πατηστε εδω για την συνεχεια του αρθρου
Download
Report
Transcript πατηστε εδω για την συνεχεια του αρθρου
Μακάριου Τηλλυρίδη
Μητροπολίτη Ναϊρόμπης
1. Μια συγκλονιστική ιστορία από τη ζωή ενός νέου που έχασε
τον πατέρα του και γνώρισε, για πρώτη φορά, την αδελφή του
Παραδείγματα της παρουσίας του Θεού μέσα από την
αληθινή ζωή των ανθρώπων. Μια ιστορία, ένας μύθος…
Ήταν περασμένη η ώρα, όταν ξαφνικά άκουσα, μέσα στην προχωρημένη
νύκτα, να κτυπά το τηλέφωνο. Με κάποιο δισταγμό, έτρεξα να σηκώσω το
ακουστικό, χωρίς να γνωρίζω, γιατί τόσο αργά κάποιος ήθελε να
επικοινωνήσει, μαζί μου. Συνήθως, οι άνθρωποι, εδώ, επικοινωνούν στις
λογικές και κατάλληλες ώρες. Μια τέτοια επικοινωνία, σε τόσο
προχωρημένη ώρα, σήμαινε κάτι σοβαρό.
Το τηλεφώνημα ήταν ξεκάθαρο. Αυτός που μου τηλεφωνούσε μου ανήγγειλε
το θάνατο κάποιου με το όνομα Παύλος. Το συγκεκριμένο πρόσωπο, μου
εξηγεί, δεν ερχόταν στην εκκλησία. Ούτε είχε σχέσεις με τον Ελληνισμό της
περιοχής. Σκεφτόμουνα αν γνωριστήκαμε, στην άλλοτε Ροδεσία, τη
σημερινή Ζιμπάμπουε, σε μια εποχή, όταν υπηρετούσα εκεί, Μητροπολίτης
Νοτιότερης Αφρικής. Φυσικά, με το τηλεφώνημα αυτό, αντιλήφθηκα ότι κάτι
περίεργο θα συνέβαινε στην όλη ιστορία.
Οι συγγενείς, εκείνο το βράδυ, μου ζήτησαν να πάω στο Νοσοκομείο, εκεί,
που άφησε την τελευταία του πνοή, για να κάνω το πρώτο του τρισάγιο. Δεν
αρνήθηκα. Μείναμε σύμφωνοι.
Έτσι, την άλλη μέρα ήλθε το ζευγάρι των συγγενών, για να με πάρει. Μπήκα
στο αυτοκίνητό του. Η πρώτη μου κουβέντα ήταν αν υπήρχε περίπτωση να
τον γνώριζα ή αυτόν ή αν είχε οικογένεια και την γνώριζα. Μου εξήγησαν
ότι τα πράματα δεν ήταν τόσο απλά. Φυσικά, υπήρχε η σύζυγος με τις δύο
κόρες, αλλά , όπως μου είπαν, διέμεναν στην Ελλάδα. Δεν ήθελαν καν να
ζήσουν στην Αφρική γι’ αυτό ο μακαρίτης ο Παύλος, μοίραζε τον καιρό του
έξι μήνες στην Αφρική και άλλους έξι μήνες στην Ελλάδα.
Έτσι, όπως προχωρούσαμε και, σε λίγο, θα πλησιάζαμε στο νοσοκομείο,
σταμάτησε η συζήτηση και επικράτησε κάποια σιωπή. Όταν φθάσαμε, εκεί,
στην είσοδο, σχεδόν, και ετοιμαζόμασταν να μπούμε μέσα και να ζητήσουμε
το νεκρό, από μακριά διακρίναμε δύο νεαρούς που φάνηκε ότι μας
περίμεναν. Ψιθύρισα κάτι, ενώ κατέβαινα από το αυτοκίνητο.
«Έχει γούστο να είναι ο …», είπα και πριν, καλά καλά, μου τελειώσει η
φράση, αφού είχαμε κατεβεί, βρεθήκαμε κοντά τους. Ο ένας από τους δύο
μού ήταν γνωστός, ο Παύλος. Θείος του ήταν ο μακαρίτης. Μας υποδέχθηκε,
με κάποια ανησυχία και νευρικότητα. Προσωπικά δεν κατάλαβα τίποτε από
τις κινήσεις και τα διαδραματιζόμενα. Όμως, ο Παύλος μού εξηγεί:
«Ξέρετε, να σας συστήσω. Ο νεαρός, εδώ, είναι ο γιος του μακαρίτη,
ονομάζεται Αλέξανδρος, είναι δεκαεννέα ετών».
