Transcript Read More

1
1η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1941: ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ
ΤΗΣ ΚΟΡΜΙΣΤΑΣ
Υπό Γεωργίου Κ.Ευστρατιάδη-Ερκέκογλου
Προέδρου Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης
Α. Τα γεγονότα της Δράμας
Το καπνεργατικό κίνημα στην περιοχή της Ανατολικός
Μακεδονίας συνετέλεσε ώστε ν’ αναπτυχθούν προπολεμικά
ισχυρές οργανώσεις του ΚΚΕ, οι οποίες μάλιστα κατόρθωσαν να
ξεφύγουν από την Εθνική Ασφάλεια του Μανιαδάκη, τη στιγμή
κατά την οποία ολόκληρο το στελεχιακό δυναμικό του ΚΚΕ είχε
εξαρθρωθεί. Όμως οι οργανώσεις αυτές έχασαν την επαφή με την
κεντρική καθοδήγηση και υποχρεωτικά αυτονομήθηκαν, χωρίς να
εκδηλωθεί εκ μέρους τους κάποια οργανωμένη προσπάθεια για την
συγκρότηση αντάρτικης ομάδας, κατά το πρώτο διάστημα της
κατοχή. Στις 22-8-1941, η Περιφερειακή Επιτροπή του ΚΚΕ Δράμας
(εφεξής: Π.Ε Δράμας), η οποία ανήκε στο Μακεδονικό γραφείο
(εφεξής :Μ.Γ) του ΚΚΕ (έδρα Θεσσαλονίκη) και είχε σαν υπεύθυνο
τον Παντελή Χαμαλίδη (1), κάτοικο Ροδόπολης Σερρών, αποφάσισε
με δική της ευθύνη να σχηματίσει αντάρτικη ομάδα στο Τσαλ-Νταγ.
Έτσι στις αρχές Αυγούστου του 1941 σχηματίσθηκε ομάδα
δυνάμεως περίπου 70 ανδρών, που προέρχονταν σχεδόν
αποκλειστικά από την Χωριστή-Δράμας(Τσατάλτζα).Αργότερα και
μέχρι την εκδήλωση του κινήματος στην ομάδα προσχώρησαν
2
κάτοικοι και άλλων οικισμών της περιοχής (Κυργίων, Αγίου
-------------------------------------------------------------------------------------Αθανασίου, Δοξάτου , Φωτολίβους κλπ), έτσι ώστε τα μέλη της
(1)
Αγωνιστικό ψευδώνυμο Αλέκος ή Αρμένης, ηλεκτροτεχνίτης. Γεννήθηκε το
να φτάσουν τα 200.Αρχηγός της ομάδας ήταν ο Μιχάλης
1910 στον Ελληνόφωνο Ανατολικό πόντο και εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη
Γεωργιάδης (2) και υπαρχηγός ο Πέτρος ή Χρήστος
Ροδόπολη Σερρών. Έγινε μέλος του ΚΚΕ στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και ορίστηκε
Γραμματέας της Π.Ε Δράμας. Κατά την διάρκεια της Μεταξικής δικτατορίας κρυβόταν
Παστουρματζής(3). Τη γενική Αρχηγία είχε ο Χαμαλίδης .
η
στη Χωριστή Δράμας> Κατά την επιστράτευση της 28 Οκτωβρίου 1941 δεν
Επομένως η ομάδα αυτή ελεγχόταν από απo την Π.Ε Δράμας.
παρουσιάστηκε για κατάταξη. Θεωρείται ο κύριος εμπνευστής των γεγονότων της
η
Δράμας. Σκοτώθηκε από Βουλγαρικό απόσπασμα την 20 Μαΐου 1942 καθώς
επιχειρούσε να περάσει το Στρυμόνα στην περιοχή της Τούμπας Σερρών για να μεταβεί
στη Θεσσαλονίκη κατ’ εντολή του (Νέου)Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1941 έγινε Σύσκεψη του Μ.Γ στην Ηλιοκώμη
Σερρών, με την συμμετοχή του Παρασκευά Δράκου(4) Α’ Γραμματέα
(2)
Αγωνιστικό ψευδώνυμο «Σπάρτακος» από το Νικηφόρο Δράμας. Παλιός
του Μ.Γ που παρέμεινε στην Ηλιοκώμη μετά τη διαίρεση του Μ.Γ σε κουμουνιστής ου διέφυγε τη σύλληψη από την Ασφάλεια του Μανιαδάκη. Κατά την
υπόψη περίοδο ήταν 60 χρονών γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν «γέρο Σπάρτακο». Μετά
δύο τμήματα(5), του Θεόκλητου Κρόκου(6) υπευθύνου της
τα γεγονότα της Δράμας κατόρθωσε να διαφύγει από τα βουλγαρικά αποσπάσματα
Περιφερειακής Επιτροπής Καβάλας του Παντελή Χαμαλίδη, του
που τον καταδίωκαν. Εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ και εκτελέσθηκε την Πρωτοχρονιά του 1944
ο
Λάμπρου Μαζαράκη,(7) του Μωυσή Πασχαλίδη(8) και του
κατά τον 1 εμφύλιο από τους «Αντωνιαίους» στην περιοχή Δρυμοτόπου του «ΤσαλΝταγ»
Αποστόλου Τζανή(9). Οι δύο τελευταίοι (Πασχαλίδης και Τζανής)
(3)
Αγωνιστικό Ψευδώνυμο «Κίτσος» καπνεργάτης από την Δράμα, πρώην
μόλις είχαν φτάσει στην Ηλιοκώμη από τη Νιγρίτα, όπου στις αρχές
«δηλωσίας» πρώην λοχίας του ελληνικού στρατού. Στρατιωτικός αρχηγός των Ανταρτών
η
Σεπτεμβρίου 1941 είχαν οργανώσει ένοπλες επιθέσεις κατά των
στα γεγονότα της Δράμας. Σκοτώθηκε από βουλγαρικό απόσπασμα την 25
Σεπτεμβρίου 1942.
Γερμανών με αντίτιμο τρομακτικά αντίποινα των κατακτητών εις
(4)
Αγωνιστικό ψευδώνυμο «Μπάρμπας» ναυτεργάτης από το Βόλο, «Κούτβης»
βάρος του αμάχου πληθυσμού. Σύμφωνα με τα γερμανικά αρχεία
και Α’ Γραμματέας του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ. Κατά τη διάρκεια της
μόνο στα Άνω και Κάτω Κερδύλια εκτελέστηκαν 207 και 142 έφηβοι
Βουλγαρικής τρομοκρατίας που ακολούθησε τα γεγονότα της Δράμα, κρυβόταν στο
και άνδρες, αντίστοιχα, ηλικίας 16-60 χρονών(10) Στη σύσκεψη αυτή Κωτσάκι (Μυρρίνη) στου σπίτι του Κ.Κουτουρούση, μαζί με τους Απόστολο Τζάνη,
Πασχαλίδη. Λάμπρο Μαζαράκη, Αραμπατζή, Μαρίκα Βλάχα και Μανώλη
αποφασίστηκε η έναρξη του ένοπλου αγώνα κατά των Βουλγάρων και Μωυσή
η
Χαραλαμπίδη.
Την 7 Οκτωβρίου 1941 αποφάσισαν να περάσουν το Στρυμόνα, όμως
ης
ης
οργανώθηκαν οι επιθέσεις της 28 και 29 Σεπτεμβρίου 1941 στη
έξω από την Παλαιοκώμη έγιναν αντιληπτοί από έλληνα βοσκό, που τους πρόδωσε
στους βουλγάρους. Στη συμπλοκή που ακολούθησε σκοτώθηκε ο Τζανής ενώ οι
Δράμα, Χωριστή και το Δοξάτο. Ως χρόνος για την έναρξη της
υπόλοιποι συνελήφθησαν και εκτελέσθηκαν επί τόπου, εκτός από την Μαρίκα Βλάχα
εξέγερσης ορίστηκε η νύχτα μεταξύ Κυριακής 28 και Δευτέρας 29
και τον Μανώλη Χαραλαμπίδη που ήξεραν βουλγαρικά και σώθηκαν. Οι βούλγαροι
Σεπτεμβρίου 1941(11). ‘Όμως οι βουλγαρικέ ήταν ενήμερες. Ήδη από ποτέ δεν κατάλαβαν την ταυτότητα των σκοτωμένων. Απόδειξη ότι οι δύο
συλληφθέντες, που δεν έκαναν αποκαλύψεις κατά την ανάκρισή τους στις φυλακές της
τον Αύγουστο είχαν κατορθώσει να διοχετεύσουν πράκτορες τους
Δράμας, αποφυλακίσθηκαν μετά από σύντομη κράτηση.
(ορχανίτες) στις γραμμές των επαναστατών, που παρίσταναν τα μέλη
της βουλγαρικής (κομουνιστικής) αντίστασης, και γνώριζαν όχι μόνο
3
την ώρα που θα εκδηλωνόταν το κίνημα , αλλά και τους βασικούς
στόχους των επαναστατών. Ακολούθησαν συσκέψεις στη νομαρχία,
όπου παρευρέθηκαν, εκτός από το νομάρχη Δράμας Γκεόργκι
Γκεοργκίεφ, ο διοικητής της μεραρχίας Δράμας, συνταγματάρχης
Μιχαήλωφ, ο διοικητής χωροφυλακής Δράμας Ντιμήτρη Πέϊτεφ,
διοικητής πυροβολικού Δράμας Ατανάς Σλάβωφ, ο διοικητής
Ασφαλείας Δράμας Στεπάν Μαγκλάνσυ, ο δήμαρχος Δράμας
Δράμας Περβάν Παντζάρωφ την ώρα που θα εκδηλωνόταν το
κίνημα , αλλά και τους βασικούς στόχους των επαναστατών.
Ακολούθησαν συσκέψεις στη νομαρχία, όπου παρευρέθηκαν, εκτός
από το νομάρχη Δράμας Γκεόργκι Γκεοργκίεφ, ο διοικητής της
μεραρχίας Δράμας, συνταγματάρχης Μιχαήλωφ, ο διοικητής
χωροφυλακής Δράμας Ντιμήτρη Πέϊτεφ, διοικητής πυροβολικού
Δράμας Ατανάς Σλάβωφ, ο διοικητής Ασφαλείας Δράμας Στεπάν
Μαγκλάνσυ, ο δήμαρχος Δράμας Δράμας Περβάν Παντζάρωφ, ο
αρχιερατικός επίτροπος παπα-Γκρεόργκι Μπόνεφ και ο
εκπρόσωπος του κομιτάτου Λιούμπεν Τσέκωφ(12) Με έγκριση της
Σόφιας, αποφασίστηκε να μη ληφθούν κατασταλτικά μέτρα πριν
από την εκδήλωση του κινήματος, το οποίο ήταν μία «χρυσή»
ευκαιρία για την εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού με τη
δικαιολογία των αντιποίνων. Ταυτόχρονα ανεστάλησαν όλες οι
άδειες των στρατιωτικών, των αστυνομικών και των δημοσίων
υπαλλήλων. Οι τελευταίοι διατάχθηκαν να εξοπλιστούν και να
βρίσκονται σε ετοιμότητα. Παράλληλα συμμορίες ενόπλων
κομιτατζήδων κατέκλυσαν τη Δράμα και την περιοχή της.
