ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΥΚΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΕΖΕΡΛΗΣ Η Σύφιλη είναι σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που οφείλεται σε λοίμωξη από το βακτήριο Ωχρά Σπειροχαίτη.
Download
Report
Transcript ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΥΚΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΕΖΕΡΛΗΣ Η Σύφιλη είναι σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που οφείλεται σε λοίμωξη από το βακτήριο Ωχρά Σπειροχαίτη.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΥΚΑΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΕΖΕΡΛΗΣ
Η Σύφιλη είναι σεξουαλικώς μεταδιδόμενο
νόσημα που οφείλεται σε λοίμωξη από το
βακτήριο Ωχρά Σπειροχαίτη. Είναι ασθένεια
χρόνιας διαδρομής που μπορεί να προσβάλλει
όλα τα όργανα και συστήματα του οργανισμού.
Σήμερα αντιμετωπίζεται με την πενικιλίνη.
Συνιστά, επίσης, ασθένεια με περίπλοκη
ιστορική πορεία που φαίνεται να επηρέασε
σημαντικές μορφές της ιστορίας.
Η σύφιλη μεταδίδεται με άμεση επαφή με τις βλάβες του
δέρματος ή των βλεννογόνων και τις εκκρίσεις (σίελος,
σπέρμα, κολπικά υγρά) μολυσμένου ατόμου κατά τη
σεξουαλική επαφή, όταν υπάρχει λύση της συνέχειας του
δέρματος ή του βλεννογόνου του υγιούς ατόμου.
Μετάδοση μπορεί να γίνει και με τη μετάγγιση αίματος,
αν ο δότης βρίσκεται στα πρώτα στάδια της νόσου. Η
μετάδοση μέσω μιασμένων αντικειμένων είναι εξαιρετικά
σπάνια, λόγω πολύ μικρής αντοχής του βακτηρίου στο
περιβάλλον. Έμβρυα γυναικών με λοίμωξη, μολύνονται
μέσω του πλακούντα ή κατά τη διάρκεια του τοκετού.
Η περίοδος μεταδοτικότητας της νόσου εντοπίζεται
κατά τη διάρκεια του πρώτου και δεύτερου
σταδίου της ασθένειας και, επίσης, κατά τις
δερματοβλεννογόνιες υποτροπές που μπορεί να
εμφανισθούν τα 4 πρώτα έτη της λανθάνουσας
περιόδου. Η μόλυνση του εμβρύου κατά την
κύηση είναι συχνή όταν η μητέρα βρίσκεται στα
πρώτα στάδια της λοίμωξης και λιγότερο συχνή
στη λανθάνουσα περίοδο.
Κάποιος που πάσχει από σύφιλη και έχει μια
ανοικτή πληγή, έχει αυξημένη πιθανότητα και να
"κολλήσει" κάποιο άλλο σεξουαλικώς
μεταδιδόμενο νόσημα, αυτό ισχύει ειδικά για το
AIDS. Επίσης, οι πάσχοντες από AIDS είναι πιο
εύκολο να μεταδώσουν την ασθένειά τους αν
έχουν μια ανοικτή πληγή που την έχει
προκαλέσει η σύφιλη.
Η σύφιλη είναι νόσημα με παγκόσμια διασπορά
και συνήθως προσβάλλει νέους ενήλικες 20-30
ετών, άνδρες περισσότερο από γυναίκες και
κατοίκους αστικών περιοχών συνηθέστερα. Η
επίπτωση της νόσου τα τελευταία 20 έτη
ακολουθεί καθοδική πορεία στις περισσότερες
προηγμένες χώρες, ενώ είναι πολύ υψηλή στις
αναπτυσσόμενες χώρες. Στη Δυτική Ευρώπη η
νοσηρότητα βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο, ενώ
στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, από το
1991, παρατηρείται ετησίως μια απότομη αύξηση
του νοσήματος που τείνει να λάβει τη μορφή
επιδημίας.
