σοφια κορ νι ου
Download
Report
Transcript σοφια κορ νι ου
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
ΕΡΩΤΑΣ Α Π Ο Τ Η Ν Π Ρ Ω Τ Η Μ Α Χ Η
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
Σειρά: Ελληνική Πεζογραφία
Συγγραφέας: Σοφία Κορωνίδου
Τίτλος: Έρωτας από την πρώτη µάχη
Σελιδοποίηση: Αλίκη Τριανταφυλλίδου
Επιµέλεια: Ανθή Μπίσσα
Εκπόνηση εξωφύλλου: Έλενα Ματθαίου
Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, µερική ή περιληπτική, ή
η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχοµένου του βιβλίου µε οποιονδήποτε τρόπο, µηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς
προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόµος 2121/1993 και κανόνες του ∆ιεθνούς
∆ικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
© 2016 Σοφία Κορωνίδου & ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
Σόλωνος 136, 106 77, Αθήνα
Τηλ.: 210 3829339, 210 3803925 Φαξ: 2103829659
e-mail: [email protected]
www.oceanosbooks.gr
ISBN 978-618-5104-60-3
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
ΣΟΦΙΑ ΚΟΡΩΝΙΔΟΥ
Έρωτας από την
π ρώτη µά χη
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
Στον άνδρα μου
και σ τ η χαρά τ η ς ζωής μας,
τ ην κορούλα μας
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
1
«Έ
ναν ακόμη εσπρέσο. Σκέτο».
Νά με και πάλι στην ίδια ακριβώς θέση, στο ίδιο
ακριβώς σκαμπό στην πιο ήσυχη γωνιά του μπαρ. Η
προθεσμία παράδοσης της μετάφρασης έχει τελειώσει
και παλεύω να σώσω ό,τι σώζεται, χωρίς να μπορώ να
καταλάβω πώς τα κατάφερα έτσι για μια ακόμη φορά.
Το κεφάλι μου γυρίζει και τα μάτια μου έχουν κοκκινίσει. Ευτυχώς, δεν έχει πολύ κόσμο και οι υπόλοιποι,
ελάχιστοι, θαμώνες του μπαρ είναι κολλημένοι στους
φορητούς υπολογιστές τους όπως κι εγώ. Τους κοιτάζω
με οίκτο ανάμεικτο με συμπόνια, προσπαθώντας να
μαντέψω τί τους έδιωξε κι εκείνους από το σπίτι ή το
γραφείο τους και τους οδήγησε να δουλέψουν μέσα
στη βαβούρα.
Τρίβω το πρόσωπο και τα μάτια μου σε μια προσπάθεια να ξυπνήσω. Θα ζητήσω από τον μπάρμαν να
μειώσει τη θερμοκρασία αλλιώς θα κοιμηθώ πάνω στα
πλήκτρα. Τον αναζητώ με το θολωμένο μου βλέμμα.
Τον εντοπίζω στην άλλη άκρη της μπάρας να συζητά
με έναν πελάτη. Για κάποιον περίεργο λόγο ο συνομιλητής του μου φαίνεται γνωστός, ο αυξανόμενος πονο-
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
ΣΟΦIΑ ΚΟΡΩΝIΔΟΥ
κέφαλός μου όμως δεν με βοηθά να συγκεντρωθώ. Σε
λίγο ο μπάρμαν πλησιάζει και αφήνει μπροστά μου το
φλιτζάνι με τον αχνιστό καφέ. Πίνω και κάνω μια προσπάθεια να επιστρέψω στη δουλειά που με περιμένει,
άθελά μου όμως το βλέμμα μου ταξιδεύει και πάλι στον
άγνωστο που κάθεται λίγα μέτρα μακριά μου και απολαμβάνει το ποτό του διαβάζοντας την εφημερίδα του.
Έχει γκρίζα κοντά μαλλιά και γένια – φαίνεται να είναι
αρκετά μεγαλύτερός μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ από
πού τον ξέρω. Συγκεντρώνομαι στο πρόσωπό του και
φέρνω στον νου μου όλα τα μέρη στα οποία θα μπορούσα να τον έχω συναντήσει. Δεν είναι γείτονάς μου,
ούτε καθηγητής μου ούτε δουλεύει στον εκδοτικό οίκο.
Δεν μου πουλάει λαχανικά, ούτε είναι κάποιος πελάτης.
