Ημερολόγιο 2017

Download Report

Transcript Ημερολόγιο 2017

HÌÂÚÔÏfiÁÈÔ 2017
YÁ›·, EÈÚ‹ÓË, E˘Ù˘¯›·, ¶ÚÔÎÔ‹
™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™ «O A°IO™ NIKO§AO™»
¶·ÙÚ. °ÚËÁÔÚ›Ô˘ E. 29, T.K. 16231, TËÏ.: 210 7662071
http: //www.arahovanafpaktias.gr - [email protected]
Το γλωσσικ µας ιδωµα
“Εναι παιδι πολλν ανθρπων τα λγια µας” Γ. Σεφρης
Η γλσσα που µιλιται σµερα στην Αρχοβα και ευρτερα στην Ορειν
Ναυπακτα εναι η γνσια, καθαρ νεοελληνικ δηµοτικ, που ακολουθε την
πανελλνια γραµµατικ και το συντακτικ. χει ως καταγωγ την αρχαα ελληνικ γλσσα, πως µας παραδθηκε µε τα συγγρµµατα των µεγλων αρχαων συγγραφων. Ο Πολβιος αναφρει πως οι Αιτωλο µιλοσαν τη γλσσα των Αχαιν και των Μακεδνων, ανµειξη της Αιολικς και ∆ωρικς διαλκτου, εν ο Ευριπδης ονοµζει τους Αιτωλος “µιξοβρβαρους’’ λγω του
γλωσσικο τους ιδιµατος.
Υπρχουν αρκετς λξεις που χουν οµηρικ καταγωγ, λξεις που τις συναντοµε επσης στα χριστιανικ και βυζαντιν κεµενα. Σε αυτς τις λξεις
προστθηκαν και λλες ξενφερτες που αποκαλπτουν την ιστορα και τις περιπτειες του λαο κτω απ κατακτσεις και σκλαβι. Οι ξενικς αυτς λξεις
αφοµοιθηκαν γραµµατικ και συντακτικ, κνοντας πιο πλοσιο και εκφραστικ το λεξιλγιο, χωρς µως να αλλοιωθε ο ελληνικς γλωσσικς τπος.
Μρτυρας αδιψευστος γι αυτ εναι το ∆ηµοτικ Τραγο%δι.
Το γλωσσικ αυτ ιδωµα εµφανζει κποια ιδιατερα χαρακτηριστικ µε
κυριτερο το κψιµο γραµµτων και διφθγγων, την αποβολ κθε “περιττο%’’ φωνεντος και την πληθρα συµφνων σε κθε λξη. Φανεται πως τα
κακοτρχαλα µονοπτια, οι γκρεµο και οι θερατες κοτρνες χουν φυσικ
αντκτυπο τσο στο χαρακτρα των ανθρπων σο και στην εκφορ του λγου. Εκενο µως που εναι πραγµατικ αξιοθαµαστο εναι η γλωσσσοπλαστικ δναµη του λαο, στην παραγωγ συνθτων λξεων πως π.χ. αλπουτνζοµαι, ζαρκουλαµα κ.. η ενργεια και η εννοιολογικ σαφνει τους.
Τα παλιτερα χρνια και ως πριν απ µερικς δεκαετες µποροσε κανες
να µιλσει για παρξη ιδιατερου τοπικο γλωσσικο ιδιµατος που εχαν
αναπτξει οι συντεχνες της περιοχς πως οι µπολιρηδες (µικροπωλητς-γυρολγοι-ζητινοι), τα µπουλιρικα και οι ραφτδες, τα πλϊκα. Εδ πρπει να
αναφερθε πως οι Λαγκαδιανο χτστες της ορεινς Αρκαδας, χρησιµοποιοσαν συνθηµατικ γλσσα που λεγτανε επσης Μπουλιρικα Ρεκουναικα,
µε παρµοιες λξεις. Ακµη συνθηµατικ γλσσα εχαν οι εµπειρικο γιατρο
της Eυρυτανας και οι “χαλκδες’’ τα ονοµαζµενα Ντρτικα.
Τα ιδιατερα αυτ λεξιλγια αποτελονταν απ
σλαβικς, τουρκικς, ρωσικς λξεις κ.. Σκοπς
τους ταν να συνεννοονται µεταξ τους, χωρς
τα λεγµεν τους να γνονται αντιληπτ απ
τους γρω. Οι ραφτδες της Αρχοβας λεγαν: κρα µου = εγ,
κρα σου = εσ%. Την
κφραση η κρα µου =
εγ παραθτει και ο Κ. Κρυστλλης που επσης παραθτει λξεις απ τα ιδιµατα των κατοκων των Κατσανοχωρων της Ηπερου, των
γιατρν του Ζαγορου και διαπιστνει τι εναι συγγεν. Απ την λξη κρα
προρχεται πιθανς και το νοµα Κρβαρα.
Σµερα στην εποχ της κυριαρχας των Μ. Μ. Ε. και της εκολης µετακνησης των ανθρπων η “αθηναϊκ διλεκτος’’ τενει να επικρατσει, αν και στα
χωρι στις συναντσεις συµπατριωτν διατηρεται η προφορ και επανρχονται στη µνµη λξεις που χθηκαν στο πρασµα των χρνων.
Λξεις και εκφρσεις πως τις ακογαµε απ τους πατερδες, τους παπποδες και τις θειδες µας... Πολλς απ αυτς ακογονται και σε λλα µρη
της Ελλδας.
Προσπαθ να τις καταγρψω, ελπζοντας πως το µικρ αυτ γλωσσρι θα
φανε χρσιµο στους συµπατριτες, στους επισκπτες και φλους των χωριν
µας, στις νφες και τους γαµπρος των παιδιν µας, στους δσκαλους και σε
σους αγαπνε και θλουν να γνωρσουν την πολιτιστικ κληρονοµι του τπου µας.
Ας ξαναθυµηθοµε λοιπν...
Γιννης Κων. Παπακστας
α
αβζωτου = βζω φωτι, πυροδοτ
αγνα, η = κκκαλο ψαριο, σταχιο
γανο, το = µικρ αγκθι, ξερ χρτο, ξυλαρκι,
αγκδα7 και του σταριο
αγγει, το = δοχεο, σκεος
αγκτευτος, ο = ανπαντρος (µπουλιρικα)
αγκουν, η = η γωνι του σπιτιο “κτσε στ)ν αγκουν και µην κρνις’’ αλλ και “ιγ
θλου τ)ν αγκουν απ) του ψουµ, δεν τρου τ)ν ψ%χα’’
αγκωνρ, το = µεγλη πτρα ιδως στα θεµλια του σπιτιο
αγουνιµι = προσπαθ µε επιµον, εργζοµαι σκληρ
αγρδα, η = χαραµδα
αγρδ, το = το γουρο φροτο
αγι, το = το µεροκµατο και η µεταφορ των αγαθν
απ τον αγωγιτη
αδεδ = στο διο σηµεο
αδρχνου = πινω
αϊκ = ακοω
αϊλι / αλι / αλ = αλµονο
αϊπσω = πγαινε πσω
ϊτε = πγαινε εµπρς
ακατνς, ο = αυτς που βρσκεται κτω, χαµηλ
ακουρµζοµαι = ακοω µε προσοχ, αφουγκρζοµαι
αλαργεου = φεγω µακρι, αποµακρνοµαι
αλργα = µακρι
αλτζαβος αλνταβος, ο = απεριποητος,
αφρντιστος, κακοντυµνος, αδξιος, χαζς
αλατζς, ο = φτην βαµβακερ φασµα για ροχα
αλισβα, η = απορρυπαντικ του παλιο καιρο
φτιαγµνο απ στχτη
αλκοτω = εµποδζω
αλλνν = στους λλους
αλλαµνιασα = νευρασα, φοντωσα
αλλολϊσα = θλωσα, ζαλστηκα
λ’µµα, το = βοτυρο (µπουλιρικα)
αλµπνης, ο = πεταλωτς7 µτφ. ατζαµς, αδξιος
αλπο, η = αλεπο
αλπουτνζουµαι = τινζοµαι σαν αλεπο, ξαφνιζοµαι
λυσους, ο = η αλυσδα
αλυχτου = γαυγζω/ αλχτµα, το = γαγισµα,
ουρλιαχτ του σκλου
αµτι = αµ πως
αµλαγος, ο = ανγγιχτος, θικτος, ανπαφος,
απεραχτος
αµαντ, το = πεσµα, ενχυρο -τορκ. λ. amanat,
emanet αντικεµενο για φλαξη, παρακαταθκη
αµολου / ξαµολου / αµολιµαι = ελευθερνω, λνω
αµπριζα, η = παλι οµαδικ παιδικ παιχνδι
αµπαρνω, αµπαρνοµαι = κλενω καλ,
κλειδνω µε αµπρα
αµπτσωτος, ο = απλρωτος // φτωχς (µπουλιρικα)
µπλας, ο = µικρ πηγ κυρως σε σιωµα
αµπουρι, η = εσοδος, πρασµα ανµεσα σε φρχτη
αµπχνου = σπρχνω, διχνω, αποµακρνω
µπωγµα, το = σπρξιµο
ανκαρα, το = κουργιο, δναµη αναµερου = κνω
στην κρη
αναµρα = αποµακρνσου
αναµρσ = παραµρισε να περσω
αναπινου = ξεκινω µια δουλει “αναπινου του προζ%µ’’
ανρια = αραι
αναφτανοµαι = αναστατνοµαι απ κτι ανλπιστο,
ξαφνικ/ κυρως για µικρ και αδνατα παιδι
ανεβατζου = φουσκνω - για το ψωµ
ανµ’κι = εναπµεινε
ανισχργα = ασυγριστα, ατακτοποητα
νιφτος = πλυτος
αντµα = µαζ
αντρα, η = καταχνι, οµχλη, θολορα
αντερνοµαι = τεντνω ταυτχρονα σµα και κρα µε
βαθει εισπνο και εκπνο. Φανερνει νωχλεια και
εναι απρεπς πρξη µπροστ σε λλα τοµα
αντρλα, η = φασαρα, ζλη, ασθηµα απλειας
των αισθσεων
αντστλν, το = υποστλωµα - “βλε ανστλνια
στ) φασ)λις γιατ πφτνε καταϊ ”
αξανω = αυξνοµαι, µεγαλνω, αναπτσσοµαι
αξδα, η = χαρακι που γιντανε στο κτω µρος των
δαχτλων µικρο παιδιο, συνθως απ ξυπολισι
κακοπλυσι και το εξηγοσανε γιατ “αξαν)’’
δλδ µεγαλνει το παιδ
οτ’ς, ο = ο Πντιος (µπουλιρικα)
απ "κζω = καταλαβανω, ξαγρυπν - απ το αρχαο
πυκζω
απν 9= επνω - απκτ = αποκτω
απδ, το = το αχλδι
απστοµα = µε το στµα στη γη, µπροµυτα
αππατος, ο = αποχωρητριο, “το µρος’’
απρµµα, το = το χρηστο, το µη αναγκαο
απορχνου = αποβλλω, ρχνω το παιδ, το νεογν.
Αλλ και “η γδα απρ)ξε’’
αποσπρ, το = στερνοπαδι
αποστανω = κουρζοµαι, εξαντλοµαι
απουεδα = κουρστηκα - “εδα κι απουεδα να τουν
σ)κσω του πρωϊ ”
απστοµου = γρνω ανποδα, µπροµυτα
απστουµιµαι = πφτω απστοµα
αραδαρι, η = η σειρ
αρβλ , το = η λαβ του τντζερη, του κακαβιο
αργζου = κατεργζοµαι, επεξεργζοµαι δρµατα
τοµρια ζων
αρδα, η = το τρυπνι του µαραγκο
αρδες, οι = τα πδια
ρµ, η = ρµη, λµη
αρµακς, ο = ο σωρς απ πτρες, πτρινο τοιχο
ασαλητος, ο = αυτς που δεν παρνει απ ορµνιες
σουστα = αυτ που δεν σνονται
αστρ, το = η φδρα
αστουχου = ξεχν
αστρχα, η = η κρη της σκεπς ενς σπιτιο
αυγατανω, αυγατ, αυγατζω = πολλαπλασιζω,
µεγεθνω
αφαλοκβου = κβω τον οµφλιο λρο βρφους
που µλις γεννθηκε
φκα = φησα
αχαµνς, ο = κακς - αχαµν, τα = τα γεννητικ
ργανα του νδρα
αχορι, το = αχερνας, στβλος, βρµικο
και ακατστατο µρος
αχργια = ξεχωριστ - “αυτς κθετ9 αχργια ”
™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™
«O A°IO™ NIKO§AO™»
π∞¡√À∞ƒπ√™ 2017
β
ββα, η = γιαγι, γρι -η µνα του πατρα µας
βαν, το = ξλινο βαρλι κρασιο
βαλ’τ’σ = βλε της
βαµπακλα, η = µαντλι κεφαλιο, τσεµπρι
βαρελολα, η = ξλινο δοχεο νερο
βαρκεστου = κουρζοµαι, βαριµαι
βαρκ, το = χωρφι που κρατ πολ υγρασα
βρ’σε = χτπησε
βτεµα , το = ζευγρωµα, η γενετσια πρξη ζων µε
σκοπ την αναπαραγωγ - βατεκαν = ζευγρωσαν
(επ ζων)
βατσνι, η = βτα µαζ µε λλα φυτ µε αγκθια
βλαγµα, το = η φων του προβτου
βλαξα = φναξα δυνατ πνεσα πολ
βελντζα, η = µλλινο κλινοσκπασµα µε κρσσια στη
µια πλευρ
Βεντικο, το = η Ναπακτος, ο παχτος
βερεσ = µε πστωση
βζ, το = ο µαστς, το βυζ
βιλγκο = τρεχλα
βιτολ, το = κατσκι ενς τους
βλγα µας = ευλγησ µας
βληρος, ο = η ξλινη σφραγδα για τις λειτουργις
βν, το = το βουν
βοδνου = προλαβανω, προφτνω, σως απ το
το αρχ. ευοδνω
βολ (µια) = η φορ, περσταση - “µια βολ
κι ναν καιρ”
βµπρας, ο = µπµπιρας, το µικρ παιδ, ο µικρσωµος,
ο διαολεµνος < ιταλ. λ. bombero
βουστνα, η = το ξινοτρι
βρς, ο = “παρχθιος εις ποταµν βαθεα οπ, εξ ης
αναβρ%ει %δωρ ψυχρν’’ απ το αρχ. υβρον, κατ
παραφθορ βυρο, βρα και εξ αναγραµµατισµο
της λξης βρον
γ
γβρος, ο = φυλλοβλο δντρο, Carpinus betulus // ∆ηµ.
