Ντανταϊσμός-Σουρεαλισμός

Download Report

Transcript Ντανταϊσμός-Σουρεαλισμός

Ντανταϊσμός Ο Ντανταϊσμός ή Νταντά (Dada) είναι ένα καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στις εικαστικές τέχνες καθώς και στη λογοτεχνία (κυρίως στην ποίηση), το θέατρο και τη γραφιστική. Κυριότεροι εκπρόσωποι •
•
•
•
•
•
•
Ζαν Κροτύ (1878‐1958) Χανς Αρπ (1886‐1966) Ραούλ Χάουσμαν (1886‐1971 Μαρσέλ Ντισάν (1887‐ 1967) Κουρτ Σβίττερς (1887‐1948) Χανς Ρίχτερ (1888‐1976) Μαρσέλ Γιανκό (1895‐1984) Μεταξύ άλλων, το κίνημα ήταν και μια διαμαρτυρία ενάντια στη βαρβαρότητα του πολέμου και αυτού που οι Ντανταϊστές πίστευαν ότι ήταν μια καταπιεστική διανοητική αγκύλωση, τόσο στην τέχνη όσο και στην καθημερινότητα. Ο Ντανταϊσμός χαρακτηρίζεται από εσκεμμένο παραλογισμό και απόρριψη των κυρίαρχων ιδανικών της τέχνης. Επηρέασε μεταγενέστερα κινήματα, όπως το σουρεαλισμό. Είναι γενικά δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια το πού και πότε ξεκίνησε το κίνημα του Ντανταϊσμού. Ο Ραούλ Χάουσμαν, αρχηγός του κινήματος στο Βερολίνο, θεωρούσε τον εαυτό του ιδρυτή του Ντανταϊσμού στα 1915. Η Ζυρίχη, στην ουδέτερη Ελβετία, ήταν ένα σημαντικό καλλιτεχνικό κέντρο, στο οποίο αναπτύχθηκε μια ζωγραφική, λογοτεχνία, ακόμη και μουσική του φανταστικού και του παράλογου. Στην πόλη αυτή έτυχε να συναντηθούν το 1915 πολλοί νεαροί καλλιτέχνες, σχεδόν όλοι σε ηλικία μεταξύ 20 και 30 ετών, εξόριστοι λόγο του πολέμου που σάρωνε την Ευρώπη. Το Νταντά καλλιεργήθηκε στο ιστορικό Καμπαρέ Βολταίρ (Cabaret Voltaire) στη Ζυρίχη στις αρχές του 1916. Εκεί σχηματίστηκε μια ομάδα από εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες που αργότερα επεκτάθηκε σε άλλες πόλεις και εξελίχθηκε στο κίνημα του Ντανταϊσμού. Η Νέα Υόρκη αποτελούσε, όπως και η Ζυρίχη, καταφύγιο αρκετών καλλιτεχνών κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου. Μέχρι το 1921, οι περισσότεροι ντανταϊστές καλλιτέχνες μεταφέρθηκαν στο Παρίσι. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει βεβαιότητα σχετικά με το ποιος ανακάλυψε την ονομασία Νταντά ούτε σχετικά με την ακριβή προέλευση του όρου. Πολλοί θεωρούν ότι προέρχεται από τη διπλή ρουμανική κατάφαση (da da) την οποία χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά οι Τριστάν Τζαρά και Μαρσέλ Γιανκό (ρουμανικής καταγωγής και σημαντικά στελέχη του Ντανταϊσμού) στις μεταξύ τους συζητήσεις. Στα γαλλικά dada σημαίνει ένα ξύλινο παιδικό αλογάκι, ενώ η έκφραση c'est mon dada σημαίνει αυτό είναι το χόμπυ μου. Οποιαδήποτε και αν είναι η προέλευση του, ο όρος Dada έγινε το κεντρικό και ειρωνικό σύμβολο της επίθεσης εναντίον κάθε κατεστημένου, είτε παραδοσιακού είτε πειραματικού, που κυριαρχούσε στην τέχνη των αρχών του εικοστού αιώνα. Οι Ντανταϊστές, με τις διαδηλώσεις τους, τις δημόσιες απαγγελίες ποιημάτων, τις συναυλίες θορύβου, τις εκθέσεις ζωγραφικής και τις δημοσιεύσεις επιτέθηκαν εναντίον όλων των παραδόσεων και προκαταλήψεων της δυτικής τέχνης και λογοτεχνίας. Θέλησαν να εκφράσουν την αντίθεση τους στη μαζική υστερία και τον παραλογισμό ενός παγκοσμίου πολέμου, μέσα από φόρμες που θα μπορούσαν να είναι μόνο αρνητικές, αναρχικές και