
εξηγήσουν οι γονείς μου ότι δεν το κάνω επίτηδες, κανείς δεν το πιστεύει.
Η ενασχόληση με το αυτοκίνητο με κάνει να ξεχάσω τη λέξη από Π, και περνάμε καλά
φτιάχνοντας το αυτοκινητάκι μαζί.
«Πότε έγινες τόσο καλός;» λέει όταν τελειώνουμε.
«Δεν ξέρω,» του απαντάω περήφανα.
Κατά βάθος όμως ξέρω. Μπορώ να περάσω πολλές ώρες κάνοντας κάτι που με ευχαριστεί
επειδή μου γίνεται εμμονή. Μερικές φορές οι εμμονές είναι με το μέρος μου.
Όταν ξαπλώνω το βράδυ, νιώθω το φάρμακο να με υπνωτίζει. Σκέφτομαι πόσο όμορφη ήταν
η μέρα με τον πατέρα μου, και μετά θυμάμαι τι είπα.
Που που που που που, ψιθυρίζω στο σκοτάδι. Που που που που που.
Νομίζω ότι αυτό δεν είναι κανονικό τικ. Είναι μάλλον κάτι σαν σκέψη που πρέπει να
πραγματοποιήσω. Ή μπορεί αυτά τα δυο να είναι το ίδιο πράγμα. Και τότε θυμάμαι πότε
ξεκίνησα να λέω κακές λέξεις χωρίς να τις ελέγχω.
Με την οικογένειά μου είχαμε δει πρόσφατα μια κωμωδία στην οποία έπαιζαν άνθρωποι με
διάφορα προβλήματα. Μια γυναίκα στην ταινία φώναζε συνεχώς κακές λέξεις επειδή, όπως
εξήγησε, είχε σύνδρομο Τουρέτ. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση.
«Το Τουρέτ κάνει τους ανθρώπους να λένε κακές λέξεις;» ψιθύρισα στον πατέρα μου.
42
Θύμωσε. Όχι όμως μαζί μου.
«Όχι, αυτή είναι μια κακή ταινία, Κόρι. Κοροϊδεύουν ανθρώπους που έχουν προβλήματα.
Αυτό είναι κακό.»
Και κάπως έτσι έμαθα για το τικ με τις κακές λέξεις, την κοπρολαλία.
Πέφτω για ύπνο εκείνο το βράδυ με την απορία, γιατί κάποιος γυρίζει ταινία στην οποία
κοροϊδεύει τα προβλήματα των ανθρώπων. Θα το έκαναν αν είχαν στην οικογένειά τους
κάποιον σαν εμένα;
Όταν το καλό γίνεται κακό
Κεφάλαιο 15
Μου φαίνεται παράξενο και ύποπτο που οι διάδρομοι είναι άδειοι και ήσυχοι, τέτοια ώρα σε
τόσο μεγάλο σχολείο.
Έχω αργήσει στο μάθημα επειδή παρακοιμήθηκα από την υπερβολική δόση Μπέναντριλ που
πήρα χθες βράδυ. Η τετάρτη δημοτικού τελειώνει και μου είναι δύσκολο να μείνω στο
σχολείο ολόκληρη τη μέρα, όμως προσπαθώ. Εχθές τιναζόμουν και χοροπηδούσα τόσο πολύ
που η μπλούζα μου είχε γίνει μούσκεμα ήδη από την έκτη ώρα.
Πηγαίνοντας στην τάξη, βλέπω τρεις κοπέλες στην ηλικία μου, τις οποίες δεν έχω ξαναδεί.
Χρησιμοποιούν τη λέξη φιλενάδα εκατό φορές το λεπτό. Κι εγώ, φιλενάδα, πηγαίνω μαζί του,
φιλενάδα, ω Θεέ μου! Φιλενάδα, είναι τόσο τέλειο.
Αναρωτιέμαι, μήπως έχουν τικ; Μήπως το να λες φιλενάδα είναι τικ; Γιατί αν είναι, ξέρω
πολλούς που το κάνουν.
Καθώς με προσπερνούν, λυγίζω τη μέση και τινάζω το κεφάλι μου στο πλάι. Τα κορίτσια
σταματούν τη συζήτηση και χαμογελούν όταν με πλησιάζουν, όταν όμως απομακρύνονται στο
βάθος, τις ακούω να χαχανίζουν. Δεν ξέρω αν γελάνε μαζί μου ή για κάτι άλλο.
Παρόλα αυτά, νιώθω όμορφα που είμαι στο σχολείο σήμερα. Αυτό ίσως οφείλεται στο
καινούργιο φάρμακο. Έχω σταματήσει το Χάλντολ εδώ και μερικές μέρες, η Δρ. Πρέσλερ το
έχει αντικαταστήσει με το Κόγκεντιν. Ακόμα ένα χάπι που αφορά άλλη ασθένεια,
43
συγκεκριμένα τη νόσο του Πάρκινσον. Οι ασθενείς που πάσχουν από Πάρκινσον έχουν
προβλήματα με την κίνηση στο σώμα τους, είναι επομένως ένας καλός λόγος να τα
δοκιμάσω κι εγώ.
Η Δρ. Ντρέσλερ κάνει τα πάντα για να με βοηθήσει. Είναι πολύ απογοητευμένη που δεν έχει
βρει ακόμα το κατάλληλο φάρμακο για μένα όπως στα άλλα παιδιά.
Μέχρι τώρα το Κόγκεντιν φαίνεται να είναι καλύτερο από το Χάλντολ. Ίσως φταίει ότι το
Χάλντολ φεύγει από τον οργανισμό μου. Δεν ξέρω. Η συμπεριφορά μου όμως έχει βελτιωθεί,
ιδιαίτερα το λεξιλόγιό μου. Το Χάλντολ μου άνοιξε την όρεξη. Πλέον έχω νέες εμμονές, κάτι
που μάλλον οφείλεταιι στο ότι η κατάστασή μου επιδεινώνεται όσο μεγαλώνω.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρω τι προκαλεί τι, με όλα αυτά που μου συμβαίνουν ταυτόχρονα.
Τόσα φάρμακα με διαφορετικές δόσεις και συνδυασμούς, κι αυτός ο καιρός… Η άνοιξη
φαίνεται να είναι η χειρότερη εποχή. Τότε είναι που με βασανίζει το άγχος του σχολείου και τα
τικ μου έρχονται και φεύγουν, έρχονται και φεύγουν. Με όλα αυτά, κανένας γιατρός δεν έχει
καταφέρει να μου πει τι συμβαίνει, έτσι κάθε φορά που μου δίνουν νέο φάρμακο, ξέρω ότι
βασίζονται σε εκτιμήσεις.
Το καλύτερο πράγμα με το σχολείο φέτος είναι η δασκάλα μου, η κυρία Έρλιντζερ. Δεν
αφήνει ποτέ τα άλλα παιδιά να με κοροϊδεύουν. Τους έχει εξηγήσει ότι επειδή έχω μερικά τικ,
δεν σημαίνει ότι έχω κάτι κακό, και ότι δεν είναι και τόσο σημαντικό.
Σήμερα ορκίζομαι ότι θα είμαι ακόμα καλύτερος στην τάξη για χάρη της. Σήμερα θα είμαι
ένας άγγελος με σύνδρομο Τουρέτ.
Κεφάλαιο 16
Μέχρι το μεσημέρι, τα πράγματα κυλάνε ομαλά. Η κυρία Έρλιντζερ μου έχει δώσει το λόγο
όσες φορές σήκωσα το χέρι μου. Με ενθαρρύνει και δεν την ενοχλούν τα τικ μου. Λέει στη
μητέρα μου ότι της αρέσει ο τρόπος που συνεισφέρω στην τάξη. Δεν μπορώ να σας
περιγράψω πόσο χαρούμενος αισθάνομαι, σαν να είμαι κανονικό παιδί.
Όλα όμως αλλάζουν την ώρα του μεσημεριανού.
44
Βλέπω δυο παλιούς γείτονες να κάθονται μόνοι τους στο τραπέζι, δίπλα τους υπάρχει μια
κενή θέση. Κάθομαι και τους λέω γεια. Κοιτάζονται μεταξύ τους, σηκώνονται και φεύγουν.
Ποτέ δεν λένε τίποτα. Απλώς φεύγουν. Αισθάνομαι απαίσια. Πηγαίνουν και κάθονται με τους
μερικούς φίλους τους.
Μετά από αυτό προτιμώ να κάθομαι μόνος μου. Τις περισσότερες φορές τρώω μόνος μου
ούτως ή άλλως, εκτός από τις λίγες φορές που κάθομαι μαζί με τον Γουίλιαμ. Είναι ένα καλό
παιδί χωρίς φίλους, όπως φαίνεται. Ο Γουίλιαμ έχει μαθησιακές δυσκολίες.
Δεν είναι και τόσο άσχημο να τρώω μόνος μου, ίσως επειδή μου αρέσει το φαγητό που μου
βάζει η μαμά μου. Σήμερα έχει γεμίσει το ταπεράκι με τα αγαπημένα μου, φρουτοσαλάτα,
μπισκότα και σάντουιτς που έφτιαξε με τα χεράκια της.
Αργότερα στην τάξη, η κυρία Έρλιντζερ μας απαγγέλλει αργά ένα ποίημα για να το γράψουμε
καθώς το διαβάζει, όμως εγώ δυσκολεύομαι. Είμαι πολύ αδέξιος με το μολύβι και τα
γράμματα μου πρέπει να βρίσκονται πάντα μέσα στη μπλε γραμμή, ούτε πάνω ούτε κάτω από
αυτή. Επίσης πρέπει να είναι τέλεια σχηματισμένα, κι επειδή φυσικά ποτέ δεν πετυχαίνουν
την πρώτη φορά, πρέπει να τα σβήσω και να τα ξαναγράψω από την αρχή. Σήμερα το κάνω
αυτό τόσο πολύ που το χαρτί έχει σκιστεί από τη γόμα. Το μισώ όταν συμβαίνει αυτό.
Πριν το καταλάβω έχω μείνει τόσο πίσω, που από το θυμό μου σπάω το μολύβι στα δυο και
τα παρατάω. Τον τελευταίο καιρό συνηθίζω να σπάω μολύβια, στο σπίτι και στο σχολείο,
ακόμα κι όταν δεν τα χρησιμοποιώ για να γράψω. Δεν ξέρω γιατί. Απλώς το κάνω.
Προσπαθώ να χαλαρώσω, αρχίζω να χτυπάω τα δάχτυλά μου στο θρανίο. Τα χτυπώ με ρυθμό
ξανά και ξανά και σύντομα τραβώ την προσοχή.
Η κυρία Έρλιντζερ κοιτάζει ψηλά και βλέπει ότι το κάνω εγώ, μου χαμογελάει και συνεχίζει
το διάβασμα.
Επειδή με συμπαθεί με έχει κάνει ταχυδρόμο της τάξης. Είναι μια δουλειά που πολλά παιδιά
θέλουν να κάνουν επειδή τους επιτρέπει να λείπουν από την τάξη εν ώρα μαθήματος και να
κάνουν βόλτες. Η κυρία Έρλιντζερ όταν βλέπει ότι αρχίζω να βγαίνω εκτός ελέγχου, λέει,
«Ποιο καλό παιδί θα πάει στο γραφείο για μένα; Κόρι, μπορείς;» Έτσι, όσο συνεχίζουν το
45
μάθημα, φεύγω πριν αναστατώσω κι άλλο την τάξη, και πηγαίνω να ηρεμήσω στο σχολικό
ιατρείο.
Η κυρία Έρλιντζερ φαίνεται να ενοχλείται όταν συνεχίζω να χτυπάω το θρανίο. Είναι
εκνευριστικό για όλους από κάποια στιγμή και μετά. Ακόμα και για μένα.
Γρήγορα καταλαβαίνω ότι το παράκανα, και βάζω το χέρι μου στην τσέπη για να σταματήσω.
Γυρίζω και βλέπω ένα παιδί, τον όνομα Τζερόμ, να μου γελάει. Κάθεται μερικές θέσεις πιο
πίσω και είναι από αυτούς που χαίρονται να με βάζουν σε μπελάδες.
Όταν σταματώ να χτυπάω το θρανίο, αρχίζει να τιτιβίζει χαμηλόφωνα για να μην τον ακούσει
η δασκάλα. Ακούγεται όπως το τικ στο λαιμό μου. Μόνο που το σκέφτομαι θέλω να το κάνω
κι εγώ, κι αυτό ακριβώς περιμένει ο Τζερόμ.
Πριν το καταλάβω, τιτιβίζω αρκετά δυνατά για να με ακούσουν όλα τα παιδιά, και κάνω
γκριμάτσες για να φαίνεται ότι το κάνω επίτηδες, έγινα πάλι ο κλόουν της τάξης.
Τώρα τιτιβίζω τόσο πολύ που μερικά αγόρια αρχίζουν να τιτιβίζουν κι αυτά μαζί μου, μέχρι
που η κυρία Έλιντζερ δεν αντέχει άλλο. Πετάγεται από τη θέση της με μια θυμωμένη
έκφραση που δεν έχω ξαναδεί.
«Δεν είναι αστείο. Σταματήστε αμέσως. Το καταλάβατε;»
Η τάξη ησυχάζει αμέσως, το μόνο που ακούγεται είναι ο κηπουρός που κόβει το γρασίδι στην
αυλή. Στην αρχή νιώθω ανακούφιση που έχουν σταματήσει οι φωνές, μετά όμως η ησυχία
αρχίζει να με ενοχλεί. Κάτι πρέπει να κάνω για να τη σπάσω. Το ξέρω ότι δεν είναι η
κατάλληλη ώρα για φασαρία, αλλά αυτό συμβαίνει όταν έχεις σύνδρομο Τουρέτ.
Στο τέλος δεν μπορώ να το ελέγξω. Καθαρίζω το λαιμό μου τιτιβίζοντας, μετά ακόμα μια
φορά πιο δυνατά.
Τα παιδιά κρατούν την ανάσα τους, περιμένοντας την αντίδραση της κυρίας Έρλιντζερ.
«Θα βοηθούσε αν μπορούσες να το ελέγξεις αυτό, Κόρι,» λέει με απότομη, βραχνή φωνή.
46
Δεν μπορώ να το πιστέψω. Μου ζητάτε να σταματήσω; Γνωρίζει ότι δεν μπορώ να το ελέγξω,
και μόνο που μου το λέει θέλω ακόμα πιο πολύ να το κάνω. Αισθάνομαι σαν να με έχει
προδώσει ο μοναδικός άνθρωπος που εμπιστευόμουν σε ολόκληρο το σχολείο.
Η ένταση με ωθεί να τιτιβίσω ξανά, ακόμα πιο δυνατά και μπαίνω σε ένα φαύλο κύκλο.
«Νομίζω ένα τάιμ άουτ θα μας έκανε καλό!» φωνάζει η κυρία Έρλιντζερ για να ακουστεί
πάνω από τη φασαρία. «Κόρι, καλύτερα να βγεις για λίγο έξω στο διάδρομο να ηρεμήσεις,»
λέει δείχνοντας την πόρτα.
Έχω μείνει άναυδος. Υποτίθεται ότι βγαίνω έξω ως ταχυδρόμος, όχι ως τιμωρημένος. Όλοι
ξέρουν ότι ο διάδρομος σημαίνει τιμωρία. Αισθάνομαι μπερδεμένος και πληγωμένος,
πραγματικά πληγωμένος.
Σηκώνομαι για να φύγω και αρπάζω την τσάντα μου χωρίς να κοιτάξω, είναι όμως ανοιχτή και
όλα τα βιβλία και τα μολύβια μου σκορπίζονται στο πάτωμα. Τα παιδιά βάζουν πάλι τα γέλια.
Δεν καταλαβαίνω. Η αγαπημένη μου δασκάλα είναι θυμωμένη μαζί μου και αυτό με κάνει να
συμπεριφέρομαι χειρότερα. Οι συμμαθητές μου με προκαλούν να κάνω γκριμάτσες για να με
κοροϊδεύουν. Νιώθω χαμένος και ντροπιασμένος και τα τικ μου δεν λένε να σταματήσουν.
Φοβάμαι τόσο πολύ, δεν αντέχω άλλο.
Εκείνη τη στιγμή νιώθω ένα άσχημο συναίσθημα να μεγαλώνει μέσα μου.
Αρχίζω να νιώθω θυμό. Έντονο θυμό.
«Νύχτα»
Κεφάλαιο 17
Αγαπώ την αδερφή μου, είναι η καλύτερη φίλη μου, αλλά μερικές φορές η κατάσταση είναι
δύσκολη, απίστευτα δύσκολη και άδικη. Την ταλαιπωρώ πολύ, και μερικές φορές με
εκδικείται.
Δεν καταλαβαίνω γιατί αποφάσισε να με κοροϊδέψει απόψε. Δεν φτάνει το καινούργιο τικ που
με κάνει να στρίβω τους ώμους μου τόσο δυνατά που τρίζει το κρεβάτι, χτυπιέμαι κι όλο το
βράδυ, και τα πόδια του κρεβατιού έχουν αρχίσει να διαλύονται.
47
Τη στιγμή όμως που η κλονιδίνη και το Μπέναντριλ αρχίζουν να δρουν, ακούω την Τζέση από
το δωμάτιό της, που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο δικό μου.
«Νύχτα Κόρι,» λέει με έντονη χαρά, και τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα.
Είναι μερικές φράσεις που όταν μου τις λένε πρέπει πάντα να απαντώ. Η καληνύχτα είναι μια
από αυτές, και η Τζέση το ξέρει.
«Νύχτα Τζέση,» λέω όσο πιο γρήγορα μπορώ, προσπαθώντας να ακουστώ σαν να το λέω για
τελευταία φορά.
Έχω αρχίσει να μισοκοιμάμαι, όταν το ξανακάνει.
«Νύχτα Κόρι.»
«Τζέση, πάψε!» φωνάζω, πριν της ξαναπώ «Καληνύχτα Τζέση.»
Δεν συνηθίζει να συμπεριφέρεται έτσι. Η Τζέση είναι σχεδόν πάντα με το μέρος μου, τον
τελευταίο καιρό όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Παλιά με άφηνε να παίξω με τις φίλες της
όταν έρχονταν, πλέον τις παίρνει στο δωμάτιό της και κλειδώνει την πόρτα. Μάλλον είναι
δύσκολο για εκείνη να έχει έναν αδερφό σαν εμένα και να προσπαθεί να είναι κανονική.
