Ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας και η νέα ρύθμιση του άρθρου 5

Download Report

Transcript Ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας και η νέα ρύθμιση του άρθρου 5

Nebisinidem,τεκμήριοαθωότηταςκαιηνέαρύθμιση
τουάρθρου5παρ.2εδαφ.β΄τουΚΔΔ(άρ.17τουν.4446/2016)
Ι.Εισαγωγή
Με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016 – έναρξη ισχύος του
άρθρου 17 από τη δημοσίευση του ν. 4446/2016 στην Εφημερίδα της
Κυβέρνησης,σύμφωναμετοάρθρο129τουνόμουαυτού),ηπαράγραφος2του
άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ) αντικαταστάθηκε ως
ακολούθως: «Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις των πολιτικών
δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν έναντι
όλων. Δεσμεύονται, επίσης, από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις
τωνποινικώνδικαστηρίωνωςπροςτηνενοχήτουδράστη,απότιςαμετάκλητες
αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην
γίνειηκατηγορίαβουλεύματα,εκτόςεάνηαπαλλαγήστηρίχθηκεστηνέλλειψη
αντικειμενικώνήυποκειμενικώνστοιχείωνπουδεναποτελούνπροϋπόθεσητης
διοικητικής παράβασης». Με την ανωτέρω διάταξη του εδαφίου β’, αφενός
επαναλαμβάνεται η εν ισχύι ρύθμιση περί δέσμευσης από τις αμετάκλητες
καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις και, αφετέρου, τίθεται νέος κανόνας όσον
αφορά τη σχέση μεταξύ της ποινικής και της διοικητικής δίκης, ο οποίος
προβλέπει ότι ο διοικητικός δικαστής δεσμεύεται επίσης από τις αμετάκλητες
αθωωτικέςαποφάσειςκαθώςκαιαπότααμετάκλητααπαλλακτικάβουλεύματα,
εκτός εάν η απαλλαγή οφείλεται στην έλλειψη στοιχείου της αντικειμενικής ή
της υποκειμενικής υπόστασης του ποινικού αδικήματος που δεν αποτελεί
προϋπόθεσητηςαντίστοιχηςαποδοθείσαςδιοικητικήςπαράβασης.1
Στο αντίστοιχο σημείο της αιτιολογικής έκθεσης του νόμου 4446/2016
αναφέρεταιότι«[…]τροποποιείταιηπαράγραφος2τουάρθρου5τουΚώδικα
ΔιοικητικήςΔικονομίας,προκειμένουηδέσμευσητωνδιοικητικώνδικαστηρίων
απότιςαμετάκλητεςαποφάσειςτωνποινικώνδικαστηρίωνναεπεκταθείπέραν
από τις καταδικαστικές και στις αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και στα
1 Η
νέα αυτή διάταξη δεν μεταβάλλει τους ισχύοντες κανόνες του ΚΔΔ, όπως αυτός έχει
ερμηνευθεί από το ΣτΕ (βλ., ιδίως, ΣτΕ Β΄ Τμ. 1522/2010 επταμ., 1993/2016 επταμ.), όσον
αφοράτοβάροςτουδιαδίκουγιαεπίκλησηκαιαπόδειξητηςύπαρξηςκαιτουαμετακλήτουτης
σχετικήςποινικήςαπόφασηςήβουλεύματος.