Όλ’ αυτά, φυσικά, στη συνέχεια, είχαν σημασία για όλους μας. Εκείνη την
ώρα, από χθες το βράδυ, έφευγε κάποιος από την οικογένειά τους.
Λιγόστευαν κατά ένα, αλλά την ίδια ώρα, κάποιος άλλος έμπαινε μέσα και ο
αριθμός, ξανά, έμενε ο ίδιος. Μπροστά μου, πώς έγινε! Κοκάλωσαν και οι
δύο. Δεν ήταν δυνατό, αποκλείεται, και ο νεαρός Παύλος μας εξηγεί:
«Τώρα δεν είναι ώρα για άλλες εξηγήσεις. Ας πάμε για το τρισάγιο».
Πριν όμως από όλα αυτά, και μόλις είχαμε φτάσει, έγιναν μεταξύ τους οι
συστάσεις. Ακολούθησαν τα αγκαλιάσματα, αναφιλητά, δάκρυα ανάμεικτα
με χαρά. Υπήρξαν, βέβαια, οι στιγμές αυτές ιστορικές για την οικογένεια.
Περάσαμε στη συνέχεια, στο νεκροθάλαμο, στο δωμάτιο, όπου μοναχικός
και μέσα στο φέρετρό του, αναπαυόταν ο νεκρός. Με το «ευλογητός» και,
μέσα σε συγκινητική ατμόσφαιρα, τέλεσα το πρώτο του τρισάγιο. Μέσα σε
λίγα δευτερόλεπτα και την ώρα που ο ένας από τους παριστάμενους κοίταζε
τον άλλο, με σαφή αμηχανία και, εκεί, που δεν ήξεραν τι θ’ ακολουθούσε,
μπήκε στο δωμάτιο μια κυρία. Φαινόταν λυπημένη. Τελικά ήταν η μητέρα
του Αλέξανδρου, η δεύτερη –ας πούμε- σύζυγος του μακαρίτη, η μιγάς … Και
εδώ οι σκηνές, που εκτυλίχθηκαν, ήταν απρόσμενες. Τι θα γίνει τώρα; Ποιος;
Τι; Και οι συστάσεις που ακολούθησαν έμοιαζαν να είναι, έτσι μου φάνηκαν,
επιβεβλημένες και υποχρεωτικές. Βγήκαμε έξω, για να συνεχισθεί η
συζήτηση πιο άνετα και ν’ αφήσουμε το νεκρό ήσυχο, παραδομένο πια στου
Θεού την κρίση, να κοιμάται το βαθύ ύπνο της αιωνιότητας.
Έλεγαν ότι έπρεπε να γίνει η κηδεία, όπως προγραμματίστηκε. Έπρεπε,
επίσης, να ειδοποιηθεί η Ελληνίδα σύζυγος και οι κόρες τους. Δεν είχα, πια,
κανένα λόγο να παραμείνω. Επέστρεψα στη Μητρόπολη Κένυας με πολλές
κι ανάμεικτες σκέψεις. Προβληματίστηκα.
Αφού έκαναν τις σχετικές προετοιμασίες, ειδοποίησαν και τη σύζυγο του
νεκρού μετανάστη, στην Ελλάδα. Της είπαν τα καθέκαστα, για την ύπαρξη
άλλου παιδιού, του Αλέξανδρου και άλλης γυναίκας! … Αυτή, πικραμένη,
ούτε που ήθελε ν’ ακούσει άλλο και ούτε που ήλθε στην κηδεία. Όμως ήλθε,
από τις δύο, η μια κόρη του. Όλα πήγανε πολύ καλά και η αντίδραση ήταν
φυσιολογική. Ο Αλέξανδρος ήταν ιδιαίτερα συγκινημένος, γιατί γνώρισε την
αδελφή του. Μέσα από την πρώτη εκείνη γνωριμία, τα δύο ετεροθαλή
αδέλφια κατάφεραν μεταξύ τους και βρήκαν κοινά χαρακτηριστικά και
ενδιαφέροντα. Όταν τους κοίταζε κανείς προσεκτικά, στο πρόσωπο ειδικά,
έμοιαζαν καταπληκτικά ο ένας του άλλου.
Δεν πέρασαν ούτε τρεις μέρες από την κηδεία του μακαρίτη, όταν ξαφνικά
κτύπησε το κουδούνι. Ήταν ο Παύλος μαζί με τον Αλέξανδρο. Ζήτησαν και
ήθελαν να με συναντήσουν. Ήθελαν να συζητήσουν, μαζί μου, όπως
διατείνονταν, κάτι το πολύ σημαντικό. Τους καλοδέχτηκα και αμέσως και
χωρίς να χάνουν καιρό μπήκαν στο θέμα.