Εχθές με έβαλε σε μπελάδες επίτηδες. Όταν έλειπε η μαμά, μου είπε ότι μπορούσα να
κατουρήσω στο νιπτήρα του μπάνιου. Και μόλις το έκανα, με κάρφωσε.
Της είναι εύκολο να με κοροϊδεύει, όπως κάνει απόψε. Είναι έξυπνη και προνοητική. Πριν από
λίγο καιρό, σκαρφίστηκε ένα κόλπο, όποιος πει πρώτος τη φράση Μπροστινή θέση θα
κάθεται μπροστά κάθε φορά που πηγαίνουμε βόλτα. Συμφώνησα επειδή νόμιζα ότι θα το
θυμάμαι, όμως μέχρι τώρα με έχει κερδίσει γύρω στις εκατό φορές στη σειρά. Μερικές
φορές θυμάται να πει Μπροστινή θέση όταν ακόμα είμαστε μέσα στο σπίτι. Και κάθε φορά
που κερδίζει, γελάει θριαμβευτικά.
Μένω ξύπνιος για πολλή ώρα, περιμένοντας την Τζέση να το ξαναπεί, κάτι που είναι το ίδιο
επώδυνο, στο τέλος, όταν πλέον δεν ακούγεται τίποτα, τα φάρμακα με πιάνουν και αρχίζει να
με παίρνει ο…
«Νύχτα Κόρι.»
48
Η κεφάτη φωνή της σπάει τη νυχτερινή σιωπή, σηκώνομαι στο κρεβάτι και φωνάζω τη μαμά,
η οποία εμφανίζεται αμέσως.
«Τι συμβαίνει Κόρι; Είσαι καλά;»
«Η Τζέση δεν σταματάει να λέει «Νύχτα Κόρι» το κάνει επίτηδες.»
Η μαμά μπαίνει στο δωμάτιο της Τζέση και τη μαλώνει μέχρι να της υποσχεθεί ότι θα
σταματήσει.
Επιτέλους, έρχεται ο ύπνος και μαζί του το καλύτερο όνειρο. Οδηγώ μια μοτοσυκλέτα σε
έναν ατελείωτο δρόμο. Πηγαίνω ολοένα και πιο γρήγορα, σκύβω πάνω από το τιμόνι,
προσπερνώντας όλους. Δεν σκέφτομαι τίποτα καθώς τα αυτοκίνητα και τα δέντρα χάνονται
πίσω μου, μόνο τον ενθουσιασμό που διαπερνάει το κορμί μου.
Στο τέλος οδηγώ με ταχύτητα που ξεπερνά το φράγμα του ήχου, και κινούμαι σε μια
κατάσταση γαλήνιας ησυχίας, σαν να είμαι μόνος στην άκρη ενός διαστημόπλοιου. Μια
γλυκιά φωνή μου μιλάει, μου λέει ότι κάποια μέρα θα είμαι τόσο ευτυχισμένος. Αυτή η
ευλογημένη ελευθερία θα είναι δική μου.
Και τότε ακούγεται μια άλλη φωνή, από άλλο χώρο και χρόνο, πιο απαλή, μόλις που
ακούγεται.
«Νύχτα Κόρι.»
Το Δόλωμα του Δέντρου
Κεφάλαιο 18
Κοιτάω ψηλά το διακοσίων ετών δέντρο στην πίσω αυλή, με κομμένη την ανάσα από
ενθουσιασμό. Έχει ύψος μεγαλύτερο από τριάντα μέτρα. Αναρωτιέμαι πόσους χειμώνες θα
έχει περάσει για να είναι ακόμα εδώ, περιμένοντας το ξυπόλητο παιδί να σκαρφαλώσει πάνω
του.
Η περίμετρος του κορμού του πρέπει να είναι τουλάχιστον έξι μέτρα και μοιάζει με τεράστιο
πόδι ελέφαντα. Αναρωτιέμαι αν είμαι τρελός με αυτό που πάω να κάνω, αλλά δεν νομίζω.
Τρελός είναι αυτός που σκοτώνει ανθρώπους επειδή του το ζήτησε ο σκύλος του.
49
Εγώ πρέπει να σκαρφαλώσω επειδή δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ξεφύγω από αυτή την
εμμονή που μεγαλώνει μέσα μου. Είναι σαν να έχω καλώδια στον εγκέφαλό μου που
ενεργοποιούνται όποτε το σκέφτομαι, κι επειδή είναι λάθος συνδεδεμένα δεν αφήνουν την
ενέργεια να φύγει.
Επομένως το πρόβλημα δεν είναι η τρέλα. Το πρόβλημα είναι στην καλωδίωση.
Αυτή τη στιγμή θα έπρεπε να βρίσκομαι στην τάξη μαζί με τους πεμπτοετείς, σήμερα όμως
δεν είμαι αρκετά ήσυχος για να αντέξω όλη τη μέρα στο σχολείο.
Tο απόγευμα, την ώρα που τα άλλα παιδιά μαθαίνουν έκθεση, γεωγραφία και μαθηματικά,
εγώ μαθαίνω αναρρίχηση.
Για καλή μου τύχη, τα προηγούμενα παιδιά που έμεναν εδώ άφησαν μια αυτοσχέδια σκάλα
από σχοινί, δεμένη στο πρώτο κλαδί του δέντρου. Πατάω στο πρώτο σκαλί για να δω αν είναι
αρκετά γερή για να με κρατήσει.
Βάζω το πόδι μου στο επόμενο σκαλοπάτι, όμως τινάζεται απότομα και χτυπάει στο δέντρο.
Αυτό είναι που φοβάμαι περισσότερο, τον ενθουσιασμό που κάνει το σώμα μου να συσπάται.
Μια λάθος κίνηση στα τριάντα μέτρα ύψος θα κάνει την πτώση πολύ πιο γρήγορη από την
ανάβαση.
Στην επόμενη προσπάθεια, το πόδι μου συνεργάζεται κι ανεβαίνω όλη τη σκάλα μέχρι το
πρώτο κλαδί.
Τα επόμενα κλαδιά είναι το ένα ακριβώς πάνω από το άλλο και τα ανεβαίνω γρήγορα. Τότε
ένα μεγάλο κενό με αναγκάζει να σταματήσω.
Ξαφνικά αρχίζω να λυγίζω τη μέση μου, το στομάχι μου σφίγγεται τόσο δυνατά που για μια
στιγμή μου κόβεται η ανάσα. Η ώθηση με κάνει να γείρω μπροστά, χάνω την ισορροπία μου
και τότε αρχίζω να πέφτω.
Ολόκληρο το κορμί μου τινάζεται όταν τα πόδια μου μπλέκονται σε κάτι κλαδιά,
σταματώντας έτσι την πτώση μου. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, δεν είχα χρόνο για να φοβηθώ,
τώρα όμως που τελείωσαν φοβάμαι.
Είμαι εντελώς ακίνητος και παίρνω μερικές βαθιές ανάσες.
50
Κοιτάζω κάτω και βλέπω πόσο κακή ιδέα ήταν όλο αυτό. Ακριβώς από κάτω, φαίνονται
μερικά φωτάκια και σκούρα ορθογώνια σχήματα, συνειδητοποιώ ότι είναι η οροφή του
σπιτιού μου.
Είμαι πιο ψηλά από όσο νόμιζα, αναρωτιέμαι πως θα κατέβω κάτω.
Η σκέψη αυτή με προκαλεί να δοκιμάσω τον κίνδυνο της πτώσης. Αφήνω το χέρι μου από το
κλαδί, για ένα μόνο δευτερόλεπτο πριν χάσω την ισορροπία μου. Το αρπάζω ξανά την
τελευταία στιγμή. Δοκιμάζω ξανά κι αφήνω το κλαδί για περισσότερα δευτερόλεπτα αυτή τη
φορά και μόλις που καταφέρνω να το πιάσω πριν να είναι αργά.
Εγώ όμως εξακολουθώ να θέλω να σκαρφαλώσω. Έτσι, τυλίγω και τα δυο χέρια γύρω από το
κλαδί που βρίσκεται από πάνω μου κι ανεβάζω το ένα πόδι, μετά το άλλο, και πριν το
καταλάβω βρίσκομαι κρεμασμένος ανάποδα.
Αμέσως ένας μεγάλος μυς στο αριστερό μου πόδι συσπάται, κάνοντάς το να ισώσει. Τώρα
μόνο το ένα πόδι ακουμπάει στο δέντρο ενώ συνεχίζω να κρέμομαι ανάποδα.
Κρέμομαι εκεί, σε τόσο μεγάλο ύψος, χωρίς να ξέρω αν θα πέσω κάτω. Περιμένω μέχρι να
μου περάσουν οι συσπάσεις, μετά τυλίγω πάλι το πόδι μου γύρω από το κλαδί και γυρίζω το
σώμα μου κανονικά με το κεφάλι προς τα πάνω.
Δεν ξέρω πόση ώρα σκαρφαλώνω. Η μπλούζα μου είναι μούσκεμα από τον ιδρώτα.
Οι μύες των χεριών μου έχουν μυρμηγκιάσει από την πολύωρη καταπόνηση, όμως το
γεγονός ότι βρίσκομαι τόσο κοντά στην κορυφή με εμψυχώνει.
Σπρώχνω μερικά κλαδάκια για να μπορέσω να δω καλύτερα. Τώρα μπορώ να δω μέχρι εκεί
που τελειώνουν τα ψηλότερα κλαδιά. Τα κλαδιά εδώ είναι πιο λεπτά, δεν ξέρω αν τα πιο ψηλά
θα μπορέσουν να σηκώσουν το βάρος μου, αλλά δεν πρόκειται να κατέβω μέχρι να μάθω.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και δοκιμάζω να ανέβω. Το κλαδί λυγίζει όμως δεν σπάει. Και
φτάνω στην κορυφή!
Για να είμαι ειλικρινής αρχίζω να χαλαρώνω. Το ελαφρύ αεράκι απλώνεται σαν μετάξι στο
δέρμα μου. Κάτω, το έδαφος μοιάζει σαν να κινείται μπρος πίσω από το λίκνισμα του
δέντρου.
51
Νιώθω σαν πουλί στο φύλλωμα ενός μεγάλου δάσους, μια γαλήνη με διαπερνά. Εδώ πάνω,
ανήκω σε έναν άλλο κόσμο, ένα κόσμο μακριά από το χρόνο και το άγχος. Έπρεπε να ανέβω
εδώ, όχι μόνο επειδή είναι κάτι που με ενθουσιάζει αλλά επειδή, εδώ πάνω, υπάρχει κάτι που
δεν μπορώ να βρω όταν είμαι κάτω. Ένα μέρος όπου μπορώ να είμαι ο εαυτός μου.
Δεν βρίσκω κανένα λόγο για να κατέβω.
Κανέναν απολύτως λόγο.
Εκείνο που δεν γνωρίζω, και θα εξακολουθώ να αγνοώ για τα επόμενα χρόνια, είναι ότι η
αναρρίχησή μου σε αυτό το δέντρο, είναι η αρχή για κάτι υπέροχο.
Αυτό είναι. Απλά δεν το ξέρω ακόμα.
52
Β’ ΜΕΡΟΣ
53
I. Θεωρητικό Πλαίσιο
Α. Μετάφραση και Μεταφραστική Διαδικασία
Σύμφωνα με τον Nida, μετάφραση είναι η διαδικασία κατά την οποία γίνεται προσπάθεια
αναπαραγωγής της πιστότερης ισοδύναμης προσέγγισης ενός μηνύματος από τη
γλώσσα-πηγή
στη
γλώσσα-στόχο,
πρωτίστως
στο επίπεδο του
νοήματος
και
δευτερευόντως στο επίπεδο του ύφους 1. Σκοπός της μετάφρασης είναι τα δυο κείμενα να
μεταδίδουν το ίδιο μήνυμα στον μεγαλύτερο βαθμό που τους το επιτρέπουν οι φυσικοί
περιορισμοί, δηλαδή το συγκείμενο, οι γραμματικοί κανόνες, το συντακτικό, οι
συγγραφικές συμβάσεις και οι ιδιωτισμοί. Πιο απλά είναι η διαδικασία μετατροπής ενός
κειμένου από μια γλώσσα σε ισοδύναμο κείμενο άλλης γλώσσας.
Παράλληλα, διακρίνονται δυο ξεχωριστές μέθοδοι προσέγγισης της μετάφρασης. Από τη
μια πλευρά οι μεταφράσεις που πραγματοποιούνται με «τυπική ισοδυναμία» (κατά λέξη
μετάφραση), από την άλλη εκείνες που πραγματοποιούνται με βάση μια «δυναμική
ισοδυναμία» (ελεύθερη μετάφραση). Σύμφωνα με την αρχή της τυπικής ισοδυναμίας, ο
μεταφραστής εστιάζει στο κείμενο-πηγή και προσπαθεί να ακολουθήσει πιστά τη μορφή
του. Πρόκειται για μια πιστή αναπαραγωγή των μορφικών στοιχείων του κειμένου-πηγής.
Αντίθετα στη δυναμική ισοδυναμία, το επικοινωνιακό αποτέλεσμα είναι αυτό που
απασχολεί περισσότερο τον μεταφραστή2. «Μια μετάφραση δυναμικής ισοδυναμίας
στοχεύει στην απόλυτη φυσικότητα της έκφρασης και προσπαθεί να συνδέσει τον αποδέκτη
με τρόπους συμπεριφοράς που να είναι αναγνωρίσιμοι στο δικό του πολιτισμικό πλαίσιο.
Δεν επιμένει στην κατανόηση των πολιτισμικών μοτίβων της γλώσσας-πηγής ως
προϋπόθεση για την πρόσληψη του μηνύματος.»3.
1
Nida and Taber, (1974:77) "The Theory and Practice of Translation", Leiden: Brill.
2
Nida, E. (1977) "The Nature of Dynamic Equivalence in Translating" Babel Volume 23, Issue 3.
3
Nida, E. (1964) "Toward a Science of Translating", Leiden: Brill.
54
Κατά τον Jakobson, η μεταφραστική διαδικασία διακρίνεται σε τρία είδη4. Μια λέξη μπορεί
να αποδοθεί:
1. Mε διαφορετική λέξη της ίδιας γλώσσας «ενδογλωσσική μετάφραση ή
αναδιατύπωση» (για
παράδειγμα,
η
μετάφραση
νομικού
κειμένου
στην
καθομιλουμένη αποτελεί ενδογλωσσική μετάφραση).
2. Mε χρήση διαφορετικής γλώσσας «διαγλωσσική μετάφραση» (η καθαυτή
μετάφραση).
3. Mε τη χρήση μη λεκτικών σημείων «Διασημειωτική μετάφραση ή μεταστοιχείωση»
(όταν για παράδειγμα μεταφράζουμε ένα λογοτεχνικό έργο σε κινηματογραφική
ταινία).
Σύμφωνα με τον Βλαχόπουλο η μετάφραση είναι μια γνωστική διαδικασία5. Η σύλληψη
εννοιών, η μάθηση, η σκέψη, η μνήμη σχετίζονται με τη δημιουργικότητα και αποτελούν
γνωστικές διεργασίες. Σύμφωνα με τον ίδιο η δημιουργικότητα αφορά την αναζήτηση και
την απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων καθώς και τη μετατροπή τους σε νέα κοινωνίσιμα
προϊόντα. Διακρίνονται πέντε φάσεις στη δημιουργική διαδικασία:
1. Η προπαρασκευή, (preparation) δηλαδή η φάση στην οποία το άτομο εστιάζει την
προσοχή του στο ζήτημα που τον απασχολεί και που του παρέχει πλήρη εικόνα των
προεκτάσεων αυτού. Πρόκειται για τη φάση όπου το άτομο συλλέγει πληροφορίες
αποθηκευμένες τόσο στη μνήμη του όσο και σε άλλες πιθανές πηγές σχετικά με το
πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει.
2. Η επώαση (incubation) η φάση, στην οποία το πρόβλημα έχει ενταχθεί στο συνειδητό
του ατόμου και παραμένει εκεί έως ότου το άτομο είναι πια σε θέση να προχωρήσει
στην επόμενη φάση.
3. Η αντίληψη (intimation) η φάση κατά την οποία το άτομο «διαισθάνεται» ότι
βρίσκεται στο σωστό δρόμο για την εξεύρεση λύσης.
4
Jakobson, R. (1959) “On Linguistic Aspects of Translation”. In R. A. Brower (Ed.), On translation.
Cambridge: Harvard University Press, (pp.232-239).
5
Βλαχόπουλος, Σ. (2010) "Μετάφραση και Δημιουργικότητα", Αθήνα: Εκδόσεις Κλειδάριθμος, (σελ.
47-48).
55
4. Η έμπνευση (illumination ή insight). Η ιδέα γίνεται συνειδητή και η πιθανή λύση
έρχεται ως συνακόλουθο συλλογισμών.
5. Η επαλήθευση (verification).
Η επιλογή επαληθεύεται με την εφαρμογή
εναλλακτικών λύσεων, ελέγχεται η καταλληλότητά της, τυγχάνει της τελικής
επεξεργασίας και εφαρμόζεται.
Β. Τεχνικές της μετάφρασης
Παρόλο που έχουν αναπτυχθεί πολλές τεχνικές για τη βοήθεια της μεταφραστικής
διαδικασίας οι επικρατέστερες και πιο διαχρονικές παραμένουν αυτές των Vinay και
Darbelnet6. Σε γενικές γραμμές, ο μεταφραστής μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε δυο βασικές
μεθόδους, την «άμεση ή κατά λέξη μετάφραση» και την «έμμεση ή πλάγια μετάφραση».