1
αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα που έχουν καταστεί
αμετάκλητα (βλ. και απόφαση ΕΔΔΑ της 13.7.2010, Σταυρόπουλος κατά
Ελλάδας)». Από την παραπομπή στην απόφαση Σταυρόπουλος, η οποία,
σημειωτέον, δεν είναι του 2010 αλλά του 2007, συνάγεται ότι η νέα ρύθμιση
προτάθηκε με σκοπό το σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας, σύμφωνα με το
άρθρο6παρ.2τηςΕΣΔΑ.ΣτηνέκθεσητηςεπιστημονικήςυπηρεσίαςτηςΒουλής,
αφούγίνονταιαναφορέςστιςαποφάσειςΣτΕΟλομ.1741/2015(σκέψη14),ΣτΕ
1992/2016 επταμ. (σκέψη 9) και Καπετάνιος του ΕΔΔΑ, παρατηρείται ότι η
ανωτέρω ρύθμιση «[...] προτείνεται προς συμμόρφωση της Ελληνικής
Δημοκρατίας προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, τόσο ως προς το τεκμήριο
αθωότητας, όσο και ως προς την αρχή ne bis in idem», Εξάλλου, στο από
3.11.2016έγγραφοτουΔ.Σ.τηςΈνωσηςΔιοικητικώνΔικαστώνδιατυπώνεταιη
θέσηότιηωςάνωρύθμισηαποβλέπειστηναντιμετώπισητουπροβλήματοςτης
παράλληλης πρόβλεψης διοικητικών και ποινικών κυρώσεων για την αυτή
πράξη,ενόψειτηςαρχήςnebisinidem.Επομένως,μεβάσηταπροεκτεθέντα,ως
δικαιολογητική βάση της νέας διάταξης προβάλλεται το ne bis in idem (όπως
αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ), το
τεκμήριο αθωότητας (κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ) ή και οι δύο αυτές
εγγυήσειςτηςΕΣΔΑ,οιοποίες,βέβαια,διακρίνονταιμεταξύτους,όσοναφοράτο
κανονιστικότουςπεριεχόμενο,και,δη,κατάτρόποτέτοιοώστεηεπίκλησητης
μίας να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτει και την άλλη (βλ. σχετικά και
απόφασητουΕΔΔΑ9.6.2016,ΣισμανίδηςκαιΣιταρίδηςκατάΕλλάδας,66602/09
& 71879/12, σκέψεις 30 και 50, περί της εξάντλησης των εθνικών ενδίκων
μέσων,ωςπροϋπόθεσητουπαραδεκτούτηςπροσφυγής,κατάτοάρθρο35παρ.
1ΕΣΔΑ).
ΙΙ.Τοnebisinidem
Ηδιάταξητουεδαφίουβ΄τηςπαραγράφου2τουάρθρου5τουΚΔΔ,όπωςαυτή
αντικαταστάθηκεμετοάρθρο17τουν.4446/2016δενφαίνεταινατέθηκεμε
σκοπό το σεβασμό του κανόνα ne bis in idem, που απορρέει από το άρθρο 4
παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Tούτο συνάγεται τόσο από την
αιτιολογική έκθεση της διάταξης (που δεν περιέχει καμία σχετική αναφορά,
παράμόνονέμμεσηαναφοράστοτεκμήριοαθωότητας,μέσωτηςπαραπομπής
2
στην απόφαση Σταυρόπουλος του ΕΔΔΑ) όσο και από το αντικείμενο και το
ρυθμιστικότηςπεριεχόμενο.
Οκανόναςnebisinidemέχει,κατάβάση,τοχαρακτήραδιαδικαστικής–καιόχι
ουσιαστικής–εγγύησης(βλ.καιαπόφασηΕΔΔΑμειζ.συνθ.15.11.2016,ΑκαιΒ
κατά Νορβηγίας, 24130/11 & 29758/11, σκέψη 107: “The ne bis in idem
principle is mainly concerned with due process […] and is less concerned with
thesubstanceofthecriminallaw[…]”).Απαγορεύει,υπόόρους,τηνέναρξηήτην
εξακολούθησηδεύτερης“ποινικής”,σύμφωναμετακριτήριαEngel,διαδικασίας,
μετάτηναμετάκλητηπεράτωσητηςπρώτης,κατάτουίδιουπροσώπουκαιγια
τηνίδιακατ’ουσίανπαραβατικήσυμπεριφορά,ανεξάρτητααπότοεάνηπρώτη
διαδικασία κατέληξε σε καταδίκη ή απαλλαγή του. Σε περίπτωση σώρευσης
ποινικής και διοικητικής δίκης για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση (λ.χ.