Η σύφιλη είναι νόσος αποκλειστικά του
ανθρώπου και διακρίνεται σε επίκτητη και
συγγενή, ανάλογα με το πότε έγινε η μόλυνση
του ασθενούς. Η ευαισθησία στη μόλυνση είναι
γενική, αν και περίπου μόνο το 30% των
εκτεθέντων στον κίνδυνο καταλήγει σε λοίμωξη.
Η φυσική λοίμωξη προκαλεί ομόλογη ανοσία
έναντι στην Ωχρά Σπειροχαίτη, και μικρότερου
βαθμού ετερόλογη ανοσία για άλλα βακτήρια της
οικογένειας των τρεπονημάτων.
Στο στάδιο αυτό η σύφιλη είναι πολύ μεταδοτική.
Στο στάδιο αυτό εμφανίζεται το συφιλιδικό έλκος
και η διόγκωση των λεμφαδένων. Το έλκος
εμφανίζεται 10 -28 ημέρες μετά την σεξουαλική
επαφή και συνήθως εξαφανίζεται σε 1-2 μήνες
χωρίς ν αφήσει ουλή. Το έλκος εντοπίζεται στο
σημείο εισόδου της σπειροχαίτης στο δέρμα ή
στους βλεννογόνους ( γεννητικά όργανα,
δακτύλιος, στόμα ).
Το στάδιο αυτό είναι επίσης μεταδοτικό.
Εμφανίζεται 1-6 μήνες μετά από μη
θεραπευθείσα πρωτογενή σύφιλη. Εμφανίζεται
εξάνθημα στις παλάμες των χεριών ,στα
πέλματα των ποδιών. Το εξάνθημα είναι ένα
γενικευμένο βλατιδολεπιδώδες που δεν έχει
κνησμό. Οι λεμφαδένες στο στάδιο αυτό είναι
διογκωμένοι. Η δευτερογενής σύφιλη διαρκεί 1-2
μήνες. Μετά τα συμπτώματα υποχωρούν και
ακολουθεί η λανθάνουσα σύφιλη.
Στην λανθάνουσα σύφιλη δεν υπάρχουν
συμπτώματα. Το στάδιο αυτό διαρκεί από 2
χρόνια έως 50 χρόνια. Η διάγνωση στο στάδιο
αυτό γίνεται μόνο με ορολογικό έλεγχο ( ειδικές
μικροβιολογικές εξετάσεις).
Και το στάδιο αυτό δεν είναι μεταδοτικό. Η
τριτογενής σύφιλη σήμερα είναι πολύ σπάνια. Οι
πιο συνήθεις εκδηλώσεις της τριτογενής σύφιλης
είναι τα κομμιώματα που εντοπίζονται στο
δέρμα, συκώτι, οστά, νευρικό σύστημα και
αγγεία.
Η ωχρά σπειροχαίτη διαπερνά τον πλακούντα
την 16-18 εβδομάδα Εάν μια έγκυος γυναίκα
νοσήσει από σύφιλη θα μεταδώσει την νόσο στο
έμβρυο. Η της κύησης και μολύνει το έμβρυο. Το
αποτέλεσμα της μόλυνσης στο έμβρυο είναι η
αποβολή του εμβρύου , ο θάνατος του ή η
γέννηση ενός παιδιού με προβλήματα.
Μερικά άτομα πιστεύουν ότι η σύφιλη κληρονομείται.
Η σύφιλη δεν κληρονομείται. Εφ όσον η σύφιλη
θεραπευθεί δεν υπάρχουν πλέον προβλήματα για
τον ασθενή.
Η σύφιλη δεν θεραπεύεται πλήρως. Λάθος ! Η
σύφιλη θεραπεύεται πλήρως . Ο ασθενής πρέπει
όμως να παρακολουθείται από δερματολόγο για
ορισμένο χρονικό διάστημα.
