Μέρος 1ον - Salos.gr

Download Report

Transcript Μέρος 1ον - Salos.gr

Μέρος 1ον
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Κάθε μύθος κρύβει ένα κομμάτι ιστορίας μέσα του.
Το ίδιο κάθε ιστορία, ένα κομμάτι μύθου.
Κεντρική πλατεία σε κάποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Ο πολύς
κόσμος που είναι συγκεντρωμένος πάνω της, περιμένει την ώρα να δείξει
ακριβώς. Τότες που θα αρχίσουν οι μαριονέτες στην πρόσοψη του
καμπαναριού του καθεδρικού ναού να κουνιούνται συντονισμένες στο
ρυθμό και το μέτρο της μουσικής υπόκρουσης. Αυτές του τσιφούτη, του
λόγιου, του χάρου και του γλεντζέ. Ο μύθος ο θρύλος η παράδοση και η
ιστορία λένε πως ο αυτοκράτορας κάλεσε τον δημιουργό τους και αφού
τον αντάμειψε με το παρά πάνω για το αριστούργημά του, ύστερα έδωσε
εντολή και τον τύφλωσαν, μη τυχόν φτιάξει και σε άλλη πόλη ή χώρα
κάτι παρόμοιο. Αυτοκράτορας ήταν ότι ήθελε έκανε. Απολογία σε
κανέναν δεν έδινε. Λίγο παραπέρα στο δεξί μέρος της πλατείας όπως την
κοιτούσαμε, ένας για τα χρόνια μου πιτσιρικάς έφτιαχνε φούσκες
βουτώντας τα λεπτά μακριά ξυλαράκια με το σκοινί, στη σαπουνάδα.
Τούτες τεράστιες και ανάλαφρες έκαναν ένα μικρό ταξίδι στον αέρα
μέχρι να σπάσουν πλημμυρίζοντας αυτόν και την μνήμη μου με πιτσιλιές
και χρώματα. Ασυναίσθητα τα βήματά μου με πήγαν κοντά του και όπως
ο αέρας του Μολδάβα χάϊδευε το πρόσωπό μου εκατομμύρια σταγονίδια
το δρόσισαν. Θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια καθώς στο σκάσιμο της
κάθε φούσκας, χιλιάδες στιγμές ξεχείλιζαν την σκέψη μου ζητώντας κ’
αυτές με τη σειρά τους να βγουν και να ταξιδέψουν στο φως. Πλάι μου
εκτός από την γυναίκα μου έστεκαν ο Φώτης, η Τόνια, ο Σπύρος, η
Τζένη, ο Γιάννης η Αλέκα, ο Μάκος και η Γεωργία του. Θα μπορούσαν
να ήταν οι ίδιοι σε παλιότερους χρόνους και μικρότερες ηλικίες ή κάποιοι
άλλοι από την σκατοπαρέα του Δεσποτικού, του Ξενοκράτειου και της
Παλαμαϊκής. Με άλλα ονόματα και σίγουρα με διαφορετικά και
ξεχωριστά παρατσούκλια. Ένοιωθα την επιθυμία να ήμουν ξανά στο τότε
με όσους καθημερινά έκανα παρέα, μα αυτό δεν είναι δυνατόν. Ξέρω πως
και αυτοί θα το ήθελαν μα όπως και εγώ δεν το μπορούν. Κάτι τσίγκλησε
το μέσα μου. Κάτι άρχισε να τρέχει σαν το νερό στ’ αυλάκι. «Ηρέμησε
ρε είπα και γύρισα τη ματιά μου παραπέρα. Δεν είναι για το μπόι σου
αυτά τα πράματα». Όχι επέμενε μια φωνή. «Θα αρχίσεις, θα μπεις στο
νερό μέχρι να βραχούν τα αχαμνά σου. Μέχρι να μουλιάσεις και να
μουσκέψεις τον πισινό σου». Ήταν που καρφωνόταν η ιδέα. Στην αρχή
σαν σκέψη, σαν ανέκδοτο και μετά από λίγο σαν πείσμα. Μόνο που αυτό
το ταξίδι μέσα στις σελίδες θέλω να το κάνω παρέα με τις μνήμες και τις
θύμισες. Να πω για όλα εκείνα που είχαν τη δική τους φορεσιά τις δικιές
τους αποκοτιές το δικό τους ξεχωριστό χρώμα και τη δικιά τους
δυναμική. Για ότι με σημάδεψε και με πόνεσε. Για ότι έζησα και για ότι
άκουσα από μεγαλύτερους. Μα πιότερο απ’ όλα να γράψω για το δικό
τους ξεχωριστό τόπο και χρόνο. Φυσικά και γνώριζα ότι αυτό που θέλω
είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Σαν μια επανάσταση καταδικασμένη να
αποτύχει πριν καν αρχίσει. Να γράψω τα δικά μου και με τη δική μου
ματιά. Για πρόσωπα και γεγονότα εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Σαν να
είμαι σε περιήγηση που θα κινήσει σε λίγο χωρίς να ξέρω τι πρέπει να
περιμένω και αν πρέπει να περιμένω κάτι το ξεχωριστό.
Να που τώρα είμαι πάνω από τα χειρόγραφά μου και τον υπολογιστή
μου. Είμαι εδώ και εκεί. Αγχωτικά αβέβαια πολύπλοκα βασανιστικά.
Υπάρχουν όροι και όρια. Απαιτούνται προϋποθέσεις. Και ξαφνικά ήταν
όλα σαν να έβλεπα τη ζωή μου μπροστά μου. Στα πόδια στα χέρια στα
μάτια στα αυτιά και στα ρουθούνια. Την ακουμπούσα την μυριζόμουν
την άκουγα την έβλεπα την γευόμουν την έτρεχα την έπλαθα ξανά. Έτσι
απλά και από το τίποτε. Έτσι μεγαλόπρεπα και από το πάντα. Το ήθελα
πάρα πολύ και μου άρεσε αφάνταστα. Το φοβόμουν εξαιρετικά και
απεριόριστα μα ήξερα για μια φορά ακόμα πως αυτό το εγχείρημα ήταν ο
μοναδικός τρόπος να τη ζήσω ξανά. Έτσι ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια.
Ίσως η δυσκολότερη που αν δεν την έσπρωχνα δεν θα μπορούσα να
καταλάβω αν γίνει ίσως η ωραιότερη. Αφοσιώθηκα στο στόχο και έζησα
αυτό το άμεσο και το ειλικρινές. Την επαφή και την μυστηριώδη
επικοινωνία. Στόχος; Η δική μου κορυφή στο βουνό των παιδικών μου
χρόνων. Η πρωτεύουσά τους φαντάζει πανέμορφη. Σαγηνευτική θα έλεγα
μέσα στην απλότητά της. Τόσο, που οι πόθησες με τις θύμισες άρχισαν
να σκάνε πάνω μου σαν χαστούκια από όλες τις μεριές. Σαν την
αμπάριζα του τότε. Το άσχημο σε όλη την υπόθεση ήταν το ότι δεν
ξεχώριζα από πόσο μακριά στο χρόνο και από πού ερχόταν. Μια με την
μοσχοβολιά του μαύρου έλατου και μια με αυτή της αρμύρας και του
αλατιού που βρισκόταν παντού και πάντα γύρω μου. Για ένα ήμουν
σίγουρος. Άνθρωποι, ζώα, τοπία, φωνές, εικόνες, λάσπες, σκόνες,
ζαμπαρέλες, ασπρογάριδο, σταλίκια , μπραχάλες και τόσα άλλα, θέλουν
να πιαστούν και να κρεμαστούν πάνω στη μνήμη μου, μην τυχόν και
αστοχήσω κάτι από αυτά. Το νοιώθω. Είμαι σε αποστολή.
«Η κορυφή είναι συνυφασμένη με το βουνό και το βουνό με τις κορυφές
τα διάσελα και το ξέφωτο απ’ όπου βλέπεις τα πράματα καθαρά και
καλλίτερα. Όλοι μας νομίζουμε πως εκεί πάνω φτάνουν όσοι έχουν
φτερά, τα αεροπλάνα και οι αετοί. Λάθος. Φτάνουν και τα όνειρα που
από τη φύση μας μπορούμε και τα έχουμε. Να τα βλέπουμε και να τα
κρατάμε για όσο διάστημα θέλουμε μέσα στο χρόνο και εκεί πάνω»,
διάβαζα εκείνες τις μέρες σ’ ένα βιβλίο που μου δώρισε ο φίλος μου ο
Παναγιώτης. Στο δικό μου λοιπόν βουνό για τη δική μου κορυφή το πήρα
απόφαση να ανηφορίσω. Και το γνωρίζω καλά. Το δικό μου βουνό δεν
είναι ο Αίνος, αλλά η Βαράσοβα. Χωρίς ενδοιασμούς και αναστολές. Λες
και το είχα από καιρό μέσα μου. «Ξέρω πως από αυτήν μπορώ να
κοιτάξω κατά κάτω στον κόσμο και κατά πάνω στο στερέωμα και τ’
άστρα. Φυσικά υπάρχουν και τα σύννεφα που από τη φύση τους
μπαίνουν ανάμεσα στους ανθρώπους και τις κορυφές. Μα αν είσαι στη
δική σου τότε μπαίνουν ανάμεσα στην ψυχή σου και το ουράνιο δέος.
Έτσι για να νοιώσεις πως διαλύονται σαν κάνεις την υπέρβασή σου μέσα
από τα σώψυχά σου. Σαν προσπαθείς να δεις πιο πάνω από την κορυφή
σου. Να φτάσεις ακόμα πιο ψηλά σε κάποια άλλη. Που έστω και αν
ξέρεις πως δεν το μπορείς δεν υπάρχει τίποτα να σε αποτρέψει από το να
το κυνηγήσεις. Να φτάσεις με το όνειρο στα όνειρά σου». Κάπως έτσι
έκλεινε αυτό το φανταστικό βιβλίο. Το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν θα το
ανέβαινα εξ’ ολοκλήρου από μόνος μου. Έβαλε το χεράκι της η Όλγα, το
παραμύθι και οι θύμησές μου.
Έτσι το λοιπόν διαπραγματεύονται μέσα στις σελίδες τρία θέματα. Το
πρώτο αφορά όλους όσους για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής τους
έφυγαν από τη μικρή τους πατρίδα και όταν πια γύρισαν σε αλλαγμένο
τοπίο, έψαξαν τα πρώτα τους βήματα μέσα στις θύμησες. Θα ήταν
παράλογο να μην τα βρουν πάνω στα αχνάρια τους. Μαθές ντόπιοι είναι.
Ένας από αυτούς είναι ο Ταφταμπουλές.
Το άλλο μιλά για όσους από το πουθενά και το μηδέν κατάφεραν να
σταθούν στα πόδια τους, αποτελώντας φωτεινά σημάδια μιας εποχής και
που αφήνοντας τις εμπειρίες τους ανοίγουν νέους μα και δύσκολους
συνάμα δρόμους. Έτσι για να επιβεβαιωθεί η παροιμία «συν Αθηνά και
χείρα κίνει». Τρανό παράδειγμα ο Τσακατσούκας ο μπάρμπας μου.
Τέλος στο τρίτο γίνεται μια εκτενής αναφορά στα παιδιά των πρώτων
χρόνων της δεκαετίας του 50. Χρόνων που απείχαν ελάχιστα από το
δράμα του εμφυλίου. Που ναι μεν δεν τον έζησαν γνώρισαν όμως και
γεύτηκαν τον απόηχο τον βρυχηθμό και τον τάραχό του. Ένας από
δαύτους και ο Γκαρίλας.
Τώρα, τώρα που μπλέκεται το φανταστικό με το πραγματικό. Δεν λέω
το αληθινό γιατί πολλές φορές το πραγματικό και το αληθινό είναι όροι
σχετικοί. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τα ονόματα με τα παρατσούκλια,
έτσι για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις. Εξ άλλου αυτοί που υπήρξαν
πριν από μας δώσανε ακόμα και τον εαυτό τους, για να μπορούμε εμείς
να μιλάμε και να γράφουμε λεύτερα.
___.___
Καιρός της δεκάρας
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΓΝΑΝΤΙΣΜΑ
Πάνε πολλά χρόνια, σίγουρα μισός αιώνας και κάτι από τον καιρό της
δεκάρας και της οκάς. Των λασπωμένων και σκονισμένων δρόμων εκεί
στη γειτονιά με τον μικρόκοσμο του μόχθου. Της εποχής που ο
απόφοιτος της ογδόης ήταν αξιόλογο και αξιοσέβαστο πρόσωπο χωρίς
τίτλους και πτυχία. Που η κοινωνία ήταν ταξική με τους έχοντες και
κατέχοντες να ξεχωρίζουν από τους παρακατιανούς. Που κτύπαε στο
μάτι η διαστρωμάτωση του κοινωνικού κυρίως σχηματισμού. Από τη μία
με τις τάξεις τις από κάτω να αποδέχονται προς το παρόν αβασάνιστα
αυτό που γενναιόδωρα τους κληρονόμησε η μοίρα τους. Από την άλλη να
διακρίνεις ξεκάθαρα στους από πάνω την προσπάθειά τους να
αγκιστρωθούν από την ισχύ της κοινωνικής τους θέσης, σάματις και
αφουγκράζονταν απειλητικά τα βήματα αμφισβήτησης να έρχονται με
ήχο εκατό τυμπάνων. Που οι γνωριμίες με το μέσον μαζί με το χαρτί
κοινωνικών φρονημάτων άνοιγαν τις ακριβές πόρτες του δημοσίου με το
μισθό τρεις και εξήντα όπως έλεγαν περιπαίζοντας από την εποχή του
Αχιλλέα Παράσχου. Που ο γιατρός του πέτρινου σπιτιού, μήπως ήταν και
πολλοί, με το δερμάτινο τσαντάκι στο χέρι πήγαινε στα φτωχόσπιτα και
στα καλυβόσπιτα της περιμετρικής, χωρίς να το απλώνει. Με την αμοιβή
του πολλές φορές σε είδος και όποτε την έπαιρνε γιατί η ανθρώπινη ζωή
ήταν πάνω από την υλική απολαβή. Τότε που οι λιγοστοί δάσκαλοι
απολάμβαναν τον σεβασμό και με το λούρο από ελιά ή καναπίτσα ακόμα
ακόμα πολλές φορές και με το χάρακα, κοκκίνιζαν τους μηρούς και τις
απαλάμες των μικρών μαθητών τους, με τις ευλογίες των γονέων. Την
εποχή που κατακαλόκαιρο σαν έδυε ο ήλιος και κτύπαε το σήμαντρο της
Φοινικιάς, φτάναν τα φορτηγά από τον κάμπο της Κατοχής και του
Νιχωριού με τους εργάτες που δούλευαν στα τηγάνια με τα ρύζα. Ίδια με
τα καμιόνια της κατοχής. Όρθιοι και περίσσιοι παράνομα στοιβαγμένοι
στις καρότσες, που σαν άνοιγαν τις πόρτες τους γέμιζαν οι δρόμοι που
οδηγούσαν στη πόλη, στη Βίγλα και τα προσφυγικά του μεσόκαμπου από
το σερνάμενο πλήθος. Με το σουφερτάσι στο χέρι τα πόδια βαριά και την
ψυχή καταχνιασμένη στη σκέψη πως αύριο αχάραγα, θα ξανάπαιρναν το
δρόμο για κει που θα ήταν για δέκα ώρες στο νερό μέχρι το γόνατο. Από
ήλιο σε ήλιο. Για ένα μεροκάματο ανάλογο με την ηλικία από 30 έως 45
δραχμές και πως σαν θα τελείωνε η εποχή του βοτανίσματος θα το
έχαναν και αυτό. Ακολουθούσαν τα μονοπάτια που αυλάκωναν τα
σάλτσινα σαν δεν τα περιφρονούσαν στη προσπάθεια να φτάσουν μια
ώρα αρχίτερα στο σπίτι τους κόβοντας δρόμο. Ακανόνιστα και φιδωτά
καμωμένα και πατημένα από τα βαριόθυμα βήματά τους. Όσο ακόμα
ήταν στεγνά και χέρσα γιατί σε λίγο θα λάσπιαζαν από τις βροχές και τις
μεγάλες μπασές που φτάναν τα νερά βαθιά μέσα τους, προς ευχαρίστηση
και απόλαυση των μικρών μπόμπιρων. Που το χαίρονταν να πατάνε στη
λάσπη που πήγαινε ως τον αστράγαλο ξυπόλυτα. Να την νιώσουμε να
περνά ανάμεσα από τα κενά των δακτύλων τους και ύστερα να πλένουν
το ένα με το άλλο στο νερό κάποιας βρύσης από τις ελάχιστες που ήταν
στην άκρη κάποιου δρόμου.
Τότε που ο πολύς νέος κόσμος αναζητούσε καλλίτερη ζωή και
τύχη στην ξενιτιά, μερικές φορές και στην πρωτεύουσα στο καμαράκι
του θυρωρείου, αφού προηγουμένως είχε ξεπουλήσει όσο όσο ότι
είχε βρει από τον πατέρα του. Αφήνοντας τις νέες και αφράτες κόρες
να περιμένουν και να μαραζώνουν νιάτα και κορμί, να στερούνται το
χάδι την καυτή ανάσα και το στιβαρό αγκάλιασμα. Με εκείνη τη
μυρουδιά του ιδρώτα και της ανυπομονησίας που αναστάτωνε τις
αισθήσεις. Τότες που ψάχνανε δυο λόγια να πιαστούν και να
ανεβάσουν στα χείλη τραγούδι λύτρωσης. Γιατί δεν το’ χαν στο μέσα
τους να μείνουν αμέτοχοι και να υποταχθούν σ’ αυτό το δίχως
παραμικρό σημάδι αυγής, διάβα της ζωής τους. Μιας ζωής ουδέτερης
άχρωμης και απρόσωπης, σαν κάτι μεταξύ αρχής χειμώνα και τέλος
Νοέμβρη. Μιας ζωής αφέντρας που ζητά όλο και περισσότερα,
παραμένοντας κολλημένοι στο θα δούμε και στο θα φέξει. Στην
κλαπατσού και στην αντεριά των κόπων τους όπως μολογούσαν οι
ψαράδες των ιβαριών. Άσχετα αν το μόνο που έφεγγε μέσα τους ήταν
η υπομονή η καρτερία και κανένα σύνθημα με ή χωρίς υπονοούμενο
τυχαία και από το πουθενά. Είχαν καεί στο κουρκούτι οι άνθρωποι
φυσούσαν και το γιαούρτι τούτες τις εποχές.
Τούτους τους καιρούς χειρότερη από βαρύ χειμώνα ήταν η
απομόνωση των σπιτιών που είχαν αριστερό στη φαμελιά τους. Όχι
μόνο δεν έμπαινε ψυχή μέσα, όχι μόνο δεν έπαιρναν μια καλημέρα
αλλά οι άλλοι άλλαζαν και δρόμο να μην περάσουν μπροστά από την
πόρτα τους τα πρώτα μετά το συμβάν χρόνια. Σαν βρόγχο τους είχαν
περάσει άλλοι στο λαιμό τους τη ρετσινιά χωρίς να τολμούν να
ρωτήσουν ούτε το γιατί! Ήταν υποχρεωμένοι να πονούν και πόναγαν
πραγματικά γιατί η στερνή της ζήσης τους σκλαβιά είχε πάρει φόρα.
Μοίραζε στάμπες και έστηνε περιχαρακώματα πάνω στα οποία
σκόνταφταν οι λέξεις για να μη φτάσουν στη σκέψη. Όλα αυτά μαζί
με το συναίσθημα του φόβου είχαν κατορθώσει να τα φωλιάσουν
μέσα τους, οι γνωστοί άγνωστοι. Να νοιώθουν το σφίξιμο και αυτό
να είναι το πρώτο σύμπτωμα. Οι βραδιές τους μέσα σε ψυχική
κατάπτωση μαρασμό και απόθαρρο. Κόσμος και περιβάλλον, το έξω
τους δηλαδή, δεν τους εμπνέει καμιά παρόρμηση. Μόνο το μέσα
τους, η φαντασία τους, αναπαράγει γεγονότα έτσι μονότονα και
επαναλαμβανόμενα που στο τέλος τους παίρνουν το χρώμα από ένα
λερό γκρίζο σαν το βούρκωμα της πατημασιάς στ’ ακροθάλασσο.
Κάτι σαν τη στάχτη από τα κάρβουνα στο μαγκάλι. Που
φχαριστιόντουσαν θέλοντας και μη και αρκούταν στα γεγονότα με το
καλό τέλος. Όπως η γέννα φυσικά που ήταν σημαντικό και ζωντανό
περιστατικό μιας και η μαμή ξεπέταγε τα μωρά στα σπίτια τους, με
τη βοήθεια της γειτόνισσας και ένα γκιγούμι ζεστό νερό. Αυτό το
συμβάν όχι δεν το αποξένωνε η πολιτική. Στην εποχή τους ήταν το
μόνο φως που έμπαινε στη ζωή μαζί με αυτό το καθημερινό από το
σκάσιμο του ήλιου. Και από δαύτο πλούσια τα ελέη Του μιας και δεν
μπορούσε κανένας να τους το στερήσει. Αυτό που τους χάριζε το
κάθε καινούργιο λουλούδι που προσθέτονταν μαζί με τα άλλα να
ανθίσει στον κήπο της ζήσης τους. Απόδειξη ότι ήλπιζε ακόμα ο
Θεός στους ανθρώπους. Έτσι το έβλεπαν αυτοί. Ένα λουλούδι και
ένα πιάτο παραπάνω. Γι’ αυτό όπως το βαστούσαν στην ποδιά τους οι
μανάδες έκρυβαν το δάκρυ της χαράς μη και το δουν και τρομάξουν.
Άπλωναν το χέρι έκοβαν αγιόκλημα και το απίθωναν πλάι στο
λεχούδι να το μυρίζει και να χορταίνει με το άρωμά του και την
γλύκα του. Αυτός ίσως να είναι ο λόγος, που κάθε φτωχοοικογένεια
είχε από πέντε ως οκτώ παιδιά αραδιασμένα γύρω από το λιτό
τραπέζι και το ληνό σπιτάκι. Να κυνηγούν με το κουτάλι τη
μανέστρα μέσα στη γαβάθα με το μπόλικο ζουμί μιας και μόνο αυτό
ήταν μπόλικο. Θα μου πεις τόσα παιδιά σε κάθε οικογένεια; Φυσικά
αφού περίσσευε το δυνατό ερωτόσμιγμα και η ερωτόχαρη σχέση.
Με τους αρραβώνες και τα τραπέζια του γάμου να γίνονται στις
αυλές των σπιτιών με τη γειτονιά παρούσα και ευτυχισμένη. Που
απλώνονταν τα προικιά στις μάντρες και τους φράχτες και όσα δεν
χωρούσαν ποστιάζονταν σε γιούκους. Να τα υφαντά, τα κεντήματα,
να οι καμηλό κουβέρτες, να τα κιλίμια, να και οι γενοβέλετζες. Σε
λίγο κατέφθαναν οι περίοικοι να καμαρώσουν, να παινέψουν, να
ευχηθούν και να χρυσώσουν. Να τελειώσουν κομμάτι γλήγορα γιατί
έπρεπε να στηθεί και να ετοιμαστεί ο χώρος για το τραπέζωμα και το
γλέντι. Θα έρχονταν και οι γύφτοι με τα όργανα. Έτσι ήταν εδώ.
Νταούλια με ζουρνάδες και το τραγούδι με το στόμα. Την άλλη μέρα
φορτώνονταν και μερικά θα απλώνονταν στα παραπέτα της καρότσας
του φορτηγού να τα περιφέρουν συνοδεία στις γειτονιές του τόπου.
Γεμάτη η καρότσα με προικιά και πληθυσμό κάθε ηλικίας. Να
μαθευτεί το χαρμόσυνο και πέρα από τη γειτονιά, να χαρεί και να
ευχηθεί ο κόσμος πριν καταλήξουν στο γαμπριάτικο σπίτι. Ε, δε θα
χώριζε και εδώ τα σόγια το χαρτί των κοινωνικών φρονημάτων και
μπράβο τους.
Στη γειτονιά μου το χρήμα έλλειπε μα περίσσευε η δίψα για ζωή.
Με μια μάνα σε διαρκή προσπάθεια να κρατήσει σπίτι και παιδιά
καθαρά με ένα σφουγγάρι και μια βούρτσα στο χέρι. Με ένα τενεκέ
ζεστό νερό και ένα κουβά με ασβέστη. Έτσι να μυρίζει παντού άσπρο
ακόμα και στις ψυχές των μικρών βλασταριών. Που έψαχνε να
αγοράσει όσο μπορούσε φθηνότερα, μετά από άγριο παζάρεμα, τα
προϊόντα από τους πλανόδιους μικροπωλητές. Ύστερα να τα βάλει
στη φωτιά μαζί με την τέχνη και τις γνώσεις της να μοσχοβολήσουν,
σε τέτοιο βαθμό που η κάθε μια ξεχώριζε τι φαγητό ετοιμάζει η άλλη
από την μυρουδιά που ταξίδευε. Τα αρώματα από το κρεμμύδι το
σκόρδο το μαϊντανό το σέλινο το δυόσμο, γιατί για δαύτα από κρέας
ούτε λόγος. Που και που κανένα κεφαλάκι ή εντόσθιο από αυτά που
ξέμεναν αμανάτι. Με την κάθε αυλή να έχει το κοτέτσι που στο
καθένα από δαύτα υπήρχε και ένας κόκορας. Λειράτος καμαρωτός
και αφέντης. Ένας, γιατί δύο σε μια φάρμα δεν χωρούσαν και αν
συνέβαινε αυτό τότες έπρεπε να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση
μεταξύ τους. Εξ άλλου δεν υπήρχε κόκοτας ευνούχος ίσαμε τα τότε.
Με πλούσια φτερά πολύχρωμα και στην ουρά μεγάλα και φουντωτά.
Δος του το λοιπόν να σγαρλάει με τα νύχια τα γαμψά το χώμα μέχρι
να βρει σκουληκάκι. Να καλέσει με εκείνο το ιδιόρρυθμο κρώξιμο το
χαρέμι γύρω του και που σαν έφτανε, κατέβαζε το ένα φτερό
μονόπαντα ως τη γη πλάι στο ένα του πόδι, έφερνε κανά δυο βόλτες
γύρω από τον εαυτό του και την πουλακίδα που είχε διαλέξει κι απέ
τη βάτευε. Μπροστά μας και χωρίς ντροπή. Το μαρτύριο με δαύτους
ήταν στο ξημέρωμα. Όλο και κάποιος μπερδευόταν ή βιαζόταν να το
καλωσορίσει με αποτέλεσμα να σέρνει το λάλημα από αυλή σε αυλή
και από γειτονιά σε γειτονιά. Και ήταν πολλοί από δαύτους. Κάπου
κάπου χτυπούσαν και τα φτερά τους λίγο προτού αρχίσουν το νέο
καλωσόρισμα. Πού να φανταστώ πως θα ερχόταν αυτό το λάλημα να
γίνει παρελθόν; Ότι θα το ζω σε όνειρο στις ασίγαστες στιγμές του
τότε; Στο τότε που με ενοχλούσε και δεν μπορούσα να το αποφύγω
και στο τώρα που ενώ δεν θέλω να το αποφύγω, δεν το έχω.
Δεν ξέρω το γιατί αλλά όταν θυμάμαι κάτι από το τότε, πάντα το
θυμάμαι ανάλογα με το συναίσθημα που μου χάριζε. Έτσι κάθε
επιστροφή είναι γεμάτη με χαρά, λύπη, πόνο, δάκρυ, ικανοποίηση,
αγανάκτηση, θυμό, συμπόνια, αδικία, ψέμα και πάει λέγοντας. Κατά
ένα παράξενο και αλλόκοσμο τρόπο ακόμα και σήμερα εξήντα
χρόνια μετά, κάθε που επιστρέφοντας φτάνω στη λίμνη δίνω
ραντεβού με τον εαυτό μου του τότε. Τον συναντώ εκεί χωρίς να το
ξέρει. Μεδά και το ξέρω και εγώ; Τότες πελαγωτά μισιδρομούμε
ακολουθώντας τον χάρτη του ουρανού και του χρόνου. Τα βλέμματά
μας λένε πιότερα απ’ ότι χίλιες λέξεις. Κινούνται με ταχύτητα φωτός
χωρίς να αφήνουν σκιές. Τις περισσότερες φορές πιασμένο χέρι χέρι
με κάποια από τις αισθήσεις και τις ακόμα πιότερες με δυο τρείς ή
και όλες μαζί. Η κάθε μια με την υφή της. Αν είναι παρούσα μόνο η
όραση είχε την πολυτέλεια του μοναδικού. Ένα πρωϊνό πχ στη
θάλασσα με τα χρώματα της ανατολής, ένα σούρουπο μέσα της με
τον ήλιο να βουτά βάφοντας στη μελαγχολία ένα γύρω όσο έπιανε το
μάτι, μια βαρκάδα με φεγγάρι με το δρόμο του να στραφταλίζει και
να οδηγεί. Άλλοτε λάχαινε να την συνοδεύει και η ακοή. Με τους
ψαράδες ένα γύρω να στενεύουν τα γυροβολίδια κλαμπανίζοντας τα
νερά με τα σταλίκια έχοντας στα χείλη κάποιο από τους αγαπημένους
σκοπούς του Στέλιου και του Γρηγόρη. Με τη γειτονιά να
ξεφλουδίζει στη δροσιά του βραδινού τα καλαμπόκια και τον
νοικοκύρη να τραγουδά «νεραντζούλα μ’ φουντωμένη». Αν καμιά
φορά τύχαινε να μπήξει το κατεβατό ερχόταν να ξυπνήσει και η
όσφρηση με τα αρώματα που έστελνε η στεριά στη θάλασσα. Τέτοια
από ρίγανη, αγριοφλίσκουνο, γιασεμί και νυχτολούλουδο και
δυόσμο. Σαν περνούσε από κανά κήπο με βασιλικό και τον κούναε
τότε αμόλαε το μύρο του. Χαρές της μιας, των δυο, των τριών και
όλων των αισθήσεων ανεπανάληπτες, μοναδικές, αλλόκοσμα ωραίες
και ανεξίτηλες. Γιατί ήταν αληθινές, πραγματικές και ζωντανές αφού
τις άκουσα τις είδα τις γεύτηκα τις μύρισα και με ακούμπησαν.
Μοναδικά μοναδικές. Τώρα αναλογιζόμενος πως είναι κομμάτια των
κατά καιρούς και παράλληλα με την ενηλικίωση εαυτών μου,
προσπαθώ να δώσω και να αποδεχτώ την όποια εξήγηση. Γεμάτο
τρυφεράδα είναι ότι έχει σχέση με τα πρώτα μου χρόνια, τα πιασμένα
από το φουστάνι της μάνας μου και το μπατζάκι του πατέρα μου.
Λίγο μετά τα πλημμυρίζει ότι πηγάζει από τη διαδικασία της
μάθησης και της γνώσης και τα πιότερο παραπέρα στο χρόνο ο
ρεαλισμός και η κρίση. Δυστυχώς τα των τρυφερών χρόνων τα
νοιώθω να μου γλιστράνε μέσα στη μνήμη κάθε που προσπαθώ να τα
φέρω στην επιφάνειά της και όχι μόνο. Χάνονται τσουλώντας στο
χρόνο οι λεπτομέρειες, το χρώμα και το άρωμα που έχει το κάθε
συναίσθημα και η ουσία της κάθε στιγμής. Σημάδι πως η μνήμη
αδυνατεί. Πως τη σκεπάζει το λούστρο του χρόνου. Τα μετέπειτα με
ακουμπάν, με συνεπαίρνουν με την οσμή τους, μου επιτρέπουν να
ακούω και να βλέπω ξανά και αυτό γιατί οι θύμησες αυτές είναι
πραγματικές. Πως τα καταφέρνει αυτή η μνήμη να κινείται ανάμεσα
στο σκοτάδι και το φως με τόση άνεση και ευελιξία δεν το μπορώ να
το καταλάβω. Κάθε που τινάζει τα φτερά της απλώνονται γύρω της
εικόνες και χρώματα που τα δροσίζει η αύρα του τόπου. Είναι τότε
που σταματά στο τώρα ο χρόνος, ανοίγει μια παρένθεση για να μου
πει ότι «τίποτε δεν είναι αθάνατο. Πάψε να ψάχνεις σαν σε ερείπια
και άστα να ηρεμήσουν στο άπειρο της αθανασίας τους. Κάνε μια
ανακωχή στο σήμερα, δώσε την ευκαιρία στη λογική. Βρες τη μέση
απόσταση του τότε με το τώρα. Ελευθέρωσε τους αετούς σου να
σταθούν ψηλά. Εκεί πάνω και από το νοητό και το αισθητό». Πόσες
προστακτικές μαζί!
Τις έζησα και με ζήσαν αυτές οι στιγμές. Από ζωντανές γίναν ένα
όνειρο που δεν θέλω να ξεθωριάσει. Να μην εξαρτάται από τον αν
έχω τα μάτια ανοικτά μα κυρίως να μην έχει την ανάγκη του αν.
Αυτής τη λεξούλας που πάντα μπαίνει μπροστά του και ανάμεσά
μας. Κατά ένα περίεργο τρόπο πάντα πετιέται το άτιμο αναδυόμενο
από μια θάλασσα ρηχή που άπλωνε από παντού και όσο έκοβε το
μάτι. Μήπως και ήταν δυνατόν να γίνεται διαφορετικά; Εκεί με
θυμάμαι να μισοδρομώ, να κυνηγώ τις ζαμπαρέλες και τα καβούρια
και με βαριά τα πόδια και τις ανάσες να ρουφάω την βαθειά
ανασαιμιά της ανάκατη με οσμή από βούρκο γεύση από αρμύρα και
μουρμούρα από τον παφλασμό της. Ακριβώς στο δίπλα με τα
αρμυρίκια, τις βουρλιές και τις λισβές αρμυρήθρες που ώρες
ακουμπούσαν στη λάσπη και ώρες έπλεαν στο νερό. Εκεί που
τελειώνει η στεριά και αρχίζει η θάλασσα, το όνειρο γέμιζε στιγμές
και εικόνες που κάθε μια έσερνε την επόμενη. Λες και έκαναν
σκυταλοδρομία η σκυτάλη πήγαινε από την μια στην άλλη
ξεμάκραινε και απλωνόταν μέσα στα επιτρεπτά όρια της ζώνης και
πριν χαθούν γύριζαν ξανά στην αφετηρία τους. Τότες είναι που
νοιώθω τα μάτια μου να κοιτούν από το θρόνο τους μέσα από ένα
παραθύρι μακρυά, ακολουθώντας τες. Να νομίζω πως βγαίνουν από
το υπόλοιπο κορμί και να μου γνέφουν να τα ακολουθήσω. Ώσπου
ένα στιγμιαίο και από το πουθενά βλεφάρισμα να τα φέρει ξανά
πίσω. Και όλο έρχονται αρχοντικά ακατάπαυστα όμορφες και
μεγαλόπρεπες τόσα χρόνια μετά. Αλλοφερμένες, λες και είναι
δομημένες από πέτρα και χρόνο. Με όλα αυτά να λαμβάνουν χώρα
στην οδό Κύπρου. Έναν δρόμο που ήταν για την παιδική μας νόηση
ματιά και φαντασία το ωραιότερο αν όχι το γραφικότερο κομμάτι του
Αλμυρά. Ξεκινούσε από το δεσποτικό κάπου στις ράχες της οδού
Ελευθερίας εκεί κοντά στον κήπο και έφτανε μέχρι μέσα βαθιά στο
λιμάνι στον ανεμόμυλο, ακριβώς στο πλάι της προτομής του Παλαμά.
Ένας περιφερειακός δρόμος που αγκάλιαζε τη δυτική πλευρά της
πόλης και την ανατολική της Πλώσταινας. Με ένα μικρό μέρος του
να είναι μέσα περίπου στον ιστό της και το υπόλοιπο εκτός. Δηλαδή
οι δυο μεγάλες του ευθείες που η μια αρχινούσε από εκεί που την
συναντούσαν οι γραμμές του τρένου και η άλλη και μεγαλύτερη από
την πελάδα της Πέπος. Αυτή ήταν και η πλέον θαυμαστή με τις δυο
σειρές των ευκαλύπτων, τη σιδηροδρομική γραμμή να στέκει
υπερυψωμένη στο πλάι της και ανάμεσά τους, τις σκοτεινές καμάρες
από κάτω της, την πετρόκτιστη περιμετρική, τις πελάδες με τις
προβλήτες πάνω της και την θάλασσα να στέλνει τα νερά της εκεί
που αιώνες γνώριζε. Στις δυτικές αβερταριές της πόλης. Μόνο που
τώρα δυσκολεύεται. Ότι μπάσει σ’ αυτές με τις μπασές και κανέναν
δυνατό μαΐστρο μέσα από τις υπόγειες καμάρες. Από εδώ η θέα προς
τη δύση τα ηλιοβασιλέματα και τις επιστροφές των ψαράδων με τα
πανιά ανοιχτά και τα καμάκια με τα σταλίκια να ακουμπούν στην
πλώρη, απεριόριστη. Και πως να μην είναι αφού στο μεγαλύτερο
διάστημά της ήταν ελεύθερη και ακατοίκητη. Ακόμα και οι δυο
μικρές ευθείες που βρισκόταν μέσα στην πόλη είχαν ελάχιστα σπίτια.