Τα ξημερώματα της Δευτέρας 29 Σεπτεμβρίου 1941
εκδηλώθηκε το λεγόμενο «κίνημα της Δράμας», με επιθέσεις στο
κοινοτικό κατάστημα του Δοξάτου.
(5)
Το άλλο τμήμα της Θεσσαλονίκης , είχε Γραμματέα τον Απόστολο Τζανή.
Σύνδεσμος μεταξύ των δύο τμημάτων ήταν ο Βασίλης Τσουκαλίδης.
(6)
Αγωνιστικό Ψευδώνυμο «Μιχάλης» από την Κομοτηνή.
(7)
Μέλος του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ, από την Ηλιοκώμη Σερρών.
(8)
Αγωνιστικό ψευδώνυμο «Γρηγόρης» από την Αμφίπολη Σερρών, Γραμματέα
της Περιφερειακής Επιτροπής ΚΚΕ Νιγρίτας.
(9)
Αγωνιστικό ψευδώνυμο «Κωστάκης» δάσκαλος από τη Φλώρινα Β’
Γραμματέας του Μακεδονικού Γραφείου και προσωρινά Γραμματέας του τμήματος
Θεσσαλονίκης.
(10)
ΦΛΑΪΣΕΡ ΧΑΓΚΕΝ «Η κατάπνιξη της εξέγερσης στη γερμανό κρατούμενη
ελληνική Μακεδονία Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1941» Έκδοση ΜΝΗΩΝ 1979 σελ.183
4
Στον ηλεκτρικό σταθμό και στο ινστιτούτο καπνού Δράμας, στο
Φωτολίβος και σε άλλα χωριά της περιοχής, κατά τις οποίες
φονεύθηκαν μερικοί βούλγαροι χωροφύλακες και υπάλληλοι.
Η βουλγαρική αντίδραση ήταν αυτόματη, γεγονός που
αποδεικνύει την προετοιμασία της καταστολής: Οι επαναστάτες,
αφού έριξαν μερικούς πυροβολισμούς, εξαφανίστηκαν στα γύρω
όρη. Ακολούθησε ένα όργιο αίματος και λεηλασίας, που στοίχισε
τη ζωή 15.000 ελλήνων και την καταστροφή (κλοπή) των
περιουσιών τους. Μέρος των ενόπλων επαναστατών από τα χωριά
του κάμπου της Δράμας διέρρευσε προς το Παγγαίο, με
κατεύθυνση την Μονή της Εικοσιφοίνισσας. Στο διάβα τους οι
ένοπλοι αυτοί επιτέθηκαν κατά των βουλγαρικών αρχών της
Κορμίστας, εκδίωξαν τον Πρόεδρο «Ντημήτρη» και τους
χωροφύλακες του (Μπαϊ-Κώστα, Μπαϊ-Γιακείμη, Μπαϊ-Ηλία και
Μπαϊ-Τακη, Μπαϊ-Μιχάλη και Ναούμη), τραυματίζοντας μάλιστα
έναν από αυτούς (τον Μπαϊ-Τάκη) τον οποίο απελευθέρωσαν την
Παρασκευή 3 Οκτωβρίου. Όμως οι Βουλγαρικές Αρχές τον
κατέταξαν κι αυτόν στις απώλειές τους.
Έτσι η Κορμίστα χαρακτηρίσθηκε χωριό «επαναστατικό και
έπρεπε να υποστεί αντίποινα. Τη σχετική εντολή ανέλαβε να την
εκτελέσει ο Αντισυνταγματάρχης της φρουράς Δράμας, Ηλίας
Μπεκιάροφ, ο οποίος έστησε το σταθμό διοικήσεως του στο Σ.Σ
Αγγίστας και μάζεψε ομήρους από όλα τα Παγγαιοχώρια, μεταξύ
αυτών και από την Κορμίστα, ήτοι τους :
(11)
Η απόφαση αυτή στάθηκε μοιραία για πολλούς κατοίκους των χωριών γύρω
από τη Δράμα που εντελώς ανυποψίαστοι ξεκίνησαν για το παζάρι της Δράμας το πρωί
της Δευτέρας 29-9-1941 όπου βρήκαν το θάνατο.
(12)
ΚΩΣΤΑ ΣΤΟΛΙΓΚΑ: «Με αίμα και με δάκρυ. Από τη δοκιμασία της Αν.
Μακεδονίας-Θράκης» Β Έκδοση ΑΦΟΙ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ ΑΕ.
5
Δημήτριο Ιντζέ (παπά-Δημήτρη, ιερέα του χωριού). Αμπατζή
Αθανάσιο (απόστρατο ταγματάρχη του ελληνικού στρατού και
ιδιοκτήτη του ηλεκτροκίνητου μύλου του χωριού), Χατζηχρήστο
Κωνσταντίνο (Κόνιαλη ή Κόλια), Δμητριάδη Δημήτριο, Δημητριάδη
Στέφανο, Καραγιάννη Γεώργιο, Καταφιώτη Γεώργιο, Μπάμπουλη
Αθανάσιο, Πλουμή Δημήτριο, Πλουμή Κωνσταντίνο και Τζελεμπή
Αστέριο.
Την Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου, ζεύγος βουλγαρικών
αεροπλάνων πολυβόλησε και βομβάρδισε το χωριό διώχνοντας στο
βουνό τους πανικόβλητους κατοίκους του, αλλά και τα
γυναικόπαιδα που είχαν έλθει με τα κάρα τους από το Φωτολίβος
και τους Σιταργούς-Δράμας για να σωθούν από τον βομβαρδισμό
των δικών τους χωριών.
Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό.
Β. Η ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΚΟΡΜΙΣΤΑΣ
Τα χαράματα της Τετάρτης 1η Οκτωβρίου, ξεκίνησε από τη
Δράμα δύναμη περίπου 40 ενόπλων, εκ των οποίων μόνον οι μισοί
ήταν στρατιώτες, ενώ οι υπόλοιποι ήταν κομιτατζήδες που
φορούσαν πηλίκια, καθώς και αρμένιοι της αρμενικής Κοινότητας
Δράμας, που δυστυχώς συνεργαζόταν με τους Βουλγάρους.
Η δύναμη αυτή, με επικεφαλής τον υπολοχαγό Βέλτσεφ
Βολκώφ, που επέβαινε στο καλάθι μιας τρίκυκλου μοτοσικλέτας,
επιβιβάστηκε σε τρία επιταγμένα φορτηγά και κινήθηκε στον παλιό
δημόσιο δρόμο Δράμας-Κορμίστας, με εντολή να εκτελέσει όλους
τους άρρενες κατοίκους του χωριού από 18 ετών και πάνω.
Από το Κέντρο της Κορμίστας
6
Επειδή το ολιγάριθμο της σύνθεσής της δεν της επέτρεπε να προβεί
σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο Παγγαίο προκειμένου να
συγκεντρώσει τα υποψήφια θύματα της επιστρατεύθηκε ο δόλος
και η βοήθεια των τριών συνεργατών του κατακτητή στο χωριό
(Ματάκου, Τσαρσαμπά και Σύλλαβου ή Αγησίλαου Τριφτίδη), που
γνώριζαν τη βουλγαρική ως καταγόμενοι από την Αν. Ρωμυλία και
οι οποίοι πήραν εντολή να ξεχυθούν στο βουνό και στ’ αμπέλια και,
χρησιμοποιώντας δόλο, να «κατεβάσουν» στο χωριό όσους
περισσότερους κατοίκους μπορούσαν αδιακρίτως άνδρες ή
γυναικόπαιδα διότι τα γυναικόπαιδα τα χρειαζόταν ως ομήρους
προκειμένου να εξασφαλίσουν τη νομιμοφροσύνη των ανδρών.
Έτσι πολλοί χωριανοί που πίστεψαν ότι ο βούλγαρος αξιωματικός
«θα βγάλει λόγο», έσπευσαν να τον ακούσουν, ακολουθώντας τους
συνεργάτες των βουλγάρων, οι οποίοι συνειδητά τους οδηγούσαν
στο θάνατο. Ευτυχώς οι περισσότεροι χωριανοί δεν πείσθηκαν στις
διαβεβαιώσεις των προδοτών και σκαρφάλωσαν ψηλότερα στο
Παγγαίο.
Η συνάντηση των ανυποψίαστων χωριανών με το
ακροβολισμένο πλέον βουλγαρικό απόσπασμα έγινε στην αγροτική
θέση «καλντερίμι».
Αμέσως οι χωριανοί κυκλώθηκαν και άρχισε ο διαχωρισμός
των ανδρών από τα γυναικόπαιδα.
Απομάκρυνση Γυναικόπαιδων.
7
Τους άνδρες ακόμη και τους υπερήλικες αλλά και τους
εύσωμους έφηβους τους παρέτασσαν στο δρόμο σε τριάδες με
μέτωπο προς το χωριό, ενώ τα γυναικόπαιδα και τους λοιπούς
εφήβου τα έστελναν στον παρακείμενο αγρό του «Μουστάκα»
(ιδιοκτησίας τότε Γ. Καραγιάννη), όπου και συγκεντρώθηκαν κάτω
από τον ίσκιο των εκεί καρυδιών και στο τέλος των δύο
πολυβόλων, που στήθηκαν στο υπερυψωμένο χωράφι του
Καταφιώτη.
Στο σημείο αυτό του διαχωρισμού, μολονότι η πλειοψηφία
των βουλγάρων ενόπλων επέδειξε αναλγησία και σκληρότητα,
μαρτυρούνται δύο-τρία περιστατικά στρατιωτών καθώς και ένα
περιστατικό πολίτη (οδηγού ενός εκ των φορτηγών), που έδειξαν
ανθρωπιά και απέβαλαν από τη φάλαγγα των μελλοθανάτων τρείς
εφήβους. Πρόκειται για τις περιπτώσεις του 18χρονου τότε Φωτίου
Κορμιστινού, του 16χρονου τότε Αθανασίου Καραγιάννη και του
15χρονου τότε Νικολάου Χατζινικολάου. Επίσης, άλλοι δύο
χωριανοί (ο Ιωάννης Μαδεμλής και ο Νικόλαος Μαυρίκιος)
κατόρθωσαν να διαφύγουν, όταν διατάχθηκαν να φέρουν νερό για
τα γυναικόπαιδα που διψούσαν κάτω από τον καυτό ήλιο.
Επιτέλους η φάλαγγα πήρε την τελική της μορφή, αφού
άλλοι περίεργοι για το «λόγο» του υπολοχαγού δεν φαίνονταν να
κατηφορίζουν προς το «καλντερίμι». Την αποτελούσαν περίπου
125 άτομα. Δόθηκε το σύνθημα να εγερθούν και πήραν τον
ανήφορο προς το χωριό. Πίσω τους έμειναν τα γυναικόπαιδα
φρουρούμενα από 5 στρατιώτες και τα δύο πολυβόλα που
παρέμειναν ταγμένα στο χωράφι του Καταφιώτη, με τις κάνες τους
στραμμένες πάνω τους.