Μερικά άτομα πιστεύουν ότι η σύφιλη επηρεάζει την
γονιμότητα. Αυτό δεν είναι σωστό. Η σύφιλη εφ όσον
θεραπευθεί δεν επηρεάζει την γονιμότητα και μπορεί
ν’ αποκτήσει κανείς όσα παιδιά θέλει.
Τα χλαμύδια είναι μια σεξουαλικώς μεταδιδόμενη
ασθένεια που οφείλεται στο βακτήριο
Chlamydia Τrachomatis. Εκτός από τη νόσο
που προκαλούν τα χλαμύδια είναι επίσης
υπεύθυνα για την πρόκληση τραχώματος, μιας
φλεγμονώδους ασθένειας των ματιών.
Τα χλαμύδια μεταδίδονται από άνθρωπο σε
άνθρωπο διαμέσου της σεξουαλικής επαφής
αλλά και από τη μητέρα στο παιδί. Πρόκειται για
μια από τις πιο διαδεδομένες μολύνσεις που
μεταδίδονται λόγω σεξ. Στους ανθρώπους που
έχουν μολυνθεί από χλαμύδια, τα βακτηρίδια
βρίσκονται στα υγρά του κόλπου ή του πέους και
μεταδίδονται κατά τη σεξουαλική επαφή.
Γυναίκες που έχουν χλαμύδια και δεν υποβάλλονται
σε θεραπεία, είναι δυνατόν να υποστούν λοίμωξη
των αναπαραγωγικών τους οργάνων η οποία
πιθανόν να οδηγήσει σε στειρότητα.
Κατά τη γέννηση, παιδιά οι μητέρες των οποίων
είναι μολυσμένες με χλαμύδια, μπορεί να πάρουν το
μικρόβιο και να παρουσιάσουν μολύνσεις των
ματιών, των αυτιών και των πνευμόνων. Οι
μολύνσεις πνευμόνων των νεογνών με χλαμύδια
μπορεί να είναι ιδιαίτερα σοβαρές. Για τους λόγους
αυτούς οι γυναικολόγοι ελέγχουν συστηματικά τις
εγκύους γυναίκες κατά πόσο έχουν ή όχι χλαμύδια
για έγκαιρη αντιμετώπιση του προβλήματος.
Πολλοί άνδρες και γυναίκες έχουν χλαμύδια
αλλά δεν παρουσιάζουν σημεία ή συμπτώματα.
Όμως, παρά το γεγονός αυτό, είναι σε θέση να
μεταδίδουν το μικρόβιο στους σεξουαλικούς τους
συντρόφους.
Υπολογίζεται ότι 70% των ασθενών που έχουν
μολυνθεί από χλαμύδια δεν το γνωρίζουν. Έτσι
έχουν μια μόλυνση που μπορεί να μεταδίδουν ή
να υποστούν οι ίδιοι επιπλοκές της νόσου όπως
η στειρότητα χωρίς να το γνωρίζουν.
Τα συμπτώματα της μόλυνσης με χλαμύδια,
αρχίζουν 7 έως 30 μέρες μετά τη σεξουαλική
επαφή με μολυσμένο άτομο.