τραγ.: “..µν’ καρτερ την νοιξη, τ’ µορφο
καλοκαρι, / ν’ ανοξει ο γβρος κι η οξυ,
να σκισουν τα ληµρια..’’
γαϊτν, το = λεπτ, συνθως µεταξωτ, κορδνι που
παλιτερα στλιζε τα τελειµατα των ροχων
γαλρια, η = προβατνα, γδα που παργει γλα σε
αντθεση µε τη στρφα
γνωµα, το = η εσωτερικ επικλυψη των χλκινων
σκευν µε κασστερο για να αποφευχθον
οι οξειδσεις
γρος, ο = νερ µε αλτι που βζουνε τη φτα για να
συντηρεται, λµη
γαργαλεου = γαργαλω, ανασκαλζω
γαρδαβτσα, η = µυρµηγκι (δερµατολογικ πθηση)
γατσολ γατσπλο, το = γατκι
γατσουµαλιζω = ανατριχιζω, µου σηκνεται η τρχα
γδες = γδσου
γδικινοµαι = εκδικοµαι
γρατα, τα = γερµατα, γηρατει
γερεου = γνοµαι καλ, γιατρεοµαι - γρεψα =
γινα καλ
γεροκµι, το = περιποηση γρου
γιρµενα = οι φακς (µπουλιρικα)
γιατκ’, το = πρχειρος καταυλισµς στην φση,
κρεβτι, τορκ. λ. yatak
γινκι = γινε
γιλαδ, το = η αγελδα
γνκαµε = γναµε
γινοβλεντζα, η = η βελτζα που χει υποστε
επεξεργασα, σε µαντµι και χει “γινσει’’ δηλ.
χει γνει χνουδτη και πολ ζεστ
γιµα, το = το γεµα και κατ’ επκταση το µεσηµρι
γουκους, ο = στοβα κλινοσκεπασµτων (προκα) της
νφης διπλωµνα πνω στο µπαολο< τουρκ.
yuk: φορτο βρος
γιουµζου και γιουµνου = γεµζω
γιουρντν’, το = γιορντνι, περιδραιο
γιουροσι, το = σφοδρ, ορµητικ επθεση, γενικ
φοδος, επθεση µε γυµν σπαθι | < τουρκ. Yürüyüs
= επθεση
γιορτ’, το = χωρφι - γιορτια, τα = οι κποι
γκαϊδς, ο = αλλθωρος
γκϊνα, = η κτα (µπουλιρικα)
γκανιση, η = αναπαραγωγ, διαινιση
γκανιζω = σκω απ τη δψα
γκαρζου = ογκανζω, φωνζω δυνατ σα γιδαρος
γκµπελο = ανµαλος δρµος (µπουλιρικα)
γκεω = βουτω, µουσκεω- “να γκψου λγο ψωµκ)’’
γκζνας, ο = αγριστο κεφλι (γκζανουκφαλους)
γκιξ (να σε) = να σε πισει, να το νοισεις
γκιζρ’ γκιζραµα, το = η βλτα, το χζεµα
γκιζιρου = κνω σκοπες βλτες, γυρζω εδ κι εκε,
περιφροµαι
γκισα, η = η γδα µε µαρο σµα και σπρη κοιλι,
γδα που σταµτησε να γενν, γυνακα προχωρηµνης ηλικας κακοφτιαγµνη - σλβ. λ. gsa
γκιοζω = ακουµπω, αγγζω - “µη µι γκιουζ’ς = µη µε
αγγζεις’’
γκιοµι, το =µεταλλικ δοχεο µε λαβς και στεν
λαιµγια τη µεταφορ του γλατος7 µτφ. ο αδας,
ο βλκας
γκρλιαξα = ταλαιπωρθηκα πολ, αδυντισα πολ
γκισµ, το = τραγ κριρι µουνουχισµνο και
µεγαλσωµο, οδηγς του κοπαδιο που φρνει
το µεγαλτερο κουδονι| < τουρκ. gosem
γκλβα, η = το κεφλι, το µυαλ, η φρονιµδα,
η σνεση| < σλαβ. glava
γκλαβαν, η = ξλινη καταπακτ στο εσωτερικ
του σπιτιο που συχν ταν κρυµµνη και οδηγοσε
στο υπγειο µε δετερη ξοδο| < σλαβ. glava
γκλαβζω = βλπω, παρακολουθ (µπουλιρικα)
γκορτσι, η = αγριαχλαδι - γκρτσια, τα = οι καρπο
της γκορτσις
γκτινα = γυνακα, µνα (µπουλιρικα)
γκτς, ο = πατρας, νδρας (µπουλιρικα)
γκοργκουλας, ο = ο λαιµς, το καρδι του λαιµο
γκουρλνοµαι = πνγοµαι, ειδικ ταν κποιος κτι
µε πιζει στο λαιµ και εµποδζει την αναπνο µου
™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™
«O A°IO™ NIKO§AO™»
ºEBPOYAƒπ√™ 2017
γκουρλνω = τεντνω τα µτια / τα γκορλωσε =
πθανε - πιθ. γουρλνω
γκοσια, η = ο πρλοβος των πουλιν, η βρογχοκλη |
< λατιν. geusiae
γκουστρα, η = µικρ γκρζα σαρα | < σλαβ. gusteritsa
γκρζια, τα = τα καυσξυλα απ λατο κδρο
γκριµουσφαγιζουµι =. γκρεµοτσακζοµαι.-“πρσιξ’
µην πας στ’ ν κρ) του βρχου, θα γκριµουσφαγιαστες’’
γκροω = αγγζω
γκνου = γεµζω, φουσκνω απ το πολ φα; - απ
το ογκνω
γλπου = βλπω
γλουρα = γργορα
γλιατσιζω = λινω, στβω
γλνα, η = το χοιριν λπος
γλτσα, η = λγδα - γλτσιασε = πιασε γλτσα
γλυκδ’, το = το ξδι (κατ’ ευφηµισµν)
γµρ, το = γαϊδορι και ο παλινθρωπος
γνµα, το = νµα - απ το ρ. γνθω: µετατρπω
σε νµα το µαλλ το βαµβκι µε απλ χειροκνητο
εργαλεο| < αρχ. ελλ. νω ? νθω
γνα, το = γνατο - “χτ%πησα στο γνα µ)’’ αλλ και
“να γνα χινι ριξε’’= µχρι το γνατο
γολ, το = ο φρυγγας, ο λαιµς και κατ’ επκταση
το στµιο απ το ασκ
γοπατο, το = χαµηλς τπος χωρς µεγλο ορζοντα
απ’ την αρχ. λ. γπη = κολωµα γης
γουργουλδ, το = σφαιρικ κουδουνκι µε µπλια
(συνθως στα κυνηγετικ σκυλι)
γουρµζω = ωριµζω
γορνα, η = δεξαµεν νερο
γουρνοκοµασο, το = το µρος που ζουν τα γουρονια
γουρνοτσρχα, τα = παποτσια απ δρµα γουρουνιο
γραδνω = τρυπνω απ πολ στεν πρασµα
(αγρδα) / µπανω κπου και δεν µπορ να βγω
γραµµφωνου, το = το παλι πικπ
γρνα, η = βαθ χορταριασµνο αυλκι, υδραγωγς
για τα νερ της βροχς
γραπατσνω = γραπνω, αρπζω
γρατσνω = γρατσουνζω
γραφ’ = γρφει
γρκ, το = κρησφγετο γριου ζου, ληµρι, σπηλι,
καταφγιο
γρεκιζω = κοιµµαι
γρτσιασε = σφαξε (µπουλιρικα)
γρβας, ο = το γκρζο λογο
γρικω = καταλαβανω
γριντι, η = δοκρι στη στγη του σπιτιο
γρουµπολ, το = στρογγυλς γκος, το µικρ εξοδηµα,
ο σβλος
γρον, το = το γουρονι < αρχ. ελλ. γρνα = θηλυκς
χορος
γυν , το = το υν, η σιδερνια µτη του αλετριο
γυρβουλι, η = στροφ, κνω ναν γρο (και στο χορ)
γωνολθ’, το = πτρα που οριοθετε τη γωνι
δ
δ’κοτ = δικ του
δ’λι, η = δουλει - δ’λεβς = δουλεεις
δανεικαρι = “αν αδειζεις (=ευκαιρες) λα
δαν’καρι’’ που πει να πει “βηθα µε τρα που
εµαι σε µεγλη ανγκη και θα σε βοηθσω
σα βρεθες κι εσ% στην δια ανγκη’’
δασς -ι - = πυκνφυλλος, πλοσιος σε δεντρδη
βλστηση. ∆ηµ.: “...κτω στα δασι πλατνια,
στην κρυβρυση...’’ | < αρχ. ελλ. δασς
δασιοπερπατω = περπατω γργορα
δασκαλοδια, τα = οι µαθητς
δαυλ, το = ο δαυλς, αναµµνο µισοκαµµνο κοµµτι
ξλου
δαυλτ’ς, ο = ασθνεια των σιτηρν, καπνι
δατος -η -ο = αυτς δα, ετοτος < αρχ. @δε + ατος
δχ’λου, το = το δχτυλο - δαχλι, η = αποτπωµα απ
δκτυλο
δγιαορτ, το = γιαορτι
δµα, το = τοχος απ ξερολιθι, που χρησιµεει
στη συγκρτηση του χµατος σε επικλιν εδφη,
απ’ την αρχ. λ. δµω = κτζω, οικοδοµ
δντρο, το = η βελανιδι, η δρυς (επειδ παλι
ταν πολ διαδεδοµνη, το κατ’ εξοχν δντρο).
δεξ = δεξι
δεξµατα, τα = υποδοχ, καλωσρισµα
δσ’, η = φργµα ποταµο ρυακιο για να για να
στρψει το νερ στο αυλκι για το µλο το χωρφι
δηλωτ, η = δηµοφιλς χαρτοπαγνιο για δυο
τσσερις πακτες
δηµοσι, η = κεντρικς δρµος, χι µονοπτι
διαβανω = περνω αλλ και πετω - “που του διβασις
το λιθρ’’ και πως περνω, πως τα βγζω πρα
- διαβαν) ο πνος = περνει
διζοµαι = βιζοµαι
διακονιρης, ο = ζητινος - απ’ τη λξη διακονα
διακουνεου = ζητιανεω - διακουνι, η = ζητιανι
διαλεοργια, τα = αυτ που αποµνουν µετ τη διαλογ
διασδ’, το = οι κατ µκος κλωστς του υφσµατος,
που χει τυλιχτε γρω απ’ το “αντ’’ του αργαλειο
κι εναι τοιµο για φανση, το στηµνι. σχετ. αρχ. λ.
διζοµαι
δισιλου, το = πρασµα µεταξ λφων βουνν
διστρα, η = ξλινη διτρητη ρακτα µε τη βοθεια
της οποας τοποθετον τις κλωστς του στηµονιο
διασν’, η = βιασνη
διτα, η = διαταγ εντολ, οδηγα
διατζου = καθοδηγ, διδσκω δεχνω
σε κποιον κτι
διτανους, ο = διβολος| < δι(βολ)ος + (σα)τανς
διφουρου, το = συµφρον, κρδος
δικλλ, το = διχαλωτ τσαπ που χει δυο µεγλα δντια
µπροστ < αρχ. ελλ. δ-κελλα < κλλω= ωθ
δικριν, το = ξλινο εργαλεο για το λχνισµα
του σιταριο
διµατ’κ, το = δσµη σταχυν
δµτου, το = φασµα µε δυο µτους, δκλωνο
δπατου, το = δπατο
διπλρ’κα, τα = τα δδυµα αδρφια
διπλοπδ’, το = κθισµα στο δπεδο στο στρµα µε
µε διπλωµνα πδια
™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™
«O A°IO™ NIKO§AO™»
MAPTIO™ 2017
διρµτ’, το = ασκ - µετφ. “ρ’ξι βρουχ µι του διρµτ’’’απ τη λ. δρµα
δφουρους, ο = αυτς που καρποφορε δυο
φορς το χρνο
διφτρ’, το = τεφτρι, τετρδιο για λογαριασµος | αντδ.
< τουρκ. tefter
δλιους, ο = δυστυχς, ταλαπωρος, κποιος που
ταλαιπωρεται, βασανζεται, κακοπερν, < αρχ. λ.
δελαιος = ταλαπωρος, θλιος, ελεεινς
δογα, η = σανδα για τα βαρλια
δραγτς, ο = ο αγροφλακας, απ την αρχ. λ.