8
Την πορευμένη φάλαγγα φρουρούσαν περίπου 25 στρατιώτες και
άτακτοι που βάδιζαν ανάμεικτοι και αραιωμένοι οι μισοί δεξιά και
οι μισοί αριστερά των τριάδων, με επικεφαλής τον υπολοχαγό, που
είχε πλάι του το Σύλλαβο, και το λοχία του αποσπάσματος. Τη
φάλαγγα την έκλεινε ένας πανύψηλος στρατιώτης με το ντουφέκι
του «αναρτήσατε». Άλλοι 5 στρατιώτες ανέβηκαν στα δύο από τα
τρία σταθμευμένα φορτηγά, που ακολούθησαν τη φάλαγγα από
αρκετή απόσταση, με φορτωμένα στις καρότσες τους δύο
πολυβόλα με τους τρίποδές τους, έναν όλμο και τα κιβώτια των
πυρομαχικών. Όταν η φάλαγγα έφτασε στον «μπαχτσέ» του
Ναλμπάντη, ο στρατιώτης που «έκλεινε» τη φάλαγγα τράβηξε από
την τελευταία τριάδα τον 18χρονο τότε(γεν: 1923) Δημήτριο
Μπαντή, που φορούσε κοντό παντελόνι ¾ και έμοιαζε για
μικρότερος και τον έσπρωξε προς τα πίσω, κάνοντάς του νόημα να
φύγει. ‘Όμως ο Μπαντής, επειδή δεν ήθελε να αποχωριστεί τους
φίλους του, Πασχάλη Μαδεμλή (γεν:1921) και Παναγιώτη
Κωνσταντίνου (γεν: 1922) έσπευσε να ξαναπάρει τη θέση του στη
τριάδα. Στο ύψος του «ντορτ-τσεσμέ» και αριστερά σε σχέση με την
πορεία της φάλαγγας υπήρχε και υπάρχει ακόμη και σήμερα ένα
απότομο πρανές γεμάτο πυκνές βατσινιές. Εκεί ακριβώς ο Δημ.
Μπαντής ένιωσε να τον αρπάζουν δύο χέρια από το γιακά και το
ζωστήρα («λουρί») και αμέσως μετά απογειώθηκε. Την επομένη
στιγμή βρέθηκε ανάσκελα πάνε στις βατσινιές με τα χέρια ανοιχτά,
σαν σταυρωμένος και κατατρυπημένος από τα αγκάθια, ανίκανος
να μετακινηθεί. Ο βούλγαρος φαντάρος που έκλεινε τη φάλαγγα
και είχε απηυδήσει από την ξεροκεφαλιά του νεαρού, βρήκε έναν
πρωτότυπο τρόπο να τον σώσει, χωρίς να γίνει αντιληπτός από
τους ανωτέρους του. Τον άρπαξε από το ζωστήρα και από τον
9
γιακά και τον πέταξε με δύναμη στο «σομιέ» που σχημάτιζαν οι
βατσινιές,σίγουρος ότι δεν θα μπορούσε εύκολα να βγει από εκεί,
όπως και έγινε. «Διήγηση : Δημητρίου Μπαντή»
Στο μεταξύ η φάλαγγα προχωρούσε. Όταν έφτασε στη
διασταύρωση, έστριψε προς τη βρύση του «Μαρμάρου», ενώ τα
φορτηγά συνέχισαν ίσια και αφού έφτασαν στο σπίτι του
Βουλγαρίδη, ακολούθησαν το δρόμο Σερρών-Καβάλας που τα
έφερε στην πλατεία του χωριού, όπου και σταμάτησαν «εν
αναμονή» διαταγών. Στη γωνία του κτιρίου του Τσακιρόπουλου
τοποθέτησαν ένα στρατιώτη για να ελέγχει το δρόμο για τυχόν νέα
θύματα, με εντολή να τα οδηγήσει στον τόπο της σφαγής.
Μετά τη βρύση του «Μαρμάρου» η φάλαγγα πέρασε δεξιά
από το σπίτι του Βασίλειου Χατζηνικολάου και στο ύψος του
σπιτιού του Κίμωνα Πλουμή έστρεψε προς τα αριστερά, πορευμένη
προς τα σπίτια του Όψιμου και του Κορμιστινού. Στο σημείο εκείνο
η δόμηση ήταν (και είναι) πυκνή, και τα εκατέρωθεν σπίτια είχαν
(μερικά έχουν ακόμη και σήμερα) τις λεγόμενες «πορτάρες» που
οδηγούσαν στις περιτειχισμένες αυλές τους. Υποχρεωτικά η
φάλαγγα, πλαισιωμένη από τη φρουρά ,συμπιέσθηκε για να
χωρέσει στο στενό δρομάκι. Τότε βρήκε την ευκαιρία ο Δημήτριος
Βάσσος («Τσιμπλάκος») και, προσποιούμενος ότι σκύβει να δέσει
την δήθεν λυμένη «γκέτα» του, πίεσε με την πλάτη του τη
μισάνοιχτη «πορτάρα» του Γράσσια Μιλτιάδη ή Μίχου και χάθηκε
πίσω της. Ήταν ο τελευταίος που κατόρθωσε να διαφύγει πριν από
την εκτέλεση.
10
Η φάλαγγα οδηγήθηκε από το Κοινοτικό Κατάστημα, το οποίο,
τσ
βασικό , έχει σήμερα την ίδια μορφή που είχε και τότε, αν εξαιρέσει
κανείς το περίτεχνο «μασίφ» σιδερένια κιγκλίδωμα που το περιβάλει
από όλες τις πλευρές, με τη μεγάλη δίφυλλη καγκελόπορτα του
αυλόγυρου, η οποία άνοιγε προς τα μέσα , κυλώντας σε ράγες με
ειδικά «καρούλια» και η οποία αφαιρέθηκε (κακώς) στα μέσα της
δεκαετίας 1960. Πρόκειται στην ουσία για ένα κτίριο με ισόγειο και
1ο όροφο. Λόγω όμως της υψομετρικής διαφοράς (το έδαφος είναι
κατηφορικό), το ισόγειο φαίνεται, γι αυτόν που βλέπει την πρόσοψη
του κτιρίου, σαν υπόγειος χώρος (εφεξής υπόγειο της Κοινότητας), με
δύο μικρά καγκελόφραχτα παραθυράκια, διαστάσεων 100χ60εκ,
δεξιά και αριστερά της κυρίας εισόδου του Κοινοτικού Γραφείου που
φαίνεται με την σειρά του σαν ισόγειος χώρος. Αντίθετα από την
πίσω πλευρά, το υπόγειο εμφανίζεται ως ισόγειο και το Κοινοτικό
Γραφείο 1ος όροφος. Στην πίσω πλευρά λοιπόν το κιγκλίδωμα που
περιέβαλε τον αυλόγυρο σταματούσε στο χείλος του μεγάλου
ρέματος (εφεξής λάκκος) που κατεβαίνει από το Παγγαίο, διαιρεί το
χωριό στα δύο, περνούσε τότε σε επαφή με το Κοινοτικό οικόπεδο
(τώρα έχει καλυφθεί με μπετόν) και συνεχίζει (με μία διακλάδωση
προς τη βρύση «κιουγκούδι») προς τη βρύση του «Μάρμαρου» και
εκείθεν προς το «ντορτ-τσεσμέ» και το λάκκο του «Μπερμπέρη». Το
υπόγειο της Κοινότητας είχε την κεντρική του είσοδο, που την έκλεινε
μια μεγάλη ξύλινη πόρτα, προς το μέρος του λάκκου, ενώ προς το
μέρος της παρακείμενης οικίας του Γιαννακού Βάσσου είχε μία
δεύτερη βοηθητική είσοδο , που την μία μικρότερη σιδερένια πόρτα.
Όλος ο χώρος του υπογείου ήταν ενιαίος με δύο κολώνες από μπετόν
στη μέση και το εμβαδόν του άγγιζε τα 100τμ. Οι τοίχοι ήταν
κτισμένοι από πέτρες, τούβλο και τσιμέντο, το δάπεδο ήταν
11
τσιμεντένιο και γενικά όλη η κατασκευή, πρωτοποριακή για την
εποχή που κτίσθηκε(δεκαετία 1930), ήταν επιβλητική και στερεή.
Ενώ η φάλαγγα οδηγήθηκε στο υπόγειο από την κύρια είσοδο που
τότε ήταν υπερυψωμένη σε σχέση με τον αύλειο χώρο και είχε δύο
σκαλοπάτια, ως τελευταίο περιστατικό ανθρώπινης συμπεριφοράς
βουλγάρου φρουρού, πριν από τη σφαγή, μαρτυρείται εκείνο του
σκοπού του φυλακίου, που είχε ταχθεί στη γωνία του κτιρίου του
Τσαακιρόπουλου, στην αγορά, ο οποίος με νοήματα αποπειράθηκε
να απομακρύνει τον 19χρονο(γεν: 1922) Γιώργο Ερκέρογλου και τον
40χρονο (γεν:1901) σοφέρ Λεωνίδα Ηρακλειώτη, που κατηφόριζαν
προερχόμενοι από τα αμπέλια, οι οποίοι δυστυχώς δεν
αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο και κατευθύνθηκαν προς το Κοινοτικό
κατάστημα.(Διήγηση Κωνσταντίνου Τακαβακίδη).
Μπαίνοντας στο υπόγειο ζητήθηκε από τους μελλοθανάτους να
δηλώσουν ποιοί είναι βούλγαροι. ‘Ολοι φώναξαν με θάρρος :
«Εδώ δεν θα βρείτε βούλγαρους» Η ξύλινη πόρτα έκλεισε με
δύναμη και ασφαλίστηκε από έξω. Μέσα εγκλωβίστηκαν 120
περίπου άνθρωποι ηλικίας από 18 έως 70 ετών. Ο μοναδικός
φωτισμός ερχόταν από τα δύο παραθυράκια , απέναντι από την
κύρια είσοδο του υπογείου και προς την πρόσοψη του κτιρίου,
που ήταν ψηλά σε σχέση με το δάπεδο του υπόγειου. Το πλήθος
ανακατεύθηκε. ‘Ολοι ήθελαν να πάνε στην πίσω μεριά του
υπογείου με ιδιαίτερη προτίμηση στις γωνίες, που τις θεωρούσαν
απυρόβλητες. Έτσι εξηγούνται και οι δύο τεράστιοι σωροί
πτωμάτων, από ένας σε κάθε γωνία της πίσω πλευράς του
υπογείου. Συνωστισμός παρατηρήθηκε και πίσω από τις
τσιμεντένιες κολώνες του υπογείου. Παρόλα αυτά, όπως
ομολογούν όλοι οι διασωθέντες, αν και ανησυχούσαν σοβαρά,
12
κατά βάθος δεν πίστευαν ότι θα τους εκτελέσουν («στο κάτωκάτω δεν κάνουμε τίποτα»).