Σύμφωνα με τους Vinay και Darbelnet (1958), κάποιες φορές στη μεταφραστική διαδικασία
είναι εφικτή η απόδοση του μηνύματος από τη γλώσσα-πηγή λέξη προς λέξη. Ωστόσο ο
μεταφραστής μπορεί να παρατηρήσει κενά στο μετάφρασμα τα οποία καλείται να διορθώσει
με τις κατάλληλες λέξεις ώστε το μήνυμα που μεταφέρεται στον αναγνώστη να είναι κατά
το δυνατόν ίδιο και στα δυο κείμενα. Μπορεί ακόμη, εξαιτίας γραμματικών και συντακτικών
διαφορών ανάμεσα στη γλώσσα-πηγή και τη γλώσσα-στόχο, κάποια στοιχεία να μην
μπορούν να αποδοθούν σωστά χωρίς να προηγηθεί συντακτική ή μορφολογική αλλαγή του
κειμένου. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να γίνει χρήση περισσότερο περίπλοκων μεθόδων,
οι οποίες μπορεί αρχικά να δείχνουν αφύσικες, δίνουν όμως στον μεταφραστή απόλυτο
έλεγχο στο έργο του. Στις τεχνικές μετάφρασης που ακολουθούν, οι τρεις πρώτες (δάνειο,
έκτυπο, κατά λέξη μετάφραση) αποτελούν τις άμεσες τεχνικές ενώ οι τέσσερις επόμενες
(μετάταξη, μετατροπία, ισοδυναμία, προσαρμογή) τις έμμεσες τεχνικές.
1. Δάνειο (Borrowing)
Το δάνειο αποτελεί την πιο απλή μεταφραστική τεχνική. Πρόκειται για την αυτούσια
μεταφορά ενός λεξήματος από τη γλώσσα-πηγή, αφού προηγηθεί η προσαρμογή του στο
6
Vinay & Darbelnet, (1958) "Stylistique comparée du français et de l’ anglais, Méthode de traduction",
Paris.
56
φωνολογικό σύστημα της γλώσσας-στόχου. Είναι η τεχνική που επιτρέπει στο μεταφραστή
να αποδώσει στο μετάφρασμα ένα ιδιαίτερο πολιτισμικό ύφος. Αξίζει επίσης να σημειωθεί
ότι ορισμένα καθιερωμένα δάνεια, τυγχάνουν τόσο ευρείας χρήσης ώστε έχουν
ενσωματωθεί στο λεξιλόγιο των ομιλητών και περνούν απαρατήρητα. Σε κάθε περίπτωση, η
χρήση αυτής της τεχνικής θα πρέπει να περιορίζεται στην απόδοση του ύφους, ενώ ο
μεταφραστής οφείλει πρώτα να αναζητεί την ακριβέστερη απόδοση στη γλώσσα-στόχο.
Ακολουθούν μερικά παραδείγματα ελληνικών δανείων από άλλες γλώσσες:
❏ Bachelor party — Μπάτσελορ πάρτυ
❏ Supermarket — Σουπερμάρκετ
❏ Boutique — Μπουτίκ
❏ Tortillas — Τορτίγιας
❏ Cocktail — Κοκτέιλ
❏ Frappé — Φραπέ
❏ Liman — Λιμάνι
2. Έκτυπο (Calque)
Το έκτυπο είναι ένα είδος δανείου κατά το οποίο μια γλώσσα δανείζεται μια έκφραση από
κάποια άλλη και τη μεταφράζει κατά λέξη. Το αποτέλεσμα διακρίνεται σε:
1. Φραστικό έκτυπο, το οποίο ακολουθεί τη σωστή συντακτική δομή της
γλώσσας-στόχου ενώ παράλληλα εισάγει έναν νέο τρόπο έκφρασης (για παράδειγμα
“four by four — 4X4” μεταφράζεται ως «τέσσερα επί τέσσερα»).
2. Δομικό έκτυπο, το οποίο εισάγει μια νέα μορφοσυντακτική δομή στη γλώσσα-στόχο
με την κατά λέξη μετάφραση του συντάγματος από τη γλώσσα-πηγή (για
παράδειγμα η έκφραση “I will call you back” μεταφράζεται ως «Θα σε πάρω πίσω»).
3. Κατά Λέξη Μετάφραση (Literal Translation)
Η κατά λέξη μετάφραση είναι το πέρασμα από το κείμενο-πηγή σε ένα γραμματικά και
συντακτικά κατάλληλο κείμενο-στόχο χωρίς την παρουσία δυσκολιών και την αναγκαιότητα
εύρεσης άλλης μεταφραστικής τεχνικής. Τα περισσότερα παραδείγματα αυτού του είδους
57
μετάφρασης συναντώνται μεταξύ γλωσσών που ανήκουν στην ίδια οικογένεια και κυρίως
μεταξύ γλωσσών που συμπίπτουν πολιτισμικά. Ακολουθούν παραδείγματα προτάσεων που
έχουν μεταφραστεί με τη μέθοδο της κατά λέξη μετάφρασης:
❏ Please read carefully the instructions. — Παρακαλώ διαβάστε προσεκτικά τις οδηγίες.
❏ I left my glasses on the table. — Άφησα τα γυαλιά μου πάνω στο τραπέζι.
❏ I cannot drink warm milk. — Δεν μπορώ να πιω ζεστό γάλα.
❏ I like reading books. — Μου αρέσει να διαβάζω βιβλία.
❏ How are you? — Πώς είσαι;
4. Μετάταξη (Transposition)
Μετάταξη είναι η τεχνική κατά την οποία ένα μέρος του λόγου στη γλώσσα-πηγή
αντικαθίσταται από κάποιο άλλο στη γλώσσα-στόχο χωρίς ωστόσο αυτό να έχει ως
αποτέλεσμα την αλλαγή στο νόημα του μηνύματος (για παράδειγμα η μετατροπή ρήματος
σε ουσιαστικό ή ουσιαστικού σε μετοχή). Πρόκειται για γραμματική ή συντακτική αλλαγή
μέρους του κειμένου κατά τη μεταφραστική διαδικασία η οποία δεν μεταβάλλει τη σημασία
του μηνύματος. Η μετάταξη σε γενικές γραμμές έχει περισσότερο λογοτεχνικό χαρακτήρα
και εφαρμόζεται τόσο στην ενδογλωσσική όσο και στη διαγλωσσική μετάφραση.
Ακολουθούν μερικά παραδείγματα της μεθόδου:
❏ Working with you is a pleasure. — Η δουλειά μαζί σου είναι ευχάριστη. (ρήμα —
ουσ.)
❏ The President thinks that… — Σύμφωνα με τον Πρόεδρο… (ρήμα — επίρ.)
❏ She likes swimming… — Της αρέσει το κολύμπι… (ρήμα — ουσ.)
5. Μετατροπία (Modulation)
Μετατροπία είναι «η αλλαγή της σκοπιάς από την οποία αντιλαµβανόµαστε το µήνυµα
περνώντας από τη γλώσσα-πηγή στη γλώσσα-στόχο, ούτως ώστε να συµφωνεί η απόδοση
µας µε το πνεύµα της γλώσσας-στόχου, δηλαδή µε τον τρόπο σκέψης του χρήστη της
58
γλώσσας-στόχου»7. Η μετατροπία δικαιολογείται όταν το αποτέλεσμα της κατά λέξη
μετάφρασης ή της μετάταξης, αν και γραμματικά ορθό, κρίνεται ακατάλληλο ή άκομψο στη
γλώσσα-στόχο και δεν ανταποκρίνεται στα πλαίσια του πολιτισμού του αναγνώστη.
Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
❏ He was knee-deep in water. — Το νερό του έφτανε ως το γόνατο.
❏ Don’t you want some more? — Θέλεις λίγο ακόμα;
❏ He is said to be a thief. — Λένε ότι είναι κλέφτης.
❏ Keep this to yourself. — Μην το πεις σε κανέναν.
6. Ισοδυναμία (Equivalence)
Οι Vinay και Darbelnet θεωρούν την ισοδυναμία ως μία μέθοδο η οποία αναπαράγει το
αρχικό μήνυμα της γλώσσας-πηγής χρησιμοποιώντας τελείως διαφορετικές εκφράσεις. Η
ισοδυναμία, όπως υποστηρίζουν, τείνει να διατηρεί το ύφος του πρωτότυπου κειμένου κι
επομένως εφαρμόζεται συχνά στη μετάφραση παροιμιών, ιδιωτισμών, ρητών κι
επιφωνημάτων. Ισοδύναμες εκφράσεις πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνον εάν είναι
πλήρως ισοδύναμες λεξικογραφικά, αν κι αυτό δεν είναι επαρκές κριτήριο για μία
επιτυχημένη μετάφραση. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
❏ Even if you fail, always have two strings to your bow. — Το καλό το παλικάρι ξέρει κι
άλλο μονοπάτι.
❏ I am talking through my hat. — Μιλάω μέσα από τα δόντια μου.
❏ It is raining cats and dogs. — Βρέχει καρεκλοπόδαρα.
❏ Chin-chin! — Στην υγειά σας!
❏ Hurrah! — Ζήτω!
7
Μπατσαλιά, Φ. & Σελλά, Ε. (1997) «Η συµβολή της Συγκριτικής Γλωσσολογίας στη Διδακτική της Ν.Ε.
ως δεύτερης γλώσσας» Ελληνική Γλωσσολογία, Πρακτικά Γ΄ Διεθνούς Συνεδρίου για την Ελληνική
Γλώσσα, Πανεπιστήµιο Αθηνών, Τοµέας Γλωσσολογίας, Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα (σελ. 865–872).
59
7. Προσαρμογή (Adaptation)
Προσαρμογή είναι η τεχνική που εφαρμόζεται όταν το μήνυμα της γλώσσας-πηγής δεν
υφίσταται στη γλώσσα-στόχο. Επομένως ο μεταφραστής καλείται να δώσει μια νέα
ερμηνεία η οποία θα μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμη της πρωτότυπης, θα διατηρεί δηλαδή
το νόημα ενώ παράλληλα θα προσαρμόζεται στον πολιτισμό της γλώσσας-στόχου.
Επομένως η προσαρμογή αποτελεί ένα είδος ισοδυναμίας. Ακολουθούν ορισμένα
παραδείγματα:
❏ The Shawshank redemption — Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ8
❏ Yours faithfully. — Με εκτίμηση. (επιφώνηση)
Γ. Γλωσσικά επίπεδα
Σύμφωνα με την Τσίγκου9, «η μεταφραστική διαδικασία εμπεριέχει γλωσσική επεξεργασία,
είτε πρόκειται για την ανάλυση του κειμένου της γλώσσας αφετηρίας, είτε για την
αναδιατύπωση του νοήματος, της δομής και του ύφους του στη γλώσσα αφίξεως. Η
γλωσσολογία και η μετάφραση είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους καθώς το
πέρασμα από τη γλώσσα-πηγή στη γλώσσα-στόχο απαιτεί επεξεργασία της γλώσσας,
δηλαδή γλωσσολογική ανάλυση».
Ο συνδυασμός της γνώσης βασικών αρχών της γενικής γλωσσολογίας, βασικής
γλωσσολογικής ανάλυσης και βασικών μεταφραστικών τεχνικών, μπορεί να βοηθήσει τους
μεταφραστές:
1. να κατανοήσουν το νόημα και τη δομή του κειμένου-πηγής,
2. να συνειδητοποιήσουν τις διαφορές που χωρίζουν τους δύο πολιτισμούς των οποίων
φορείς είναι οι εμπλεκόμενες γλώσσες,
8
Τίτλος ταινίας.
Τσίγκου, Μ. (2011) «Σύντομη εισαγωγή στις σχέσεις γλωσσολογίας και μετάφρασης (με παραδείγματα
από το ζεύγος γαλλικής-ελληνικής)», Κέρκυρα: Iόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης
και Διερμηνείας.
9
60
3. να δοκιμάσουν προτεινόμενες μεταφραστικές τεχνικές για να επιτύχουν το καλύτερο
δυνατό μεταφραστικό αποτέλεσμα.
Επομένως για την πλήρη κατανόηση του νοήματος και της δομής του κειμένου-πηγής
απαιτείται γλωσσολογική ανάλυση, δηλαδή αποδόμηση του πρωτότυπου σε υφολογικό,
λεξιλογικό, συντακτικό, μορφολογικό, σημασιολογικό και πραγματολογικό επίπεδο.
1. Υφολογικό επίπεδο
Το ύφος 10 είναι το σύνολο των πιθανών γλωσσικών μορφών που μπορούν να εκφράσουν
ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Για παράδειγμα, ένα γεγονός μπορεί να αποδοθεί στον
γραπτό ή τον προφορικό λόγο με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, όμως το στοιχειώδες
νόημα του μηνύματος παραμένει το ίδιο. Παράδειγμα: Μήπως θα μπορούσατε, σας
παρακαλώ, να περιμένετε; Σας πειράζει να περιμένετε λιγάκι; Περιμένετε.
Οι Fleischer και Michel11 διακρίνουν πέντε λειτουργικά είδη ύφους:
❏ το ύφος του τύπου και της δημοσιογραφίας,
❏ το ύφος στην καθημερινή επικοινωνία,
❏ το ύφος του επιστημονικού λόγου,
❏ το ύφος του δημόσιου λόγου,
❏ το ύφος της λογοτεχνίας.
Κατά την Μπατσαλιά12, ο μεταφραστής καλείται να αναγνωρίσει το ύφος του
κειμένου-πηγής και τα γλωσσικά στοιχεία που το συγκροτούν καθώς και να εξετάσει αν η
γλώσσα-στόχος παρέχει ανάλογα σχήματα. Οφείλει να αναγνωρίσει την λειτουργικότητά
τους στο κείμενο-πηγή και να διερευνήσει, αν και πως εκφέρεται στη γλώσσα-στόχο
10
«www.greek-language.gr»
11
Μπατσαλιά, Φ. & Σελλά-Μάζη, Ε. (2004) "Γλωσσολογική Προσέγγιση στη θεωρία και τη Διδακτική
της Μετάφρασης", Εκδόσεις ΕΛΛΗΝ.
12
Μπατσαλιά, Φ. (2003) «Παράμετροι της μεταφραστικής διαδικασίας και συγκριτική γλωσσολογία»,
Αθήνα: Παρουσία, Τόμος: ΙΕ-ΙΣΤ΄ (σελ. 279-291).
61
ανάλογη λειτουργικότητα.
2. Μορφολογικό-Συντακτικό επίπεδο
Σύμφωνα με την Μπατσαλιά (2003)13 η μετάφραση δεν περιορίζεται στη μεταφορά του
νοήματος, αλλά περιλαμβάνει και μεταφορά της μορφής. Η μορφή κάθε κειμένου, και
ιδιαίτερα του λογοτεχνικού, συμβάλλει στην επίτευξη του επικοινωνιακού του σκοπού.
Αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι σε κάθε γλώσσα επιτυγχάνεται η πιστή μεταφορά της
κειμενικής μορφής και του επικοινωνιακού σκοπού. Κάθε μορφολογική και συντακτική
επιλογή ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες και συμβάσεις, οι οποίες είναι ιδιαίτερες σε
κάθε γλώσσα. Φαίνεται ότι η μορφολογία και η σύνταξη διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο
στην ανάπτυξη του σημασιολογικού πεδίου ενός εκφωνήματος. Για παράδειγμα, ο
αντικειμενικός, μη συναισθηματικός
τρόπος
εκφοράς του επιστημονικού λόγου
επιτυγχάνεται μέσω συγκεκριμένων μορφοσυντακτικών επιλογών (π.χ. ονοματοποίηση).
Συνεπώς, ο μεταφραστής καλείται:
1. να εντοπίσει τα συγκεκριμένα μορφοσυντακτικά φαινόμενα στο κείμενο-πηγή,
2. να εξετάσει κατά πόσο μπορούν να αποδοθούν πιστά στη γλώσσα-στόχο, και
3. αφού κατανοήσει το περιεχόμενο των μορφοσυντακτικών δομών και τον
επικοινωνιακό τους σκοπό,
4. στη συνέχεια να τα αντιπαραβάλλει με τις δομές στη γλώσσα-στόχο οι οποίες
συμβαδίζουν και με
εναρμονίζονται
με
τις
τον επικοινωνιακό σκοπό του μεταφράσματος και
μορφοσυντακτικές
συμβάσεις
που
διέπουν
στη
γλώσσα-στόχο το προς μετάφραση είδος κειμένου.
3. Σημασιολογικό επίπεδο
Κατά τη μεταφραστική διαδικασία, δεν γίνεται απλή μεταφορά της λέξης από τη μια
γλώσσα στην άλλη, αλλά εκφέρεται η ισοδύναμη έννοια στη γλώσσα-στόχο. Η ικανή
γνώση της γλώσσας-πηγής απαιτείται τόσο για την κατανόηση του περιεχομένου όσο για
13
Μπατσαλιά, Φ. (2003) «Παράμετροι της μεταφραστικής διαδικασίας και συγκριτική γλωσσολογία»,
Αθήνα: Παρουσία, Τόμος: ΙΕ-ΙΣΤ΄ (σελ. 279-291).
62
την επιτυχή σημασιολογική ανάλυση των προς απόδοση νοημάτων. Με αυτόν τον τρόπο ο
μεταφραστής αποφεύγει λάθη σημασιολογικού επιπέδου όπως οι παρανοήσεις και οι
διφορούμενες έννοιες. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι οι έννοιες των λέξεων
αλλάζουν σύμφωνα με την επικοινωνιακή λειτουργικότητα του κειμένου. «Έτσι, ο
μεταφραστής, εναρμονιζόμενος με τον επικοινωνιακό σκοπό τόσο του πρωτοτύπου όσο και
του μεταφράσματος, καλείται:
1. να προσδιορίσει το σημασιολογικό εύρος των νοημάτων του πρωτοτύπου,
2. να αναγνωρίσει το επίπεδο
εκφοράς
των νοημάτων στη γλώσσα-πηγή
(καταδηλωτικό, συνειρμικό, βιωματικό),
3. να
συλλάβει
εντός
του
ευρύτερου
κοινωνιογλωσσολογικού
πεδίου
της
γλώσσας-στόχου ανάλογα, ισοδύναμα νοήματα, και
4. να προβεί σε διασταύρωση των σημασιολογικών πεδίων των δύο γλωσσών.»
(Μπατσαλιά, 2003:281)
4. Πραγματολογικό επίπεδο
Στο πραγματολογικό επίπεδο γίνεται ανάλυση των γλωσσολογικών φαινομένων, δηλαδή
του λεξιλογίου και της μορφοσυντακτικής δομής (τόσο του κειμένου-πηγής όσο του
κειμένου-στόχου) στο κοινωνικό, ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο των δυο γλωσσών.
Κατά τη μεταφραστική διαδικασία, ο μεταφραστής ενδιαφέρεται, με αφορμή το
κείμενο-πηγή, να συνθέσει ένα νέο κείμενο στη γλώσσα-στόχο το οποίο θα απευθύνεται σε
μέλη διαφορετικής γλώσσας και πολιτισμού. Επομένως οφείλει να γνωρίζει την
εξωκειμενική πραγματικότητα και τις προθέσεις του συντάκτη του κειμένου.