Ο άγνωστος αντιλαμβάνεται τη ματιά μου πάνω του
και ανταποδίδει. Πριν προλάβω να κοιτάξω αλλού μου
χαρίζει ένα γοητευτικό χαμόγελο. Ρίχνω ντροπιασμένη
το βλέμμα στο πληκτρολόγιο. Συνεχίζω να προσποιούμαι την απασχολημένη και αποφασίζω να μην τον ξανακοιτάξω, πράγμα που τελικά αποδεικνύεται αδύνατον αφού η ματιά μου επιστρέφει πάνω του για να
συναντήσει και πάλι τη δική του. Η ντροπή με κατακλύζει καθώς σηκώνει το χέρι του σε έναν κωμικό χαιρετισμό που με κάνει να νιώσω ακόμη πιο ηλίθια. Χαμηλώνω τους ώμους μου και αποφασίζω να το παίξω
αδιάφορη πληκτρολογώντας ακατάπαυτα φράσεις χωρίς νόημα. Μια βαθιά ανδρική φωνή σηματοδοτεί το τέ-
~ 10 ~
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
Ε Ρ Ω ΤΑ Σ
ΑΠΟ ΤΗΝ
ΠΡΩΤΗ ΜΑΧΗ
λος της προσπάθειάς μου να ξεπεράσω την Αλίκη Βουγιουκλάκη σε ταχύτητα δακτυλογράφησης.
«Guten Τag...» *
«Guten Τag» ανταποδίδω και κλείνω την οθόνη του
υπολογιστή ενστικτωδώς, λες και ο ξένος, προφανώς
Γερμανός, άνδρας θα καταλάβαινε ότι τόσην ώρα γράφω μπούρδες.
Τα μάτια του είναι καστανά και συναγωνίζονται σε
γλύκα το χαμόγελό του. Φοράει ένα γαλάζιο πουκάμισο κάτω από μια μαύρη ζακέτα@ υπολογίζω νοερά
την ηλικία του ανάμεσα στα σαράντα πέντε με πενήντα. Η αίσθηση ότι τον γνωρίζω γίνεται ακόμη πιο
έντονη, αλλά μου είναι αδύνατον να καταλάβω από
πού. Το ότι μου μίλησε στα γερμανικά, δε, αποκλείει
το γεγονός να είναι κάποιος γνωστός από την Ελλάδα
που έτυχε να βρίσκεται στο Βερολίνο. Συνεχίζω να τον
καρφώνω με το βλέμμα σαν χαζή χωρίς να συνειδητοποιώ πόσο αγενής γίνομαι. Ο ξένος, παρ’ όλα αυτά,
μου συστήνεται χαμογελώντας ευγενικά.
«Το όνομά μου είναι Γκερτ».
Στο άκουσμα του ονόματός του τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα από έκπληξη γιατί μόλις διαπιστώνω
ποιός τελικά είναι ο ελκυστικός κύριος που στέκεται
εμπρός μου.
* Καλημέρα. (γερμανικά)
~ 11 ~
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
ΣΟΦIΑ ΚΟΡΩΝIΔΟΥ
«Γνωρίζω ποιός είστε κύριε Κράους», δηλώνω με
θαυμασμό.
«Όχι κύριε Κράους, λέγε με Γκερτ. Δεν είμαι και τόσο γέρος».
«Εντάξει Γκερτ», συμφωνώ ζητώντας συγχρόνως
συγγνώμη για την άθλια προφορά μου.
«Ώστε δεν είστε Γερμανίδα;» ρωτάει όλο ευγένεια.
«Όχι, δεν είμαι».
«Κι από πού είστε; Όχι, όχι, άσε με να μαντέψω».
Βάζει το δάχτυλο πάνω στα χείλη και συνοφρυώνεται σαν να ψάχνει τη λύση σε εξίσωση τρίτου βαθμού.
Είναι απίστευτα χαριτωμένος και χωρίς να θέλω χαμογελώ.
«Χμμμ... Ιταλίδα;»
«Όχι... αλλά είσαι κοντά».
«Ισπανίδα;»
«Όχι».
«Σκανδιναβή».
«Όχι» απαντάω και με πιάνουν τα γέλια.
Δεν θέλω να τον παιδέψω άλλο.
«Είμαι Ελληνίδα», του λέω όλο καμάρι.
«Ωωω! Γειά σου!» λέει στα ελληνικά.
«Χα-χα, γειά σου και σένα!»
Μου γελάει γλυκά και μετά ρίχνει αφηρημένα το
βλέμμα του στο φλιτζάνι με τον καφέ μου.