δραλσκοµαι = παρατηρ απ ψηλ
δραπτσ, το = χαρακτηρισµς για το ξδι που χει
πολ δριµεα γεση, σχετ. µε τη βυζαντιν
ονοµασα “δραπτης ονος’’
δρασκελι, η = ο βηµατισµς- δρασκλατο = πδηξ το
δρµες, οι = οι 12 πρτες µρες του Αυγοστου
δριπν, το = το δρεπνι
δρουλπ’, το = καταιγδα, δυνατς αρας µε βροχ χιοννερο - παραφθορ της λ. υδρολαλαψ
δρουτσλα, η = ερεθισµς, κοκκινδα του δρµατος
δναµαι = χω τη δυναττητα
δυχατρα, η = θυγατρα
δκ’ς = δσεις
ε
βαξε = ακοστηκε δυνατ παντο, “βαξε ο τπος’’
βγα = ξοδος (αλλ και προστακτικ= βγες)
γγουµους, ο = βραδυκνητος
γκουσα = χρτασα, νιωσα αδυναµα να καταπι
το φαγητ µου λγω κορεσµο /σχετ. λ. γκοσα =
πρλοβος πτηνν και η αλβ. ngos = χορτανω
διαβα = στη συνχεια, σε λγο χρνο, µετ - “διαβα
το Πσχα θα )ρθ’’
εδωι (επρ.) = εδ, σε τοτο το µρος
ενεσ’, η = η νεση
ζ’γει = ζοσε
ζαφταν = πιναν, µε την ννοια της υπερβολς
του ποτο
ειδσµατα, τα = τα αντικεµενα
εκει = εκε εκενα - εκεις = εκενος
µ’κει = µεινε
εξν = εκτς
π’σα = αρ. του πφτω αλλ και του ψνω
&παχτος, ο = η Ναπακτος
ρµους, ο = ο ρηµος, ο µαγκοφης
τ’µους, ο = τοιµος
τσ’ = τσι
φκα = φυγα
ζ
ζαβεω = στραβνω κνω κτι ανποδα, δστροπα
ζαβλακθκα = νσταξα και ζαλστηκα
ζαβς, ο = στραβς, δστροπος, ανποδος, κακτροπος
νθρωπος, ανητος - ζαβ = φρεται ανητα
ζαγρ’, το = κυνηγετικ σκυλ αλλ και παλιπαιδο,
µτφ. δραστριο τοµο
ζαερ, το = το κρας (µπουλιρικα)
ζαλγκα, = φρτωµα στη ρχη, συνθως ξλων
ζαλνοµαι ζαλιγκνοµαι = φορτνοµαι
ζαµπχα = το σπαρµνο χωρφι (µπουλιρικα)
ζαµπρω = κνω κτι λιµα, πατικνω (πατ’κνω)
ζαντς, ο = χαζς, ανποδος, ελαφρµυαλος
(µπουλιρικα)
ζαπνου= πινω
ζφτ’ = δαµζω, τιθασεω /τουρκ. λ. zapt
- ζφτου = πνω πολ
ζγιζουµι = ζυγζοµαι - αρ. ζ’γισκα
ζγιαφτ’, το = γλντι, ξεφντωµα, φαγοπτι / τουρκ.
λ. ziyafet = φαγοπτι που ακολουθοσε παλι
το τελεωµα χτισµατος σπιτιο
ζγορ’, το = το ζυγορι, πρβατο που κλεισε
τα δυο του χρνια
ζγνου = ζυγνω, πλησιζω
ζεβζκ’ς , ο = ανητος, ελαφρµυαλος/ τουρκ. λ.
zevzékis ζβλα, η = ξλινο εξρτηµα σε σχµα
απ’ που µπαιναν οι τρχηλοι των βοδιν για
να γνει το ργωµα / απ’ την αρχ. λ. ζεγλη
ζξ’µο, το = η µπχα
ζερβ = αριστερ
ζερβολ, το = ανλιαγο µρος, ανλιο χωρφι
ζεου = ζεω, ετοιµζω τ’ λογο, εννω τα ζα
στο αλτρι
ζχνω = βροµω / ζχν’ει = βρωµει / “θα ζξ’ ο τπος’’
ζιβγρ’, το = ζευγρι
ζιµπιρκ, το = ο σρτης/ τουρκ. λ. zemberek
ζλπ’, το = το γριο αρπακτικ ζο /ατθασος
νθρωπος - βλχ. λ. zulap
ζµρ’, το = το ζυµρι
ζµαρπτα, η = πτα που φτιαχναν τα παλι
(αλερι, αυγ, γλα, φτα)
ζµ, το = το ζουµ
ζµπω = ζουµπω, σπρχνω, πιζω, συνθλβω
(προστακτικ = ζοµπα)
ζνρ, το = το ζωνρι
ζνταβλου = αναµοχλεω τα ξλα (δαυλι) για να
γνει η φωτι ζωηρτερη. παραφθορ της λξης
συνδαυλζω
ζουγανς, ο = µικρ πρινι απ την αρχ. λ.
φσγανον = κοφτερ εργαλεο
ζουµατσκα = κηκα
ζοµπιρο, το = µικρ ντοµο, σλβ. λ.
ζοπα, η = η πτα
ζουστρα, η = η ζνη
ζ’ι , το = το ζγι, το βαρδι της ζυγαρις
™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™
«O A°IO™ NIKO§AO™»
A¶PI§IO™ 2017
η
ι
βρα = βρκα
λιους, ο = ο λιος / χρησιµοποιεται και σαν κατρα
µε την ννοια της εξαφνισης, της αποµκρυνσης
σε µακριν χρα = “στουν πσου τουν λιου’’
ικει = εκενο
ικιαϊ = εκειδ
ιµνα = εµνα
ινντιου, το = το αντθετο / “Ιγ δεν επα
του ινντιου’’- απ’ την αρχ. ελλ. λ. “πεναντον’’
ιντ, το = το γιντι
ιξν = εκτς
ιπουχ, η = η εποχ
σκα, η = παρσιτο δντρου που χρησµευε σαν φυτλι
στο τσακµκι του καπνιστ [µσν. σκα < ελνστ. *
εσκα (προφ.: [ε:ska] ) < λατ. esca]
σουµα, το = το σο, εππεδο µρος/ µτφ. η ισοπδωση
αρχν, αξιν/ “αυτς δεν πει στ’ν ικκλησι,
δε νηστε%’ ουλτιλα, τχει ο%λα σουµα’’
τσια, τα = τα ζουµπολια
ιφκ, η = η ευχ
ιχθς = χθες
θ
θµαξα = θαµασα, µεινα κπληκτος / “τι καλ
πιδ εν’ αυτ, του θµαξα’’
θαµπολια = πολ πρω που ακµη εναι θαµπ
Θανης, ο = ο Θανσης
θαρθ’= θα ρθει
θεικου θεικω θειακολα, η = η θεα
θληµα, το = η παραγγελι
θµελου, το = θεµλιο
θρµ’, η = η θρµη, ο πυρετς/ αρχ. λ. θρµη =
πυρετδης ζστη
θερµανουµι = χω πυρετ - θιρµθ’κα = µ’ πιασε
πυρετς/ µτφ. στη φρση “θιρµθ’κα απ’
τουν πνου’’
θηµουνι, η = ο σωρς απ δεµτια
θλει, η = θηλει
θληκνου = κουµπνω
θµς, ο = ο θυµς
Θδουρους, ο = ο Θεδωρος
θολοκοτα, η = η θολορα/ και εµαι ζαλισµνος,
σε σγχυση
θριφτρ’, το = το θρεφτρι, το σιτευτ
θρουνιζουµαι = κθοµαι κπου µε µια παρα, χωρς
να χω προσκληθε για τοτο και κυρως
χωρς διθεση να αποχωρσω σντοµα/ “ρθι
κι θρουνισκι κι δε λει να ξικουλσ’ απουδ’’
θυµιατρ’, το = θυµιατρι, λιβανιστρι
κ
κβρας, ο = ο κβουρας και εργαλεο των υδραυλικν
καζκα, η = ανοιχτ ξλινο φορεο µε χερολια
στις κρες του - απ’ την τουρκ. λ. kazik = παλοκι
καζαντζου = πλουτζω, αποκτ περιουσα τορκ. λ. kazanmak
καζντ, το = το κρδος - καζντσα = πρκοψα
καλα, η = το κψιµο
καθριου, το = το σταρνιο ψωµ
κακβ, το = µεταλλικ σκεος µαγειρµατος µεγλο
και χωρς καπκι- απ’ την αρχ. λ. κακκβη = χτρα
κακαρντζα, η = τα κπρανα αιγοπροβτου| < πιθ.
απ το ιταλ. cacara caco: αποπατ
κακαρνου = ξεψυχ, τα χνω, πεθανω
(τα κακρωσι τα γκορλωσι)
καλαβρς, ο = εδος κανθρου
καλϊ, το = ο κασστερος που “γνωναν’’ παλι
τα χλκινα σκεη
κλανους, ο = µεγλος κρουνς απ’ τη λατ. λ. canalis =
σωλνας, διρυγα
καλατζς, ο = γανωµατς µπακιριν
καλσια, η = σπρη προβατνα µε µτη και αυτι µαρα
καλιζου = συναντ, ταιριζω, συµφων. - και
συναντ κποιον, που ψχνω / “δε θα σι καλισου;
θα ιδες τι θα πθ’ς’’
καλιακοδα, η = η καρακξα / η δσµοιρη γυνακα
καλιγκοτσια = βζουµε κποιον, συνθως µικρ
παιδι, στους µους
καλικατζορες = τα σχηµα γρµµατα
καλοσκρασµα, το = το καλοδξιµο µε γλυκ, νερ κλπ.
καλοσκρσα = πρωτοδοκµασα
κµαρ, η = το υπνοδωµτιο
καµπλιφ, το = το καπλο του παππ, καλυµµαχι
καµπρουλχανο, το = το λχανο, η κρµβη,
η µπα < αρχ. ελλ. κρµβη: το αγριολχανο
κνα καν = καννα, κποιο / “θα πµι κνα πρου’’
καναβδ, το = λεπτ και ανθεκτικ σχοιν
κανσκ, το = καλοζυµωµνο ταψψωµο στολισµνο
µε κουφτα, σουσµι και αλειµµνο µε κρκο
αυγο, πεσκσι γµου
κπα καπτα, = µλλινο βαρ πανωφρι
αδιβροχο και πολ ζεστ απ τραγµαλλο που
φοροσαν οι βλχοι τους χειµερινος µνες
καργι, η = η καρυδι
καργιαµπζος, ο = γλυκοτσουχτερ µαυροκκκινο
κρασ απ κοσµδια
καρδρ’, το = ξλινο στρογγυλ δοχεο που
αρµγανε τα πρβατα / υποδιαρεση του κδου
και ισοται µε 15 οκδες
καρκαριµαι = γελω δυνατ - “καρκαριται’’=
κακαρζει η κτα
καρκνου = πνγω, δνω σφιχτ
Κρλελι Κρελι = η Αιτωλοακαρνανα, εκτς
απ την Βρεια Τριχωνδα -απ το τουρκ.
καρλ ιλ = χιονισµνη χρα
καρµαλζω = ροδοκοκκινζω ψωµ στα κρβουνα
™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™
«O A°IO™ NIKO§AO™»
MA´O™ 2017
καρτερω = περιµνω
καστραβτσ’, το = το αγγορι
κατα+ = κτω, κατχαµα
κατακφαλου, το = δυνατ χαστοκι
κατακρα, η = κατακραυγ
κατνακρα = τελεως στην κρη
καταψι, η = γουλι µπουκι
κατελνω = βροµζω / “κουρτους κατιλουµνους’’=
βρµικος κουρτος
κατιβασι, η = η απτοµη αξηση νερο ποταµιο λγω
οδυνατς βροχς
κατκ’, το = το κατκι, εδος τυριο αλλις τσαλαφοτ’
κατρου = κατουρ- αρ. κατρθκα- κατρθρα,
η = η ουροδχος κστη
κατσαµκ, το = εδος τυριο, βρασµνο
καλαµποκλευρο µε κρεµµδι
κατσιζω = αδυνατζω, χνω τη ζωτικτητ µου,
µτφ. µαραζνω
κατσλωσε = στησε αφτ
κατσιολα, η = κουκολα, σκοφια
κατσιουλωµνος, ο = ο κουκουλοφρος
καψνου = ζεστανοµαι
κβλ’, το = ξλινο δοχεο µτρησης δηµητριακν
σο µε 15 οκδες
κβιντιζω = κουβεντιζω
κεδροµποπλα, τα = οι καρπο του κδρου
κειαφζου = θειαφζω - κειφ’, το = θειφι
κεικτ = εκε κτω
κεις = εκενος
κειπν = εκε πνω - κειπρα = εκε πρα
κειταστετι = προστακτικ µητρων προς τα παιδι
για κατκλιση - απ το ρ. κεµαι
κεννου = βζω φαγητ απ’ την κατσαρλα
στα πιτα απ’ το ρ. εκκεννω
κερν, η = το µεταξ της στγης και της οροφς
µρος του σπιτιο
κερς, ο = ο νδρας (µπουλιρικα)
κρτεζη, τα = τα φασλια (µπουλιρικα)
κπια και κηπγιουρτα = οι κποι του σπιτιο
κθρ, το = κριθρι
κιντδ’, το = κεντδι
κιντρνου = µπολιζω δντρο µε “µτι’’κιντρδ’, το = κεντρδι, µπλι
κιρσ’, το = το κερσι
κκ, το = το κουκ - κκι, τα = τα κουκι
κλαρζω = κβω κλαρι πεσµνου δνδρου κλρα, η = κλαδ
κλαρνου = ανεβανω σε δντρο και τρω κλαρ
επ ζων - “κλρουσι απν’ στου δντρου’’
και “κλρωσι του παιδ...’’ = µεγλωσε και
δεν χει ανγκη την βοθεια κανενς
κλειτσνρ’, το = το κκαλο της κνµης
του αρνιο, ειρ. το αδνατο πδι
κλει = κλενω
κλρα = κληρονοµι - “τ) Αϊ Θυµιο% θ%µαµε
κλρα να σ) αφσου’’
κλιψ‘µικο, το = κλεµµνο
κλ = ανπηρο, κουλ - “εναι κλ το χρι µου’’
κλουπακω = ανακατεω, αναταρσσωκλουπκηµα, το = ανδευση, κονηµα
κλουρ, το = κουλορι
κλορα, η = κουλορα
κλουφ, το = µικρ θκη, π.χ. η θκη του θερµµετρου,
το καπκι του στυλ - παραφθορ της λ. κλυφος
κλων, η = κλωστ
κλωτσοτρ, το = εδος τυριο που γνεται µε βρσιµο
του τυργαλο που µνει απ το πξιµο του τυριο
κµανταρζου = συγυρζω το σπτι, περιποιοµαι
κποιον -ιταλ. λ. comando
κµασ’ , το = γουρουνσπιτο αλλ και ο παλινθρωπος
κµοντρι, το = εδος ντοµτας- ιταλ. λ. pomodoro
κµπορα, η = η κουµπορα, πιστλι / µετφ.
ο ανεπδεκτος µαθσεως
κνβ’, το = το κουνβι
κνω = κουνω -κνεις = κουνσου - κνιτι = κουνιται
κνλ’, το = το κουνλι
κνος = οκνς
κνουπ’, το = κουνοπι
κοβ = κβει
κκουτους, ο = ο πετεινς απ’ την αρχ. λ.