Ένα στην πρώτη στροφή απέναντι από το Π.Ι.Κ.Π.Α το οποίο
υπάρχει ακόμα και σήμερα στην πλευρά προς τη θάλασσα και μερικά
στην ευθεία από του Καπνίση ως του Λόη. Εκεί στις αρχές της
δεκαετίας του 60 μπαζώθηκαν μερικά κομμάτια και σηκώθηκαν δυο
τρία σπίτια. Του Παναγιωτόπουλου, του Ζαρκάδα και του Ρήγα. Με
τον ίδιο τρόπο, με μπάζωμα δηλαδή, πρέπει στις αρχές του 20 να
κτίστηκε και το δεσποτικό. Μέσα και πάνω στο κορμί της
Μαρμαρούς. Μόνο στην μεγάλη ευθεία της και στην πλευρά που
ακουμπούσε στη λίμνη ήταν κατοικημένη. Δηλαδή τί κατοικημένη!
Περί τις 30 πελάδες, με πρώτη της Πέπος και τελευταία κατά
σύμπτωση της Καπάκος, στεκόντουσαν πασσαλόπηκτες πάνω της με
τα νερά να τρέχουν από κάτω τους και τους μπόμπιρες να αλωνίζουν
γύρω και μέσα τους. Σημείο αναφοράς τους το προαύλιο του
πολυτεχνείου στα ανατολικά τους. Λίγο πριν ήταν το διώροφο του
Λόη και αρκετά μακριά τους το αρχοντικό του Πετρόπουλου, ο
Κήπος από το Κορδοσαίϊκο, το Νουλαίϊκο και το προαύλιο της
Παλαμαϊκής προς τα νότια. Το μόνο κομμάτι του δρόμου στο οποίο
δεν είχαμε πρόσβαση ήταν αυτό με τον μαντρότοιχο του δεσποτικού.
Μια μάντρα που στεκόταν κυριολεκτικά πάνω στο βούρκο. Νότια,
δυτικά και βόρεια παντού αυτή η μαύρη λάσπη με την περίεργη
μυρουδιά που όσο περνούσαν τα χρόνια την συνηθίζαμε και τώρα πια
μας λείπει. Στα υπόλοιπα κομμάτια του αλωνίζαμε όλες τις ώρες.
Τελικά η αισθητική στον καθένα γεννιέται απ’ τα μικράτα του και
τον ακολουθεί και στα μεγάλα του. Σμιλεύεται από το μητρικό γάλα
και χαμόγελο, από τον τόνο και το ύφος της φωνής γύρω, στο
σεργιάνι στη γειτονιά από το χέρι του πατέρα ή με το χέρι της μάνας
να τραβά το αυτί, από το βασιλικό σ’ ένα παραθύρι που το στολίζει
πιότερο η μορφή μιας κοπελιάς, το αλμυρό στα χείλη της κοπέλας
σου από το πρωτοδάκρυ που έτρεξε στο πρόσωπο στο άκουσμα,
πέρασα στη Γυμναστική Ακαδημία και πόσα ακόμα! Α και από αυτό.
Η ομορφιά είναι ανάγκη και η αρμονία φύση. Άντε τώρα να θυμηθώ
ποιος το είπε ή που το διάβασα.
Σε μια εποχή που δεν περίσσευε τίποτε γιατί απλά δεν είχαμε να
περισσέψει από τη μια μεριά και από την άλλη μάθαμε να μην ζητάμε.
Που ακόμα δεν μας έλλειπε τίποτε γιατί είχαμε το αναγκαίο. Μισή
ντιμέλα τραχανά και άλλη τόση τουτουμάκια για ολάκερη τη χρονιά. Δυο
βάζα πάστα και δυο τελάρα σαπούνι πράσινο για την καθαριότητα. Όλα
φτιαγμένα στο χέρι, με αγάπη υπομονή πίστη και μεράκι. Μερικές φορές
και με καυγά. Με την οκά το ψωμί του λαού μαύρο με την τσόντα του
για να συμπληρωθεί και αν τολμούσε ας μην την έδινε ο κυρ
Χαράλαμπος. Έτσι με αυτές τις συνθήκες δεν είχαμε ούτε καλοφαγώματα
μα ούτε δυσκολοχεσίματα, όπως λέει ο Νιόνιος ο ασχημοπαπαγάλος.
Θυμάμαι τον πατέρα μου που μετά το κυνήγι εκεί στις αρχές κάποιου
Σεπτέμβρη έφερε ένα σφαρμουντό στο άδειο όπως πάντα σακίδιο. Τι
είναι αυτός; Σκαντζόχοιρος. Έτσι τον λένε οι γύφτοι. Τον έβαλε σ’ ένα
τενεκέ του έριξε και μερικές ρόγες από σταφύλι και περίμενε το
απόγευμα να τον σφάξει και να τον βάλει στο νταβά με πατάτες. Μα
αυτός εκεί, μια μπάλα όλο αγκάθια. Μάταια τον περίμενε να
ξεκεφαλώσει. Αλλά αυτό ήθελε μαστοριά και από αυτή γνώριζαν μόνο οι
σκούροι.
-Θέλει χαβάνι Νιόνιο, του είπαν σαν τους ρώτησε.
Έτσι και έγινε. Αυτός πήρε χαβάνι και γουδοχέρι και εγώ το
λάστιχο. Άρχισε το λοιπόν να το χτυπά και σαν έβγαλε το κεφάλι το
ζωάκι να δει τι γίνεται του έσκασα μία με την πέτρα και γύρισε
ανάσκελα. Θυμάμαι που το μεσημέρι έφερα τον ταβά. Σκαντζοχέρι
ξεροψημένο. Υγιεινή τροφή.
Με τα λόγια λιγοστά και με το τσιγκέλι. Τί να πουν άλλωστε αυτοί
για τη ζωή τους; Την πρωτοκαθεδρία την έχει η φτώχεια. Ακόμα και
αντ’ αυτών μιλάει η ρουφιάνα. Πριχού προκάμουν να πουν κάτι την
κλείνει την κουβέντα αμέσως μη τυχόν και λάβουν το θάρρος που δεν
τους πρέπει. Σάματις το ήθελαν και αυτοί; Άλλαζαν μερικά λόγια
μαζί της συνηθισμένα και ασήμαντα. Τα πλούτη της ψυχής τους όμως
μερικές φορές τα μοιράζονταν μ’ αυτή γύρω από ένα ποτηράκι πότες
στην ταβέρνα του Λάντου άμποτες στου Καπνίση και μερικές φορές
στουΤζινιέρη ή στην ώρα του καφέ που τον πίναν ανάκατο με ρεβίθι
ακουμπημένον στο τρίποδο τραπεζάκι, με τις καρέκλες ένα γύρω
τους. Αυτοί και αυτή σε ένα σκέτο ξομολόι. Σε μια ατμόσφαιρα να
φορά στεφάνι την μελαγχολία, την ηρεμία και την περιπλάνηση στο
κυνήγι της ελπίδας. Υπήρχαν όμως και φορές που τα’ λεγαν
κοιτώντας την στήλα κατάματα και ορθοί με το χαμόγελο στα χείλη.
Ήταν σαν χόρευαν βγάζοντας προς τα έξω αυτά που διαφέντευαν την
καρδιά τους. Με κίνηση που φυτρώνει από μέσα τους και που κανείς
δεν έμαθε πως. Ίσως ο μόνος που ξέρει γιατί το νοιώθει και το
αισθάνεται είναι αυτός που παίζει το σκοπό, που καταφέρνει να
συγχρονιστεί με αυτή σ’ ένα μακρύ πάντρεμα του δρόμου και του
χτύπου. Τότες από σκυθρωποί και γεμάτοι έγνοιες φωτίζονται και
γελούν. Πάντα με τα βήματα των ζεϊμπέκικων και τα λόγια στα
χείλια. Και τα’ χαν τα βήματά τους αυθόρμητα, σαν φράσεις που
λέγονται χωρίς σκέψη. Σαν επιφωνήματα σε εκπλήξεις. Δείγμα του
ποιοι ήταν. Για αυτό όπως γυρνούσαν αργά και με μεράκι τις στροφές
δίναν ρυθμό στη ζωή τους, καθώς μετρούσανε το χρόνο με ελαφριά
χτυπήματα και πρόσταζαν τον ήχο. Πίνανε και κερνούσαν για να
ξεχάσουν τα μεράκια τους με το ρυθμό του απτάλικου. Και δεν το
χάρισαν πουθενά εκειό το μοιρολόι της ψυχής τους. Καρτερούσαν
μόνο τις άνοιξες, μιας και με ότι γέλιο γέλασαν με αυτό σέρναν το
αγώι τους. Με αυτό και μια αγκαλιά τραγούδια. Ήξεραν να τα ακούν
και να τα χορεύουν φουμάροντας το λαθραίο γεμάτοι συναίσθημα.
Τραγούδια που μιλούσαν για την ξενιτιά, το χωρισμό, το μισεμό την
αγάπη και τον πόνο. Και είχαν τον αντίλαλό τους παρηγοριά να
μερεύει τα άγρια και τα ασίγαστα πάθη τους. Ερχόταν οι θύμησες στο
νου τους ευχετικές και φεύγαν δακρυσμένες. Γιατί κάθε τραγούδι
μιλάει στη ζωή τους και γι’ αυτή. Γιατί είναι ένα κομμάτι της. Γιατί
τα λόγια του είναι εμπνευσμένα από δαύτη. Είναι τελικά αυτή ένα
τραγούδι; Χωράει ολόκληρη μέσα του; Τότενες τούτοι οι άνθρωποι
χρησιμοποιούσαν περισσότερο το συναίσθημα και εξαρτούσαν την
ευτυχία τους από τη σχέση με τον διπλανό, τη φιλία και τον έρωτα.
Αυτά ναι, έπρεπε να τα δει αυτή που κόντευε να γίνει δεύτερη φύση
τους. Η φτώχεια. Που ήταν στο περιθώριο η υπερκατανάλωση. Στο
προσκήνιο ήταν η αγάπη και η άδολη φιλία. Αξίες που δεν απαιτούν
και δεν υπάρχουν χωρίς ντρίτα σκέψη.
Ρολόγια φορούσαν ελάχιστοι. Ακόμα λιγότεροι τα είχαν κρεμασμένα
με αλυσίδα περασμένη με θηλιά σε μια από τις πιάστρες του
παντελονιού που κατάληγε σε κάποια από τις τσέπες του γιλέκου.
Τότες που αυτό ήταν αναπόσπαστο κομμάτι στην ένδυσή τους. Με τα
ρολόγια των καμπαναριών πήγαινε ο κόσμος. Ένα κτύπο στη μισή
και ανάλογοι στις ολόκληρες. Το’ λεγαν με ελάχιστη διαφορά μεταξύ
τους έτσι να μην μπερδεύεται ο κόσμος. Τρία ήταν, το καθένα με το
δικό του γκουβέρνο.
Με τα πολλά χαμόσπιτα της μεσοτοιχίας, τα περισσότερα χωρίς αυλή
γιατί μπροστά τους πλάι τους και πίσω στέκονταν απεριόριστες οι
απλωταριές, με τα πολλά παιδόπουλα να κλαίνε, να γελάνε, να
μαλώνουν, να βρίζονται και αδεκεί να φιλιώνουν αμέσως. Που το καθένα
από αυτά έψαχνε το φίτσιο και το σουσούμι του άλλου να του κολλήσει
ανεξίτηλο το παρατσούκλι. Με τις πελάδες στην άκρη του δρόμου και
της θάλασσας να απλώνονται και να μακραίνουν λες και έφευγαν μαζί με
το κύμα και τις γαϊτοπούλες. Μα που πάντα απόμεναν στο ίδιο σημείο
στον ίδιο τόπο, ήσυχες και αδιάφορες η μία για την άλλη. Εκεί η άπλα
τους και η ηρεμία τους, εκεί και οι καλαμωτές των ιβαριών ίδιες με
βεντάλιες ανοικτές στο πρόσωπο της πόλης, εκεί και οι φωνές των
γυναικών στους άντρες τους πάνω σ’ αυτά. Εκεί τα κάθε λογής άγρια
θαλασσοπούλια. Βασιλιάδες, μαρτύρια, γλάροι, τουμπανιάδες και
φαλαρίδες, αγριόπαπιες και οι βάρκες των ψαράδων. Εκεί ήταν όλα για
να πλουτίσουν τις παραστάσεις και να κεντρίσουν όλες τις αισθήσεις. Να
προσφέρουν τις χαρές μ’ αυτές τις μικρές και ανεκτίμητες στιγμές τους
που έδιναν άλλο χρώμα στη δύσκολη παιδική ζωή. Χαρές που ερχόταν
από το πουθενά μιας και ήταν καθημερινή πραγματικότητα. Απλές
ξέγνοιαστες και απλόχερα δοσμένες. Που τώρα πια υπάρχουν στις
μνήμες των παλαιών και στην φαντασία των τωρινών. Που ακούν για
δαύτες ή τις διαβάζουν μέσα από στίχους ή αράδες και τις απολαμβάνουν
σε κάποια καρτ ποστάλ κιτρινισμένα από τα χρόνια ή μέσα από
ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Εκεί που τα πρώτα ασήμαντα επιτεύγματά μας φάνταζαν στη παιδική
μας αθωότητα σημαντικά και μεγάλα. Ένα γκολ στον αγώνα, ένα γαρδέλι
στην κλάρα, ένα κεφαλόπουλο στο καμακοπίρουνο, ένα σπουργίτι
χτυπημένο με τη σφεντόνα, δέκα δεκάρες κερδισμένες στο πιτς και άλλες
τόσες γυαλένιες, άντε και κανένα δεκάρι στο τετράδιο της αντιγραφής
και της ορθογραφίας. Υπήρχαν και δυο τρία αρχοντόσπιτα στη σειρά με
δικούς τους κήπους με μαντρότοιχους χωρίς γυαλιά, με καρποφόρα
δένδρα με πολλά φώτα μα και πολύ παγωνιά και χιόνι μέσα τους. Δεν
ακούσαμε και δεν είδαμε ποτέ τους νοικοκυραίους, αλλά και τα παιδιά
τους σπάνια παίζανε με μας. Σκασίλα μας αφού από μόνα μας ήμασταν
καμιά εικοσιπενταριά. Δυο οικογένειες είχαν δέκα πέντε. Βούιζαν οι
γύρω αλάνες όλες τις εποχές από το παιδολόι. Άσε που αν κατέβαιναν
πήγαινε το κοροϊδηλίκι σύννεφο και μέχρι να πάρουν χαμπάρι τι γίνεται,
η καζούρα τα ανάγκαζε να φύγουν. Όχι τίποτες άλλο μα πήγαιναν και σε
διαφορετικό σχολείο από μας! Αν παίζαμε ποδόσφαιρο τα βάζαμε
τερματοφύλακες στις χειρότερες θέσεις δηλαδή, μπακότερμα όπως το
λέγαμε, εκεί που στέκονταν οι άσχετοι με το άθλημα. Ένας από αυτούς
ήταν ο Φώντας. Δεν έπαιζε ποτέ μαζί μας γιατί σε αντίθεση με όλους μας
ήταν χοντρός και κατά τι κοντύτερος. Μερικές φορές τον έφερνε από το
χεράκι η υπηρετριούλα τους, ένα νόστιμο κοριτσόπουλο από το Σλε της
Φωκίδας, εκεί που παίζαμε και καθόταν μαζί στα θεμέλια του αϊ
Γεράσιμου. Κοιτούσε κλεφτά και έδειχνε ότι ήθελε να δοκιμάσει τις
δυνάμεις του. Κατά πάσα πιθανότητα φοβόταν την μπάλα ίσως τις
αγριοφωνάρες μας και τον τσακωμό στο τέλος. Πάντα μετά από λίγο τον
έπαιρνε η υπηρεσία και έφευγαν. Τούτο το απόγευμα έλλειπε ένας για να
είναι οι ομάδες ίσες μεταξύ τους. Τον είδαμε καθισμένο και του το
προτείναμε. Στην αρχή ήταν ξεκάθαρος. Όχι. Τον παρακαλέσαμε λίγο και
άρχισε να μαλακώνει. Επειδή τον παρακαλέσαμε και επειδή το ήθελε
πολύ, αν και ήξερε πως θα γινόταν αντικείμενο χλευασμού, κάνοντας την
ανάγκη φιλοτιμία είπε ναι. Σε κάποια φάση πάνω στο παιχνίδι του
φώναξε ο Παντελής « έβγα ρε συ, έβγα» εννοώντας να βγει και να
μαρκάρει τον επιθετικό της αντίπαλης ομάδες που κατέβαινε μόνος του
προς το τέρμα. Αυτός βγήκε κάθισε στην άκρη καταή και έμεινε
ασπάραγος κοιτάζοντας. Φάγαμε το γκολ που ήταν το πέμπτο και έπρεπε
να κουβαλήσουμε τους άλλους ζαλίγκα το γήπεδο γύρω γύρω, πλάι από
το σημερινό σπίτι του Γρηγοράκη που τότε δεν υπήρχε, γιατί έληγε ο
αγώνας και αυτή ήταν η συμφωνία.
-Τι κάνεις ρε; τον ρώτησε γεμάτος οργή.
Αυτός τον κοιτούσε φοβισμένος.
- Μίλα ρε μπέμπη. Λάλα!
Από τότε του’ μεινε το παρατσούκλι Μπεμπηλάλας. Ντράπηκε πολύ
έβαλε τα κλάματα πήρε φόρα κ’ αρατίστηκε. Δεν ξαναφάνηκε μέχρι που
έφυγαν για την πρωτεύουσα. Να’ σαι καλά ρε Φώντα. Η μόνη που έμεινε
ήταν η Νάσω η υπηρετριούλα, αφού παντρεύτηκε ένα γείτονα ψαρά. Τι
παντρεύτηκε δηλαδή! Το βράδυ που θα έφευγαν για την πρωτεύουσα
αυτή έφυγε για την πελάδα στο διβάρι.
Στη γειτονιά με το πλούσιο ανθρώπινο μωσαϊκό που ήταν κυρίαρχο
και πρωταγωνιστής στα λαϊκά δρώμενα και την πλούσια γκάμα των
επαγγελμάτων. Οι ντόπιοι μη δημοσιοθεσίτες πέρα από την αλιεία και
την συγκομιδή του αλατιού ήταν και άνθρωποι του μώλου, χειραγωγείς,
φορτοεκφορτωτές, τεχνίτες, μαγαζάτορες και μερικοί διατηρούσαν
ταβέρνες και οινομαγειρεία. Η στροφή τους σ’ αυτές τις δραστηριότητες
έγινε με όρους απόλυτους και αποκλειστικά πατροπαράδοτους από
πατέρα σε γιο. Μάλιστα στον χώρο της λίμνης συμβιώνουν δυο ομάδες
με διαφορετική δράση και οργάνωση στην εξάσκηση της αλιείας και της
εξόρυξης του χρυσού της, το αυγοτάραχο εννοώ. Οι ιβαράδες και οι
σκάπουλοι. Όλοι αυτοί λοιπόν ζούσαν ανάκατα με τους φερμένους που
ήταν κυρίως μανάβηδες τσαγκάρηδες χασάπηδες χρυσοχόοι ραφτάδες
αχθοφόροι καροτσέρηδες γελαδάρηδες θεληματάδες και χειρώνακτες
πρόσφυγες. Ακόμα και στην εποχή της παιδικής μου ηλικίας το ντόπιο
και το νιόφερτο στοιχείο δεν είχαν δέσει. Πολλοί γλωσσικοί ιδιωματισμοί
ντοπιολαλιές ιδεολογίες συμπεριφορές και νοοτροπίες. Έμπαιναν στην
πόλη και οι φιλενάδες τότες, οι γραφικές Αμπλιανίτισσες, με ή χωρίς τις
παραδοσιακές τους φορεσιές με το λευκό κεφαλομάντηλο το σιγκούνι
και κάποιες κάποτες με το τσαρούχι. Ψηλές και λυγερόκορμες
φορτωμένες με τη ζαλιά από ξύλα ή σέρνοντας το γαϊδουράκι με τα
ζαρζαβατικά. Η Καλίτσα στην εποχή μου ήταν μια από δαύτες.
Χαρακτηριστική φιγούρα. Μόνο που δεν ήταν ψηλή και λυγερόκορμη.
Ντόπιοι λοιπόν ανάκατοι με Ηπειρώτες που ήταν κυρίως φουρναραίοι
και χρυσοχόοι, ορεινούς Ναυπάκτιους Κεφαλλονίτες και άλλους
επτανήσιους πρόσφυγες, Αμπλιανίτες βασιλικούς δημοκρατικούς δεξιούς
και αριστερούς, με προδομένα τα όνειρα με χαμένο αδελφό ή πατέρα, με
εξορία με ξύλο και ρουφιανηλίκι. Αυτή η πολυσπερμία του ανθρώπινου
δυναμικού με την πολυχρωμία των πλούσιων ιδιωματικών στοιχείων με
τα διαφορετικού ύφους και χροιάς ακούσματα των ιδιωματισμών,
αποτυπωνόταν ξεκάθαρα και αβίαστα στις καθημερινές τους συναλλαγές.
Ακόμα και οι ντόπιοι χωρικοί, οι ξωμάχοι, είχαν τη δική τους ξέχωρη
προφορά. Όλοι απαιτούσαν διεκδικούσαν και συζητούσαν με το δικό
τους ξεχωριστό τρόπο.
Ένας από όλους αυτούς ήταν και ο κηπουρός που καλλιεργούσε
το περιβόλι του δέσποτα. Αργά τα απογεύματα τις μέρες που ήταν
μακρές, αντηχούσαν τα τσαπίσματα του μπάρμπα Γρηγόρη μέσα από
το μεγάλο κήπο. Να σκαλίσει το χώμα να κόψει το νερό μονότονα
και επίμονα τόσα χρόνια τώρα. Με την έγνοια να προκάμει πριν ο
ίσκιος του κορμιού του φτάσει λεπταίνοντας καθώς έγερνε ο ήλιος
από τα δυτικά του κήπου, στη μεγάλη κηπόπορτα. Κάθε τσαπιά του
έκοβε την αφράτη γη μα έκοβε ακόμα και κάτι από τη ζωή του χωρίς
αυτός τόσα χρόνια να το νοιώθει. Εδώ και λίγο καιρό αβγάτα δεν
ερχόταν στα γεννήματα παρά μόνο στα κόπια, τις ανάσες που
αδυνατούσαν να γεμίσουν αέρα τα πνεμόνια και στις απαιτήσεις και
τα παράπονα της κυρά Ζωής, της γυναίκας του. Αργάτεψαν οι
τσαπιές αργάτεψαν τα βήματα αργάτεψε και η σκέψη στο μυαλό. Ο
μόνος που δεν αργάτευε ήταν ο καιρός, ο ήλιος στη δύση του και η
παλίρροια στα νερά της Μαρμαρούς, ακριβώς πλάι και πίσω από τον
κήπο. Δεν παραπονιόταν ο καλόψυχος Κεφαλλονίτης, μα ούτε και ο
Μάρκος το γαϊδουράκι του που τον περίμενε να τον φιλέψει κανένα
ζαρζαβατικό μαζί με ένα χάδι και το καλό του λόγο. Έχοντας τελέψει
με το σκάλισμα το πότισμα και το κορφοκλάδεμα ο κυρ Γρηγόρης
κατάλαβε κοιτώντας τον ήλιο μια πιθαμή από το γέρμα του πως και
τούτη η μέρα έφευγε ανεπιστρεπτί και πως είτε το ήθελε είτε όχι
καθόταν παρέα με τις τόσες άλλες πάνω στις πλάτες του. Χρόνια
τώρα έβλεπε το ρολόϊ του χρόνου σταματητό. Μόνο ο ημεροδείκτης
του κυλούσε. Αργά μεν σταθερά δε. Θυμάται πως απ’ όταν διάβηκε
το πορτοθύρι των γηρατειών το βλέμμα του είχε αποξεχαστεί σ’
αυτόν και του’ φερνε μια στένεψη στο νου μαζί με μ’ ένα ακαθόριστο
σφίξιμο. Ένοιωθε πως από κάποιο άνοιγμα ένα παγωμένο αγέρι τον
κτύπαε στους ώμους. Έτσι κίναε για τη βαγιά. Κάθε φορά που κίναε,
παράξενα μα αυτό το παγωμένο κενό που τον κτυπούσε χανόταν.
Εδώ κάτω απ’ αυτή νοιώθει λαμπρή τη διάθεσή του. Οι ροζιασμένες
σαν χοντρές ρίζες γωνίες στο λιοκαμένο πρόσωπό του πλάθαν μια
φυσιογνωμία αυστηρή, τυραννισμένη και σχεδόν αγέλαστη. Εκεί
μέσα της έχει φωλιάσει μια τυφλή εμπιστοσύνη, μια αφοσίωση που
δεν χαλά πια. Άσχετα αν στο πλατύ και τίμιο κοίταμα της ματιά του
ξεπετιέται σαν τη μέρα που χαράζει η πίκρα. Μια πίκρα από την
ραγισμένη και στέρεη αντίληψη «ο κόσμος αναπόδιασε». Πέταξε
λοιπόν και σήμερα το ξινάρι στη ρίζα της βαγιάς, που τούτη την ώρα
ήταν γεμάτη σφεντζούδια που ερωτοτροπούσαν τιτιβίζοντας και
έστρεψε τη ματιά του ένα γύρω τον τεράστιο κήπο που τον έφερνε
βόλτα κάθε μέρα και κάθισε από κάτω της βγάζοντας τη ντρίτσα του
και τοποθετώντας τη στο δεξί του γόνατο. Κάποτε η κυρά Ζωή τέτοια
ώρα του έφερνε αραιά και που κανά μεζεδάκι με ουζάκι και τα
κουτσόπιναν. Μη φανταστείτε και τίποτα σπουδαίο. Ότι έπιαναν οι
τσάκες που με περίσσια τέχνη έστηνε κοντά στις ρίζες των φυτών και
τα τηγάνιζε. Έτσι έδιωχνε την κούραση γρήγορα και άλλαζε μαζί της
δυο κουβέντες. Της άρεσε και αυτής μα στα στερνά δεν το μπορεί
πια. Μεδά είναι και μακρυά; Μεδά πια και άλλαζαν καμιά κουβέντα
μεταξύ τους; «Δε βαριέσαι» είπε στρέφοντας προς το θεό τις παλάμες
που ακουμπούσαν στα γόνατά του. Κοίταξε μέσα τους. Ανάμεσα
στις χαρακιές τις κοψιές και τους ρόζους είδε ολάκερη τη ζωή του να
κυλά όπως το νερό στ’ αυλάκια προ ολίγου. Μια ζωή ολάκερη στην
έγνοια του κήπου και της Ζωής. Στόμωσε σαν το ατρόχιστο μαχαίρι
στο μέσα του κάθε πεθυμιά. Δεν τον ενδιέφερε τίποτε πλέον. Έφτασε
στην αναλγησία και στο ρυτιδιασμένο σαν αγιογραφία πρόσωπό του
δεν σκιαγραφούταν κανένα ίχνος αισθήματος. Μον’ καρτερούσε τα
πρωινά την ευκαιρία να πει δυο κουβέντες έστω και δυο μονάχα
λέξεις με τις νοικοκυρές πελάτισσες μπας και ξαλαφρώσει. Να
σχολιάσει τα καθημερινά, τόσο τα απλά όσο και τα κομμάτι δύσκολα
αυτά της πολιτικής, απ’ τα οποία δεν μπόραε να βγάλει άκρη. Από το
Κιμωλιατέϊκο, πίσω από τις πλάτες του, άκουσε τις σφυριές και τα
μαστορέματα του κυρ Κώστα καθώς και τις φωνές των δυο
κοριτσιών. Είδε και τον καπνό που σηκώθηκε. Πάλι κανά στεφάνι σε
ρόδα θα αλλάζει σκέφτηκε και του θυμήθηκε ότι και η δική του θέλει
επισκευή σε μια ακτίνα της. Πλησίασε το μαντρότοιχο για μια
καλησπέρα εκ του σύνεγγυς. Πράγματι τα κορίτσια μάλωναν για λίγο
ύφασμα που το ήθελε η κάθε μια να ντύσει την από καλαμποκάνι
φτιαγμένη κούκλα της. Παρακεί η γυναίκα του μάζευε την απλωμένη
μπουγάδα βάζοντας ρούχα και μανταλάκια στην ίδια κονίστρα. Δεν
ήθελε να ξενυχτήσουν τα ρούχα απλωμένα. Ο Κυρ Κώστας όλο
νεύρο, σκασμένος. Περίμενε το γιο του το Γιώργο να’ ρθει από την
αλάνα που έπαιζε ποδόσφαιρο και αυτός αργούσε.
Μετά ξανά μόνος. Τούτος πια τώρα ήταν καμωμένος και έτοιμος
για εσωτερικούς μονολόγους. Η εποχή που έπιανε διάλογο με τις
νοικοκυρές και τα φυτά του πέρασε χωρίς επιστροφή. Τώρα όμως
τούτες τις στιγμές του άρεσε να μιλά με το μέσα του μιας και του την
έδιναν αυτή την πολυτέλεια οι συνθήκες της ζωής του. Με αυτούς
κατάλαβε πως μπορούσε να πλέξει ένα συγκροτημένο λόγο, πράμα
που δεν κατόρθωνε στο μιλητό. Να βάλει τις σκέψεις του σε μια
σειρά λέξη τη λέξη, πρόταση τη πρόταση, νόημα το νόημα. Κατά
περίεργο τρόπο αυτοί οι μονόλογοι κυλούσαν σαν νερό. Επιχείρησε
να τους κάνει πρώτα μουρμούρα και αργότερα ψίθυρο, να τους δώσει
ήχο, τόνο, πνοή και χρώματα. Μέχρι που σαν τους έκανε φωναχτά
πια με την συμμετοχή των αισθήσεων, κατάλαβε ότι ο λαβύρινθος
του νου είναι ευκολότερος από αυτόν της γλώσσας. Πάντα σ’ αυτούς
τα είχε με τους πολιτικούς. «Πολιτική επιστήμη, άκου τι σοφίστηκαν
για να έχουν τον κοσμάκη στο χέρι τους, μονολόγησε. Τόσα χρόνια
απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου ψηφοφόρο, εκεί στο τέλος με τις
αρχές των δυο αιώνων, τα ίδια και τα ίδια. Άλλοι ήταν αυτοί που
θέλαν για λογαριασμό μου. Βλέπω τον εαυτό μου και τον λυπάμαι.
Λίγο ακόμα και θα τον κλάψω. Πρώτα ταμπέλα στην ιδεολογία.
Δεξιός, αριστερός, βασιλικός, βενιζελικός, ριζοσπάστης και ένα σωρό
σκατολοΐδια. Μετά διαπλοκή, αδιαφάνεια και δουλειές κάτω από το
τραπέζι. Αποσπάσεις, μεταθέσεις, άδειες για τα μικρομάγαζα,
διευκολύνσεις στην κατασκευή αυθαιρέτων, κοινωνικά φρονήματα
και κομματάρχες με καλούς τρόπους, λεπτές χειρουργικές κινήσεις,
πειστικότητα και προπάντων προσφορές, για να υφαρπάξουν την
ψήφο. Φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Ιστορίες, λόγια, υποσχέσεις
και μόνο υποσχέσεις ως που να βουτήξουν το χέρι στο μέλι της
εξουσίας και της κουτούπας. Έτσι κ’ αλλιώς κανένας δεν θα καλέσει
σε απολογία συνειδήσεις που είναι βουτηγμένες στον βρώμικο κόσμο
της, στον οποίο το δίκιο είναι άφαντο. Υπηρέτης η ίδια ενός σάπιου
συστήματος που οι κουμανταδόροι μπράβοι της, παιδιά δικά της,
είναι πνιγμένοι στον αυταρχισμό, την αλαζονεία, την αγάπη στο
χρήμα, την ματαιοδοξία και την γεμάτη εμπάθεια φιλοδοξία. Αμ ,το
χειρότερο; Οι πολιτικές αποφάσεις; Από τη μια στοχεύουν
σημαδεύοντας στο μέλλον και από την άλλη στο μόνο που βιάζονται
είναι στο να παρθούν. Ύστερα σαν το κρασί φυλάγονται σε βαρέλια
στα σκοτεινά κελάρια μέχρι να φτάσει το πλήρωμα του χρόνου. Να
γίνουν πια πράξεις. Να ορμήσουν και να πέσουν σαν ώριμα φρούτα,
ξεχασμένες στη μνήμη του κοσμάκη, με το πρόσχημα της ανάγκης.
Άσε που η καθαρότητα σ’ αυτή ξεφτίζει με τη σίγουρη δύναμη. Αμ
στην πολιτική Γρηγόρη όσο πιο μεγάλη είναι η φουρτούνα τόσο πιο
γερό καραβοκύρη χρειάζεται, θυμάται που του’ λεγε ο πατέρας του.
Τούτοι όλοι τους είναι καπεταναίοι ξερικοί. Παραδώσανε εδώ και
αιώνες την πολιτική της χώρας στον εκάστοτε σύμμαχο. Δεν
ενήργησαν ποτέ τους κατά το πως ήταν το συμφέρον της πατρίδας.
Μόνο τη βόλεψή τους νοιάστηκαν. Κοίτα να δεις που ταιριάζουν και
στο σήμερα, τόσο χρόνια μετά».
Με το τέλος του κάθε μονόλογου ένοιωθε το κορμί του άυλο,
χωρίς τα βαρίδια των οκάδων. Το ίδιο και σήμερα το νόμισε να πετά
ένα γύρω πάνω από το λαχανόκηπο να περνά πάνω από τη μάντρα
του και παίρνοντας πορεία Ν.Δ να βάζει από κάτω του τη
λιμνοθάλασσα, το Ιόνιο και να τραβά για το νησί του. Πέρασε από το
ερειπωμένο πατρικό του και έκοψε κατά τα μνήματα των γονιών του.
Κούνησε το κεφάλι του και χώθηκε ξανά στο σώμα του βιαστικά
πριχού το πέταγμα αυτό του γίνει εμμονή και αποξένωση από τα
γήινα. Εκεί καθισμένο κάτω από τη βαγιά τον εύρισκαν καιρό τώρα
οι σουβλιές στους ώμους, στη μέση και τα γόνατα. Στα χέρια του τα
κόμπια τον πονούσαν χρόνια τώρα και τα έτριβε μεταξύ τους, ειδικά
αυτά στους δυο αντίχειρες με τις παλάμες. Έτσι να του θυμίζουν πως
κοντολογίς φτάνει στο τέρμα του και αυτό δεν το μπορούσε, μήτε το
ήθελε καθόλου. Αργότερα το βράδυ τα περνούσε με πετρέλαιο παρά
τη γκρίνια της Ζωής. Δεν μπόρεσε να αποκτήσει παιδί μα ούτε του
έριξαν κανένα στην πόρτα του να το μαζέψει και να το κάνει δικό
του. Τόσα και τόσα ακούγονταν να έχουν γίνει. Χάθηκε και σε
δαύτον; «Καταραμένη μοίρα» μονολόγησε και την ένοιωσε μια ζέστα
να κυλά στα μάγουλά του από τις γωνιές των ματιών του και τότε ο
κήπος θόλωσε, σίγουρα όχι από το σούρουπο. Κάτι το αποχαμένο
μουρμούρισε, μάζεψε τα κομμάτια του και σηκώθηκε. Πήρε κούτσα
κούτσα το δρόμο για το σπιτάκι του πριν παγώσουν οι αρθρώσεις από
το καθισιό και οι κινήσεις γίνουν πιότερο δύσκολες. Έστρεψε προς
τη δύση όπως κάθε μέρα να δει να θαυμάσει και για να ξεκουραστεί
με το κίτρινο χρώμα που χρύσιζε τον ουρανό, τις πελάδες και τα
σφαγεία. «Πώς καταντάει ο άνθρωπος και πόσο ίδια παραμένει η
φύση στο πέρασμα των χρόνων. Δειλιάζει, σκεβρώνει και
ξεφτιλίζεται. Νοιώθει παρείσακτος, ένα τίποτα, ένα σκουτί αχρείαστο
που το μόνο που καταφέρνει είναι το να γίνεται βάρος στους γύρω
του. Να σαν καλή ώρα ο εαυτός μου. Ταλαίπωρος, μπερδεμένος,
χορτάτος με ψευτιές και μισές αλήθειες και ένα βουνό προβλήματα
που δεν το μπορεί να τα λύσει. Αλλά δε βαριέσαι. Ο κόσμος είναι
αυτός έτσι όπως φαίνεται. Σάμπως γνωρίζει κανένας τι γίνεται πίσω
απ’ ότι φαίνεται»; Να χαρεί μια ζωή περήφανη και αδέσμευτη ήθελε.