Στο μεταξύ έξω άρχισαν οι ετοιμασίες της σφαγής. Τα δύο
φορτηγά πλησίασαν «κωλώνοντας» στο Κοινοτικό Κατάστημα. Από τις
καρότσες τους ξεφορτώθηκαν και στήθηκαν δυο βαριά πολυβόλα
Maxim στους τρίποδες τους ένα αντίκρυ από κάθε πόρτα. Επίσης
ξεφορτώθηκαν τα κιβώτια, με τις ταινίες τις σφαίρες και τις
χειροβομβίδες και μοιράστηκαν στο απόσπασμα, που χωρίστηκε σε
τμήματα τα οποία κύκλωσαν το κτίριο. Ο υπολοχαγός δεν φαίνεται να
συμμετείχε στην περαιτέρω διαδικασία. Άναψε τσιγάρο και
απομακρύνθηκε προς τα μεγάλα πλατάνια της πλατείας. Επί κεφαλής
ορίσθηκε ο λοχίας. Κρατούσε τουφέκι μεγάλου διαμετρήματος με εφ’
όπλου λόγχη (15)
Ήταν ώρα 11:00π.μ
Ο λοχίας διέταξε να ανοίξει η ξύλινη πόρτα. Μπήκε ο ίδιος
μέσα με δύο στρατιώτες. Κρατούσαν ανεστραμμένα κράνη και
διέταξαν τους μελλοθάνατους να ρίξουν σ’ αυτά τα τιμαλφή τους
ακόμη και τους αναπτήρες με τις ταμπακέρες τους. Τα κράνη
γέμισαν και τα άδειασαν σε μία κουβέρτα που είχαν απλώσει στο
προαύλιο. Η διαδικασία επαναλήφθηκε μέχρι που γέμισε η
κουβέρτα. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου.
13
Ξαναμπήκε ο λοχίας και τράβηξε έξω τυχαία τους τρείς
πρώτους που βρισκόταν μπροστά-μπροστά στην πόρτα. Ήταν τρείς
ηλικιωμένοι, ο Σπύρος Βάσιος, ο Μιλτιάδης ή Μίχος Γρόσιας και ο
Γεώργιος Πρωτογέρου. Η πόρτα ξανάκλεισε και αμέσως ακούστηκε η
ριπή του πολυβόλου.
Μέσα στο υπόγειο ο κόσμος αγρίεψε. Ακούστηκαν
κραυγές: «Μας σκοτώνουν».
Η πόρτα ξανάνοιξε και με τη βία ο λοχίας τράβηξε έξω
άλλα τρία άτομα. Αυτή τη φορά δεν έκλεισαν την πόρτα και οι
χωριανοί είδαν τους τρείς να θερίζονται με μία δεύτερη ριπή.
Όλοι σκοτώθηκαν, εκτός από τον 37χρονο τότε (γεν:1904)
Κωνσταντίνο Αρχοντόπουλο που δέχτηκε διαμπερές τραύμα στον
αριστερό πνεύμονα και έπεσε αναίσθητος, μα ζωντανός.
Δίπλα στην πόρτα περίμενε τη σειρά του ο 25χρονος τότε
(γεν:1916) Δημήτριος Τσιτσιπίνης. Πιθανολογώντας ότι θα
περιληφθεί στην επόμενη τριάδα τα έπαιξε όλα για όλα.
Πετάχτηκε ξαφνικά έξω με σκοπό να καλύψει τα 10 περίπου
μέτρα που τον χώριζαν από το χείλος του λάκκου για να σωθεί. Οι
βούλγαροι αιφνιδιάστηκαν, εκτός από τον λοχία, που τον
πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής στη δεξιά ωμοπλάτη,
προκαλώντας του μία τεράστια πληγή(16) Έπεσε κάτω ανάμεσα
στους έξη πρώτους εκτελεσμένους και προσποιήθηκε τον
πεθαμένο. Από τη θέση αυτή παρά την αιμορραγία και τους
φρικτούς πόνους, παρακολούθησε τη διαδικασία της σφαγής από
έξω. Είδε ένα Βούλγαρο στρατιώτη να μπαίνει μέσα, για να βγάλει
έξω άλλη μία τριάδα αλλά ο μόνος που βγήκε έξω ήταν ο ίδιος με
(15) Μάλλον mannlincher των 8mm όπως φανερώνει η τρομακτική πληγή της
ωμοπλάτης του Δημητρίου Τσιτσιπίνη που κατά την μαρτυρία του, πυροβολήθηκε
από τον λοχία
(16) Ο Δημήτριος Τσιτσιπίνης μέχρι και τον θάνατό του φορούσε, χειμώνα καλοκαίρι,
γάντι στο δεξί του χέρι που το ένιωθε μονίμως παγωμένο.
14
σκισμένο το άνω χείλος. Οι χωριανοί αντέδρασαν τον χτύπησαν
και παραλίγο να του πάρουν το όπλο.
Ο λοχίας συγχύστηκε.
Βρίζοντας παραμέρισε και διέταξε το πολυβόλο να
χτυπήσει στο σωρό από την ανοιχτή πλέον ξύλινη πόρτα. Οι
έγκλειστοι συμπιέσθηκαν δεξιά και αριστερά από το άνοιγμα της
πόρτας, για να αποφύγουν της ριπές. Αυτοί που είχαν οπτική
επαφή με το πολυβόλο αντέδρασαν έγκαιρα και τα κατάφεραν, οι
πίσω που δεν αντιλήφθηκαν τα τεκταινόμενα θερίστηκαν.
Ταυτόχρονα από τα δύο παράθυρα του υπογείου άρχισαν να
πυροβολούν και να ρίχνουν χειροβομβίδες καπνογόνες αλλά και
επιθετικές. Το υπόγειο γέμισε καπνό.
Ένας χωριανός, ο Δημήτριος Χαριστείδης (Μήτσος
Σαψάλης) άρπαξε μία χειροβομβίδα προτού σκάσει και την πέταξε
στο πολυβόλο, που ήταν ταγμένο απέναντι από την ξύλινη πόρτα.
Η χειροβομβίδα(προφανώς καπνογόνος) εξερράγη και οι
βούλγαροι τα έχασαν προς στιγμήν. Ο πολυβολητής τυφλώθηκε, ο
τρίποδας αναποδογύρισε και το πολυβόλο αχρηστεύθηκε
προσωρινά. Τότε χίμηξαν προς το λάκκο οι χωριανοί Δημήτριος
Χαριστείδης, Δημήτριος Πούλιος, Πλουμής Τζελέπης,
Κωνσταντίνος Βαρίτης, Δημήτριος Τσιτσιπίνης (ήδη τραυματίας),
Ευάγγελος Σταμπούλης και Γεώργιος Κουκουλιάφκας ή Κεσκίνης
(«Γκαβογιώργης») πυροβολημένοι από τους σαστισμένους
Βουλγάρους που δεν περίμεναν τέτοια αντίδραση. Όλοι τους
σώθηκαν εκτός από τον Σταμπουλή (Παλιά Μακεδονομάχο), ο
οποίος όταν διαπίστωσε ότι δεν τον ακολούθησε ο 18χρονος γιός
15
του Πολυχρόνης γύρισε πίσω για να τον ελευθερώσει αλλά
σκοτώθηκε μαζί με τον γιό του.
Ένας χωριανός, ο Δημήτριος Χαριστείδης (Μήτσος
Σαψάλης) άρπαξε μία χειροβομβίδα προτού σκάσει και την πέταξε
στο πολυβόλο, που ήταν ταγμένο απέναντι από την ξύλινη πόρτα.
Η χειροβομβίδα(προφανώς καπνογόνος) εξερράγη και οι
βούλγαροι τα έχασαν προς στιγμήν. Ο πολυβολητής τυφλώθηκε, ο
τρίποδας αναποδογύρισε και το πολυβόλο αχρηστεύθηκε
προσωρινά. Τότε χίμηξαν προς το λάκκο οι χωριανοί Δημήτριος
Χαριστείδης, Δημήτριος Πούλιος, Πλουμής Τζελέπης,
Κωνσταντίνος Βαρίτης, Δημήτριος Τσιτσιπίνης (ήδη τραυματίας),
Ευάγγελος Σταμπούλης και Γεώργιος Κουκουλιάφκας ή Κεσκίνης
(«Γκαβογιώργης») πυροβολημένοι από τους σαστισμένους
Βουλγάρους που δεν περίμεναν τέτοια αντίδραση. Όλοι τους
σώθηκαν εκτός από τον Σταμπουλή (Παλιά Μακεδονομάχο), ο
οποίος όταν διαπίστωσε ότι δεν τον ακολούθησε ο 18χρονος γιός
του Πολυχρόνης γύρισε πίσω για να τον ελευθερώσει αλλά
σκοτώθηκε μαζί με τον γιό του.
Την ίδια στιγμή άλλοι χωριανοί ξήλωσαν τη μικρή
σιδερένια πόρτα και αγνοώντας την ύπαρξη του δεύτερου
πολυβόλου, επιχείρησαν να ξεφύγουν προς το σπίτι του
Γιαννάκου Βάσσου. Πρώτοι πετάχτηκαν έξω οι Φιλώτας
Πελεκάνος, Μιχαήλ Μαδεμλής, Πρόδρομος Μαδεμλής και
Αργύριος Καρακάσης που γαζώθηκαν από το δεύτερο πολυβόλο.
Σώθηκε μόνο ο Αργύριος Καρακάσης, ο οποίος τραυματίστηκε στα
πόδια έπεσε σχεδόν μπροστά στην κάνη του πολυβόλου και
προσποιήθηκε τον πεθαμένο, ενώ ο Πρόδρομος Μαδεμλής, που
16
σκαρφάλωσε στο κιγκλίδωμα και παραλίγο να διαφύγει
πυροβολήθηκε από τον γεμιστή του πολυβόλου και έμεινε
κρεμασμένος εκεί.
Αλλά οι βούλγαροι συνήλθαν γρήγορα, έστησαν πάλι
το πρώτο πολυβόλο στον τρίποδο και άρχισαν καταιγιστικά πυρά
στο υπόγειο από τις δύο πόρτες και από το παράθυρο ενώ
εξακολούθησαν να ρίχνουν χειροβομβίδες(17), Τα πτώματα
έπεφταν το ένα επάνω στο άλλο και σχηματίστηκαν δύο τεράστιοι
σωροί στις δύο γωνίες του υπογείου και δύο μικρότεροι πίσω από
τις κολώνες. Διάσπαρτα πτώματα κείτονταν σε όλο το δάπεδο,
ενώ πολλά πτώματα είχαν σωριαστεί και στις δύο εξόδους του
υπογείου, έτσι ώστε το αίμα, μη βρίσκοντας διέξοδο, να
σχηματίζει λίμνη μισού περίπου μέτρου. Οι τοίχοι και η οροφή
του υπογείου, διατηρείται από τα βλήματα (τα σημάδια είναι
εμφανή και σήμερα), ήταν γεμάτα αίματα, εντόσθια και μυαλά.
Όταν στις 12:00 σταμάτησαν τα πυρά, οι περισσότεροι
χωριανοί ήταν νεκροί ή ψυχορραγούσαν, όμως υπήρχαν και
αρκετοί τραυματίες με σοβαρά αλλά και επιπόλαια τραύματα
όπως επίσης υπήρχαν και ορισμένοι χωρίς καθόλου τραύματα. Οι
τελευταίοι χώθηκαν κάτω από τα πτώματα και περίμεναν ν’
απομακρυνθούν οι δήμιοι για να φανερωθούν.
Στο γεμάτο καπνό υπόγειο (18) ακουγόταν ένα διαρκές
βογκητό από τους τραυματίες. Έξω ακούονταν διαταγές και
μεταλλικοί θόρυβοι από τα πολυβόλα που τα
(17) «Σαν να έριχναν πέτρες» Διήγηση Κωνσταντίνου Τακαβακίδη(
18) «Ήταν σαν ομίχλη» Διήγηση Πασχάλη Παπαθεοδώρου
17
αποσυναρμολογούσαν από τους τρίποδες. Ήταν φανερό ότι σε
λίγο οι βούλγαροι θα έφευγαν.