κττος = πετεινς
κοκοφργκ, το = βρασµνο, πηχτ γλα ζου, το αµσως
µετ τη γννα/ αλλις κουλστρα κλστρα
κνισµα, το = το εικνισµα
κοντλ, το = ειδικ γραφδα απ σχιστλιθο,
µε την οποα γραφαν επνω στην πλκα παλι
οι πολ µικρο µαθητς -απ το αρχ. κνδυλος
κπανους, ο = χοντρ ξλο για το πλσιµο χοντρν
ροχων, µτφ. ο χαζς, ανητος
κορδλα = µηχαν κοπς ξλων
κορκρ, το = κοκκρι
κρφους, ο = η µασχλη
κορφφλλου, το = τα πνω - πνω φλλα του καπνο,
εξαιρετικς ποιτητας
κοσ = γργορα, τροχδην
κοσι, η = µεγλο δρεπνι σε µακρ ξλο για κψιµο
τριφυλλιο και αγριχορτων
κοσµδια, τα = µαρα βουνσια σταφλια
µε σµιχτς ργες
κοτρδια, τα = ψιµα µικρ σταφλια, αγουρδες
κτσιαλο, το = µικρ ξυλαρκι, σκουπιδκι, τριφτο
στχυ, κοτσνι καλαµποκιο-καλαµποκτσαλο
κουβαρς = το κρασ (µπουλιρικα)
κοκιο, το = το σπτι (µπουλιρικα)
κουκσα, η = καρδι µε τη φλοδα του απ’ τη σλ.λ. kokoska
κουλουβ, τα = χρµατα (µπουλιρικα)
κουλουκθολλδα, τα = κολοκυθολλουδα,
τα νθη της κολοκυθις
κουλουφοσ’, το = παραφυδα δνδρου- σνθετη λ.
απ τις αρχ. “κλον’’, που επ φυτν σηµανει
κλδος και “φστις’’ = γενε, απγονοι
κουλουφουτι, η = η πυγολαµπδα
κουλυµπιθρξ’λου, το = γερ ξλο που το περνοσαν
απ τα χερολια της κολυµπθρας για
να κουβαληθε πιο εκολα
κουµµοτσα, η = µεγλο κοµµτι
κουµποθλι, η = θηλι που σχηµατζεται µε κµπο
™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™
«O A°IO™ NIKO§AO™»
IOYNIO™ 2017
κουµπϊ, το = καραβνι µε ζα
κουµπουθλιζου = δνω κµπο
κουµπουρω = πυροβολ
κουµπουρλια, τα = οι χνουδωτο σφαιρικο καρπο
του πλτανου / µτφ. οι ρχεις
κουνεω = διανυκτερεω
κουντοσβερας, ο = ο πολ κοντς
κουντουζγνου = ρχοµαι κοντ
κουρστρα κουλστρα και κλστρα, χουλιστρα =
το “πρωτγαλα’’ προβατνας κατσκας, πολ
πηχτ - απ’ τη λατ. λ. colostra = το πρωτγαλα
κουρδνουµι = κορδνοµαι, τεντνοµαι, καµαρνω
κουρτζιλο, το = το κουρλι- δετερο συνθετικ
η λ. ρτζιλο = κουρλι
κουρφκα = κουρφτηκα
κουρτος, ο = τα;στρα, σκαµµνος κορµς απ’ που
πιναν νερ τρωγαν τα ζα/ σκαφδα - απ’
τη σλαβ. λ. koryto
κουρκοτ’, το = κουρκοτι, χυλς µε αλερι αλλ
και το ανακτεµα
κουρκουτιζου = ξεµωρανοµαι, θολνει το κεφλι µου
κουρκωτ, το = εδος φαγητο, κτι σαν στραπατσδα
κουρνιζω = µτφ, µαζεοµαι, γρνω να κοιµηθκορνια, η = το κοττσι
κουρνιαχτς, ο = σκνη
κορος, ο = το κορεµα των προβτων
κουρφ’νς, ο = κορυφαος, ο πιο ψηλς σε θση “κλλα στου κουρφ’ν κλουνρ’’= ανβα
στο πιο ψηλ κλωνρι
κουσεω = φεγω γργορα - (µπουλιρικα)
κουσιρκο, το = το εικοσρικο
κουσκον, το = η ζητιανι -(µπουλιρικα)
κουσµρ’, το = τσοπνικο φαγητ δυσερετο πλον
απ τυρ φρσκο και λγο αλερι- αλβαν. λ. hoshmar
κουσταντρας = το τυρ - (µπουλιρικα)
κουτω = τολµω
κοτρα, η = το κεφλι
κουτρο = στην τχη
κουτσιρου, η = το αβφτιστο κοριτσκι, η µπµπα
κοτσκο, το = το µικρ
κουτσλι, η = κουτσουλι
κουτσοκφαλα = αστεα, χωρατ
κουτσοµαδου = αφαιρ φλλα, νθη,
απ φυτ εδ κι εκε
κουτσοµισιστκα = κοψοµεσιστηκα
κουτσουπδω = κνω µικρ πηδµατα
κουτσπι, η = κουτσουπι, αγριοχαρουπι
κουφρζω = αποπατ - κουφρδια = τα περιττµατα
(µπουλιρικα)
Κρβαρα Κρβαρι = η βρεια Ναυπακτα
Κραβασαρς, ο = η Αµφιλοχα
κρζου = καλ τις κτες να συγκεντρωθον
για τισµα
κρεµατζαλιµι = κρεµιµαι απ ψηλ
κρνου = µιλ σε κποιον, ανταλλσσω χαιρετισµ
µε κποιον
κριβατνα, η = ξλινη σιδερνια σκρα για τα κλµατα
κρικλ, το = κρκος στερεωµνος στον τοχο
για το δσιµο των ζων/
κρικλα, η = κρκος, µτφ. θση στο δηµσιο
κρν’τ = µλησ του-“κρν) τ)Μτρ)= µλησε του Μτρου’’
κριτιλγκος, ο = το λαργγι
κριτσπια, τα = κακοτρχαλος τπος,
χωρφια γονα µε πολλ βρχια
κριτσιανθρα κριτσανδα, η = ο χνδρος
κριτσιαν = ειδικς χος απ σπσιµο χνδρου ξλου
τρξιµο δοντιν -“γιατ κριτσιανς τα δντια)ς; ”
κριτσνουβουλει = τρζει
κρονης, ο = ο αξιολπητος, ο ταλαπωρος,
ο κακµοιρος
κρυγιουλγ, το = κρυολγηµα
κρυφτλκια = κρυφτολια για παιχνδι
κσ, η = χρυσ
Κστντου, η = η Κωστντω
Κστος = Χριστς, λγεται ταν κποιος στραβοκαταπνει
Κστοεννα = Χριστογεννα
Κστφουρος, ο = ο Χριστφορος
κταβ’, το = κουτβι, το νεογννητο σκυλ,
ο κουτοπνηρος νθρωπος
κταλ’, το = το κουτλι
κτη, η = κουτ
κτι, το = κουτ
κτσθκα = κουτσθηκα
κυργιαρνα, η = το πουλ τσχλα, επιστ. Κχλη
η Μουσικς
κφθκα = κουφθηκα
κφλα = κουφλα, κολωµα δνδρου
κφο, το = κουφ
κφβρασ’, η = κουφβραση, ζστη µε υγρασα
λ
λ’β, το = το λουβ- για φασλι, κουκ- απ’
την αρχ. λ. λοβς
λ’τσιµαι = βρχοµαι
λαγαρζου = λαµπικρω, καθαρζω
λαγγιλ, το = πτυχ φουστανλας
Λαζαροδια, τα = τα παιδι πο λνε τα κλαντα
του Λαζρου
λανα, το = το λαγνι
λαϊζου = κθοµαι κτω ακνητος, λουφζω
λϊος, ο = µαρος
λακου = φεγω τρχοντας. απ’ το αρχ. ρ.
λσκω - λκσε = φυγε
λκκα, η =δενδρος κταση συνθως εππεδη.
απ’ την αρχ. λ. λκκος
λαµπογιλ, το = λµπα για φωτισµ του σπιτιο
µε φυτλι και πετρλαιο
λαναρζω = ξανω - λανρ, το = εργαλεο για το ξσιµο
του µαλλιο
λας, ο = λαγς
λαοµ, το = τρπα µσα στη γη, βαθολωµα, λαγοµι
λτε = ελτε
λατσοδ’, το = κλαδ απ λατο απ’ τη λ. ελατοδι
λχ (µη) = µην τχει
λειτουργι, η = το πρσφορο
λιανζω = κοµµατιζω
λιανοβτλο, το = κατσκι ενς τους
λιανς, ο = αδνατος, λεπτς, δειος
λιρος, ο = ο παρδαλς και τα µαρα γδια µε λγα
σπρα σηµδια
λιστ’κα = κατσα στον λιο
™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™
«O A°IO™ NIKO§AO™»
IOY§IO™ 2017
λιτα, η = µικρ τσεκορι
λιθρ, το = η πτρα
λιµρ, το = δµα σταριο
λιµπ, τα = οι ρχεις -απ το λατ. libo libido
λιµπζοµαι = λιγουρεοµαι, επιθυµ πολ
λικια, τα = οι ρχεις
λικρισ η = κτερος βαρεις µορφς
λγγους, ο = πυκν δσος θµνων
Λοµποτιν = η Jνω Χρα
λντζα, η = αυλ, κισκι µε χωρς τζµια, αποθκη,
καλβα για ζα / απ τη βενετ. λ. lozza = θεωρεο.
λοζα = τπος χωρς ορζοντα, µικρ στεν κοιλδα
λοζες = χωρφια που κρατον τα µβρια δατα
λουθ’νρ’, το = εξνθηµα του δρµατος, ο “καλγερος’’
απ’ την αρχ. λ. δοθιν (δοθιν > δοθηνρι >
δουθ’νρ’ > λουθ’νρ)
λουλκ, το = ουσα µε βαθ γαλζιο χρµα που τη
χρησιµοποιοσαν παλαιτερα στο πλσιµο των
ροχων για να δνει στα λευκ λµψη
λορα, η = η βργα, µακρ και λεπτ ξλο για το
τναγµα καρυδιν κλπ αλλ και οµφλιος λρος
λουρτ’ς, ο = εδος δεντρογαλις
λοσκα = λοστηκα
λοτος, ο = χαζς, ανητος
λοτσα (γινα) = γινα µοσκεµα, βρχηκα πολ
λυτρ’, το = σκοιν που δνουν τα ζα
µ
µκρο, το = το µικρ
µπλρ, το = µουλρι αλλ και ο ισχυρογνµων
µπχαρ, το = η καµινδα τζακιο
µσακ = τρπος ενοικασης χωραφιο
µσιαµς, ο = µουσαµς
µσιοντρα µσντρα = εδος χορτπιτας απ
καλαµποκσιο αλερι
µστσα, η = η γνωστ “µγα’’ του κρασιο
µσκρ’, το = µοσχρι / ο ανητος
µσκφς, ο = ο πουλος
µσοκπλα = ταν στο ζο κθεται κποιος ξω
απ το σαµρι
µσοκφ’κα = νιωσα ντονο πνο στη µση
απ σκωµα µεγλου βρους
µσουρανς = ψηλ στον ουραν - απ’ τη λ. µεσορανα
µσοφρ’, το = γυναικεο εσωτερικ πουκµισο,
κοµπινεζν
µτργια, τα = εξρτηµα του αργαλειο µε
τη βοθεια του οποου µετακινονται τα νµατα
του στηµονιο- απ’ την αρχ. ελλ. λ. µτος
µτο, το = θολ- “του κρασ ενι µ’τ,
στου κι λλο’’ - απ τη λ. µουντ
µαγαρσι, η = ακαθαρσα, ρπανση και µτφ. η κλεψι
µγκανα = γκρνιες, φιλονικες
µαγκανου = βατεω, οχεω
µαγκοφκο = καταραµνο
µαγκοφ’ς, ο = φτωχς, ρηµος -µαγκουφι µτφ.
οι δουλεις στο σπτι
µαδρ’, το = χοντρ ξλο, µαδρι
µαρµα, το = το µαγερεµα
µαζαρκ, το = το κρας (µπουλιρικα)
µαζγλ το = πολεµστρα, στεν παρθυρο σπιτιο- απ’
την τουρκ. λ. mazgal = τουφεκστρα φρουρου
µζουµα, το = µζεµα
µαθς = τχα, ββαια, πργµατι, που λες
µαϊραπς, ο = η χειροδικα, το ξλο
µαϊστρα, η = η µγισσα
µκα, η = επστρωση βρµας αλλ και ο οισοφγος
της κτας
µακαντσης, ο = φλος, σντροφος
µακαροτσνια, τα = το κοφτ µακαρονκι
µαλαγνας, ο = ο κλακας
µαλζου =µαλσσω
µαλα, η = χνος
µαλτινα, η = η παπαδι (µπουλιρικα)
µαλτος, ο = ο παπς (µπουλιρικα)
µαλτσκο, το = το µικρ παιδ, ο παραγυις
(µπουλιρικα)
µαλλιζω = βγζω τρχες
µαλτζα, η = κατσκα που παργει πολ γλα
µαµκα, η = το στοµχι των πουλερικν
µαµαλγκα, η = πηχτς χυλς απ καλαµποκσιο
αλερι, ξυνγαλο και βοτυρο -φαγητ του παλιο
καιρο απ’ την αλβ. λ. memelig = κουρκοτι
µαµοτα, η = τρας-εκφοβισµς για πειθαρχα “θα σι φει η µαµο%τα’’
µανδις µαχις = κρια γωνιακ ξλα της ξλινης
στγης, απ’ που τα παλιτερα χρνια κρεµοσαν
διφορα πργµατα - λεγταν απειλητικ και το:
“κτσι καλ, γιατ θα σι κριµσου απ’ τ’ς µανδις’’
µαναξευµενο = ξεµοναχιασµνο
µαναξι, η = µοναξι
µανρ, το = το καλοθρεµνο οικσιτο αρν κατσκι
απ τη λ. αµνς (αµνς> αµνριον >µανρι)
µαναστρ’, το = το µοναστρι
µαναστριακ, το = αναθεµατισµνο
µανατιζονται = απασχολονται
µανλα µαναβλα βυζλα, η = µακρς ξλινος λοστς
µανταλδ’, το = τοβλο απ9 την αρχ. λ. µνδαλον
µανταλνω = κλειδνω - µνταλους, ο = ο σρτης
µαντν, το = µηχανισµς που κινεται µε τη βοθεια
καταρρκτη νερο - χτυπει και πλνει τα ροχα
µαντανα µπαντανα, η = λεπτ µλλινη υφαντ
οκουβρτα- απ την τουρκ. λ. battaniye
µαντεου = προµηνω /στη φρ. “µντεψαν
τα σταφ%λια’’ ταν ορισµνες ργες σταφυλιν
αρχζουν και ωριµζουν
µντζαλα, τα = χρηστα µικροπργµατα, ευτελ
παλι πργµατα
µαντζαρα = πλοσιο φαγητ, καλοφαγα
µαντζον’, το = δυναµωτικ γιατροσφι
µαραβτσα, η = βοσκσιµο χορτρι
µαραγκιζου = µαρανοµαι
µαραζρ’ς, ο = ο µαραζιρης, αρρωστιρης
µαργνου = κρυνω πολ
µαρνι, το = το γαϊδορι (µπουλιρικα)
µαρκλισ’µα µαρκλους = η γονιµοποηση των
θηλυκν απ τα αρσενικ για την αναπαραγωγ
µαρµγκα, η = µεγλη δηλητηριδης αρχνη
™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™
«O A°IO™ NIKO§AO™»
AY°OY™TO™ 2017
µαρµρα, η = στρφα γδα προβατνα
µαροδα, η = ταγρι, η µαθητικ σκα παλιτερα
µαρτ’τρου = µαρτυρω, προδδω
µαρτνια, τα = τα οικσιτα γιδοπρβατα
µσε = µζεψε
µασι, η = µεταλλικ λαβδα για χρση στο τζκι,
η πυργρα των αρχαων- απ την τουρκ. λ. masa
µασκαρλκ’, το = εξευτελισµς
µασορ’, το = λεπτ ξλο στο οποο τυλγουν
το νµα για να το βλουν στη σα;τα του αργαλειο /
στλη απ κρµατα δσµη χαρτονοµισµτων
µαστρ’, το = το στθος
µαστραπς, ο = η καντα
µατ’, το = το µτι
µατ (επρ.) = ξαν, πλι -χρησιµοποιεται και
σαν πρτο συνθετικ σε πολλ σνθετα ρµατα,
π.χ. µατακνου, µατατρου κ.λπ.