Γιομάτη από δημιουργία και αξιοπρέπεια. Ξέχειλη από έντονο
αίσθημα ελευθερίας. Μ’ αυτά και μ’ αυτά έφτασε στη βαριά δίφυλλη
πόρτα, την έγειρε και έφυγε. Τώρα πια δεν την κλειδώνει!
Και τα φεγγάρια περνούσαν και μαζί με αυτά οι μέρες και ο καιρός,
ενίοτε καλλίτερος και ενίοτε χειρότερος. Μόνο οι άνθρωποι δεν
περνούσαν ενίοτε καλλίτεροι. Αυτοί είχαν μείνει στο πάντοτε
χειρότερα. Μα ένα απομεσήμερο με την στερνή τσαπιά η μέση του
δάγκωσε από τον ξιναρόπονο και σκυφτός πήγε ως την βαριά πόρτα,
την άνοιξε λίγο έβαλε και την απαλάμη του αντήλιο και κοίταξε κατά
το χαμόσπιτό του που ήταν πενήντα μέτρα αντίκρυ. Ίσως ο Μάρκος,
ίσως κάποιο αεράκι που ξέσπασε ξαφνικά, έγειραν με δύναμη την
μισάνοικτη πόρτα που τον βρήκε στη λεκάνη του που εξείχε προς τα
πίσω στην προσπάθεια του να κρατήσει το κορμί και τις γυρτές του
πλάτες, ξαπλώνοντάς τον μια για πάντα στο χώμα. Έτσι έκανε τη
στάση του στη ζωή και κατέβηκε από αυτή. Χάθηκε από τη γύρα των
γειτονιών και πήγε στον απάνω κόσμο αβόητος και αξανάσαστος. Η
ζωή του μια ήρεμη καθημερινή ρουτίνα πρωί μεσημέρι βράδυ.
Καμμιά αλλαγή και το χειρότερο κανένας πειρασμός. Μόνο κάπου
κάπου και στο πουθενά η αναλαμπή της φαντασίας και της μνήμης,
μα που και αυτές καταντούσαν να παίρνουν ένα σκουριασμένο
χρώμα λερό και θολό σαν τα απόνερα κάθε αμπωξάς που απλώνουν
με ήρεμο κυκλικό κυματισμό. Ακόμα και όταν σαν αντάμωναν τα
μάτια του τη νια σελήνη και έκανε την συνηθισμένη ευχή περί
προύσας και κούτρας, δεν ηρεμούσε ο πόθος το πάθος και η πεθυμιά
για μια βατή ζωή ίδια με το στρωμένο φως του φεγγαριού στα νερά
της λίμνης.
Όλοι στη γειτονιά μεροδούλι μεροφάι, εξόν απ’ αυτούς που μέναν στα
δυο αρχοντόσπιτα που προανέφερα, πλάι στου δάσκαλου και που είχαν
ψηλές θέσεις στο δημόσιο. Αυτοί κάθε Κυριακή απόγευμα παίρναν την
οικογένειά τους και πήγαιναν στην πλατεία για παγωτό και γλυκό. Την
ίδια ώρα οι άλλοι την έβγαζαν στα πρέκια των σπιτιών τους τρώγοντας
ανάλογα με την εποχή, άγριες αγκινάρες, φρέσκα ρεβίθια και σαλίγκια ή
τσάκιζαν πασατέμπια που αγόραζαν από τον τσάκα τσούκα ή τον
Ζαμπέλη. Κατά το βραδάκι συζητούσαν πολιτικά μέχρι που ν’ ανάψουν
τα αίματα. «Θα πιάσει το κώλο του με τα δυο του χέρια ο Κεφαλλονίτης
που θέλει να βγει ξανά δήμαρχος. Πριν από καιρό, στις προηγούμενες
εκλογές, έκοβε βόλτες στις γειτονιές τάζοντας να στρώσει τους δρόμους
με σαβούρα να μη μας τρώει η σκόνη. Όχι μόνο δεν έκανε τίποτε αλλά
δεν καταβρέχει κιόλα. Αραιά και που περνά η καταβρεχτήρα. Όλο
χαλασμένη είναι. Μωρέ δαγκωτό στο γιατρό αυτή τη φορά και ας είναι
αριστερός»! Και οι δυο τους κεφαλλονίτες. Δίπλα μας σχεδόν πάντα ένας
αδύναμος και φτωχός κ’ αυτός καπνός υψώνονταν, δείγμα πως ήταν από
τάβλες ή καλάμια. Θα θερμίσουν ξανά πατσοπόδαρα λέγαμε οι
Καβατσοναίοι και θα ρίξουν τα πατσόνερα να πάνε στο χαντάκι. Αυτό το
χαντάκι! Ακόμα και τώρα εξακολουθεί να με βασανίζει. Από του
Καραμέλα που ξεκινούσε διέσχιζε επιφανειακά το δεξί μέρος του δρόμου
μέχρι το σπίτι μου. Μάζευε τα βροχόνερα και τα αποπλυσίδια από τις
πατσές. Από κει και μετά πήγαινε κάτω από το έδαφος και τις γραμμές
του τρένου μέχρι τη θάλασσα που υποτίθεται ότι απέρρεε. Αμ δε. Η
στάθμη των νερών του με αυτή των της λίμνης ήταν ίσα πανιά ίσα νερά.
Με τη ρήχη άδειαζε και με τη μπασά έμπαζε ότι είχε αδειάσει. Έτσι τους
μήνες του χειμώνα ως και τον Μάρτη κάθε που ο καιρός ήταν από τη
μάνα, η θάλασσα κάλυπτε ολόκληρο τετράγωνο που είχε πλευρές την
περίφραξη των φυλακών ανατολικά με την οδό Ελευθερίας δυτικά και
τον μαντρότοιχο του κήπου βόρεια όπου υπήρχε και άλλο χαντάκι, μέχρι
την νότια πλευρά που έτρεχε. Τίγκα στο νερό και στο βούρκο πνιγμένη η
περιοχή. Δεν πρόφταινε να στεγνώσει όταν κάποτε τα νερά αποσυρόταν
γιατί με την επόμενη κακοκαιρία ξαναγύριζαν. Σαν έπιανε πια ο Μάης το
σάλτσινο άρχισε να μπλανιάζει. Σκασμένο έμοιαζε με αυλή στρωμένη με
ακανόνιστη πλάκα που οι αρμοί ήταν δυο τρεις πόντοι βαθιοί και πλατιοί.
Σαν σκασμένη επιδερμίδα. Όταν πια μισοστέγνωνε μια αλμυρή και
λευκή, τί άλλο, κρούστα κάλυπτε τις μπλάνες που από το δικό μας
ποδοπάτημα στο παιχνίδι γινόταν μια χωμάτινη πούδρα. Αρκούσε ένα
ελαφρύ αεράκι για να τρυπώσει παντού. Αν προλάβαινε να το καθαρίσει
ο δήμος άφηνε την λάσπη στο πλάϊ του να ξεραθεί ή να πέσει ξανά μέσα
του. Αλμυρή μου πατρίδα.
Έκαιγε λοιπόν ο κυρ Χρήστος και εύρισκε την ευκαιρία ο κυρ Πάνος ο
Λαγκουβάς που ήταν γείτονάς τους, να ισώσει κανά καλάμι για καμάκι.
Ποτέ του δεν ξανάβαλε φωτιά από τη φορά που του ξέφυγε και παρά λίγο
να κάψει τα χαμόσπιτα.
-Άσε Πάνο του’ λεγε. Όταν καίω εγώ εσύ πύρωνε. Είδες κανά όνειρο από
δαύτο που είχε δει ο Νέρωνας όταν έκαψε τη Ρώμη; Άστο να πάει στο
διάολο σου λέω.
Αλλά αυτός άλλες έγνοιες είχε τότε. Η πρώτη ήταν να τινάξει από πάνω
του τη στάμπα του εμπρηστή. Μήπως το’ θελε; Δίπλα τους ακριβώς κατά
τις φυλακές, είχε μείνει ένα παρακέλι ακατοίκητο εδώ και χρόνια.
Πέφταν οι σοβάδες χάσκαν τα παράθυρα με τις πόρτες και τα ποντίκια
έκαναν όλο το εικοσιτετράωρο περαντζάδα. Και όμως αυτό ήταν το
λιγότερο. Εκείνη η αγράδα και η ορμή του κισσού και που είχε ρουφήξει
τα πάντα του έτρωγε τα σωθικά, μιας και έρχονταν όλο και κατά το σπίτι
του. Όσο τον πάλευε με το ξινάρι και τα χέρια τόσο αυτός θέριευε, καθώς
ερχόμενος από το πίσω μέρος της παράγκας σκέπασε τη σκεπή της,
κατέβηκε τους τοίχους, σύρθηκε και φύτρωσε χάμω και απειλούσε το
γύρω χώρο. Κάθε κλωνάρι ρίζα και κάθε ρίζα και μάτι που έσερνε
ύπουλα σαν το φίδι πάνω στη γη. Μέχρι που τον έκοψε στη ρίζα του και
τον άφησε να ξεραθεί. Ύστερα πήρε ένα μπιτόνι πετρέλαιο και έβαλε
φόκο. Σηκώθηκε αμέσως ένα αεράκι από το πουθενά και παραλίγο…..!
Έκανε και κανά δυο βράδια στο τμήμα και έτσι από τότε τέρμα οι
φωτιές. Μα το σαράκι της δεύτερης έγνοιας που τον έτρωγε ήταν η
μεγάλη του κόρη. Που ο νους της ήταν μια πιθαμή πάνω από το κεφάλι
της. Κάθε τόσο μάλωναν καθώς αυτή περνούσε πλάι του χωρίς να του
δίνει καμιά σημασία και όλο ξεμάκραινε. Αέρινη περπατησιά, με τις
γάμπες χυτές προς τον αστράγαλο και πλάι από τον τένοντα δεξιά και
αριστερά δυο λακκάκια άδειαζαν και γέμιζαν με το περπάτημα καθώς η
φτέρνα σηκωνόταν να φέρει το πόδι πάνω στα δάκτυλα. Ανάλαφρα αυτά
διαδεχόταν το ένα το άλλο ανεβοκατεβάζοντας τους γοφούς που
λικνίζονταν με χάρη σκέρτσο και νάζι.
-Αμ που θα πάει. Θα το’ βρει η τάβλα το καρφί, έλεγε η μάνα της για να
συμπληρώσει ο πατέρας της.
-Που θα μου πάει θα την κουρέψω με την ψιλή.
Μα όλο και καμάρωναν για τη λάμια που ανάσταιναν.
Που παρά ταύτα, όλα μαζί συνταίριαζαν και ας χάιδευαν τα αυτιά
παράξενα. Απλοί άνθρωποι του μόχθου και του μεροκάματου γεμάτοι
αξιοπρέπεια και κόπο να κρατήσουν στα ίσα το σκάφος της ζωής και της
οικογένειας. Μην τυχών τουμπάρει και μπάσει νερά. Μη και τα παιδιά
δεν βγουν όμορφοι άνθρωποι προσηνείς και φίλεργοι. Με τις μανάδες να
έχουν και να παίρνουν την πιο γλυκειά μορφή απέναντι στα σκληρά
βάσανα της ζήσης τους. Μη δουν τα παιδιά κάτι διαφορετικό και
τρομάξουν. Φτώχεια; Ναι. Μα παρέα με το γέλιο και τον γλυκό λόγο.
Έτσι να είναι άγιο το γέλιο που μας γεννά μας τρέφει και τρέφεται από
εμάς και μας ενώνει, σε μια παράφραση του στίχου του μεγάλου
Κεφαλλονίτη και ας μου το συγχωρέσει. Να κυνηγούν την ευτυχία μέσα
από μικροπράματα και να ρουφούν την ευχαρίστηση από αυτά Γιατί
ήξεραν και γνώριζαν πως πρέπει να αρκούνται σε ότι με το βελόνι τους
έδινε η ζωή. Να είναι δικές τους αυτές οι μικρές στιγμές απλών και
μακάρι καθημερινών δόσεων χαράς και γαλήνης. Εκεί στη γειτονιά που
δεν θα την ονόμαζα των αγγέλων, με τις δεμένες στις μεταξύ τους
σχέσεις οικογένειες παρά τις εκάστοτε μικροδιαφορές τους που τελικά τις
έδεναν ακόμα πιότερο. Μπορεί τα σπιτάκια να είχαν πόρτες, όμως αυτές
δεν έκλειναν ποτέ λες και τα χαμόσπιτα ήταν βάρκες και που αν ποτές
έγερναν τις άνοιγες με ένα ελαφρύ σπρώξιμο, μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη.
Που τα παιδιά μπαινόβγαιναν απρόσκλητα, αφού έτσι κ’ αλλιώς
κυκλοφορούσαν παρέες, ίδια με τσούρμο από κεφαλόπουλα και ήσαν πιο
πολύ αδέλφια παρά φίλοι. Φτωχαδέλφια, λασπαδέλφια, όπως θες πέστα.
Εδώ που οι άνθρωποι ήξεραν ότι ο μισεμός, ο θάνατος, οι κακουχίες και
οι δυσκολίες τους κάνουν δυνατότερους στο κυνήγι της ελπίδας. Εδώ
που γεννήθηκαν μεγάλοι και δυνατοί έρωτες. Εδώ που σε κάθε ξύπνημα
βλέπανε τον ήλιο να ανατέλλει μέσα τους.
Στους δρόμους της καμιά δεκαριά λούστροι περίμεναν τους πελάτες
τους, ο καθένας στο πόστο του, χτυπώντας με τη βούρτσα το κασελάκι
τους. Κ’ απέ σαν έσκαγε κανένας σε χρόνο ντε τε έμπαιναν τα
ημικυκλικά χαρτονάκια που προστάτευαν τις κάλτσες, αριστερά και
δεξιά από τους αστραγάλους, το βερνίκι απλωνόταν στο δέρμα του
παπουτσιού και στρωνόταν με επιδέξιες κυκλικές κινήσεις των χεριών με
τις βούρτσες. Μια λαϊκή ρήση λέει ότι ο μερακλής ο άνθρωπος φαίνεται
από τον καφέ του. Έτσι και εδώ, ο μερακλής ο λούστρος φαινόταν από το
κασελάκι του. Μερικά από δαύτα ήταν έργα τέχνης, κομψοτεχνήματα
σκέτα. Πλουμισμένα στα χρώματα και στις ζωγραφιές. Όλες φτιαγμένες
στο χέρι. Λουλούδια, βάρκες, γοργόνες, ήλιοι με τις ακτίνες τους,
γυναίκεια πρόσωπα και κορμιά, άλογα και οτιδήποτε άλλο. Λες και τα
είχε ζωγραφίσει ο Θεόφιλος. Όσοι λοιπόν το είχαν στο αίμα τους το
μεράκι πλάι στα μπουκαλάκια με τα βερνίκια είχαν και τέτοια με
λουλούδια, όπως βασιλικούς, κατιφέδες, αγιόκλημα, γαρδένιες και κάπου
κάπου κανένα κανελλογαρύφαλλο με βαθύ κόκκινο χρώμα και έντονη
μυρουδιά. Σε αυτούς λοιπόν ξέφευγαν οι κινήσεις των χεριών και πέρα
από τα συνηθισμένα όρια του μπρος και πίσω ή του πέρα δώθε, από την
φτέρνα ή μπροστά κάτω από τα κορδόνια στο δέρμα του κουντοπιέ.
Σύντομα καθώς γινόταν όλο και μεγαλύτερες βγαίναν αριστερά, δεξιά
και μπρος πίσω μέχρι που διασταυρωνόταν, που και που. Με το μάτι να
παίζει και πέραν του παπουτσιού, να κόβει την κίνηση της αγοράς και να
αναζητεί την άγρα του νέου πελάτη. Εκεί στο πεζοδρόμιο μπρος από το
καφεκοπτείο του κυρ Ζώη ή απέναντι στη γωνία του Ασημακόπουλου
και λίγο πιο πάνω στα καφενεία κοντά στην ταβέρνα του Τσίρκα.
Στην Κάναλη, αυτή ήταν η συνοικία μου, σε ελάχιστες γωνίες των
δρόμων υπήρχαν πινακίδες με την ονομασία τους. Αν κανένας έκανε
μεταγραφή στο υποθηκοφυλακείο μάθαινε γι’ αυτή. Ξέραμε την Κύπρου,
την Ελευθερίας που έγινε Δαμασκηνού, το μεγάλο δρόμο της
Πατριάρχου Αλεξάνδρειας Χρυσοστόμου Β! που έγινε Ηρώων
Πολυτεχνείου και εγώ επιπλέον την βασιλέως Παύλου σημερινή Θυσίας,
που είχε το μαγαζί ο πατέρας μου. Στου Τσατσάνη. Το ίδιο και στη
γειτονιά μου. Στη γειτονιά του τόπου που είχε ελάχιστους δρόμους
στρωμένους με σαβούρα, πολλές φορές μαύρους σαν με καρβουνόσκονη
από το καρβουνιάρικο του Αυγέρη, λες και χάθηκε να πάρει και καμιά
φορά λίγο άσπρο από τα τεράστια καζάνια που είχε απέναντι, στο
γιαουρτάδικο. Με το μεγάλο δρόμο να ξεκινά από το σταθμό του τρένου
και να φτάνει ως την Κύπρου στη ράχη της Πλώσταινας. Ένας δρόμος
φαρδύς για τα δεδομένα, στρωμένος ο μισός με σαβούρα μέχρι τα
περίπτερα του Καλτσούλα και του Φράγκου και ο υπόλοιπος
απαρατημένος μέσα στη σκόνη. Μια σκόνη άσπρη και αλμυρή που τον
έκανε να φαίνεται σαν να ήταν σκεπασμένος με αλισάχνη. Κάτι σαν
επαρχιακός που αποτελούσε το φυσικό όριο του πολεοδομικού σχεδίου
της πόλης. Στα βορινά του απλώνονταν οι εκτός σχεδίου πόλεως εκτάσεις
στις οποίες τα αραιά και που σπίτια, συνυπήρχαν με σάλτσινο λάσπη
βουρλιές και αρμυρήθρες. Από ανατολή σε δύση πήγαινε αυτός κόντρα
στον άλλον που πήγαινε από βορά προς νότο που έφτανε από το τρίγωνο
του Ζαχαριάδη ως τις βενζίνες του Κοχιά. Ένας τεράστιος σταυρός που
διέσχιζε την πόλη και που στο συναπάντημα των ευθειών του, βρισκόταν
το σπίτι μου. Με τις γούβες γεμάτες νερά που μέσα τους πατούσαμε και
μέσα τους πέφταμε σπρωγμένοι λες από κάποιο χέρι μιας και το νερό της
βροχής έπεφτε συνέχεια από τα μέσα του φθινοπώρου μετά το πρώτο
πρωτοβρόχι μέχρι του Αγ’Ανδρέα με ένα μονότονο και εκνευριστικό
τσουρ τσουρ. Με εκείνη την χαρακτηριστική οσμή που σκορπούσε στην
ατμόσφαιρα το διψασμένο για νεράκι χώμα. Αργότερα τον στερνό μήνα
του χειμώνα και τον πρώτο της άνοιξης, που τα βράδια ήταν μεγάλα και
ξάστερα, το πάγωνε όπου το εύρισκε στάσιμο, δηλαδή παντού, το έκανε
τσαφ όπως το λέγαμε, που πάνω του κάναμε τσουλήθρα ή το σπάζαμε να
το πάρουμε στα χέρια μας ή να το βάλουμε στο στόμα μας.
Ο Αλμυράς, αυτή είναι η πόλη μου, δεν ήταν αμφιθεατρικά
χτισμένος μήτε γύρω από το λιμάνι του αναπτυγμένος όπως
συμβαίνει με όλες τις παραλιακές πόλεις. Ήταν όμως ξαπλωμένος
στην αγκαλιά μιας ήρεμης ρηχής και απλωμένης σιγαλιάς. Το υγρό
στοιχείο λένε, από τη φύση του βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Εδώ
ηρεμεί μέσα στη δικιά του ακινησία. Κόντρα στους νόμους της
φυσικής. Αυτή η στιγμή αιώνες τώρα βαστά και αντέχει. Τα μυστικά
της τα κρατά βαθιά μέσα της. Τα γνωρίζουν μόνο η αμφιλύκη και ο
ψίθυρος του μπάτη σ’ ένα ταξίδι στο διηνεκές πάνω σ’ αόρατα
χνάρια. Έτσι να μην ταράξουν τη γαλήνη και τη σιωπή της. Μια
σιωπή που κάθε ρυτίδα στο πρόσωπό της κρύβει στεναγμό, όνειρα,
κύματα και γραμμές οριζόντων. Το λιμάνι δεν ήταν το κέντρο του
μιας και βρισκόταν μακρυά. Η κεντρική πλατεία, που έφερνε το
όνομα του Μπότσαρη, το αντικατέστησε. Τα καλά διώροφα
παραδόξως ήταν στους κεντρικούς δρόμους και όχι γύρω της. Στο
κέντρο της σε περίοπτη θέση ήταν μόνο του το δημαρχείο.
Καλοστεκούμενος τόπος. Εδώ οι κάτοικοι μοιάζουν με ζευγάδες της
θάλασσας. Την αρμέγουν οργώνοντάς τη όλες τις ώρες και τις μέρες
της ζωής τους. Δεν έχουν υνιά αλέτρια και ζευγάρια. Έχουν όμως τα
σταλίκια τους. Δεν πιάνουν στα χέρια τους το χώμα που γυρίζει στ’
αλέτρι και δεν αλλάζουν μαζί του κουβέντες. Πιάνουν όμως τα
σχοινιά και τα πανιά και μιλάνε με τα μαρτύρια, τους γλάρους, τους
βασιλιάδες, τις αλκυόνες και τα αγριοπούλια της θάλασσας. Δεν
σπέρνουν τα ευλογημένα γεννήματα της γης μα ρίχνουν τα
παραγάδια και τα δίχτυα σαν σε σπορά. Δεν θερίζουν μηδέ τρυγάνε,
μα αρμέγουν τα τενάγη της λίμνης τους σαν καρφώνουν στο φτερό τα
ασημί ψάρια κατάπλωρα. Πάνω από τις μισές ψυχές του πάλευαν με
τη θάλασσα τα πλεούμενα τα καμάκια και τα διβάρια. Αντί να
γυρίζουν τα χώματα και να στήνουν πεζούλες έστηναν γυροβολίδια
ένα γύρω απ’ αυτά. Στελιωμένη δουλειά από παππού σε παιδί και
εγγονό. Από τις υπόλοιπες, άλλες έπιασαν θεσούλα στο δημόσιο και
άλλες το πάλευαν με το εμπόριο. Πάντως οδός Ερμού δεν υπήρχε.
Ακόμα και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 50 στον Αλμυρά τα
ποδήλατα αν και εξυπηρετούσαν, ήταν λιγοστά. Όσοι χρειάζονταν
για τις μετακινήσεις τους νοίκιαζαν από του Παντέλα στην Χαριλάου
Τρικούπη ή από τον Κατσαρό στην απάνω αγορά. Εμείς το παιδολόϊ,
κλέβαμε ότι μας γυάλιζε στο μάτι γδύνοντάς τα. Το καπάκι από το
κουδούνι που το είχαν σε κάποιο σημείο στο τιμόνι. Τις σημαίες των
ποδοσφαιρικών ομάδων που τις είχαν οι μερακλήδες να κρέμονται σε
μικρούς ιστούς κυρίως πίσω, στην πινακίδα του αριθμού. Βέβαια
διέθεταν και τέτοιον. Αριθμό κυκλοφορίας. Μα εκείνο που θέλαμε
περισσότερο μετά τα βιντίλια ήταν οι τρόμπες. Μια πόλη ποτισμένη
με αίμα δικό της και αλλόθρησκο. Με τα κομμάτια της λίμνης να
στενάζουν από τις κραυγές των ψυχών που γυρεύουν λύτρωση. Με
την Πλώσταινα την Κλείσοβα το Βασιλάδι και το Ντολμά, τα
προπετάσματα του φράχτη, να οδηγούν και να σηκώνουν ως την
αιωνιότητα απλούς και ηρωικούς υπερασπιστές της τιμής και της
ελευθερίας. Τότες που όπως περιγράφεται αυτή έγινε κόκκινη από τα
σαρίκια των Αγαρηνών. Μια πόλη απέραντο ησυχαστήριο με την
ηρεμία να ξεχύνεται από τον κήπο και να περπατά στα στενά της. Ο
κήπος των Ηρώων για τους περισσότερους ήταν η απόλαυση της
Κυριακής. Ερχόταν εκεί να τους αποθανατίσει στη στιγμιαία ο
μπάρμπα Κώστας ο Μάκας. Με μια φωτογραφική μηχανή στημένη
στο τρίποδο και το μαύρο μανίκι να κρέμεται άψυχο πίσω της. Σαν
ήθελε να αλλάξει τη θέση της έκλεινε τα πόδια της, την έκοβε στον
ώμο και προχωρούσε. Τότε ακουγόταν και ο μονότονα
παρατεταμένος ήχος σαν τρίξιμο από το ξύλινο πόδι του. Νταπσκριιτς, νταπ- σκριιτς, με εκείνη την παράξενα περίεργη κίνηση του
κορμιού του και τον μορφασμό μόνιμα χαραγμένο στο πρόσωπό του.
Ενθύμιο του 40. Πόσες φορές και γιατί μέχρι να πετάξει το πουλάκι
έχωνε το κεφάλι μέσα στο φαρδύ μανίκι που το σήκωνε με το χέρι
του δεν μπορώ να σας πω.
Μια πόλη ξέχωρη και μοναδική για την ντοπιολαλιά της, τα
χωρατά των κατοίκων και τα δυο πανηγύρια του Αϊ Συμιού. Με τις
πελάδες πάνω στο νερό να υπάρχουν και να εξυπηρετούν τις ανάγκες
των ψαράδων κυρίως, σαν μόνιμες και παραθεριστικές κατοικίες εκεί
στους δρόμους της περιμετρικής και της τουρλίδας και πάνω στα
ιβάρια. Φτιαγμένες με καλάμια και από χορτάρι πλεγμένο με
εξαιρετική τέχνη, για να είναι αδιαπέραστο από το νερό, άντε και
κανένα κομμάτι ξύλο. Θυμάμαι πως σήκωνα το βλέμμα μου ψηλά.
Ουρανός. Παντού ουρανός μπρος πίσω δεξιά αριστερά. Γαλάζιος
διακοπτόμενος που και που από μουντά σύννεφα. Χαμηλότερα
σκόνταφτε στα ίσαλα βουνά που βρισκόταν ένα γύρω του έχοντας
ίσα με δέκα πόντους μπόι πάνω από τις γραμμές του ορίζοντα τις
κορυφές τους. Βόρια μόνο φάνταζε το βουνό ψηλό με το κάστρο να
ξεχωρίζει σαν ραχοκοκαλιά στα δυτικά του. Μετά το στερνό
χαμήλωμά του, αναπαύονταν πάνω στη θάλασσα που έτσι όπως ήταν
ήρεμη έμοιαζε σαν ακίνητη. Θάλασσα! Ένας κόσμος περίεργος που
μου άρεσε να τον χαζεύω πότε από τη στεριά και πότε πάνω από
καμμιά βάρκα που αργόπλεε παρασυρμένη από το αδύναμο ρεύμα
των νερών της. Γεμάτος κίνηση, στασιμότητα, παιχνίδισμα και
χρώματα. Λες και την κοιτούσα πίσω από ένα αόρατο τζάμι που
μόλις για κάποιο λόγο προσπέλαζα την επιφάνειά του τα πάντα από
κάτω του ταράζονταν. Άλλα εξακολουθώντας να είναι ακίνητα και
άλλα απομακρυνόμενα κατατρομαγμένα μερικά μέτρα παρέκει.
Μόνο οι καβουραίοι αργοσάλευαν κινούμενοι απροσδόκητα προς τα
πίσω με τις δαγκάνες τους σηκωμένες γεμάτες απειλή και τα δυο
μάτια ανοικτά ανάμεσά τους, σαν φουσκωμένα βλαστάρια σε κλαρί.
Ένας κόσμος τελικά με δυο όψεις. Αυτή που σέρνει κάτω από το
νερό και ζει στη σιωπή του και αυτή που στέκει από πάνω του.
Θάλασσα το λοιπόν, παντού θάλασσα με τον ουρανό της. Τον δικό
της ουρανό γιατί φάνταζε ότι αυτός ακούμπαγε όπου έφτανε αυτή. Η
δική του θάλασσα. Πιο σιμά αυτός χώθηκε να αναπαυτεί στα καλύβια
του νερού που διάσπαρτα στο μεγαλείο του τοπίου έφταναν ως την
πόλη. Ποια πόλη δηλαδή και ποια θάλασσα αφού και τα δυο μαζί
δένουν σαν ένα.
Στην πρώτη διαφορετική συνάντησή μου με το υγρό στοιχείο μου
έκανε εντύπωση ένα πράμα. Μοναδικό. Ήταν πρωί με την αθούρα να
καλύπτει τα πάντα. Νερό και ορίζοντα. Δεν ήταν τίποτα ίδιο με ότι
ως τα τώρα ήξερα. Η ατμόσφαιρα φάνταζε πιότερο πηχτή και κάπου
από την ανατολή πεταγόταν αχνοφέγγοντας ένα παράξενο και
συνάμα περίεργο φως. Ένα φως που είχε σαν βάση του το μοβ, το
χαλκοπράσινο και το απαλό γαλάζιο. Κάθε χρώμα με τη σκιά του και
το δικό του ξεχωριστό άρωμα. Το άρωμα της κούνιας και των
μωρουδιακών ρούχων στο μοβ, αυτό της φύσης στο πράσινο και της
αρμύρας στο γαλάζιο. Κάθε άρωμα με τον αέρα που το κουβαλά και
το σέρνει. Ήταν η πρώτη μου ανατολή. Αυτή η συνάντηση έγινε σε
χρόνο αργότερο. Μέχρι να γίνει, το βλέμμα μου συνήθως έπεφτε
πίσω στην αυλή του σπιτιού μου όπως ήταν φυσικό, την ώρα που
ήταν λουσμένη με το φως του απογευματιάτικου ήλιου, κατά
σύμπτωση. Μπροστά μου στέκονταν δυο τρία παρακέλια υπόστεγα
και πλάι τους πιο κει ο αναγκαίος και ένα πεσμένο κίτρινο μεγάλο
κιούπι που το είχαν φωλιά οι κότες μερικές από τις οποίες
τσιμπολογούσαν το χώμα αφού πρώτα το έξυναν με τα νύχια τους.
Σιμά κοντά ο κόκορας έψαχνε με το κεφάλι ψηλά και το μάτι
αγέρωχο πια από δαύτες θα του γυάλιζε. Ένας καλαμένιος φράχτης
τη χώριζε από την διπλανή, έτσι ίσα που να μην μπλέκονται οι κότες
τους. Είχε και μια κορομηλιά που τα έκανε κίτρινα και πεντανόστιμα.
Κατά τα άλλα όσα διαδραματίζονταν από δω και από κει ήταν
λεύτερα και φανερά στο φως και στο άκουσμα. Μόνο σαν έπαιρνε ο
καιρός να ανοιξεύει και τα φυτά, ντυμένα στο πράσινο, άρχιζαν να
αναπτύσσονται χανόταν η οπτική επαφή. Ήταν και κείνη η
πρασινάδα που πλεκόταν στα καλάμια του φράχτη μέχρι πάνω
πνιγμένη στο βαθύ μπλε λουλούδι που είχε το σχήμα χωνιού. Δυο
ξεχωριστές φάσης της ημέρας που τις ένοιωσα σε ξεχωριστούς
χρόνους της ζωής μου, που ξυπνούσαν συναισθήματα τελείως
διαφορετικά και που η μια ήταν φυσιολογική εξέλιξη της άλλης.
Υπήρχε και ένα μέρος που τα νερά ήταν τρεχούμενα και κρύα, κατά
πως λέγαν οι μεγαλύτεροι, στο οποίο βουτούσαν και έβγαζαν αχινούς
κάθε που το φεγγάρι ήταν στη γέμισή του. Έτσι για να είναι γεμάτοι
αυγά. Ύστερα τους καθάριζαν και γέμιζαν μια γαβάθα με τα αυγά
τους που μύριζαν θάλασσα. Απέ τους περιέχυναν λάδι και λεμόνι και
όλοι μαζί καθισμένοι σταυροπόδι κατάχαμα, βουτούσαν το ψωμί με
λαίμαργη ευχαρίστηση. Το ίδιο κάναμε και εμείς με τα χάβαρα τις
αχιβάδες και τις σωλήνες που βγάζαμε στις λασπουριές και τις
αμμουδέρες του λιμανιού.
Με τα μπασοδούλια του σπιτιού, ψώνια κυρίως, ασχολούνταν
λιγοστοί που τύχαινε να είναι αργοί. Υπήρχαν και μερικές συνοικίες
στα πέριξ της πόλης όπως τα καντριάνικα με το βελούχι του
Καλιαντέρη, της χρυσαλίδας, του μεσόκαμπου με τον Αϊ Δημήτρη
και της καλλονής με τον Αϊ Θανάση. Η γειτονιά κατά πρώτο λόγο
και την ενορία κατά δεύτερο και σπουδαιότερο διαμόρφωναν
συνθήκες και καταστάσεις αποδοχής ή αποκλεισμού, απόρριψης ή
συμπαράστασης, συνδρομής ή δοκιμασίας. Με τις φιγούρες των
γυναικών που η μοίρα τις άφησε μόνες στον κόσμο να καρτερούν τα
απογεύματα στο παραθύρι το αεράκι που θα πάρει από τα μάτια το
δάκρυ. Που να τολμήσουν να ξεπορτίσουν. Με τις κυράδες να
κουβαλούν στον κουβά ή στα μπότια το νερό από τη βρύση που είχε
ο δήμος στο πεζοδρόμιο. Εκεί πάνω στον πηγαιμό και τον γυρισμό
συζητούσαν, κουτσομπόλευαν, σάρκαζαν και συμπονούσαν.
Χαμηλόφωνα μη τυχόν και ξεφύγει η κουβέντα. Με τους χωμάτινους
δρόμους γεμάτους παιδικές ανησυχίες που φώναξαν, μάλωναν,
δέρνονταν, έπαιζαν και παρατηρούσαν. Με τις αυλές γεμάτες
λουλούδια και την κάθε τους γωνιά και σπιθαμή ασβεστωμένη. Και
αυτές ήταν οι ευωδιές που ομόρφαιναν τη ζήση τους. Αυτές και τα
παιδιά τους.
Για πολλά χρόνια, σπάνια ερχόντουσαν καινούργιες οικογένειες γιατί
δεν υπήρχε τίποτα να τους τραβήξει και αν εμφανίζονταν μερικές ήταν
από μεταθέσεις υπαλλήλων. Ίσως να μην τους ήθελαν και οι ντόπιοι. Για
τα περισσότερα παιδιά το πανεπιστήμιο ίσως να αποτελούσε την αιτία
και την αφορμή να επιστρέψουν ξανά. Ίσως και το διαβατήριο για το
φευγιό τους. Που μια γριά μάνα πιο ανάλαφρη και από την πνοή του
ανέμου, στεκόταν αγναντεύοντας από την πόρτα με τα μπράτσα
σταυρωμένα στο στήθος και το πρόσωπο ανέκφραστο, μη τυχών και
αντικρίσει το παλληκαράκι της, να λάμψει και να βγει ξανά ο ήλιος στην
καταχνιά της. Σ’ αυτόν τον τόπο οι Κυριακές των ανθρώπων εκείνης της
εποχής της λίγο μετά τον εμφύλιο έρχονταν και περνούσαν, φεύγοντας
μαζί με την ανέχεια, τον αυτοσαρκασμό, το ποδόσφαιρο, το καφενείο με
τη δηλωτή την ξερή και το λουκούμι, τα πειράγματα και τους καυγάδες,
την αθυρόστομη βλαστήμια, τα πάθη της πολιτικής, τη λατρεία για το
άρωμα γυναίκας, τα χαμόγελα που σκορπούσε η αποδουλειά του
Σαββάτου, τη βροχή τα φεγγάρια τη ρήχη και την μπασά. Έτσι απλά γιατί
το ίδιο απλοϊκοί ήταν και αυτοί όπως ακριβώς και η ζωή τους. Χωρίς
κανένα σημάδι κάμποσου και φαντασμένου. Δέκα μέρες στερημένες και
μια με καλούδια. Μερικοί κατάφεραν να περάσουν στο κατώφλι της
άλλης δεκαετίας ορθοί και με το μπόι τους και γι’ αυτή τους την
αποκοτιά να πληρώνουν σε καθημερινή βάση. Μεδά και τολμούσαν να
το σηκώσουν πάλι; Δεν επιτρέπονταν να υπάρχουν αυτά τα ύψη στην
κοινωνία τους. Να κόβουν και να μολύνουν τον αέρα των άλλων. Με τα
κεφάλια τα δικά τους των γυναικών και των παιδιών τους σκυφτά.