φοροδιαφυγής),οκανόνας,εφόσονβρειπεδίοεφαρμογής,έχειωςσυνέπειαότι,
αν ολοκληρωθεί πρώτη αμετάκλητα η ποινική δίκη, το διοικητικό δικαστήριο
υποχρεούται να τερματίσει την ενώπιόν του διαδικασία, με έκδοση απόφασης
πουακυρώνειτηνεπιβληθείσαδιοικητικήκύρωσηήαποδέχεταιωςνόμιμητην
γενόμενηαπότοκατώτεροδικαστήριοακύρωσήτης(βλ.ΣτΕ3182/2010,πρβλ.
και απόφαση Καπετάνιος του ΕΔΔΑ). Η νέα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 ΚΔΔ
δεν γεννά τέτοια υποχρέωση, καθόσον (α) προβλέπει, όπως και πριν, τη
δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από την αμετάκλητη καταδικαστική
ποινική απόφαση, ρύθμιση η οποία άγει, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, στην
επικύρωσητης“ποινής”πουέχειεπιβληθείαπότηΔιοίκησηστοδράστη,γιατη
σχετικήδιοικητικήπαράβαση,μεαποτέλεσμανατουεπιβάλλονταιδύοποινές,
με δύο διαφορετικές διαδικασίες, (β) προβλέπει, το πρώτον, τη δέσμευση του
διοικητικούδικαστηρίουαπότηναμετάκλητηαθωωτικήποινικήαπόφαση(ήτο
αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα), εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην
έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν
προϋπόθεσητηςδιοικητικήςπαράβασης,μεσυνέπεια,σεπερίπτωσηαπαλλαγής
ερειδόμενης σε κρίση του ποινικού δικαστή περί μη συνδρομής τέτοιου
στοιχείου, να προχωρά κανονικά η διοικητική δίκη για την κύρωση που
επιβλήθηκελόγωτηςαντίστοιχηςαποδοθείσαςδιοικητικήςπαράβασης,και(γ)
η προβλεπόμενη δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από την αμετάκλητη
αθωωτική ποινική απόφαση, λαμβανομένης υπόψη και της προαναφερόμενης
3
προϋπόθεσής της, συνδέεται με την ουσία της υπόθεσης, στην οποία αφορά η
αθωωτική κρίση του ποινικού δικαστή και, επομένως, θεσπίζεται όχι ως
διαδικαστικήαλλάωςουσιαστικήεγγύησηυπέρτουαπαλλαχθέντος.
Τα ανωτέρω δεν σημαίνουν, πάντως, ότι η η νέα διάταξη περί δέσμευσης του
διοικητικού δικαστή από την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστή
στερείταισημασίαςκαιείναιάμοιρησυνεπειώνόσοναφοράτοnebisinidem.
Πράγματι,ηεφαρμογήτηςδιάταξηςαυτής,στομέτροπουσυνεπάγεταιείτετην
ακύρωση της επίμαχης διοικητικής κύρωσης από τον διοικητικό δικαστή είτε
την επιβεβαίωση της ακύρωσής της από το κατώτερο διοικητικό δικαστήριο,
έχεικατ’ουσίαντοαποτέλεσμαπουαπαιτεί,κατάταπροεκτεθέντα,τοnebisin
idem. Επομένως, η διάταξη, μολονότι δεν δικαιολογείται από την ανάγκη
τήρησης του κανόνα ne bis in idem, παρίσταται ικανή να οδηγήσει, κατ’
αποτέλεσμα, στο σεβασμό του. Πέραν τούτου, η διάταξη δημιουργεί έναν κατ’
ουσίαν σύνδεσμο μεταξύ της ποινικής και της διοικητικής δίκης, ο οποίος,
ενόψει της ερμηνευτικής προσέγγισης που υιοθέτησε η από 15.11.2016
απόφαση της μείζονας σύνθεσης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Α και Β κατά
Νορβηγίας, λαμβάνεται υπόψη για να εκτιμηθεί εάν οι δύο “ποινικές”
διαδικασίεςσυνδέονταιστενάμεταξύτους,κατάτρόποσυμβατόμετονκανόνα
τουάρθρου4παρ.1του7ουΠρωτοκόλλουτηςΕΣΔΑ2.Ηισχύςκαιηέκτασητου
δεσμούεξαρτάταιενπολλοίςαπότηνκανονιστικήεμβέλειατηςνέαςδιάταξης,
ζήτημαπουεξετάζεταιαμέσωςπαρακάτω.