µατζακσα, η = παλι πυροβλο πλο
µατι αιµατι = παραδοσιακ λουκνικο απ
το παχ ντερου χορου
µατρακς, ο = σφυρ µε το οποο οι χτστες σκλιζαν
τα αγκωνρια
µατσακν’, το = εδος µυτερο σφυριο
µατσαλου = µασω µε απρεπ και ηχηρ τρπο
µατσιαναοι, οι = τσιγγνοι, γφτοι
µατσοκ, το = γκλτσα - “µατσο%κωσαν τα πδια µ) =
ξ%λιασαν τα πδια µου’’
µερζουν = µοιρζουν
µεριζω = παραµερζω
µεροµνια, τα = οι 12 πρτες µρες του Αυγοστου
των οποων οι καιρικς συνθκες αντιστοιχοσαν
στον καιρ των επµενων 12 µηνν, οι δρµες
µιλιγκον, το = πολ µικρ καφεκκκινο µυρµγκι απ9 την αλβ. λ. milingon = µυρµγκι
µιλκωµα, το = η προσβολ απ µελγκρα
µιλουπουνου = πιζω µια πληγ, την ερεθζω
περισστερο - “µη του πρϊζ’ του πουνδ),
µη του µιλουπουνς, δε γκν’’’
µνια = µα
µιρδ, το = µερτικ
µιργι, η = η µερι
µιριµτ’, το = η µικροεπισκευ- τουρκ. λ. meremet
µ’κρπλου, το = µικρολικο
µλολθαρα, τα = τα µυλολθαρα, οι µυλπετρες
µνι = µια
µολογω = λω , αφηγοµαι
µρα, η = εφιλτης στον πνο. βραχνς -πιθ. απ
την αρχ. λ. µορµ
µστρα, η = επδειξη/ το κασελκι των γυρολγων
µε τα εµπορεµατα
µουζγοµνους, ο = βρεγµνος (µοσκεµα, λοτσα)
µολα, η = θηλυκ µουλρι
µουλα+µ’κος, ο = συχος, προς - τουρκ. λ. mulayim =
προς
µουνουχω µουνουχζου = ευνουχζω
µουσαφραοι, οι = οι επισκπτες
µοσκιο = µουσκευµνο
µουστπ’τα, η = µουσταλευρι
µοτα, η = οµχλη / µτφ. η “απειλ’’ για τα µικρ
παιδι/ και η φωτογραφα σε κορνζα
των πλανδιων φωτογρφων
µοτιλ’, η = µαρο λασπνερο
µουτλκ = σνει και καλ, οπωσδποτε - “µουτλκ
το )κµις αυτ που θελις’’ - απ’ την τουρκ. λ.
mutlaka = οπωσδποτε
µοτος, ο = ο µουγγς
µχαλου, το = λιθρι στο µγεθος γροθις
µπα+ρ, το = χρσο χωρφι
µπκα, η = η µεγλη κοιλι
µπακακκ, το = ο βτραχος
µπκι = µπως και
µπακρια, τα = τα χλκινα σκεη
µπλα, η = µεγλο δµα τριφυλλιο χρτου
µπαλωµατνια και µπαλµατα = µεγλες νιφδες
χιονιο - “ρχν’ µπαλµατα’’
µπαµπαντσα, η =χορτπιτα µε καλαµποκλευρο
µπνικος, ο = καλς, µορφος (µπουλιρικα)
µπαρδκα, η = µικρ ξλινο παγορι απ’ την τουρκ. λ. bardak = κπελλο
µπαρδκια, τα = εδος λευκο δαµσκηνου
µπαρµπδια, τα = οι θεοι
µπατλι, η = βτα, βατουλι
Μπλια, η = η Ολυµπα
µπερτσις, οι = τα µουστκια του καλαµποκιο
µπικιν, το = µεταλλικ ποτρι µε υποδοχ
για το δχτυλο
µπινρ, το = τυρ (µπουλιρικα)
µπιρικτια = καλ σοδει, αφθονα αγαθν - τουρκ. λ.
µπιρµπλια = αηδνια//οµορφπαιδα
µπλν, η = η πλνη του ξυλουργο
µπλνα, η = συµπαγς µζα χµατος και αγριδων
που δηµιουργεται κατ το ργωµα
µπλατσανω = πατω τρχω µσα στα νερ - ηχοπ. λ.
µπλιρα, η = δχρονη προβατνα κατσκα που γεννει
για πρτη φορ- και µπλιρια µτφ. οι φηβοι
µπλοκ’, το = µπουλοκι
µπλια, η = πετστα φαγητο, κεφαλοµντηλο απ την ενετικ λ. imbogio
µπνκι = ωραα γυνακα (µπουλιρικα)
µπουγιζ, το = υγρασα και αρας
µποζ = πολ κρο
µπουζουρνω = τρω (µπουλιρικα)
µπουλεω = φεγω (µπουλιρικα)
µπουλιαρι, η = ζητιανι
µπολιζες, οι = οι κτες (µπουλιρικα)
µποµπνας, ο = ο κρτος µετ την αστραπ
µπουµπτα, η = το ψωµ απ καλαµπκι
µπουνρα = νωρς το πρωϊ
µπουτσνρ’, το = κρουνς, ποτστρα - ιταλ. λ.
buzzunara = µεγλη φιλη
µπουχς, ο = κουρνιαχτς, σκωµα σκνης, φυγ
µπουχτω = βαριµαι
µπρσκα, η = µεγλος βτραχος / η µεγλη κοιλι
µπριγιν’, το = φαγητ απ ρζι, λδι και κρεµµδι,
µαγειρεµνο σε ταψ στο φορνο. απ’
την τουρκ. λ. birian
µπροστλα, η = κεντητ ποδι, περιστθιο
Μπρουσοταµνος, ο = αυτς που χει κνει τµα
στο µοναστρι της Παναγας στον Προυσ
™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™
«O A°IO™ NIKO§AO™»
™E¶TEMBPIO™ 2017
µπρουστορα, η = η τροφ του ζου, που βρσκεται
µισοχωνεµνη στο στοµχι του - απ9 την ιταλ. λ.
pastura = κπρος ζων
µτζθρα, η = εδος µαλακο τυριο που παργεται
απ το τυργαλο
ν
νχκια, τα = νυχκια
ναµ’= δσε µου
νµι = εδ εµαι, ρθα
Νπαχτος και &παχτος, ο = η Ναπακτος
Νεροδκς, ο = ο Ειρηνοδκης
νερουτρουβι, η = βαθολωµα που πφτουν τα νερ
µε ορµ απ το µυλαυλακο. Με το “δρσιµο’’
του νερ “ργζοναται’’ τα χοντροσκοτια,
εν τις “ντυµασις’’ τις πλεναν στα µαντνια
νεροφαγι, η = διαβρωµνο δαφος απ νερ
νεροφρος, ο = αυτς που επιτηροσε την σειρ
ποτσµατος των χωραφιν
νι =µα
νβουµι = πλνοµαι / νφκα αορ./ νψ = προστακτικ
νλα, η = µεγλη καταστροφ, η δυστυχα
νισφ’ = αρκετ
νµ’ = δσε µου
νοµτ’ = νθρωποι, τοµα
νουγου = καταλαβανω- απ το αρχαο νο
Νολα, η = Παναγιολα
νουρ, η = η ουρ
νταβν’, το = µεγλη µγα, που τσιµπει σχηµα
ανθρπους και ζα το καλοκαρι - απ’ τη λατ.
λ. tabanus = οστρος
νταβς, ο = µικρ ταψ
νταβλαρθκα = πεσα κτω ξπλωσα απτοµα
νταγιαντω = υποφρω, αντχω, δεχνω υποµον
νταλκ’, το = το σαµιαµδι
νταµαχιρ’ς, ο = ο δουλευταρς, ο πλεονκτης
νταµτζνα, η = πλεχτ µεγλη µπουκλα
ντζιαµιλκ’, το = το τζµι
ντηριµι = ντρποµαι, διστζω, επιφυλσσοµαι - “λα,
κπιασ’ να φας, µη ντηρισι’’ - απ9 το αρχ. ελλ. ρ.
τηροµαι = προφυλσσοµαι απ κτι
ντιπ, επρ. = καθλου/ ντιπ κατ ντιπ,
κφρ. = λως διλου
ντλαπ, το = το ντουλπι
ντουρβς, ο = σκος που βζανε καρπ στα ζα
για να φνε
ντουρς, ο = χνη, πατηµασις
ντουχνιζου = γεµζω σκνη
ντρλινο, το = εδος βαµβακερο υφσµατος
ξ
ξλις, οι = τιµωρες γονων δασκλων προς
τα παιδι για συµµρφωση
ξ’µνους, ο = (ο ξυµνος)- λγεται για τους
ελαφρµυαλους “προβληµατικος’’ ανθρπους
ξϊ, το = το αλεστικ δικαωµα του µυλων
ξαµνου = απλνω τα χρια για να κτυπσω / ορµ,
επιτθεµαι
ξαποστανω = ξεκουρζοµαι
ξρα, η = η στα, η κρισρα - ξαρολα = µικρ ξρα
ξαρζου =καθαρζω (ξυρζω) µε την τσπα, τα χρτα και το χινι
ξαστοχω = λησµον
ξεγλνιασµα, το = αφαρεση της γλνας
ξεθληκθκι = φυγε απ την θση του, χαλρωσε
η θηλι
ξεµπολτσισµα, το = ξεφλοδισµα καλαµποκιο
ξεραµνο, το = µτφ. το φδι
ξερκ, τα = τα χωρφια που δεν ποτζονται
ξεροµαχιζω = ξερανοµαι
ξερς = ξρεις
ξεσβελισκε = ξεθεθηκε
ξεσκαλτσονουτους, ο = ο ξυπλητος
ξεσκλδια, τα = κοµµτια
ξεσπρω = ξεσπυρζω
ξετζω = εξετζω
ξεφλουδσια, τα = η διαδικασα ξεφλουδσµατος
των καλαµποκιν
ξιγυρζω = ανακτ τις δυνµεις µου µετ απ ασθνεια
ξιµι = ξνοµαι
ξιζαλνου ξιζαλιγκνου = ξεφορτνω κποιον
ξιζεου = λνω τα ζα απ το ζυγ
ξκικος, ο = λιποβαρς. τουρκ. eksik - µε αποβ.
του αρχικο τ. φων.
ξικουλνω = ξεριζνω
ξιλαγαρζου = γνοµαι διαυγς, ξεθολνω
- ξιλαγρ’σι = καθρισε
ξιµεσισκα =νοιωσα ντονο πνο στη µση
απ δουλει µεγλο βρος
ξιπιασα = ξεπγιασα
ξιπακιζουµαι = µου πφτουν τα πκια
απ πολ βρος που σηκνω
ξιπεδικλνω = ξεµπερδεω
ξισκλστ’κι = σκστηκε
ξισυνερζοµι = συναγωνζοµαι κποιον / συγχζοµαι
απ τα λεγµενα κποιου
ξιτζου = δνω µεγλη προσοχ και σηµασα
σε κτι/ απ’ τη λ. εξετζω -συνθως λγεται
για τους προληπτικος ανθρπους
ξιφτρ, το = ξεφτρι, γερκι
ξλοφϊ, το = σιδερνιο εργαλεο µε ‘’δντια’’
για λεανση ξλων
ξγκ’, το = ξγκι, λπος των ζων
ο
ογλιορα = γργορα
ειδζω = αξζω, µου ταιριζει κτι - ειδισε = µοιασε
ολϋρα = ολγυρα
ντα = σα, µαζ, στην δια γραµµ, ταιριαστ, ισπαλα
ορµνεια, η = ερµηνεα, συµβουλ, παρανεση,
νουθεσα, προτροπ
ορµνω = σαλαγ, κατευθνω τα ζα
σε ορισµνο σηµεο /ταιριζω
™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™
«O A°IO™ NIKO§AO™»
OKTøBPIO™ 2017
οϊδι = ουδ “ουϊδι το ‘να κν), ο%ϊδι τ’ λλο’’
ολοι = λοι - ουλλ’ νος = λους
ουλτιλα = εντελς, καθλου. απ’ την αρχ. λ. ολοτελς
ουλοθι = παντο
ουρστ’ = µλιστα, εντξει, ορστε
χτους, ο = χθη ποταµο, σωρς απ χµα
π
πδου = πηδω - πδγαµι = πηδοσαµε
πλτι = που λτε
παα+νω = πηγανω (αρ. πϊνα)
παγανι, η = οµαδικ οργανωµνη καταδωξη
γριων ζων
παγκρ’, το = πανηγρι
παδλα, η = πλινη ρηχ χτρα
παιδφκε = παιδετηκε
πκια, τα = περιοχ του σµατος στο ψος
των νεφρν, τα ισχα
παλντζα, η = ζυγαρι
παλιοζαγρ’ = βρισι π.χ. για το αδσποτο σκυλ
αλλ και “παλιπαιδο ο τιποτνιος’’
παλιοπρτ’να, η = η γρικη προβατνα
πλιουρας, ο = αγκαθωτς θµνος
πανουκπ’λα = επρρ. που δεχνει την τοποθτηση
ανθρπου πργµατος πνω στα καπολια
του ζου.