Αργούσε πολύ γι’ αυτούς το διάλλειμα. Με την εξουσία να τους δείχνει
τον δεύτερο δρόμο, αυτόν που δεν διάλεξαν στις δύσκολες στιγμές τους.
Θα τον διάλεγαν τώρα; Μια δεκαετία μετά; Τους αρκούσε λίγος ουρανός.
Άνοιξαν μόνοι τους τα φτερά τους. Έμαθαν και τα παιδιά τους να πετούν
έτσι που να μην έχουν ανάγκη αυτά που έβλεπαν μπροστά τους κομμένα.
Να γίνει το πέταγμά τους σπουδαίο. Μπας και σκάσει η γενιά της
αμφισβήτησης και της ανατροπής. Φυσικά υπήρξαν και αυτοί που
πέρασαν γλύφοντας έρποντας και καρφώνοντας και που γι’ αυτή την
ικανότητά τους, γιατί περί ικανότητας πρόκειται, είχαν την ανταμοιβή
τους. Δεν έκαναν καν προσπάθεια να το κρύψουν ή να απαλλαγούν από
δαύτη. Και ποιος τολμούσε τότε να ξεφύγει από το μαντρί; Τα καφενεία
δω στην πάνω αγορά ήταν χωρισμένα ανάλογα με το τι πρέσβευαν και
πίστευαν οι καφετζήδες και όχι μόνο. Από αυτούς και μερικούς
αψόθυμους ξεκινούσε κάποτε ο χλευασμός των χαμένων. Τώρα όμως
μετά τον εμφύλιο αυτό το αντέτι ατόνησε καθότι τα φρονήματα των
ανθρώπων πια δεν ήταν σταθερά. Άλλαζαν επομένως οι σχέσεις οι φιλίες
και η πελατεία των καφενέδων, ανάλογα με τα συμφέροντα κάθε φορά.
Όλοι περίμεναν να σκάσει όπως ο σπόρος στο χωράφι η νέα γενιά που
πάντα είναι διαφορετική από την προηγούμενη. Να δράσει μιας και δεν
ανήκε πουθενά, αυτόνομα γιατί έτσι την ανάγκασαν δίχως να το
καταλάβουν αν το θέλετε. Μέχρι που εμφανίστηκε το πρώτο ομαδικό
σύμπτωμα απαγκίστρωσης, που έφερε το αίμα στα χείλη και που τελικά
ίσως να άλλαξε τα πράματα. Όλοι μαζί θα το κρίνουμε αυτό. Ψωμί,
παιδεία, ελευθερία! Τί ωραία συνθήματα, αλήθεια! Τί στόματα τα είπαν
και τα φώναξαν! Τί θώκοι τα στόμωσαν; Τώρα στο κατόπι του χρόνου
πόσο πλάνα ακούγονται! Αλήθεια υπάρχουν πλάνα συνθήματα; Φυσικά
και όχι. Μόνοι μας τα κάνουμε έτσι. Αρρωστημένα μυαλά τα πλανεύουν
τα καπηλεύονται και τα αποπλανούν. Η γενιά μου έφτιαξε το πολυτεχνείο
και η ίδια το αποκαθήλωσε. «Μα να ξέρουν πως σε όποιο ψέμα και αν
πιστέψαμε η αλήθεια είναι πιο μεγάλη και το χωράει και πως το στερνό
χαμόγελο της μέρας ανήκει σ’ αυτή και ο δρόμος του είναι τα χέρια που
λευτεροκτυπιούνται στους αιώνες. Αμήν». Έτσι το’ γραψες σε κάποια
φάση της ζωής σου ένα βράδυ πάνω σε μια χαρτοπετσέτα. Γιατί φίλε
έφυγες νωρίς; Πάντα ήσουν γρήγορος, μα και εδώ; Ντόρος, Σεωρή,
Ταϊτατάτς! Πάλι καλά που πρόκαμες να μας τα αφήσεις παρακαταθήκη
μπας και γίνει καλλίτερος τούτος ο κόσμος. Αυτός ο πανάρχαιος αλήτης,
όπως τον αποκαλείς το φόβο, σ’ αυτή τη ύστερη και δύσκολη φάση της
ζωής σου σε απαρνήθηκε και η γεναιότητά σου αν και μεγάλη φάνηκε
ανήμπορη και αδύναμη. Μόνο η αξιοπρέπειά σου στέναξε. Και όταν
αυτή στενάζει ο αέρας γύρω της δεν ανασαίνεται. Οι νύχτες πριν από
σημαντικά γεγονότα που αναμένουμε φίλε μου ομορφαίνουν. Μα συ δεν
την συνάντησες την ομορφιά. Σε συνάντησε όμως εκείνη χωρίς καν να το
καταφέρει να σου γίνει αντιληπτή. Την καρτερία σου την μετουσίωσε σε
μνήμη, να κυλά τα νερά της σαν ποτάμι κει κατά τον Προκοπάνιστο
μεριά. Τα στόλισε με ότι πριν από λίγες ώρες χάρισε στη φύση ο ήλιος
στο βασίλεμά του. Τι κι αν ο δικός σου βούτηξε σε μουντή συννεφιά, σε
μια ψεύτικη αντάρα που χρωστούσε την ύπαρξή της στο θυμό του
καιρού; Τι κι αν τα χρώματα δεν είχαν τη ζωντάνια μέσα τους; Καμμιά
φορά αυτό το άχρωμο το διάφανο άχρωμο είναι ίδιο με την ψυχή μας και
μπαίνει ευκολότερα στις καρδιές». Έτσι ακριβώς ή κάπως έτσι τα
γράφεις φίλε μου. Σε θυμόμαστε πάντα στις παρέες μας. Έτσι τα
κατάφερες ρε παλιόπαιδο. Ένα ποτήρι να στέκει πάνω στο τραπέζι και
εμείς να περιμένουμε να σε ακούσουμε να τραγουδάς «την όμορφη πόλη
σου».
Με το Κυπριακό σε όξυνση κατάλαβα ότι οι καμπάνες δεν χτυπούσαν
χαρμόσυνα ή πένθιμα μόνο για να πάει ο κόσμος στην εκκλησιά αλλά και
για να ανακοινώνουν κάποιο σημαντικό γεγονός. Με τους Άγγλους να
αρνούνται την αυτοδιάθεση, να παραχωρούν μερική ανεξαρτησία έστω
και μέσα στους στενούς κόλπους της κοινοπολιτείας, μα να κρατούν την
εξωτερική και αμυντική πολιτική του νησιού για πάρτη τους και να
εξορίζουν το Μακάριο. Με τους σεισμούς στη Σαντορίνη να θυμίζουν
πως δεν εξουσιάζουμε τη γη που πατάμε. Απλώς μας φιλοξενεί μιας και
είμαστε περαστικοί απ’ εδώ, αφού κάποια μέρα άφησαν πίσω τους 53
νεκρούς και τα περισσότερα ή μάλλον όλα τα σπίτια ερείπια, αποτέλεσμα
των αλλεπάλληλων δονήσεων που κυριολεκτικά ανέσκαψαν όσο από το
νησί είχε απομείνει. Με την δολοφονία του Λαμπράκη να αναζωπυρώνει
τις στιγμές από το κοντινό παρελθόν. Αυτά ήταν τα πρώτα συμβάντα που
καταχωρήθηκαν στο μυαλό μου χωρίς να έχουν σχέση με τη γειτονιά και
που φτάνουν μέχρι τη στιγμή που όντας στο γυμνάσιο, ο πρωθυπουργός
της χώρας έφευγε στο εξωτερικό με άλλο όνομα. Α, ακόμα με την
αλλαγή της οκάς από το κιλό που την συνόδεψε το άσμα «τόσα κι άλλα
τόσα και η οκά τρακόσα» και ένα περιστατικό που με ακολουθούσε για
χρόνια χωρίς να το ξέρω. Ήταν Φθινόπωρο εκεί γύρω στο 61 νομίζω,
όταν πρότεινε ο Νώντας να μαζέψουμε τα ψιλά της βδομάδας και να
πάμε το απόγευμα του Σαββάτου στα μπιλιάρδα του Παύλου στην
κεντρική πλατεία. Δεν είχαμε μπει ποτέ μας μέσα ως τα τώρα. Μονάχα
απ’ έξω περνούσαμε. Ακούγαμε για τα τραπέζια που ήταν καραμπόλες,
τις στέκες, τα τσιλιμιντίρια και τα ποδοσφαιράκια που τα έπαιζαν δυάδες
ή τετράδες. Ποιοι ήταν οι καλλίτεροι, πως κάνανε τις καραμπόλες, για τις
μεγάλες μπίλιες και τη μία με την πίκα, μα προπάντων για σκισμένες
τσόχες και δεν συμμαζεύεται. Έτσι η φαντασία οργίαζε. Πράγματι εκείνο
το Σαββατιάτικο κοντοσούρουπο πήραμε την Λόρδου Βύρωνος
περάσαμε κάθετα την Χαριλάου Τρικούπη και στην αρχή της Κατάσου
κάναμε αριστερά ως την Δεληγιώργη. Από εκεί πάλι αριστερά και
πεζοδρόμιο το πεζοδρόμιο, σαν τους συνωμότες, μπήκαμε από την
πλαϊνή πόρτα. Δεν θέλαμε να δώσουμε στόχο ούτε να μας δει κανένα
μάτι. Με το που μπήκαμε πέσαμε πάνω στον Παύλο που μας κοιτούσε
γεμάτος απορία πίσω από τα μυωπικά γυαλιά του και σε πληθώρα
ώριμων στην ηλικία ατόμων που μας ήταν τελείως άγνωστοι. Θα
μπορούσαν να ήταν πατεράδες μας άνετα.
-Τι γίνετι γαμώ το φελέκι μ, γνουρίζεις κανέναν ρε γκαρίλα;
-Ορέ, έχ πολιτική συγκέντρωσ έξω. Τι θέλουμε ιδώ μέσα! Το Κου κου ε
ρε μαλάκα.
-Τν έβαψις ρε, θα σι δει ου πατέρας σ.
-Μπα τουν άφσα σπίτ να γεμίζ φυσίγγια.
Κίνησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι και έντεσε Σάββατο σκέφτηκα.
Τραβήξαμε προς την πόρτα από την οποία είχαμε μπει, μα την είχαν
κλειδώσει. Κοιταχτήκαμε πιαστήκαμε χέρι χέρι και κάναμε την έξοδό
μας από την κεντρική πόρτα. Η πλατεία ήταν ψιλογεμάτη και μπροστά
μπροστά κρατούσαν δυο τρία πανό. Πρόλαβα να διαβάσω το τι έγραφε
αυτό που επιλέξαμε τυχαία να περάσουμε από κάτω του και να χαθούμε
στο πλήθος. «Λευτεριά στους πολιτικούς κρατούμενους». Απείχαμε το
πολύ δυο βήματα από το να χαθούμε από κάτω του όταν ξαφνικά έλαμψε
πίσω μας ο τόπος, λες και άστραφτε. Έτσι όπως άστραψε όταν σκάσανε
τα λαγούμια την ώρα της εξόδου και φώτισαν τον τόπο και το δρόμο των
εξοδιτών. Γυρίσαμε ασυναίσθητα τα κεφάλια μας. Μόνο αυτά γυρίσαν.
Κορμί και πόδια φεύγαν μπροστά. Τόση ήταν η αγωνία μας αλλά και η
επιρροή της σκηνής από την εικόνα με την στιγμή της Εξόδου πάνω μας.
Από το μπαλκόνι του διώροφου που μετά την μεταπολίτευση το είχε
κεντρικά γραφεία το ΠΑΣΟΚ, τα φλας των φωτογραφικών μηχανών
άστραφταν συνέχεια.
-Κάλεσαν τον πατέρα σου στην ασφάλεια γκαρίλα; με ρώτησε μετά από
μέρες ο γύφτσας.
-Όχι γιατί;
-Καλέσαν τον δικό μου. Υπάρχει η φωτογραφία μας την ώρα που
περνάμε το πανό πιασμένοι χέρι το χέρι, με τα κεφάλια μας στραμμένα
πίσω. Ρε μαλάκα δεν μπορείς να φανταστείς τι τρόμο έχει η ματιά μας.
-Και τι έγινε;
-Δεν ξέρω.
-Όχι που πήραμε προφυλάξεις μη μας δουν, ρε γύφτσα. Ευτυχώς που
ήταν δική σου πρόταση γιατί θα νόμιζες πως σε πήγα σ’ αυτά, ξεμοτώχ.
-Άει πηδήξου ρε μαλάκα. Κοίτα μόνο πως θα καθαρίσεις. Δεν μπόρεσε
να τους πείσει ο πατέρας μου.
Αυτή τη φωτογραφία την είχε ο φάκελός μου με την παρατήρηση ότι
συμμετείχα σε διαδήλωση για λευτεριά στους πολιτικούς
κρατουμένους. Σε ηλικία 11 ετών! Μπόρεσα και την είδα εκεί γύρω
στο 90. Ήταν όπως μου την είχε περιγράψει ο Νώντας. Σκέτη
απόγνωση.
Γύρω στα δέκα χρόνια μετά την λήξη του εμφυλίου ηχούσαν ακόμα
οι επιταγές των νικητών. Τα μηνύματα σαφή και απροκάλυπτα ωμά,
πλήγωναν τις γεμάτες απορία παιδικές ψυχές. Περιφερειακά τοπικού
χαρακτήρα επεισόδια θα μου πείτε που βρίσκονται στο περιθώριο
των γενικών ενδιαφερόντων γεγονότων και εξελίξεων. Που όμως
γίνονταν στις δικές μας εστίες, μέσα και δίπλα τους, με θύματα
δικούς μας ανθρώπους. Με ξερονήσια και εξορίες, την δεξιά στην
εξουσία και την αριστερά στην παρανομία. Και όλο περνούσαν μα
ασβέστη τα μαύρα γράμματα στους τοίχους και όλο ξημέρωναν ξανά
εκεί. «Θάνατο στους προδότες». Όλο και πετούσε χαμηλά εκείνο το
αεροπλάνο να ρίξει προκηρύξεις με θέμα τον συμμοριτοπόλεμο και
όλο πλήρωναν κάποιοι το βάρος του αντιτίμου του ισχύοντος από το
47 αναγκαστικού νόμου που χώριζε σαν με ολοκληρωτισμό λες,
ιδεολογικά τον κοσμάκη. Με τον σπιούνο να φορά στο πρόσωπο την
σιχαμερή του γλύκα η ψυχούλα μας ποτέ δεν κατάφερε να βγει σε μια
λιακάδα και όλο έχανε πόντο το πόντο από το ύψος της. Ανήκω το
λοιπόν στη γενιά που ανδρώθηκε μαθαίνοντας ότι οι μεγάλοι
φεύγουν στην ξενιτιά. Στην εποχή που η ναυτιλία ανθούσε και το
έμβασμα έμπαινε στη χώρα πλούσιο. Ακούγοντας για κάποιο
Δεκέμβρη και ένα ακόμη εμφύλιο ένοιωθα τον βρυχηθμό του νικητή
και το ταχύ βήμα του χαμένου. Δεν πεινάσαμε με ξένη κατοχή μα με
τη πατρίδα απελεύθερη. Αργότερα συνέπεσε το μεταβατικό στάδιο
από την ανέχεια της φτώχειας στην ευμάρεια του υποφερτού, από τα
μίση και το διχασμό στη συγχώρεση και τον συμβιβασμό. Εκεί που
πηγαίναμε να ανασάνουμε ήλθε ο Απρίλης του 67. Μπήκα στο
πανεπιστήμιο σε εποχή χωρίς ελεύθερη σκέψη. Βέβαια δεν
αναγκαστήκαμε να ξενιτευτούμε αφού αγώνες άλλων πριν από μας
εξασφάλισαν την αξιοπρέπεια ενός μισθού. Όταν τελικά πήρα τη ζωή
στα χέρια μου έκανα πως δεν την ήξερα. Δεν είναι καιρός για
πισωγυρίσματα είπα. Μα και αυτή η ρουφιάνα, σένια πια, δεν μου
έδωκε γνωριμία. Άστον είπε. Οι δρόμοι μας είναι παράλληλοι. Μισός
δικός του και μισός δικός μου. Εξ αδιαιρέτου. Πού θα πάει; Έτσι
πορεύτηκα ίσαμε να φτάσω στον προβληματισμό περί του τί ζωή
αφήνω στα παιδιά μου.
Όπως κάθε τόπος έτσι και τούτος κατά εποχές έχει τους τύπους και
τους γραφικούς χαρακτήρες. Με αυτούς που κίναε και τέλευε η μέρα.
Το τράβαγε η ψυχούλα τους το πείραγμα το ζητούσε και αυτοί το
δέχονταν με υπομονή και στωικότητα που εξέπεμπε γύρω τους μια
ανασαιμιά αγάπης και έδειχνε το απέραντο και το μεγάλο του εαυτού
τους. Αν όχι όλοι, τουλάχιστον οι περισσότεροι. Τώρα αν κάτω από
τη ζάλη του αψεντιού έκαναν πράγματα διαφορετικά από αυτά που
συνήθως σε νορμάλ κατάσταση έδειχναν, πάει να πει ότι ήταν
βαρεμένοι; Κανένας δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα και το χέρι
στη φωτιά ότι ο Νώτης πχ ήταν σαλός. Μπερδεμένος μέσα στον
εαυτό του και τη μέθη ναι. Δεν μπορεί ένας αγαθιάρης καλόβουλος
και ντόμπρος να είναι υποχρεωτικά και σαλεμένος. Ούτε επειδή
ζητούσε τη γλυκειά ζάλη της μέθης και ανεχόταν την κοροϊδία, ήταν
αλαφροΐσκιωτος. Ποιος ξέρει, ίσως παριστάνοντας το σαλό άδραχνε
την ευκαιρία και το ελεύθερο να κατακεραυνώνει τους
διεφθαρμένους της εποχής του, στον καιρό τους και την ώρα τους.
Όλοι τους ξεμέθυστοι το φιλοσοφούσαν το πράμα. Μάλιστα με
κουβέντες που στέκονταν και σε παρέα με λογικούς κατά τα άλλα. Το
ερώτημα που μπαίνει είναι το πώς δέχονταν να γίνουν παιχνίδι σε
κάποια χαμίνια που τους βρίσκουν του χεριού τους και πως το
φχαριστιόντουσαν να αποκαθηλώνουν τις ψυχές τους. Πως
αφήνονται με τη θέλησή τους στον οίκτο και την σκληρότητά τους
χωρίς καθόλου μάχη. Πόσο θα κουβαλούν στις πλάτες τους αυτόν το
βαρύ σταυρό!
Εκεί σε μια αποθηκούλα δίπλα στο χώρο γκαράζ που άφηνε ο Μένιος
το αυτοκίνητο του δεσπότη έμενε ο Χρήστος ο «πατούσας». Άλλοι
τον ήξεραν σαν «ζογούλη». Θελήματα έκανε, κασελάκι για να
λουστράρει τα παπούτσια στην πλατεία είχε και φύλακας στο
δεσποτικό ήταν. Όχι, αυτός δεν μέθαγε. Δεν πείραζε κανέναν. Μικρό
παιδάκι ήταν σαν κάηκε το σπίτι του με τον πατέρα του μέσα. Έτσι
λεγόταν. Ξεκαθάρισμα λογαριασμών για χρέη από την χαρτοπαιξία
είπε για το συμβάν η αστυνομία. Τώρα σαν έρχονται στο μυαλό του
εκείνα μοιάζουν σαν ένα κουβάρι μεσινέζας μπερδεμένης. Θολά και
μέσα σε ένα σύννεφο από παράπονα απέραντης θλίψης χωρίς κάτι να
εξηγεί το αναπάντητο γι αυτόν εδώ και χρόνια ερώτημα. «Ποιος
μπέρδεψε και έκανε έτσι τη ζωή μου»; Και όλο μονολογούσε. «Η
ζωή έχει αξία μόνο αν μπορείς όσο ζεις να την εκτιμήσεις και να την
σέβεσαι. Να μπορείς να υπολογίσεις την τάρα της, διαφορετικά σου
ξέφυγε όπως η δική μου, που δεν μου πρέπει. Στο κάτω κάτω της
γραφής τι είμαστε και αν πάμε κάπου ποιοι μας πάνε; Έχει σημασία
πως σε λένε στη ζωή ετούτη ή το πώς σε φωνάζουν; Στην άλλη θα
πάρουμε το όνομα που μας πρέπει και εκεί θα μας το δώσουν οι
πράξεις μας και όχι οι άλλοι όπως εδώ. Εκεί που περιμένω να βρω τη
Θεανώ τη μανά μου με τα χέρια της ανοιχτά, το μαντήλι στο κεφάλι
και την μπροστοποδιά γεμάτη καλούδια. Να την ακούσω να με
φωνάζει πάλι και να με κρύβει στην αγκαλιά της μη και με βρουν τα
χέρια του πατέρα μου. Πανάθεμά τον κι’ αυτόν. Όλο ζητούσε να πάει
να τα ακουμπήσει στα ζάρια. Πόσες φορές δεν είχε πάει να κάνει
παράπονα στη χωροφυλακή να κλείσουν το καταγώγιο η ηρωίδα η
μάνα μου. Έτσι την έβλεπα και την ξεχώριζα από τον πατέρα μου.
Αλλά βιάστηκε να φύγει. Δεν άντεξε πολύ. Από κείνη τη μέρα και
μετά στο σπίτι μου όλα φάνταζαν ίδια μα τα πάντα είχαν αλλάξει. Τα
πάντα ήταν στη θέση τους εκτός από τη δική μου θέση που έγινε
δύσκολη. Μέχρι που εκτροχιάστηκε μέσα σε ένα κουρνιαχτό από
στάχτες αποκαΐδια και αν».
Άντε τώρα να τον πάρεις για τρελό. Κάτω από τέτοιες συνθήκες
πολλές ζωές σπρώχνουν τη ζήση τους στην κατάπτωση και την
παρακμή λες μέσα από ανάγκη. Την καταντούν κουρέλι ανθρώπινο
και το μόνο αγώι που παίρνουν πια από αυτή είναι ο ζόφος. Κάνουν
προσπάθεια σε μερικά και σύντομα ξελαμπικαρίσματά της να
σηκωθούν για λίγο στα πόδια τους μα γρήγορα ξαναπέφτουν. Γι’
αυτούς δεν ισχύει το σημασία έχει σαν πέφτεις να σηκώνεσαι ξανά.
Νοιώθουν πολύ ακριβά στο πετσί τους πως αυτή έπαψε να τους
χαρίζεται όπως ακριβώς οι ίδιοι σ’ αυτή. Ξέρουν πως πρέπει να
πληρώσουν για τα λάθη άλλων που τους τα κρέμασαν στους ώμους
τους που τώρα πια γίνονται όλο και πιο αδύναμοι. Γιατί αυτοί οι
άλλοι αδιαφόρησαν για το ότι την υπόληψή του ο καθείς την φτιάχνει
ή την χαλά από μόνος του αφού την σμιλεύει με το σφυρί και το
καλέμι και αλίμονο αν το χέρι τρέμει και βαρά αλλού γι’ αλλού. Θα
αναρωτηθεί κάποιος τι μπορεί να έμεινε του Χρήστου και στον κάθε
ένα Χρήστο από αυτά, πέρα από φοβίες, πίκρες, αμφιβολίες,
ανασφάλεια και επιφυλάξεις που έγιναν η δεύτερή του φύση; Μήπως
και ενδιαφέρθηκε κανένας, μια κοινωνική λειτουργός πχ ή μεδά και
βρέθηκε πριν τον πάρει από κάτω η όλη κατάσταση καμία σαν αυτόν
να του γεμίσει τη μοναξιά; Τι να σκέφτεται άραγε για κείνον το
πατέρα; Αισθανόταν κάτι; Ίσως φορές να τον μισούσε, φορές να τον
λυπόταν, φορές να τον διέγραφε και φορές να ήθελε να τον σκοτώσει
και τότε ίσως να θυμόταν τη μάνα του και να έκλαιγε γοερά. Αυτή
που θα την είχε ξέχωρη φωτογραφία μέσα του να της λέει τα βάσανά
του.
Ο Νώτης ήταν ένας χειραμαξάς που με αυτή προσπαθούσε να
ζήσει την οικογένειά του τίμια και πεντακάθαρα. Έκανε τα πάντα
ακόμα και θελήματα. Ήταν και ψυχοπονετικός αφού αν κάποιος δεν
είχε τα ναύλα, του τα χρώσταγε. Τον ενοχλούσε όμως αφάνταστα να
βλέπει στραβά από σοβαρούς δήθεν που τώρα πια ήταν οι κεφαλές
του τόπου. Δεν έψαχνε να μπει βαθειά στην ουσία των γεγονότων μα
αν κάποιος απ’ αυτούς τσιλημπούρδιζε με το ανήλικο δουλικό που
του το είχε εμπιστευτεί ο σε ανάγκη βρισκόμενος γονιός, αν το
τοποθετούσε κάτω από τη σκέπη των αρρωστημένων ορέξεών του,
τότε δαιμονιζόταν. Ήθελε να το πει να το μάθουν όλοι να προκάμουν
να φυλαχτούν από το λύκο. Όχι την αδικία και την ανηθικότητα δεν
την μπορούσε γιατί τα ζούσε. Μα πάντα στην αρχή κάτι τον
κρατούσε. Μέχρι που βρήκε τον τρόπο να λύσει τη γλώσσα του στο
κρασί. Δεν ήθελε και πολύ με το πέρασμα των χρόνων. Έτσι αφού
πρώτα τα έτσουζε ανέβαινε στο κάρο του να τα ψάλλει εξ αμάξης.
Να πει το κατηγορώ του. Μέχρι που το μάθαινε η μαρίδα και τον
έπαιρνε κυλώντας πάνω στο κάρο να τον γυρίσει από γειτονιά σε
γειτονιά. Να τον ακούσουν όλοι και σαν απόκαμε έλεγε σαν τον
καραγκιόζη. «Ααα! Το φχαριστήθηκα» και μετά ξάπλωνε πάνω του
ανάσκελα. Συνήθως οι πιτσιρικάδες τον άφηνα έξω από του
Καραμέλα ή τον πετούσαν στο χαντάκι κάτω από τις γραμμές του
τρένου μεταξύ του Γιαϊτσαίϊκου και του Βλαχοπουλαίϊκου αφήνοντάς
τον μέχρι να ξαντεριάσει. Μόνο σαν ξύπναγε πεσμένος στο βούρκο
του χαντακιού με τη μια ρόδα του κάρου μέσα σ’ αυτό, μάντευε ή
καταλάβαινε το τέλος στην αυλαία μιας ακόμα παράστασής του.
Θυμόταν τους πιτσιρίκους και ήθελε ξανά να φωνάξει, να πει
ποιανού ο πατέρας ήταν δωσίλογος ποιανού μαυραγορίτης ποιανού
αριστερός ή μάυς και ποιανού η μάνα ξενοπηδιόταν. Μα του έλειπε η
ενέργειά του και πια δεν είχε στην τσέπη του μία. Βέβαια δεν
θυμόταν αν είχε αφήσει δραχμή σ’ αυτή όμως θα μπορούσε κάλλιστα
κάποιο από αυτά να το έχωνε το χεράκι του στη τσέπη του όταν
παραδομένος στον κόσμο του αφηνόταν στις ορέξεις τους.
«Πουστόπαιδο» μονολογούσε μα το κατάπινε. «Κόφτο Νώτη για θα
σε κόψει» του’ λεγε ο γιατρός ο Τσούκαλος αλλά αυτός την είχε την
απάντηση. «Και ο Χριστός το κουτσόπινε σαν βρισκόταν σε γάμους
γιατρέ κατά πως τα λένε τα ευαγγέλια και οι παπάδες».
Από στόμα σε στόμα κυκλοφορούσαν εκείνα τα χρόνια σαν θρύλος
και μύθος αντάμα, όλα όσα έγιναν σ’ ένα ορεινό χωριό, ίδια και
απαράλλακτα όπως τα ομηρικά έπη. Λίγο πριν ή λίγο μετά το τέλος
του εμφύλιου. Τέσσερα παιδία είχε και τα άφησε να βγει στο βουνό
αντάρτης για χάρη της λευτεριάς, ανασαίνοντας καθαρό και
ακηδεμόνευτο τον αέρα. Με τη θέλησή και τα πιστεύω του έφυγε,
μέχρι που παρέμενε χωρίς αυτή και κόντρα σ’ αυτά. Είχε ακόμα ένα
αδελφό σε αρραβώνα και τρεις αδελφές παντρεμένες στα γύρω
χωριά. Έτσι ένα απόγευμα άρχισε να κατηφορίζει για να δει μάνα
πατέρα γυναίκα παιδιά και αδέλφι. Μεσάνυχτα φτάνοντας άκουσε
από το κονάκι του φωνές βλαστήμιες απειλές βογγητά και
παρακάλια. Κοίταξε και είδε τον αδελφό ματωμένο και πεσμένο και
έναν παρακρατικό να δέρνει τη γυναίκα του. Ξαδέλφι του ήταν από
το σόι της μάνας του. Τα μικρά του τσίριζαν έχοντας τα προσωπάκια
τους χωμένα στις παλάμες τους. Όλα όσα άκουγε ότι γινόταν και δεν
το πίστευε, τα έβλεπε μπροστά του. Δεν άργησε. Του πέρασε το
τσακί πάντα κι’ άλλη στο λαιμό. Ύστερα πήγε ήβρε τον πατέρα του
και του ζήτησε συχώριο. Ετοιμαζόταν να πάει να παραδοθεί μα τον
είχε προλάβει ο μικρότερος. Τι σημασία έχει πως τον λέγαν ή το πώς
λέγαν την αρραβωνιάρα του; Σημασία είχε η πράξη. Τέσσερα
στόματα τα μικρά και τέσσερα οι μεγάλοι ποιος θα τα τάιζε; Αυτός
ήταν ένας άντε και μία η Ασήμω, η Φρόσω, η Νύσω, η Νάσω ή η
Αργυρώ. Τι σημασία έχει αν θα τον περίμενε. Εκείνο που μέτραγε
ήταν το ότι του έδωσε συχώριο και την ευχή της. «Τουλάχιστον του
είπε να πας ευχαριστημένος και ήσυχος. Φονιάς δεν είσαι ούτε
θύτης». Αυτή ήθελε και έγινε θύμα καθώς έψαχνε να βρει τρόπο να
παγώσει το χρόνο. Που να ήξερε ο φουκαράς και που να του είχε
περάσει από το μυαλό πως από δω και μπρος θα γινόταν το κεντρικό
πρόσωπο σε ένα μύθο! Ο ήρωας που θα ξεπηδούσε μέσα από τις
περιγραφές και τις διαδρομές της ζωής, αφού ο φόνος για την τιμή
είναι πιότερο αποδεκτός από το φόνο έγκλημα.
Ακριβώς τόσος καιρός διάβηκε στο βάθος του χρόνου και του χώρου,
ως να αχνοφέξει το τέρμα της δημοσιάς που μου αναλογεί. Μέχρι να
εντοπίσει τα ανοικτά μου πανιά σε άλλους τόπους και γειτονιές, κοντά
και δίπλα σε άλλους ανθρώπους, σε άλλα νερά και σπίτια, ακόμα και σε
άλλους ουρανούς ήλιους και φεγγάρια να αντιφεγγίζουν σε άλλες
θάλασσες. Να ζω και να ρουφώ ως το τέρμα τους εκειές τις στιγμές που
παρά τη φτώχεια και την ανέχεια ήταν γιομάτες ξεγνοιασιά, αθωότητα,
χαρά και ευτυχία. Αφού τότενες δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε το αύριο
των μικρών μας χρόνων, σαν όποτε ακούγαμε τους μεγάλους να μιλούν
γι’ αυτό απορούσαμε, αναρωτώμενοι μέσα μας γιατί τάχατες να
ανησυχούν αυτοί; Ίσως γιατί δεν νοιώθαμε τις τόσες λαβωματιές, τις
τόσες πληγές που χτυπούσαν την ψυχούλα μας, ώσπου να φτάσει ο
καιρός να αναλογιστούμε και να καταλάβουμε και εμείς πέντε πράματα,
γιατί τόσα μας άφηναν να αντιληφθούμε. Τότες που περνούσαμε τα
χρόνια μας κυλώντας τα με τη μαγκλιβέρα ή το ξύλο, σπρώχνοντάς τα ή
κτυπώντας τα μαζί με τα λάστιχα ή τα στεφάνια του ποδηλάτου, εκεί
πάνω στο χώμα και τη λάσπη. Τότε που ούτε κοιλιές μήτε στομάχια
είχαμε ούτε βλέπαμε τη συμφορά τους να έρχεται κατά πάνω στην
παιδική μας αθωότητα. Και μήπως την πρόκαμαν; Αυτή πήγαινε με χίλια
φτάνει να μην έπεφτε το στεφάνι για σκύψει να το πιάσει. Γιατί όχι. Δεν
τους το χαρίζαμε ούτε το χρωστούσαμε. Από το Γιώτα το είχαμε πάρει ή
κλέψει, σαν είχαμε πάει κάποια μπάλα η καμμιά σαμπρέλα για κόλλημα.
Έτσι νομίζαμε ότι τον πιάναμε κορόϊδο και αυτός μιας και αδειάζαμε το
μαγαζάκι, εκεί στου Καραμέλα κάπου, απ’ ότι είχε για πέταμα γελούσε
κάτω από τα μουστάκια του και τα μικρά παμπόνηρα μάτια του
σκορπούσαν ένα γύρω σπίθες. Τα λέγαμε στην κόρη του την Κατερίνα
που πηγαίναμε στην ίδια τάξη και μας κοιτούσε αμίλητη και σοβαρή.
Γιατρίνα σήμερα.
Αυτή την περίοδο της ζωής μου την κράτησα στο μυαλό μου έτσι
όπως ήταν, απείραχτη στα διάβα του χρόνου και των εποχών του.
Την έκανα θηλύκι να πιαστούν πάνω της οι τιράντες που βαστούν το
τότε, να παραμένει ίδια τις άνοιξες, τα καλοκαίρια, τα φθινόπωρα και
τους χειμώνες κυρίως, γιατί αυτοί κλωθογυρίζουν συχνότερα στο
αλώνι με τις εικόνες της ζωής. Μιας ζωής που παίδεψε τα νεανικά
μου χρόνια στους δρόμους και τις αβερτιαριές της γειτονιάς μου.
Γύρω από τον μεγάλο κήπο, το κανόνι, τις φυλακές, το δεσποτικό και
κοντά, τόσο κοντά στη θάλασσα. Ποια θάλασσα δηλαδή! Το
λασπονέρι με το βουρκοτόπι που οι μεγάλοι το αποκαλούσαν λίμνη
και που πάντα αναρωτιόμουνα γιατί λίμνη αφού έχει τόση μα τόση
αρμύρα! Που αν κατάπινες κολυμπώντας αναπάντεχα μια γουλιά από
δαύτο, έχανες την ανάσα σου και γούρλωνες τα μάτια μέχρι να την
βρεις ξανά. Της ζωής που τόσο διάβασα τα σώψυχά της, έμαθα τις
ανάσες της και κουβέντιασα μαζί της. Που μπορώ πλέον να ξέρω
ποια λέξη την πικραίνει και πια την συγκινεί. Γι’ αυτό την έριξα την
άγκυρά μου στα ρηχά και την έσυρα μέχρι να βρει στα φύκια της
ρήχης και που σαν ένοιωσα πως μάγκωσε έδεσα πάνω της το χρόνο.
Μπορεί το μύθο της ομορφιάς της να τον ξέπλεξαν την αίγλη της
όμως δεν το μπόρεσαν.
Τώρα πια, την έκτη δεκαετία της ζωής μου, πάνω σε δυο ρόδες με
τιμόνι και πεντάλ, εκεί έχω μείνει δυστυχώς ή ευτυχώς και όπως το
πάρει κανείς και που το δυστυχώς είναι ότι μου συμβαίνει στις
αναπολήσεις μου, την πηγαίνω βόλτα όπου με πάνε οι πεταλιές των
παιδικών χρόνων. Εκεί στο δρόμο που μπαίνει μέσα στα σπλάχνα της
λίμνης και σταματά μόνο όταν συναντήσει τον Πατραϊκό με το Ιόνιο.