Οι ζωντανοί πήραν θάρρος αλλά το αίμα τους πάγωσε,
καθώς άκουσαν βουλγαρικές ομιλίες μέσα στο υπόγειο και
σκόρπιους πυροβολισμούς. Ήταν η διαδικασία των χαριστικών
βολών. Στην κύρια είσοδο φάνηκε ο λοχίας ου έσπρωξε μέσα
τέσσερις στρατιώτες με τα τουφέκια τους «εφ’ όπλου λόγχη», οι
οποίοι τσαλαβουτώντας μέχρι τα γόνατα στο αίμα πυροβολούσαν
και λόγχιζαν όποιον κουνιόταν
Ο λοχίας για να μη λερωθεί χρησιμοποίησε για χαλί
ένα «πτώμα» που βρισκόταν πεσμένο πρηνηδόν ακριβώς στην
είσοδο. Το έσυρε προς το μέρος του με τη μπότα του, πάνω από
ένα άλλο καταματωμένο «πτώμα» και πατώντας στην πλάτη του,
πυροβολούσε δεξιά και αριστερά με το τουφέκι του. Σε μια
περίπτωση μάλιστα χρησιμοποίησε τη λόγχη του για να τρυπήσει
κάποιον που κουνήθηκε ακριβώς δίπλα του(19). Το μαρτύριο
φάνηκε να μην τελειώνει.
Ο 23χρονος τότε (γεν: 1916) Γεώργιος Θωμάς, που
ήταν τραυματισμένος στο χέρι από μία σφαίρα που μπήκε από
τον αγκώνα και βγήκε από τον καρπό είχε την ατυχία να βρίσκεται
πάνω από τα πτώματα και επομένως κινδύνευε άμεσα να
αποκαλυφθεί. Πιτσιλισμένος από τα αίματα των διπλανών του με
μισόκλειστα μάτια και κρατώντας την αναπνοή του, όποτε
πλησίαζαν οι βούλγαροι προς το μέρος του, παρακολούθησε τη
φρικτή διαδικασία των χαριστικών βολών.
18
Δίπλα του ήταν πεσμένος σε ύπτια θέση ο Λεωνίδας Ηρακλειώτης,
που βογκούσε ασταμάτητα, βαρύτατα τραυματισμένος και με
κομμένο το αριστερό του χέρι από το ύψος του ώμου από έκρηξη
χειροβομβίδας. Τον πλησίασε ένα κτήνος με το τουφέκι στο χέρι.
Ο (τουρκόφωνος) Λεωνίδας με μεγάλη προσπάθεια έφερε το
δείκτη του δεξιού χεριού του στον κρόταφο και του είπε: «εντώ
γαμώ τη μάνα σου». Ο δήμιος τον πυροβόλησε στο σημείο που
του υπέδειξε, λυτρώνοντάς τον από τους πόνους. Αμέσως μετά
ξέσπασε σ’ ένα σαδιστικό παρατεταμένο γέλιο που πάγωσε το
αίμα στις φλέβες του Γεωργίου Θωμά, ο οποίος παρακολούθησε
όλη τη σκηνή(20). Μετά από 60 χρόνια με διαβεβαίωσε ότι δεν
μπορεί ακόμα να βγάλει από το μυαλό του το κίτρινο
βλογιοκομμένο πρόσωπο εκείνου του θηρίου και ιδίως το
αρρωστημένο γέλιο του, που αντηχούσε μετά από τόσα χρόνια
στα αυτιά του.
Ο 19χρονος τότε (γεν: 1922) Γεώργιος Θεοχαρίδης του
Δημητρίου μόλις αντιλήφθηκε ότι θα τους εκτελούσαν τραβήχτηκε
στο πίσω μέρος του υπογείου και αμέσως ξάπλωσε στο πάτωμα
για να προστατευθεί. Από πάνω του ξάπλωσαν και άλλοι σαν
ασπίδα. Παρόλα αυτά τραυματίσθηκε από σφαίρα που
εξοστρακίσθηκε στον τοίχο του υπογείου και σφηνώθηκε στο
αριστερό του γόνατο παραμορφωμένη. Στην αρχή ένιωσε μόνο
ένα κάψιμο, όσο όμως περνούσε η ώρα άρχισε να πονά. Κούνησε
το πόδι του και διαπίστωσε ότι μπορούσε να το χρησιμοποιήσει.
Ασφυκτιούσε κάτω από το βάρος των πτωμάτων, μα αποφάσισε
να μην μετακινηθεί μέχρι να νιώσει ασφαλής(21)
(19) Διήγηση Κλεάνθη Δημητριάδη (20) Διήγηση Γεωργίου Θωμά
(21) Διήγηση Γεωργίου Θεοχαρίδη
19
(22) Λεηλασία
Μετά μισή ώρα (12:30) οι εκτελεστές έλαβαν διαταγή
από το λοχία να βγουν έξω. Ήταν ολοφάνερο σ’ αυτόν πως δεν
υπήρχαν πια ζωντανοί, γιατί τα βογκητά σταμάτησαν. Για να είναι
όμως σίγουρος τράβηξε από τη ζώνη του μια χειροβομβίδα. «Ήταν
κάτι σαν ξύλινο ρόπαλο», διηγείται ο Κλεάνθης Δημητριάδης,
εννοώντας προφανώς πως επρόκειτο για τη γνωστή γερμανική
χειροβομβίδα, «και φεύγοντας την ξεβίδωσε από τον πάτο και την
πέταξε προς το μέρος μου. Αμέσως σκέφτηκα ότι θα με
προστατέψουν τα πτώματα που με σκέπαζαν. Για κακή μου τύχη η
χειροβομβίδα χτύπησε στον τοίχο πάνω από το κεφάλι μου και
αμέσως έσκασε. Το κεφάλι μου γέμισε αίματα που σκέπασαν τα
μάτια μου και είπα «τετέλεσθαι». Όμως με έκπληξή μου
διαπίστωσα ότι όχι μόνο ήμουν ζωντανός, αλλά διατηρούσα και
τις αισθήσεις μου, παρά τον πόνο που ένοιωθα».
Μετά την αποχώρηση και του τελευταίου εκτελεστή
και μολονότι ακούγονταν οι θόρυβοι από το «γιάγμα»(22) που
γινόταν στο παρακείμενο εμπορικό των αδελφών Ζαχαριάδη,
άρχισαν να πετιούνται μέσα από τα πτώματα οι ζωντανοί.
Ο γενναίος μαχητής του αλβανικού μετώπου, Γεώργιος
Πελεκάνος, πολυτραυματίας με μία σφαίρα στο πόδι και έξη
θραύσματα χειροβομβίδων στην πλάτη προσποιήθηκε με επιτυχία
τον σκοτωμένο και γλίτωσε τη χαριστική βολή. Από τη θέση που
βρισκόταν είχε ορατότητα και στις δύο εξόδους.
20
Μπροστά από τη σιδερένια πόρτα είδε τον αδελφό του Φιλώτα να
ψυχορραγεί με την κοιλιά του ανοιχτή. Από την άλλη πόρτα είδε
κατά σειρά να κατρακυλούν στο λάκκο οι τραυματίες Ανέστης
Ιντζές, Πέτρος Ιμβρίδης, Ιωάννης Γιουρούκης, Δημήτριος
Καραγιάννης, Τιμολέων Τσακίρης, Ιωάννης Κιουτσούκης και
Γεώργιος Θεοχαρίδης. Παρά τους αφόρητους πόνους αποφάσισε
να τους ακολουθήσει. «Επειδή δεν μπορούσα να βαδίσω διήνυσα
την απόσταση μέχρι το χείλος του λάκκου με τα γόνατα και μετά
άφησα το κορμί μου να κατρακυλήσει. Σταμάτησα μέσα στο νερό
της κοίτης και άρχισα να σέρνομαι προς την κατεύθυνση του
σπιτιού μου, που ήταν κοντά. Με προσπέρασαν τρέχοντας πάνω
από πέντε τραυματίες, που χάθηκαν προς τη βρύση του μαρμάρου.
Παρακαλούσα να με πάρουν μαζί τους, όμως ταυτόχρονα
καταλάβαινα ότι αυτό ήταν αδύνατο γιατί ήμουν βαρύς κι αυτοί
όλοι αιμορραγούσαν. Αποκαμωμένος σύρθηκα και κρύφτηκα στη
βλάστηση πολύ κοντά στο σπίτι μου». Όταν μετά 40χρόνια, τον
ρώτησα γιατί δεν περίμενε να εγκαταλείψουν οι Βούλγαροι το
χωριό, έτσι ώστε να διαφύγει χωρίς κίνδυνο, μου αποκρίθηκε: «Για
ένα ζωντανό ήταν τελείως αδύνατο να παραμείνει άλλο στο
σφαγείο εκείνο»(23).
Εκτός από τον Γεώργιο Θεοχαρίδη, που από ένα σημείο
και μετά δεν μπορούσε να βαδίσει και τράβηξε κατ’ ευθείαν για το
σπίτι του και τον Ιωάννη Γιουρούκη, που ακολούθησε το
παρακλάδι του λάκκου προς τη βρύση «κιουγκούδι», προφανώς
για να πιεί νερό, οι υπόλοιποι τράβηξαν κατά τον «ντορτ-τσεσμέ».
Όλοι τους σώθηκαν, εκτός από τον άτυχο Γιουρούκη. Έπεσε στην
πορεία του Ματάκου, που ενέδρευε εκεί και τον πυροβόλησε στον
αυχένα την ώρα που έπινε νερό.
(23) Διήγηση Γεωργίου Πελεκάνου
21
Ο τραυματισμένος στο πόδι και στο χέρι, Πέτρος
Ιμβρίδης (πρόσφυγας από την Ίμβρο) αλλόφρων και γεμάτος
αίματα, ξεχώρισε από τους άλλους, που ακολούθησαν το ρέμα του
«ντορτ-τσεσμέ» με κατεύθυνση προς το «κουρί» και τράβηξε κατά
το «καλντερίμι». Εκεί ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την φρουρά
που επιτηρούσε τα γυναικόπαιδα. Για καλή του τύχη αποδείχτηκαν
άνθρωποι. Τον υποχρέωσαν να γονατίσει δίπλα από τα
γυναικόπαιδα αλλά δεν τον πυροβόλησαν, μολονότι αντιλήφθηκαν
ότι διέφυγε από την εκτέλεση. Έτσι σώθηκε.
Πίσω, στο υπόγειο της Κοινότητας, ο Κλεάνθης
Δημητριάδης παρακολούθησε από την αρχή ως το τέλος την έξοδο
των τραυματιών, όμως δεν αποφάσιζε να μετακινηθεί. Τον
δυσκόλευαν άλλωστε και τα πτώματα που τον κρατούσαν όρθιο
κολλημένο στον τοίχο («τα πτώματα ήταν σαν το σκυρόδεμα και
εγώ η σιδεροδεσιά» διηγείται). Ξαφνικά είδε πως «το πτώμαχαλί», πάνω στο οποίο πατούσε ο λοχίας κατά την διαδικασία των
χαριστικών βολών, σηκώθηκε όρθιο. Ήταν ο συνομήλικος γείτονάς
του Λεωνίδας Μαδεμλής, η πρώτη κίνηση του οποίου ήταν να
βγάλει και να πετάξει τα παπούτσια του. Ο Δημητριάδης σκέφτηκε
ότι πιθανώς να τα έχασε από την τρομάρα του, όταν όμως τον είδε
να προβάλει με προφυλάξεις το κεφάλι του έξω από την πόρτα,
πείσθηκε ότι είναι καλά.