«Δεν είναι λίγο αργά για να πίνεις καφέ;»
Του εξηγώ ότι δούλευα και ότι είναι το μόνο μέρος
~ 12 ~
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
Ε Ρ Ω ΤΑ Σ
ΑΠΟ ΤΗΝ
ΠΡΩΤΗ ΜΑΧΗ
που μπορώ να συγκεντρωθώ και εκείνος αμέσως μου
ζητάει συγγνώμη αν με απέσπασε από την εργασία
μου. Όσο περνάει η ώρα τον βρίσκω ακόμη πιο ενδιαφέροντα και απορώ που δεν τον αναγνώρισα εξ
αρχής. Το πρόσωπό του είναι σε όλα τα γερμανικά
περιοδικά και τις εφημερίδες μετά τον πρόσφατο
θρίαμβό του στις Κάννες. Η ταινία του με θέμα το
εμπόριο όπλων στη Νότιο Αφρική θεωρήθηκε αριστούργημα και ο ίδιος από τους σπουδαιότερους και
ευφυέστερους δημιουργούς των τελευταίων δεκαετιών. Γενικότερα όμως, οι ταινίες του Γκερτ Κράους
ήταν και παραμένουν από τις αγαπημένες μου. Το
κυνικό του χιούμορ, οι σκοτεινοί και διεστραμμένοι
χαρακτήρες του, οι απίστευτες εικόνες που σε κάνουν
να θες να κλάψεις και να γελάσεις την ίδια στιγμή. Ο
τύπος είναι μεγαλοφυΐα! Αλλά πέρα από αυτό, θεωρείται ένας από τους πιο ερωτεύσιμους άνδρες στον
πλανήτη. Και τώρα που τον γνωρίζω από κοντά δεν
μπορώ παρά να συμφωνήσω.
«Γκερτ, πρέπει να σου πω ότι είμαι φανατική θαυμάστρια της δουλειάς σου».
«Με κολακεύεις».
Αααχ! Τί χαμόγελο!
«Μου φαίνεται σαν όνειρο ότι είσαι εδώ δίπλα μου
και συζητάμε».
Συγκεντρώσου, ο άνθρωπος θα νομίζει ότι τον
φλερτάρεις.
~ 13 ~
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
ΣΟΦIΑ ΚΟΡΩΝIΔΟΥ
«Υπερβάλλετε, Fräulein*».
«Είσαι ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης».
Και είσαι απίστευτα γοητευτικός. Αυτό, ευτυχώς,
μόνο το σκέφτηκα.
«Έχεις πολύ όμορφο και εκφραστικό πρόσωπο».
Αυτό δεν το είπα εγώ. Αυτό το είπε ο Γκερτ. Αιφνιδιάζομαι και ψελλίζω ευχαριστώ ρίχνοντας τη ματιά
μου στα παπούτσια του.
Ωραία πράγματι!
Ξεροβήχει και αλλάζει ευγενικά θέμα. Μιλάμε για
κινηματογράφο. Για τις ταινίες του, για την όγδοη Τέχνη
γενικότερα, για ηθοποιούς, για υποψηφιότητες. Νιώθω
σαν να μιλάω με τον Αϊνστάιν για Φυσική. Μόνο που
αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί. Πρώτον, γιατί
έχει πεθάνει προ πολλού και δεύτερον γιατί σιχαίνομαι
τη Φυσική. Με τον Γκερτ όμως η κουβέντα είναι απρόσμενα άνετη και ευχάριστη. Δεν παριστάνει τον ξερόλα,
παρ’ όλο που γνωρίζει τα πάντα· ακούει τη φτωχή και
ταπεινή μου άποψη με προσοχή σαν να συζητά με τον
Ταραντίνο ή τον Κόπολα και μου μιλάει για σκηνοθετικές μεθόδους και στρατηγικές με τόσο απλά λόγια και
τόση υπομονή που μπορώ να τον παρακολουθήσω άνετα. Είναι έξυπνος και αστείος και δεν διστάζω καθόλου
να δεχτώ το ποτό που με κερνάει. Η δουλειά έχει φυσικά ξεχαστεί· θα χρειαστεί να ξενυχτήσω μέχρι το
* Δεσποινίς. (γερμανικά)
~ 14 ~
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
Ε Ρ Ω ΤΑ Σ
ΑΠΟ ΤΗΝ
ΠΡΩΤΗ ΜΑΧΗ
πρωί, αλλά δεν με νοιάζει καθόλου. Μαζεύω τον φορητό
υπολογιστή για να τον βάλω στην τσάντα.