Το δρόμο που είναι στρωμένος με χοντρή κροκάλα. Πάνω στις
ροδοσιές των αυτοκινήτων, πότε με κόντρα το μαΐστρο και πότε
χωρίς, άλλοτε με ρήχη και άλλοτε με μπασά. Κάποτες κάποτες
αλλάζοντας κουβέντες με άλλους περαστικούς περιπατητές,
τρώγοντας λαίμαργα όσα φωνήεντα μπορώ, ήσυχος πως δεν θα
ρωτήσουν τί και μετά θα γελάσουν. Και τι με νοιάζει; Αφού αυτή
είναι η προφορά μου, με αυτή έζησα και μεγάλωσα πήγα στο
πανεπιστήμιο που υποτίθεται ότι μορφώθηκα, μα την πολυτέλεια των
πολλών φωνηέντων δεν την έμαθα και ούτε πια πρόκειται. Που όμως
σ’ αυτές τις περιπλανήσεις νοιώθω πως βρίσκω το χρόνο προς τα
πίσω και τον χώρο όπως τον χόρτασα. Γεμάτο αρμύρα, βούρκο,
χρώματα και αφρό από τα κύματα μπλεγμένο πάνω στις λισβές
αρμυρήθρες εκεί πλάι στο γιαλόχωρο. Κατά ένα παράξενο και
αλλόκοσμο τρόπο κάθε που φτάνω στη λίμνη δίνω ραντεβού με τον
εαυτό μου του τότε. Τον συναντώ εκεί χωρίς να το ξέρει. Μεδά και
το ξέρω και εγώ; Τότες πελαγωτά μισιδρομούμε ακολουθώντας τον
χάρτη του ουρανού και του χρόνου. Τα βλέμματά μας λένε πιότερα
απ’ ότι χίλιες λέξεις. Κινούνται με ταχύτητα φωτός χωρίς να αφήνουν
σκιές. Αρχίζω να με αναζητώ στα πρωϊνά των Κυριακών στις
αλλαγές του καιρού στα περάσματα και τις πόρτες. Να κινήσει ξανά
η ζωή. Να κάνει τη δρασκελιά όση μεγάλη και αν είναι. Να
ανταμώσει τα νερά του τότε με τα του τώρα. Του δώθε με του κείθε.
Έτσι όπως όταν ανταμώνουν τα δικά τους η ρήχη με την μπασά στο
τέλειωμα και στην αρχή τους, που τα’ χουν ήρεμα ίδια με τεράστιες
λαδιές που κινούνται απλωμένες πάνω τους. Με τον ήλιο ένα μπόι
ψηλά από τη δύση του. Ανάχτιδο στο βάθος του Βασιλαδιού. Με τον
μπάτη να είναι στο τελείωμά του μα τη θάλασσα να έχει ακόμα τη
φορά του. Να λογαριάζει να παίξει λίγο ακόμα με την αμμουδιά στην
αμπολιά του λιμανιού. Να κονταίνει να απλώνει και να ξεχύνεται
ξανά πάνω της, ν’ αποτραβιέται πάλι γλύφοντάς την και
μουρμουρώντας και όλο ο κυματισμός της να γίνεται πιότερο ρηχός.
Πίσω απ’ το πεσμένο καράβι στο βάθος της συρμής ο ορίζοντας να
έχει ροδίσει και αυτό το ρόδισμα όλο και να σιμώνει στην
ακρογιαλιά, θέλοντας σώνει και ντε να ξενερίσει. Ένα τελευταίο
κυματάκι πιο ζωηρό και σγουρό απλώνονταν κεντώντας
μουρμουριστά στην άμμο τα στερνά της μέρας λαχούρια. Δεν
ξαναγύρισε. Η θάλασσα για λίγες στιγμές γυαλί. Ούτε πνοή πια.
Μέχρι που το’ νοιωσα στις πλάτες μου το χάδι του στεριανού
αέρα. Και ώρες ώρες ένα πλαφ με εκατομμύρια νεροσταγονίδια να
μου πιτσιλούν το σεργιάνι, πάνω που τελείωνε και ο καφές με το
νερό στο ποτήρι ζεστό ακατάλληλο για το σβήσιμο της δίψας και να
με γυρίζουν στην πραγματικότητα. Αυτή η απότομη αποσύνδεση με
βρίσκει πάντα με τις κόγχες των ματιών υγρές, που όμως μου αρέσει
και το θέλω πολύ. Παράξενα, μα κάθε φορά που κινώ τη νέα
ποδηλατάδα νομίζω νοιώθω και αισθάνομαι πως είναι η πρώτη. Πως
τα καταφέρνει η μνήμη μου να ακολουθεί όλο και καινούργιες ρότες
μπερδεύοντάς με, δεν το πολυκαταλαβαίνω. Όχι φυσικά ότι με
απασχολεί μα ούτε και με ενοχλεί ιδιαίτερα το να νομίζω πως μπαίνω
σε ότι άφησα περπάτησα και άγγιξα. Να με πνίγει το άρωμά τους και
όχι μόνο. Άλλο με ενοχλεί. Να βλέπω πως τώρα πια δεν είμαι ίδιος.
Έγινα άλλος διαφορετικός και δεν ανήκω σ’ αυτά. Χώρια που έχω το
νιώμα πως ακούω πικρόχολα τα γέλια και τα μουρμουρητά του τώρα
πίσω από την πλάτη μου και πάνω από τη χόβολη του αδύναμου τότε
που σιγοκαίει. Ξέρω πως το παλεύω καιρό τώρα να ξεχωρίσω αν
έφυγα αν έμεινα και αν είμαι ακόμα εδώ. Γιατί κατά παράξενο τρόπο
όλα αυτά τα άφησα, περπάτησα και άγγιξα, μου μιλάνε στο αύριο του
τώρα και όχι μόνο. Ξέρουν πως ήταν οι παιδικοί μου αετοί, πως
σταθήκαν ψηλά, μα πολύ ψηλά. Ξέρουν να επιμένουν και να
βρίσκουν τρόπους, όπως βρίσκουν το δρόμο τους και την έκφρασή
τους οι νότες. Και εγώ να προσπαθώ μάταια να μη γυρίσω πίσω το
κεφάλι και τα μάτια στα απόνερα της φυγής. Να μην αισθανθώ για
πολλοστή φορά πως η νιότη μου έγινε παλιά αγαπημένη που γύρεψε
σε ξένη αγκαλιά και σε κρουστό κορμί, τη λήθη. Πως φοβήθηκα να
αντέξω την τόση γαλήνη που απλώνονταν γύρω της νομίζοντας ότι
θα βρω πάλι τον ήλιο και τη σιγαλιά να λαγιάζω ολημερίς. Πως
βιάστηκα να γελάσω, να ζήσω το ταξίδι, να κοιτάξω κατάματα το νέο
που πρόβαλε μπροστά μου. Να αρπάξω τη ζωή να την ανθίσω πάνω
στην πέτρα και ταχύνοντας τα βήματά μου να προκάμω τις Άνοιξες
που έφευγαν. Θα μου πείτε θαλασσινά παράπονα μες τη μπασά
χαμένα! Κοιτάω πως τα’ φερε ο καιρός. Να μαζεύω ότι απόμεινε, ότι
με γυρίζει σε μένα και να έχω την έξαψη του κρυφού και το ρίγος του
παράνομου. Από τότε μέχρι σήμερα μια μεγάλη περίοδος. Από δω
μέχρι εκεί μια μικρή απόσταση. Με τους ήχους του τότε να με
ψάχνουν εγώ να τους αφουγκράζομαι και να προσπαθώ να τους
εντοπίσω. Αλήθεια, όταν οι ήχοι σου μιλούν τι προσπαθούν να
πούνε; Τους ακούω να με φωνάζουν χωρίς το όνομά μου. Άλλο
άκουσμα να φτάνει στ’ αυτιά μου και τότες αρχινά μέσα μου ένας
πόλεμος ανάμεσα σε αυτό που είμαι και σε αυτό που με λένε. Μα εγώ
το ξέρω και το παλεύω να είμαι αυτός που γεννήθηκα. Να προσπαθώ
αυτές τις ήσυχες στιγμές του τώρα ώρες ώρες να τις φωτίζουν οι του
τότε. Του τότε που είναι ανάμνηση και για να μην ξεφτίσει έγινε
μνήμη ικανή να μην ψάχνει αναρωτιέται και ταλανίζεται. Να φτάνει
στη στιγμή και να πηγάζει, σαν αυτή του ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Έτσι αφκιασίδωτη, ακαλλώπιστη, ακαλούπωτη, απλή, αβρή και
πραγματική. Ξεκάθαρες μνήμες, σε μνήμη φρέσκια και αβαθή, τόσο
που να μπορούν να πλέουν πάνω σε ήρεμα νερά στραφταλίζοντας
στο ανεβοκατέβασμά τους. Μάλιστα αν λάχαιναν σε απογευματινό
με ηλιοβασίλεμα τότες άλλες ασημοκοπούσαν, άλλες ιωδιοκοπούσαν
και άλλες βυσσινοκοπούσαν. Να ρέουν οι θύμησες όπως πραγματικά
ήταν και τους ταιριάζει. Απλά για να μπορούν να στέκονται απέναντι
στο πανίσχυρο τώρα με τα πολλαπλά προβλήματα. Να μπορώ ανά
πάσα στιγμή να χωθώ και να χαθώ μέσα στο μαγικό κόσμο τους που
αντιστέκεται, ανακαλώντας τον μακρυά σε παρελθόντα χρόνο και
συγκρίνοντάς με τον παρόντα του σήμερα. Να τις σέρνω όποτε
μπορώ και πρέπει από τη μοναξιά τους έτσι για το γαμώ το. Να γευτώ
και να μυρίσω το καυτό και αψύ τους άρωμα. Μη και χαθούν ή
ξεχαστούν πού αλλού; Στην αφάνεια του αλμυρού και του χρόνου.
Τα μισά και βάλε χρόνια της ζήσης μου τα περνώ στη πόλη που τώρα
βρίσκομαι και που μου’ γινε δεύτερη πατρίδα. Εξάλλου μιας δρασκελιάς
απόσταση χωρίζει τους απέκειδες ψαρόμυαλους με τους δώθε
μιναριτζήδες. Μιναριτζήδες; Φυσικά αφού η λέξη που ακούει κανείς
περισσότερο είναι το μινάρας. Πρωτεύουσα της Πελοποννήσου με
ωραίες γειτονιές συνοικίες και τοποθεσίες. Ψηλά αλώνια, αρχαίο θέατρο
και σκάλες που ενώνουν κάθετα την πάνω με την κάτω πόλη. Με τους
πεζόδρομους, το ιστορικό της κέντρο, το θαυμάσιο δημοτικό θέατρο, τον
Άγιο Αντρέα και τόσα μα τόσα άλλα. Μα και τις πολυάριθμες
εκδηλώσεις της. Με ένα κόσμο με λεπτό αίσθημα χιούμορ. Πέμπτη
σήμερα. Για την υπόλοιπη χώρα μια ακόμα μέρα της βδομάδας. Μα για
εδώ ιδιαίτερη. Μια Πέμπτη του Φλεβάρη ξεχωριστή και γιορταστική.
Τσικνοπέμπτη. Από τις πρώτες της ώρες η πόλη καπνίζει και από τις
δέκα τσικνίζει. Μπροστά από κάθε μαγαζί μια αυτοσχέδια ψησταριά
περίσσια χαμόγελα καλωσορίσματα κέφι και άφθονο κρασί. Στον
πεζόδρομο της Ρήγα Φεραίου δεν πέφτει καρφίτσα. Ένα αργόσυρτο
πλήθος ανεξαρτήτου ηλικίας τρώει, πίνει, γελάει και ανταλλάσει ευχές.
Πριν αρκετά χρόνια στο επίκεντρο αυτής της εκδήλωσης ήταν η άνω
πόλη. Η παλαιά με τους βέρους ντόπιους, την Γερμανού και τα
Ταμπάχανα. Μόλις πρόσφατα το έθιμο κατηφόρισε στην νέα κάτω πόλη.
Στην πόλη που από το 1914 κατηφόρισε για πρώτη φορά η Γιαννούλα η
Κουλουρού. Και ποιά είναι θα μου πείτε η Κουλουρού. Είναι η γραφική
Ταμπαχανιώτισσα που πολλές φορές τέτοια μέρα κατηφόριζε την
Γερμανού ως το αρχαίο ωδείο και από κει έκοβε για την Αγίου Νικολάου
να βγει στο μώλο της, όπου την περίμενε ο Ουίλσον ο πρόεδρος των
Ηνωμένων Πολιτειών να την κάνει γυναίκα του με παπά και κουμπάρο.
Ύστερα τα νιόνυφα ανηφόριζαν και στέριωναν στην πάνω πόλη. Είχε
μαζί της τον λαό της γειτονιάς της πάντα, με άρματα, όργανα και πολύ
σερπαντίνα. Σαν έφυγε από τη ζωή, αφού κατόρθωσαν όλοι μαζί ο γάμος
να γίνει καρναβαλικό δρώμενο, τη θέση της παίρνουν μουστακοφόρες
Γιαννούλες, με την τρίχα να ξεχωρίζει από το τιραντέ νυφικό στα
μπράτσα και τα στήθη κάγκελο. Αν φυσικά υπήρχε και η Κοτέτσαινα
στην εποχή τους, σίγουρα θα την έστελνε ο αθεόφοβος ο Γιογκαράκης να
της πει το φλιτζάνι.
Νωρίτερα, ίσως λίγο μετά από τις αρχές του 1900, στο καφενείο
«Κεντρικό» στο Ληξούρι, ο τζόγος καλά κρατεί. Η μεγάλη παρέα που
από το απόγευμα έπαιζε πόκα δεν έλεγε να τελειώσει. Παρόν και ο
νοδάρος. Κόντευε μία το πρωί και αυτοί εκεί. Καφέδες, τσιγάρα,
τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα και μια ατμόσφαιρα που βρωμοκοπούσε
από παντού.
-Τι θα κάμεις βωρέ Ηλία; Έντοσις ο αβουκάτος.
-Σ’ ακουρμένομαι Μεμά, μα καρτέρι. Αγάλια αγάλια εφτήνη η
δουλειά θα γενεί απόστα. Ήντα νογάς δεν κατέω το αντζάρδο; Γδες
εφτούνους εφτού που ξέμειναν ανόρως από μπαγιό. Πάνε να
κουρλαθούνε.
Μια βδομάδα τώρα τον πήγαινε ανάποδα ο τζόγος. Μα αυτός εκεί.
Κόντρα στη κόντρα. Δεν μπορεί θα γυρίσει και τότε θα ρεφάρει η
κατάσταση σκέφτηκε. Από την άλλη αν έχανε ξανά θα άφηνε την
οικογένειά του ξεκρέμαστη χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο και
εδώ τα πράματα είναι ξεκάθαρα. Υπέγραψες; Πάει δεν ξεϋπογράφεις.
-Εντάξει και αγλιά πομένανε και τσι οικογένειάς μου.
Έφτιαξε και ο νοδάρος το χαρτί και το υπόγραψαν μαζί με τον
αβουκάτο. Αυτή τη φορά για το σπίτι. Πριν λίγο είχε υπογράψει όλη
την κτηματική του περιουσία. Έτσι σαν τα ήγδε τα χαρτιά του άλλου
είχε μείνει πια αμπαγιόκοτος. Το μόνο που ξέχασε να παίξει ήταν το
βασταγούρι. Τον περίμενε υπομονετικά να τον φέρει πίσω. Όταν
σηκώθηκε να γυρίσει στα Χαβδάτα ήταν ξυπόλυτος. Η Κυριακούλα η
γυναίκα του τον βρήκε απίκουπα στο πορτάκι της αυλής. Ούτε τον
καδηνάτσο της δεν πρόκαμε να σύρει. Μετά, θυμάται ο ένας από
τους γιους της, τα πήρε η μάνα τους και έφυγαν. Προορισμός τους ο
Αρμυράς. Ήταν δεν ήταν τα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 1900
σαν έφτασαν. Εκεί τους φιλοξένησε η οικογένεια Τζίντζου. Δυο
αγόρια και μια κόρη. Ο μεγαλύτερος, ο Πάνος όπως τον φώναζαν,
κατάφερε να μπει στη νομική μα με την μικρασιατική εκστρατεία
χάθηκε. Ο δεύτερος ο Νιόνιος, έτσι προφέρεται το Διονύσιος στην
Κεφαλονιά, πήγε να μάθει τσαγκάρης στο Λάκη και η μικρότερη από
τα τρία, η Βρισήδα, μάθαινε ράφτρα. Στις αρχές της δεκαετίας του
1940 με τον πόλεμο να κρατεί για τα καλά ο Νιόνιος πήρε γυναίκα
του τη Νιόνια, του Νικήτα.
Ακριβώς την ίδια περίπου εποχή ο Νικήτας πήρε των ομματιών
του και έφυγε από το χωριό του τα Βλυχάτα. Άλλα δυο μεγαλύτερα
αδέλφια του το είχαν τολμήσει μερικά χρόνια πριν. Ο Γεράσιμος ο
μεγαλύτερος που κατέληξε στην Αθήνα και ο Βαγγέλης που βρέθηκε
στην Πάτρα. Αν και θα ήταν λογικό να πάει σε έναν από τους δυο και
αυτός τράβηξε για τον Αλμυρά. Το επώνυμο που έφερε από τα μέρη
του ήταν Φ……..τος. Σύμφωνα με όσα γράφει η επιτύμβια πλάκα
γεννήθηκε το 1889. Παντρεύτηκε την Αικατερίνη Κ……….του,
επίσης Κεφαλλονίτισσα από την Κοντογενάδα, γεννημένη το 1889
και αυτή. Συνήθως όταν αλλάζουν το επώνυμο το κονταίνουν.
Τούτος το μάκρυνε. Το έκανε Φ………λος. Το πώς το πότε και το
γιατί έφυγε από το νησί του και ήλθε εδώ, χάνονται στα βάθη των
χρόνων. Το σίγουρο είναι πως ήλθε με πάσαρα και έμεινε στην
Κεφαλλονίτικη πελάδα, απέναντι από την σημερινή τοποθεσία
Τουρλίδα κάνα δυο μέρες, μέχρι να τον φέρει κάποιος ιβαρίσιος
ψαράς μέσα. Σε αυτό το χρονικό διάστημα κατάφερε να μάθει τα
πάντα γύρω από την πόλη στην οποία θα διέμενε πια και κυρίως πως
σ’ αυτή δεν πλανιόταν γυρολόγος. Απόκτησε επτά παιδιά, τέσσερα
αγόρια και τρία κορίτσια. Πρώτος ήλθε ο Χρήστος και ακολούθησαν
η Σωφρόνια, η Ελένη, η Νιόνια με το Σπύρο μια κοιλιά, ο Γιάννης
και στερνά ο Παύλος. Ερχόμενος δεν είχε που την κεφαλήν κλείνε.
Όμως η ρίζα και η φύτρα του κρατούσαν από μέρος με πανέξυπνους,
δραστήριους, βλάσφημους και σε όλο τον κόσμο εγκατεστημένους
ανθρώπους. Έτσι δεν δυσκολεύτηκε να ξεκινήσει κάνοντας χωρίς
ντροπή και δισταγμό την οποιαδήποτε δουλειά. Από το μηδέν και το
τίποτα κατόρθωσε να πιάσει την καλή. Από βοηθός σε μεταπράτη
έγινε αυτό που ήθελε και γνώριζε. Πλανόδιος μικροπωλητής και
γυρολόγος. Βρέθηκε με καταστήματα, σπίτια, οικόπεδα και χρήματα.
Έπιανε εύκολα σχέσεις και γνωριμίες με κριτήριο την οικονομική
επιφάνεια και τα πιθανά, από την βοήθεια που ανέμενε, οφέλη από
αυτές. Είχε την ικανότητα να οσμίζεται τις ευκαιρίες σαν το
λαγωνικό. Έκανε κουμπαριές με ανθρώπους που τον βοήθησαν
άμεσα. Μάλιστα ο μεγαλέμπορος που έκανε κουμπάρο στην Πάτρα
τον συνέδραμε αποφασιστικά, στις μετά τα πρώτα βήματα δουλειές,
πριν ακόμα ταιριάσουν με την κουμπαριά. Η μικρή βιτρίνα που
κρέμασε μπροστά του, για να πουλά μικροπράγματα στις γειτονιές,
έγινε κατάστημα στο σημείο που η οδός Θυσίας διακλαδίζεται,
ακριβώς μπροστά από το τωρινό ξενοδοχείο LIBERTY. Το ένα της
σκέλος πηγαίνει στην πύλη, την μοναδική τότε είσοδο και έξοδο της
πόλης και το άλλο που διανοίχτηκε αργότερα, καταλήγει στον κήπο
των Ηρώων. Στο σημείο που όλοι το ξέρουμε σαν τρίγωνο. Στο έμπα
και στο έβγα της πάνω αγοράς. Στην αγορά που δεχόταν πρώτη τον
αγροτικό πληθυσμό της ενδοχώρας. Του γυάλισε το σημείο και το
κεφαλλονίτικο ένστικτο τον έσπρωξε να εναποθέσει εκεί τα όνειρα
και τις ελπίδες του. Οι δακτυλήθρες, οι βελόνες με τις κλωστές και
τις ρουκέλλες, τα τσακμάκια με τα φυτίλια και τις τσακμακόπετρες
μαζί με την βιτρίνα, τοποθετήθηκαν σε περίοπτη θέση στη μόστρα
του μαγαζιού. Τώρα το κατάστημα διέθετε εκτός από αυτά και πιάτα,
ποτήρια, όλα τα είδη της κουζίνας και επί πλέον είδη κυνηγίου και
έτοιμο ρούχο. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα το μαγαζάκι στο
τρίγωνο δεν επαρκούσε. Ένα νέο μεγαλύτερο κατάστημα στο βάθος
πάντα της ίδιας οδού κάπου στην μέση της, στέγασε το εμπόρευμα
μαζί και τις μεγάλες προσδοκίες του. Οι κρουνοί του ουρανού
άνοιξαν. Αγόρασε σπίτι για να φύγει από το νοίκι, εκεί γύρω στο
1920 και να στεγάσει την οικογένεια που ήδη ήταν πενταμελής, στη
διασταύρωση των οδών Ηρώων Πολυτεχνείου με την Κύπρου. Το
1924 αγόρασε οικόπεδο ενός στρέμματος και το 1926 είχε στήσει το
νέο του σπιτικό, στην διασταύρωση των οδών Δαμασκηνού και
Ηρώων Πολυτεχνείου. Στην απέναντι γωνία ήταν και το σπίτι που
έμενε, σαν ήλθε για πρώτη φορά. Το Κισαβαίϊκο. Ίσως ήταν και
προληπτικός. Δεν άλλαζε τοποθεσία και γειτονιά με τίποτε. Στην ίδια
οδό το νέο μαγαζί, στην ίδια γειτονιά τα σπίτια.
Την Κατίνα την γυναίκα του την αγάπησε σφοδρά. Μιας και δεν
του την έδιναν τα τέσσερα αδέλφια της, τους την έκλεψε και την
έφερε από την Πάτρα εδώ. Πρέπει να ήταν γύρω στα 1907. Ο
Βαγγέλης ο αδελφός του τους πήγε ως την Καλυδώνα για να φύγουν.
Δεν έπιανε τότε ακόμα στο μόλο της Αγίου Νικολάου και τα
βαρκάκια είχαν δουλειά. Εκείνο που σκίαζε τη σχέση του ζεύγους
στην αρχή δεν ήταν η αποκατάσταση της επαφής με την οικογένειά
της. Αυτή έγινε τόσο γρήγορα που οι εδώ φίλοι του τον ρωτούσαν
πειράζοντάς τον, αν την έκλεψε πραγματικά ή το έκαναν οι Πατρινοί
να φανεί σαν κλοπή. Τη σχέση σκίαζε το γεγονός ότι δεν ερχόταν
παιδί. Η αμφιβολία περί ικανότητας τεκνοποίησης βάρυνε τα πόδια
του. Άρχισε να ζηλεύει. Η Κατίνα ήταν πανέμορφη. Άρχισαν να
φθάνουν τα πρώτα σύννεφα. Πήγαν σε γιατρούς κατάφυγαν σε
γιατροσόφια και κατέληξαν στην εκκλησία. Έταξαν το παιδί που θα
ερχόταν στο Χριστό. Όταν ήλθε ο Χρήστος είχαν ήδη επτά χρόνια
παντρεμένοι. Τα σύννεφα χάθηκαν και ήρθε βροχή από παιδιά
ευτυχία και χρήματα. Ο πρωτότοκος ήταν γουρλής. Η μουσική
κυλούσε μέσα στις φλέβες και των δυο. Είχαν πολλές βραδιές
διασκέδασης στο σπίτι τόσο με επτανησιακούς σκοπούς και ρυθμούς
όσο και με ρουμελιώτικους. Ο Χαράλαμπος ο Μαργέλης με το
κλαρίνο του ήταν συχνός συνδαιτυμόνας σε γλέντια που τραβούσαν
μέχρι το πρωί. Το νέο του σπίτι χτιζόταν ταυτόχρονα με το
δεσποτικό. Ο Νικήτας δεν άφησε την ευκαιρία να χαθεί. Απέκτησε
φιλικές σχέσεις με τον Σεβασμιότατο μητροπολίτη Αιτωλίας και
Ακαρνανίας, Κωνσταντίνο. Έτσι μερικές φορές προστίθετο στην
παρέα με το γλέντι και αυτός. Μάλιστα η μητέρα του, η σεβάσμια
Αναστασία που την είχε μαζί του, προσέφερε την αμέριστη βοήθειά
της στην Κατίνα που είχε πλέον έξη παιδιά. Για το λόγο αυτό και για
να μην κουράζεται πολύ η Κατίνα του, έφερε στο σπίτι να την
βοηθάνε άλλες τρεις γυναίκες. Την κυρά Μαριώσσα, την Ρηνιό την
Πετράταινα και την Λιάσκαινα. Η πρώτη ήταν η τυχερή του σπιτιού
μαζί με το Χρήστο. Μαζί της τοποθετούσε τα κέρδη στο σεντούκι,
αυτή τον ξεπροβόδιζε και τον υποδεχόταν. Αυτή του έλεγε
απαραίτητα μετά την Κατίνα καλημέρα και καληνύχτα. Δεν έπρεπε
να κουράζεται καθόλου η γυναίκα του μετά το ατύχημα που είχε με
μια πτώση, που της άφησε πολλά κατάγματα στα πλευρά της. Ο
βλάσφημος Νικήτας πέρασε γενεές δέκα τέσσερις όλες τις γυναίκες,
ακόμα και την δικιά του. Αυτό όμως δεν απέτρεψε την φθίνουσα
πορεία της υγείας της. Ο γιατρός που την κουράριζε και ήταν
ξάδελφός της του είπε για την σοβαρότητα της κατάστασης.
Η οικογένειά του ήταν πατριαρχική. Τα πάντα ξεκινούσαν και
τελείωναν σε αυτόν. Η ώρα του φαγητού ήταν ιερή. Στο μεγάλο
τραπέζι έτρωγε αυτός με τη γυναίκα του και τα δυο μεγάλα παιδιά.
Τα υπόλοιπα σε μικρότερο με καθίσματα κουτιά από μπαρούτι και
σκάγια. Έδινε αυτός την εντολή για την έναρξη και το τέλος του.
Μερικές φορές το χειμώνα έβαζε τα μικρότερα παιδιά να
τραγουδούν. Έπαθλο περισσότερα ψημένα στο μαγκάλι κάστανα.
Από την εποχή που έκανε το γυρολόγο, είχε ένα γαϊδουράκι τόσο για
τη δουλειά του όσο και για το κυνήγι. Ήταν φανατικός του σπορ και
όχι μόνο. Ικανότατος με προτίμηση στους λαγούς. Η Κατίνα έφτιανε
πίτες με αυτούς και στιφάδο. Τα καλοκαίρια που η ζέστη και η
υγρασία έκαναν τη ζωή αφόρητη η οικογένεια ξεκαλοκαίριαζε στον
αϊ Συμιό. Στα πλατάνια και τα κρύα νερά. Από το κλωνάρι ενός
γέρικου πλάτανου, κρέμασε τριχιές και στο τέλος τους στερέωσε μια
χοντρή τάβλα. Πρόκληση και πρόσκληση συνάμα για κούνημα. Όλη
τη μέρα αηδόνια, δεκοχτούρες και τζιτζίκια. Το βράδυ το γρι- γρι των
γρύλων. Παραπέρα ένα ρυάκι κυλούσε γάργαρα τα νερά του και αυτά
με τη σειρά τους ανταποδίνανε πολλές αντανακλάσεις στον πηγαιμό
του ήλιου προς τη δύση. Μαζί τους και άλλες φιλικές οικογένειες.
Εκεί εύρισκε το χρόνο να κυνηγά. Έπαιρνε παρέα και τους φίλους
του. Εκεί και ο μπάρμπα Στράτος ο βοσκός. Γέμιζε το κυπελάκια των
παιδιών με γάλα να το βράσει η Κατίνα και να το πιούν. Κοντά τους
πολλές φορές και η κυρά Αναστασία. Άρεσε πολύ στην γυναίκα του
εκεί πάνω. Μια φορά στη φούρια του φευγιού ξέχασαν στην κούνια
τον Γιάννη. Το κατάλαβαν στο μέτρημα ευτυχώς νωρίς. Τον βρήκαν
να κοιμάται ακόμα σαν γύρισαν να τον πάρουν. Μετά την πτώση της
οι πόνοι δεν την άφηναν να το χαρεί. Για χατίρι όμως του Νικήτα και
των παιδιών, δεν μιλούσε καθόλου.
Τον μεγάλο τον έστρωσε και αυτόν στη δουλειά. Στο γύρο με την
βιτρίνα. Έτσι για να μάθει πως βγαίνει το ψωμί. Αυτό για να τον
συνετίσει περισσότερο επειδή είχε βγει λίγο ζωηρός και ατίθασος ο
πρωτότοκος. Τον κάλεσε στο μαγαζί. Μπροστά από την βιτρίνα που
πρωτοξεκίνησε αυτός. Την είχε σε μια προθήκη στο κέντρο του.
Γεμάτη με τα είδη που πουλούσε τότε.
-Τί βλέπεις;
-Τη βιτρίνα σου.
-Βλέπεις το δέμα ακριβώς κάτω από αυτή;
-Ναι το βλέπω.
- Παρ’ το στα χέρια σου άνοιξε το και πες μου τι περιέχει.
-Μια βιτρίνα σαν τη δικιά σου.
-Όχι μια βιτρίνα. Τη βιτρίνα σου θέλεις να πεις. Πάρε και εκείνο το
μπόγο και τακτοποίησε τα πράγματα μέσα. Όπως ακριβώς στη δική
μου. Μόλις τελειώσεις φώναξέ με. Μόνο ανάγκασε.
Τακτοποιώντας τα πράγματα δεν μπορούσε να φανταστεί τη
συνέχεια.
-Πέρασε το λουρί στη πλάτη σου και ξεκίνα. Από τις γειτονιές λείπει
ο γυρολόγος. Προσπάθησε να με ξεκουράσεις και να με ξεπεράσεις.
Ένα πρωί, την περίοδο του κυνηγίου του πήρε κρυφά το γαϊδούρι
και το όπλο να πάει στο κυνήγι. Όμως όπως ήταν φυσικό τον
ανακάλυψε. Στήθηκε περιμένοντάς τον στο καφενείο του Μπαλντά
εκεί στο έβγα της πύλης. Το δίχως άλλο από εκεί θα επέστρεφε ο
κανακάρης του. Όπως κι έγινε. Τον έφερε σπίτι τον ξυλοφόρτωσε και
του είπε να σηκωθεί και φύγει και να μην γυρίσει ξανά. Βέβαια είχε
προηγηθεί και ένα άλλο γεγονός. Είχε πάρει από το μαξιλάρι της
μάνας του κάπου 12.000δρχ και τα μοίρασε στους φίλους του να
ψωνίσουν από το μαγαζί του πατέρα του μπαρούτι για τα χαλκούνια
της Μεγάλης Παρασκευής και του βραδιού της Ανάστασης. Φυσικά
η Κατίνα ξαμόλησε τον υπάλληλο του μαγαζιού να τον βρει και να
τον φέρει πίσω. Ήταν το πρώτο της παιδί. Ο πρώτος γενετήσιος
πόνος, το πρώτο παιδιάστικο σκίρτημα στην κοιλιά και την αγκάλη
της. Θα έκανε τα πάντα ώστε να τον φέρει ξανά κοντά της. Τον
Νικήτα ήξερε μετά από τόσα χρόνια να τον φέρνει βόλτα. Θα ξέσκιζε
όποιον τολμούσε να της τον πειράξει. Όπως και έγινε με έναν τσολιά
που τόλμησε να σηκώσει το χέρι του πάνω στο καμάρι της. Εκεί
κοντά στο πρώτο μαγαζί, στο τρίγωνο, ήταν από τη μια πλευρά η
καζάρμα με δαύτους και από την άλλη οι φυλακές. Στο χώρο γύρω
από τα κτίρια απαγορεύονταν η κυκλοφορία πολιτών και όχι μόνο.
Μια μέρα το παιδί της ερχόμενο σπίτι πέρασε από εκεί. Αυτή έπαιζε
στα γόνατά της τη μικρή Νιόνια, όταν είδε το γεγονός. Για πότε
έφτασε και άρχισε να σπρώχνει και να κλωτσάει το τσολιά, δεν τα
κατάλαβε κανείς. Ούτε και ο ίδιος που ξαφνιασμένος το έβαλε στα
πόδια. Όλα κυλούσαν κατ’ ευχή μέχρι που ήλθε το στερνοπούλι. Η
Κατίνα μετά τη γέννα δεν επανήλθε. Όταν ο γιατρός ο Σπετσέρης του
είπε ότι οι μέρες της ήταν λίγες, αυτός έμεινε με το κεφάλι κάτω και
αμίλητος. Χάθηκε εκείνη η ασίγαστη δίψα για δημιουργία. Άρπαξε
και μια κεντρική πνευμονία που τον αποτελείωσε.
__.__
Ταυταμπουλές
Ο Σεπτέμβρης του 1929 βρίσκεται στο τέλος του. Εξ και κάτι η
ώρα το πρωί. Η μέρα άρχισε προ πολλού να χάνει από το χρόνο της
και να τον παίρνει η νύχτα δειλά δειλά. Η πόλη ήρεμη κοιμάται στην
αγκαλιά της θάλασσας της αρμύρας και του σκοταδιού που σιγά σιγά
ετοιμαζόταν να παραδώσει στο χάραμα. Το πολύ σε μια ώρα θα
κινούσε το πρώτο μούχρωμα της μέρας που θα κάλυπτε τον ουρανό
της κάνοντας θολές και απροσδιόριστα ασχημάτιστες τις
βουνοκορφές και τις κοντινές γραμμές των οριζόντων. Όλα θα
κινηθούν σε λίγο σ’ αυτή την απόχρωση του άχρωμου λευκού.
Ακόμη και η ατμόσφαιρα θα πλανηθεί πάνω από την Αιτωλική γη
άτονη άοσμη και πηχτή σαν το αλατόνερο. Αυτή τη στιγμή η λίμνη
κυλά τα νερά της προς το νότο, καθώς ακολουθούν την έλξη του
φεγγαριού που πριν από ώρες βούτηξε εκεί πίσω από τον Κοστιλάρη.
Είχε βαρέσει για τα καλά η ρήχη και τα λισβά φύκια έγειραν το κορμί
τους να ακουμπήσει πάνω στη λασπουριά της αμπολιάς. Μερικούς
από τους κατοίκους της τους εύρισκε το τελείωμα της νύχτας να
φέρνουν το κόπο τους και τα κορμιά τους πάνω στα μικρά τους
σκάφη. Να σπρώχνουν με τα σταλίκια τους μιας και υπήρχε πλήρης
άπνοια, με την αγωνία να προκάμουν τα νερά από τη μια και να
προσέχουν μην μπλέξουν στα παγανά από την άλλη. Για άλλους που
ίσως αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι της, μόλις που θα κίναγε η
καινούργια μέρα τους. Ήδη ένα χρώμα απαλού ροζ και κίτρινου
έβαφε τον ουρανό πίσω και μακριά από το τρίκορφο βουνό, πέρα από
τον κάμπο του Μποχωριού και του Γαλατά. Αυτό το γαλάτισμα της
μέρας με το αχνό φως που έσερνε μαζί του αντιφέγγιζε τον όγκο του
βουνού μέσα στα ήρεμα νερά της Κλείσοβας, φτάνοντας την σκιά
του μέχρι το δρόμο της Τουρλίδας. Το δρόμο που χώρισε τη λίμνη
στα δύο. Στην Κλείσοβα ανατολικά και το Βασιλάδι δυτικά. Εννέα
ξύλινες καμάρες επέτρεπαν στα νερά να μπαινοβγαίνουν στα δυο
κομμάτια. Ένας δρόμος που προσφερόταν για περιπάτους και που οι
γηγενείς τους τιμούσαν δεόντως. Η μέρα από τα πρώτα της βήματα
φαινόταν πως θα ήταν ηλιόλουστη μιας και με το που έσκασε ο
ήλιος, αυτή η θολούρα σιγά σιγά εξαφανιζόταν και στην θέση της
έλαμπε καθάριος και ανέφελος ο ουρανός.