ΙΙΙ.Τοτεκμήριοαθωότητας
Όπωςσημειώθηκε,ηαιτιολογικήέκθεσητηςνέαςδιάταξηςτουάρθρου5παρ.2
εδαφ. β΄ του ΚΔΔ επικαλείται, ως δικαιολογητικό της θεμέλιο, την απόφαση
ΣταυρόπουλοςκατάΕλλάδαςτουΕΔΔΑ.Πρόκειταιγιααπόφασησχετικάπαλαιά
του2007),ηοποία,μετην(ασαφήκαιδιφορούμενη)διατύπωσητουσκεπτικού
της, δημιούργησε αρκετά προβλήματα στον Έλληνα διοικητικό δικαστή.
Πάντως, η εν λόγω απόφαση αναφέρεται στο άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και,
ειδικότερα, στην ανάγκη σεβασμού από τον διοικητικό δικαστή του τεκμηρίου
2Βλ.αναλυτικάτοάρθρομου“Ηεπιρροήτηςποινικήςδίκηςστηδιοικητικήδιαδικασίακαιδίκη
για φορολογικές παραβάσεις, υπό το φώς των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στην πρόσφατη
νομολογίατουΣτΕκαιτουΕΔΔΑ”(δημοσίευσητοΔεκέμβριο2016,στοhumanrightscaselaw.gr),
σελ.19-21.
4
αθωότητας που απορρέει από (αμετάκλητη) αθωωτική απόφαση ποινικού
δικαστηρίου. Συνεπώς, ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής της νέας
διάταξης του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β΄ ΚΔΔ υπό το πρίσμα της συναφούς
νομολογίαςτουΕΔΔΑ(πουδενπεριορίζεταιβέβαιαστηνΣταυρόπουλος),όπως
αυτή έχει αποσαφηνισθεί με αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η
πρόσφατηαπόφαση1992/2016τηςεπταμελούςσύνθεσηςτουΒ΄Τμήματοςτου
Δικαστηρίου δέχθηκε, στη σκέψη 9, τα εξής: «[...] το ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας τη
διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το τεκμήριο
αθωότητας, έχει δεχθεί ότι απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται
τελικής αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο δεν
πρέπεινατηνπαραβλέπεικαιναθέτειεναμφιβόλωτηναθώωση,έστωκαιαν
αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών, ως “τελική” δε απόφαση, στο πλαίσιο της
προαναφερόμενης νομολογίας, νοείται η αμετάκλητη απόφαση ποινικού
δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 2951/2013, 2957/2013, 1713/2014, 1879/2014,
1184/2015,2403/2015κ.ά.).Όπωςέχεικριθεί,ενόψειτηςανωτέρωνομολογίας
του ΕΔΔΑ, το εκ των υστέρων επιλαμβανόμενο διοικητικό δικαστήριο, που
κρίνειεπίτηςδιοικητικήςπαράβασηςτηςλαθρεμπορίαςδενδεσμεύεταιαπότην
οικεία αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αλλά
υποχρεούται να τη συνεκτιμήσει και, δη, κατά τρόπο ειδικό, ώστε, εφόσον
αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστή, να μην
καταλείπονται εύλογες αμφιβολίες ως προς το σεβασμό του τεκμηρίου
αθωότητας, που απορρέει από την τελική έκβαση της ποινικής δίκης (βλ. ΣτΕ
1713-1714/2014, 2069/2014, 1184/2015, 2403/2015) [...].» Περαιτέρω, το
ΣυμβούλιοτηςΕπικρατείαςέχεικρίνειότι,στοανωτέρωπλαίσιο,οδιοικητικός
δικαστής μπορεί να απομακρυνθεί από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού
δικαστήστηριζόμενοςείτεστηδιαφοροποίησημεταξύτωνπροϋποθέσεωντου
ποινικούαδικήματοςκαιτηςδιοικητικήςπαράβασης(βλ.ΣτΕΟλομ.4662/2012)
είτε στο χαμηλότερο βαθμό απόδειξης της διοικητικής παράβασης (λ.χ.