Εκκρίσεις από το πέος, κόλπο ή πρωκτό
Στις γυναίκες, πόνους ή κράμπες στην κάτω
κοιλία, στην περιοχή της λεκάνης
Στους άνδρες, αίσθημα καύσου ή φαγούρας στην
κατάληξη της ουρήθρας στην κεφαλή του πέους
Πόνους στους όρχεις
Πόνους κατά την ούρηση
Πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή
Στις γυναίκες τα χλαμύδια μπορούν να μολύνουν τον
τράχηλο της μήτρας και το ουροποιητικό σύστημα. Σε
περίπτωση που μολύνουν τις σάλπιγγες, είναι σε
θέση να δημιουργήσουν φλεγμονώδη νόσο στη
λεκάνη και ένας από τους κινδύνους είναι η
στειρότητα
Στους άνδρες, τα βακτηρίδια αυτά μπορούν να
μολύνουν το ουροποιητικό σύστημα και την
επιδιδυμίδα προκαλώντας έτσι επιδιδυμίτιδα με
φλεγμονή και πόνο κοντά στους όρχεις
Κόκκινα μάτια λόγω μόλυνσης των ματιών από τα
χλαμύδια (επιπεφυκίτιδα)
Ο στοματικός ή πρωκτικός έρωτας με άτομο που είναι
μολυσμένο με χλαμύδια, μπορεί να προκαλέσει
μόλυνση του λαιμού ή του ορθού
Ορθή χρήση του προφυλακτικού κατά τη
σεξουαλική επαφή
Μονογαμική σχέση και από τους δύο στο
ζευγάρι
Αποφυγή πολλών ερωτικών συντρόφων
Εάν ένα άτομο έχει χλαμύδια, πρέπει να
αποφεύγει τη σεξουαλική επαφή και να
ενημερώνει το ή τα άτομα με τα οποία είχε
σεξουαλική επαφή ούτως ώστε αυτοί να
μπορούν να τύχουν θεραπείας έγκαιρα
διακόπτοντας έτσι την αλυσίδα μετάδοσης του
μικροβίου
Άτομα που υποβάλλονται σε θεραπεία για
χλαμύδια δεν πρέπει να έχουν σεξουαλική
επαφή μέχρι που να συμπληρωθεί και
θεραπευτεί η νόσος τους
Οι έγκυες γυναίκες πρέπει να ελέγχονται κατά
πόσο έχουν ή όχι χλαμύδια
Άτομα που παρουσιάζουν ενοχλήσεις στο
γεννητικό και ουροποιητικό σύστημα, όπως
κάψιμο και ανώμαλες εκκρίσεις, δεν πρέπει να
έρχονται σε σεξουαλική επαφή και να
συμβουλεύονται άμεσα το γιατρό τους
Η γονοκκοκική ουρηθρίτιδα είναι μία φλεγμονή του
βλεννογόνου της ουρήθρας που οφείλεται στο
μικρόβιο γονοκόκκο του Neisser . Ο γονόκοκκος
του Neisser είναι πολύ ευαίσθητος
μικροοργανισμός και καταστρέφεται γρήγορα αν
βρεθεί εκτός του ανθρωπίνου σώματος.
Η νόσος μεταδίδεται κυρίως με την
σεξουαλική επαφή και εμφανίζεται 2- 6 ημέρες
μετά την σεξουαλική επαφή.
Η γονοκοκκική ουρηθρίτιδα εκδηλώνεται
διαφορετικά στις γυναίκες, απ’ ότι στους
άντρες.
Ο ασθενής παραπονείται για κάψιμο,
πόνο στην ουρήθρα ενώ τα συμπτώματα
αυτά επιδεινώνονται κατά την ούρηση και
στη στύση. Λίγο αργότερα η έξοδος της
ουρήθρας πρήζεται ,γίνεται κόκκινη, και
βγαίνει από την ουρήθρα ένα έκκριμα που
έχει άσπρο χρώμα, κίτρινο ή
κιτρινοπράσινο, και είναι παχύρευστο
Η γονοκοκκική ουρηθρίτιδα
(βλεννόρροια) στον άνδρα εμφανίζεται
ανάμεσα στην τρίτη και πέμπτη ημέρα μετά την
σεξουαλική επαφή. Το πρώτο πράγμα που
εμφανίζεται είναι ενόχληση και τσούξιμο στην
ουρήθρα. Σύντομα εμφανίζεται ένα κρεμώδες,
παχύρευστο και πυώδες έκκριμα. Πολλές
φορές συνυπάρχει συχνουρία, δυσουρία και
συχνές επώδυνες νυχτερινές στύσεις.