Ο Λεωνίδας Μαδεμλής, που ήταν ελαφρά
τραυματισμένος, προσποιούνταν τον πεθαμένο πεσμένος σε θέση
πρηνηδόν μπροστά στην κύρια είσοδο του υπογείου. Αφού πρώτα
δοκίμασε την τρομακτική εμπειρία του «χαλιού» για τις
22
(24) Διήγηση του γιού του Δημητρίου Μαδεμλή
μπότες του λοχία, αντιλήφθηκε την απομάκρυνση των εκτελεστών
και επιθυμούσε διακαώς να βγει από το υπόγειο, μα δεν το
αποφάσιζε. Φοβόταν μήπως οι βούλγαροι παραφυλούν απ’ έξω
και τον τουφεκίσουν βγαίνοντας. Έτσι έμεινε ακίνητος στη θέση
του μέχρι που δεν πήγαινε άλλο. Το δάπεδο του υπογείου είχε
κλίση προς την κύρια είσοδο και το αίμα των σκοτωμένων πέρασε
το σωρό των πτωμάτων, που λειτουργούσαν σαν φράγμα, και
έφτασε σ’ αυτόν, πνίγοντάς το. Σηκώθηκε, πέταξε τα παπούτσια
του («Νόμιζε ότι ξυπόλητος θα ήταν πιο ευκίνητος»)(24), έβγαλε
το κεφάλι του από την πόρτα και έμεινε έτσι για μερικά
δευτερόλεπτα παρατηρώντας τριγύρω. Ξαφνικά έδωσε ένα πήδο
και εξαφανίστηκε από τα μάτια του Δημητριάδη, κατρακυλώντας
στο λάκκο. Τον ακολούθησε και ο Δημητριάδης, που κατόρθωσε ν’
απεγκλωβιστεί με υπεράνθρωπες προσπάθειες . Οι δύο τους
άρχισαν να τρέχουν κατά τη βρύση του «Μαρμάρου»
σκοπεύοντας να εξαφανιστούν στον κάμπο. Στο ύψος της
διακλάδωσης του λάκκου που οδηγεί στη βρύση «κιουγκούδι»
άκουσαν βογκητά. Ήταν ο Γεώργιος Πελεκάνος, που προσπαθούσε
να βαδίσει μέσα στο νερό με τα γόνατα, λόγω του
τραυματισμένου ποδιού του. Μόλις είδε το Δημητριάδη του είπε:
«Γαμπρέ πάρε με» (η σύζυγός του Δημητριάδη ήταν εξαδέλφη
του). «Του εξήγησα ότι αυτό ήταν αδύνατο. Ήμουν μικρόσωμος
και τραυματισμένος ενώ εκείνος ήταν θεόρατος. Τον
αποχαιρέτισα και ακολούθησα τον Μαδεμλή»(25)
(25) Διήγηση Κλεάνθη Δημητριάδη
23
Ο Λεωνίδας Μαδεμλής τράβηξε κατά τον κάμπο ενώ ο
Κλεάνθης Δημητριάδης, αδυνατώντας να συνεχίσει, κρύφτηκε
μέσα στα άχυρα σε ένα στάβλο δίπλα στον μύλο του Αμπατζή και
εξαντλημένος καθώς ήταν, τον πήρε ο ύπνος . Ξαφνικά άκουσε
βήματα και ξύπνησε. Τρομοκρατημένος πλησίασε στην πόρτα και
είδε δύο γείτονές του να σέρνονται προς το μέρος του. Ήταν ο
Βασίλειος Χατζηνικολάου, που η πλάτη του ήταν οργωμένη
επιφανειακά («ήταν σαν νυχιές»)(26) και ο Ευάγγελος Μαδεμλής
(αδελφός του Λεωνίδα) με «κακό» τραύμα στη βουβωνική χώρα.
Και οι δύο βογκούσαν και ήταν εξαντλημένοι. Τους κάλεσε να
κρυφτούς μαζί του. Αρνήθηκαν. Θεωρούσαν την κρυψώνα του
επισφαλή. Τον παρακάλεσαν να τους βοηθήσει να κρυφτούν στη
«γαλαρία». Επρόκειτο για μία εγκαταλειμμένη στοά
λιγνιτωρυχείου κάτω από το κτήμα του Παναγιώτη Θεοδοσίου,
γεμάτη νερά, η είσοδος της οποίας ήταν προς τη βρύση του
«Μαρμάρου». Ο Δημητριάδης αρνήθηκε και προσπάθησε να τους
αποτρέψει («έχει βρωμιές, θα μολυνθείτε») αλλά μάταια. Και οι
δύο τους κρύφτηκαν στη «γαλαρία», όπου παρέμειναν μέχρι τις
τρείς μετά το μεσημέρι της επόμενης μέρας. Τότε άκουσαν
κάποιον να φωνάζει: «μπαμπά - μπαμπά». Ήταν ο 13χρονος τότε
(γεν: 1928) Φίλιππος Χατζηνικολάου (γιός του Βασιλείου), που
έψαχνε τον πατέρα του από την προηγούμενη ημέρα. Οι δύο
τραυματίες φανερώθηκαν. Ειδοποιήθηκε η γυναίκα του
Ευάγγελου Μαδεμλή (Φελώνη) που τον μετέφερε με μια
γειτόνισσα στο σπίτι του, ενώ ο Βασίλειος Χατζηνικολάου πήγε
στο παρακείμενο δικό του σπίτι βαδίζοντας και υποβασταζόμενος
από τον Φίλιππο (27).
(26) Διήγηση Κλεάνθη Δημητριάδη
(27) Διηγήσεις Κλεάνθη Δημητριάδη και Φιλίππου Χατζηνικολάου
24
Από τους δύο τους ο Ευάγγελος Μαδεμλής στάθηκε
τυχερός. Παρά τη σοβαρότητα του τραύματός του, ο πρακτικός
νοσοκόμος του χωριού Μάρκος Λούπας του έσωσε τη ζωή με
καθημερινές απολυμάνσεις που του έκανε με οξυζενέ
χρησιμοποιώντας και φύλλα αποξηραμένου καπνού για
αιμοστατικό. Αντίθετα το τραύμα του Βασιλείου Χατζηνικολάου,
το οποίο ήταν επιφανειακό και ακίνδυνο μολύνθηκε (πιθανώς
μέσα στη «γαλαρία» και πέθανε μετά από 22 ημέρες από τέτανο.
Στο σπίτι του νοσηλευόταν και ο στενός συγγενής του Γεώργιος
Θωμάς, το τραύμα του οποίου αιμορραγούσε συνεχώς(28). Ο
Χρήστος Κατσαρέλιας («Γρήντης»), που περιποιόταν και τους δύο,
κατόρθωσε άγνωστο πώς, να εξασφαλίσει ένα και μοναδικό
αντιτετανικό ορρό. Πρότεινε να τους το δώσει από μισό. Ο
Χατζηνικολάου αρνήθηκε. Θεωρούσε το δικό του τραύμα
ακίνδυνο «Να σώσουμε το Γιώργο», είπε στον Κατσαρέλια, όπως
και έγινε.(29)
Πίσω στο Κοινοτικό Κατάστημα.
Τον ετοιμοθάνατο Ζαχαρία Ναλμπάντη («Ζάχο») τον
συγκρατούσαν όρθιο τα πτώματα που έφταναν μέχρι το λαιμό
του, με τελευταίο εκείνο του Μόσχου Σιδερά. Πριν ξεψυχήσει
φώναξε δυνατά «Τα σκυλιά έφυγαν. Όσοι είστε ζωντανοί να
φύγετε». Στη βάση του σωρού των πτωμάτων ο 19χρονος Γιώργος
Ερκέκογλου και ο Κώστας Τακαβακίδης ήταν ζωντανοί, ο πρώτος
αλώβητος, ο δεύτερος ελαφρά τραυματισμένος. Από την ώρα που
έπαυσαν οι πυροβολισμοί ο Γιώργος Ερκέρογλου ήθελε να βγει
έξω γιατί δεν άντεχε άλλο την οσμή του αίματος. Ο Τακαβακίδης
πιο έμπειρος τον συγκρατούσε με την βία.
(28) «Πέρασε τα σανίδια του πάνω πατώματος και οι «κιουντέδες»(αποξηραμένες
βέργες καπνού), που κρεμόταν από κάτω, βάφτηκαν με αίμα (Διήγηση Φίλιππου
Χατζηνικολάου)
(29) «Ο Γρήντης μου έριχνε οξυζενέ στην τρύπα του αγκώνα και έβγαινε από την
τρύπα του καρπού (Διήγηση Γεωργίου Θωμά)
25
‘Οταν όμως ακούστηκε η φωνή του Ζάχου ήταν αδύνατον πλέον
να τον συγκρατήσει. Πέταξε τα πτώματα από πάνω του και με
μεγάλες δρασκελιές έτρεξε προς την πόρτα. Εκεί ήρθε πρόσωπο
με πρόσωπο με τον Αρμένιο «Πολυμένη» που ζούσε προπολεμικά
στην Κορμίστα και μόλις ήρθαν οι βούλγαροι ταυτίστηκε μαζί
τους. Ο Αρμένιος που φορούσε βουλγαρική στολή και συμμετείχε
στην εκτέλεση , μόλις άκουσε τον Ζάχο να φωνάζει, κατάλαβε και
γύρισε πίσω για νέα θύματα. Τα μάτια του γυάλισαν. Θυμήθηκε
ότι ο νεαρός μαζί με τον ξάδελφο του Ιορδάνη Τζεβελεκίδη τον
είχαν ξυλοκοπήσει τον περασμένο Μάιο όταν εξέφρασε την
προτίμησή του υπέρ της βουλγαρικής κατοχής. Τον πυροβόλησε
στο στόμα και ο νεαρός έπεσε νεκρός στο σκαλοπάτι(30).
Ήταν ο τελευταίος πυροβολισμός που έπεσε στο
υπόγειο.
Οι πυροβολισμοί και οι εκρήξεις ακούγονταν στο
«καλντερίμι», που απείχε σε ευθεία γραμμή από το Κοινοτικό
Γραφείο περί τα 2 χιλιόμετρα. Ένας μακρόσυρτος θρήνος
ακούστηκε από τις «καρυδιές του Μουστάκα»: «Σκοτώνουν τους
άντρες μας». Η ολιγάριθμη Φρουρά σάστισε και την έπιασε
νευρικότητα. Τη στιγμή εκείνη ένα βουλγάρικο αεροπλάνο πέρασε
σχεδόν ξυστά πάνω από τις καρυδιές. Το πλήθος σκόρπισε σαν
τρομαγμένο κοπάδι προς το λάκκο και διέρρευσε στον κάμπο. Η
φρουρά δεν το εμπόδισε. Ήταν το σύνθημα ότι είχε εκπληρωθεί η
αποστολή των γυναικόπαιδων : Η εκτέλεση είχε περαιωθεί και η
ομηρία τους είχε λήξει.