«Ο μεταφραστής, προσβλέποντας στην κατανόηση και τον καθορισμό του επικοινωνιακού
σκοπού, καλείται να αναλύσει τις ακόλουθες παραμέτρους:
1. σχέση μεταξύ συντάκτη και αναγνώστη,
2. σχέση συντάκτη και αναγνώστη με εκφερόμενα σημαίνοντα και σημαινόμενα
3. ένταξη των συμπερασμάτων αυτών στο ευρύτερο κοινωνιο-πολιτιστικό περιβάλλον
της γλωσσικής κοινότηταςπου χειρίζεται τη γλώσσα-πηγή
63
4. ανάλυση του ευρύτερου κοινωνιο-πολιτιστικού περιβάλλοντος της γλωσσικής
κοινότητας που χειρίζεται τη γλώσσα-στόχο και προσαρμογή των προηγουμένων
του διαπιστώσεων στα συμπεράσματα αυτής της ανάλυσης.» (Μπατσαλιά,
2003:283)
5. Λεξιλογικό επίπεδο
Το λεξιλόγιο κάθε γλώσσας αλλάζει νόημα με την πάροδο του χρόνου. Ο λόγος διαρκώς
εμπλουτίζεται και διαφοροποιείται, αλλάζει σημασία, μετατρέπεται σε απαρχαιωμένη ή
παγιωμένη έκφραση. Καθώς ανανεώνεται συνεχώς, επηρεάζεται από την είσοδο ξένων
λέξεων, συνεπώς ο μεταφραστής οφείλει να γνωρίζει σε βάθος το λεξιλόγιο των γλωσσών
που χειρίζεται κατά τη μεταφραστική διαδικασία.
Σύμφωνα με τον Παπαναστασίου14, «ο γλωσσικός δανεισμός είναι ένα φαινόμενο που
υπήρξε και θα υπάρχει σε όλες τις γλώσσες, από τη στιγμή που οι ομιλητές μιας γλώσσας
έρχονται σε επαφή με ομιλητές μιας άλλης. Aκόμη και στα παλαιότερα γραπτά κείμενα που
έχουν σωθεί από οποιαδήποτε γλώσσα, πιστοποιείται η ύπαρξη δανείων και αυτό γιατί οι
πολιτισμικές σχέσεις και ανταλλαγές μεταξύ ανθρώπινων ομάδων και κοινωνιών είναι ένα
γεγονός που ξεκίνησε πολύ πριν την εμφάνιση της γραφής.»
14
Παπαναστασίου, Γ. (2001) «Γλωσσικός δανεισμός», στο A.-Φ. Xριστίδης (επιμ.), Eγκυκλοπαιδικός
οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Kέντρο Eλληνικής Γλώσσας, (σελ. 45-49).
64
II. Σχολιασμός του μεταφράσματος
Η μέθοδος που ακολούθησα κατά τη μεταφραστική διαδικασία περιλαμβάνει, σε πρώτη
φάση, την μελέτη του κειμένου-πηγής με σκοπό την κατανόηση τόσο του νοήματος όσο και
της μορφής του, κι έπειτα την επεξεργασία των δυο κειμένων σε πολλαπλά επίπεδα ώστε να
επιτευχθεί ο επιθυμητός επικοινωνιακός σκοπός. Μέσα από την ανάλυση του κειμένου σε
μορφολογικό-συντακτικό, σημασιολογικό, λεξιλογικό, υφολογικό και πραγματολογικό
επίπεδο παρουσιάζονται οι μηχανισμοί εκείνοι που επέτρεψαν στο κείμενο-στόχο να
επιτελέσει τον ίδιο επικοινωνιακό σκοπό με το κείμενο-πηγή, πρωτεύον μέλημα κάθε
μεταφραστή.
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να σημειωθεί η άποψη της Μπατσαλιά ότι «ιδιαίτερα στα
λογοτεχνικά κείμενα τα μεταφραστικά προβλήματα δεν είναι δυνατόν να κωδικοποιηθούν,
ώστε να ανατρέξει κανείς στο συγκεκριμένο κεφάλαιο της όποιας θεωρίας και να το λύσει
ικανοποιητικά. Μετάφραση είναι δημιουργία λόγου, κυρίως δε η λογοτεχνική. Πώς θα μπουν
κανόνες στη δημιουργία; Συχνά επίσης διατυπώνονται απόψεις ότι η μετάφραση είναι τέχνη, ο
μεταφραστής, κατά συνέπεια, θα πρέπει να είναι ταλαντούχος συγγραφέας ή, έστω, εν
δυνάμει λογοτέχνης.»15
Στη συνέχεια, ακολουθούν παραδείγματα μεταφραστικών προβλημάτων έτσι ώστε να
παρουσιαστούν εμφανέστερα οι δυσκολίες που προέκυψαν κατά τη μεταφραστική διαδικασία,
αν και είναι σαφές ότι η συνολική τους προσέγγιση είναι αυτή που εξασφαλίζει μια
πληρέστερη κατανόηση του κειμένου-πηγής, του επικοινωνιακού σκοπού και των
μεταφραστικών επιλογών.
15
Μπατσαλιά, Φ. (2007) Ημερίδα: «Ο ρόλος της μετάφρασης και διερμηνείας στην πολυγλωσσία»,
Ηγουμενίτσα: Τ.Ε.Ι. Ηπείρου.
65
Α. Μορφολογικό-Συντακτικό επίπεδο
1. Μεταβολή αριθμού
1.1 Μετατροπή Ενικού σε Πληθυντικό Αριθμό
❏ (p. 83): “…to Jessie, our daughter, who weathered a childhood filled with great sadness…”
(σ. 11): «…στην Τζέση, την κόρη μας, η οποία έζησε τα παιδικά χρόνια γεμάτη
λύπη…»
❏ (p. 95): “My life changes forever sometime before my fifth birthday, with a simple shake
of my head. Just like that.”
(σ. 25): «Η ζωή μου αλλάζει για πάντα λίγο πριν τα πέμπτα γενέθλιά μου, με μια
απλή κίνηση του κεφαλιού μου. Έτσι απλά.»
❏ (p. 114): “Soon I chirp loud enough for the other kids to hear, and I make a silly face so it
looks like I’m doing it on purpose — the class clown again.”
(σ. 46): «Πριν το καταλάβω, τιτιβίζω αρκετά δυνατά για να με ακούσουν όλα τα παιδιά,
και κάνω γκριμάτσες για να φαίνεται ότι το κάνω επίτηδες, έγινα πάλι ο κλόουν της
τάξης.»
1.2 Μετατροπή Πληθυντικού σε Ενικό Αριθμό
❏ (p. 105): “My tics keep changing all the time. They started mostly in my neck and face, but
now they are all over my body and affect my large-muscle movements .”
(σ. 37): «Τα τικ αλλάζουν συνεχώς. Ξεκίνησαν από το λαιμό και το πρόσωπο και
πλέον βρίσκονται σε όλο το κορμί μου επηρεάζοντας την κίνηση των μεγάλων
μυών.»
❏ (p. 87): “Giving people the bird is another one of my involuntary movements , or tics, that
pop up exactly when they shouldn’t.”
(σ. 15): «Το να δείχνω το μεσαίο δάχτυλο είναι άλλη μια ακούσια κίνηση, ή τικ, που
66
σχεδόν πάντα συμβαίνει όταν δεν πρέπει.»
❏ (p. 87): “One of my eyes begins to twitch rapidly, and my tongue jumps out of my mouth
like a snake’s.”
(σ. 16): «Το μάτι μου αρχίζει να συσπάται άγρια και η γλώσσα μου πετάγεται έξω σαν
του φιδιού.»
2. Μεταβολή φωνής
2.1 Μετατροπή Ενεργητικής φωνής σε Παθητική
❏ (p. 104): “One day my worst fear comes true.”
(σ. 35): «Μια μέρα ο χειρότερος φόβος μου γίνεται πραγματικότητα.»
❏ (p. 108): “The car is coming at us too fast.”
(σ. 39): «Το αυτοκίνητο έρχεται πάνω μας με μεγάλη ταχύτητα.»
❏ (p. 119): “...a big muscle in my left leg contracts ...”
(σ. 51): «...ένας μεγάλος μυς στο αριστερό μου πόδι συσπάται...»
2.2 Μετατροπή Παθητικής φωνής σε Ενεργητική
❏ (p. 113): “Eating by myself isn’t that terrible, mainly because I love the food my mother
packs for me. Today my lunch box is stuffed with all my favorites — fruit salad, cookies,
and sandwiches my mother makes herself.”
(σ. 45): «Δεν είναι και τόσο άσχημο να τρώω μόνος μου, ίσως επειδή μου αρέσει το
φαγητό που μου βάζει η μαμά μου. Σήμερα έχει γεμίσει το ταπεράκι με τα
αγαπημένα μου, φρουτοσαλάτα, μπισκότα και σάντουιτς που έφτιαξε με τα χεράκια
της.»
❏ (p. 87): “Occasionally I make a loud grunting sound like I’ve been punched hard in the
stomach.”
67
(σ. 16): «Κάθε τόσο αφήνω ένα μουγκρητό σαν να μου έχουν ρίξει μπουνιά στο
στομάχι.»
❏ (p. 97): “It’s obvious that whatever was controlling me before has only been worsened by
the medicine.”
(σ. 27): «Είναι φανερό πως ό,τι με βασάνιζε έχει πλέον χειροτερεύσει από το
φάρμακο.»
❏ (p. 85): “I was drawn to Cory’s harrowing story because of what it says about the power
of love, courage, and determination, and I was proud to join Hal in writing it.”
(σ. 13): «Εκείνο που τράβηξε την προσοχή μου στην επώδυνη ιστορία του Κόρι είναι
όσα έχει να πει για τη δύναμη της αγάπης, του θάρρους και της αποφασιστικότητας,
και ήμουν περήφανος που την έγραψα μαζί με τον Χαλ.»
❏ (p. 85): “...from detailed medical diaries that were kept by his mother throughout the
period...”
(σ. 14): «…από λεπτομερή ημερολόγια που διατηρούσε η μητέρα του όλη αυτή την
περίοδο...»
❏ (p. 89): “I’ve never been in a hospital where the doors have to be locked.”
(σ. 18): «Ποτέ δεν έχω μπει σε νοσοκομείο όπου κλειδώνουν τις πόρτες.»
3. Μετατροπές άρθρων
3.1 Απαλοιφή Οριστικού άρθρου
❏ (p. 91): “He seems sympathetic yet angry at the same time, and I can’t read which emotion
is winning.”
(σ. 20): «Φαίνεται συμπονετικός αλλά και θυμωμένος ταυτόχρονα, δεν μπορώ να
καταλάβω πιο συναίσθημα υπερισχύει.»
68
❏ (p. 111): “On the way to class, I see three girls around my age whom I haven’t noticed
before.”
(σ. 43): «Πηγαίνοντας στην τάξη, βλέπω τρεις κοπέλες στην ηλικία μου, τις οποίες δεν
έχω ξαναδεί.»
❏ (p. 113): “By the end of the morning, things are going well.”
(σ. 44): «Μέχρι το μεσημέρι, τα πράγματα κυλάνε ομαλά.»
3.2 Απαλοιφή Αόριστου άρθρου
❏ (p. 94): “He nods, but he isn’t happy. “You know that we haven’t fixed what we came here
for.”
It’s not a question.”
(σ. 24): «Γνέφει καταφατικά, αλλά δεν είναι χαρούμενος. «Ξέρεις ότι δεν έχουμε λύσει
το πρόβλημα για το οποίο ήρθαμε εδώ.»
Δεν είναι ερώτηση.»
❏ (p. 114): ““I think it would help if you could control that, Cory,” she says in a sharp, slightly
strained voice.”
(σ. 46): ««Θα βοηθούσε αν μπορούσες να το ελέγξεις αυτό, Κόρι,» λέει με απότομη,
βραχνή φωνή.»
❏ (p. 114): “The room gets so quiet that I can hear somebody outside mowing a lawn.”
(σ. 46): «Η τάξη ησυχάζει αμέσως, το μόνο που ακούγεται είναι ο κηπουρός που κόβει
το γρασίδι στην αυλή.»
❏ (p. 114): “...but then the silence gets to me and becomes its own problem. I need to do
something to break it. I know this is a terrible time to make a noise , but that’s what the urge
is all about.”
(σ. 46): «…μετά όμως η ησυχία αρχίζει να με ενοχλεί. Κάτι πρέπει να κάνω για να τη
σπάσω. Το ξέρω ότι δεν είναι η κατάλληλη ώρα για φασαρία, αλλά αυτό συμβαίνει
69
όταν έχεις σύνδρομο Τουρέτ.»
4. Μεταβολή τάξης
4.1 Μετατροπή Ρήματος σε Ουσιαστικό
❏ (p. 85): “My hope is that you, too, will be inspired by the courage, heartbreak, sacrifice...”
(σ. 13): «Με την ελπίδα ότι θα αποτελέσει έμπνευση μέσα από το θάρρος, τον πόνο,
τη θυσία...»
❏ (p. 85): “Hal and I are honored to bring you...”
(σ. 13): «Ο Χαλ κι εγώ έχουμε την τιμή να παρουσιάζουμε...»
4.2 Μετατροπή Ουσιαστικού σε Ρήμα
❏ (p. 108): ““Mom?” I cry out in pain and confusion.”
(σ. 40): ««Μαμά;» φωνάζω σαστισμένος μέσα στους πόνους.»
4.3 Απόδοση Γερουνδίου ως Ουσιαστικό
❏ (p. 83): “And I’m grateful to my father and to James Patterson for helping to tell my story
to the many people who might benefit from it.”
(σ. 11): «Και είμαι ευγνώμων στον πατέρα μου και στον Τζέιμς Πάτερσον για τη
βοήθειά τους στο να πουν την ιστορία μου σε όλους τους ανθρώπους που μπορεί να
ωφεληθούν.»
❏ (p. 96): “Just thinking about it makes the shaking more violent.”
(σ. 26): «Μόνο η σκέψη με κάνει να τινάζομαι πιο έντονα.»
❏ (p. 93): “We usually get his answering machine .”
(σ. 23): «Συνήθως απαντάει ο τηλεφωνητής του.»
70
❏ (p. 87): “Going insane is probably my worst fear.”
(σ. 16): «Η τρέλα είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου.»
5. Προσθήκη λέξεων
❏ (p. 107): “We’re coming home from the YMCA, where she’s taken me to play basketball
with some kids like me who don’t have much else to do or other kids to play with.”
(σ. 38): «Επιστρέφουμε από τη Χριστιανική Αδελφότητα Νέων, όπου πήγαμε για να
παίξω μπάσκετ με παιδιά σαν εμένα, παιδιά που δεν έχουν ασχολίες ή φίλους για να
παίξουν μαζί τους.»
❏ (p. 91): “I try the door anyway. It doesn’t move, not even a jiggle.”
(σ. 21): «Παρ’ όλα αυτά δοκιμάζω να ανοίξω την πόρτα. Δεν κινείται, ούτε μισό
εκατοστό.»
❏ (p. 115): ““I think a time-out will do us all some good!” Mrs. Erlanger shouts over the
noise.”
(σ. 47): ««Νομίζω ένα τάιμ άουτ θα μας έκανε καλό!» φωνάζει η κυρία Έρλιντζερ για
να ακουστεί πάνω από τη φασαρία.»
❏ (p. 112): “There are all the different medicines with different doses and combinations, and
the time of year. Spring usually seems to be the worst.”
(σ. 44): «Τόσα φάρμακα με διαφορετικές δόσεις και συνδυασμούς, κι αυτός ο
καιρός… Η άνοιξη φαίνεται να είναι η χειρότερη εποχή.»
6. Αφαίρεση λέξεων
❏ (p. 97: “The idea of its insect guts being smeared on the countertop makes me almost throw
up again, and I beg her not to kill the fly.”
(σ. 27): «Η ιδέα της λιωμένης μύγας, πασαλειμμένης στον πάγκο της κουζίνας μου
προκαλεί πάλι αναγούλα, και την ικετεύω να μην τη σκοτώσει.»
71
❏ (p. 84): “What made it even worse was knowing that I was also the puppeteer.”
(σ. 12): «Το χειρότερο όμως ήταν ότι εγώ κρατούσα το σχοινί.»
❏ (p. 87): “Psychiatric hospital. A place for insane people , I’m thinking.”
(σ. 16): «Ψυχιατρική κλινική. Ένα μέρος για τους τρελούς, σκέφτομαι.»
❏ (p. 101): “There are constant time-outs when I can’t do simple things fast enough, such as
hang my coat on a hook.”
(σ. 32): «Οι τιμωρίες είναι συχνές όταν δεν καταφέρνω να κάνω κάποια απλά
πράγματα γρήγορα, όπως το να κρεμάσω το μπουφανάκι μου.»
7. Σημεία στίξης
7.1 Μετατροπή του semicolon σε τελεία
❏ (p. 91): “I want to run but hold myself in check so it doesn’t look like I’m trying to escape;
I don’t want anyone to come chasing after me.”
(σ. 20): «Θέλω να τρέξω αλλά συγκρατώ τον εαυτό μου για να μη φανεί σαν να
προσπαθώ να αποδράσω. Δεν θέλω κανείς να τρέξει πίσω μου.»
❏ (p. 101): “I don’t remember much about nursery school; mostly my teacher yells at me to
do things I’ve forgotten to do and to stop fidgeting.”
(σ. 32): «Δεν θυμάμαι πολλά από τον παιδικό σταθμό. Θυμάμαι μόνο τη δασκάλα να
μου φωνάζει να κάνω πράγματα που ξέχασα και να πάψω να συμπεριφέρομαι σαν
νευρόσπαστο.»
❏ (p. 113): “I see my two old neighborhood friends sitting alone at a table, and there’s an
empty seat next to them. I sit down and say hi. They look at each other, then just get up and
leave. They never say anything; they just take off.”
(σ. 45): «Βλέπω δυο παλιούς γείτονες να κάθονται μόνοι τους στο τραπέζι, δίπλα τους
υπάρχει μια κενή θέση. Κάθομαι και τους λέω γεια. Κοιτάζονται μεταξύ τους,
72
σηκώνονται και φεύγουν. Ποτέ δεν λένε τίποτα. Απλώς φεύγουν.»