φοροδιαφυγής) που ισχύει στη διοικητική δίκη, σε σχέση με εκείνο που διέπει
τηνποινικήδίκη,γιατοαντίστοιχοποινικόαδίκημα(βλ.ΣτΕΒ΄Τμ.1992/2016
επταμ.)ήσεστοιχείαπουδενείχελάβειυπόψητουτοποινικόδικαστήριοήτο
5
δικαστικόσυμβούλιο (βλ.ΣτΕΒ΄Τμ.1713-1714/2014,2069/2014,1184/2015,
2403/2015,2503/2016).3
Ενόψειτωνπροηγουμένων,ανοίγουνδύοδρόμοι,πουοδηγούνσεδιαφορετικές
κατευθύνσεις όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή της νέας διάταξης
του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β΄ ΚΔΔ. Ακολουθώντας τον πρώτο, ο διοικητικός
δικαστήςστηρίζεταιστογράμματηςδιάταξης,αγνοώνταςτηνπροαναφερόμενη
νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και θεωρώντας ουσιαστικά ότι ο
έλληναςνομοθέτηςθέσπισερύθμισηυπερβαίνουσαταόριακαιτηνκανονιστική
εμβέλεια των ανωτέρω επιταγών του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, με σκοπό την
αποτροπή όχι μόνο παραβιάσεων του τεκμηρίου αθωότητας αλλά και
αντιφάσεων οι οποίες μπορούν να προκύψουν στην έννομη τάξη, λόγω της
διαφοροποίησηςτωνκρίσεωντουποινικούκαιτουδιοικητικούδικαστήγιατα
ίδιακατ’ουσίαζητήματα(συνδρομήςτωνστοιχείωντηςαντικειμενικήςκαιτης
υποκειμενικής υπόστασης των αποδιδόμενων παραβάσεων). Η κατεύθυνση
αυτή σημαίνει ευρύ πεδίο εφαρμογής της νέας διάταξης περί δέσμευσης του
διοικητικού δικαστή από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις και έχει την
“παράπλευρη” ωφέλεια ότι οδηγεί στην αποφυγή έγερσης ζητήματος
παραβίασης(όχιμόνοτουτεκμηρίουαθωότηταςαλλάκαι)τουnebisinidem,
μέσωτουοιονείαυτόματου,λόγωτηςδεσμευτικότηταςτηςαθωωτικήςποινικής
απόφασης,τερματισμούτηςενώπιοντουδιοικητικούδικαστηρίουδιαδικασίας,
με απόφαση ακυρωτική ή επιβεβαιωτική της γενόμενης από το κατώτερο
δικαστήριοακύρωσηςτηςεπίδικηςδιοικητικήςποινής.
