Εξπρεσιονισμός

Download Report

Transcript Εξπρεσιονισμός

Εξπρεσιονισμός Ο Εξπρεσιονισμός αποτελεί καλλιτεχνικό κίνημα της μοντέρνας τέχνης που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, περίπου την περίοδο 1905‐1940, και κυρίως στο χώρο της ζωγραφικής. Ο όρος εξπρεσιονισμός (expressionism, από το λατινικό όρο expressio, δηλαδή έκφραση) χρησιμοποιήθηκε περισσότερο για να δηλώσει μια τάση αντίθετη στον Ιμπρεσιονισμό. Βασικό χαρακτηριστικό των εξπρεσιονιστών καλλιτεχνών ήταν η τάση να παραμορφώνουν την πραγματικότητα στα έργα τους, αδιαφορώντας απέναντι σε μια πιστή και αντικειμενική αναπαράστασή της. Συχνά ο εξπρεσιονισμός διακρίνεται και από μια έντονη συναισθηματική αγωνία, ενώ ελάχιστα εξπρεσιονιστικά έργα έχουν χαρούμενη διάθεση. Αρχιτεκτονική: Στην αρχιτεκτονική ο εξπρεσιονισμός εκφράζεται κυρίως με κυματοειδή επίπεδα και πλαστικές λύσεις των όγκων αντίθετες προς τα γεωμετρικά και στερεομετρικά σχήματα της ορθολογιστικής αρχιτεκτονικής. Δάσκαλος του εξπρεσιονιστικού αρχιτεκτονικού ρεύματος θεωρείται ο Έριχ Μέντελσον (1887‐1953). Άλλοι αξιόλογοι αρχιτέκτονες είναι οι Γερμανοί Χανς Πέλτσιχ (1869‐1936), Όττο Μπάρτνινγκ (1883‐1959) και ο Αυστριακός Ρούντολφ Στάινερ (1861‐
1925). Το έντονα επαναστατικό περιεχόμενο αυτής της αρχιτεκτονικής καταπολεμήθηκε βίαια από το ναζισμό και το φασισμό, που υποστήριζαν την ακαδημαϊκή ευρυθμία και τον κλασικισμό. Γλυπτική: Ο σημαντικότερος εξπρεσιονιστής γλύπτης είναι ο Γερμανός Ερνστ Μπάρλαχ (1870‐
1938). Στα έργα του, που είναι φιγούρες ανθρώπων με επιδράσεις από τη γοτθική και την τέχνη των πρωτόγονων λαών, με τα αναπεπταμένα φορέματα, τις εκστατικές χειρονομίες, τους συμπαγείς, βαρείς γήινους όγκους τους, εκφράζονται βαθιά έντονα πανανθρώπινα αισθήματα. Ζωγραφική: Η κοσμοθεωρία τού Εξπρεσιονισμού αναπτύσσεται σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από συσσώρευση των μαζών στις πόλεις, βιομηχανική ανάπτυξη και ρήξη με την έννοια της παραδοσιακής κοινότητας, παράγοντες που δημιουργούν στο άτομο υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα. Η κατακερματισμένη εικόνα τού κόσμου που βιώνουν οι καλλιτέχνες, ενός κόσμου που διακατέχεται από δυνάμεις εχθρικές και αποδομητικές, προκαλεί στο άτομο συναισθήματα αγωνίας και απελπισίας που προβάλλονται πάνω στο χώρο και τα αντικείμενα κάνοντάς τα απειλητικά και επιθετικά.