Στην κάτω αγορά, την ψαραγορά της πόλης που έχει στους δρόμους
της καλντερίμι στρωμένο με μπρουτζιλάνα, οι μεταπράτες των
ψαριών και οι παγοπώλες βρίσκονται σε πλήρη κινητικότητα. Οι μεν
για να ετοιμάσουν προς πώληση την πραμάτεια που από τις πρώτες
και δύσκολες για τους άλλους ώρες της καινούργιας μέρας είχαν
τοποθετήσει σε τελάρα στα μεγάλα τους ψυγεία, οι δε για να τους
εφοδιάσουν με θρυμματισμένο πάγο με τον οποίο θα την
διατηρούσαν φρέσκια και λαχταριστή. Οι σκάπουλοι όπως
αποκαλούνται οι ελεύθεροι αλιείς δηλαδή αυτοί που δεν δουλεύουν
στα διβάρια και που αποτελούν το άλλο σινάφι αυτού του
επαγγέλματος, αφού έκαναν ένα γύρο από τους μαγαζάτορες μη
τυχόν και διαθέσουν μέρος από την ψαριά τους, μετά κινούσαν να
πουλήσουν το υπόλοιπο στις γειτονιές μέσα σε χειροποίητα πανέρια.
Είχαν την παλάντζα περασμένη στον ώμο τους και τα μπατζάκια των
πανταλονιών σε στυλ ψαράδικο. Φυσικά και ήταν ξυπόλυτοι. Το ίδιο
ξυπόλυτοι ήταν και οι γύφτοι καθώς έπλεκαν τα πανέρια τα με
κλαδιά καναπίτσας και ξερό καλάμι, καθισμένοι στον ίσκιο και τη
δροσιά κάποιου δέντρου, κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες .Τους
κάνουν πλατύ και ανοιχτό το στόμιο για να χωρούν απλωμένα τα
ψάρια μέσα τους και τα πουλούν μαζί με άλλα καλάθια. Τους
αδραχτολόγους! Έχει αρχίσει δειλά η εποχή του κέφαλου. Στα
διβάρια περίμεναν την αλειά της μπάφας με την απόχη μέσα από τις
πύρες, αν και η μεγάλη αλειά των ψαριών γίνεται το Νοέμβριο.
Καρτέραγαν πάντα τη ρήχη αφού αυτή και τα νερά της κανονίζουν
την ώρα της. Το αλείεμα το βάζουν σε ψαροκασέλες και το φέρνουν
με τις ακαρίνωτες γαϊτοπούλες στην πελάδα του διβαριού για το
ζύγισμα τη διαλογή και τα περεταίρω. Αυτός είναι ο λόγος που
υπάρχει και η φράση ότι, οι σκάπουλοι ψαρεύουν και οι ιβαράδες
αλιεύουν. Αυτό το είδος κέφαλου βγάζει το καλλίτερο αυγοτάραχο.
Πρέπει να είσαι μάστορας να ψαχουλέψεις την κοιλιά του και να την
ανοίξεις χωρίς να χαλάσουν τα δυο μυσκλίδια που το σχηματίζουν.
Σιγά σιγά οι ιβαράδες όλο και μπάζουν τα γυροβολίδια, τα πλεγμένα
με ψαθί καλαμένια τείχη, τις αγανές καλαμωτές που είναι μπηγμένες
στο βούρκο της λίμνης να τα εμποδίζουν να ξετσουρμίσουν προς το
πέλαγος. Όταν στενεύουν υπερβολικά και ο συνωστισμός μέσα στο
κοπάδι γίνεται μεγάλος, κρεμούν από ψηλά καλάμια δίχτυα, για να τα
εμποδίσουν με αυτόν τον τρόπο να φύγουν προς τα ανοιχτά. Φυσικά
υπάρχουν και απώλειες. Τα στεράδια, τα αρσενικά κεφάλια δηλαδή,
πολλές φορές με ένα σάλτο το βγάζουν και τρέχουν σαν τρελά στο
δρόμο της ελευθερίας, που δεν είναι άλλος από το να κρυφτούν στο
γόνο των φυκιών με τα οποία είναι γεμάτη η λίμνη, αν τελικά
μπορέσουν να αποφύγουν και τις απλωμένες καλαμοπαγίδες κατά
μήκος των γυροβολιδιών. Τότες φτάνουν και οι αγοραστές να
αρχίσουν το παζάρι. Με το μάτι υπολογίζουν την ποσότητα που
υπάρχει σε κάθε γυροβολίδι και αρχίζουν το αλισβερίσι με τον ιβαρά.
Το πράμα θα φύγει αλόκιο.
Στα βορειοδυτικά κατοικούν οι πρόσφυγες. Αυτός ο ξεριζωμένος
πληθυσμός της Ιωνίας, που κουβάλησε μαζί του εκτός από τον
κατατρεγμό τον διωγμό και τον πόνο για τον χαμό της αγαπημένης
πατρίδας και των αγαπημένων προσώπων και πραγμάτων αλλά και
όλη του την κουλτούρα. Τα τραγούδια με τη μουσική τους τα ήθη και
τα έθιμα. Οι περισσότεροι είχαν χάσει τα πάντα εκτός από την
αναπόληση που τους συνέδεε με το εκεί . Έχουν περάσει επτά χρόνια
από όταν πρωτοήρθαν. Αρχικά αντιμετώπισαν την εχθρική διάθεση
την δυσαρέσκεια και την καχυποψία. Εκεί στα καφενεία του
συνοικισμού και της απάνω αγοράς πρωτοήλθαν σε συναναστροφή
παίζοντας τα απογεύματα τάβλι και καπνίζοντας με το καφέ και το
λουκούμι αν αυτός ήταν σκέτος. Τα ζάρια κτυπούσαν μεταξύ τους με
ένα ασταμάτητο κυνηγητό και μια μουρμούρα διαλόγου και απειλών.
Μιλούσαν περισσότερο από τους παίχτες που τα έριχναν μιας και
αυτοί δεν γνωρίζονταν και καλά αναμεταξύ τους. Γι’ αυτόν το λόγο
δεν είχαν και πολλά να πουν. Εκτός και αν ήταν στα πρόθυρα να
κλείσουν καμμιά δουλειά. Ούτε οι ανάσες τους δεν ξεμυτούσαν προς
τα έξω, παρά μόνο σε κανένα ξεσταύρι σε κάποια άσχημη ζαριά και
πάντα από τη μια πλευρά. Κάποτε κάποτες κανένα «έτσι το παίζατε
εκεί στην Τουρκία»; και τι να απαντήσει ο άλλος; Τώρα πια έχουν
ενσωματωθεί καθώς σιγά σιγά κατάφεραν με την καλοσύνη και την
υπομονή τους να γίνουν απαραίτητοι. Κυρίως το γυναικείο στοιχείο
που διέθετε άριστες μαγείρισσες κεντήστρες και νταντάδες Δειλά
δειλά παρουσιάστηκαν και οι πρώτοι αργαλειοί. Οι παραγγελίες
κιλιμιών χαλιών και κουρελούδων έφεραν και τα πρώτα κέρδη. Αυτή
την ώρα στη γειτονιά τους ήταν όλοι στο πόδι. Τα παιδιά να
ετοιμαστούν για το σχολείο οι άντρες για τις δουλειές τους και οι
κυράδες των σπιτιών για να τους τα προσφέρουν όλα.
Στα βορινά της πόλης στους πρόποδες του βουνού, οι φιλενάδες
είχαν σηκωθεί προ πολλού. Τα γαϊδουράκια με τα ζαρζαβατικά
έπρεπε να περάσουν την πύλη πριν τα ξημερώματα. Την πύλη που
για τους ντόπιους είχε μεγάλη συναισθηματική αξία. Είναι μία από
τις τρεις που υπήρχαν ή μάλλον ένα από τα τρία σημεία της εξόδου
της φρουράς. Μόνο αυτή απέμεινε πια. Αυτή και η ιστορία αν δεν την
καταργήσουν και αυτή λόγω του συνωστισμού που όντως υπήρξε
εκείνο το βράδυ. Από εδώ περνούν τα εξόδια των προσφιλών
προσώπων, από δω και οι πανηγυριστές με τις αρματωσιές και τα
άλογά τους. Πρωί πρωί λοιπόν κατηφορίζουν προς την πόλη να
προλάβουν τους νοικοκύρηδες πριν πάνε στα μανάβικα που τα έχουν
επτανήσιοι, κυρίως Κεφαλλονίτες.
Μέσα στην πόλη οι λιγοστοί δημοσιοθεσίτες την ώρα αυτή και λίγο
αργότερα ίσως, απολαμβάνουν το καφέ τους άλλοι με θέα τη
θάλασσα, είτε προς την Κλείσοβα με την Βαράσοβα είτε προς το
Βασιλάδι και το κάστρο και άλλοι με θέα το Ζυγό. Βλέπεις είναι
πρωτεύουσα του νομού και οι δημόσιες υπηρεσίες επανδρώθηκαν και
με όσους από αυτούς είχαν μαχαίρι και μπάρμπα στην Κορώνη.
Αβρόχοις ποσί. Υπάρχουν και οι κουλτουριάρηδες που τον
απολαμβάνουν στα μικρά καφενεδάκια της περιμετρικής με το
τσαρδί τους στραμμένο προς τη λιμνοθάλασσα της Πλώσταινας. Από
εκεί εκτός από τον καφέ τους έχουν την μοναδική ευκαιρία να
απολάψουν μια αφκιασίδωτη ομορφιά μέσα στην ηρεμία και την
άπλα του τοπίου. Μια διαρκή εναλλαγή χρωμάτων πάνω και μέσα
από αυτό πλανεύει και αιχμαλωτίζει τη ματιά τους.
Αυτή την ώρα του πρωινού δυο οικογένειες της πόλης ετοίμαζαν τα
της μέρας τους. Η μία του Ασημάκη Γιαννίτσα και η άλλη του
Αποστολάκη Βλαχογιάννη. Ο Μάκης μένει στην περιοχή της κάτω
αγοράς. Καταγορίτης δηλαδή με το πατρικό του κάπου στην οδό
Πεταλούδη. Ο Λάκης μένει στην πάνω αγορά σε κάποια πάροδο της
Ελευθερίας με άλλες τέσσερις πέντε οικογένειες στο νοίκι. Οι
αρχηγοί των οικογενειών συνομήλικοι και στενοί φίλοι από τα
μικράτα τους. Μαζί στο Ξενοκράτειο μαζί στο καφενείο στην
Χαριλάου Τρικούπη, το Λεσχίδειο όπως το ξέρουν. Ίσως το μοναδικό
με ενσωματωμένο περίπτερο στο χώρο του. Ακόμα ακόμα μαζί και
φαντάροι. Μόνο στην πολιτική χώριζαν. Αριστερός ο ένας
φιλοβασιλικός ο άλλος. Παρά ταύτα δεν μάλωσαν ποτέ για τα
φρονήματα.
Ο Μάκης έχει ψαράδικο στην κεντρική ψαραγορά στην οδό Μακρή.
Παλιό με καλό όνομα και αρκετή πελατεία. Την έκανε χρόνια τη
δουλειά και την ήξερε καλά. Την έμαθε θητεύοντας δίπλα στον
πατέρα του, τον κυρ Σωκράτη το συγχωρεμένο. Δεν ήταν εύκολος
στα γράμματα. Έτσι στρώθηκε στη δουλειά που του άρεσε πολύ μιας
και δεν είχε και τίποτε καλλίτερο. Η καταγωγή τους κρατούσε από
την Κεφαλονιά. Ο Μάκης όμως και ο πατέρας του γεννήθηκαν εδώ.
Έχει κάτι ξαδέλφια μακρινά στο νησί. Ο μεγαλύτερος αδελφός του ο
Νικόλας, από άλλη μάνα, ζει εδώ και χρόνια παντρεμένος στη
Ζάκυνθο, αφού χώρισε τα τσανάκια του και πήρε ότι μερίδιο του
ανήκε. Πάντως οι αλληλοεπισκέψεις ήταν σπάνιες και πάντα από
μέρος τους και για όσο διάστημα ζούσε ο κυρ Σωκράτης. Η δουλειά
απέδιδε κέρδη επιτρέποντάς του να έχει άνετη ζωή και να
συγκαταλέγεται στους εύπορους. Η γυναίκα του η Ευγενία, ήταν
γέννημα θρέμμα του τόπου. Την αγάπησε και επειδή δεν του την
έδιναν μα ούτε την ήθελαν και οι δικοί του, την έκλεψε και τους την
πήγε. Απόκτησαν δυο παιδιά. Το Νικήτα και την Φρόσω.
Ο Λάκης έγινε τσαγκάρης. Ο κυρ Μήτσος ο πατέρας του καταγόταν
από την ορεινή Ναυπακτία και ήταν ένας από τους γαλατάδες της
πόλης. Ποιας πόλης δηλαδή που ήταν μια δρασκελιά, ενός τσιγάρου
δρόμος όπως έλεγε αφού γυρνούσε τις γειτονιές με το πόδι μέσα σε
ένα χάραμα. Μια χεσά τόπος. Ήλθε εδώ πολύ πριν το θάνατο του
Τρικούπη για να βοηθήσει τον αδελφό του πατέρα του, τον Λαλάκη
όπως τον φώναζαν που ήταν άρρωστος. Λίγο καιρό θα έμενε εδώ.
Έτσι του είχαν πει. Αυτός έφυγε για το βουνό κοντά στην Άνω Χώρα
για να αναρρώσει, μα δεν τα κατάφερε. Αναγκαστικά λοιπόν έμεινε
μόνιμα και αποδείχτηκε άξιος διάδοχός του. Πάλευε τα πρωινά με
την καρδάρα και το κύπελλο και αργότερα στο διάβα της μέρας με το
γιαούρτι τον κεσέ το τυρί και την μυζήθρα να ζήσει την οικογένεια.
Του βγήκε καλό μυαλό ο κανακάρης του κυρ Μήτσου μιας και του
άρεσαν πολύ τα γράμματα. Έβλεπε τι τραβούσε ο πατέρας του κάθε
μέρα με την καρδάρα και την παδέλα και αποφάσισε να πάει στο
πανεπιστήμιο για σπουδές όταν θα έφτανε εκείνη η ώρα. Ήθελε να
γίνει οδοντίατρος. Δεν υπήρξαν ποτέ όμως οι ευκαιρίες και οι
προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Ο κυρ Μήτσος του το ξέκοψε.
- Δεν περισσεύουν χρήματα . Εδώ μαζί μου στο γαλατάδικο θα δεις
οικογένεια και προκοπή.
Έτσι για να μην ξεμείνει μαζί του έγινε τσαγκάρης. Μάλιστα από
τους μαγκιόρους αλλά λίγο τεμπελάκος ζεμανφουτίστας και
αριστερός. Με τις απεργίες του κλάδου του έμπλεξε με τον
συνδικαλισμό και οργανώθηκε στο χώρο αυτό. Άνοιξε μαγαζί στην
πάνω αγορά, στην οδό Βασιλέως Παύλου, κάπου κοντά στην Αγία
Παρασκευή. Οι δουλειές πήγαιναν καλά μέχρι τις αρχές της
δεκαετίας του τριάντα. Παραγγελίες και επιδιορθώσεις. Πάλευε όλη
μέρα με το μαστέλο τις πρόκες τη φαλτσέτα τα σουβλιά τους
σπάγκους τα κεριά τις τρίχες τα καμινέτα το πετσί τις φόλες τα ψίδια
το σιδερένιο καλαπόδι, πάνω στο οποίο στράβωνε τις πρόκες στο
μέσα μέρος των παπουτσιών, τον καναπέ και τα βερνίκια. Το
χειρότερο όλων ήταν το σιδερένιο τρίγωνο που το έβαζε στο μηρό
πάνω από το γόνατο και κοπανούσε το βρεγμένο στο μαστέλο πετσί.
Μέχρι που πια να μην αισθάνεται τον πόνο. Τον κούραζε όμως το
παζάρεμα κατά την ώρα της πληρωμής και η ιδιοτροπία στις πρόβες.
Την τέχνη την έμαθε κοντά σε έναν Ηπειρώτη που εγκαταστάθηκε
στην πόλη. Εκεί στην ήπειρο φορούσαν τσαρούχια, αλλά εδώ όχι.
Αναγκαστικά το γύρισε στο ευρωπαϊκό παπούτσι που ήταν
ευκολότερο στην κατασκευή. Στο πρόσωπο του Λάκη διέβλεψε και
βρήκε αμέσως το διάδοχο και του έδωσε όλα τα μυστικά και τα
κόλπα της δουλειάς. Αυτός τα ρουφούσε σα σφουγγάρι με την πρώτη
και τον ξεπέρασε. Με τη σειρά του τα έδωσε σαν ήλθε η ώρα στον
Νιόνιο.
Ο Λάκης απόκτησε δυο κόρες πριν από το γιο του. Το στερνοπούλι
του τελευταίο.
- Αν δεν μου κάνεις γιο δεν θα σταματήσω να σε γκαστρώνω είχε πει
στην γυναίκα του την Ελένη. Μέχρι που βγήκε ο Λευτέρης ή
Λευτεράκης κατά το πώς τον φώναζε ο νουνός του που ήταν
φανατικός βενιζελικός. Την πρώτη κόρη την έλεγαν Αρίστη από το
Αριστέα σα τη μάνα του και ζει παντρεμένη στη Ναύπακτο. Την
δεύτερη Αλτάνη. Ζει και αυτή παντρεμένη με ένα ψαρά εδώ σε ένα
ληνό κοντά στην πρώτη καμάρα. Μετά τον Λευτέρη δεν έμεινε ξανά
έγκυος η γυναίκα του και ο μπάρμπα Μήτσος έμεινε αμανάτι.
___.___
Καιρός της δεκάρας
Το ημερολόγιο έγραφε 18 Μαΐου στα 1929. Ο Νικήτας είχε σβήσει
πριν την Κατίνα του. Δεν κράτησε και πολύ η άνιση πάλη με την
αρρώστια του. Στην κηδεία του ο κόσμος ήταν πολύς. Πάρα πολύς.
Βοηθούσε και η καλή μέρα. Τα εφτά παιδιά του εκεί. Για το ύστατο
χαίρε. Η Κατίνα στα μαύρα μ’ ένα μακρύ πέπλο να καλύπτει το
κεφάλι της και να πέφτει στους ώμους. Είχε και τα μαύρα χάλια της.
Τα αδέρφια της όλα και τα τέσσερα βρέθηκαν κοντά της. Γνώριζαν
και αυτά από πρώτο χέρι ότι οι μέρες της τελειώνουν. Ήξεραν ακόμη
πως ο ένας από τους αδελφούς του Νικήτα, o κουνιάδος της ο
Βαγγέλης, είχε βάλει στο μάτι την περιουσία. Ήταν εκεί με την
αδελφή του την Ειρήνη. Είχε έρθει πριν δυο μήνες από τα Βλυχάτα
να συνδράμει τη νύφη της. Με το αζημίωτο φυσικά. Ο Γεράσιμος ο
μεγαλύτερος δεν κατέβηκε από την Αθήνα. Άλλωστε είχε ξεκόψει.
Έκαμε την δική του οικογένεια και προ πολλού είχε αποτραβηχτεί.
Μια παρεξήγηση που έγινε μεταξύ των αδελφών της και του
Βαγγέλη, ακριβώς πάνω από τον τάφο, την πήρε χαμπάρι μόνο η
Ελένη. Το τρίτο παιδί της οικογένειας. Όμως επειδή τελείωσε πριν
ακόμη αρχίσει νόμισε πως παράδε. Έτσι όπως περιέφερε τη ματιά της
στο χώρο, αυτή στάθηκε πάνω σε έναν φουστανελοφόρο που
κοσμούσε ένα μνήμα κάπου κοντά στου πατέρα της. Αυτό συντέλεσε
στο να ξεχαστεί γρηγορότερα το συμβάν της στιγμής στο αθώο και
παιδικό μυαλουδάκι της. Εξάλλου δέκα χρονών ήτανε. Η Κατίνα είδε
και κατάλαβε. Ένα πικρό και άσχημο προαίσθημα της πάγωσε το
αίμα μεταδίδοντας την ίδια παγωνιά και στην ψυχή της. Ακόμα και
εδώ; Πάνω στο τάφο; Δεν σέβεται τίποτα; Από καιρό τώρα οι σχέσεις
της μαζί του δεν ήταν στο καλλίτερο σημείο. Είχαν μαλώσει αρκετές
φορές από τη στιγμή που ο άντρας της βρισκόταν στα χάλια του
χειροτερεύοντας μέρα παρά μέρα. Της το είχε πει. «Μην τον φέρεις
εδώ». Αλλά αυτή δεν τον άκουσε. Το άσχημο ήταν ότι δεν τον είχε
ενημερώσει για την συμπεριφορά του. Σκεφτόταν την θέση του. Εξ
άλλου δεν πήγαινε στο κακό ο νους της παρά το γεγονός πως μετά
την πνευμονία ήταν σαν να μην υπήρχε. Ο πυρετός που τον έλιωνε
καθημερινά τον είχε καθηλώσει στο κρεβάτι. Ο άλλος γύριζε σαν το
λύκο έξω από τη στάνη με τα πρόβατα. Αυτή μετά τη γέννα του
Παύλου ήταν ανήμπορη. Έβλεπε το τέλος της οικογένειας να φτάνει.
Συλλογιζόταν τα παιδιά της. Όσο μπορούσε κράταγε το λύκο μακριά
από το κοπάδι που μετά το θάνατο του άντρα της, ξεσάλωσε. Μέχρι
που λύγισε. Μια βδομάδα πριν φύγει και αυτή της πήρε τα κλειδιά
από το σεντούκι και άρχισε την λεηλασία. Η κηδεία της έγινε με
συνοπτικές διαδικασίες. Ήταν 13 του Οκτώβρη του 1929. Ήδη πριν
από το θάνατο του Νικήτα ο λύκος είχε εγκατασταθεί στο μαγαζί.
Από τότε δεν ξαναμπήκε στο σεντούκι του άντρα της δραχμή. Μα
δεν ήταν μόνο αυτό. Έστειλε πριν το θάνατό της στην Αθήνα στο
Γεράσιμο τα δυο δίδυμα. Τη Νιόνια με το Σπύρο. Ήθελε να
δοκιμάσει τις αντιστάσεις της νύφης του. Διπλάρωσε και τον μεγάλο
γιο. Είδε το δρόμο ανοικτό. Έτσι κατέστρωσε τα σχέδιά του.
Πουλούσε και ότι έπιανε τα έπαιρνε μαζί του στην Πάτρα. Εφτά
παιδιά είχε και αυτός. Το μεροκάματο που έβγαζε κουβαλώντας τους
επιβάτες από την Καλυδώνα στον μόλο της Αγίου Νικολάου και το
αντίστροφο ήταν τιποτένιο. Τώρα όμως χορταίνουν ψωμάκι. Δεν
ήταν καθόλου συζητήσιμος. Το έπαιζε ο φυσικός διάδοχος του
αδελφού του. Εξ άλλου η Κατίνα ήταν σαν να μην υπήρχε. Είχε πια
τελειώσει κατά τους ισχυρισμούς του. Στην πρόταση να πάρει κάθε
οικογένεια και από τα δυο σόγια ένα παιδί και να το μεγαλώσει όπως
μεγάλωνε και τα δικά της και να διασφαλιστεί η περιουσία, ήταν
αντίθετος. Τα έφαγε όλα. Νέο εμπόρευμα δεν έβαζε στο μαγαζί. Αυτό
το βιολί κράτησε τρία χρόνια. Ναι τόσα χρόνια χρειάστηκαν να
τελειώσουν τα εμπορεύματα από τις αποθήκες που είχε ο Νικήτας.
Τα υπόλοιπα παιδιά τα σκόρπισε εδώ και εκεί. Μόνο το σπίτι
κατάφεραν να σώσουν τα αδέλφια της αφού προηγουμένως ζήτησαν
επιτροπεία.
Από τον καιρό που μπήκε εσωτερική στο ίδρυμα η μικρότερη κόρη
τους και συμβίωνε με άλλους σαράντα περίπου τροφίμους,
προσπάθησε να ρίξει πίσω της ότι είχε σχέση με το χθες, με ότι την
πλήγωνε, την βασάνιζε, την μάτωνε και την ενοχλούσε. Γιατί ήταν
πολλά αυτά που την ενοχλούσαν. Φορές λυπόταν, φορές μισούσε,
φορές πιθυμούσε. Να είχε από μια φωτογραφία τους! Τους θυμόταν
τους γονείς της. Όταν αυτοί πέθαναν κόντευε τα οκτώ. Να τις κοιτά
και να τους λέει τα καθέκαστα. «Σήμερα αρχίσαμε να ράβουμε, να
καρικώνουμε, να στριφώνουμε και να κεντάμε». Εκεί έμαθε
ριζοβελονιά, αλυσιδοβελονιά και σταυροβελονιά. Και δεν ήταν οι
μόνες. Περαστή, πατητή, κρητική, Ιωαννίνων, ψευτοβυζαντινή.
Σειρές ολόκληρες σαν από μερμήγκια τις αράδιαζε τη μια πίσω από
την άλλη. Έμαθε και γράμματα. «Κάθε Σάββατο μας κάνει μάθημα ο
δάσκαλος, ο νουνός μου. Κάνω πρόσθεση και αφαίρεση και έμαθα
και την προπαίδεια. Να μωρέ με εκείνη την διαίρεση δυσκολεύομαι
λίγο αλλά μη σας νοιάζει, θα τα καταφέρω. Έμαθα και να πλέκω. Α!
αυτό μου αρέσει περισσότερο από όλα. Έμαθα να υπολογίζω πόσο
νήμα χρειάζεται το πλεκτό, καλό και ανάποδο πόντο, διπλή πλέξη,
ψεύτικη ραφή. Σαν το μαλλί μεγάλωνε το πλεκτό. Αυτό θα κάνω
όταν μεγαλώσω». Αλλά μέσα της κάποιες φορές ξεπηδούσαν οι
θάνατοι των γονιών της, ο ξενιτεμός της στην Αθήνα, ο μπάρμπας
της ο Βαγγέλης και το φαγοπότι της περιουσίας. Άλλοτε πείσμωνε
και το’ βαζε γινάτι να μαθαίνει περισσότερα, να ξεχωρίσει από τους
άλλους και κάποια στιγμή να γίνει ικανή να προσφέρει στον εαυτό
της σαν θα έφτανε η ώρα να βγει από κει μέσα. Τότες ήταν που
γινόταν πανηγύρι μέσα της λες και τούτο το κοινόβιο είχε ψυχή,
αντοχές και δεύτερες ανάσες μέσα του.
__.__
Τσακατσούκας
-Χρήστο μου λέει η ξαδέλφη μου, πάμε να δούμε το μπάρμπα;
Είχα να τον δω από το 2006. Στα σαράντα του αδελφού μου. Τώρα
ήταν 2011.Το ησυχαστήριό του είναι πλάι στον χώρο που αγρυπνάνε
οι ψυχές. Στον Αϊ Γιάννη. Ένα γεροντάκι ήρθε και μας άνοιξε την
αυλόπορτα. Τσούκου – τσούκου τα βήματά του. Γρήγορα μικρά και
ασταθή. Τα 87 χρόνια που κουβαλά πάνω του, του λύγισαν τα
γόνατα. Ένα τεράστιο χαμόγελο ήταν καρφωμένο στα δυο του χείλη
κάτω από το ανεμικό πια μουστάκι και την μεγάλη, σήμα κατατεθέν
της οικογένειας, μύτη. Δυο ανίψια στέκονταν στην πόρτα του σπιτιού
του. Αντίθετα η Ρηνιό η γυναίκα του είναι σαν χελιδόνα. Σαν
τσουπούλα. Σαν πεταλούδα της Άνοιξης. Ανάλαφρη αδύνατη με τα
κεφάλι ψηλά και το μάτι να κόβει τριγύρω σαν φάρος από
περιπολικό. Τολμώ να πω πως τώρα στα 84, είναι ωραιότερη από ότι
ήταν και σαν νέα. Από μνήμη; Μαγνητόφωνο. Σκληρός δίσκος
υπολογιστή. Στις απαντήσεις δε. Τσούγδω
- Μπάρμπα πότε γεννήθηκες;
- Του 25. Είμι τέσσερα χρόνια μκρότιρος απ’ τ μάνα σ.
- Πόσο χρονών ήσουνα όταν πέθανε ο πατέρας σου;
- Ε… ήμνα δεν ήμνα τέσσιρου.
- Πότε πέθανε;
- Του 22.
Κάτι πήγε να πει η Ρηνιό αλλά της έκανα νόημα να μην μιλήσει.
-Και η μάνα σου η Κατίνα;
-Εξ μήν’ς αργότιρα. Φύγανι κουντά- κουντά.
Κλείνω το μάτι στη θεια και τον ρωτάω.
- Δηλαδή δεν είναι γονείς σου ο Νικήτας και η Κατίνα;
Κοίταξε με πονηρό κεφαλλονίτικο βλέμμα και γελώντας είπε.
- Αμτί δεν είνι.
-Μαρέ καλά σ’ λέει. Αφού του’ πις πως πιθάνανι του 22 κι συ
γηννήθκις του 25, είπε η θεια.
-Του 28 πιθάνανι. Δε γράφ του νεκρουταφείου;
Φυσικά και γράφει.
Νικήτας . Σ. Φ.18-5-29. Ετών 40. Κατίνα Ν Φ. 13-10-29. Ετών 40.
-Πες μου για τον πατέρα σου. Τι θυμάσαι γι’ αυτόν;
-Να πας στ’ θεια ς τν’ Ελέν’. Τα ξέρ’ καλλίτιρα αυτή. Τα θμάτι
καλλίτιρα. Είναι εξ χρόνια μιγαλύτιρ απού μένα. Δε θμάμαι τίποτα
απολύτως απ’ τν ηλικία αυτή. Του πατέρα μ φυσιογνωμικά δε τουν
θμάμαι. Δε τουν γνώρσα καν. Σαν να μην τουν είδα πουτέ. Δε τουν
γνώρσα ντιπ. Μέσ’ σι μια βδομάδα πάει έφγι. Σ’ εξ μηνς έφγι και η
μάνα μ. Ήταν οικονομικά φτιαγμένος γιατί θμάμαι ότι είχαμε στου
σπίτ να βοηθάνι τ’ μάνα μ γυναίκις.
Ένας λυγμός και ένα παράπονο διέκοψαν προς στιγμή την ροή της
αφήγησης.
- Ο πατέρας μου ήταν κυνηγός άσσος. Αυτό τον έφαγε. Έπαθε
κεντρική πνευμονία γιατί κοιμήθηκε ένα βράδυ καταΐ. Τότε δεν
γέρευες αν σ’ έπιανε αυτό το πράμα. Δεν είχε θαράπαψη. Έπρεπε να
ξεκαμωθείς. Δεν υπήρχαν οι ενέσεις που είναι τώρα. Μας πάγαινε για
ξεκαλοκαιριό στον Αϊ- Συμιό. Στον Αλμυρά τα καλοκαίρια είναι
ζεστά και υγρά. Με τις πρώτες ζέστες η κατάσταση γίνεται
ανυπόφορη. Έτσι κατά τα μέσα του καλοκαιριού μαζεύανε οι
οικογένειες που είχαν τις βολές τα συμπράγκαλά τους και
ανηφορίζανε για τα βουνά. Εμάς μας πήγαινε μέσα στα πλατάνια και
τα κρύα νερά. Φορτώναμε το καρότσι και με το γαϊδούρι παίρναμε το
δρόμο του προορισμού μας. Δεν ήταν ούτε κοντά, ούτε μακριά.
Περίπου τρεις ώρες δρόμο. Εκεί κυνήγαε. Το’ χε τσιφλίκι γιατί είχε
γάιδαρο. Τον φορτώνανε με τους φίλους του και παγαίνανε. Κάθε
βράδυ της έλεγε της μάνας μου. «Τοίμασε κρεμμύδια θα φέρω λαγό
για στιφάδο» και τον έφερνε. Ήμουνα πιτσιρίκι και μου άρεσε το
κυνήγι. Πήγαινα από πίσω ν’ ακούω τι λέει. Αλλά δεν τον θυμάμαι!
Σήκωσε τα μάτια του και μας κοίταξε. Ήταν δυο λίμνες γεμάτες
νερό! Tόσο παράπονο σε μάτια και στην έκφραση αποτυπωμένο
ανάγλυφα σε πρόσωπο, ειδικά σε άτομο μεγάλης ηλικίας, δεν έχω
ξανασυναντήσει.
-Ξέρω ότι πούλαγε έτοιμο ρούχο όπλα σκάγια μπαρούτες. Απ’ όλα
είχε. Στην Πάτρα υπήρχε το μεγάλο εμπορικό του Κλαουδάτου. Απ’
αυτόν αγόραζε. Μάλιστα ήταν και κουμπάροι. Είχε βαφτίσει τον
αδελφό μου το Παύλο. Είχε μαγαζί στο τρίγωνο λένε. Κοντά στο
περίπτερο του Καλτσούλα. Από εδώ περνούσαν όλοι όσοι έμπαιναν
στην αγορά για ψώνια. Ήταν πέρασμα. Αργότερα όταν μεγάλωσαν οι
δουλειές του άνοιξε μαγαζί μεγάλο, στην οδό Θυσίας κοντά στο
καφενείο του Ασημακόπουλου.
Με πλησίασε με τρόπο η νύφη του. «Μαρέ, μου είπε, να σου στείλω
μαγνητοφωνημένη όλη του τη ζωή; Τόσα χρόνια μας τα λέει. Θες; Σε
βλέπω να κρέμεσαι από τα χείλη του».
Έκλεινε πέντε χρόνια τώρα στο χοντρομπακάλικο του Νικολή και
του Τζώρτζη. Μπάρμπας με ανίψι ήταν. Το είχαν συνεταιρικό. Ο
μπάρμπας ήταν ο Νικολής ο Γιακουμάτος και το ανίψι ο Τζώρτζης ο
Λουκούδης. Ο Νικολάκης σαν προεστός καθόταν στα ταμεία. Όλη
την ευθύνη και την διαχείριση την είχε ο ανιψιός. Το μαγαζί ήταν
στην τρίτη γέφυρα του Ληξουρίου. Εκατό μέτρα μακριά από το σπίτι
της θείας της Ειρήνης, της αδελφής του πατέρα του που είχε
αναλάβει αυτόν και τον Παύλο. Σαν να είναι τώρα θυμάται τη μέρα
που έφυγαν από τον τόπο τους για εδώ. Καλοκαίρι ήταν. Του Αγίου
Πνεύματος. Στις γειτονιές εκείνες τις μέρες αντηχούσαν οι πίπιζες τα
νταούλια και οι μελωδίες στο δρόμο του Ραστ. Κράταγαν σφιχτά το
χέρι της Σωφρόνιας, της μεγαλύτερης από τις αδελφάδες τους. Ήταν
Ιούνης του 1934. Είχαν τελειώσει ίσως και να τελείωναν, την Τρίτη
δημοτικού αυτός και ο Παύλος την Πρώτη. Στο Ξενοκράτειο. Του
άρεσαν πολύ τα γράμματα μα τώρα έπρεπε να σταματήσει το
σχολείο. Στην πλάκα με το κοντύλι έμαθε να γράφει για πρώτη φορά.
Η ξύλινη κασετίνα που ανοιγόκλεινε συρταρωτά, ήταν πάντα γεμάτη
με ξυλομπογιές μολύβια ξύστρες και σβηστήρια. Το αναγνωστικό και
τα τετράδια ντυμένα με μπλε κόλλα. Οι ετικέτες καθαρογραμμένες.
Τετράδιο γραφής. Τετράδιο ορθογραφίας. Ξαφνικά όλα σταμάτησαν.
Τους έφερε στο Ληξούρι και γύρισε στην Πάτρα η αδελφή του. Εκεί
μάθαινε φραγκοράφτρα. Έτσι μείνανε μόνα τους με τη θεια τους. Δεν
είχε παράπονο. Τα αγκάλιασε σαν παιδιά της και αυτά την φώναζαν
μάνα. Τη λέξη που δεν πρόλαβαν να πουν στη δικιά τους.
Ξενοδούλευε για ένα κομμάτι ψωμί και ένα πιάτο φαί. Έτρωγαν όλοι
μαζί από το ίδιο. Κατάλαβε αμέσως πως χρειαζότανε χέρι βοηθείας.
Έπρεπε να την συνδράμει κάποιος και αυτός ήταν η αφεντιά του.
Που να πάει όμως; Ξένος μικρός και άπειρος τι δουλειά να ζητήσει;
Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε αυτή.
-Πάρε παιδί μου τα μαγαζιά στη σειρά και ρώτα. Κάποιος θα
χρειάζεται βοηθό. Όποιος σε πάρει μείνε. Μην ρωτήσεις για το
οικονομικό. Ξέρουν αυτοί.