7.2 Μετατροπή της παύλας σε κόμμα
❏ (p. 98): “This time her earsplitting scream brings my father running — and when he leans in
to scold me, I spit right in his face, too.”
(σ. 28): «Αυτή τη φορά η εκκωφαντική τσιρίδα της κάνει τον μπαμπά να έρθει
τρέχοντας, και τη στιγμή που σκύβει για να με μαλώσει, τον φτύνω στο πρόσωπο.»
❏ (p. 109): “When the phone rings, I look away from the video game and listen to hear who’s
calling. I hope that my mother will shout my name and tell me that it’s a friend who wants to
play — but, as usual, it isn’t.”
(σ. 40): «Όταν χτυπάει το τηλέφωνο, σηκώνω το βλέμμα μου από το βιντεοπαιχνίδι για
να ακούσω ποιος είναι. Ελπίζω ότι η μαμά θα φωνάξει το όνομά μου και θα μου πει
ότι είναι ένας φίλος που θέλει να έρθει για να παίξουμε, μάταια, ως συνήθως.»
❏ (p. 119): “I’m like a bird in the canopy of a great forest — one that’s washing stillness over
my body. Up here, I’m part of another world — a zone without time or stress.”
(σ. 52): «Νιώθω σαν πουλί στο φύλλωμα ενός μεγάλου δάσους, μια γαλήνη με
διαπερνά. Εδώ πάνω, ανήκω σε έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο μακριά από το χρόνο
και το άγχος.»
Β. Σημασιολογικό Επίπεδο
❏ (p. 97): “This morning I’m thinking about armies of bugs and germs.”
(σ. 27): «Σήμερα το πρωί με προβληματίζουν τα έντομα και τα μικρόβια.»
❏ (p. 108): “It slides sideways as the driver hits the brakes and tries to steer around us.”
(σ. 39): «Γλιστράει στο πλάι, καθώς ο οδηγός πατάει φρένο και προσπαθεί να μας
αποφύγει.»
73
❏ (p. 93): “My father turns to the supervisor and announces defiantly, “I request the release
of my son AMA.””
(σ. 23): «Ο πατέρας μου γυρίζει προς τον επιστάτη και ανακοινώνει προκλητικά,
«Αιτούμαι την εξαγωγή του γιου μου ΕΙΣ.»»
❏ (p. 90): “In a moment we come to a large sign on the wall with rules printed in thick black
letters.”
(σ. 19): «Μετά από λίγο φτάνουμε σε μια μεγάλη επιτοίχεια πινακίδα με κανονισμούς
τυπωμένους με παχιά μαύρα γράμματα.»
❏ (p. 115): “I feel like I’ve suddenly been attacked by the only person in school I can trust. ”
(σ. 47): «Αισθάνομαι σαν να με έχει προδώσει ο μοναδικός άνθρωπος που
εμπιστευόμουν σε ολόκληρο το σχολείο.»
Γ. Υφολογικό Επίπεδο
1. Προσωπικό Ύφος
❏ (p. 87: “Welcome to my fun house, folks .”
(σ. 15): «Φίλοι μου, καλώς ήρθατε στον κόσμο μου. »
❏ (p. 87): “Try telling people that one’s not deliberate.”
(σ. 15): «Άντε να τους πείσεις ότι δεν το κάνεις επίτηδες.»
❏ (p. 87): “Oh boy, here we go, I think.”
(σ. 15): «Ωχ αδερφέ μου, όχι πάλι, σκέφτομαι.»
❏ (p. 88): “I guess I like to get a little tipsy.”
(σ. 17): «Μάλλον μου αρέσει να τα τσούζω λιγάκι.»
❏ (p. 105): “I do the chin thrust a few more times before getting to the front door of my
school. The pressure is so strong on my spine it feels like it’s about to snap. This is not
74
such a wild thought.”
(σ. 37): «Τινάζω το πιγούνι μου ακόμα μερικές φορές πριν φτάσω στην είσοδο του
σχολείου. Η πίεση στη σπονδυλική μου στήλη είναι τόσο μεγάλη που νομίζω ότι θα
σπάσει. Αυτό δεν είναι κάτι το παράξενο φυσικά.»
2. Αφηγηματικό Ύφος
❏ (p. 84): “One morning in March of 1989, just before my fifth birthday, I woke up as a
normal, healthy boy…”
(σ. 12): «Ένα πρωινό τον Μάρτιο του 1989, λίγο πριν τα πέμπτα γενέθλιά μου,
ξύπνησα όπως κάθε φυσιολογικό, υγιές αγόρι…»
❏ (p. 101): “Years later, my mother filled me in on what was said after I left.”
(σ. 32): «Μετά από χρόνια, η μητέρα μου με ενημέρωσε για όσα ειπώθηκαν αφότου
έφυγα.»
❏ (p. 93): ““We have an emergency here, and you’re our only hope,” my father continues .”
(σ. 23): ««Βρισκόμαστε σε έκτακτη ανάγκη και είστε η μόνη μας ελπίδα,» συνεχίζει ο
πατέρας μου.»
❏ (p. 106): ““Everyone be quiet,” she shouts . “Cory, take your seat. Now.””
(σ. 38): ««Ησυχία,» φωνάζει. «Κόρι, κάθισε στη θέση σου. Τώρα.»»
Δ. Πραγματολογικό Επίπεδο
1. Κύρια Ονόματα
❏ (p. 83): “Hal and Sophia Friedman.”
(σ. 11): «Χαλ και Σοφία Φρίντμαν.»
75
❏ (p. 106): “Mrs. Wilkens yells at us again...”
(σ. 38): «Η κυρία Γουίλκενς φωνάζει πάλι.»
❏ (p. 107): “We’re coming home from the YMCA...”
(σ. 38): «Επιστρέφουμε από τη Χριστιανική Αδελφότητα Νέων...»
❏ (p. 102): “Her name is Dr. Pressler, and she is one of the world’s leading experts in
Tourette’s syndrome.”
(σ. 33): «Το όνομά της είναι Δρ. Πρέσλερ, και είναι μια από τους κορυφαίους ειδικούς
στον κόσμο σχετικά με το σύνδρομο Τουρέτ.»
2. Τοπωνύμια
❏ (p. 94): “The ride home to New Jersey is silent.”
(σ. 24): «Το ταξίδι της επιστροφής στο Νιου Τζέρσεϊ είναι ήσυχο.»
❏ (p. 92): “Once a patient is admitted to the ward, New York State requires a minimum
seventy-two-hour stay.”
(σ. 22): «Όταν ένας ασθενής εισάγεται στην πτέρυγα, η Πολιτεία της Νέας Υόρκης
απαιτεί ελάχιστη παραμονή εβδομήντα δυο ωρών.»
Ε. Λεξιλογικό Επίπεδο
1. Ιδιωτισμοί
❏ (p. 101): “The doctor said there was no quick fix to get rid of the condition, that my body
needed to move on its own. But there were any number of medicines and combinations of
medicines we might look into — it would be trial and error.”
(σ. 32): «Η γιατρός είπε ότι δεν υπήρχε εύκολη λύση για να απαλλαγώ από το
σύνδρομο, το σώμα μου έπρεπε να το ξεπεράσει από μόνο του. Όμως υπήρχαν πολλά
φάρμακα και συνδυασμοί φαρμάκων που θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε.»
76
❏ (p. 119): “No reason in the world.”
(σ. 52): «Κανέναν απολύτως λόγο.»
2. Λέξεις δάνεια
❏ (p. 93): “To me the number of hours — seventy-two — is like a death sentence to be
executed in slow motion.”
(σ. 22): «Για μένα αυτές οι εβδομήντα δυο ώρες ακούγονται σαν θανατική καταδίκη σε
σλόου μόσιον.»
❏ (p. 115): ““I think a time-out will do us all some good!” Mrs. Erlanger shouts over the
noise.”
(σ. 47): ««Νομίζω ένα τάιμ άουτ θα μας έκανε καλό!» φωνάζει η κυρία Έρλιντζερ για
να ακουστεί πάνω από τη φασαρία.»
❏ (p. 107): “...where she’s taken me to play basketball with some kids like me...”
(σ. 38): «…όπου πήγαμε για να παίξω μπάσκετ με παιδιά σαν εμένα...»
❏ (p. 96): “And she didn’t realize that giving me Ritalin was like trying to put out a fire by
drowning it in gasoline .”
(σ. 26): «…και δεν αντιλήφθηκε ότι δίνοντάς μου Ρίταλιν ήταν σαν να προσπαθεί να
σβήσει τη φωτιά με γκαζολίνη.»
3. Συνθέματα
❏ (p. 83): “In my thirteen-year search for help…”
(σ. 11): «Στην επί δέκα τρία χρόνια αναζήτησή μου για βοήθεια...»
❏ (p. 100): “Her yelling gets my mother’s attention and gets me a time-out.”
(σ. 30): «Τα ουρλιαχτά τραβούν την προσοχή της μαμάς και κερδίζω μια τιμωρία.»
77
❏ (p. 84): “Over the years, I would hear about Cory and his devastating struggle with
Tourette’s syndrome, obsessive-compulsive disorder, and anxiety disorder.”
(σ. 12): «Όλα αυτά τα χρόνια, άκουγα για τον Κόρι και το σκληρό αγώνα του με το
σύνδρομο Τουρέτ, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και διαταραχή άγχους.»
78
Επίλογος
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να παρουσιάσω ορισμένα συμπεράσματα στα οποία οδηγήθηκα
κατά την εξέλιξη του συγκεκριμένου πονήματος.
Αρχικά, η μετάφραση αποτελεί μια διαδικασία χρονοβόρα, δύσκολη και επίπονη. Ο
μεταφραστής δεν καλείται απλώς να μεταφέρει αυτούσιες λέξεις από το ένα γλωσσικό
σύστημα στο άλλο, αλλά έχοντας γνώση των πολιτισμικών και κοινωνικών στοιχείων που
διακρίνουν τις δυο γλώσσες, να αποδώσει το ισοδύναμο μήνυμα στο μετάφρασμα,
φροντίζοντας παράλληλα να ελαχιστοποιήσει την απώλεια στο νόημα και το κόστος στη
συνεκτικότητα του κειμένου. Με άλλα λόγια, ο μεταφραστής πρέπει να διασφαλίσει ότι το
μετάφρασμά του είναι το ίδιο αναγνώσιμο και κατανοητό με το πρωτότυπο.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η άριστη γνώση της ξένης γλώσσας δεν συνεπάγεται την
ικανότητα για αποτελεσματική μετάφραση. Ο επίδοξος μεταφραστής θα πρέπει να διαθέτει
συγγραφικό ταλέντο, αυξημένη γλωσσική ικανότητα, άριστες συντακτικές και μορφολογικές
γνώσεις και για τις δυο γλώσσες, καθώς και θεωρητικές γνώσεις της μετάφρασης. Είναι
άλλωστε σαφές ότι η θεωρητική προσέγγιση αποτελεί σημείο αναφοράς κατά τη
μεταφραστική διαδικασία, καθώς συμβάλει στην ακρίβεια του κειμένου, στην επίλυση
μεταφραστικών δυσκολιών, ενώ επιταχύνει αισθητά τη συνολική διαδικασία.
Η παρούσα μετάφραση εκπονήθηκε στηριζόμενη κατά το δυνατόν στις υπάρχουσες θεωρίες
μεταφραστικών μεθόδων, όπως παρουσιάζονται στο Β’ Μέρος της εργασίας, και κυρίως, σε
προσωπικές κρίσεις και επιλογές. Η μελέτη παράλληλων κειμένων συνετέλεσε θετικά στην
κατανόηση αλλά και στην απόδοση εννοιών που δεν αντιστοιχούν επακριβώς στις δυο
γλώσσες. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην αποφυγή παραφράσεων και παραποιήσεων του
πρωτοτύπου, ώστε να διατηρηθεί ακέραιο το ύφος του συγγραφέα. Ωστόσο, ορισμένες λέξεις
και χωρία του κειμένου έχρηζαν γραμματικο-συντακτικών μεταβολών και προσαρμογών,
προκειμένου να εξασφαλιστεί η γλωσσική συνοχή και η νοηματική συνεκτικότητα του
μεταφράσματος.
Καταλήγοντας, η εν λόγω μετάφραση και ο θεωρητικός σχολιασμός της συνέβαλαν
ουσιαστικά στην καλύτερη κατανόηση της λογοτεχνικής μετάφρασης ως μεταφραστική
διαδικασία. Συγχρόνως, η πρακτική εφαρμογή των γνώσεων και των δεξιοτήτων που
79
απέκτησα κατά τη διάρκεια της τετραετούς φοίτησής μου στο Τμήμα Διοίκησης
Επιχειρήσεων, αποτέλεσε μια πολύτιμη πρακτική εμπειρία και μου έδωσε την ευκαιρία να
ολοκληρώσω το πρώτο δείγμα της δουλειάς μου.
80
Βιβλιογραφία
Πηγή
● Patterson J. & Friedman H., (2008) “Against Medical Advice”, New York: Little, Brown
and Company.
Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία
● Βλαχόπουλος, Σ. (2010) "Μετάφραση και Δημιουργικότητα", Αθήνα: Εκδόσεις
Κλειδάριθμος, (σελ. 47-48).
● Μπατσαλιά, Φ. (2003) «Παράμετροι της μεταφραστικής διαδικασίας και συγκριτική
γλωσσολογία», Αθήνα: Παρουσία, Τόμος: ΙΕ-ΙΣΤ΄ (σελ. 279-291).
● Μπατσαλιά, Φ. (2007) Ημερίδα: «Ο ρόλος της μετάφρασης και διερμηνείας στην
πολυγλωσσία», Ηγουμενίτσα: Τ.Ε.Ι. Ηπείρου.
● Μπατσαλιά, Φ. & Σελλά, Ε. (1997) «Η συµβολή της Συγκριτικής Γλωσσολογίας στη
Διδακτική της Ν.Ε. ως δεύτερης γλώσσας» Ελληνική Γλωσσολογία, Πρακτικά Γ΄
Διεθνούς Συνεδρίου για την Ελληνική Γλώσσα, Πανεπιστήµιο Αθηνών, Τοµέας
Γλωσσολογίας, Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα (σελ. 865–872).
● Μπατσαλιά, Φ. & Σελλά-Μάζη, Ε. (2004) "Γλωσσολογική Προσέγγιση στη θεωρία και
τη Διδακτική της Μετάφρασης ", Εκδόσεις ΕΛΛΗΝ.
● Παπαναστασίου, Γ. (2001) «Γλωσσικός δανεισμός», στο A.-Φ. Xριστίδης (επιμ.),
Eγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Kέντρο Eλληνικής Γλώσσας,
(σελ. 45-49).
● Τσίγκου, Μ. (2011) «Σύντομη εισαγωγή στις σχέσεις γλωσσολογίας και μετάφρασης (με
παραδείγματα από το ζεύγος γαλλικής-ελληνικής)», Κέρκυρα: Iόνιο Πανεπιστήμιο,
Τμήμα Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας.
Ξενόγλωσση βιβλιογραφία
● Jakobson, R. (1959) “On Linguistic Aspects of Translation”. In R. A. Brower (Ed.), On
translation. Cambridge: Harvard University Press, (pp.232-239).
● Nida, E. (1964) "Toward a Science of Translating", Leiden: Brill.
81
● Nida, E. (1977) "The Nature of Dynamic Equivalence in Translating" Babel Volume 23,
Issue 3.
● Nida & Taber, (1974:77) "The Theory and Practice of Translation", Leiden: Brill.
● Vinay & Darbelnet, (1977) "Stylistique comparée du français et de l’ anglais, Méthode
de traduction", Paris: Didier.
Έντυπα Λεξικά
Ελληνόγλωσσα
● Μπαμπινώτης, Γ. (2011) «Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’
Έκδοση», Αθήνα: Κέντρο Λεξιλογίας.
● Μπαμπινιώτης, Γ. (2011) «Λεξικό συνωνύμων-αντωνύμων της νέας ελληνικής
γλώσσας», Αθήνα: Κέντρο Λεξιλογίας.
Ξενόγλωσσα
● “Cambridge Advanced Learner’s Dictionary, Fourth Edition”, (2013) Cambridge:
Cambridge University Press.
● “Longman Phrasal Verbs Dictionary” (2000) Harlow: Pearson Education Limited.
● Stavropoulos & Hornby, (2007) “Oxford English-Greek Learner’s Dictionary”, Oxford:
Oxford University Press.
Δικτυακοί Τόποι
● EUR-lex: «eur-lex.europa.eu»
● Glosbe, the multilingual online dictionary: «glosbe.com»
● Merriam-Webster: «www.merriam-webster.com»
● Wordreference: «www.wordreference.com»
● Potral for the greek language: «www.greek-language.gr»
82
Παράρτημα
Πρωτότυπο κείμενο
To the Angels
To Dr. Ruth Bruun, the angel who pulled us up when our own wings were broken. Your dedication
to all of your patients who have struggled with Tourette’s syndrome cannot be measured, and you
are loved and renowned for your profound wisdom and very great heart.
And to Jessie, our daughter, who weathered a childhood filled with great sadness and great
inspiration. And yes, one day we will go to Disneyland.
— Hal and Sophia Friedman
Cory’s Dedication
In my thirteen-year search for help, I traveled to places far from home and met many people, young
and old, with medical conditions so extreme that I could not have imagined they existed.
I will never forget these special friends and their heroic battles with the phantoms that inhabited their
minds.
I understand them, and they understand me.
I hope that this account of my life, which in many ways might be similar to theirs, will give them and
others like them a measure of comfort and hope. And I’m grateful to my father and to James
Patterson for helping to tell my story to the many people who might benefit from it.
To those like me, who are forced to travel a road that few others can even conceive of, I wish you
peace, and a way home.
— Cory Friedman
Preface
83
“One morning in March of 1989, just before my fifth birthday, I woke up as a normal, healthy boy.
By that afternoon, I had an irresistible urge to shake my head — continually — and the course of
my life changed in ways few people had ever seen or could begin to understand.
“Before long, my body became an explosive, volatile, and unpredictable force with a mind and
personality of its own. It jerked and twisted, bent in half, and gyrated without warning until I was
almost always in motion.
“I bit down on my teeth until I actually broke them and howled in pain because of the exposed
nerves.
“I twisted my back around with such force that I tore muscle tissue and had to be drugged asleep to
stop myself from doing it.