Κυριότεροι εκπρόσωποι: Έντβαρτ Μουνκ (1863‐1944), Όσκαρ Κοκόσκα (1886‐1980), Έγκον Σίλε (1890‐1918). Οι εξπρεσιονιστές ζωγράφοι απομακρύνονται από την απεικόνιση της πραγματικότητας και ασχολούνται με την έκφραση της σκέψης και των συναισθημάτων, προσπαθώντας να εισχωρήσουν στις πιο σκοτεινές γωνίες της ανθρώπινης ψυχής. Πρόκειται για μια τέχνη αγχώδη, που εκφράζει τις εσωτερικές αναζητήσεις και τις ψυχικές αγωνίες των καλλιτεχνών μέσα από τα βιαία χρώματα, τις επιθετικές φόρμες, τις ασφυκτικές συνθέσεις, τη μανιεριστική παραμόρφωση του ανθρώπινου σώματος, στον άνθρωπο και τα συναισθήματα, στη διαστρεβλωμένη απεικόνιση του σώματος και του προσώπου, απαισιόδοξα και μακάβρια, με το θάνατο με έντονο ερωτισμό. Οι εξπρεσιονιστές αρνούνται να δεχτούν την απόλυτη και νομοτελειακή εικόνα αυτής της πραγματικότητας και εκφράζουν τη βιωματική και ψυχολογικά φορτισμένη σχέση μαζί της με την παραμόρφωση και τη διαστρέβλωση. Ανακαλύπτουν και ταυτίζονται με την πρωτόγονη τέχνη και την αμεσότητα με την οποία αυτή εκφράζει μια αρμονική σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του και τα συναισθήματά του. Το ρεύμα του εξπρεσιονισμού αναπτύχθηκε κυρίως στη Γερμανία. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ κάποια ενιαία οργανωμένη ομάδα καλλιτεχνών που να αυτοαποκαλούνταν Εξπρεσιονιστές αλλά περισσότερο μικρές ομάδες με κοινά χαρακτηριστικά και κυρίως οι ομάδες Blaue Reiter (Γαλάζιος Καβαλάρης)και Die Brucke (Γέφυρα)με έδρα το Μόναχο και τη Δρέσδη αντίστοιχα. Οι εξπρεσιονιστές ζωγράφοι επηρεάστηκαν από διάφορους προγενέστερους ζωγράφους, αλλά και από έργα της αφρικανικής τέχνης. Η ομάδα της «Γέφυρας» συγκεντρώνει καλλιτέχνες, όπως τους ζωγράφους Καρλ Σμιτ Ρότλουφ (1884‐1976), Ερνατ Λούντβιχ Κίρχνερ (1880‐1938), Έρικ Χέκελ (1883‐1970) και Εμίλ Νόλντε (1867‐1956), που ζωγραφίζουν παραμορφωμένες φιγούρες και άλλες φόρμες με έντονα αντιθετικά χρώματα, απλωμένα σε κηλίδες με ωμά χρώματα δίχως πλάσιμο, προοπτική ή ιδεαλισμό. Η πρόθεσή τους ήταν να φανερώσουν τις ψυχικές αντιδράσεις του ατόμου απέναντι στην εχθρότητα του περιβάλλοντός του και να εξωτερικεύσουν το άγχος και τη διαμαρτυρία που προκαλούν τα ηθικά προβλήματα της υπάρξεως. Η άλλη ομάδα, αυτή του «Γαλάζιου Καβαλάρη», με εκπροσώπους όπως τους Βασίλι Καντίνσκι (1866‐1944), Φρανζ Μαρκ (1880‐1916) και Αουγκούστ Μάκε (1887‐1914) διαφέρει πολύ από την προηγούμενη, γιατί τα έργα έχουν μια κλασική αίσθηση. Πραγματεύονται τη ζωγραφική πιο πλαστικά, πιο νοητικά, ίσως ελάχιστα ή καθόλου συναισθηματικά συχνά με λυρισμό. Οι ιδέες τους δεν ήταν επαναστατικές και δεν αποσκοπούσαν στην κοινωνική κριτική. Η ομάδα δεν αντιμετωπίζει το έργο τέχνης ως εξωτερίκευση της υπαρξιακής κατάστασης του ατόμου (όπως η "Γέφυρα"), αλλά ως το σημείο συνάντησης του υποκειμενικού με το αντικειμενικό. Θεωρείται πως οι εξπρεσιονιστές ήρθαν σε επαφή με το έργο των Φωβιστών στο Παρίσι. Τα δύο κινήματα διακρίνονται και από ένα κοινό χαρακτηριστικό στην τεχνική τους, συγκεκριμένα τη χρήση έντονων χρωμάτων και αντιθέσεων. Ωστόσο ενώ οι φωβιστές επεδίωκαν με αυτό το τρόπο να δημιουργήσουν όμορφες εικόνες, οι εξπρεσιονιστές στόχευαν στην πρόκληση βαθύτερων συναισθημάτων. Για τους Εξπρεσιονιστές, το χρώμα αποτελούσε ένα σημαντικό μέσο έκφρασης από μόνο του, χωρίς απαραίτητα την ανάγκη ενός αντικειμένου. Ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός διαμορφώνεται σε ένα συγκεκριμένο τρόπο έκφρασης παθιασμένων ψυχικών καταστάσεων, κυρίως αυτών που σχετίζονται με την αποξένωση, με υστερικές αγχώδεις καταστάσεις, προσωπικές ή κοινωνικές, με πικρές εμπειρίες που κατατρέχουν τον άνθρωπο και που είναι δημιουργήματα της ταραγμένης γερμανικής κοινωνίας. Τα βασικά θέματα του εξπρεσιονισμού ήταν από το ένα μέρος η αγωνιώδης σκέψη γύρω από την καταστροφή στην οποία φαινόταν να οδηγείται η Ευρώπη με τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και από το άλλο η μυστικιστική ελπίδα σε μια ολοκληρωτική ανανέωση της ανθρωπότητας. Έτσι βλέπουμε έναν εξπρεσιονισμό αποκαλυπτικό και μηδενιστικό, που παρουσιάζει στις κυνικές εικόνες του τη διάλυση της παλαιάς αυταρχικής και μιλιταριστικής κοινωνίας της Γερμανίας και έναν εξπρεσιονισμό με πίστη στο μέλλον, που διακηρύσσει σε τόνους εκστατικού πάθους την αναγέννηση της ανθρωπότητας από τους νέους που καλούνται να οικοδομήσουν μια νέα κοινωνία αδελφοσύνης πάνω στα ερείπια του κόσμου των πατέρων τους. Τη χαριστική βολή δέχτηκε ο εξπρεσιονισμός όταν οι Ναζί ήρθαν στην εξουσία, το 1933. Καταδίκασαν το έργο όλων σχεδόν των εξπρεσιονιστών, σφραγίζοντάς το με το στίγμα του «εκφυλισμένου» και τους απαγόρευσαν να εκθέτουν ή να δημοσιεύουν έργα τους, κάποτε μάλιστα ακόμη και να εργάζονται. Πολλοί εξορίστηκαν και μερικοί εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ. Κυβισμός Ο κυβισμός είναι καλλιτεχνικό ρεύμα της ζωγραφικής και της γλυπτικής, στην Ευρώπη του 20ού αιώνα. Πήρε το όνομά του από την ελληνική λέξη «κύβος». Ο κυβισμός επηρέασε βαθιά τον καλλιτεχνικό κόσμο και αποτέλεσε τον πρόδρομο μελλοντικών τάσεων όπως ο Φουτουρισμός και ο Κονστρουκτιβισμός. Κυριότεροι εκπρόσωποι •
Φράνσις Πικαμπιά (1879‐1953) •
Πάμπλο Πικάσο (1881‐1973) •
Ζωρζ Μπρακ (1882‐1963) •
Μαρσέλ Ντυσάν (1887‐1968) •
Φερνάν Λεζέ (1881‐1955) •