Αν δεν γίνει θεραπεία μετά από 7-14 ημέρες η
βλεννόρροια επεκτείνεται προς τα πάνω στο
τμήμα της ουρήθρας, κοντά σ’ αυτη. Οι
επανειλημμένες σεξουαλικές επαφές, τα
οινοπνευματώδη ποτά και η κούραση ευνοούν
την επέκταση της βλεννόρροιας προς τα πάνω.
Τα συμπτώματα στην φάση αυτή είναι κάψιμο
και πόνος κατά την ούρηση, πονοκέφαλος και
πυρετός. Αν και στην περίπτωση αυτή το άτομο
δεν κάνει θεραπεία η λοίμωξη επεκτείνεται και σε
άλλα γειτονικά όργανα όπως ο προστάτης, η
ουροδόχος κύστη και όρχεις.
Η βλεννόρροια στις γυναίκες δεν προκαλεί
θορυβώδη συμπτώματα. Αρχικά το 30-50 % των
γυναικών που έχουν μολυνθεί δεν παρουσιάζουν
συμπτώματα ,αλλά συνεχίζουν την μετάδοση για
αρκετό διάστημα. Οι γυναίκες αυτές ενεργούν σαν
σιωπηλή πηγή μόλυνσης που μεταδίδουν την νόσο.
Συνήθως η γυναίκα πηγαίνει για να εξετασθεί είτε
επειδή παρουσιάζει ακαθόριστα συμπτώματα ( πόνος
στην κοιλιά, άφθονα υγρά στον κόλπο ), είτε για
περιοδική προληπτική εξέταση είτε επειδή ο
σύντροφος της έχει προσβληθεί από βλεννόρροια.
Τα κυριότερα συμπτώματα της οξείας
γονοκοκκικής ουρηθρίτιδας στην γυναίκα είναι
δυσουρία, κάψιμο, κατά την ούρηση, και στην
εξέταση παρατηρείται φλεγμονή στο στόμιο της
ουρήθρας και πυώδες έκκριμα. Αν δεν γίνει
θεραπεία προσβάλλονται οι βαρθολίνειοι αδένες,
και οι σάλπιγγες. Και στα δύο φύλα η γονοκοκκική
ουρηθρίτιδα μπορεί να προσβάλλει τον πρωκτό
και το ορθό έντερο
Εάν υπάρξει στοματική επαφή με μολυσμένο
άτομο μπορεί να μολυνθεί ο φάρυγγας και να
αποτελέσει εστία μόλυνσης. Οι πάσχοντες από
γονοκοκκική ουρηθρίτιδα θα πρέπει μετά από 3
μήνες να κάνουν μικροβιολογικές εξετάσεις για
να αποκλεισθεί ότι δεν υπήρξε ταυτόχρονη
μόλυνση με σύφιλη, ηπατίτιδα και HIV λοίμωξη.
Οδηγίες για τον ασθενή :
Αποχή από σεξουαλική επαφή για 1 μήνα
Αποφυγή οινοπνευματωδών ποτών, και
ερεθιστικών τροφών
Αποφυγή μεγάλης κόπωσης, ,ιππασίας,
ποδηλασίας
Επιμελής καθαρισμός των χεριών
Να μη συνθλίβεται η ουρήθρα με τα δάχτυλα για
να διαπιστωθεί από τον ασθενή αν υπάρχει
έκκριμα.
Θεραπεία με αντιβιοτικά όπως :
κεφαλοσπορίνες, σπεκτινομυκίνη,
ερυθρομυκίνη, τετρακυκλίνες, δοξυκυκλίνη,
Στη χρόνια βλεννόρροια απαιτούνται
μεγαλύτερες δόσεις των ίδιων φαρμάκων
Σχετικά με την νόσο
Προκαλείται από τον ιό του απλού έρπητα,
συνήθως τύπου ΙΙ. Τα συμπτώματα συνήθως
παρουσιάζονται 2-7 ημέρες μετά την έκθεση
στον ιό. Τη φαγούρα ή το κάψιμο διαδέχονται
φουσκάλες και πληγές, οι οποίες εμφανίζονται
στον κόλπο ή στα μεγάλα χείλη του αιδοίου,
στους γλουτούς, στον πρωκτό και στους μηρούς.