Έτσι και έγινε. Βρήκε δουλειά σ’ ένα ραφτάδικο. Ήταν εννέα
χρονών. Πιο παιδί και από παιδί. Του άρεσαν πάρα πολύ οι
καραγκιόζηδες. Φαντάζονταν πως θα τους έφτιαχνε αν είχε τα
απαραίτητα υλικά. Ένα μολύβι να τους ζωγραφίσει και χοντρά
χαρτόνια. Για να τους δέσει θα εύρισκε σύρμα. Και ω! του
θαύματος. Ο ράφτης είχε κάτι πλακάκια πολύχρωμα. Από αυτό το
σαπούνι με το οποίο σημαδεύουν τα υφάσματα, να τα φέρουν όπως
θέλουν στα σέστα τους και μετά να τα κόψουν. Του γυάλισαν στο
μάτι και την άλλη μέρα πήρε ένα κοκκινωπό. Θεώρησε την κίνηση
εντελώς φυσιολογική. Έτσι και αλλιώς μόλις τους τελείωνε θα το
έφερνε πίσω. Με το μικρό του μυαλό νόμισε ότι δεν έπρεπε να πει
τίποτε. Άσε που φοβόταν μην τυχών και του έλεγε όχι. Όλη τη νύχτα
ζωγράφιζε και συναρμολογούσε. Τους κοίταζε, του άρεσαν και
χτυπούσε από χαρά τα χεράκια του. Δεν θυμόταν τον εαυτό του ποτέ
ξανά τόσο χαρούμενο. Έκανε και μερικές πρόβες. Όπα εεεε! Για σου
μπαμπάκοοοο! Για σου οικογένειαααα! Τόση ήταν η χαρά του, που
το πρωί ξέχασε να πάρει το πλακάκι μαζί του. Μετά από λίγο ο
ράφτης τον ρώτησε μήπως είδε πουθενά το κοκκινωπό πλακάκι. Τότε
το θυμήθηκε
- Ναι του είπε. Το πήρα να φτιάξω καραγκιόζηδες αλλά ξέχασα να το
φέρω. Να πάω τώρα;
-Καλά πήγαινε και πες στη θεια σου να περάσει από δω. Τους
τέλειωσες; Μήπως θέλεις και άλλο χρώμα;
Το ίδιο βράδυ η θεια του τον κάλεσε παράμερα από τον Παύλο και
του είπε.
-Άκουσε παιδί μου. Καλό και σωστό είναι όταν μας αρέσει κάτι που
δεν το έχουμε αλλά το θέλουμε πολύ, να ρωτάμε αυτόν που το έχει
αν μας το δίνει. Ποτέ δεν το παίρνουμε από μόνοι μας. Αυτό
θεωρείται κλεψιά. Εσύ λοιπόν πήρες χωρίς να ρωτήσεις κάτι από το
ραφτάδικο. Δηλαδή το έκλεψες.
Τον έπιασαν τα κλάματα. Ακούς να τον θεωρεί κλέφτη εννέα χρονών
παιδί; Ο πατέρας αν ζούσε, θα…….! Αλλά ποιος πατέρας; Μήπως
και τον γνώρισε καθόλου; Ούτε που τον θυμάται καν. Όταν πέθανε
ήταν…... Οι μόνες στιγμές που κλώθουν στο μυαλό του και που
έχουν σχέση με αυτόν είναι λιγοστές. Μία όταν άρρωστος πια με
πυρετό στο κρεβάτι φώναξε στη μάνα του «Κατίνα μάζεψε τα παιδιά
και βάλτους να φάνε». Θυμάται ακόμα και το φαγητό. Μοσχάρι
κοκκινιστό με μανέστρα στη γάστρα. Μια άλλη που όταν ήταν στο
βουνό για το καλοκαίρι, τον φέρνει στο μυαλό του αχνά να
ετοιμάζεται για το κυνήγι με τους φίλους του. Παρά το μικρό της
ηλικίας του άρεσε να τον παρακολουθεί στις ετοιμασίες που έκανε
για το κυνήγι.
Την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκε, πήγε στο μαγαζί είπε στο ράφτη
πως το ήθελε μόνο για να ζωγραφίσει και πως δεν θα ξαναπάει για
δουλειά. Η θεια του πίσω στενοχωρήθηκε και για πρώτη πράξη του
αλλά και για την δεύτερη.
-Τι θα κάνεις τώρα παιδάκι μου;
-Θα βρω άλλη καλλίτερη της απάντησε και ξεκίνησε να ψάξει.
Θα ήταν αρχές του 1900 όταν ο Άγγελος από το νησί του και το
χωριό του βρέθηκε στο Πειραιά. Εκεί κατά Κοκκινιά μεριά.
Ξέμπαρκος και χωρίς δουλειά. Ακόμα και χωρίς φαγητό. Καλός ο
Πειραιάς και η Κοκκινιά άμα έχεις τη δουλειά σου. Έτσι όμως και
βρεθείς στεγνός τα πράματα γίνονται στενάχωρα. Χρόνια πια στο
ταράφι ο Αγγελέτος ήξερε τα περί του πως πρέπει να ξηγηθεί για να
βγάλει στη στεριά ρολόγια, κάλτσες νάιλον, καλλυντικά, ξένο
νόμισμα και ευγενές μέταλλο, χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι οι
τελωνοφύλακες. Συχνά πυκνά κατέβαινε στο λιμάνι. Έβλεπε τα
παπόρια να έρχονται και να φεύγουν γεμάτα κόσμο. Μόνο αυτός δεν
μπορούσε να μπει. Ήθελε πολύ να ήταν μαζί τους. Φευγάτος και
τρεχάτος. Εκεί τον έπαιρνε το παράπονο. Σκεφτότανε τη μάνα του
και τον πατέρα του. Κυρίως τη μάνα του όμως. Αυτή που άντεχε την
παραξενιά και την βλαστήμια του άντρα της. Αμ !Το πιοτί που το
πας; Ένα καλό μονάχα είχε αυτός. Δεν σήκωσε ποτέ χέρι στη γυναίκα
του. Είδε και από είδε τη μιζέρια ο Άγγελος και πήρε την απόφαση
να την κάνει για το μεγάλο λιμάνι. Γρήγορα ανακατεύτηκε με τη
πιάτσα του. Είχε περάσει μικρός και φυματίωση αυτή του
κληρονόμησε βεντερούγα, καπάκι υπήρχε η έλλειψη η ανέχεια και η
φτώχεια και ήρθε το όλο πράμα και έδεσε. Άρχισε να μπαίνει και να
σγουμπιάζει. Έγινε σαν σκεβρωμένη πεπονόφλουδα. Έτσι τα παιδιά
στο σινάφι του το κόλλησαν το παρατσούκλι. Ο Αγγελέτος ο
Σκέβρας. Βρήκε άλλους τρεις και κάνανε μια τετράδα! Σκέτη
αμαρτία. Παιδιά ένα κ’ ένα. Να τους κόψεις υποτροφία για σπουδές
σε κολέγιο της Αγγλίας. Οι φωτογραφίες τους μόστρα στην
ασφάλεια. Με το παραμικρό τους καλούσαν για ανάκριση. Έτσι
έψαχνε να κάνει την καλή και να γυρίσει πίσω στο χωριό του. Να
προλάβει τουλάχιστον να δει τη μάνα του. Είκοσι χρόνια περίμενε να
την κάνει την καλή. Απόψε το βράδυ θα έβγαζαν με τη βάρκα κάτι
λαθραία στην ακτή. Έψαχνε τρόπο να ρίξει τους άλλους και να φύγει.
Ξαφνικά πάνω στο ξεφόρτωμα τους είπε πως τον έπιασε κόψιμο.
Λάκισε κείθε και πήγε στο λαθρέμπορα πήρε όλη την αμοιβή για το
ξεφόρτωμα, μερικά λαθραία και μπραφ! Να τον στο Ληξούρι. Εδώ
ήταν καθαρός. Η αστυνομία δεν ήταν σαν αυτή στον Πειραιά. Ούτε
ασφάλεια υπήρχε. Έτσι νόμιζε ο δόλιος. Με τα λεφτά που έφερε
άνοιξε ένα καφενεδάκι για μόστρα. Μέσα από αυτό θα διακινούσε
χορταράκι. Τη δουλειά την έμαθε και την έκανε χρόνια τώρα με τους
άλλους στον υπόκοσμο στον Πειραιά. Οι κοινωνικές
διαστρωματώσεις υπάρχουν γιατί υπάρχει κόσμος. Κάθε
διαστρωμάτωση έχει την ανάγκη να φτιάξει το δικό της κώδικα
επικοινωνίας ώστε μέσα απ’ αυτόν να φυλάγεται να συνεννοείται και
να δρα. Αυτός είναι το δικό τους γλωσσάρι. Έτσι δημιουργήθηκαν οι
πιάτσες ανά τον κόσμο που με τις δικές τους γλώσσες
προστατεύονται και εξασφαλίζουν την ύπαρξή τους. Κάθε λέξη έχει
αφετηρία δικαιολογητικό και ιστορία. Κάθε δε πιάτσα έχει ένα
σύνολο ανθρώπων που κινείται έξω από τους νόμους, έχοντας φτιάξει
δική της νομολογία και τα δικά της έθιμα. Στην πιάτσα του χωριού
του τώρα έπρεπε να στραφεί. Αυτός τη βρήκε παρθένα, αυτός θα την
δημιουργούσε. Αυτό και έκανε. Το δούλευε το πράμα προσεχτικά και
εντελώς προσωπικά. Μέχρι που έσκασε μούρη στο χωριό ο Πάνος ο
Γλίτσας. Ένας από τους τρεις ριγμένους. Ένα γλοιώδες
κατασκεύασμα. Εξ’ ου και το παρατσούκλι. Γλίτσας. Όπου
ακουμπούσες πάνω του λερωνόσουν. Του έγινε στενό βραχιόλι. Το
κουβέντιασαν δώσανε τα χέρια και συμφώνησαν να την κάνουν
παρέα τη δουλειά, μέχρι που από το ξεδούλι να πάρει αυτά που του
αναλογούσαν από τότε στον Πειραιά. Κοντά να ξεχρεωθεί φεύγει για
Ξηρόμερο μεριά ο Γλίτσας να εφοδιάσει το μαγαζί με φρέσκο πράμα.
Οχτακόσια κούτσουρα είχε πάρει μαζί του. Ακόμα τον περιμένει. Το
έφαγε το λάχανο και δεν έβγαλε μιλιά. Όχι και τίποτε άλλο αλλά τι
να πει; Να τον βλέπουν οι χωριανοί και γελάνε κατάμουτρα;
Τουλάχιστον βρέθηκε πάλι μόνος του. Μετά από λίγο χωρίς να το
καταλάβει είχε παρέα και το μάτι της χωροφυλακής. Ο Γλίτσας την
έκανε πάλι τη λαδιά του. Τον κάρφωσε στην ασφάλεια Πειραιά.
Έπρεπε τώρα να βρει μέσα στην ξεγνοιασά του ένα βοηθό καθαρό.
Κυκλοφορούσε στο Ληξούρι ο Περικλής το Υποβρύχιο. Τριαντάρης
πια. Από μυαλό κουκούτσι ο Περικλής. Φλούδα σκέτη. Έχανε απ’
όλες τις μεριές. Δεν γνώριζε κανείς ούτε τον πατέρα του μα ούτε και
τη μάνα του. Τον είχε η γιαγιά του. Τέσσερες κόρες είχε. Ποιανής
ήταν κανένας δεν γνώρισε ποτέ εκτός από αυτή. Βρέθηκε σαν να
φύτρωσε. Τον συντηρούσε το χωριό από πονοψυχιά. Είχε και μια
παραξενιά. Αν τον κερνούσαν γλυκό του κουταλιού, το προτιμούσε
βανίλια στο κουταλάκι και στο ποτήρι με το κρύο νερό. Το λεγόμενο
υποβρύχιο. Από κει και το παρατσούκλι. Τον είδε ο Αγγελέτος και το
έστρωσε το κόλπο. Μια μέρα καθώς περνούσε έξω από το καφενέ
τον φώναξε να τον κεράσει. Του έβαλε για πλάκα μια γωνία
γαλακτομπούρεκο και του το πασάρισε. Μέχρι τότε ούτε καλημέρα
δεν άλλαζε μαζί του. Όσες φορές πήγε να μπει στο μαγαζί τον
προγκούσε.
-Τι είναι εδαύτο μωρέ; Δεν το θέλω. Παρ’ το πίσω, του είπε και
σηκώθηκε να φύγει.
-Και τι θέλεις μωρέ τρελέ, δε μου λες; Γδες τι ωραίο κομμάτι είναι.
-Βανίλια.
Τον κερνούσε κάθε μέρα και μια και δυο και τρεις φορές. Μόνο που
κάθε φορά ο Περικλής έπρεπε να πλένει το κουτάλι με το ποτήρι και
να τα βάνει ψηλά στο ράφι ο ίδιος. Πάνω στο πλύσιμο και στην
τοποθέτηση στο ράφι του έχωνε στην τσέπη την παραγγελία ο
Άγγελος, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα ο άλλος. Μετά τον έστελνε
να πάει στη γυναίκα του πότε ψωμί πότε κρέας τέλος πάντων κάτι τις.
Στο πάγαινε τον διπλάρωνε ο ενδιαφερόμενος τον έπιανε την
κουβέντα και τον ξαλάφρωνε. Έτσι ούτε γάτα ούτε ζημιά και ο
καφενές καθαρός. Όλα του πήγαιναν πρίμα του Σκέβρα μέχρι που μια
μέρα, όπως εμφανίστηκε το Υποβρύχιο, έτσι και έφυγε. Γλίστρησε
έπεσε και ντακόρδε, από κτύπημα στον αγκούτικα.
Στο διάβα του άρχισε να σκέφτεται την παιδική του ηλικία που σιγά
σιγά την άφηνε πίσω. Ευλογημένη από τον πλάστη σκέφτηκε. Μόνο
που δεν μπορούσε να την περπατήσει ξανά. Να κάνει βήματα προς τα
πίσω πάνω στα πρώτα του αχνάρια. Είχε χαθεί ακόμα και η σκιά της.
Αν που και που φευγαλέα την έπαιρνε το μάτι του από διαίσθηση
περισσότερο, αυτή ήταν θαμπή και απρόσωπη. Το ένοιωθε δεν
μπορούσε πια να την δει και να την ακουμπήσει. Απλώς όταν
ξετύλιγε στρέφοντας ανάποδα το αδράχτι της, έρχονταν σαν σε
αναλαμπή στην επιφάνεια μερικές στιγμές της. Αλλά ακόμα και
αυτές δεν τις ήθελε. Πόνος κατατρεγμός δυστυχία πίνα και ορφάνια.
Μόνο αυτές που είχαν σχέση με το σχολείο του ήθελε. Αλλά και
αυτές ήταν λιγοστές. Τόσες όσα και τα ψίχουλα που περισσεύουν στο
τραπέζι του φτωχού. Αυτές που τώρα στερείται αφού πλέον για
σχολείο έχει το μυαλό του. Αυτά σκεφτόταν όταν τα βήματά του τον
έφεραν έξω από το καφενείο του Αγγελέτου. «Θα μπω είπε
αποφασιστικά. Μισή ντροπή δικιά μου και μισή δική του». Χωρίς
άλλη σκέψη διάβηκε το κατώφλι. Καλημέρισε και ζήτησε το
αφεντικό.
-Τι θέλεις; Εγώ είμαι.
-Ψάχνω για δουλειά. Θέλεις βοηθό;
Το μάτι του Σκέβρα γυάλισε.
-Δουλειά θέλεις; Τι μπορείς να κάνεις; Τι ξέρεις από καφέδες ρε
πιτσιρή.
-Ότι μου πεις και ότι μου δείξεις θα κάνω. Αρκεί να θέλεις.
-Ότι σου πω;
-Βέβαια, αφεντικό δεν είσαι;
-Καλά να το σκεφτώ πρώτα. Πέρνα αύριο.
Ταυτόχρονα τον κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω. Στη ματιά του ο
Γιάννης διέκρινε ενδιαφέρον. Έτσι πέρασε στην επίθεση.
-Δεν υπάρχει αύριο. Αν με θες κράτησέ με τώρα, γιατί θα ψάξω
αλλού.
-Μου αρέσεις γιατί έχεις νεφρό. Κόλλα πέντε πιάσε το δίσκο και έλα
να σου δείξω. Ελπίζω να μη μου βγεις νιόνιος.
-Γιάννη με λένε.
-Καλά, θα παίρνεις ένα κούτσουρου τη βδομάδα.
-Τι είναι αυτό;
-Κοίτα μικρέ. Μαζί μου πρέπει να γίνεις αητός νυχάτος και θα γίνεις.
Θα σε κάνω αλφάδι.
Δεν καταλάβαινε κουβέντα. Νόμιζε πως του μιλάει σε άλλη γλώσσα.
-Δεν με ανθίζεσαι ε; Ελπίζω να μην είσαι μάγκας γιαλαντζί.
Σακουλετζέμ;
Τον κοίταζε αρκετή ώρα τώρα χωρίς να πολυκαταλαβαίνει. Σαν πήγε
το μεσημέρι σπίτι είπε τα καθέκαστα στη θεια του.
-Πού πήγες για δουλειά μωρέ ανάθεμα σε. Στο καφενέ του
Αγγελέτου; Μωρέ αυτός μένει στο σπίτι μας. Να τον προσέχεις.
Έκανε χρόνια στο Πειραιά και λέγονται πολλά. Να έχεις το νου σου
γιατί αγλιά ποσένανε.
-Από πού είναι; Τι γλώσσα είναι αυτή που μιλάει;
-Την γλώσσα της πιάτσας του. Ντόπιος είναι αλλά πρόσεχε.
Τις επόμενες μέρες με υπομονή του έδειξε τα περί των καφέδων και
των γλυκών. Για τον παπά την άμμο και τα κάρβουνα. Την δοσολογία
τους και τις ποικιλίες. Με ολίγη ναι ή όχι, βαρυγλυκός, πολλά
βαρυγλυκός, γλυκήβραστος, μέτριος, μέτριος βαρύς, βραστός και όχι,
βαρύς με μισό και μέτριος. Ακόμη πότε θα σηκώνει το μπρίκι να
γίνονται φουσκάλες στο γλυκήβραστο. Πως θα καθαρίζει το μαγαζί
και τα τραπέζια, πως θα πλένει τα ποτήρια τα κουτάλια με τα
πιρούνια και τα πιατελάκια. Πως θα παίρνει τις παραγγελίες πως θα
σερβίρει και πως θα συμπεριφέρεται στους πελάτες. Ακόμη πως δεν
θα έχει πολλά πάρε δώσε μαζί τους. Θα ακούει αλλά θα κάνει πως
δεν ακούει. Να του λέει για τα παράπονα των πελατών, αλλά να μην
τα συζητά μαζί τους αυτός. Τηρούσε τις συμβουλές του κατά
γράμμα. Με τον πρώτο δεύτερο καφέ που έφτιαξε, τον έχυσε ο
Γιάννης.
-Δεν πειράζει του φώναξε. Πρωτοκαφές πρωτοχυσά μα αν συμβεί
ξανά, τούτο λέει το πώς πρέπει να βρεις άλλη δουλειά. Δεν σου πάει
του καφετζή κανάγια. Κατάλαβες;.
Μέσα σε λίγο καιρό είχε καταφέρει να τα μάθει όλα και να στέκεται
στον χώρο του καφενέ ικανοποιητικά και με άνεση. Ένα μόνο τον
προβλημάτιζε. Η γλώσσα που μίλαγε ο Σκέβρας με μερικούς από
τους πελάτες. Ακόμα οι συνωμοτικές κινήσεις τους και τα νοήματά
τους. Όμως αφού δεν προξενούσαν σε αυτόν κανένα είδους
πρόβλημα τα ξεχνούσε αμέσως. Μέχρι που να επαναληφθούν ξανά.
Πεισμάτωσε και βάλθηκε να τα ξεκαθαρίσει όλα σιγά σιγά. Πάντως
και ο Αγγελέτος έδειχνε ευχαριστημένος και πάνω από όλα του
φερνόταν ζεστά και στοργικά. Παιδιά δεν είχε. Έτσι τον είχε σαν γιο
του. Πλέον έτρωγε στο σπίτι του μαζί με την γυναίκα του. Τον
αγάπησε και αυτή. Στο πρόσωπό του έβλεπε το παιδί που ποτέ της
δεν απόκτησε.
-Γιάννη παιδί μου άκουσε, του είπε σε κάποια φάση. Το μαγαζί όπως
θα κατάλαβες δεν είναι μόνο για καφέ. Ακούς και βλέπεις πολλά
παράξενα. Το θέμα είναι να μην βγάλεις μούχλα. Να μη μιλήσεις σε
κανέναν δηλαδή. Τίποτε και σε κανέναν. Ούτε καν στη θεια σου και
την γυναίκα μου. Σακουλετζέμ; Αυτό είναι το μάθημα πρώτον. Να
μάθεις και τη γλώσσα που μιλάει η πιάτσα. Με αυτή θα περνάμε τις
κακοτοπιές. Την μιλάμε μεταξύ μας ώστε να μην καταλαβαίνουν
όλοι. Κυρίως οι μπάτσοι. Από ότι βλέπω γίνεσαι φιντανάκι.
Ξαφνικά τον τράβηξε προς τα πίσω. Στην πόρτα στεκόταν ο Μεμάς
ο πολλά Βαρύς. Προχώρησε ένα βήμα μπροστά και τον ρωτά.
-Τι θέλεις;
-Αν υπάρχει μελαχρινή ένα γαλακτομπούρεκο είπε με το βαρύ του
ύφος.
-Περίμενε του λέει και τράβηξε τον Γιάννη πίσω στην κουζίνα
λέγοντάς του, δεν άκουσες τίποτε. Σου τα είπα στο πρώτο μάθημα.
Μείνε εδώ μέχρι να σε φωνάξω όξω. Βγαίνοντας ξανά είπε στον
αβεντόρο.
-Βγάλε από την παντόφλα τέσσερις παππούδες να κάνω σανό.
-Αύριο, σήμερα είμαι στο σέτε. Έπεσε στίψη.
-Άστο, το χόρτο μόνο παγκουί. Εγώ πορπατώ στεγνά.
-Δώστο μου τεμπεσιράτο για μια μόνο ώρα.
-Τι ρέφα θα έχω;
-Ένα λιμοκοντοράκι στους δυο παπούδες. Αλλά δεν ξανάχει.
Το πήρε και έφυγε.
Ύστερα τον φώναξε να έλθει μπροστά
-Τώρα θα σου πω το μάθημα δεύτερον. Βλέπεις αυτόν τον κανάγια
που κάθεται βίγλα στην πόρτα; Όταν πλησιάζει κανένας μαύρος
ρίχνει την καρέκλα κάτω και την σηκώνει ξανά. Μόλις γίνεται αυτό
θα πηγαίνεις πίσω κατάλαβες; Δεν θέλω να πέσεις στη μάρκα.
Έκλεινε εννέα μήνες τώρα στο μαγαζί και είχε μάθει τα πάντα και για
τους πάντες. Ακόμα και πως όσοι θέλανε πράμα καθόταν στο
τραπεζάκι που είχε μέντα λουλουδικό στο μπουκαλάκι με το νερό.
Ναι, ήταν μερακλής ο σκέβρας. Σε κάθε τραπεζάκι μέσα και έξω από
το καφενέ υπήρχε λουλουδικό. Από γαρύφαλλα, κατιφέδες,
αγιόκλημα, μέντα, βασιλικό και την αρχή του καλοκαιριού γαρδένια
και τσιτσαμίνια. Ο έλεγχος του μαγαζιού κάτω από την απόλυτη
παρακολούθησή του. Εκεί κατάλαβε πως όποιον καθόταν σε μέντα
τον αναλάμβανε αυτός. «Άστον εφκειόν Γιάννη. Δικός μου.»
Φορούσε πάντα και την ολοκάθαρη άσπρη ποδιά με τις μεγάλες
τσέπες μπροστά, που την έδενε πίσω από τη μέση και την κρεμούσε
από το λαιμό του. Κάποια μέρα μπήκε στο μαγαζί πρώτη του φορά
ένας πελάτης και του ζήτησε γαλακτομπούρεκο. Μπήκαν ψήλοι στ’
αυτιά του. Τι ήθελε πρώτη φορά και μπονόρα εδαύτος; Ποιος
σατανάς τον έστειλε; «Είναι μπονόρα ακόμα. Σε δυο ώρες έλα, να
προκάμει να το ψήσει η κυρά μου» του είπε κάνοντας τον χαζό.
Αμέσως σαν έφυγε άρχισε ένα ατελείωτο σούρτα φέρτα για κανά
μισάωρο. Έμπαινε και έβγαινε σαν δαιμονισμένος. Τα
χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του είχαν αλλάξει. Ήταν τραβηγμένα
πίσω. Μόνο όταν τελείωσαν οι βόλτες ηρέμησε. Για δέκα μέρες τα
τραπεζάκια έμειναν χωρίς μέντα. Για δέκα μέρες τριγυρνούσε σαν
τον λύκο. Σαν έφυγε ο πελάτης θυμάται πως του το έσκασε το
παραμύθι μαζί με το μάθημα τρίτον. Μέρες μέρες τώρα τον έχαναν
από το καφενείο. Έφευγε για το Ξηρόμερο για καινούργιο πράμα.
Ποδολοβίτσα, Νιχώρι, Κατοχή. Κυκλοφορούσε λαθραίο φυλλάδιο
και καπνός από Ιταλία μεριά. Στη διακίνηση αυτού του προϊόντος θα
βοηθούσε από και στο εξής και ο ίδιος. Άρχισε να του εξηγεί τον
τρόπο.
-Όταν θα ζητά κάποιος πράμα θα του το πηγαίνεις στη γωνία της
εκκλησίας. Εκεί θα περιμένεις κάνοντας τον αδιάφορο. Μόλις σε
πλησιάζει ο πελάτης θα του το δίνεις με τρόπο. Αν δεις να έρχεται
προς το μέρος σου κανένας μαύρος, χωροφύλακας δηλαδή, θα ρίχνεις
τη βάρκα αλλού. Αν σε ακολουθεί ακόμα βρες τρόπο να το
ξεφορτωθείς και κάνε μπραφ. Πρόσεχε μόνο μην σου στήσει ξόβεργα
η μπατσαρία και βρεθούμε στη στενή αρεσταρισμένοι.
Η δουλειά πήγαινε γαζί. Κανά δυο φορές που είδε χωροφύλακα την
έκανε γρήγορα. Μετά από λίγο καιρό περνούσαν από κοντά του και
αυτός έμενε στη θέση του. Είχε όμως ένα κακό προαίσθημα. Δεν το
σκεφτόταν πολύ γιατί τότε βάραινε η καρδιά του. Φορές φορές,
φυσικό ήταν, ήθελε να σταματήσει. Τι θα γινόταν αν τον έπιαναν; Το
κουβέντιασε με τη θεια του και αυτή του είπε ότι θα έλεγε πως δεν
ήξερε τι του έδινε ο καφετζής. Εξ άλλου μικρό παιδί είσαι. Όταν το
έπιασαν με τις τσέπες γεμάτες ο Αγγελέτος είδε όλη τη σκηνή. Μέσα
σε κλάσματα δευτερολέπτου εξαφανίστηκε ακόμα και από το
Ληξούρι. Αργότερα έμαθαν από άλλους ότι τον έπιασαν εκεί που
αγόραζε το πράμα κατά Ξηρόμερο μεριά. Όσον αφορά τον ίδιο δεν
του έκαναν τίποτε και γιατί ήταν μικρός, αλλά και γιατί πείστηκαν
ότι δεν ήξερε τι του έδινε το αφεντικό. Σε αυτό βοήθησε πολύ με την
κατάθεσή της η γυναίκα του Άγγελου. Έτσι έκλεισε ο κύκλος του στο
καφενείο μετά από ένα χρόνο περίπου. Ήταν πια στο τέλος του
καλοκαιριού.
Δεν υπήρχε δουλειά που να μην έκαναν τόσο αυτός όσο και ο
μικρός. Αμέσως μόλις σταμάτησε από το καφενείο πήγαν στις
ανεμότρατες. Αλογαράς λέγονταν αυτός που τις είχε. Μεροκάματο;
Ένα καρβέλι ψωμί και ότι ψάρια δεν ήταν για πούλημα. Με μια
τετράμετρη βάρκα και τα κουπιά έριχναν τα δίχτυα εκεί που έδειχνε ο
καπετάνιος. Ύστερα με την τράτα τα έσερναν. Όταν άδειαζαν το
σάκο ξεχώριζαν τα ζωντανά από τα σκασμένα και τα
στραπατσαρισμένα. Σαν σταματούσαν όμως οι τράτες έμενε πάλι
χωρίς δουλειά. Από ένα περιστατικό που έγινε την περίοδο που
δούλευε σε αυτές, καταχώρισε στο μυαλό του ότι ίσως βρει μόνιμη
δουλειά στο μαγαζί από το οποίο αγόρασαν μερικά πράγματα. Ένας
από αυτούς που δούλευαν μαζί στις τράτες έριχνε κιούρτους κοντά
στα βράχια, για μεγάλους ροφούς. Τον πήρε ένα απόγευμα να πάνε
να τους σηκώσουν. Απλώς θα στεκόταν πάνω στη βάρκα να μην
απομακρυνθεί την ώρα που αυτός θα βουτούσε να τους σηκώσει.
Αμοιβή, από την ψαριά κάτι. Δεν έβαζε σημαδούρες για να μην τους
αρμέγουν άλλοι. Γνώριζε να βάζει τα σημάδια του και τους εύρισκε
με την πρώτη. Αζιμούθιο σκέτο. Μαζί τους είχαν και ένα βαρέλι με
τζάμι στον πάτο, για να βλέπουν κάτω στο βυθό. Εκείνο το απόγευμα
δεν τους εύρισκε πουθενά. Άρχισε να βρίζει θεούς και δαίμονες μα
πάνω στο βρίσιμο το έμπειρο μάτι του διέκρινε κάτι γραμμές πάνω
στο πυθμένα του βυθού. Κοίταζε προσεκτικά και ξαφνικά του λέει.
- Ρε συ ένα τεράστιο σκυλόψαρο τους σέρνει με τη μούρη του. Πάμε
στου κυρ Νικολή να πάρουμε μερικά πράματα.
Βγήκαν έξω. Έκαναν περίπου καμιά ώρα να φτάσουν στα μαγαζιά.
Αγόρασε ένα κομμάτι κρέας από το χασάπικο και από το Νικολή ένα
τεράστιο γάντζο και μια κουλούρα σκοινί. Γυρίζοντας ετοίμαζε το
δόκανο για το σκύλο. Πέρασε το κρέας στο γάντζο και τον έδεσε στο
σκοινί. Υπολόγισε και το βάθος των νερών και έδεσε μια τεράστια
σημαδούρα στο σκοινί. Πέταξε το γάντζο στη θάλασσα, ακριβώς
πάνω από τους κιούρτους. Κοίταξε με το βαρέλι. Ο σκύλος ήταν
εκεί.
-Αν είμαστε τυχεροί θα την κάνουμε σήμερα. Μείνε μόνο μακριά από
το σκοινί και πρόσεχε μην μπλέξει στα πόδια σου. Κρατήσου καλά.
Ξαφνικά ταρακουνήθηκαν. Η σημαδούρα έμπαινε και έβγαινε στο
νερό. Η βάρκα πήγαινε πότε αριστερά πότε δεξιά και πότε έρχονταν
γύρω γύρω. Όταν ηρέμησε άρχισε να μαζεύει το σκοινί χεριά χεριά.
Μόλις ο σκύλος έφερνε αντίσταση το περνούσε στο σκαρμό από το
κουπί αμολώντας το σιγά σιγά. Πήρε κανένα δεκάλεπτο να σκάσει ο
σκύλος.
-Αυτό ήταν. Μολαϊμισε . Θα τον βγάλουμε στη στεριά και θα τον
πουλήσουμε. Πρέπει να είναι περί τις 150 λίμπες.
Ήταν τότε που πρόσεξε ότι το μπακάλικο δεν είχε μπακαλόπαιδο.
Έτσι του σφηνώθηκε η ιδέα. Να πιάσει δουλειά εκεί.
Από την ημέρα που έφυγε ο πατέρας τους από την ζωή ως την ημέρα
που ήλθε στο Ληξούρι πέρασαν 4 πέτρινα χρόνια από πάνω του.
Σίγουρα θυμάται την θεία του την Ειρήνη στο σπίτι του το πατρικό
για αρκετό χρονικό διάστημα μετά το θάνατο και της μάνας του.
Έρχονται στο νου του κάτι ψιλοκαυγάδες της με το Βαγγέλη τον
αδελφό της. Γιατί όμως δεν μπορεί να θυμηθεί. Ένα πέπλο, μια
κουρτίνα καλύπτει αυτή την περίοδο της ζωής του. Μετά το 34 που
έφθασε εδώ θυμάται περισσότερα αλλά μπερδεμένα. Ακόμα και τις
πολιτικές εξελίξεις που σημάδεψαν τον τόπο από τότε και μετά τις
φέρνει αχνά στο μυαλό του. Ονόματα όπως του Κονδύλη και του
Πλαστήρα να έπαιξαν στο προσκήνιο της πολιτικής ακόμα και όταν
ήταν στο τόπο του. Κάτι του λέει και το όνομα Τσαλδάρης αλλά
μπερδεύεται και ίσως να μην είναι έτσι. Ακόμη κάτι έγινε και με τον
Βενιζέλο την εποχή αυτή. Αργότερα κάτι του λέει και η περίπτωση
να ήταν ο Κονδύλης αντιβασιλέας. Δεν είχαμε τότε βασιλιά; Δεν
θυμάται καλά. Ήταν σίγουρα όμως στο Ληξούρι τότε. Κάπου
μπερδεύεται μεταξύ εκλογών και δημοψηφίσματος όσον αφορά τη
σειρά τους στο χρόνο. Ναι. Πριν το δημοψήφισμα έγιναν εκλογές. Το
καλοκαίρι του 35 από την αλληλουχία των πολιτικών εξελίξεων
βγαίνει το συμπέρασμα ότι είχαν σχέση με την επιστροφή του
βασιλιά. Τότε δούλευε στου Νικολή και ήταν 11 προς τα 12 χρόνια
του. Τι έγινε όμως σε αυτές τις εκλογές; Κάτι αναδεύει στη μνήμη
του πάλι με τους Κονδύλη Τσαλδάρη και Παπάγο. Όμως τι; Κάτι του
λέει και το φθινόπωρο του 35 όμως όχι δεν θυμάται. Γίνανε τόσα
πολλά πολιτικά γεγονότα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα που του
είναι ανθρωπίνως αδύνατον να τα βάλει σε μια τάξη. Τελικά γύρισε ο
βασιλιάς. Όμως ποιος; Πώς βρέθηκε στα πολιτικά πράματα ο
Μεταξάς χάριν του οποίου οι Κεφαλλονίτες ερχόντουσαν στα χέρια
με όποιον τον κατηγορούσε; Ένα θυμάται καλά. Τις εκλογές του 36,
στις αρχές του έτους. Φιλοβασιλικοί εναντίον φιλοβενιζελικών. Δεν
θυμάται ποιος έγινε πρωθυπουργός. Ξαφνικά προέκυψε ο Μεταξάς
και η δικτατορία.
Με βήμα σταθερό και ξεκάθαρο στο μυαλό του το σκοπό για τον
οποίο ήλθε στο μπακάλικο έφτασε στην πόρτα. Δεν κοντοστάθηκε
καθόλου σε αντίθεση με τις άλλες φορές. Η θητεία του στο καφενέ
του Αγγελέτου τον είχε κάνει αποφασιστικό και αρκετά δυναμικό
χαρακτήρα. Μπήκε μέσα με άλλο αέρα τώρα.
-Θέλετε κανένα παιδί για βοηθό σας; Με λένε Γιάννη και μένω λίγο
ποιο πάνω.
-Για έλα δω μωρέ. Από πού είσαι; Εσύ δεν ήσουν στου Αγγελέτου;
Στο ταμείο καθόταν ο Νικολής.
-Από τον Αλμυρά.
-Ποιος σ’ έφερε εδώ; Πού μένεις;
-Στην Ειρήνη τη Ρουμάναινα. Την έχω θεία. Ο πατέρας μου ο
συχωρεμένος ήταν και αυτός κεφαλλονίτης.
-Και τι δουλειά μπορείς να κάνεις;
-Ότι να’ ναι. Μπορώ να τα φέρω όλα εις πέρας.