Ηδεύτερηοδόςείναιεκείνητηςερμηνείαςτηςδιάταξηςενόψειτουσκοπούτης,
πουανάγεταιστοσεβασμότωναπαιτήσεωντουκατάτοάρθρο6παρ.2ΕΣΔΑ
τεκμηρίουαθωότητας,όπωςαυτέςπροκύπτουναπότηνομολογίατουΕΔΔΑκαι
τη σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η τοιαύτη τελολογική
καισυστηματικήερμηνευτικήπροσέγγισητηςδιάταξηςενεργείσυσταλτικάεπί
του πεδίου εφαρμογής της, σε σχέση με εκείνο που συνάγεται από τη
γραμματική ερμηνεία της, αποκαλύπτοντας και το βασικότερο, ίσως,
3Υπενθυμίζεταιότιτεκμήριοαθωότητας,υπότηνανωτέρωόψητου,βρίσκειπεδίοεφαρμογής
και σε διοικητικές διαφορές που δεν έχουν “ποινική” χροιά, ως απορρέουσες από την έκδοση
διοικητικών πράξεων με τις οποίες δεν επιβάλλονται κυρώσεις αλλά οι οποίες προϋποθέτουν
τηντέλεσηδιοικητικήςπαράβασης,αντίστοιχηςήσχετικήςμετηναποδοθείσαποινική,ωςπρος
τηνοποίαεχώρησεηαθώωση(λ.χ.διοικητικώνπράξεωνεπιβολήςτουοφειλόμενουφόρου,σε
περίπτωσηφοροδιαφυγής).
6
μειονέκτημα της τελευταίας: ο κίνδυνος πραγματικής αντίφασης στην έννομη
τάξηαπόδιαφορετικέςκρίσειςτουποινικούκαιτουδιοικητικούδικαστήείναι
περιορισμένος, αν ληφθεί προσηκόντως υπόψη το διαφορετικό, ουσιωδώς
χαμηλότερο, επίπεδο απόδειξης που ισχύει στη διοικητική δίκη έναντι του
εφαρμοστέουστηνποινικήδίκη4,στοιχείοτοοποίο,σεσυνδυασμόκαιμεάλλες
διαφορέςπουεντοπίζονταιστιςδύοαποδεικτικέςδιαδικασίες,δικαιολογεί,κατ’
αρχήν,τημηδέσμευσητουδιοικητικούδικαστήαπότηναπαλλακτικήκρίσητου
ποινικού δικαστηρίου (πρβλ. ΣτΕ 1992/2016 επταμ., σκέψη 9 και ΣτΕ Ολομ.
1741/2015,σκέψη14).Εξάλλου,στομέτροπουτοενλόγωεπίπεδοαπόδειξης
της διοικητικής παράβασης αποτελεί κανόνα με συνταγματικό υπόβαθρο5, η
δέσμευσητουδιοικητικούδικαστήαπότηναθωωτικήκρίσητουποινικού,λόγω
αμφιβολιών,πουδημιουργούνταιβάσεικαιτουυψηλότερουβαθμούαπόδειξης
που απαιτείται για την ποινική καταδίκη, ενδέχεται να γεννά επιπλέον
συνταγματικά προβλήματα. Κατ’ εκτίμηση των ανωτέρω δεδομένων, η νέα
διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β΄ ΚΔΔ θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι
βρίσκει, κατ’ αρχήν, πεδίο εφαρμογής μόνον εφόσον (α) έχει εκδοθεί
αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, οπότε θεωρείται ότι δεν υπάρχουν καν
αποχρώσεςενδείξειςενοχής,αρκετέςγιαναγίνειπαραπομπήτηςυπόθεσηςστο
ποινικό ακροατήριο, λαμβανομένου υπόψη και του ότι το αρμόδιο όργανο της
ποινικήςδικαιοσύνηςκρίνειτηνουσίατηςυπόθεσης,στοστάδιοαυτό,μεβάση
επίπεδο απόδειξης ανάλογο ή χαμηλότερο εκείνου στο οποίο στηρίζεται ο
διοικητικός δικαστής, ή (β) έχει εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση με
βέβαιη και χωρίς αμφιβολίες κρίση του ποινικού δικαστή για μη διάπραξη του
αποδιδόμενου αδικήματος φοροδιαφυγής. Υπό την ίδια ερμηνευτική εκδοχή, η
διάταξηδενεφαρμόζεται,εάνηαμετάκλητηαθωωτικήαπόφασηστηρίζεταισε
αμφιβολίες του ποινικού δικαστηρίου, καθόσον αυτές συναρτώνται με το
υψηλότερο επίπεδο απόδειξης της παράβασης, που διέπει την ποινική δίκη.