(30) Διήγηση Κωνσταντίνου Τακαβακίδη
26
Ένας ολοφυρμός ακούστηκε από τους χωριανούς. Όλοι
τους είχαν κάποιο δικό τους άνθρωπο, που δεν ήταν μαζί τους. Η
αγωνία έφτασε στο κατακόρυφο. Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια,
με άγνοια του κινδύνου χύθηκαν τρέχοντας στην ανηφόρα και
έφτασαν στο Κοινοτικό Κατάστημα. Εκεί ο 8χρονος Αλέξανδρος
Ηρακλειώτης του Πολύκαρπου («Κάππας»), με τις τσέπες του
κοντού παντελονιού του γεμάτες ζεστούς ακόμα κάλυκες,
βάλθηκε να τους εξηγεί πως έγινε η σφαγή. Θεωρούσε τον εαυτό
του προνομιούχο, γιατί την παρακολούθησε καθισμένος στο
τοιχίο με την πλάτη στο κιγκλίδωμα, πάνω ακριβώς από το
πολυβόλο που είχε ταχθεί απέναντι από τη μικρή σιδερένια
πόρτα. Είναι μυστήριο γιατί οι Βούλγαροι πολυβολητές τον
ανέχθηκαν όλη αυτή την ώρα πάνω από τα κεφάλια τους και δεν
τον έδιωξαν(31)
Το θέαμα που αντίκρισαν τα παιδιά ήταν απαίσιο: Έξω
στο προαύλιο υπήρχαν διάσπαρτα πτώματα, ζεστά ακόμη.
Μπροστά στη σιδερένια πόρτα, που ήταν ξηλωμένη και διάτρητη
από βλήματα, ψυχορραγούσε ο Φιλώτας Πελεκάνος που ζητούσε
νερό. Ολόκληρη η κοιλιά του ήταν μία πληγή. Δίπλα του ακριβώς
ο Αργυρός Καρακάσης, αν και τραυματισμένος, φαινόταν να την
έχει γλιτώσει. Όμως δεν μπορούσε να σηκωθεί γιατί ήταν
χτυπημένος στα πόδια. Ζητούσε κι αυτός διαρκώς νερό.
Στην άλλη είσοδο του υπογείου, γονατιστό και με το
κεφάλι ακουμπισμένο λοξά στην κάσα της ξύλινης πόρτας είδαν
τον 19χρονο Γιώργο Ερκέρογλου, με μάτια ανοιχτά και με μία
κλωστή από αίμα να τρέχει από την άκρη των χειλιών του. Ο
μικρότερος αδελφός του Κωνσταντίνος νόμισε ότι ήταν ζωντανός.
(31) Διήγηση Αλεξάνδρου Ηρακλειώτη
27
Μόνο όταν τον αγκάλιασε είδε ότι το πίσω μέρος του κεφαλιού
του έλειπε.
Μέσα από το υπόγειο ακούγονταν βογκητά. Μερικοί
ψυχωμένοι πιτσιρικάδες αποφάσισαν να δρασκελίσουν το σωρό
των πτωμάτων που ήταν στοιβαγμένα στην είσοδο και να μπουν
στο υπόγειο. Αμέσως πισωγύρισαν τρομαγμένοι. Το αίμα έφτανε
μέχρι τους μηρούς τους . Εκτός από τα πτώματα που είχαν
σωριαστεί μπροστά στην πόρτα, μπόρεσαν να διακρίνουν δύο
μεγάλους σωρούς πτωμάτων στις δύο πίσω γωνίες του υπογείου.
Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν και πολλές γυναίκες,
που σκόρπισαν τρομαγμένες όταν διαδόθηκε η ασύστατη φήμη:
«Έρχονται οι Βούλγαροι».
Το πρωί της επομένης μέρας (Πέμπτη 2 Οκτωβρίου
1941) οι γυναίκες και τα παιδιά έσπευσαν και πάλι στον τόπο της
εκτέλεσης για να ψάξουν τους συγγενείς αφού οι διασωθέντες
διανυκτέρευσαν στο ύπαιθρο, εκτός από δύο-τρείς που τόλμησαν
να πάνε στα σπίτια τους. Η μέρα ήταν ζεστή όπως και η
προηγούμενη και μόλις πλησίασαν στο γραφείο είδαν ένα μαύρο
σύννεφο από μύγες, που είχε σκεπάσει τα πτώματα, ενώ όσο
προχωρούσε η μέρα και ο ήλιος ανέβαινε, η ζέστη έγινε και πάλι
αφόρητη(32) Από το χώρο της Κοινότητας άρχισε να αναδύεται
μια έντονη δυσοσμία. Το σούρουπο εμφανίσθηκε στο χωριό
βουλγαρική στρατιωτική δύναμη (ένα τάγμα πεζικού) και μία
ορειβατική πυροβολαρχία) με επικεφαλής τον Αντισυνταγματάρχη
Ηλία Μπεκιάροφ, για να προβεί σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις
στο Παγγαίο.
(32) Οι Διηγήσεις όλων των χωριανών συμφωνούν ότι το τριήμερο 1 έως3 Οκτωβρίου
1941 η ζέστη πήρε τη μορφή καύσωνα.
28
Σχεδόν ταυτόχρονα με το βουλγαρικό τάγμα
εμφανίσθηκε στην Κορμίστα, προερχόμενος από το Σ.Σ Αγγίστας
και συνοδευόμενος από τους χωροφύλακες του, ο βούλγαρος
κοινοτάρχης Ντιμήτρη. Η δυσοσμία των πτωμάτων ενόχλησε το
«ευαίσθητα» ρουθούνια του Μπεκιάροφ, που διέταξε τον
Ντιμήτρη να μεριμνήσει για την ταφή για την ταφή των νεκρών σε
ομαδικό τάφο. Στην Κορμίστα όμως δεν υπήρχαν πλέον άντρες για
να σκάψουν ομαδικό τάφο τέτοιων διαστάσεων, γιατί όσοι
διέφυγαν την εκτέλεση κρυβόταν στο Παγγαίο. Το πρόβλημα
λύθηκε σε συνεννόηση με τις βουλγαρικές της Ν. Μπάφρας, που
αγγάρεψαν περίπου 20 (είκοσι) ηλικιωμένους κατοίκους της (οι
περισσότεροι ενήλικες του χωριού κρυβόταν ένοπλοι στο βουνό),
οι οποίοι τα χαράματα της επόμενης μέρας (3 Οκτωβρίου 1941)
οδηγήθηκαν πεζή στην Κορμίστα με τα σκαπανικά τους. Εκεί, πίσω
από το Κοινοτικό Κατάστημα υπό την επίβλεψη των
χωροφυλάκων Μπαϊ Ηλία και Μπαϊ-Κώστα, που τους βίαζαν να
κάνουν σύντομα,(33) έσκαψαν στο πρανές του λάκκου κλιμακωτά
δύο επιμήκη χαντάκια και στοίβαζαν στη σειρά τα πτώματα, τα
οποία στη συνέχεια σκέπασαν με χώμα και μετά από πέτρες, γιατί
υπήρχε ο κίνδυνος να παρασυρθεί το χώμα από τα νερά της
βροχής. Στον Ομαδικό αυτό Τάφο θάφτηκαν 88 από τους 91
εκτελεσμένους στο υπόγειο της Κοινότητας , γιατί οι δύο που
πέθαναν μετά από μέρες στα σπίτια τους από μόλυνση των
τραυμάτων τους (Ιωάννης Γρόσιας και Βασίλειος Χατζηνικολάου)
θάφτηκαν στο νεκροταφείο του χωριού ενώ ο Ιωάννης Γιουρούκης
(33) «Ο Στρατός στις επιχειρήσεις έχει απώλειες. Κάντε γρήγορα, γιατί αν γυρίσουν και
σας βρουν εδώ θα σας τουφεκίσουν», απειλούσαν τους Μπαφραλήδες, για να
τελειώνουν γρήγορα.
29
θάφτηκε τη μέρα που εκτελέστηκε από τον αδελφό του Δημήτριο
έξω από το χωριό, στα δώθε (προς την Κορμίστα) υψώματα του
λιγνιτωρυχείου, πίσω από το σημερινό κατάστημα της Αικατερίνης
Κωνσταντίνου.
Ο Στρατός που επανέκαμψε στο χωριό το πρωί της
Παρασκευής 3 Οκτωβρίου 1941 άρχισε να ανηφορίζει για το
Παγγαίο. Το πρώτο θύμα των βουλγάρων από την Κορμίστα ήταν ο
47χρονος Πέτρος Γιαννούσης του Ιωάννη, που κρυβόταν σε μία
σπηλιά στη θέση «ασβεσταριά», όπου ανακαλύφθηκε και
τουφεκίστηκε επί τόπου. (34).
Το δεύτερο (και ευτυχώς τελευταίο θύμα τους) από την
Κορμίστα ήταν ο 57χρονος Ανδρόνικος Μοναστηριάδης του
Βασιλείου πρόσφυγας από το Ικόνιο της Καππαδοκίας, που
συνελήφθη στον «λάκκο του Νεοπτόλεμου», πυροβολήθηκε,
ξυλοκοπήθηκε και εγκαταλείφθηκε επί τόπου.(35). Εξέπνευσε μετά
από δέκα πέντε ημέρες.
Οι τραυματίες που γλίτωσαν από τη σφαγή και
σκόρπισαν στα χωράφια αιμορραγούσαν και χρειαζόταν άμεση
περίθαλψη. Όμως ο φόβος των βουλγάρων δεν τους επέτρεπε να
φανερωθούν για να ζητήσουν βοήθεια. Μερικούς τους
ανακάλυψαν το ίδιο βράδυ οι συγγενείς τους και μα τα ζώα τους
μετέφεραν στην τοποθεσία «Ζουλόπετρα» του Παγγαίου. Εκεί τους
περιποιήθηκαν όπως μπορούσαν.
(34) Διήγηση των αυτοπτών Ιωάννη Παράσχου και Αθανασίου Πελεκάνου.
(35) Διήγηση του αυτόπτη μάρτυρα Πασχάλη Σούσκα
30
Στις 4 Οκτωβρίου 1941 κατέβασαν τους τραυματίες στο
χωριό και τους φρόντισαν με οξυζενέ και γάζες οι δύο εμπειρικοί
νοσοκόμοι του χωριού Μάρκος Λούπας και Χρήστος Κατσαρέλιας.
Ο δεύτερος μάλιστα νοσοκόμος σε χειρουργείο εκστρατείας του
Αλβανικού μετώπου, που έφτασε να χειρουργεί τραυματίες όταν ο
γιατρός έπεφτε από την κούραση, πραγματοποίησε και εξαγωγές
βλημάτων, που δεν είχαν εισχωρήσει βαθιά. Για αναισθητικό
χρησιμοποιούσε αιθέρα. Τις σοβαρότερες περιπτώσεις τις ανέλαβε
ο γιατρός Δόλγηρος από την πρώτη, που και αυτός
πραγματοποίησε επί τόπου εγχειρήσεις για την αφαίρεση
βλημάτων(36). Επίσης τραυματίες περιέθαλψε(37) και ο τότε
γιατρός της Βιτάστας (Κρηνίδας), Παπαβασιλείου, από τη Νεμέα
Κορινθίας. Παρά τα πρωτόγονα μέσα οι περισσότεροι σώθηκαν.