“My mind fed me thoughts so frightening I couldn’t even talk about them to my parents.
“It didn’t take long before I saw myself as the oddest person in my town. I felt like a boy on the end
of a puppeteer’s string.
“What made it even worse was knowing that I was also the puppeteer.”
This is the story of Cory Friedman, and what follows is his remarkable journey, a story of triumph
against all odds.
I met Hal Friedman in 1975 in New York City, at the J. Walter Thompson advertising agency,
where we were both writers. We never imagined then that more than thirty years later, we would
collaborate to write a book about Hal’s son’s heart-wrenching experiences.
Over the years, I would hear about Cory and his devastating struggle with Tourette’s syndrome,
obsessive-compulsive disorder, and anxiety disorder. But until Hal asked me to read an early draft
he had written of Cory’s story, I had no idea how severe a torment this lovely family had been living
through. I knew that his complex condition was nearly impossible to treat. In fact, thirteen doctors
and approximately sixty potent medicines after Cory’s first traumatic head shakes, his debilitating
symptoms were still unchecked.
84
When the downward spiral of his symptoms led to severe depression and hopelessness, and when
all of Cory’s doctors and their advice and medicines had proved to be false hopes, Cory’s family
staged an intervention that was as daring as anything that had preceded it, maybe even more so.
I was drawn to Cory’s harrowing story because of what it says about the power of love, courage,
and determination, and I was proud to join Hal in writing it. I knew that Cory’s story had to be told
because it would give hope and comfort to so many others struggling in all walks of life. Cory was in
a living hell, but in climbing out, he showed us that it is possible to survive — and even thrive —
against unbelievable odds. For me, that makes him a hero.
Hal and I are honored to bring you Against Medical Advice on Cory’s behalf. My hope is that you,
too, will be inspired by the courage, heartbreak, sacrifice, and ultimate victory of Cory Friedman
and his family, and by the sheer invincibility of the human spirit.
— James Patterson
A Father’s Prologue
The events recounted here took place over what seemed like — to those of us who lived it — an
endless thirteen-year period covering Cory’s life from age five to age seventeen. We decided, with
Cory’s blessing, to tell his story in his own voice, because this conveys most powerfully what it was
like for Cory to live through these experiences.
Some names and other identifying details of friends, doctors, and medical institutions have been
changed.
The extremely unusual events portrayed in this story have been reconstructed from Cory’s own
accounts, from detailed medical diaries that were kept by his mother throughout the period, and
from direct family observations. Cory confirms that this narrative presents an accurate portrait of his
life story.
Over the four years it took to write this book, I was continuously tormented by the decision of
whether or not to make the most intimate details of Cory’s life public. Finally, I went to Cory for the
guidance I needed, and he resolved the issue in a single sentence, without hesitation:
85
“If it will help other people like me, yes.”
— Hal Friedman
At the Edge of Madness
Chapter 1
I’m seventeen years old and lying like a pathetic, helpless lump in the backseat of our family car,
being transported to a place that treats crazy people.
This is an exceptional event, even for me. I know that my brain causes unusual problems that no one
has been able to treat, but being insane isn’t one of them.
How and why I’ve gotten to this point is complicated, but the main reason I’m here is more
immediate. I’ve finally found the one thing that brings me peace — alcohol.
Now this self-medication has become a life-threatening danger that I cannot fix by myself. The
doctors at the place I’m going to promise they can help me. I’ve heard that one before.
After about an hour, we arrive at a large brick building with a sign that reads DRESSLER
PSYCHIATRIC HOSPITAL. In a split second the reality of what’s happening becomes very real
and very scary.
“Why does it say that?” I call from the backseat, my heart suddenly pounding.
“Don’t worry about the sign,” my mother says to calm my rising panic. “They treat all different kinds
of problems here, Cory.”
Dad looks as worried as I am but says softly, “Let’s not deal with this now, okay?”
Not deal with going to a hospital for psychos? Sure, no problem. What can my father be thinking?
Inside the main entrance, I enter a very crowded, somewhat noisy waiting room. Being on view
always makes me uneasy, so as soon as I start to walk, my feet need to perform a triple hop, three
quick steps only inches apart, which throws me off balance.
86
I have to do this in order to satisfy a tension that is building up in my legs and can’t be released any
other way. Sometimes this trips me up so much that I go flying to the ground.
I do the triple hop a few more times before reaching out for the safety of one of the empty
waiting-room chairs.
Welcome to my fun house, folks.
Chapter 2
Many of the people in the waiting area are still staring at me as my right hand shoots up in the air
with the middle finger extended. Oh boy, here we go, I think. Giving people the bird is another one
of my involuntary movements, or tics, that pop up exactly when they shouldn’t. Try telling people
that one’s not deliberate.
Another middle-finger salute. Hi, everybody!
For a moment I think about the new medicines I’m taking, which are, as usual, not doing their job.
Wellbutrin for depression, Tenex to keep me calm, Topamax as an “experiment” to see if a seizure
medicine will help. So far I’ve been on fifty or sixty different medicines, none of which have worked
— and a few of them can become deadly when washed down with Jack Daniel’s.
Psychiatric hospital. A place for insane people, I’m thinking.
I know I’m not insane, even though the things I do make me look that way. But I do have a fear that
I can think myself insane, and being in this place could push me over the edge. Going insane is
probably my worst fear. If it happens, I won’t know what, or where, reality is. To me, that’s the
ultimate isolation — to be separated from my own mind.
Eventually a receptionist calls my name and then starts asking me strange, bewildering questions.
One of my eyes begins to twitch rapidly, and my tongue jumps out of my mouth like a snake’s.
Occasionally I make a loud grunting sound like I’ve been punched hard in the stomach. Often my
tics come one at a time, but today they’re arriving in clusters of three or four, probably due to the
stress.
87
I once told my parents that they couldn’t live through a single day with what I go through every day
of my life, and that was when I was a lot better than I am now.
It takes another hour or so for my parents to be interviewed by a doctor. When they come out, I
can see that my mother has been crying. My father looks exhausted and edgy.
When it’s my turn with the doctor, I can’t stop myself from shooting him the bird, too. The guy is
good about it. He totally ignores it. He’s young and gentle and pretty much puts me at ease.
“I drink more than I should at night,” I tell him, skipping the part about almost burning down my
parents’ house when I passed out on the couch with a lit cigarette. “I guess I like to get a little tipsy.”
This is the understatement of the year. Tipsy is my code word for totally wasted.
The doctor gives me a complete physical, and when it’s over he says I’m as healthy as anyone he’s
seen, which strikes me as very funny.
“So I guess I can go now?” I joke, punctuated by an involuntary tongue thrust.
“Yeah, right.”
Later, back in the waiting area, a male attendant approaches us and asks for any medicines we
might have brought.
“What do you mean?” my father asks.
“He needs these,” my mother cautions, taking out a large plastic bag crammed with pill bottles.
“The doctors will take care of that,” the attendant answers.
Mom reluctantly turns over the stash.
A while later, a female nurse approaches and leads the three of us deep into the rear of the building.
Everything is a lot different here. It’s darker and there aren’t any people around. It’s a spooky place.
I fight off a really bad feeling that I’m going somewhere I won’t be able to handle.
Eventually we stop in front of a massive door with a sign that says JUVENILE PSYCHIATRIC
WARD D.
88
Mental kids, I think.
“That’s not me,” I snap, pointing to the sign. “Mom, you know I’m not crazy.”
The nurse says, “We get all kinds of people here,” as though arriving at an insane asylum is an
ordinary event in anybody’s life.
“You’re here for your drinking,” Mom adds, “which they treat.”
“It doesn’t say that on the signs.”
The nurse takes a large metal key out of her jacket pocket, and I freeze at the sight of it. I’ve never
been in a hospital where the doors have to be locked. I come to a sudden realization: You don’t
lock doors to keep people out. You lock doors to keep them in.
Chapter 3
Dad gets it, too. He and I exchange fearful glances, and he lightly touches my arm.
The door opens as if it weighs a thousand pounds. When I refuse to move, my father holds on to my
arm tightly and guides me into the ward. The main corridor is small, maybe fifty feet long, before it
turns off at a right angle. There are no nurses, doctors, or equipment around, not like any hospital
I’ve been in.
Three boys are standing together at the end of the hall. They stare at me and whisper to one another.
Then they disappear.
A man hunched over a computer in a small office turns out to be the ward supervisor. He’s dressed
in very casual clothes and doesn’t look like a doctor.
He keeps working for a while, and when he finally turns to us, I notice that his eyes are unfocused.
He seems to be either stoned or a little retarded. If I didn’t know who he was, I’d guess he was a
patient.
After going over my papers, he leads the three of us farther into the ward. There are small offices on
either side of the main corridor. One of them is for dispensing medicine and has metal bars over the
opening.
89
We take a sharp right turn. All of the patients’ rooms are off this corridor. There’s also a common
area with a TV playing, but no one is watching it.
“How many kids are here?” I ask.
“Right now, eleven. Never more than fifteen. That’s a hospital rule.”
As we pass by the rooms, I count about eight kids and have no idea where the rest are hiding. All
are teenagers, none as old as I am.
The three boys I saw before appear again at the end of this corridor. As I get closer, they split up
and walk past me, deadly serious. This is not a bunch I want to be around when the lights go out.
And that includes the supervisor.
I’m getting more uncomfortable by the second. My skin is oozing a cold sweat. Hop. Hop. Hop.
I can’t do this. I’m ticcing like crazy now.
In a moment we come to a large sign on the wall with rules printed in thick black letters.
NO TWO IN A ROOM
DOORS MUST REMAIN OPEN AT ALL TIMES
ALL ARTICLES IN THE PATIENT’S POSSESSION UPON ADMISSION WILL BE
CONFISCATED
PERMISSION REQUIRED TO LEAVE PREMISES AT ALL TIMES
NO STANDING ON WINDOWSILLS
NO STANDING ON UPPER BUNKS
I wonder about this last one, then look up at the ceiling and understand. The entire area is covered
with a metal grating. The openings in the grid are too small to put your hand through. This whole
ward is a giant cage.
90
My heart is pounding as if it wants to jump right out of my chest and die on the hospital floor. How
bad must this place be if people have tried getting out through the ceiling?
“I’m not staying here!” I shout to my parents. “Don’t you understand? I can’t do this.”
I back away, then turn and start for the main door, the only way out.
I want to run but hold myself in check so it doesn’t look like I’m trying to escape; I don’t want
anyone to come chasing after me.
“I’m not like these people,” I call back to my father.
My sudden decision throws my parents into confusion. I think coming to a place that looks like this
is as much of a shock for them as it is for me.
“I’m not crazy! This place will make me crazy.”
My father’s expression changes slightly, and I can see in it a small ray of hope. He seems
sympathetic yet angry at the same time, and I can’t read which emotion is winning.
“You can’t give up without trying,” he says finally. “Give it time to work out.”
“I’m leaving. Didn’t you hear me?”
“What choice do you have? Think about it. This isn’t your choice anymore.”
This message sends me into a rage. I’m spinning out of control. I’ll crash my way out if I have to.
I quickly rush to the door and stop when I see that there’s another golden rule on it, etched on a
bronze plate. This one stops me cold.
NO ONE PERMITTED OUTSIDE AFTER 6 P.M.
My watch says seven twenty. We’ve already been in this so-called hospital for more than three
hours.
I try the door anyway. It doesn’t move, not even a jiggle.
91
My anxiety spikes way past panic. If they lock me up, my life will be over. I’ll die of fear. People
can die of fear. I’ve read about it.
“Take a few deep breaths and try to calm down,” my mother says when she catches up to me. “I
know you’re scared, Cory. We’ll work something out. We always do.”
“I promise I’ll stop drinking on my own,” I plead, my voice cracking. I’m completely helpless,
dependent on her — as usual. “I swear it. Please, Mom, I know I can do it on my own. Don’t make
me stay!”
Chapter 4
We’re back in the supervisor’s office, and he’s just returned after leaving us alone for a few minutes
to talk. My parents are having a really hard time deciding what to do. My father is usually fast with
decisions, but this one is giving him trouble.
Finally, he takes a breath and delivers the words I’ve been praying for. “We don’t think this is what
we need for our son after all. We had a different idea of the hospital before we came.”
I’m joyous inside. My father has done a complete about-face and is now going to fight for me. I
want to hug him.
Unbelievably, the supervisor isn’t taking my father seriously. He shakes his head as if he doesn’t care
what my dad just said.
“I’d appreciate you letting us out,” my father announces.
He has to say it again before it seems to sink in with the guy.
“It’s not possible for Cory to leave,” the supervisor reports without any emotion. “Once a patient is
admitted to the ward, New York State requires a minimum seventy-two-hour stay. It’s the law.”
“But we’re not admitting him,” my father explains. “We’re going to leave right now, before he’s
admitted.”
“He’s already admitted,” the man says more strongly. “It happened when he came through that door.
Seventy-two hours, no exceptions,” he adds, delivering what to him are just simple facts.
92
To me the number of hours — seventy-two — is like a death sentence to be executed in slow
motion.
My father jumps up. “I want to speak to the hospital administrator,” he barks. When the supervisor
still doesn’t react, he says, “Let me put it another way. I demand to speak to the administrator.”
The supervisor thinks about it, then shrugs and picks up his phone. In a minute he hands the receiver
to my dad.
My mother and I look at each other nervously. Everything is riding on this next conversation.
My father takes the phone and tells the administrator what’s going on. He listens for a long time, and
my mother and I don’t know what’s being said.
“There has to be a way,” he says finally, obviously very frustrated. “What if someone came here by
mistake, like we have?”
The debate continues, and he’s beginning to lose his temper, which isn’t like him.
“Even a criminal can post bond and get out of jail. What do you want me to do, call a lawyer?”
My father keeps going at the administrator. It seems hopeless. Then, all at once, he stops talking.
“Yes, I understand. Thank you. I will.” He hangs up and turns to us. “Maybe” is all he says.
Mom and I are both surprised when we hear who he’s calling next.
“Dr. Meyerson! Thank God you picked up.”
Dr. Meyerson is my current therapist. It’s an absolute stroke of luck that he has answered his phone
this late in the evening. We usually get his answering machine.
“We have an emergency here, and you’re our only hope,” my father continues.
The two of them talk for a few more minutes as he explains the situation.
After a while he lets out a deep breath.
“Say it just like that?” he asks. “Exactly that way?” He nods to us, then thanks Dr. Meyerson and
hangs up.
My father turns to the supervisor and announces defiantly, “I request the release of my son AMA.”
93
The man cocks his head suspiciously but doesn’t respond. Not a word.
My father repeats the special code letters, this time as an order. “We are leaving the hospital with
our son AMA. I’m told you understand what that means.”
In a moment, the supervisor nods reluctantly, then gets on the phone again.
While he’s talking to someone high up, my father explains, “AMA is an acronym for against medical
advice. It’s a legal code that allows the hospital to go around the law. It means that we understand
the hospital advises against it, and it shifts responsibility to us — the parents — and our therapist. It
lets the hospital off the hook in case a patient … harms himself or something.”
“You know I wouldn’t do that,” I reply, to reinforce his decision.
“It’s the only way we have a chance of getting you out of here.”
“And what if we’d never learned about AMA?” my mother asks. “Or if Dr. Meyerson wasn’t
around or didn’t pick up?”
My father shakes his head. “We were lucky. Very lucky.”
I study my father’s face. He looks older than I’ve ever seen him. He’s worn out. It’s been as long a
day for him as for me.
“Sorry, Dad.”
He nods, but he isn’t happy. “You know that we haven’t fixed what we came here for.”
It’s not a question.
A long time later, the nightmare is finally ending. The supervisor is still waiting for whatever
approvals he needs. My breathing has almost returned to normal.
Eventually someone comes into the ward with papers and the required signatures. The supervisor
gets his key, and the thousand-pound door swings open again.
It’s been five hours since we entered the hospital. I walk out the front door without looking back.
The ride home to New Jersey is silent. No one has the energy to say anything, and nothing we can
talk about seems important compared to what’s just happened.
94
My mother lets me smoke a cigarette, then a second one, and after that I fall asleep. In an hour or
so, they wake me in New Jersey and I drag myself into our darkened house.
“I really mean it, Mom. I’m going to quit drinking,” I tell her before going to bed. “I know I can do
it.”
I’m not lying. I really believe I can.
It’s the middle of the week, and my resolve lasts until Friday night, when my body is again driving
me crazy. After my parents go to bed, I sneak down to the basement and chug five or six big
swallows from a bottle of vodka my father thought he’d hidden when he’d squirreled it away in the
back of an armoire in the living room. In a short time, the bottle is only half full.
I fall asleep with my head reeling. Images of the psychiatric ward are getting hazier. I have a dim
awareness that despite my honest desire to change, my absolute need to change, I won’t be able to.
Something else is going to have to happen. And happen soon.
In the Blink of an Eye
Chapter 5
Many years before my narrow escape from the psychiatric ward, my mind begins to play terribly
cruel tricks on my body. My life changes forever sometime before my fifth birthday, with a simple
shake of my head. Just like that.
It starts as I’m playing a video game. I feel an unusual, intense tension building up in my neck, and I
think the only way to relieve it is to jerk my head to one side. A little while later, the tension is back
and I do it again.
Soon my head is twisting more and more often, and the muscles in my neck are beginning to cramp.
I’m starting to get scared. Remember, I’m not quite five years old at the time. I’m just a little kid.
I try to stop, but the more I hold back, the stronger I feel the need to do it. My parents are looking
at me, wondering what’s going on.
That makes three of us.
95
When I wake up the next day, my head shaking is more or less a continuous thing. By lunchtime I
know that my mother and father are worried because they aren’t talking as much as they usually do.
By the following afternoon, the three of us are on our way to see a doctor. My father is driving
pretty fast, and it feels as if we’re in a speeding ambulance. At first I think it’s my pediatrician we’re
going to see, but it’s not.
“Is it going to hurt?” I want to know, stepping into an unfamiliar office.
“No, honey. This is a doctor who just wants to talk to you. This is a talking doctor.”
In her office, Dr. Laufton asks me a lot of questions, such as “Do you ever feel like you have extra
energy?”
“I guess so,” I answer, because I think that’s what she wants to hear.
Looking back, I realize this wasn’t a good question. How could a kid my age have any idea what
extra energy feels like?
“Why do you think you shake your head so much?” she asks after that.