«Φεύγεις;»
Απογοητεύτηκε ή είναι η ιδέα μου;
«Απλώς τον μαζεύω. Είμαι τόσο αδέξια που είμαι
ικανή να ρίξω όλη τη βότκα πάνω του», ομολογώ ξαφνιασμένη κι εγώ η ίδια με την ειλικρίνειά μου.
«Κρίμα, θα είχε ενδιαφέρον να το δω αυτό!»
«Ναι, πολύ ενδιαφέρον. Ο υπολογιστής μου θα καταστρεφόταν και εγώ θα γινόμουν κατακόκκινη από
αμηχανία».
«Είσαι πολύ χαριτωμένη όταν είσαι αμήχανη», μου
απαντά σοβαρός καρφώνοντας τη ματιά του πάνω μου.
«Κι εσύ πολύ ευγενικός», αντιγυρίζω καρφώνοντας
τη δική μου ματιά στα παπούτσια του.
Πλάκα-πλάκα, πρέπει να στοίχισαν μια περιουσία.
Ανασηκώνει το πιγούνι μου με τα δάχτυλά του για
να τον κοιτάξω.
«Πολύ, πολύ χαριτωμένη», ψιθυρίζει και τη στιγμή
που είμαι έτοιμη να λιώσω στο σανιδένιο πάτωμα και
να με μαζεύουν με το κουταλάκι του γλυκού, φτάνει ο
μπάρμαν με τη βότκα μου.
«Ευχαριστώ», του λέω ευγνωμονώντας τον μέσα μου.
Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια και πριν προλάβουμε να
πιούμε την πρώτη γουλιά χτυπάει το κινητό του. Μου
ζητάει συγγνώμη και απομακρύνεται. Το τηλεφώνημα
είναι προφανώς επαγγελματικό, αν κρίνω από το σο-
~ 15 ~
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
ΣΟΦIΑ ΚΟΡΩΝIΔΟΥ
βαρό του ύφος και από την κούραση στο βλέμμα του
όταν το κλείνει.
«Πρέπει να φύγω».
Κρίμα...
«Καταλαβαίνω», απαντάω από ευγένεια αλλά νιώθω φοβερά στενοχωρημένη.
Δεν πειράζει, ωραίο ήταν όσο κράτησε. Πόσοι έχουν
την τύχη να συναντήσουν το ίνδαλμά τους τυχαία σε
κάποιο μπαρ και να πιούν και ποτό μαζί του; Μην είμαστε και αχάριστοι.
«Θέλω όμως να σε ξαναδώ».
Ορίστε;
Ζητάει ένα κομμάτι χαρτί και ένα στυλό από τον
μπάρμαν και σημειώνει.
«Αυτό είναι το τηλέφωνό μου. Θα χαρώ πολύ να φάμε μαζί κάποιο βράδυ».
Θέλω να του πω ότι είμαστε στο 2013 και πως δεν
χρειαζόμαστε χαρτάκια με τηλέφωνα, καταχωρίζουμε
τα τηλεφωνικά νούμερα απ’ ευθείας στα κινητά μας,
νιώθω όμως ότι η κίνησή του αυτή έχει έναν ξεχασμένο
ρομαντισμό – και μου αρέσει. Περνάω τον αριθμό στη
μνήμη του κινητού μου και κάνω μια κλήση. Το τηλέφωνο κουδουνίζει στην τσέπη του. Το παίρνει στα χέρια του και το κοιτάζει σαν χάνος έξω από το νερό.
«Και αυτό είναι το δικό μου τηλέφωνο» του εξηγώ
προσπαθώντας να συγκρατήσω ένα νευρικό γελάκι.
Τρώνε σκαλώματα και οι μεγαλοφυείς σκηνοθέτες;
~ 16 ~
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
2
ηκώνομαι να ξεμουδιάσω. Δεν νιώθω πια τα πό-
Σ
δια μου και η μέση μου με έχει πεθάνει. Ξενύχτη-
σα μέχρι τις επτά το πρωί για να μπορέσω να τελειώσω εγκαίρως τη μετάφραση και τώρα νιώθω εντελώς
εξαντλημένη. Ευτυχώς, δεν έχω καμμία υποχρέωση
έως το απόγευμα και η Φαίδρα λείπει στη δουλειά. Θα
φάω κάτι ελαφρύ και θα την πέσω για 4 ωρίτσες να
συνέλθω λίγο. Δαγκώνω μια μπάρα δημητριακών και
ταυτόχρονα ρυθμίζω το ξυπνητήρι του κινητού μου.