Ο ιός παραμένει αδρανής στις περιοχές που
έχουν υποστεί λοίμωξη και περιοδικά
ενεργοποιείται, προκαλώντας τα συμπτώματα.
Συμπτώματα
Πόνος ή φαγούρα στην περιοχή των γεννητικών
οργάνων.
Φουσκάλες με νερό ή ανοικτά έλκη
Τα έλκη στα γεννητικά όργανα μπορεί να
υπάρχουν, αλλά να μην είναι ορατά μέσα στον
κόλπο (γυναίκες) ή μέσα στην ουρήθρα
(άνδρες).
Επαναλαμβανόμενες εξάρσεις της λοίμωξης.
Πόσο σοβαρό είναι
Δεν υπάρχει θεραπεία ή εμβόλιο. Η νόσος είναι
πολύ μεταδοτική όταν υπάρχουν έλκη. Η μητέρα
μπορεί να μεταδώσει τον ιό στο νεογέννητο
μωρό της κατά τον τοκετό.
Αντιμετώπιση
Η αυτο-φροντίδα περιλαμβάνει το να διατηρεί ό
ασθενείς τα έλκη καθαρά και στεγνά.
Συνταγογραφούνται αντι-ιικά φάρμακα.
Σχετικά με τη νόσο
Τα γεννητικά κονδυλώματα προκαλούνται από
τον ιό HPV (Human papilloma virus). Γυναίκες
και άνδρες μπορούν να υποστούν τη λοίμωξη.
Τα άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό
σύστημα και οι έγκυες είναι οι πιο ευάλωτοι
πληθυσμοί.
Συμπτώματα
Ανάπτυξη κονδυλωμάτων στα γεννητικά
όργανα, στον πρωκτό στην ουρήθρα και στη
βουβωνική χώρα.
Πόσο σοβαρό είναι
Γενικά δεν είναι σοβαρό, αλλά μεταδοτικό.
Γυναίκες με ιστορικό κονδυλωμάτων στα
γεννητικά όργανα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο
για καρκίνο του τραχήλου και θα πρέπει να
υποβάλλονται σε ετήσιο τεστ-Παπανικολάου.
Αντιμετώπιση
Τα κονδυλώματα αντιμετωπίζονται με φάρμακα,
κρυοπηξία, laser ή καυτηρίαση. Αυτές οι
διαδικασίες μπορεί να χρειάζονται τοπική ή
γενική αναισθησία.
Σχετικά με τη νόσο
Η Ηπατίτιδα Β προκαλείται από ιό. Κάποιοι
φορείς δεν έχουν ποτέ συμπτώματα αλλά
μπορούν να μεταδώσουν τον ιό στους άλλους.
Συμπτώματα
Το δέρμα και τα μάτια έχουν κίτρινη απόχρωση
Τα ούρα έχουν το χρώμα του τσαγιού
Συμπτώματα όμοια με της γρίπης
Κόπωση και πόνους
Πυρετός
Πόσο σοβαρό είναι
Μία έγκυος μπορεί να μεταδώσει τον ιό στο
αναπτυσσόμενο έμβρυο. Σπάνια προκαλεί
ηπατική ανεπάρκεια και θάνατο.
Αντιμετώπιση
Η ξεκούραση δεν είναι απαραίτητη παρόλο που
βοηθά. Ο πάσχων πρέπει να ακολουθεί
ισορροπημένη διατροφή και να μη καταναλώνει
οινοπνευματώδη ποτά λόγω βλάβης που μπορεί
να υποστεί το ήπαρ. Προλαμβάνεται με
εμβολιασμό και αντιμετωπίζεται με αντι-ιικάκαι
ιντερφερόνες.
Παίρνετε μαζί σας αδιάβροχο … όταν πρόκειται
να βρέξει…