καταστροφικές. Αλλά από την πρώτη στιγμή οι ντανταϊστές έδειξαν μια σοβαρότητα στις προθέσεις τους και μια αναζήτηση νέας οπτικής και νέου περιεχομένου, με συνέπειες πολύ πιο μακροπρόθεσμες από τη στιγμιαία επιθυμία να προσβάλλουν την υπεύθυνη για τον πόλεμο αστική πλουτοκρατία. Η πλούσια εφευρετικότητα και το χιούμορ κρύβονταν πίσω από όλες τις εκδηλώσεις των ντανταϊστών ‐ είτε στην απαγγελία ποιημάτων με λέξεις χωρίς νόημα κάτω από τον εκκωφαντικό θόρυβο των μηχανών, είτε σε παράλογες παραστάσεις θεάτρου ή καμπαρέ, στην ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων χωρίς νόημα ή στη δημιουργία πινάκων ζωγραφικής με ανεξέλεγκτες κινήσεις, πέρα από κάθε έλεγχο της λογικής. Κύριος εκφραστής του ρεύματος αυτού είναι ο διανοούμενος και καλλιτέχνης Μαρσέλ Ντυσάν, ο οποίος εισήγαγε τη χρήση αντικειμένων έξω από τις λειτουργικές τους θέσεις. Τα «ready made» (έτοιμα αντικείμενα) του Ντυσάν ήταν αντικείμενα καθημερινής χρήσης που μετατρέπονται σε έργα τέχνης, γιατί ο ίδιος ο καλλιτέχνης το επιθυμεί. Πίσω από όλα αυτά όμως κρυβόταν μια σοβαρή πρόθεση: η κριτική επανεξέταση όλων των παραδόσεων, των προϋποθέσεων, των κανόνων, της λογικής βάσης, ακόμη και των ίδιων των εννοιών της τάξης, της ενότητας και του ωραίου, που είχαν καθορίσει τη δημιουργία έργων τέχνης σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Οι ντανταϊστές πίστευαν ότι η λογική και ο ορθολογισμός είχαν οδηγήσει στη συμφορά του παγκόσμιου πολέμου και ότι ο μόνος δρόμος για τη σωτηρία ήταν μέσω της πολιτικής αναρχίας, των φυσικών συναισθημάτων, του αυθορμητισμού και του παραλόγου. Εξωτερικά έδειχναν, από μια άποψη, να επιστρέφουν στην εσωτερική αναγκαιότητα του Kandinsky, το πνευματικό στοιχείο στην τέχνη, αλλά ο ντανταϊσμός, τουλάχιστον στη φάση της σύλληψης του, ήταν αρνητικός και πεσιμιστικός. Οι ντανταϊστές ήταν αντίθετοι σε κάθε μορφή τέχνης με οργανωμένο πρόγραμμα, ή σε κάθε κίνημα που θα μπορούσε να εκφράζει τα κοινά στοιχεία του στιλ μιας ομοιογενούς ομάδας καλλιτεχνών. Τα χαρακτηριστικά τους ήταν ο θορυβισμός (bruitisme), το ταυτόχρονο και το συμπτωματικό. Ο Ντανταϊσμός είναι ουσιαστικά μια στάση του μυαλού που παρουσιάζεται ως ένα κίνημα αντί‐τέχνης το οποίο προσπαθεί να αποδεσμεύσει τον άνθρωπο από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος και τα κλισέ της ιστορίας, της ιδέας του ωραίου, του έργου τέχνης και ακόμα της ίδιας της τέχνης. Φτάνει μάλιστα στο σημείο της εχθρότητας, επιθετικότητας, της απόρριψης της τέχνης, στον παραλογισμό, την καταστροφή, το μηδενισμό κάτω από την επίδραση του παραλογισμού του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Με την αμφισβήτηση στις παραδοσιακές αντιλήψεις για την τέχνη και την αισθητική, ο Ντανταϊσμός υπήρξε η αφετηρία για τη γένεση του Σουρεαλισμού, αλλά και των διαφόρων αντικλασικών και αντιορθολογιστικών μεταπολεμικών τάσεων. Με το τέλος του πολέμου ήρθε το τέλος του ντανταϊσμού της Ζυρίχης. Σουρεαλισμός Ο υπερρεαλισμός ή σουρεαλισμός (=υπερπραγματικότητα), ήταν ένα κίνημα που αναπτύχθηκε κυρίως στο χώρο της λογοτεχνίας, αλλά εξελίχθηκε σε ένα ευρύτερο καλλιτεχνικό και πολιτικό ρεύμα. Άνθισε κατά κύριο λόγο στη Γαλλία των αρχών του 20ου αιώνα. Εμφανίστηκε μετά το τέλος του Α´ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν το κίνημα του ντανταϊσμού εξάντλησε τις δυνατότητές του, και συμπεριέλαβε πολλούς από τους ντανταϊστές καλλιτέχνες. Κυριότεροι εκπρόσωποι: y