παρ’ς = πρεις
παραβλα, η = χρσο τµµα του χωραφιο
παραγγνια, τα = µικρανψια, τα εγγνια
του αδελφο αδελφς
παραγκωµιζω = φωνζω κποιον µε
το παρατσοκλι του
παρακατολια (επιρ.) = λγο πιο κτω
παραµερω = κνω στην κρη, κνω
πιο πρα - (προστ. παραµρα)
παραµπολια, τα = παραφυδα, εδος λχανου
παρανταρι = επ τα χνη / παρ και ντορς
παραστι = δπλα στην φωτι στο τζκι / παρ + εστα
παρατσοκλι, το = παρανµι
παρωρα = πολ αργ
πασντεου = ξεπερν τις δυσκολες στη δουλει
και προχωρ παρακτω
παστο, το = ξλινο µτρο/ ιταλ. λ. passetto
πασπλ, το = η χνη στο λεσµα, λεπτ στρση χιονιο
πατκα, η = η παττα
πατατοκα, η = κοντ µλλινο πανωφρι ανδρικ
πανωφρι, παλτ απ’ την ιταλ. λ. patatucco
πατλος, ο = ο χωροφλακας (µπουλιρικα)
πτερο, το = µεγλο δοκρι που στηρζει τη στγη
το πτωµα
πατητρ’, το = το πατητρι, ο ληνς που πατιονται
τα σταφλια για να εξαχθε ο µοστος
πατικνω = γεµζω το σακ µε οτιδποτε
και πατντας το δυνατ
πατ’νς, ο = ο χαµηλ ευρισκµενος - “κψι αυτ
του πατ’ν κλουνρ’’
πατκορφα (επρ.) = απ πνω ως κτω
πατσι, η = πατηµασι
πφλας, ο = τενεκς τσγκινος λεπτ λαµαρνα / τουρκ.
λ. pafla = µικρ µεταλλικ πλκα /πληθ. παφλια
πεδικλνουµαι = µπερδεοµαι και πφτω, σκοντφτω
/αορ. πεδικλθκα
πεζολα, η = η αναβαθµδα χωραφιο
περαταργι = τρπος περσµατος απ χθη
σε χθη ποταµιο
περδικοστµατα, τα = πρχειρα και επιπλαια
κατασκευσµατα
πρδικους, ο = το πος
πεσκσι, το = δρο τουρκ. peskes
πταβρο, το = λεπτ πελεκηµνη µε σκεπρνι /
αρχ. ελλ. πτευρον
πτρο, το = φλλο της πτας
πτσωµα, το = ερωτικ πρξη, µτφ.ρξιµο, απτη
πετσνω = καλπτω επιφνεια, βζω σλες στα
παποτσια / δρνω κποιον / οχεω τιν /µτφ.
ξεγελω κποιον
πτχα = πτυχα
Πφτ’ = Πµπτη
πθαµ, η = παλµη
πθεν = πουθεν
πγκωση, η = δσπνοια (πιγκθ’κα = πγα να πνιγ)
πιδµ = παιδ µου
πιδουκλι, η = η τρικλοποδι
πνηξε = πνιξε
πιριλαβανου = αρπζω, συλλαµβνω κποιον
µε γριες διαθσεις
πισηµηµερα, τα = οι επσηµες εορτς Χριστογεννα,
Πσχα
πστρωµα, το = το γρισµα, σορωµα ροχου
πτ’ρα, τα = τα πτουρα
πιτα, η = επιταγ
πιταχτ = πεταχθ
πιτεµλ, το = το µπα;ρι, το ακαλλιργητο
το χρσο χωρφι
πιτσιορ’, το = µικρ κοµµτι γης
πλαλω = τρχω γργορα (πλλα)
πλαστρ’, το = ξλινη επιφνεια για το νοιγµα
των φλλων
πλατσιανω = πατω στα νερ, πλατσουρζω κνω
µπνιο σε ρηχ νερ
πλεις = πωλες
πλεµν, το = το πνευµνι
πλι, το = το πουλ/ πληθ. τα πλι
πλι = πια
πλιτσκα, τα = τα αχαµν
πλινου = πλνω - προστ. πλυσ’ = πλσου
πλω = πωλ - πλσαµι = πωλσαµε- πλθκα = πουλθηκα
πλιστερο = περισστερο
πλος, ο = ο πυλς
πλµα = βρεγµνος, ιδρωµνος
πλµα, το = ακθαρτο νερ απ το πλσιµο /
νερουλ και νοστο φαγητ
πνου = πειν
πνιξ’ = πνξου - πν’καν = πνγηκαν
ποκρ, το = στρογγυλ “µπλλα’’ απ µαλλ προβτων
πολλιρα (επιρ.) = πριν λγο
πολυσπρια, τα = πολλ γεννµατα βρασµνα ως
ευχαριστα στη Θεοτκο Παναγα στις 21/11
πουδρια, τα = τα πδια
πουδνουµι = φορω τα παποτσια µου
πουµθκα = πνγηκα, δεν µπορ να πρω ανσα
πουνδ’, το = µικρς πνος, πληγ, µλωπας
ποντα, η = µεγλη παγωνι
πουρν, το = το πρω
™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™
«O A°IO™ NIKO§AO™»
NOEMBPIO™ 2017
πουρπδια, τα = παλι µλλινα τσουρπια, κλτσες
πρζου = πειρζω- πραζ’ = πειρζειπρϊσι = πειρζεσαι
πρµατα, τα = τα πρβατα, γενικς τα ζα αλλ
και τα χρσιµα αντικεµενα του σπιτιο
πρατνα, η = προβατνα
πρεβντα, η = ταψψωµο µε κεντδια ψωµ για το γµο
(στολισµνο περτεχνα)
πρκνα, η = οι φακδες
πρντζα κλτσα, η = παχη µυζθρα που βγανει
απ το ξινγαλο
πρσ’κα = πρστηκα
πριτσλω = ηχοπ. λ. απ το µογκρισµα
των τργων κατ την οχεα
πριχαλζου = καταβρχω
πριχο = πριν
προβοδζω = κατευοδνω, προπµπω
προγν, το = παιδ που γεννθηκε
απ προηγοµενο γµο
προσλιακ, το = προσλιο µρος, προς τη µερι
του λιου
προσπινω = δνω κτι προσωριν
προυγκω = εκδικω µε φωνς και θορβους,
αποδοκιµζω
προυµδα, η = το πυρωµνο στη φωτι ψωµ
προυσµποκ’, το = συνοδευτικ του ψωµιο,
πρχειρο κολατσι
προυσφα+ζου = τρω λγη εκλεκτ τροφ µαζ
µε πολ ψωµ, προκειµνου να χορτσω
προυσφρνου = εµαι προσφερς (µοιος)
προς κποιον, προσοµοιζω
προψς = προχθς
πρνοµαι = ζεστανοµαι κοντ στο τζκι
- αορ. πρθ’κα
πσλ = ψηλ
πστεβ = πιστεει
πστρνου = σκεπζω, απ’ την αρχ. ελλ. λ. επιστρνω =
στρνω κτι πνω σε κτι λλο- προστ.
πστρσ’, πληθ. π’στρωθετι
πσωκπλα = καβαλκεµα πσω απ τη σλλα
το σαµρι
πτι, η = η πυτι, η µαγι για να πξει το τυρ
πτγαλο, το = φρεσκοπηγµνο τυρ που εναι ανµικτο
µε τυργαλο
πρα, η = η ζστη απ’ τη φωτι
πυρουστι, η = πυροστι, σιδεροστι, σιδερνια
βση για µαγερεµα στο τζκι- απ’ την αρχ. ελλ. λ.
πυροσττης
πχθκι = που χθηκε
ρ
ραβ’ = ραβει
ργα, η = η ργα
ραγουλι, το = το ελεθερο µζεµα καρπν µετ
την συγκοµιδ- απ’ την αρχ. ελλ. λ. ραγολογω =
συλλγω ργες
ρζω = εµφανζοµαι
ρϊσε = ργισε
ρακοπτρου, το = ρακοπτηρο, το ποτηρκι
που πνουν τη ρακ
ρκαξα = κλαψα σπαρακτικ, γοερ (µτφ. υπφερα)
ρκλιασα = κουρστηκα (εµαι ρκλα)
ρεω = αδυνατζω, ρεψL(χει)= ασθενε
ρχλα, η = η µοχλα
ρζατ’, το = η ρζα του αυτιο
ριβ (επιρ.) = στραβ, πλγια - αρχ. ελλ.λ. ραιβς =
κυρτς, στραβς
ριµν’, το = κσκινο συρµτινο για σιτηρ
και για τραχαν
ριξτ’ = ρξε του
ροβολω = κατεβανω, προχωρ προς τα κτω
ρογα, η = η πρα γειτονι// δρµος, σοκκι
ρουµν, το = πυκν δσος
ροµπαλο, το = το κοτσνι του καλαµποκιο
ροπιτα, τα = τα ερπετ
ρουπνω = χορτανω- αορ. ροπωσα = φαγα πολ
ροσα, = ξανθοκκκινη
ροτα, η = προβατνα µε κοντ µαλλ
ρουχνου = ροχαλζω
σ
σµα (επρ.) = σιµ, κοντ
σαγν, το = εδος τηγανιο µε δο λαβς/ τουρκ. λ. sahan
σαϊλς, ο = τρελς
σϊσµα, το = κλινοσκπασµα στρωσδι
απ γδινο µαλλ.
σαϊτορα, η = εδος πολ γργορου φιδιο
σακα, η = αρρστια (φερες τ’ σακα)
σακολ, το = σακολι- σακλτσα, η = η σακουλτσα
σαλαγω = κατευθνω µε φωνς τα ζα.
Σλωνα, τα = η Jµφισσα
σµατι = εν, σαν να, τχα, µπως
σαµσα = σα µσα - σαπρα = προς τα πρα - σαπσου
= σα πσω
σαντακ = ελεηµοσνη - λ. τουρκ. sadaka
σαορα, η = απατηση απλυτης σιωπς
σαουριζω = κθοµαι, µαζεοµαι και δε βγζω λξη
σαπτς, ο = επικνδυνο εδος φιδιο
σαπνκ’, το = το σαπουνκι
σρα, η = επικνδυνος πετρτοπος σε πολ
κατηφορικ πλαγι
σαρλαγν, το = το λδι (µπουλιρικα)
σαρµαντσα, = κουνιστ ξλινο λκνο
σαρνω = σκουπζω (ουσ. σρωµα)
σταλα - πταλα = πως - πως
σαφραγκιασµνο, το = ζαρωµνο, µαραµνο,
κακοµορικο, αδναµο
σψαλο, το = σπιο/ για πολ γρους σηµανει
αδναµος, ανµπορος, καταβεβληµνος
-αρχ. ελλ. λ. σψις
σβω, σβου = σβνω - σβεις = σβνεις
σβρνα, η = εργαλεο για το στρσιµο
του οργωµνου χµατος
σβαρνζω = ισοπεδνω µε τη σβρνα - σβαρνιµι =
σρνοµαι
βϊρας, ο = κοντς
σβουνι, η = τα κπρανα βοοειδν και λλων
µεγλων ζων
σβουρλω = πετω κτι µε θυµ (το σβορλιαξα)
σγαρλου = ανασκαλεω, πειρζω, ανακατνω,
ξνω / “ζγρλα τ’ φουτι’’
σσγαρνια, τα = οι πλεκτς κλτσες
σγατζδ’, το = το µπλεγµνο µαλλ
™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™
«O A°IO™ NIKO§AO™»
¢EKEMBPIO™ 2017
σγροµπος, ο = στρογγυλς
σγρουµπολ, το = εξγκωµα, οδηµα. απ’ την αλβ. λ.
grumbull = ο σωρς, η στοβα, η συσσρευση
σγυρζου = συγυρζου, τακτοποι
σα, τα = αποσκευς, οικιακς εξοπλισµς //τα
απαρατητα για ταξδι πργµατα- απ’
την αρχ. ελλ. λ. σαγ = οικοσυσκευ
σεγκονα, η = γυναικεος τραγοµαλλσιος επενδτης
µε κεντδια
σεκλτ, το = η στεναχρια
σελχ, το = δερµτινη θκη πο ζνονται
ο βλχοι στ µση
σλο, το = το χωρι (µπουλιρικα)
σεµπρι, η = συνεταιρισµς στο ζευγρωµα
των χωραφιν
σµπρος, ο = αυτς που καλλιεργε ξνα κτµατα εκτρφει ξνα ζα µε µερδιο απ τα εισοδµατα,
ο κολλγος < σλαβ. sebru.