Χουάν Γκρις (1887‐1927) Αφετηρία έχουν κυρίως τα τελευταία έργα του Σεζάν στα οποία η φόρμα αποδίδεται με γεωμετρικούς όγκους και επίπεδα, αλλά και τα έργα αφρικανικής τέχνης ‐που κατακλύζουν το Παρίσι από τα τέλη του 19ου αιώνα, με την καινούρια πρωτόγονη, γωνιώδη μεταχείριση της φόρμας και την αναζήτηση της απλοποίησης στο σχηματισμό των μορφών. Παράλληλα δυνάμωνε η τάση της κατάργησης της τρίτης διάστασης και της προβολής όλων των σημείων του αντικειμένου στη δισδιάστατη επιφάνεια του μουσαμά, σε τέτοιο τρόπο ώστε το πραγματικό αντικείμενο να παρουσιάζεται ταυτόχρονα από διάφορες οπτικές γωνίες. Οι κυβιστές ζωγράφοι συλλαμβάνουν τον κόσμο μέσω της γεωμετρικής δομής του αντικειμένου. Απεικονίζουν τις έννοιες και τις ιδέες των πραγμάτων. Εξ ορισμού ο κυβισμός παραπέμπει στην περιοχή της γεωμετρίας. Η αποδέσμευση του ενστίκτου, ο άκρατος υποκειμενισμός που αρνείται καθιερωμένες αρχές, το υπέρμετρο πάθος, που συχνά πηγάζει από τις σκοτεινές περιοχές του υποσυνείδητου, παραχωρούν τη θέση τους στη δύναμη της λογικής. Οι κυβιστές ενδιαφέρονταν για τα καθαρά ζωγραφικά προβλήματα, αντιδρώντας στο συναισθηματισμό και το διακοσμητικό συμβολισμό άλλων μετα‐ιμπρεσιονιστών. Διάλεγαν γνώριμα μοτίβα, όπως κιθάρες, μπουκάλια, φρούτα, για να μπορούν να καταλάβουν τη σχέση ανάμεσα στα διάφορα μέρη και να συνδέουν τα διάφορα θραύσματα. Βασική αρχή του κυβισμού είναι ότι η ουσία του αντικειμένου μπορεί να κατανοηθεί μόνο παρουσιάζοντάς το από πολλαπλές απόψεις ταυτόχρονα. Στα έργα τέχνης κυβιστών τα αντικείμενα χωρίζονται, αναλύονται, και συνθέτονται ξανά σε μια αφηρημένη μορφή. Αντί οι καλλιτέχνες να αποδίδουν τα αντικείμενα από μια συγκεκριμένη γωνία, τα διαιρούν σε πολλαπλές απόψεις, βλέποντας έτσι ταυτόχρονα πολλές διαφορετικές διαστάσεις ή όψεις των αντικειμένων. Συχνά οι επιφάνειες των όψεων ή τα πλάνα τέμνονται σε γωνίες που δεν έχουν κάποιο αναγνωρίσιμο βάθος. Οι όγκοι ανάγονται σε απλοποιημένα περιγράμματα και πολύ αδρά παριστάνουν το ίδιο αντικείμενο. Οι μορφές είναι ολοένα και πιο δυσδιάκριτες και ο πίνακας καταλήγει να γίνει ένας συνδυασμός γραμμών και επιπέδων. Το χρώμα γίνεται κι αυτό ολοένα και πιο λιτό ‐αν και αρκετοί κυβιστές κράτησαν τα ζωηρά χρώματα και την έκφραση κίνησης των μορφών τους. Εγκαταλείπουν τις παραδοσιακές τεχνικές της προοπτικής και της φωτοσκίασης. Απορρίπτουν την επικρατούσα άποψη ότι η τέχνη οφείλει να αναπαράγει την πραγματικότητα. Οι κυβιστές ζωγράφοι: • Βλέπουν και ζωγραφίζουν το αντικείμενο από πολλές μεριές ταυτόχρονα. • Καταργούν το χώρο. Δεν υπάρχει μπρος – πίσω, πάνω – κάτω, μέσα – έξω. Έχουν πολλαπλές προοπτικές. Η φόρμα και ο χώρος μέσα στον οποίο υπάρχει συγχέονται. Συγχέονται ακόμη και τα ίδια τα αντικείμενα μεταξύ τους. • Χρησιμοποιούν την επανάληψη της φόρμας, γεγονός που δίνει την αίσθηση της κίνησης. • Αφαιρώντας τα επιμέρους στοιχεία, αναλύουν και φτάνουν στα δομικά στοιχεία του αντικειμένου. Όμως η αφαίρεση στον κυβισμό δεν είναι μια αυθαίρετη αφαίρεση. Στηρίζεται στην