Μαρκ Σαγκάλ (1887‐1985) y
Τζόρτζιο ντε Κίρικο (1888‐1978) y
Μαξ Ερνστ (1891‐1976) y
Χουάν Μιρό (1893‐1983) y
Ρενέ Μαγκρίτ (1898‐1967) y
Υβ Τανγκύ (1900‐1955) y
Αλμπέρτο Τζιακομέτι (1901‐1966) y
Σαλβαντόρ Νταλί (1904‐1989) y
Μερέ Οπενχάιμ (1913‐1985) Παρά το γεγονός πως ο υπερρεαλισμός διαμορφώθηκε όντας άρρηκτα συνδεδεμένος με το ρεύμα τού ντανταϊσμού, τα μέλη του δεν χαρακτηρίζονταν από τον αρνητισμό των ντανταϊστών, αλλά αναζητούσαν ένα κοινωνικό όραμα και μια κατεύθυνση έκφρασης απαλλαγμένη από κάθε είδους λογικά τεχνάσματα. Γεννήθηκε επίσημα το 1924, με το Μανιφέστο του Σουρεαλισμού που δημοσίευσε ο Αντρέ Μπρετόν στο Παρίσι, από μια ομάδα νέων ποιητών που έγραφαν στο περιοδικό Littérature. Ο όρος "σουρεαλισμός" χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1917 από τον Γκιγιώμ Απολλιναίρ στο θεατρικό έργο "Οι μαστοί του Τειρεσία". Το σουρεαλιστικό κίνημα επικράτησε ιδιαίτερα σε δύο χώρες: τη Γαλλία, και κυρίως το Παρίσι που ήταν κατά τη δεκαετία του 1920 το κέντρο του σουρεαλισμού, και τις ΗΠΑ, καθώς κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Γερμανία εισέβαλε στη Γαλλία, πολλοί από τους σουρεαλιστές καλλιτέχνες εγκαταστάθηκαν στις αμερικανικές πόλεις και κυρίως στη Νέα Υόρκη. Στη φύση του επαναστατικό κίνημα, ο υπερρεαλισμός επιδίωξε πολλές ριζοσπαστικές αλλαγές στο χώρο της τέχνης αλλά και της σκέψης γενικότερα, ασκώντας επίδραση σε μεταγενέστερες γενιές καλλιτεχνών. Τα μέλη του αντέδρασαν σε αυτό που οι ίδιοι ερμήνευαν ως μία βαθιά κρίση του δυτικού πολιτισμού, προτείνοντας μία ευρύτερη αναθεώρηση των αξιών, σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, στηριζόμενοι στα πολιτικά ιδεώδη του Μαρξισμού και στις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Φρόυντ, αν και οι υπερρεαλιστές δεν ενδιαφέρονταν για τις θεραπευτικές δυνατότητες της ψυχαναλυτικής μεθόδου, αλλά για τα όνειρα ως καταστάσεις απελευθέρωσης της ανθρώπινης φαντασίας. Συχνά ο όρος χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάτι φανταστικό, αλλόκοτο, παράλογο ή τρελό. Ως κύριο μέσο έκφρασης, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στις εικαστικές τέχνες, οι σουρεαλιστές προέβαλαν τον «αυτοματισμό», επιδιώκοντας τη διερεύνηση του ασυνειδήτου και την απελευθέρωση της φαντασίας «με την απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική». Η δυσπιστία απέναντι στον ορθολογισμό και τις τυπικές συμβάσεις που αποτελούσαν «ιερές» αξίες για την εποχή και για αρκετούς καλλιτέχνες της πρωτοπορίας, αποτέλεσε τη βάση για την εξερεύνηση του χώρου του ασυνείδητου και του ονείρου. Ο σουρεαλισμός γίνεται κήρυκας της απαλλαγής του ανθρώπου από τον έλεγχο της λογικής και από κάθε επιταγή ηθικής τάξης. Βασικό στοιχείο του αποτελεί ακόμα η αντίθεση στο Χριστιανισμό και τον καρτεσιανισμό, που σύμφωνα με τη θεωρία του υπερρεαλισμού παραλύουν όλη την σκέψη της Δύσης. Ο σουρεαλισμός