4Για
τη διαφοροποίηση αυτή, βλ. αναλυτικά το άρθρο μου “Σύνταγμα, ΕΣΔΑ και ζητήματα
(βάρους, είδους και βαθμού) απόδειξης σε φορολογικές υποθέσεις, στην πρόσφατη νομολογία
του ΣτΕ” (δημοσίευση το Νοέμβριο 2016, στο humanrightscaselaw.gr), σελ. 9-10 (ύπαρξη
άμεσων ή και έμμεσων αποδείξεων, ικανών να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στο
συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης παράβασης, έναντι της πλήρους βεβαιότητας,
πουπροσιδιάζειστηνποινικήδίκη).
5Πρβλ.ΣτΕΒ΄Τμ.884/2016επταμ.,σκέψη8(παραβάσειςφοροδιαφυγής)καισχετικήανάλυση
στο άρθρο μου “Σύνταγμα, ΕΣΔΑ και ζητήματα (βάρους, είδους και βαθμού) απόδειξης σε
φορολογικέςυποθέσεις,στηνπρόσφατηνομολογίατουΣτΕ”,σελ.10.
7
Πάντως,ηωςάνωσυρρίκνωσητουπεδίουεφαρμογήςτηςδιάταξηςμεγαλώνει,
αντίστοιχα,τονκίνδυνοέγερσηςζητήματοςπαραβίασηςτουnebisinidem.
IV.Συμπέρασμα
Μετά την απόφαση Α και Β κατά Νορβηγίας, που έδωσε νέα κατεύθυνση, με
αρκετέςόμωςασάφειες,στηνομολογίατουΕΔΔΑωςπροςτοnebisinidem,στο
πεδίο της σώρευσης ποινικής και διοικητικής κυρωτικής διαδικασίας για την
ίδια παράβαση, γεννώνται περαιτέρω ερμηνευτικά προβλήματα, στο πεδίο
αυτό,μετηνέαδιάταξητουάρθρου5παρ.2εδαφ.β΄ΚΔΔ,περίδέσμευσηςτου
διοικητικού δικαστή από την αμετάκλητη αθωωτική κρίση του ποινικού. Το
ζήτημα του ne bis in idem τελεί υπό εξέταση στην επταμελή σύνθεση του Β΄
Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας σε αναιρετικές φορολογικές
υποθέσεις,ενώτοθέματηςερμηνείαςκαιτηςεφαρμογήςτηςνέαςρύθμισηςτου
άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β΄ ΚΔΔ δεν αποκλείεται να απασχολήσει το Δικαστήριο
στο άμεσο μέλλον, ακόμα και στο πλαίσιο της εκδίκασης αίτησης επανάληψης
της διαδικασίας, που υποβλήθηκε κατόπιν της καταδικαστικής απόφασης του
ΕΔΔΑστηνυπόθεσηΣιταρίδη.Ταζητήματααυτά,πουαπασχολούντηνελληνική
διοικητική δικαιοσύνη για πολλά έτη, πρέπει να αντιμετωπισθούν, για λόγους
ασφάλειας του δικαίου, κατά το δυνατόν, σύντομα και με την απαιτούμενη
σαφήνεια αλλά και κατά τρόπο που να εξασφαλίζει εύλογη ισορροπία μεταξύ,
αφενός, των θεμελιωδών δικαιωμάτων των διοικουμένων και, αφετέρου, της
χρηστής απονομής της δικαιοσύνης και της εξυπηρέτησης του δημοσίου
συμφέροντος της καταπολέμησης των παραβάσεων των υποχρεώσεων που
υπέχουν οι πολίτες από κανόνες του διοικητικού δικαίου, ιδίως σε τομείς
ιδιαίτερασημαντικούςγιατοκράτοςκαιτηνκοινωνία,όπωςείναιηφορολογία,
ηεργασίακαιηκοινωνικήασφάλισηήτοπεριβάλλον.
Δεκέμβριος2016
Ι.Δημητρακόπουλος
8