πραγματικότητα. Ο Κυβισμός αποβλέπει κυρίως στην απόδοση της απόλυτης φύσης των αντικειμένων και του κόσμου, με αφετηρία τη λογική και βάση τη γεωμετρία. Ο Αναλυτικός Κυβισμός – που κορυφώνεται ανάμεσα 1910‐1912 και που είναι η πρώτη φάση του Κυβισμού – ονομάζεται έτσι γιατί αναλύει, σχεδόν διαλύει τη φόρμα, το αντικείμενο, ένα πρόσωπο, ένα πορτραίτο, μια νεκρή φύση, σε μικρά‐μικρά επίπεδα που αλληλοσυμπλέκονται, για να ξαναφτιάξει ένα καινούριο, μια νέα εικόνα του που να ανταποκρίνεται σε μια νοητή παρά ορατή πραγματικότητα, δημιουργώντας μια ζωγραφική επιφάνεια τέτοια που να μοιάζει σαν χαρτί που τσαλακώθηκε πολύ προτού τελικά ξεδιπλωθεί. Τα χρώματα είναι πολύ περιορισμένα, κυρίως καφετιά, μπεζ, γκρίζα, μουντά. Το αποτέλεσμα, σχεδόν ανεικονικό, δίνει την αίσθηση πως το πρόσωπο θεάθηκε από διαφορετικές γωνιές ταυτόχρονα αφού η γνώριμη φόρμα αποδίδεται με το ανάπτυγμα της επιφάνειάς του. Το φως δεν προέρχεται από μία σαφή πηγή και αλλάζει κατεύθυνση από επιφάνεια σε επιφάνεια πάνω στο ίδιο αντικείμενο. Στην απόδοση του χώρου εγκαταλείπεται η ενότητα της θέασης που είχε επιβάλλει η Αναγέννηση, προϋποθέτοντας ένα σταθερό σημείο για το θεατή, το οποίο υποτίθεται ότι κινείται και βλέπει το αντικείμενο από διαφορετικές πλευρές. Στον αναλυτικό κυβισμό παραμερίζονται τα τοπιογραφικά θέματα, στρέφονται κυρίως στην ανθρώπινη μορφή και τη νεκρή φύση. Η ανάλυση του αντικειμένου απελευθερώνει τη φόρμα και υποβαθμίζεται ο παράγοντας χρώμα. Καταστρέφεται η ενιαία σύλληψη του χώρου και το πλαίσιο του πίνακα. Ο ζωγράφος είναι σαν να κινείται γύρω από τα αντικείμενα, συγκρατεί αναλύοντας τα σημαντικότερα δεδομένα της μορφικής δομής τους και τα ανασυνθέτει με καθαρά αισθητική πλέον πρόθεση. Ο Συνθετικός Κυβισμός που ακολουθεί (1912‐1914 και μετά), ονομάζεται έτσι γιατί ο καλλιτέχνης συνθέτει στη ζωγραφική επιφάνεια διάφορα στοιχεία. Πλάι στο χρώμα που επανεμφανίζεται και στα σχήματα που είναι απλά και που περιγράφουν σχηματικά και συνοπτικά τα αντικείμενα, πλάι στην επαλληλία των επιπέδων, τα οποία δημιουργούν ένα παιγνίδισμα μέσα‐έξω σε χώρο ακαθόριστο, είναι και η χρήση διάφορων υλικών εκτός από την παραδοσιακή μπογιά. Έτσι κομμάτια από εφημερίδες, περιοδικά, χαρτιά τοίχου, σκοινιά κλωστές, ξύλα και άλλα συνθέτονται πάνω σε ένα έργο που λέγεται κολλάζ, ανοίγοντας με αυτό τον τρόπο νέες δυνατότητες έκφρασης, που επηρέασαν το Ντανταϊσμό. Η νέα αυτή φάση άρχισε με την τοποθέτηση στους πίνακες πραγματικών αντικειμένων, όπως τραπουλόχαρτα, κουτιά από σπίρτα, κομμάτια υφασμάτων, ξύλου, εφημερίδων, γυαλιών, άμμου και άλλα. Η προσθήκη τέτοιων αντικειμένων του φυσικού κόσμου θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ρεαλιστική καλλιτεχνική πρόθεση. Με το collage ή το papier collé, ο πίνακας αποκτά αμεσότητα ενώ το αντικείμενο, που η καθιερωμένη αισθητική δεν του έδινε σημασία, ενσωματώνεται στα άλλα συμβατικά μέσα της ζωγραφικής. Αντίθετα συντέλεσε στην απομάκρυνση από την αντίληψη ότι το έργο τέχνης είναι απεικόνιση της εξωτερικής πραγματικότητας και οδήγησε στην ερμηνεία ότι το έργο τέχνης είναι αντικείμενο αυθύπαρκτο και ανεξάρτητο από τη φύση. Την αυτονομία αυτή υπογράμμιζε η επαναφορά του χρώματος, που χρησιμοποιήθηκε τώρα όχι πια σε σχέση με τον όγκο αλλά ανεξάρτητα, για τις ιδιαίτερες διακοσμητικές και εκφραστικές του δυνατότητες. Η συνθετική φάση του κυβισμού είναι χαρακτηριστική για την αντίληψη ότι ο πίνακας είναι ένα οργανισμός που υπακούει αποκλειστικά σε αισθητικούς κανόνες, άσχετους με την εξωτερική πραγματικότητα. Ο αντικειμενικός σκοπός των κυβιστών ήταν μεγαλύτερη πραγματικότητα στην τέχνη, μια πραγματικότητα που δεν θα εξαρτιόταν πια από την ψευδαίσθηση, που θα μπορούσε να πάει πέρα από τη ζωγραφική επιφάνεια σε έναν ιδιαίτερο τόπο και ιδιαίτερο χρόνο. Πολλοί καλλιτέχνες προσχώρησαν στον κυβισμό και ανέπτυξαν διάφορες τάσεις στο ίδιο κίνημα, όπως ο ορφικός κυβισμός που δημιουργήθηκε στα 1912 από το Γάλλο Ρομπέρ Ντελωναί (1885 ‐ 1941) και το ρεύμα της «Χρυσής Τομής». Είναι μια τάση προς την αφαίρεση στη δυνατότητα έκφρασης μέσα από τη φόρμα και το χρώμα, με αντιστοιχία τις καθαρές φόρμες της μουσικής του Ορφέα. Το ρεύμα αυτό δέχεται τη γεωμετρική δομή του Κυβισμού, αλλά διαφοροποιείται ως προς την αγάπη για τα ζωντανά χρώματα και τη διάχυτη αίσθηση λυρισμού και μουσικότητας. Ο ορφικός κυβισμός είναι καθαρή τέχνη, δηλαδή τέχνη που απεικονίζει νέα σύνολα με στοιχεία όχι δανεισμένα από την ορατή πραγματικότητα, αλλά εξ’ ολοκλήρου δημιουργημένα από τον καλλιτέχνη, ο οποίος τους χαρίζει τη δύναμη της πραγματικότητας. Και η κυβιστική γλυπτική υπήρξε επαναστατική, γιατί ο όγκος τυγχάνει μιας ιδιάζουσας μεταχείρισης. Οι συνεχείς επιφάνειες και η ενότητα του όγκου, της φόρμας καταργείται, γιατί κατατεμαχίζονται σε μικρότερα στοιχεία έτσι που η φόρμα γίνεται πρισματική. Και στην τέχνη αυτή η μεταχείριση του όγκου είναι ιδιάζουσα, αφού παίρνει καινούρια μορφή με επί μέρους γεωμετρικές αιχμηρές επιφάνειες και επίπεδα τεμαχισμού που δημιουργούν βαθιά βαθουλώματα και σκιές, όπως στα έργα του Γάλλου γλύπτη Ζακ Λίψιτς (1891‐1973) και του Τσέχου Όττο Γκούτφροϊντ (1889‐1927). Ο Συνθετικός Κυβισμός επηρέασε και την εξέλιξη της γλυπτικής που άρχισε κι αυτή να χρησιμοποιεί διάφορα αντικείμενα, ιδίως βιομηχανικά, σε σύνολα, τα λεγόμενα Assemblages.