βασίζεται στην πίστη σε μία ανώτερη ύπαρξη συγκεκριμένων μορφών σκέψης, που συνήθως απωθούνται από τη συνείδηση, στην παντοδυναμία του ονείρου και στο άσκοπο παιχνίδι με τη σκέψη, το οποίο καταστρέφει μόνιμα όλους τους ψυχικούς μηχανισμούς, για να πάρει τη θέση τους στην προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων της ζωής. Υπό αυτές τις συνθήκες καθιερώθηκε και η μέθοδος της αυτόματης γραφής, η οποία έδωσε το πρώτο γνήσια υπερρεαλιστικό έργο, τα Μαγνητικά Πεδία των Αντρέ Μπρετόν (1896‐1966) και Φιλίπ Σουπώ (1897‐1990). Ο υπερρεαλιστικός αυτοματισμός αποτελεί τη διαδικασία γραφής ή σχεδίασης κατά την οποία ο δημιουργός λειτουργεί αυθόρμητα, προβάλλοντας με αυτό τον τρόπο το ασυνείδητο, χωρίς κανένα στοιχείο αυτολογοκρισίας ή ηθικού και αισθητικού περιορισμού. Ο αυτοματισμός αναπτύχθηκε κυρίως στη γραφή και τη ζωγραφική. Η αυτόματη γραφή προέρχεται από τον μυστικιστικό αυτοματισμό και ειδικότερα την πρακτική των μελλοντολόγων κατά την οποία, όπως ισχυρίζονται, καταγράφουν τα μηνύματα που λαμβάνουν από πνεύματα. Στην περίπτωση του υπερρεαλισμού ωστόσο, αποτελεί απλά μέσο έκφρασης του ασυνειδήτου, μέσω της χρήσης λέξεων με τυχαίο και αυθόρμητο τρόπο, επιτυγχάνοντας έτσι τη δημιουργία παράλογων και φανταστικών εικόνων, χωρίς απαραίτητα λογική σύνδεση μεταξύ τους. Στο σχέδιο, η αυτόματη μέθοδος συνίσταται σε ένα είδος τυχαίας μετακίνησης του πινέλου πάνω στο χαρτί. Ο Αντρέ Μασόν (1896‐
1987) φαίνεται πως ήταν από τους πρώτους χρήστες της μεθόδου. Στο σουρεαλισμό τόσο το στοιχείο του «τυχαίου» όσο και του «συμπτωματικού» για τη διαμόρφωση ενός έργου τέχνης ή ακόμα και για τη διαμόρφωση ενός καλλιτέχνη, αποτέλεσαν το επίκεντρο εντατικής μελέτης. Στο πρόγραμμα του σουρεαλισμού κρυβόταν η έντονη ανάγκη για εξέγερση ενάντια των θεσμών και των φιλοσοφιών, ενάντια των γηραιών πολιτικών, φιλοσόφων, ποιητών και καλλιτεχνών που είχαν σύρει τη νεότερη γενιά στην καταστροφή του Α' παγκόσμιου πολέμου. Οι σουρεαλιστές πίστευαν ότι ένα έργο τέχνης οφείλει να είναι συγχρόνως ένα έργο δημιουργίας και ένα έργο καταστροφής. Το έργο τέχνης για το σουρεαλιστή ζωγράφο είναι ένα ταξίδι στο άγνωστο. Η ιδέα της εξέγερσης διατρέχει το έργο των σουρεαλιστών, εξέγερση κατά της παράδοσης, κατά της οικογένειας, κατά της κοινωνίας και κατά του Θεού. Καθώς η ουσία του σουρεαλισμού ήταν η εξατομίκευση και η απομόνωση, κάθε καλλιτέχνης προσπαθούσε, πριν και πάνω απ' όλα, να είναι μοναδικός. Οι καλλιτέχνες μεταμορφώνουν το πραγματικό σε φανταστικό, παραμορφώνοντας τα ανατομικά στοιχεία και τα αντικείμενα, παραθέτοντας εικόνες χωρίς λογική συνοχή, στήνοντας ερημικά και μοναχικά τοπία, συνοδεύοντας τα έργα τους με τίτλους μυστηριώδεις και ακατανόητους, με σκοπό να αγγίξουν το υποσυνείδητο και να δημιουργήσουν ένα ονειρικό σύμπαν. Συχνά χρησιμοποιούν το φωτογραφικό ρεαλισμό, την οπτική αυταπάτη και την τέλεια τεχνική εκτέλεση για να δώσουν αληθοφάνεια στο υπερφυσικό. Πολλοί ιστορικοί θεωρούν την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ως την αρχή του τέλους για τον υπερρεαλισμό. Ως οργανωμένο κίνημα εγκαταλείπεται οριστικά με το θάνατο του Αντρέ Μπρετόν το 1966.