Just thinking about it makes the shaking more violent. “I don’t know. It feels like it wants me to,” I
say in between head thrusts.
That evening, my mother gives me a little pill to take. It’s called Ritalin. I fall asleep pretty fast, but in
the middle of the night I wake up feeling very restless and frightened.
I have no way of knowing it at the time, but Dr. Laufton has guessed wrong on the condition that’s
making my head shake. And she didn’t realize that giving me Ritalin was like trying to put out a fire
by drowning it in gasoline.
Brainstorm
Chapter 6
After two days on Ritalin, I wake up having to move different parts of my face all the time — my
nose, ears, forehead, cheeks, tongue.
96
Every few seconds, I squeeze my eyes shut until they hurt, then open them as wide as I can, then
repeat this over and over. In the bathroom, I can’t stop looking at myself in the mirror and distorting
my face into the most grotesque expressions I can possibly make. I don’t find the faces funny, just
weird.
It’s obvious that whatever was controlling me before has only been worsened by the medicine. For
some reason, though, the urge to twist my head is gone. For now, anyway.
A day or two later, I’m in the kitchen and I’m about to eat breakfast with my sister, Jessie. Jessie is
only eight months older than I am. My parents adopted her when my mom thought she couldn’t
have children of her own. Then Mom got pregnant with me that same week. Jessie may be only a
little older than I am, but she’s years ahead of me in just about every other way.
This morning I’m thinking about armies of bugs and germs. So there I am at breakfast, getting
extremely disgusted by the idea that they could get inside my body somehow.
Then I see a big hairy horsefly buzzing overhead.
“Get it away from me!” I yell to anyone who can help. “Get it away, get it away!”
“Do you know what flies do every time they land?” Jessie says to me.
“What?”
“Throw up or go to the bathroom.”
I’m so disgusted by this thought that as the fly lands near my plate, I start gagging.
My mother sees me and tries to swat the fly with a dishcloth, but she misses. The idea of its insect
guts being smeared on the countertop makes me almost throw up again, and I beg her not to kill the
fly.
“Please, Mommy, don’t!” I screech.
Still, I’m very hungry. Last night the spaghetti Mom served made me think of a bunch of long, skinny
white worms, and I went to bed without eating supper.
Jessie lifts a forkful of pancakes dripping with maple syrup, and I get past my bug thoughts long
enough to do the same.
97
Enjoying her meal, she turns to me to see if I like it as much as she does. So there’s absolutely no
reason why, without any warning, I spit my mouthful of pancakes right in her face.
Jessie is so shocked that she just sits there, covered with food. Then she starts screaming.
“Don’t do that again,” my mother scolds loudly. “Tell your sister you’re sorry.”
I should feel bad, but instead I’m mostly fascinated with the impact of my spitting.
“Sorry, Jessie.” Then I repeat, “Sorry, Jessie.”
For some reason the word sorry stays in my mind. I want to say sorry again.
“Sorry. Sorry. Sorry, Jessie. Sorry, sorry, sorry.”
Repeating the same word over and over makes everyone even more angry at me.
After a while Jessie calms down and we continue to eat, but the urge strikes again, and I can’t help
spitting another mouthful of pancakes at her.
This time her earsplitting scream brings my father running — and when he leans in to scold me, I spit
right in his face, too. He’s so surprised, he doesn’t know what to do, except wipe his face with a
towel.
“You’ll have to leave the kitchen,” my mother says, more serious than I’ve ever heard her. Actually,
she looks more worried than angry. She doesn’t understand why I’m doing this spitting thing any
more than I do.
Instead of listening to her, I reach for more food to do it again. She takes the plate away just in time.
“Sorry, Dad. Sorry. Sorry, Mom. Sorry, Jessie. Sorry.”
“That’s the worst thing you can do to people,” my father tells me, still dabbing wet spots on his
cheeks. “The worst, Cory.”
“Sorry, Dad. Sorry,” I say, making a silly face.
I jump off my chair and take off to the family room, hooting as I run. I can’t understand what’s
happening or what I’m doing. I love my family and would never spit at them.
This isn’t me.
98
So who is it?
Chapter 7
After I’ve spent a few more days on Ritalin, the totally new things I feel compelled to do keep
shocking all of us.
And they change from day to day.
My parents tell Dr. Laufton they want me to stop taking the drug, but she says we have to give it a
chance to work and allow my body time to adjust to it. I think that if the doctor had to live in my
body for even a few minutes, she’d never give out that advice again.
Later that week at dinner, my father is at my side, showing me how to use my knife and fork.
“You feeling better today?” he asks.
Right away I answer, “You feeling better today?”
“No, I’m serious,” he tries again. “How are you doing, Cory? I want to know.”
“No, I’m serious. How are you doing?” I repeat back to him. “I want to know.”
“Please don’t do that,” he says.
“Please don’t do that,” I answer, even though I don’t want to. I want to talk to him about normal
stuff, but instead I’ve made him angry with this stupid new habit of becoming a human echo.
Later on, when anybody tries to talk to me, I repeat their words before they can even finish the
sentence. When I do this for the fifth or sixth time with my father, he gets up and walks away from
me, just shaking his head. There’s an expression on his face that I’ve never seen before, more like
sadness than anger. My father’s feelings always show on his face.
The next day, Jessie and I are in the TV room and I have a new urge: clearing my throat. The sound
I make is halfway between a grunt and a low-pitched musical note.
After she’s had enough, Jessie gets up to leave rather than start another fight. But as she passes by, I
have to touch her on the shoulder.
99
“Don’t do that, Cory,” she says.
I touch her again several times at even intervals until something inside me feels satisfied.
“Get away from me,” she yells.
I run after her, touching her shoulder again. Two taps, a pause, then three taps to make the feeling of
having to do it go away. Her yelling gets my mother’s attention and gets me a time-out.
“Sorry, Jessie. Sorry. Sorry, Jessie,” I begin repeating like some kind of broken record.
Alone in my room, I pound my head with my fists to make it stop doing these things.
The next morning, I hear a song on my stereo, and when it’s over I can’t stop hearing the melody. It
pushes out all other thoughts until I can’t concentrate on anything else.
Later on that day, I hear a silly word in a cartoon and have to say the word over and over to
everyone I come across. Gooneybird. Gooneybird. Gooneybird. I’ve begun to flap my arms like a
bird, too, and I run around the house doing it whenever I get excited.
Things are getting worse every day, not better like the doctor said.
Today I’m like a jack-in-the-box, with new surprises popping out at any given moment. I feel as if
my body is filled with electricity, and when I go to bed I can’t lie still, even though I’m exhausted
from my body moving all day. After a while my mother gives me a dose of Benadryl to get me to
sleep, then another when the first doesn’t work. The two doses eventually knock me out.
Finally, Gooneybird sleeps.
Chapter 8
Two weeks after our first visit to Dr. Laufton, we’re back in her office, but I can’t sit still in my chair
for ten seconds. The head shaking is back full force, plus a lot of extreme grimacing and blinking and
God only knows what else I’m doing. Even I can’t keep track of all my new movements.
Dr. Laufton closes the notebook she’s been using and sits back in her chair. She talks about some
medical stuff that I don’t understand. But I catch a bunch of unusual words coming out of her mouth.
100
“When I saw Cory last time, I thought we were dealing with attention-deficit/hyperactivity disorder,
ADHD, especially after he told me about feeling so much energy.”
“But not now?” my father asks in a sharp tone. He isn’t a big fan of the Ritalin that’s turned my mind
into fruit salad.
The doctor doesn’t like the sound of his voice. “Cory, would you like to go into the waiting room
and play with some of the toys I have there? I think you’d enjoy that.”
My mother tells me to go and that she’ll be there in a few minutes.
Years later, my mother filled me in on what was said after I left. Dr. Laufton wanted to let my
parents decide what and when to tell me, but she said that from what she saw, it was likely that I
had Tourette’s syndrome. The head twisting, the grimacing, the spitting — they were all tics.
Vocalizing — making sounds such as throat clearing — was another common symptom of
Tourette’s. Echolalia was the term for repeating other people’s words.
The doctor said there was no quick fix to get rid of the condition, that my body needed to move on
its own. But there were any number of medicines and combinations of medicines we might look into
— it would be trial and error.
My mother and father didn’t know it at the time, but they were about to go on a scary rollercoaster
ride that would last for many years.
I already knew what the ride would be like.
I was on it — and I was in the front seat.
School Daze
Chapter 9
I don’t remember much about nursery school; mostly my teacher yells at me to do things I’ve
forgotten to do and to stop fidgeting.
There are constant time-outs when I can’t do simple things fast enough, such as hang my coat on a
hook. My teacher is always mad at me, even though my mother tells her I can’t help what I do. The
teacher says my mother is overprotective and that she should go have another child and leave me to
101
her. The truth is that in addition to my body movements, I was also born about seven weeks’
premature and therefore am not as good with my motor skills as most kids are at that age.
By the time that long, excruciating spring and summer finally end and I arrive at kindergarten, it is
obvious to my parents that my condition is actually several conditions. It is their choice not to tell me
or anyone else the names of them. Tourette’s syndrome isn’t something people understand much
about. It just makes you weird to other people.
And to yourself.
In first grade, my behavioral problems are a lot easier to see. My body is doing strange things
several times a minute, and it has to be obvious to everyone that there is something very unusual
about this kid named Cory.
My parents have found a new therapist for me. Her name is Dr. Pressler, and she is one of the
world’s leading experts in Tourette’s syndrome.
The drive to meet Dr. Pressler takes about an hour and a half, because her office is in a medical
building in another state.
After examining me, she puts me on a different medicine that’s actually for people who have high
blood pressure, but she says it helps a lot of Tourette’s kids. Pretty much all the kids like me start off
on clonidine.
When my behavior and my movements don’t get much better, Dr. Pressler slightly increases the
dose every few days, like my other doctor did. Clonidine definitely tires me out, so I don’t have as
much energy. But it doesn’t stop me from twitching and jerking my arms and legs, or even from
spitting at kids in school, which I’ve done off and on since my Ritalin days.
Some of the things I’m doing may not even be tics at all. Lately I have to stab paper cups with pens
and knives, and I have to wash my hands several times after I use my computer. These compulsions
don’t feel the same as the other tics.
Then suddenly I start something new that happens every morning before school.
102
As my mother creeps ahead in a long line of cars to get to the entrance of the Dellbrook School, I
get obsessed with the thought that something terrible is going to happen to her after she drops me off
and I’m not around to protect her.
She’s going to fall down a flight of stairs and die.
She’ll be hit by a car or fall into a ditch.
Unless… unless…
Suddenly I think of the one thing that can save her, my mom’s only hope.
“Promise you’ll be first in line to pick me up?”
It doesn’t matter to me that this isn’t a logical solution to my mom getting hurt after she drops me off.
All I know is that the thought seems to take away my feeling of dread.
“I will if I can, Cory,” she says, sounding very unsure about my plan. “I can try, but there are a lot of
mothers who come here to pick up their kids. I don’t know if I can always be first.”
“But you have to do it — every day. Every single day. You have to.”
I wait for her to answer and can see that she’s trying hard to work it out.
“Okay, honey. I will,” she agrees.
“You’ll be first in line when school is out? Will I see your car right away?”
“Yes, Cory, I’ll be first in line.”
“Every day?”
“Every day.”
“Even forever?”
“Yes, even forever.”
Chapter 10
103
One day my worst fear comes true. Leaving school, I see a silver station wagon at the head of the
line. A wave of horror shoots through my body. She’s not here. Something happened to Mommy!
I know that any second a teacher will come to tell me the bad news. She’s been hit by an airplane
that fell from the sky. Or there was a terrible car accident. I start crying uncontrollably, shaking
horribly.
Then I see my mother in the distance, pulling up to the school quickly. She drives as close as she can
and stops behind the silver wagon to be … second in line!
My mother rolls down the passenger window and yells for me to come, but I’m frozen in panic, still
sobbing and shaking my head.
She yells again, but I still don’t move.
A moment later, she steps on the gas and pulls around the silver car and ends up in a fire zone. Right
away a crossing guard charges at her, as if she’s just driven through the school’s front window.
“You crossed the yellow line, lady. You have to move,” he shouts loud enough for everyone in the
pickup area to hear him.
By the time I’m running to her, she’s surrounded by the crossing guard, a policeman on a bicycle,
and a large, angry lady bus driver. In the middle of all the shouting and arguing, I dive into the car,
and my mother takes off quickly.
On the way home, we don’t talk about what just happened, and I don’t really care anymore. I’m
listening to a heavenly choir, singing words that thrill me.
She’s alive, she’s alive. My mommy’s alive!
And I’ve made it through another day without my mother getting sucked down into a manhole.
So Hard to Be Good
Chapter 11
No one can imagine how horrible this is. Every single day, something bad happens to me.
104
A few steps from the front entrance to school, a spasm shakes my shoulders and freezes me in
place. I jerk my chin straight up to the sky as high as it can go and lock it in that position for the next
three or four seconds.
When the spasm finally stops, I take a few deep breaths to relax, but it happens again, then again a
few steps later. I’m only six years old and don’t know why my medicines aren’t helping me by now.
Nothing is working. I’m actually getting worse.
I’m incredibly discouraged that the day is starting off with my tics being so bad. I like going to
school, and my first-grade teacher, Mrs. Wilkens, has been nice to me so far. My mother was able
to have an early conference with her, and she “gets” my problems and knows how to deal with me.
Mom is always having to explain me, not only to the teachers but to everyone who sees me acting
funny. Once she clarifies the situation, people usually get over their shock. But not always.
I try not to look back at the car because I know that my mother is still watching and feeling bad for
me. She always tries to hide how worried she is, but these days she doesn’t look as happy as she
used to. I wish I could stop being the way I am for her. She is the best mother anyone could ever
have, and I love her so much.
School only makes my tics worse. There’s no doubt about that. Now there are so many tics we’ve
started to give them names. The hopping tic, the bend-at-the-waist tic, the chin thrust, the scrunchy
face. When I began the twisting tic, I felt something rip in my back, but I still had to keep doing it. I
had to go to the hospital and be drugged asleep in order to make it stop. I never thought the twisting
tic would end, but it did after a few days.
My tics keep changing all the time. They started mostly in my neck and face, but now they are all
over my body and affect my large-muscle movements. There doesn’t seem to be any limit to how
many kinds there are.
I do the chin thrust a few more times before getting to the front door of my school. The pressure is
so strong on my spine it feels like it’s about to snap. This is not such a wild thought. I already know
that my tics can make me hurt myself. Before I ripped the muscle in my back, I was biting down so
hard on a bottom tooth that I broke it in half and had to be rushed to the dentist. The dentist didn’t
believe what had actually happened.
105
Even though I’m trying hard to be good, this day gets off to a terrible start. During the spelling
lesson, Mrs. Wilkens asks me to write the “word of the day” on the blackboard, and I feel proud to
have been selected. I can tell she likes me, even though I tic a lot in class and require some extra
work on her part.
When I get to the front of the class, Mrs. Wilkens pronounces the word of the day and asks me to
write it.
My writing isn’t very good because I have trouble holding the chalk and forming the letters, but I
always try my best to please her. And everybody else.
Before I start, I sound out the word in my mind, the way she told us to do. Then I turn to the
blackboard and get the chalk ready.
But instead of writing the word of the day, my hand writes the word SHIT in great big letters.
For a moment I stand there, staring at the word in horror and shame.
I don’t know what just happened, only that something told me to do it. I know it’s one of the worst
things I could have done, and I’m as shocked as anyone.
As soon as the kids see the word, they start laughing and pointing at the blackboard. I’m so
embarrassed, I want to erase it, but I can’t.
“Sorry,” I say to Mrs. Wilkens. “Sorry. Sorry.”
My face contorts, and my eyes close and open fast and tight. Not only have I written a bad word on
the blackboard but it’s making my tics worse. The combination of what I’ve written and my silly
faces starts the other kids laughing harder and louder. Mrs. Wilkens isn’t laughing at all. She’s angry.
“Everyone be quiet,” she shouts. “Cory, take your seat. Now.”
“Sorry,” I say again, but I don’t think she’s listening.
Then I get the idea that it will be better if I make it look like I’m doing everything on purpose, as a
joke. The kids will think that I’m funny and not just weird. So I make a few more silly faces,
including a dopey grin. This makes the kids laugh again. I laugh along with them.
Mrs. Wilkens yells at us again, and this time the room goes completely silent.
106
I get to my seat and slip into it quietly. Inside, I’m feeling so bad that I let Mrs. Wilkens down when
she trusted me at the blackboard. But I also realize for the first time that I can get kids to laugh with
me instead of at me when I do something inappropriate. I can become the class clown.
One thing is for sure. From this day on, I can’t go to my classroom without thinking about writing
SHIT or some other bad word. And I live in paralyzing fear of going up to the blackboard again.
Danger Everywhere
Chapter 12
I’m making it very hard for my mother to drive. We’re coming home from the YMCA, where she’s
taken me to play basketball with some kids like me who don’t have much else to do or other kids to
play with.
We’re on a narrow country road, and the traffic is bad. My mother is trying to make a left turn at an
intersection, but there’s another car coming at us, and she has to decide if she can make it in time.
Already on this ride I’ve been sticking my head out the window and also making silly faces in the
rearview mirror, like I used to do in my bathroom. This is getting my mother upset, but not as upset
as when I need to open my door while the car is moving.
The reason I’m so wild today may be the new medicine I’m on. I’m getting anxious about starting
third grade only a few weeks from now, so my doctor is trying a new drug called Haldol. This one
was made for people with problems such as schizophrenia and big mood changes.
The Haldol is already having a bad effect, making me do strange, risky things — like now, when
we’re driving.
Just as my mother is about to turn left, I have an urge to do something new that is unexpectedly
dangerous. I suddenly touch the steering wheel and push it to the right.
When my mother feels the wheel turning out of her control, she pushes my hand away.
“Cory, you could cause an accident!”
107
This makes me want to touch the wheel even more, but I just tap it in a teasing, slightly threatening
way.
All the while, an oncoming car is getting closer. By now I’ve distracted my mother so much that
when she faces the road again, she has to make a faster decision.
She steps on the gas pedal, but I can see she’s so upset, she’s made a mistake. The car is coming at
us too fast. We’re not going to get out of the way in time, and it’s too late to stop.
“Mom!” I call out. “Mom! Mom!”
My mother tries to speed up, but the oncoming car is right next to us. It slides sideways as the driver
hits the brakes and tries to steer around us.