Πέφτω στο μαξιλάρι μου με μια έκφραση ανείπωτης
ηδονής στο πρόσωπό μου.
Είμαι στη συναυλία των «Μετάλικα». Χτυπιέμαι και
τραγουδάω και το επόμενο λεπτό φωνάζω στον Χέτφιλντ να χαμηλώσει τον ήχο. Βάζει την παλάμη του πίσω από το αυτί του για να μπορέσει να ακούσει τί του
λέω πάνω από την οχλοβοή, αλλά είναι αδύνατον. Ουρλιάζω τόσο που με πονάνε τα πνευμόνια μου, όμως δεν
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
ΣΟΦIΑ ΚΟΡΩΝIΔΟΥ
ακούω ούτε εγώ τον εαυτό μου. Το τραγούδι του μετατρέπεται σε εκκωφαντικό θόρυβο που μου συνθλίβει
τα τύμπανα. Πετάγομαι από τον ύπνο μου αλαφιασμένη. Το κινητό στο τραπεζάκι πλάι μου δονείται και κουδουνίζει στον ρυθμό του Master of Puppets. Βλαστημάω
την ώρα και τη στιγμή που δεν το έβαλα στο αθόρυβο
και, χωρίς να σηκωθώ, τεντώνω το χέρι μου και το ψάχνω στα τυφλά. Πατάω το κουμπί της αποδοχής κλήσης
πανέτοιμη να φανώ αγενής σε οποιονδήποτε μπαίνει
εμπόδιο ανάμεσα σε μένα και στην ξεκούρασή μου.
«Ναι!»
«Καλησπέρα...»
Η φωνή είναι γνώριμη, αλλά δεν έχω ξυπνήσει ακόμη τελείως παρά τον εκνευρισμό μου.
«Ποιός είναι;» γρυλλίζω ενοχλημένη.
«Εμμ... Ο Γκερτ είμαι... σε βρίσκω σε δύσκολη στιγμή;»
Τινάζομαι σαν να μου πέταξαν κρύο νερό. Τώρα
ναι. Τώρα ξύπνησα εντελώς.
«Γκερτ! Όχι, όχι! Μια χαρά στιγμή είναι! Δεν κατάλαβα ότι ήσουν εσύ...» παραδέχομαι με ειλικρίνεια.
«Χαίρομαι πολύ που σ’ ακούω».
Διαισθάνομαι το χαμόγελό του ακόμη και μέσα από
το τηλέφωνο.
«Κι εγώ χαίρομαι, λέει έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής. Σε σκεφτόμουν».
Η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο@ δεν μπορώ
~ 18 ~
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
Ε Ρ Ω ΤΑ Σ
ΑΠΟ ΤΗΝ
ΠΡΩΤΗ ΜΑΧΗ
να ηρεμήσω και αυτό δεν οφείλεται σε καμμιά περίπτωση στο ότι ξύπνησα απότομα. Είναι η φωνή του
που με ταράζει. Είναι το ότι με πήρε τηλέφωνο. Το ότι
με σκέφτηκε και με πήρε τηλέφωνο.
«Είσαι καλά;»
«Μια χαρά. Εσύ;»
«Δούλευα όλη τη νύχτα και με πήρε ο ύπνος».
«Συγγνώμη γλυκιά μου. Θα ξαναπάρω αργότερα».
«Όχι, δεν πειράζει, ήταν η ώρα να ξυπνήσω».
Με είπε γλυκιά του;
«Έχεις κάποια σχέδια για φαγητό σήμερα το βράδυ;»
Ναι. Να φάω πίτσα μαζί με τη Φαίδρα μπροστά
στην τηλεόραση ενώ εκείνη θα σαλιαρίζει στο τηλέφωνο με τον Πάμπλο κι εγώ θα μιζεριάζω αλλάζοντας
κανάλια.
«Έχεις κάτι στο μυαλό σου;»
«Έχω ακούσει πολύ καλά λόγια για ένα καινούργιο
σούσι μπαρ. Κι έλεγα μήπως... τρως σούσι;»
Αν είναι να σε δω τρώω και ακρίδες σουβλάκι.
«Ναι, ναι, το λατρεύω».
«Τέλεια. Θέλεις να πάμε να δούμε αν αξίζει τη φήμη του;»
«Ναι. Γιατί όχι;»
«Οκέι. Τί λες για τις εννέα;»
~ 19 ~
©
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