σεργιανω = περπατ, περιδιαβζω, σουλατσρνω
σερκς, ο = ο αρσενικς
σερκοχρτ, το = σερνικχορτο [κατ την λαϊκ
παρδοση τετρφυλλο τριφλλι που το κατορησε
την πρωτοµαγι βαρβτο λογο]
σερσγκ’, το = επικνδυνο µεγλο ντοµο,
εδος γριας σφκας
σιαδ - σακε (επιρ.) = αποδ, προς τα δω - προς τα εκε
σιαδθε = προς τα δω- σιαπο = προς τα που
σιζ’ =ισινει, φτιχνει, τακτοποιε
σιξτο = τακτοποησ το φτιξε το
σιαπργκαλα, τα = διφορα µικροαντικεµενα
κυρως εργαλεα
σιδηρουστι, η = σιδερνιο τρποδο στριγµα για
τις κατσαρλες στη φωτι, η πυροστι
σιµαι = κουνιµαι - σεις = κουνσου (απ το σεοµαι) σσκατε = κουνηθκατε (απ σεισµ)
Σινστα, η = Περδικβρυση Ναυπακτας
σντας = ταν
σιρος, ο = το κρασ- σιρωσε = µθυσε (µπουλιρικα)
σιουρω = σφυρζω
σιοτος, ο = το αρσενικ πρβατο γδι
χωρς καθλου κρατα
σιρνικ, το = το αρσενικ (παιδ)
σκα = σκζει
σκαβ’ς = σκβεις
σκλος, ο = το σκλισµα
σκαλτσονια, τα = οι κλτσες / εδος νηστσιµου γλυκο
σκαµν, το = καρεκλκι
σκαµνι, η = η µουρι
σκαµπζω = αντιλαµβνοµαι, καταλαβανω
σκαπετω = φεγω γργορα, διαφεγω,
το σκω (µπουλιρικα)
σκαρζω = πηγανω το κοπδι για βοσκ τη νχτα
σκαρπις, ο = ο σκορπις
σκαρπνι, το = δερµτινο λουστριννιο παποτσι
σκαφδα, η = ξλινη λεκνη για ζµωµα
πλσιµο των ροχων
σκει = σκζει
σκι, η = η συκι
σκιζοµαι = φοβµαι
σκζα, η = σκισµνο ξλο
σκλεδα, η = σκελδα- ετυµολ. απ τη λξη σκλος
που µεταξ λλων σηµανει και κοµµτι
σκλειδιζω = τεµαχζω
σκλι, το = το σκυλ
σκνι, το = το σχοιν
σκοζου = κλαω, φωνζω δυνατ
σκουµα+δα, η = σκα βρασµνα µε µοστο, λιασµνα
σε φλλα κουτσουπις
σκουντρα, η = η µεγλη ανοιχτοπρσινη σαρα
σκουτι, τα = τα ροχα
σκριµιδω = χοροπηδ
σκροµπος, ο = µλλινο καµνο // καµνο φαγητ
σκτι, το = το ροχο - αρχ. ελλ. λ. σκυτον =
κατεργασµνο δρµα
σκφι, το = σκουφ
σκρα, η = η βρωµι- µεταφορικ χρση της λ. σκωρα
(σκουρι)
σλουµι = συλλογιµαι- σλου, η = γνοια, η συλλογ,
η µεγλη σκψη
σµου, η = χυρο, καλαµποκις, καλαµποκφυλλα
σµπου= υποβοηθ, συνδαυλζω τα ξλα να δυναµσει
η φωτι -“σ%µπα τ)ν φωτι, θα σβσ)”
σµνω = σιµνω, ζυγνω, ρχοµαι κοντ - σµοµε =
συναντιµαστε
σναρζοµαι = ετοιµζοµαι
σνιρζουµι = συνερζοµαι, θυµνω µε κποιον
θεωρντας προσβλητικ τα λγια τις πρξεις του
σοϊλς, ο = κατλληλος, αρκετς
σµπολα, τα = µικρς πτρες, χαλκια που χρησµευαν
για να κλενουν τα κεν στην τοιχοποια
σουβλιµς, ο = παραδοσιακ φαγητ
σουµδα, η = πλακουτσωτ πλατι πτρα σε οµαδικ
παιδικ παιχνδι
σουρω = σφυρζω (συναντται και ως σο%ρξις =
τχασες)
σπορν’, η = πολ χαµηλ θρκα µσα στη στχτη//
εδος ευλογας-κατλοιπο παγανιστικο εθµου
σπρακ και σπρ, το = το σπυρ
στ’λνουµι = στυλνοµαι, δυναµνω- αορ. στ’λθ’κα
σταλµατα, τα = εκε που πφτουν τα νερ της βροχς
απ’ τα κεραµδια κποιου οικµατος
σταλιζου = οδηγ τα γιδοπρβατα στν σκιο
τις µεσηµεριανς ρες για ανπαυση τους
Σταµν, τα = χωρι του Αγρινου
στν’, η = η στνη
στανι, το = ζρι, βα
στασ’ = στσου, σταµτα
στασι, το = ανπαυση, διακοπ για λγο χρνο
απ’ τη δουλει- “δ’λε%’ συνχεια, στασι δεν χ)’’
στατρ’, το = εδος φορητς ζυγαρις
σταφνζοµαι = ετοιµζοµαι, στολζοµαι
σταχταλθρα, η = η φλεγµενη στχτη, που αιωρεται
απ φωτι που καει
στερντερος, ο = ο πιο τελευταος
στρφα, η = η στερα θηλυκι, η τεκνη
στλιωνε = πρσεχε µη σε αντιληφθον (µπουλιρικα)
στιφτο, το = στιφδο
στλιρ’, το = η ξλινη λαβ των εργαλεων/ απ’ την αρχ.
ελλ. λ. στειλες= ξλινη λαβ
στλιαρνου = δρνω.
στµν’, το = στηµνι, τα νµατα κατ µκος
του αργαλειο
στµπλατ’ = στην πλτη
στοµπος, ο = ξλινος κπανος, πτρα που µπορε
κανες να σηκσει µε το χρι - “στο%µπσα
το δχλο = χτ%πησα στο δχτυλο’’
στορνος, ο = ο αµρφωτος νθρωπος
στφα, η = µεγλη ξυλσοµπα
στραβοντζνιασα = στραβολαµιασα
στρτα, η = ο δρµος
στροµαι = µνω σµφωνος- στρει = τυχανει
στραρος, ο = ο στλος που βρσκεται στο κντρο
του αλωνιο
στριντζνοµαι = βζω τα δυνατ µου, µε φρνουν σε
δσκολη θση και εκνευρζοµαι
στριφτρ’, το = κοντ, λεπτ και γερ ξλο µε τρπες
που µπανει στην εσοχ του αντιο του αργαλειο
(στο οποο τυλγεται το υφδι), και χρησιµεει
στη στερωση του αντιο µε τη βοθεια πρου
στρουγγ’λισκε = κθησε, ραξε ανεπιθµητα
στρογκα, η = µαντρ µε κλαδι πτρες
που σταυλζεται το κοπδι //κλειστς χρος
στρουπνα, η = λεπτς, µακρς κορµς δνδρου
για στριξη κληµαταριν
συγξιµι = νιθω την ανγκη να ξυστ ακµα
και πνω απ’ τα ροχα µου
σθαµπα = µισοσκτεινα
σµµανο, το = φυτ (κλµα) που γινε απ καταβολδα
σµµασι = συµµζεψε
συναρζοµαι = ετοιµζοµαι
σρε = πγαινε
σρραχου, το = η κορυφ της ρχης λφου βουνο
συφµελος, ο = µε λη την οικογνεια
σφαϊ, τα = οι πνοι του τοκετο- σφαϊ, το =
ο ρευµατικς πνος
σφιξ = τρχα, φγε γργορα
σφοντλ, το = το στρογγυλ ξλινο αντβαρο
στο αδρχτι
σφουγγω = σκουπζω -προστακτικ= σφουγκσ’
σχαρκια, τα = συχαρκια, δρο για τα καλ να,
αµοιβ που δινταν στα παιδι, ταν τρεχαν
και λεγαν µια καλ εδηση, π.χ. στη βπτιση,
στον ερχοµ κποιου ξενιτεµνου
σν = αρκε, φτνει, τλος- απ’ την τουρκ. λ. son = τλος
σνου = σζω αλλ και φτνω κπου, προφτανω
τ
τβλα, η = τραπζι απ µακρ και σο σανδι“τραγοδια της τβλας’’
ταβλαµπς, ο = ξλινος κδος σχµατος
ανεστραµµνου κνου που κοπανιται το γλα
για να βγει το βοτυρο
ταγρ’, το = πολχρωµο σακολι απ χοντρ µλλινο
φασµα- πιθανς απ τη λ. τα(γ) = τροφ σιτηρσιο των ζων
τζω = υπσχοµαι
τα, η = η τροφ για τα ζα
τλαρος, ο = µεγλο ξλινο βαρλι για την φλαξη
και διατρηση τυριο
τλιαρο, το = τληρο-5 δραχµς παλι
ταµπορ, το = οχυρ
ταµπουρς, ο = γχορδο λαϊκ µουσικ ργανο
τανιµαι = σφγγοµαι, ζορζοµαι
τπια, η = πολεµστρα φρουρου
ταρκαζκα, η = µεγλο ασκ για τυρ, πρντζα κλπ
ταστϊσα = το ξχασα
ταχι = αριο
τελκια, τα = µικρς πρκες µε µεγλο κεφλι
τντζερης, ο = χλκινη κατσαρλα, τορκ. λ. tencer
τζαµρα, η = µεγλη φλογρα
τζαονιαξε = λαψε, ορλιαξε παρατεταµνα
τηλεουµι = εξαντλοµαι απ’ την κοραση- απ’ την
αρχ. ελλ. λ. τελευτ
τηρου = κοιτζω, παρατηρ, βλπω - αρχ. ελλ. λ.
τηρω - “τρατο µωρ= κοταξ το” / τρα = κοτα
τιλεου = φρνω σε τλος, τελεινω- αορ. τελετκα =
κουρστηκα πρα πολ) - “δεν τιλε%ϊτι = δεν
υποφρεται’’
τιτοινου = ρµα χωρς ννοια “α%ριο θα του τιτοισου
δεν του ττοιουσα ακµα’’
Τιτρδ’ = Τετρτη
τλι = τυλγω
τλουπνου = περικαλπτω- τλοπα, η = ποστητα
µαλλιο για γνσιµο
τλνου= παραγεµζω, χορτανω- απ το αρχ. τυλ αρ. τλωσα
τνζου = τινζω
τµασι = το µζεψε, το πρε µσα
ττενες = ττε
τουλοµ’, το = ασκς για τυρ/ τουλοµοτρι
τουµρια, τα = τα δρµατα των προβτων γιδιν
τουρκουπολα, η = το πουλ καρδερνα
τραγτσουλο, το = κλινοσκπασµα απ µαλλι τργου
τρα+, το = ο τργος
τρανεου = µεγαλνω- τρανς, ο = ο σπουδαος,
ο δυνατς
τραπτσ’, το = το ξιν
τραχανπ’τα, η = πτα που γινταν µε τραχαν, τυρ
κι αυγ
τραχιλι, η = το γρω απ’ τον τρχηλο
τριτα, η = παιχνδι µε τρα πετραδκια των παιδιν
τριχι, η = σχοιν απ µαλλ ζου
τριψνα, η = ψωµ τριµµνο στο γλα το συνηθστερο
πρωιν παλιτερα
τραλο, το = τυργαλο - απ που βγανει η µυζθρα
τροερζω = τριγυρζω - τροερζ= τριγυρζει, γυροφρνει
τροκν, το = µεγλο κουδονι µε δυνατ χο για
µεγαλσωµα ζα
τροχλια, τα = σωρς απ πτρες
τρπσι = τρπησε
τρυπνω = κρβοµαι αλλ και κρβω κτι
τσ’βκ, το = το πολ στεν ροχο
τσ’κλ, το = τσουκλι, ανοιχτ καντα
τσαγκδ = προβατνα γδα που απβαλε
τσαγκουρνσκα = γρατσουνστηκα
τσκαου = σπζω
τσακατζω = χειροδικ, δρνω, µαλνω κποιον / ηχοπ. ρ.
τσακιµαι = χτυπ σχηµα/αρ. αορ. Τσακσκα
/“τσακιντι τα δντρα = χουν πολ% καρπ’’
τσακµκ, το = ο αναπτρας τουρκ. λ.
τσκνα, τα = λεπτ ξερ ξλα για προσναµµααπ’ τη λ. τσακζω (τσακζω > τσκανο > τσκνο)
τσακνω = παγιδεω, συλλαµβνω / πινω κποιον
να κνει κτι κακ / παθ. τσακνοµαι, φιλονικ,
διαπληκτζοµαι
τσαλαφοτ’, το = εδος µαλακο τυριο
τσαλιµκ, το = επιδξια κνηση στο χορ, στην πλη
κλπ. κλπο / τσκισµα, νζι
τσαλµου = αφοδεω (µπουλιρικα)
τσαντλα, η = παν που στραγγζουν το τυρ
τσαολ, το = το σαγνι / εδος φασολιο
τσπα, η = η αξνα
τσαπλα, η = ξερ λιασµνο σκο- µτφ. γινωµνο σκο
τσαπρζια, τα = ανδρικ κοσµµατα πο φοροσαν
σταυρωτ στο στθος
τσαρδ, το = πρχειρο κατλυµα απ κλαδι, καλβα
τσρκος, ο = µικρ και ζεστ µρος της στνης για
τα κατσικκια απ’ τη λατ. λ. circus = κκλος
τσαρναρει = στζει - τρχει νερ
τσαροχια, τα = παποτσια απ το δρµα ζων
µε φοντα µπροστ
τσατλ, το = σιδερνιος ξλινος γντζος σαν τσιγκλι
τσατµς, ο = µεστοιχος µε ξλα και πυλ
τσατορ, το = πρχειρο στγαστρο απ κλαδι δνδρου
απλωµνα σαν κρεβτι σε χοντρος κλνους δνδρου
τσαφ’, το = η πχνη
τσ’επα = της επα
τσεκορα, η = το πολ µεγλο τσεκορι
τσργα, η = βελντζα µε κρσια, φλοκτη / σλβ. λ.
τσρκοβα, η = η εκκλησα (µπουλιρικα)
τσρλα τσρλα = η διρροια
τσρνιασµα = µοδιασµα (µυρµγκιασµα) κποιου
µλους του σµατος
τστα, η = οµδα κτιστν, σερβ. λ. = ceta = οµδα
τσικα, η = η φκα / απ το ρ. τσακνω
τσιακλατω = χτυπω τα αυγ κτι παρµοιο που
χρειζεται χτπηµα (µλλον ηχοπ. ρ.)