Μόνο δύο τραυματίες πέθαναν λόγω μόλυνσης. Ο προαναφερθείς
Βασίλειος Χατζηνικολάου και ο Ιωάννης Γρόσιας.
Η εκταφή των εκτελεσμένων έγινε το 1946. Τα οστά
τους πλύθηκαν, συγκεντρώθηκαν σε ξύλινα κιβώτια και
τοποθετήθηκαν αρχικά στο υπόγειο της Κοινότητας και στη
συνέχεια σε ειδικό χώρο που κτίσθηκε επί τούτου, δίπλα στο
Κοινοτικό Γραφείο όπου βρίσκονται και σήμερα. Κατά την εκταφή
πολλοί συγγενείς προσπάθησαν να ταυτίσουν τους σκελετούς με
τους δικούς τους ανθρώπους, αλλά τις περισσότερες φορές
μάταια. Τα τιμαλφή τους, από τα οποία ίσως θα μπορούσαν να
τους ξεχωρίσουν, είχαν αφαιρεθεί από τους δολοφόνους τους.
Ελάχιστοι σκελετοί ταυτίστηκαν από τα χρυσά τους δόντια, από τα
υποδήματα που φορούσαν και από τα κουρέλια που έτυχε να
διατηρηθούν.
(37) Διήγηση Τιμολέοντα Τσακίρη: «Εμένα και τον Ηλία Τσατσάρη μας φρόντισε ο
Παπαβασιλείου γιατρός της Βιτάστας και μετέπειτα της Ζίχνης.
31
Στη Μαρμάρινη στήλη του Ηρώου της Κορμίστας για
τους εκτελεσθέντες την 1η Οκτωβρίου 1941, αναγράφονται 99
ονοματεπώνυμα θυμάτων.
Όμως δεκαπέντε(15) από αυτούς (Βαρύτης
Κωνσταντίνος, Γιαννούσης Πέτρος, Κατσίλης Παναγιώτης, Κικίρης
Αλέξανδρος, Κιμπρικτσής Πέτρος, Νικησιανιώτης Παναγιώτης,
Παπαθεολόγου Θεολόγος, Παπουλέλιας Ζαφείριος, Τζελέπης
Απόστολος, Τσακίρογλου Γεώργιος, Τσελεμπάκης Αλέξανδρος,
Τσελεμπάκης Αντώνιος, Τσελεμπάκης Απόστολος, Τσελεμπής
Ιωάννης και Χατζηνικολάου Αστέριος) δεν εκτελέσθηκαν στο
υπόγειο της Κοινότητας την 1η Οκτωβρίου 1941.
Ειδικότερα ο Βαρύτης Κωνσταντίνος (4χρονος γιός του
εκτελεσμένου Γεώργιου Βαρύτη του Κωνσταντίνου), σκοτώθηκε
στο σπίτι του στο τέλη Σεπτεμβρίου του1944 από αδέσποτη
σφαίρα.
Ο Γιαννούσης Πέτρος εκτελέσθηκε από τους
βουλγάρους την Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 1941, στη θέση
«ασβεσταριά» του Παγγαίου, κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις
(βλέπε ανωτέρω).
Ο Κατσίλης Παναγιώτης και Νικησιανιώτης Παναγιώτης,
στρατιώτες, που υπηρετούσαν στο 21ο Σ. Πεζικού (Σερρών),
σκοτώθηκαν στο Αλβανικό Μέτωπο τον Μάρτιο του 1941 κατά την
επίθεση των Ιταλών.
Ο Κικίρης Αλέξανδρος (ναύτης) σκοτώθηκε στον
Πειραιά τον Απρίλιο του 1941 όταν βυθίστηκε από τα γερμανικά
Ju-87(Stukas) το πλοίο στο οποίο υπηρετούσε.
32
Ο Κιμπρικτσής Πέτρος πέθανε στη Γερμανία, όπου είχε
μεταφερθεί ως όμηρος.
Ο Παπαθεολόγου εκτελέσθηκε Θεολόγος εκτελέσθηκε
το 1944 από τον ΕΛΑΣ μαζί με τον τότε Νομάρχη Κιλκίς Ντρέλλια.
Οι Παπουλέλιας Ζαφείριος και Τσελεμπής Ιωάννης εκτελέσθηκαν
από βουλγαρικό απόσπασμα το 1944 ως τροφοδότες των
ανταρτών.
Ο Τζελεμπής Απόστολος που μετά τη βουλγαρική
κατοχή είχε διαφύγει στη Νιγρίτα, επέστρεψε κρυφά στην
Κορμίστα στις αρχές του 1942. Καταδόθηκε από συνεργάτη των
βουλγάρων και συλληφθείς οδηγήθηκε στην Αγγίστα, όπου
κακοποιήθηκε και στη συνέχεια στη Ζίχνη, όπου εκτελέσθηκε στις
23-2-1942 (Στην υπ’ αριθμ. 96/46 Ληξιαρχικό Πράξη θανάτου που
συντάχθηκε με βάση τη δήλωση της μητέρας του Φανής,
αναγράφεται ανακριβώς «απεβίωσε εν Κορμίστης φονευθείς υπό
βουλγαρικού αποσπάσματος»).
Ο Τσακίρογλου Γεώργιος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια
του 1 εμφυλίου (1943-1944) στον Εύρωπο – Κιλκίς.
ου
Ο Τσελεμπάκης Αλέξανδρος γιός του αντάρτη
Απόστολου Τσελεμπάκη συνελήφθη στη γειτονιά «Κονάκι» της
Κορμίστας από τον χωροφύλακα Μπαϊ Ηλία όταν σε σωματική
έρευνα βρέθηκαν επάνω του δισκία κινίνου και αντιπυρίνης(38).
Φυλακίστηκε στη Δράμα, ως τροφοδότης των ανταρτών, όπου και
απεβίωσε μετά από άγριο ξυλοδαρμό, την 3η-1-1942. Ο
Τσελεμπάκης Αντώνιος συνελήφθη στην Κορμίστα στην οικία του
καταζητούμενου Απόστολου Τσελεμπάκη που πρόλαβε να
(38) Διηγήσεις των αυτοπτών της σύλληψης του, Δημητρίου και Κωνσταντίνου
Ερκέρογλου
33
διαφύγει στο βουνό. Οδηγήθηκε στη Δράμα όπου και κρατήθηκε
και απεβίωσε μάλλον από ξυλοδαρμό άγνωστο πότε, πάντως
οπωσδήποτε πριν από τον Ιούνιο του 1943
Ο Χατζηνικολάου Αστέριος, τέλος, μετά τα γεγονότα της
Δράμας κατέφυγε στην περιοχή της Νιγρίτας, όπου σκοτώθηκε
κατά τη διάρκεια του 1ου εμφυλίου το 1943 (39)Εξάλλου, τα
ονόματα επτά (7) εκτελεσθέντων στο υπόγειο της Κοινότητας
Κορμίστας, δεν αναγράφονται στη μαρμάρινη στήλη του Ηρώου
της Κορμίστας.
Αυτοί είναι οι: Κουζάκης Ιωάννης του Δημητρίου (16
ετών), Κουζάκης Παντελής του Ιωάννη (41 ετών), Μποσνακίδης
Ιωάννης του Λάμπρου (36 ετών), κάτοικοι Φωτολίβους,
Μυτηλιναίος Ηλίας (αγνώστων λοιπών στοιχείων), Νικησιανιώτης
Δημήτριος του Νικολάου (55 ετών), Νικολάου Μιχαήλ του
Κωνσταντίνου (35ετών πρόκειται για τον σύζυγο της Δροσής
Κεχαγιά) και Τζελεμπής Ιωάννης του Χρήστου (26ετών), κάτοικοι
Κορμίστας.
Ο αναγραφόμενος στο μνημείο της Κοινότητας Μιχαήλ
Γρόσιας, είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Μιλτιάδη Γρόσια, που τον
αποκαλούσαν και «Μίχο» (για αυτό και καταχωρήθηκε ως
«Μιχαήλ»).
Επομένως, οι εκτελεσθέντες στο υπόγειο της
Κοινότητας Κορμίστας την 1η Οκτωβρίου 1941 ανέρχονται σε
ενενήντα ένας (91)
(39) Διηγήσεις Κλεάνθη Δημητριάδη και Αθανασίου Πελεκάνου, που επίσης βρισκόταν
στην περιοχή εκείνη. Οι διηγήσεις διαφέρουν ως προς τον τρόπο του θανάτου του.
Σύμφωνα με την υπ.αριθμ. 4/1947 απόφαση του Πρωτοδικείου Δράμας, ως αιτία
θανάτου αναφέρεται ανακριβώς: «Φόνος υπό Βουλγάρων εις τα υψώματα όρους
η
Παγγαίου την 13 -4-1943»
34
Από αυτούς οι ογδόντα έξι (86) ήταν κάτοικοι
Κορμίστας, ένας(1) κάτοικος Βιτάστας (Παπαγεωργίου Γεώργιος),
τρείς (3) κάτοικοι Φωτολίβος (Κουζάκης Ιωάννης, Κουζάκης
Παντελής και Μποσνακίδης Ιωάννης) και ένας (1) αγνώστου
διαμονής (Ζωγραφίδης Στέφανος), μάλλον εργάτης του
λιγνιτωρυχείου.
Ο μέσος όρος ηλικίας των εκτελεσθέντων ήταν 36
χρονών.
Πουθενά δεν αναφέρεται ο Ηλίας Δεληγιάννης, που
συνελήφθη για τη συμμετοχή του στο κίνημα και φυλακίστηκε στη
Δράμα, όπου υπέστη άγριους ξυλοδαρμούς. Αποφυλακίστηκε και
διέφυγε σε κακή κατάσταση πέραν του Στρυμόνα, απεβίωσε δε τον
Δεκέμβριο του 1941 στον Εύρωπο Κιλκίς.
Επίσης πουθενά δεν αναφέρεται ο Ανδρόνικος
Μοναστηριάδης του Βασιλείου (βλ. ανωτέρω) και ο Κουτσός
Αλέξανδρος του Δαμιανού, ο οποίος κατά την υπ’ αριθμ. 5/47
ληξιαρχική πράξη θανάτου «εφονεύθη την 8η-5-1942 εκ
ξυλοδαρμού παρά των βουλγάρων- σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.
45/1947 απόφαση του Πρωτοδικείου Δράμας – Βίαιος θάνατος εκ
ξυλοδαρμού).
Τέλος πουθενά δεν αναφέρεται ο Νικόλαος Βουδούρης
του Γεωργίου κάτοικος Κορμίστας, ετών 64, που απεβίωσε στις 4-81943, μετά από άγριο ξυλοδαρμό του από τις βουλγαρικές αρχές,
στις οποίες είχε καταγγελθεί ότι έκρυβε όπλο.
35
Συνολικά κατά τη διάρκεια της
Βουλγαρικής Κατοχής 1941-1944 εκτελέσθηκαν από
τους Βουλγάρους ή απεβίωσαν συνέπεια
βασανιστηρίων 96 κάτοικοι Κορμίστας και 5
κάτοικοι άλλων χωριών, που βρέθηκαν τυχαία στην
Κορμίστα ( Σ Υ Ν Ο Λ Ο : 101)