Έτσι έπιασε δουλειά στο μπακάλικο και προηγήθηκε σαν
μπακαλόγατος του Χατζηχρήστου. Εδώ έμεινε εννέα ολόκληρα
χρόνια, μέχρι που γύρισε πίσω. Στο μαγαζί δούλευαν αυτός η ανιψιά
τους η Ελένη και τα δυο αφεντικά. Μεροκάματο ένα τάλιρο την
βδομάδα. Όσο έκανε μια λίμπα ψωμί, μια καρβέλα δηλαδή. Για να
καταλάβετε την αξία των χρημάτων του τότε ένα ζευγάρι παπούτσια
είχαν 10 τάλιρα. Κάθε Χριστού ή Πάσχα αγόραζε ο κοσμάκης. Ήταν
δυο κτίρια το μπακάλικο που το ένα πουλούσε κυρίως τυρί και
σαλούμια και το άλλο μαγαζί είχε τα υπόλοιπα είδη μπακαλικής. Με
αυτό τον τρόπο τα ξεχώριζαν. Η δουλειά ήταν αρκετά κουραστική
στην αρχή . Ξεκαμωνόταν. Σχεδόν κάθε βράδυ σαν έκλεινε τα βαριά
από την κούραση βλέφαρα έβλεπε μπροστά του το σπίτι του. Τα
αδέλφια του και τον τόπο του. Τον τόπο των γονιών του και των
τρυφερών παιδικών χρόνων του. Αυτό του χαλύβδωνε το δύσκολο
τώρα και τον κρατούσε όρθιο. Ευτυχώς ο Νικολής είχε δυο κόρες
καθηγήτριες και κάπου -κάπου του έκαναν μαθήματα. Με αυτό τον
τρόπο ξέφευγε από την κούραση. Γρήγορα γοητεύτηκε από το
περιβάλλον του μαγαζιού. Όλοι τους καλοκάγαθοι και ήρεμοι. Έτσι
μπήκε στο πνεύμα της δουλειάς εξ’ αρχής. Εκείνο που του άρεσε
περισσότερο ήταν η καθαριότητα και η τακτοποίηση των προϊόντων
στα ράφια και στα σακιά. Του είχε μείνει κουσούρι από το καφενείο.
Αυτό τα αφεντικά το εκτίμησαν. Γιάννη και Γιάννη τον είχαν. Έτσι
άρχισαν να του δίνουν όλο και περισσότερες αρμοδιότητες και
ευθύνες. Γύριζε στα χωριά να βρει φθηνό και καλό πράμα. Άρχισε να
μαθαίνει στις διαπραγματεύσεις. Να προσέχει μην το γελάσουν
κλέβοντάς τον. Να κάνει καθαρούς λογαριασμούς και να
ανταποκρίνονται σ’ αυτό για το οποίο πλήρωνε. Μια Κυριακή του
έμενε για ξεκούραση αλλά αυτός και αυτήν την δούλευε. Μετά τον
δεύτερο χρόνο πήγαινε με το αζημίωτο στα γύρω χωριά. Εκεί
πουλούσε και αντάλλασε το είδος με προϊόντα που διακινούσαν στο
κατάστημά τους. Έφερνε κάτι κόκκοτους από τα χωριά τσουπωτούςτσουπωτούς. Φόρτωνε το κάρο με το γαϊδούρι και ξεκίναγε. Άγιο
Βασίλη, Δελλαπορτάτα, Σούλλαρους, Μαντζαβινάτα, Μιχαλιτσάτα
και άλλα χωριά της γύρω περιοχής περιλάμβανε το βεληνεκές της
δράσης του. Ήθελε πολύ μα πάρα πολύ να φτάσει ως τα Βλυχάτα
όμως χρειάζονταν δυο μέρες δρόμο πήγαινε έλα.
Πλάι στο κυρίως μαγαζί ήταν και το τυροκομείο τους. Έτσι
προσέφερε τις υπηρεσίες του και στα δυο. Στο τυροκομείο είχε πολύ
δουλειά. Γάλατα έπαιρναν από τους χωριάτες. Καπάρωναν το κοπάδι
ας πούμε 50 πρόβατα και τους έφερναν το γάλα για δειγματοληψία.
Μετρούσαν το γράδο να δουν τα οξέα τους βαθμούς που είχε δηλαδή,
γιατί υπήρχαν και οι απατεώνες που το ανακάτευαν με
μακαρονόζουμο. Αυτό είναι πηκτό και άσπρο σαν το γάλα. Το πρωί
γινότανε το τυρί και το απόγευμα η μυζήθρα. Έπρεπε να μαζέψουν
πρώτα το τυρόγαλο και μετά να φτιάξουν μυζήθρες. Έτσι έμαθε την
τέχνη και μάλιστα πάρα πολύ καλά. Έγινε τεχνίτης πρώτος. Τα
κεφαλοτύρια που έβγαζε ήταν καταπληκτικά. Είχε μάθει να
υπολογίζει την ποσότητα της πυτιάς ώστε να βγαίνει πικάντικο. Το
τυρί το φτιάχνανε στα καζάνια. Πάνω που έβραζε το γάλα, με μια
χειροκίνητη μηχανή μάζευαν την κρέμα για να γίνει το βούτυρο.
Έπρεπε να πάρει μια ορισμένη θερμοκρασία για να σηκώσει την
κρέμα και να την πάρουν με την μηχανή. Έβγαζαν το αλατισμένο που
ήταν για το φαγητό και το φρέσκο για το ψωμί που ήταν ανάλατο. Το
υπόλοιπο γάλα το έκανα τυρί, αφού έριχναν την ανάλογη πυτιά. Για
να κάνουν μυζήθρα περίμεναν να μαζέψουν το μούγαλο αυτό που
έσταζε από τις τσαντίλες και τα καλούπια με το τυρί. Ανάλατο το
τοποθετούσαν στο καζάνι να βράσει και κοντά να πετάξει ψίχα,
έριχναν και καθαρό γάλα μέσα για να αυγατίσει η παραγωγή της.
Παρήγαγαν δυο ειδών μυζήθρα. Την βαρελίσια, την λεγόμενη
στούπα και την σακουλίσια που τη λέγαν στενόμακρη και ήταν η
καλλίτερη. Η πρώτη πουλιόταν με την κουτάλα στα σπίτια. Δώδεκα
δρχ. η λίτρα. Η στενόμακρη που είχε λιγότερη παραγωγή πουλιόταν
στο μαγαζί. Δέκα οκτώ δρχ. η λίτρα. Την έβγαζαν από την τσαντίλα
και ο κάθε ένας έπαιρνε όσο ήθελε. Από τα εννέα χρόνια που έμεινε
στο μαγαζί τα τέσσερα τελευταία τα πέρασε στο τυροκομείο. Αυτή
ήταν η επιλογή του Τζώρτζη. Αυτός σκόπευε να ανοίξει δικό του και
ήθελε έναν της εμπιστοσύνης του. Το ταλίμι του το έδειξαν οι
τεχνίτες που είχαν από την Πύλαρο και το πήρε με το πρώτο. Πολλές
φορές βοηθούσε και στο τυροκομείο του Δεφαράνου ο οποίος δεν
είχε μαγαζί. Έτσι την παραγωγή του την διέθεταν στο μαγαζί τους
και στους χωριάτες που έρχονταν να αγοράσουν. Μέχρι και τον
αχθοφόρο έκανε από το τυροκομείο στους πελάτες και αντίστροφα,
γιατί πολλές φορές γινόταν και ανταλλαγή ειδών. Μου φέρνεις
κηπευτικά και πτηνοτροφικά και παίρνεις τυριά. Τα καλοκαιρινά
βράδια πουλούσαν τα σαλούμια, παστές σαρδέλες που τις έφερναν οι
τράτες. Έφευγαν και ψάρευαν περίπου 15 μέρες και την κάθε ψαριά
την πάστωναν σε βαρέλια για να την πουλήσουν κάθε που γύριζαν.
Πήγαινε το αφεντικό με μια βέργα από ξύλο και την έχωνε στο
βαρέλι με τις παστές σαρδέλες και ύστερα το μύριζε. Αν είχε καλή
μυρουδιά αγόραζε δέκα βαρέλια που τα πήγαιναν στην αποθήκη.
Ποτέ του δεν δείλιασε μπροστά στη δουλειά. Εδώ και λίγο καιρό ο
Μεταξάς είχε καθιερώσει το οκτάωρο. Πρέπει να ήταν το 36 ή το 37.
Αναγκαστικά σταματούσαν στις οκτώ ώρες διαφορετικά τους έκλεινε
ο χωροφύλακας. Όσο καιρό θα εργαζόταν από εδώ και πέρα στο
μπακάλικο θα είχε ΙΚΑ που το πλήρωναν τα αφεντικά του. Ποτέ του
δεν απόστασε. Εξάλλου του άρεσε πολύ να δουλεύει για να ξεχνά. Το
πρώτο σκέλος της ζήσης του το ξεχειλίζει η θλίψη. Ήρεμη συνήθως.
Γιατί ποτέ δεν έγινε οργή. Η θέση του στη μικρή κοινωνία που
διάβαινε τα πρώτα εφηβικά του χρόνια μαζί με τα πρώτα όνειρα και
σκιρτήματα, ένοιωθε πως ήταν σφιχτά εναγκαλισμένη με την
εκμετάλλευση. Έπρεπε να κρατά χαμηλά τους τόνους και να λέει
ευχαριστώ. Αυτό το έκανε όχι γιατί ήταν στην ιδιοσυγκρασία του
αλλά για το χατίρι της θειας του. Γνώριζε πως δεν είχε να λάβει
τίποτε από κανέναν και από πουθενά. Από εκείνους που δικαιούταν
κάτι, δεν υπήρχαν πια. Αισθανόταν σαν στρατιώτης που στο
επισκεπτήριο δεν είχε κανέναν να του φέρει λίγη ελπίδα, ένα
χαμόγελο με ένα χάδι και ένα δάκρυ. Σε μια από τις βραδινές
επισκέψεις του στο ποτάμι παρατήρησε ότι το νερό κελάρυζε μόνο
όπου συναντούσε εμπόδιο. Στο υπόλοιπο διάβα του κυλούσε ήρεμο.
Το νερό είναι και δίνει ζωή σκέφτηκε. Νάτο τώρα μπροστά του
κελαρύζει μόνο όπου δυσκολεύεται. Σαν τη δικιά του δύσκολη ζήση.
Ποιος είναι ο στόχος του νερού; Το δίχως άλλο να φτάσει στη
θάλασσα. Ποιος αλήθεια είναι ο δικός του; Μέχρι αυτή τη στιγμή
κανένας. Μόλις από τώρα όμως ο στόχος του είναι να ξεπεράσει τις
αναποδιές στη ζωή του έτσι ώστε να κελαρύσει και για αυτόν.
Σε κάποια φάση τον έστειλαν με κεφαλοτύρια στον Αλμυρά. Είχαν
περάσει ήδη 7 χρόνια από όταν είχε φύγει από εδώ. Έτσι του δόθηκε
η ευκαιρία να δει και να γνωρίσει τα αδέλφια του. Πήγε κατ’ ευθείαν
στο σπίτι του. Θυμόταν που βρισκόταν. Εκεί βρήκε τις αδελφές του.
Αυτές ειδοποίησαν και τον μεγάλο το Χρήστο πως ήλθε από την
Κεφαλονιά ο Γιάννης. Όταν τον είδε θυμήθηκε πως πριν λίγο
συναντήθηκαν στο δρόμο κοιτάχτηκαν και συνέχισαν τον δρόμο τους
χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο. Λες και είχαν διασταυρωθεί τυχαία στο
χώρο και στο χρόνο δυο βλέμματα.
-Το παράξενο όμως σε όλη την ιστορία είναι το γεγονός ότι πέσανε
δυο αδέρφια μούρη με μούρη και δεν γνωρίστηκαν. Πέρασαν δυο
αδέλφια δίπλα με δίπλα και δεν γνώρισε το ένα το άλλο. Έπειτα από
τόσα χρόνια, δυο αδέρφια σκόνταψαν μεταξύ τους και δεν
γνωρίστηκαν δεν είπαν ένα γεια. Ήταν ο Χρήστος αυτός ο αδελφός
μου, θεός σχωρέ στον.
Με αυτό το τρόπο άρχισε να εξιστορεί την στιγμή της τυχαίας
συνάντησης με τον μεγάλο αδελφό του. Ξαφνικά η ομάδα των μυών
γύρω από το πηγούνι του άρχισε να πάλλετε γρήγορα. Όπως η λύρα
που παίξει πεντοζάλη. Ένας απέραντος λυγμός μαζί μ’ ένα παράπονο
τάραξε την ησυχία μας. Ίδιος με αυτόν που έχει ο αμανές. Το κορμί
του με τα στήθη του ανεβοκατέβαιναν στο ρυθμό που δίνει η
νταουλόβεργα του γύφτου. Νταπ, ντα νταπ, ντα ντα ντα νταπ. Στα
στερεμένα μάτια δεν κύλισε δάκρυ. Από τα σωθικά του μόνο
ανέβηκε μια βουή ίδια με αυτή νερών χειμάρρου που κατεβαίνουν
ορμητικά προς τη θάλασσα με βία και με οργή. Μια βοή τόσων
χρόνων και πόνων για το αναπάντητο στο ερώτημα ΓΙΑΤΙ;
Ήταν Φθινόπωρο του 1940 και τον βρήκε εδώ η κήρυξη του
πολέμου. Το έπος του 40 το έζησε στον τόπο του. Θυμάται τους
στρατιώτες του έκτου και του δωδεκάτου συντάγματος πεζικού, να
προωθούνται μέσω Κρυονερίου με το τρένο προς το Αγρίνιο. Ύστερα
από μερικές μέρες προωθήθηκαν οδικώς και τα κτήνη που είχαν
επιστρατευτεί. Τις δύσκολες πρώτες βδομάδες τις διαδέχτηκαν οι
επιτυχίες των στρατευμάτων μας. Οι Ιταλοί πλέον είχαν καθηλωθεί
στο Αλβανικό έδαφος. Έμεινε τρεις μήνες περίπου. Γύρισε μόλις τα
πράματα ηρέμησαν. Ήταν αρχές του 41. Πονούσε τον τόπο του όμως
τα αφεντικά πλήρωναν μεροκάματο και δεν ήθελε να του πούνε
κουβέντες, ότι δεν ενδιαφέρθηκε δηλαδή να γυρίσει στη δουλειά του.
Αν και ο τόπος του για αυτόν ήταν ο Θεός του. Όμως εδώ είχε έρθει
για δουλειά.
Μερικά βράδια καθόταν στην άκρη από το ποτάμι στο Ληξούρι
μονολογώντας και λέγοντας. «Θεέ μου ρίξε μια ματιά εδώ κάτω.
Άφησες τόσα ορφανά να σκορπίσουν στους πέντε δρόμους σαν το
καπνό που τον βρίσκει αέρας. Γιατί;» Μόνο το κορμί του ήταν στο
Ληξούρι. Το μυαλό του ξύπναγε στην άλλη πλευρά από το Ιόνιο.
Ήταν τότες που άρχισε να φωλιάζει και να καλλιεργείται μέσα του η
ιδέα της επιστροφής. Η τρίμηνη συναναστροφή με τ’ αδέλφια του
είχε συμβάλλει τα μέγιστα σ’ αυτό. Οι παιδικές μνήμες ξύπνησαν
μέσα του. Βρέθηκε ξανά στο δωμάτιό του. Πάτησε το χώρο της
αυλής. Της αυλής που έπαιζε με την Ελένη και τον Παύλο. Ο Σπύρος
ήταν στην Αθήνα και η Νιόνια στο ορφανοτροφείο. Από κάποια
γωνιά ξεπήδησε και η Αλέξαινα. Αυτή που τα φύλαγε. Να μην βγουν
να παίξουν με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Ήταν η Μορμώ του
σπιτιού. Εκεί και η μεγάλη πέτρα στο πεζοδρόμιο, πλάι ακριβώς στην
αυλόπορτα. Δυο δρασκελιές δυτικά η θάλασσα της Μαρμαρούς. Όλα
αυτά μαζί με πολλά άλλα έκλωθαν στο μυαλό του. Αλλά υπήρχε το
αλλά. Μια σιγανή μα διαρκής θέρμη σιγολειώνει το κορμί του. Ένα
δάκρυ ρέει από τα φυλλοκάρδια του παγωμένο σαν αυτό του κεριού.
Θέλει να γυρίσει στον τόπο του κοντά σε αγαπημένα πρόσωπα και
πράματα, όσα του απέμειναν σ΄ αυτή τη φάση της ζωής του. Στην
ήρεμη και γαλήνια θάλασσά του. Την είδε ξανά απόψε στον ύπνο
του. Περπατούσαν σε μια αμπολιά της με τις βάρκες να είναι όλες
εκεί δεμένες η μια στο πλάι της άλλης στα πασσάλια τους. Κρατούσε
και δυο σκαμνάκια. Καθήσαν στα ακρόνερα. Ακουγόταν το ξέψυχο
θρόϊσμα από το κύμα της που έσερνε στα πόδια τους. Που σιγά σιγά
δυνάμωνε όσο φρεσκάριζε το κατεβατό. Τώρα ερχόντουσαν δυο δυο
και αράδα την αράδα το ένα πίσω από το άλλο με υπόμονη επιμονή
να σκεπάσουν τα δάκτυλα τους και να χυθούν ξοπίσω τους
ξεπερνώντας έτσι το εμπόδιο τους. «Τόσος αγώνας με τόση λατρεία
στο μεράκι δεν μπορεί να μην έχει μια ανάσα από έρωτα μέσα του»
του είπε με τον αχό της δείχνοντάς του με το σούρσιμό της το νερό
και χάθηκε. Απόμεινε στη σιωπή. Έπιασε στη χούφτα του από την
ακτή αμμοχάλικο και το πέταξε μέσα της. Τα χαλίκια έπεφταν στο
νερό σαν πεφταστέρια και χανόταν μέσα του. Τότες άκουσε ξανά
απόμακρη τη φωνή της. «Χαμένος είναι όποιος δεν το παλεύει να
ζήσει εκεί που θέλει».
Με τον πόλεμο στο νησί η δουλειά μαζεύτηκε. Κόπηκε γιατί οι
χωρικοί πήγαν στα χωριά τους και δεν έφερναν προϊόντα για
πούλημα. Πρώτα ήρθαν οι Ιταλοί, περίπου το 1941 και αργότερα οι
Γερμανοί. Οι Ιταλοί εγκαταστάθηκαν σε όλα τα νησιά του Ιονίου.
Προσπάθησαν ντε φάκτο να τα προσαρτήσουν και να
ακρωτηριάσουν την Ελληνική επικράτεια. Την Άνοιξη του 42
κυκλοφορήσαν την Ιονική δρχ. με σκοπό τη δημιουργία ελεγχόμενης
οικονομίας εξαρτημένης από την Ιταλική. Για να κατευνάσουν τα
πνεύματα και να καλοπιάσουν τον κόσμο, εφοδίασαν με τρόφιμα
κυρίως διάφορα ιδρύματα όπως νοσοκομεία ορφανοτροφεία και
γηροκομεία. Ακόμα περιέκοψαν τις ώρες διδασκαλίας της ελληνικής
γλώσσας και καθιέρωσαν υποχρεωτική αυτή της ιταλικής. Ο κόσμος
την εποχή εκείνη δεν πείνασε στο Ληξούρι και τα γύρω χωριά.
Είχανε τα κτήματά τους τα καλλιεργούσαν και έβγαζαν κηπευτικά
που τα πουλούσαν μόνοι τους ή τα συνάλλασαν μεταξύ τους. Ο λαός
στην αρχή τάχτηκε στο πλευρό των Γερμανών γιατί όπως και να το
κάνουμε οι Ιταλοί ήταν οι πρώτοι κατακτητές. Όταν όμως για
πράματα που οι Ιταλοί τα ανέχονταν οι γερμανοί τιμωρούσαν και
εκτελούσαν, γύρισαν. Μάλιστα όταν ξέσπασε η αντιπαλότητα μεταξύ
των δύο και οι γερμανοί εκτελούσαν εν ψυχρώ τους φουκαράδες τους
φρατέλους, πολλοί ήταν οι ντόπιοι που τους προσέφεραν βοήθεια
κρύβοντάς τους ή φυγαδεύοντάς τους στην πατρίδα τους παρά τον
κίνδυνο να εκτελεστούν. Οι Ιταλοί ήταν άλλος λαός. Δεν πολεμούσαν
αυτοί. Είχαν μαζί τους και την μπάντα της μουσικής. Κάθε τόσο
έπαιζαν στην πλατεία. Ήταν ένας πιλότος ο οποίος κάθε μέρα γύρω
στις εννέα και μισή το πρωί έκανε με το αεροπλάνο βόλτες μέχρι τη
σιδερένια τη γέφυρα και μετά έφευγε προς το Αργοστόλι. Μια φορά
προσγειώθηκε. Είχε μαζί του τριάντα κομμάτια πανιώτες άσπρες-
άσπρες. Τότε ο κόσμος έκανε αμάν για αυτές. Τις μοίρασε στον
κοσμάκη όλες. Το φθινόπωρο του 43 τον έριξαν με το αεροπλάνο του
στη θάλασσα. Οι Γερμανοί ήταν άλλο σινάφι. Αν τους πείραζες σε
καθάριζαν μια και κάτω. Οι ντόπιοι κάνανε τις αγγαρείες. Οι
κατακτητές ψώνιζαν πράγματα και αυτοί τα πήγαιναν στα
στρατόπεδα. Έπαιρναν καφέ πετρέλαιο λάδι ζάχαρη και πλήρωναν με
το κατοχικό νόμισμα που δεν είχε κανένα αντίκρισμα. Πολλές φορές
μάλιστα έπαιρναν ρέστα ζεστές ελληνικές δρχ. Για το λόγο αυτό οι
καταστηματάρχες τους έδιναν επιπλέον εφόδια αντί για ρέστα. Οι
Γερμανοί είχαν εγκατασταθεί στο δημαρχείο με τα γραφεία στο
επάνω όροφο και τις αποθήκες με τα τρόφιμα κάτω. Μερικά παιδιά
τους έκλεψαν ένα κεφάλι κεφαλοτύρι. Έπιασαν ένα από αυτά και το
κρέμασαν στην πλατεία για παραδειγματισμό. Τότε ο κόσμος χώρισε
στα δύο. Την άλλη μέρα οι τοίχοι ήταν γεμάτοι συνθήματα εναντίον
τους. Φυσικά υπήρξαν και αυτοί που συνεργάστηκαν μαζί τους. Το
Σεπτέμβρη του 43 η Ιταλία συνθηκολόγησε και ήταν πλέον εμφανής
η απροθυμία συνεργασίας με την Γερμανία. Με τους Ιταλούς
έφτασαν στα άκρα. Οι δυο σύμμαχοι πλέον είχαν έχθρητα. Με
προσωπική εντολή του Χίτλερ οι πρώην σύμμαχοι υποχρεώθηκαν να
παραδώσουν τα όπλα. Όσοι το έκαναν κατατάχθηκαν στους πιστούς
ενώ οι άλλοι στους εχθρικά διακείμενους. Τόση ήταν η
αντιπαλότητα, που οι γερμανοί φόρτωσαν σε ένα καράβι χίλιους
νοματαίους με σκοπό να τους στείλουν πίσω στην Ιταλία και στο
δρόμο το φούνταραν μαζί με τους χίλιους και τα πράγματά τους.
Αργότερα μέχρι τον Σεπτέμβρη του 44 εκτέλεσαν 4500 Ιταλούς
αιχμαλώτους πολέμου.
Αν και η ζωή στο μπακάλικο ήταν μαρτύριο αυτός το απολάμβανε.
Έπρεπε το μαγαζί να είναι αντίκα. Τα σακιά με τα δημητριακά τα
όσπρια και τα άλλα προϊόντα να είναι τακτοποιημένα και σε τέτοια
θέση που να το βλέπει ο πελάτης. Κάθε Σάββατο είχε έξω από το
μαγαζί λαϊκή. Ετοίμαζε από τις προηγούμενες μέρες σακουλάκια της
μισής και της μιας λίμπας από όλα τα είδη που διέθετε το
κατάστημα. Να είναι πρόχειρα. Αυτό το έκανε από μοναχός μου. Με
δική του πρωτοβουλία. Τις φακές τις αγόραζαν από τους Μουλούς,
ένα χωριό στην περιοχή της Σάμης. Έβγαζαν μια ψιλή κόκκινη φακή.
Τον έστελνε το αφεντικό συστημένο στον κατάλληλο άνθρωπο.
Αγόραζε πέντε με εξ τσουβάλια των εξήντα οκάδων. Τα φόρτωνε
στις σούστες που είχε πάρει από το Ληξούρι. Έκανε μια με δυο μέρες
να φτάσει. Ποδαράτα. Στο δρόμο της επιστροφής από τη Σάμη ήταν
ένα χωριό που το έλεγαν Λειβάδι. Εκεί υπήρχαν φυλακές με
πολιτικούς κρατούμενους. Γραμματιζούμενους και πολιτικάντηδες.
Σαν αυτές κοντά στο πατρικό του. Το είχε η μοίρα του να τις βρίσκει
στο διάβα του. Πάντα κάτι θα άφηνε γι’ αυτού.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια όπως αναφέρθηκε τα πέρασε στο
τυροκομείο. Τώρα να τον βάλουν, θα τους φτιάξει ότι θέλουν. Την
τελευταία χρονιά έβγαλε εκατό κομμάτια κεφαλοτύρι. Άλφα πράμα.
Το ένα το φάγανε με τον αδελφό του Τζώρτζη, το Βαγγέλη, όλοι
μαζί. Μέσα στο ξυλουργείο που είχε. Αυτός όμως ήθελε να φύγει.
Πόναγε μέσα του. Έβλεπε τον εαυτό του και δεν ένοιωθε εντάξει να
είναι στο Ληξούρι και τα αδέρφια του στο τόπο τους. Το είπε στη
θεια του. Δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγει. Ήταν πια αρκετά μεγάλη
και καταβεβλημένη. Η κουβέντα τους ήταν συνέχεια γύρω από αυτό.
Την επιστροφή τους στο μέρος τους.
-Τι θα κάνω τον αδελφό σου το Παύλο ρωτούσε και ξανά ρωτούσε η
θεια του.
-Θα τον πάρω μαζί μου της απάντησε.
Πήγε και τον πήρε μετά από μια βδομάδα.
Ξαναγύρισε στην Κεφαλονιά πολλές φορές από τότε για δουλειές
συνήθως. Ήθελε να πάει να δει τα αφεντικά του αλλά πάντα κάτι
στράβωνε. Ποτέ του δεν είχε αδειά. Για τη θεια του έμαθε ότι πέθανε
μετά δυο χρόνια από την στιγμή που έφυγαν. Η λαχτάρα να τους δει
ξανά ήταν διαρκής και μοναδικά μεγάλη. Να πατήσει ξανά τους
χώρους που άφησε τα κόπια του. Το χώρο που φώναξε τη θεια του
ΜΑΝΑ! Του έγινε όνειρο ζωής. Αλλά οι δουλειές δεν τον άφηναν. Η
γυναίκα του συνέχεια του έλεγε.
-Τράβα Γιάννη. Δεν έχουν τέλος οι δουλειές!
Τέλος πάντων πήρε την απόφαση να πάει. Αγόρασε ψάρια και
κίνησε. Σε όλο το ταξίδι από εδώ στο Κρυονέρι από εκεί στην Πάτρα
με την Καλυδώνα και από την Πάτρα στη Σάμη, μέσα του είχε μια
αναγούλα. Σαν αυτή του πρωτάρη. Είχαν περάσει είκοσι ολόκληρα
χρόνια. Σκεφτόταν τι και ποιον θα βρει. Μπήκε το λοιπόν μέσα στο
μαγαζί και άρχισε να τακτοποιεί τα σακιά. Με τη σέσουλα ανακάτευε
το περιεχόμενό τους και τα γύριζε. Σε μια καρέκλα καθόταν ο
Τζώρτζης. Σαν είδε κάποιον που ανακατευόταν με τα σακιά και να τα
τακτοποιήσει όμορφα του λέει.
-Ποιος διάολο είσαι μωρέ; Είχα έναν τέτοιο πριν πολλά χρόνια.
Γιάννη τον έλεγαν. Από τον… δεν θυμάμαι μωρέ πως τον λέγαν τον
τόπο του.
-Ναι; Του λέει. Εγώ είμαι.
-Τι λες μωρέ! Άννα Άννα , φώναξε στην γυναίκα του. Τρέχα ήρθε το
παιδί μας ο Γιάννης. Η λαχτάρα και η συγκίνηση και στους δυο τους
ήταν μεγάλη. Ανάμεσα στις αγκαλιές και τα κλάματα τον
πλημμύρισε ξανά η ντόπια λαλιά. Ήλθε και ο Νικολής με την
γυναίκα του την Αγγελικούλα. Βαθειά μα πολύ βαθειά γερασμένοι,
αλλά με τα μυαλά τετρακόσα. Η Αγγελικούλα είχε θυμάται καμιά
δεκαριά γάτες και τις ταΐζε. Τον έστελνε στο χασάπη και της αγόραζε
πέντε δραχμές κρέας.
-Καλά που ήρθες του λέει γιατί ξέμειναν οι γάτες χωρίς κρέας και τον
αγκάλιασε τον φιλούσε και τον σταύρωνε.
Μετά από λίγο χρόνο έφυγαν σχεδόν όλοι μαζί. Είχε επαφή με το γιο
του Τζώρτζη.
Γενικά από την δεκαετία του 30 μέχρι και την μεταπολίτευση, οι
εποχές δεν ήταν καλές για τους αριστερούς. Οι δουλειές πλέον στο
μαγαζί του Λάκη έμπαιναν με το βελόνι, με αποτέλεσμα να τα φέρνει
βόλτα πολύ δύσκολα. Δεν ήθελε κανείς να στιγματιστεί ως αριστερός
καθώς οι σπιούνοι και οι ρουφιάνοι καραδοκούσαν. Εκτός αυτού το
ξύλο έπεφτε χωρίς λόγω και εύκολα. Όποιος ήθελε έδερνε περί όνου
σκιάς. Έφτανε μόνον να είσαι αριστερός έστω και κατά υποψία.
Αυτός εκεί. Προσπαθούσε να σταθεί κόντρα σε όλους και σε όλα.
Φάνηκε γερό σκαρί και παρά το ξύλο και το κυνήγι το κράτησε το
μαγαζάκι του και έθρεψε την οικογένειά του. Είχε το μοναδικό στην
πόλη έμβολο και οι άλλοι τσαγκάρηδες φολιάζανε τα παπούτσια σ’
αυτόν. Γραφική ήταν οι εικόνα τους στις γειτονιές, να έρχονται στο
μαγαζί του με το αγέρωχο περπάτημά τους, βαστώντας μέσα στις
άσπρες ποδιές τα παπούτσια που ήταν για φόλιασμα.
Σε ανύποπτο χρόνο μπήκε στο μαγαζί του ο διοικητής της
ασφάλειας, πρωϊνιάτικα. Τι να θέλει τούτος σκέφτηκε. Λάθος στο
μαγαζί θα έκανε. Καλημερίστηκαν και μετά το πρώτο μούδιασμα του
απευθύνει το λόγο.
-Θέλω να μου φτιάξεις μια κουκούλα για το αυτοκίνητό μου. Τι λες
θα τα καταφέρεις;
-Ποιος σ’ έστειλε εδώ;
-Οι κεραίες της αγοράς.
-Ξέρεις σε τίνος μαγαζί μπήκες; Μήπως ήθελες να πας αλλού;
-Βεβαίως. Εξ άλλου δεν ήλθα για την ιδεολογία σου. Για την τέχνη
σου ήλθα. Λέγε μου θα την φτιάξεις;
-Κοστίζει και δεν θα είναι εφαρμοστή όπως οι έτοιμες.
-Δεν με νοιάζει. Πόσο κοστίζει;
Υπολόγισε το καραβόπανο και τα εργατικά του είπε την τιμή και
ζήτησε να προπληρωθεί.
-Αυτό είναι πρωτάκουστο. Θα σου δώσω τα έξοδα τα μισά εργατικά
και τα άλλα με την παράδοση.
-Όχι!
Έφυγε ο άνθρωπος γεμάτος απορία. Το συμβάν κυκλοφόρησε στην
πιάτσα της πάνω αγοράς. Μετά από λίγες μέρες μπήκε στο μαγαζί
του ένας ομοϊδεάτης του αλλά από αυτούς που πάνε όπου φυσά ο
άνεμος.
-Σύντροφε καλημέρα. Θέλω να μου ράψεις αυτές τις δυο πλάτες από
τις καρέκλες.
-Βαριά κουβέντα είπες Απόβραδε και το ξέρεις. Δεν ράβονται γιατί
το πανί είναι σάπιο δεν το βλέπεις; Πρέπει να γίνουν από την αρχή
καινούργιες.
-Ωραία. Πόσο θα κοστίσουν.
-Όσο και να κάνουν θα προπληρώσεις.
-Ρε Λάκη αμάν. Δουλειά σου φέρνω και με διώχνεις.
-Αυτή τη στιγμή ακούω τα κόκαλα του γιου μου να τρίζουν. Άντε στο
καλό άνθρωπέ μου.
Δεν ήταν του χαρακτήρα του να διώχνει πελάτες μα όσους δεν τους
πήγαινε και δεν τους έπαιρνε με καλό μάτι δεν τους έκανε τη χάρη.
Δεν ήθελε σεμπριές μαζί τους. Αντιθέτως όταν του έφερε για
φόλιασμα τα παπούτσια της η χαροκαμένη μάνα ενός νεαρού που
ανήκε στις τάξεις του Ε.Δ.Ε.Σ. και χάθηκε στο βουνό την εποχή του
εμφυλίου σαν τον ρώτησε τι χρωστούσε της έδωσε ένα χαρτονόμισμα
λέγοντάς της.
- Τίποτε. Αυτό να κάψεις δυο κεριά ένα για τον Ανέστη σου και ένα
για τον Λευτέρη μου.
Πήρανε τη γιαγιά τα ζουμιά τον πήρανε και αυτόν και κλάψανε
κεφάλι με κεφάλι. Έτσι ακουμπημένους τον ένα πάνω στο κεφάλι του
άλλου τους βρήκε ο Διοικητής της ασφάλειας, όταν μπήκε για να
παραγγείλει τελικά την κουκούλα. Πήρε παραπέρα τη γιαγιά και
κουβέντιασαν λίγη ώρα. Από τότε έδωσε εντολή στους ασφαλίτες να
μην τον ξαναενοχλήσουν. Με αυτό τον τρόπο έφαγε το κεφάλι του.
Σε μια βδομάδα, πριν παραλάβει την κουκούλα έφυγε με μετάθεση.
Ο Λάκης του την έστειλε σιδηροδρομικώς. Μετά από ένα μήνα
περίπου μπήκε ξανά στο μαγαζί του με πολιτικά. Του έβαλε στο χέρι
του ένα σημείωμα, λέγοντάς του.
-Αυτή είναι η διεύθυνσή μου στην υπηρεσία μου. Αν με χρειαστείς
μην διστάσεις. Και που είσαι. Να φυλάγεσαι από τους δικούς σου
περισσότερο από ότι φυλάγεσαι από τους άλλους.
Ήταν κάπου στο 57.
Είχε και ένα χωραφάκι με ελιές και μερικές αγριοαγκιναριές γύρω
από αυτό που στα αργότερα χρόνια του βρέθηκε. Κάθε Μάη τις
μάζευε και τις πουλούσε στην κεντρική πλατεία στο κόσμο να πιει το
ουζάκι του. Μάζευε και σαλιγκάρια από τα αρμυρίκια στα αλίπεδα
του λιμανιού, τα έβραζε και αυτά και τα πουλούσε αφού τα
πασπάλιζε με αλάτι και ρίγανη. Γυρνούσε και στις γειτονιές της
πόλης του. Αργότερα έκανε άλλες δουλειές για να συμπληρώνει το
φαί του σπιτιού. Έτσι συνέχισε να πουλά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας
του 60, απροσκύνητος.
Αντιθέτως ο Γιαννίτσας ξεπέρασε την οικονομική κρίση του 32, την
εποχή δηλαδή που πολλοί καταστηματάρχες είχαν καταρρεύσει από
το βάρος των χρεών τους. Βγήκε περισσότερο ισχυρός μέσα από μια
κρίση που κράτησε μεγάλη χρονική περίοδο με οικονομική και
πολιτική αστάθεια. Έτσι η μέρα του κινούσε αισιόδοξα και αυτός
ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση. Όλα του πήγαιναν δεξιά. Ήταν τόσο
σίγουρος για το άτομό του που οι πατούσες του με δυσκολία
χωρούσαν στα 42 νούμερο χειροποίητα παπούτσια που του έφτιαχνε
πάντα ο Λάκης. Αυτός δεν είχε κάποια συγκεκριμένη πολιτική
πεποίθηση. Δεν ανήκε σε κόμμα. Ναι μεν ήταν συντηρητικός και
φιλοβασιλικός αλλά μέχρις εδώ. Φανατιλίκια και σημαίες δεν ήταν
του χαρακτήρα του. Στον Βενιζέλο χρέωνε την εισροή των
προσφύγων. Έκλεινε ελαφρώς προς την μοναρχία μα δεν κρέμασε
τον βασιλιά στο μαγαζί του. Ψήφιζε πάντα πρακτικά και
φιλοβασιλικά.