τσιγαρθρες, οι = τι αποµνει στο τλος απ βρασµνο
λπος χορου που χει και κοµµτια κρας πνω τουπαρασκευζονται κυρως τα Χριστογεννα
τσικλιτρα, η = το πουλ δρυοκολπτης
τσικρκ, το = το µικρ τσεκορι
τσινου = κλωτσω, αντιδρ
τσικος, ο = καροµπαλο στο κεφλι/ αγριστο κεφλι
τσινια, τα = τα σπουργτια
τσιογκρα τον = σκοντησ τον
τσιουγκρ, το = απτοµος και κοφτερς βρχος µοναχς
τσιοπα, η = η κρη
τσπα, η = το µεγλο κεφαλοµντηλο, η σκπη- το
“δεν χει τσπα’’ αφοροσε τις ακλυπτες γυνακες,
πργµα ανρµοστο πριν πολλ χρνια
τσπρο, το = το τσπουρο
τσιροπολ’, το = µικρ και αδνατο πουλ και µτφ.
το πολ αδνατο παιδ
τστσα, η = ξλινο δοχεο για κρασ
τστσικας, η = η τρπα του τσεκουριο που µπανει
το στειλιρι
τσιτσιλνου = ανογω τα πδια µου- τσιτσλα =
ανλογος τρπος καθσµατος µε ανοικτ τα πδια
τσοκν, το = το πλακ κουδονι του γκισεµιο πρωτοσγκεµου
τστρα, η = δοχεο υγρν συνθως ξλινο
τσουκανω = χτυπ κτι µε το τσκι / ευνουχζω,
µουνουχω = “τσουκν’σαν τα δντια µ’= τρµω
απ το κρ%ο’’
τσουκνισµα, το = ο ευνουχισµς ζων
τσουκρνια, τα = τα πδια (µπουλιρικα)
τσουλιζουµι = ξαπλνω στο τσλι δηλ. κοιµµαι προστ. τσουλιασττι
τσουρπ’, το = κοντ µλλινη κλτσα - απ’
την τουρκ. λ. corap
τσουροτ’κο, το = το λειψ
τσουρουφλσκα = κηκα
τσουφλκας, ο = χαζς
τλατο = τλιξ το
τφκω = τουφεκω / τφκ, το = τουφκι
υ
ψουµα, το = ψωµα// το πρσφορο που “υψνουν’’
οι πιστο στις γιορτς
φ
φαγρ, το = το καλτερο απ τα οικσιτα που εναι
για την οικογνεια
φαγκρζω φγγω, γνοµαι διφανος απ αδυναµα/
φγκρισε = αδυντισε
φα+ρπ, το = ενργεια µε δναµη /“λα να δσουµ’
να φα5ρπ)να του τιλισουµ’ ”(π.χ. το σκλισµα
του αµπελιο)
φκνα, η = φαι των ζων, παχν- πιθανν σχετζεται
µε τη λ. φτνη
φεξ’ = φξει
Φδαρης, ο = ο Εηνος ποταµς
φιλ, το = κοµµτι, φτα /φιλ πτας = κοµµτι /
απ το λατ. offella = µπουκι ψωµιο
φιλι φλι, η = το φλεµα
φτσιο, το = το σηµδι στις σουµδες
φκιρ’, το = φτυρι
φκισου = φτιξου
φκεµαι = εχοµαι
φκολες, οι = ευκολες
φλαδλα, η = λεπτ σανδι
φλου = φυλσσω
φλει = φιλε
φλτρας, ο = πεταλοδα, ιπτµενο ντοµο (µτφ.
λεπτς, καχεκτικς)
φλετρω = πετω, φτερουγζω/ “φλιτρει το π’λ - φλε
τρει η καρδι µ’’’ αρ. φλιτορξι
φλεου = φιλεω, κερν, κνω τραπζι / “τι να
σι φ’λψουµι’’;
φλι, το = φιλ
φοµσε = του βαλε φοµο, καπνι, τον µαρισε µετφ. τα θαλσσωσε
φουντνα, η = η βρση της στρνας
φορκα, η = διχαλωτ παλοκι για στριξη φυτν,
δνδρων // θυµς
φουρτσρ’, το = µπαολο, κασλα
φοσκος, ο =µπτσα, σκαµπλι, χαστοκι
φουσκνου = εκτς απ’ τις γνωστ σηµασα σηµανει
και κτυπ κποιον
φουταγν, το = το τζκι
φουτκια = τα βαφτιστικ ροχα
φρπα,η =το κτρο / τα υγι και ροδαλ µγουλα
φ’σιρ, το = καλµι µε το οποο φυσοσαν παλιτερα
στο τζκι για ν’ ανβει η φωτι/ και στο καµνι
του σιδερ, το φυσερ
φτου = φτνω (αρ. φτσα) - φτεις = φτνεις- φ’τσα =
φτυσα
φτηνεω = λεπτανω κτι π.χ. ξλο, πετσ κλπ (αρ.
φτνεψα, ουσ. φτνεµα)
φτλι = φυτιλι, τσγκλισµα, ναυσµα
φωτει = ακοει (µπουλιρικα)
φωτερω = λγω, αποκαλπτω, παρουσιζω
(µπουλιρικα)
χ
χσ, η = η χρυσ, ο κτερος
χαβνουµαι = παραλω, καταρρω
χαγιτ, το = στεγασµνο µπαλκνι, εσωτερικς
υπστεγος διδροµος σπιτιο -τουρκ. λ. hayat =
σκεπασµνη αυλ
χαζιρεου = τελεινω, ετοιµζω -τουρκ. λ. hazιr =
τοιµος
χθκαµε = χαθκαµε
χαϊβν’, το = µικρ παιδ/ µτφ. ο αφελς νθρωποςτουρκ. λ. hayvan
χα+ρ’, το = hayιr προκοπ - τουρκ. λ. hayιr
χαλασι, = καταστροφ
χαλπιτου, το = ετοιµρροπο σπτι - τουρκ. λ. harap =
ερειπωµνος
χαλεου = γυρεω, ψχνω, θλω, ζητω/ δωρικς
τπος του χηλεω < χηλ (δωρικς τπος: χαλ)
χαλκµατα, τα =χλκινα µαγειρικ σκεη
χαµοκοκ, το = καλαµποκσιο ψωµ στη θρκα
χαµπρια, τα = ειδσεις να, µανττα- τουρκ. λ. habar <
haber (απ τα αραβ.) / µτφ: τα αχαµν
χαµπλ, το = χαµηλ
χαρα, η = χαραυγ, χραµα
χαρνια, τα = τα µαυροµτικα φασλια,
τα και γυφτοφσουλα
χσικο, το = το σπρο ψωµ απ αλερι καθριο,
που του λεπει το πτουρο
χασκαρζω = γελω (µπουλιρικα)
χχας µαλετσικς, ο =ο δσκαλος
χαχεο, το = το σχολεο
χαψ, η = η µπουκι
χεροβουλι, η = σο κβει το δρεπνι [ 8χειροβολς =
1 χερβουλο - 8 χερβουλα = 1 λιµρι - 4 λιµρια =
1φρτωµα]
χνα, η = το παλι χαρτονµισµα των 1000 δρχ
χιµιου =χιµω, ορµω
χιουνψχες, οι = νιφδες χιονιο
χιουνστρις, οι = το πρξιµο των δακτλων λγω ψχους
χιρµ’, το = χαλ, στρωσδι/ τουρκ.λ. ihram < αραβ.
ahram = απαγρευση
χλιρ’, το = κουτλι- απ’ την αρχ. ελλ. λξη κοχλιριον
χλβουµι = θλβοµαι- .2 = θλιβερς,
αξιολπητος
χλιµρα, η = η κακοµοιρι
χλιµιντρου = κλεσµα- κραυγ αλγου
χλουπαθου = κλαω, στεναχωριµαι για κτι
που παθα
χλουρπτα, η = πτα µε χλωρ τυρ, χωρς φλλο
απ πνω
χλουρουτρ’, το = το χλωρ τυρ
χνρ, το = πθηµα//απτη, χουνρι / τουρκ. λ. huner
Χνιπουρου, το = το Φθινπωρο
χβολ, η = αναµµνα κρβουνα σκεπασµνα µε
στχτη/απ τη λ. αθοβλι = τπος που βζουν
την θο, τη στχτη]
χουγιζω = κραυγζω, φωνζω δυνατ απ απσταση
- σλβ. λ. hujati
χουζορ, το =ανπαυση, τεµπελι
χοϊ, το = σχηµη συνθεια / τουρκ. λ. huy < περσικ χuy
χοµα, το = το χµα
χουµορου, η = µεγλη και ωραα κοπλα
(µπουλιρικα)
χουµπωσι, η = χαψι
χονη, η =κλειστς τπος µε βουν γρω - γρω
χουν, το = το χων
χουχουλιζω = ζεστανοµαι
χουχτω = κραυγζω // αποδοκιµζω µε φωνς // βγζω
ναρθρες κραυγς
χχλος, ο = η βρση
ψ
ψανω = ψνω
ψαλδ, το = δοκρι της στγης
ψλο, το = το ψος
ψδ’, το = το πνω µρος του παπουτσιο
ψιµρν, το = ψιµο αρν
ψισινς = χθεσινοβραδινς
ψλουκουσκινου = ψιλοκοσκινζω
ψµνα, η = η ψυχοµνα, η θετ µνα
ψουµνου = ωριµζω, µεστνω
ψχουκρ’, η = η ψυχοκρη
ψωµοδτς, ο = ο ευεργτης
ψωµοπτς, ο = ο αχριστος, αυτς που δεν
αναγνωρζει την ευεργεσα
µÈ‚ÏÈÔÁÚ·Ê›·
ñ °. ∞. ªÔÛÈÓ¿ÎÔ˘, ™Ù' ·fiÛÎÈ· Ù˘ ∞Ú¿¯Ô‚·˜, '∞ı‹Ó· 1973
ñ £. ¶··ı·Ó·ÛfiÔ˘ÏÔ˘, ªÈ· Û˘ÓıËÌ·ÙÈ΋ ÁÏÒÛÛ· ÛÙ· ∫Ú¿‚·Ú·, ƒÔ˘ÌÂÏÈÒÙÈÎË ∆¤¯ÓË,1965
ñ £. ¶··ı·Ó·ÛfiÔ˘ÏÔ˘, OÈ ÌÔ˘ÏÈ·Ú·›ÔÈ Î·È Ù· ÌÔ˘ÏÈ¿ÚÈη, ∂ÏÏËÓÈο £¤Ì·Ù· 14, 1969
ñ £. ¶··ı·Ó·ÛfiÔ˘ÏÔ˘, °ÏˆÛÛ¿ÚÈ ƒÔ˘ÌÂÏÈÒÙÈ΢ ¡ÙÔÈÔÏ·ÏÈ¿˜, 1982
ñ Ã. ¢. ÷ڷϷÌfiÔ˘ÏÔ˘, ¡·˘·ÎÙȷο ÌÂÏÂÙ‹Ì·Ù·, ∞ı‹Ó· 1980, Î·È §·ÔÁÚ·ÊÈο ÌÂÏÂÙ‹Ì·Ù·, 1979
ñ µ. ª·ÛÙÚÔÎÒÛÙ·, ∆· «ÌÔ˘ÏÈ¿ÚÈη», Û˘ÓıËÌ·ÙÈ΋ ÁÏÒÛÛ· ηÙÔ›ÎˆÓ ÙˆÓ µ¢ ∫Ú·‚¿ÚˆÓ, ™ÙÂÚÂÔÂÏÏ·‰È΋ ∂ÛÙ›·,1960
ñ ª·Ó. ∆ÚÈ·ÓÙ·Ê˘ÏÏ›‰Ë, ∂ÏÏËÓÈΤ˜ Û˘ÓıËÌ·ÙÈΤ˜ ÁÏÒÛÛ˜, Õ·ÓÙ· 2, £ÂÛÛ·ÏÔÓ›ÎË, 1963
ñ ∆ÛÔӿη˜ ∆¿Î˘: ªÔ˘ÏÈ¿ÚÈη ÌÈ· Û˘ÓıËÌ·ÙÈ΋ °ÏÒÛÛ· ÙˆÓ ∫Ú·‚¿ÚˆÓ, 2011
ñ ∆ÛÔ˘ÎÓ›‰·˜ π. °ÈÒÚÁÔ˜, ∏ ÂÚ›ÊÚ·ÛË ÛÙȘ Û˘ÓıËÌ·ÙÈΤ˜ ÁÏÒÛÛ˜ ∂ÏÏ‹ÓˆÓ Â·ÁÁÂÏÌ·ÙÈÒÓ ÛÛ. 414-432
ñ ∞. ¡. ¢·ÌÈ·ÓÔ‡, ∞ÌÂÏ·ÎÈÒÙÈÛÛ· ¡·˘·ÎÙ›·˜, ∞ı‹Ó·È 1969
ñ ÃÚ. °. ∫ˆÓÛÙ·ÓÙÈÓfiÔ˘ÏÔ˘, ∏ Ì·ıËÙ›· ÛÙȘ ÎÔÌ·Ó›Â˜ ÙˆÓ ¯ÙÈÛÙÒÓ Ù˘ ¶ÂÏÔÔÓÓ‹ÛÔ˘, 1987
ñ http://www.xanthi.ilsp.gr/mnemeia/soundfileDetail.aspx?soundid=6: ∏¯ËÙÈÎfi ÓÙÔÎÔ˘Ì¤ÓÙÔ Û˘ÓÔÌÈÏ›·˜ Ô˘ ¤ÁÈÓ ÙÔ 2005 ·fi ÙÔÓ ÙfiÙ 93 ÂÙÒÓ
∞Ú·¯Ô‚›ÙË µ·Û›ÏÂÈÔ ∆Û·ÚÔ‡¯Ë Î·È ÂÚ¢ÓËÙÔ‡ ÙÔ˘ ∫∂¡∆ƒOÀ Eƒ∂À¡∏™ ∆ø¡ ¡∂O∂§§∏¡π∫ø¡ ¢π∞§∂∫∆ø¡ ∫∞π π¢πøª∞∆ø¡ - π. §. ¡. ∂.
∫›ÌÂÓ· - ∂È̤ÏÂÈ· ∏ÌÂÚÔÏÔÁ›Ô˘: °È¿ÓÓ˘ ∫ˆÓ. ¶··ÎÒÛÙ·˜ - ºˆÙÔÁڷʛ˜: ™˘ÚȉԇϷ ª¿Á·ÏÔ˘
@2017 °È¿ÓÓ˘ ∫ˆÓ. ¶··ÎÒÛÙ·˜ Î·È ™À§§O°O™ ∞PAXøµπ∆ø¡ NAY¶AKTIA™ «O ∞°πO™ ¡π∫O§∞O™»