A thunderous crash rocks our car. It lifts the front end right off the ground. Suddenly I’m flying
forward. My head slams hard into the windshield with a loud crunching sound. I see a blinding white
flash, then little lights sparkle in my eyes.
“Mom?” I cry out in pain and confusion.
Chapter 13
When everything stops moving, there’s smoke spewing from the engine of the car that hit us,
blowing crazily over the hood. A young woman pries open the door and steps out, crying and
stumbling over her feet.
I’m dizzy from the hit against the windshield. I look over at my mother to see how she is.
Her head is resting on the steering wheel. I think she’s hurt very badly, and I know it’s because of
me. But then she pushes herself back up and lets out a breath. She looks at me in wonder, then at
the windshield. She sees the broken glass.
“Cory, are you all right?” she asks. I can tell she’s very afraid. I’ve never loved her more than I do
right now. She’s so precious to me.
“I guess so,” I say, trying to be brave.
“Does your head hurt?”
108
She touches a large swelling on my forehead that I hadn’t noticed. Now I can feel it pulsing, but
there’s no pain yet and it’s not bleeding.
“I don’t know why the air bags didn’t go off to keep you away from the windshield,” Mom says.
And I don’t know why I needed to touch the steering wheel.
Father, and Other F Words
Chapter 14
When the phone rings, I look away from the video game and listen to hear who’s calling. I hope that
my mother will shout my name and tell me that it’s a friend who wants to play — but, as usual, it
isn’t. Fourth graders are pretty much staying away from me nowadays. My tics are driving me and
everyone else crazy.
Even Jessie is keeping her distance, and we’re usually pretty close. A few days ago, I was in the
front seat of our car and suddenly hurled myself over the backrest and landed on top of her. I hurt
her so much that she screamed in pain. I feel so bad when I have to do things like that to her. Jessie
used to try to calm me down and hug me when I got restless, but now there are too many things I
do that threaten her, and she can’t trust me anymore.
My father is spending more time with me, probably to make up for my not having any friends.
One afternoon, my father and I are in the basement putting together a new model car with a real gas
engine. The car has hundreds of tiny parts, and he’s helping me find one that’s missing. After looking
for a while, I’m suddenly aware of how close our heads are. The fact that they’re almost touching
gives me an urge to do something wild and inappropriate, like spit in his face. Something is telling me
to ruin our good time.
Out of nowhere the F word flies into my mind. It’s the worst word I can say, like the time I wrote
SHIT on the blackboard at school. I try hard to hold back from saying it, but when the urge
becomes overpowering, I lose the fight. Only it comes out as fu fu fu fu fu, as though I’m stuttering.
My father knows right away what I’m almost saying.
“What’s that about?” he wants to know with a disappointed expression.
109
“I’m not sure. It just came out.”
“Where did you hear that word?”
“Nowhere … I guess.”
He starts to tell me not to do it anymore but then stops short. He knows the first rule: telling me not
to do something only makes me want to do it more.
“Sorry, Dad. Sorry. Sorry, Dad.”
“That’s okay, don’t worry about it,” he says. Shifting topics, he goes on, “Have you seen anything
that looks like this?” He points to a picture of a part in the car instructions.
“Fu fu fu fu fu,” I answer.
“I bet it’s in here somewhere,” he says, ignoring the near curse and digging into a new pile of loose
screws and plastic pieces.
I guess I’m lucky that I almost never feel the urge to curse in front of people like some kids do, and
that when I start to, I can usually control it. If you have to curse out loud, you can’t be in a regular
classroom or go to the movies or restaurants because people don’t understand. Just like when I give
people the bird. No matter how many times my mother or father explains that I can’t help it, they
don’t believe it.
My father’s distractions help me forget the F word, and we spend a happy time putting most of the
car together.
“How’d you get so good at this?” he says when we’re done for the day.
“Dunno,” I answer proudly.
But I do. I can spend hours at a time doing something I love because it becomes an obsession.
Sometimes obsessions can work for you.
In bed that night, I can feel the medicine helping my mind shut down. I think about what a mostly
good day I had with my father, and then I remember the one thing that wasn’t so good.
Fu fu fu fu fu, I say softly into the darkness. Fu fu fu fu fu.
110
I don’t think this is a regular tic. It’s more like a thought I have to act on. Or maybe that’s the same
thing. And I suddenly recall where I first got the idea of having to say bad things and having no
control over it.
Our family had recently watched a comedy that made fun of different kinds of people with terrible
conditions. One was a woman who kept cursing out loud, and she explained that it was because she
had Tourette’s syndrome. I remember being so surprised.
“Does Tourette’s make people say bad words?” I whispered to my father.
He looked really angry, but not at me.
“No, this is a bad movie, Cory. They make fun of people who can’t help themselves, and they
shouldn’t.”
And that was the way I learned about the cursing tic. It’s called coprolalia.
I go to sleep wondering why grown-ups would want to make a movie that pokes fun at people who
can’t help themselves. And I wonder if they still would if there was somebody in their own family
like me.
When Good Turns Bad
Chapter 15
It feels strange and almost wrong to see the hallways so empty and silent at this time of day in such a
big school.
I’m late for class because the extra Benadryl I needed to take last night made me oversleep. It’s the
end of fourth grade, and it’s getting harder to stay in school for the whole day, but I want to try.
Yesterday I was twitching and jumping around so much that my shirt was soaking wet by sixth
period.
On the way to class, I see three girls around my age whom I haven’t noticed before. They use the
word like about ten times in five seconds. And I, like, go with him, and, like, oh my God! That’s,
like, so awesome.
111
I wonder — do they have tics? Is saying like really a tic? If so, I know an awful lot of other kids
who have it.
As they pass by me, I bend at the waist and jerk my head to one side. The girls stop their
conversation and smile as they go by, but after they’re farther down the hall, I can hear them
giggling. I don’t know if it’s because of me or something else.
Still, I feel pretty good about being in school today. I don’t know if it’s my new medicine or not. I’ve
been completely off Haldol for a while, and Dr. Pressler has replaced it with Cogentin. This is yet
another medicine made for something else, in this case for people with Parkinson’s disease.
Parkinson’s sufferers have problems with the way their bodies move, so I guess that’s a good
reason to try it on me.
Dr. Pressler will do anything to help. She’s very disappointed that she hasn’t found a great medicine
for me like she has for hundreds of other children.
So far Cogentin is better than Haldol. Or maybe it’s just that the Haldol is wearing off. I never
know. A lot of my wild behavior has stopped, especially the feeling that I might need to curse.
Haldol gave me an unbelievable appetite. Now my body is doing some new things. I guess that
could just be a sign of getting worse as I get older.
The real problem is that it’s hard to know what’s causing what, with everything going on at the same
time. There are all the different medicines with different doses and combinations, and the time of
year. Spring usually seems to be the worst. Then there is the stress of school and of the way
Tourette’s always changes, getting worse, then better, then worse again. It’s called waxing and
waning. With all this, none of my doctors have been able to figure out precisely what’s going on, so
whenever they prescribe a new medicine, it’s always just a guess.
The best thing about school this year is my teacher, Mrs. Erlanger. She never ever lets the other kids
make fun of me. She’s explained to them that just because my body moves, it doesn’t mean there’s
anything wrong with me, and that it’s no big deal.
Today I promise to be extra good in class for her. Today I’m going to be a “Tourette’s angel.”
Chapter 16
112
By the end of the morning, things are going well. Mrs. Erlanger has called on me almost every time
I’ve raised my hand. She praises me a lot and never lets my ticcing bother her. She tells my mother
that she loves the way I always contribute in class. I can’t tell you how great that makes me feel —
like I’m a regular kid.
Things change at lunch.
I see my two old neighborhood friends sitting alone at a table, and there’s an empty seat next to
them. I sit down and say hi. They look at each other, then just get up and leave. They never say
anything; they just take off. I feel so bad I can’t stand it. They go to sit with their other friends.
After that I don’t want to try to sit with anyone. Most of the time I eat alone anyway, except now
and then I sit with William. He’s a nice kid who doesn’t seem to have friends either. William has
learning disabilities.
Eating by myself isn’t that terrible, mainly because I love the food my mother packs for me. Today
my lunch box is stuffed with all my favorites — fruit salad, cookies, and sandwiches my mother
makes herself.
Back in class, Mrs. Erlanger is slowly reciting a poem for us and wants us to print it out as she
speaks, but I’m having trouble. The pencil is clumsy in my hand, and I need my words to be exactly
on the blue line, not even a little above or below. I also need my letters to be perfectly formed, and
since I can never get it right the first time, I have to erase and start over. I’m doing that so much
today that I’ve made holes in my papers. I hate the sloppy holes so much.
Soon I’m so far behind that out of frustration I break my pencil in two and stop working. I’ve been
breaking pencils in two all the time lately, at home and in school, even when I’m not using them to
write. I don’t know why. I just do it.
To try and relax, I begin to drum my fingers on my desk. I drum out a series of beats over and over,
so after a while it attracts attention.
Mrs. Erlanger looks up and sees that it’s me, then gives me a little smile and goes back to her
reading.
One of the good things she’s done for me is to make me the class messenger. This is a job the other
kids want since it gets them out of class for some free time. When Mrs. Erlanger sees that I’m
113
getting a little out of control, she usually says, I need someone to go to the office for me. Cory,
would you mind? So while everyone else continues studying, I get to leave before I disrupt the class
any further, and I go chill out in the nurse’s office.
As I keep up my drumming, Mrs. Erlanger seems to be getting annoyed. I guess it can get on
anyone’s nerves after a while. It even gets on mine.
I soon realize that I’m getting stuck on drumming, and I stuff my hand in my pocket to stop. I’m
trying so hard to be good.
I look around and I see a kid named Jerome grinning at me. He sits a few seats away and is one of
the boys who likes to get me in trouble.
When I stop drumming, he makes a low chirping sound that I can hear but the teacher can’t. It’s
similar to one of my throat tics, and thinking about it makes me start doing it, which is just what
Jerome wants.
Soon I chirp loud enough for the other kids to hear, and I make a silly face so it looks like I’m doing
it on purpose — the class clown again.
Now I’m chirping so much a bunch of the boys start to imitate me, and that does it for Mrs.
Erlanger. She jumps out of her chair with an angry look I haven’t seen before.
“This is not funny. I need you all to be quiet. Do you understand?”
The room gets so quiet that I can hear somebody outside mowing a lawn. At first I’m relieved that
the laughing has stopped, but then the silence gets to me and becomes its own problem. I need to
do something to break it. I know this is a terrible time to make a noise, but that’s what the urge is all
about.
Finally it gets so strong I can’t stop it. My throat makes another chirp, then another one, even
louder.
The class holds its breath, waiting for Mrs. Erlanger’s next reaction.
“I think it would help if you could control that, Cory,” she says in a sharp, slightly strained voice.
114
I can’t believe it. Are you asking me to stop? She knows I can’t control it, and telling me to only
increases my need to do it. I feel like I’ve suddenly been attacked by the only person in school I can
trust.
The tension makes me chirp again, even louder, and now I’m stuck in a terrible cycle I can’t get out
of.
“I think a time-out will do us all some good!” Mrs. Erlanger shouts over the noise. “Cory, why don’t
you spend a few minutes outside in the hall?” she says, and points to the door.
Her order stuns me. I’m supposed to be a messenger when this happens, not punished. Everyone
knows the hall is punishment. I’m confused and hurt, really hurt.
I get up to leave and grab my book bag without looking at it, but the bag is open and all my books
and papers spill around me on the floor. This starts another round of laughter from my classmates.
Nothing is making any sense. My favorite teacher is mad at me and she’s making me act worse. My
classmates are provoking me into doing things they can make fun of. I’m lost and embarrassed and
ticcing wildly. I’m so afraid, I can’t stand it.
Then I realize that another bad feeling is starting up inside of me.
I’m beginning to get angry. Very angry.
“’Night”
Chapter 17
I love my sister — she’s my best friend — but sometimes it’s so hard for us, unbelievably hard and
unfair. I can cause her a lot of trouble and pain, and every now and then she starts to get even.
I don’t know why she picked tonight to try to trick me. It’s bad enough that a new tic is making me
twist my shoulders so hard that the bed creaks. Add this to all my other nightly thrashing around,
and my bedposts are getting wobbly enough to collapse.
But just as the clonidine and Benadryl are finally beginning to work, I hear Jessie from her bedroom,
which is right next to mine.
115
“’Night, Cory,” she sings out a little too happily, and my eyes pop open.
There are certain phrases people say to me that I always have to respond to. Saying good night is
one of them, and Jessie knows it.
“’Night, Jessie,” I say as quickly as I can, trying to make it sound as if it’s the last time we’ll be
doing this.
I’m about to drift off when she does it again.
“’Night, Cory.”
“Stop doing that, Jessie!” I yell back, and quickly follow it up with another “’Night, Jessie.”
This isn’t like her. Jessie is almost always on my side, but lately things are changing. She used to let
me join in when her friends came over to play, but now she takes them right to her room and locks
the door. I guess it’s hard for her to have a brother like me when she’s trying to be regular.
Yesterday she deliberately got me in trouble. When my mother wasn’t around, she told me that it
was okay to pee in the bathroom sink. And when I did, she told on me.
It’s easy for Jessie to trick me, just like she’s doing tonight. She’s smart and plans ahead much
better than I do. A while back, she made up a rule that whoever yells Front seat first gets it when
we go for a ride. I agreed because I thought I’d always remember, but so far she’s won about a
hundred times in a row. Occasionally she remembers to call Front seat when we’re still in the house.
And every time she wins, she laughs in triumph.
I stay awake for a long time, waiting for Jessie to say it again, which is just as bad as her doing it,
but finally, when nothing more happens, the medicine takes over and I drift off into…
“’Night, Cory.”
The gleeful little call splits open the darkness, and I sit up in bed and yell for my mother, who shows
up fast.
“What’s the matter, Cory? Are you all right?”
“Jessie won’t stop saying ‘ ’Night, Cory.’ She’s doing it on purpose.”
116
Mom ducks into Jessie’s room and scolds her until she promises to stop.
Finally, sleep arrives, and with it my best dream. I’m riding a motorcycle on a highway that goes on
forever. I’m traveling faster and faster, bent down over the handlebars, passing everyone else. I’m
not thinking about anything as the cars and trees fly past — except the thrill that’s rippling through
my body.
Eventually I’m going so fast that my motorcycle races ahead of the sound of its roaring engine, and
I’m moving in a state of blissful quiet, as if I’m the only one at the very tip of a spaceship. A
wonderful voice talks to me, telling me that this is how happy I will be someday. This blessed
freedom will be mine.
And then comes another voice, from another place and time, a softer one, just loud enough for me
to hear.
“’Night, Cory.”
The Lure of Branches
Chapter 18
I stare up at the two-hundred-year-old tree in my backyard, almost out of breath from the
excitement. It’s more than a hundred feet tall. I wonder how many storms it must have survived to
still be here, waiting for a barefoot kid with an unusual urge to climb.
The tree trunk has to be at least twenty feet around and looks like a huge elephant’s foot. I wonder
if I’m really crazy to be doing this, but I don’t think so. Crazy is someone who kills people because
his dog tells him to.
I have to climb because there’s no other way to get rid of the urge that’s building up inside me. It’s
as if I have wires in my brain that light up at the thought of it, but they’re wired to the wrong places
and don’t allow the electricity to turn off.
So this isn’t about being crazy. This is about bad wiring.
Right now I should be at school with the other fifth graders, but today I can’t sit still long enough to
make it through the whole day.
117
So this afternoon, while the other kids are learning English, geography, and math, my assignment is
climbing.
Lucky for me, the kids who lived here before left a homemade rope ladder that’s still attached to the
first branch. I stand on the rope step and can tell it’s strong enough to hold me.
I hook my foot around the next rung, but right away my leg shoots straight out and slams into the
tree. This is what I’m most afraid of, the excitement making my body spark more than usual. A
wrong move a hundred feet in the air will make the trip down a lot faster than the climb up.
On the next try, my leg is okay, and I keep going until I run out of ladder and can grab hold of the
first branch and pull myself into the tree.
The next few branches line up one above the other, and I climb them quickly. Then a large gap stops
me.
My bending tic hits all at once, and my stomach clenches so hard that for a few seconds I can hardly
breathe. The thrust forward shifts my weight so much it throws me off balance, and suddenly I’m
falling.
My whole body jerks to a stop when my legs get tangled in a thick bunch of branches and end my
fall. It all happened so fast that I didn’t have time to be scared, but I am now that it’s over.
I stay very still and suck in a few gallons of air.
I look down and see just how bad an idea this whole thing was. Below, there’s a pattern of small
light and dark rectangles, and I realize they’re the roof shingles on my house.
I’m much higher up than I thought, and I wonder how I’m going to get down.
That thought makes me need to test the danger of a fall. I let go of the limb I’m holding on to for just
a second until I start to lose my balance. Then I grab it again at the last moment. I test again by
letting go for a longer time and almost don’t get my grip back before it’s too late.
But I still need to climb. I wrap both arms around an overhead branch and hook one leg around it,
then the other, and in a moment I’m hanging upside down.
118
All at once a big muscle in my left leg contracts, making it straighten out. Now only one leg is
attached to the tree, and I’m still hanging upside down.
I dangle there, high off the ground, not knowing if I’m going to fall. I wait for the spasm to stop, then
I wrap my leg back around the branch and haul myself right side up.
I don’t know how long I’ve been climbing. My shirt is soaked with sweat.
The muscles in my arms are tingling from the strain of holding on for so long, but being this close to
the top elates me.
I push apart a final thick clump of leaves, and a small space opens up. Now I can see where some
of the highest branches end. The branches here are thinner, and I don’t know if the last one will hold
my weight, but I’m not going back down until I find out.
I take a deep breath and go for it. It bends but doesn’t break. And I’m there!
I actually begin to relax. The breeze is like a silk scarf on my skin. Far below, the earth looks like it’s
moving back and forth, but it’s only the treetop swaying.
I’m like a bird in the canopy of a great forest — one that’s washing stillness over my body. Up here,
I’m part of another world — a zone without time or stress. I needed to get here because of the thrill
but also because, up here, there’s something I can never find on the ground. A place where no one
can see me tic.
I don’t see any reason to come down.
No reason in the world.
What I don’t know, and won’t for many years, is that the act of climbing this tree is the key to
something wonderful.
This is it. I just don’t know it yet.
119
120