«Σεβασμιώτατε, ο Αλέξανδρος είναι αβάπτιστος και έχει διακαή επιθυμία να
ασπασθεί την Ορθόδοξη Πίστη. Το σκέφτηκε και κατέληξε ότι αυτή είναι η
σωστή και τελική του επιλογή». Αυτά μου είπε ο Παύλος.
Αφού έδωσα τις σχετικές οδηγίες και κατευθύνσεις στον Αλέξανδρο κι αφού
του μίλησα, πριν φύγουν, φρόντισα και του έδωσα πλούσιο και κατάλληλο
υλικό για μελέτη. Τους είδα που, μετά την επίσκεψή τους, έφυγαν
χαρούμενοι και με αναπτερωμένο, ύστερα από την τόση λύπη, το ηθικό τους.
Από κείνη τη μέρα, είχαμε συχνές συναντήσεις και επαφές. Οι συζητήσεις
περιστρέφονταν γύρω και πάνω στα θέματα πίστεως,
ορθοδόξου
φρονήματος και ήθους. Όταν έρχονταν να με βρουν, αυτά ήταν τα κύρια
θέματα που συζητούσαμε. Όταν ήλθε η ώρα, ορίσαμε ημερομηνία και ώρα
για τη βάπτιση.
Ήταν μια ωραία μέρα. Η βάπτισή του αποτέλεσε ένα γεγονός χαρούμενο και
σημαδιακό μέσα στη ζωή ενός, νέου, που ανακάλυψε το Χριστό και την
Εκκλησία Του, μέσα από το θάνατο του πατέρα του. Η τελετή ήταν ιδιαίτερα
συγκινητική. Έβλεπε κανείς ότι, σε μια ώριμη ηλικία, ένας νέος έπαιρνε μια
απόφαση που τόσο θα του άλλαζε την πορεία της ζωής του. Στη βάπτιση
παρούσα ήταν και η μητέρα του και όλοι οι συγγενείς, από τη μεριά του
πατέρα του. Αυτή η βάπτιση του Αλέξανδρου, έγινε η αιτία που τους ένωσε
δυναμικά.
Ο Αλέξανδρος, όπως αποδείχθηκε στην πράξη, ήταν ένας νέος με σπάνια
πνευματικά χαρίσματα. Δεν έχει σημασία πώς έφθασε στον κόσμο αυτό.
Αυτός δεν έκανε απολύτως κανένα λάθος. Ήταν αυτό το σχέδιο του Θεού.
Εμείς, εδώ, δε μιλάμε και δεν μπαίνουμε σε λεπτομέρειες. Ήλθε στον κόσμο,
χωρίς να γνωρίζει τίποτα, ίσως, από την ιστορία των γονέων του. Έζησε,
φαίνεται, μέσα σ’ ένα καλό οικογενειακό περιβάλλον, γι’ αυτό έλαβε σωστή
ανατροφή και μορφώθηκε τόσο, όσο να μπορεί να ζήσει και να προοδεύσει
μοναχός του. Στην ηλικία του, είχε αρκετές ικανότητες και, με τον τρόπο
αυτό, εργαζόταν, ήδη, και έπλαθε όνειρα για τη μετέπειτα ζωή και τη
σταδιοδρομία του.
Μα τι παράξενο! Ο θάνατος του πατέρα του έγινε, όπως ομολογούσε, αιτία
για το άνοιγμα της Βασιλείας του Θεού για τον ίδιο. Ένας θάνατος ενός
αγαπημένου προσώπου, είναι φυσικό πώς προκαλεί πάντα μια στενοχώρια.
Ο χωρισμός αυτός για τον ίδιο, ήταν δύσκολος, όμως, έφερε τέτοια αλλαγή
στη ζωή του, που τον μεταμόρφωσε. Εσωτερικά κι εξωτερικά.
Πόσα μονοπάτια και τρόπους βρίσκει το Έλεος του Θεού, «να μας
καταδιώκει, πάσας τας ημέρας της ζωής μας».
«Μέσα απ’ τον πόνο και το χαμό του πατέρα μου, βρήκα το φως και την
αλήθεια», έλεγε …
Ένοιωθε, τώρα, που έγινε χριστιανός, ότι ήταν ένας ολοκληρωμένος
άνθρωπος. Με προσωπικότητα και όνομα με ιδιαίτερο νόημα. Η ζωή του,
τώρα, αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία. Τώρα, και κάθε Κυριακή, ο Αλέξανδρος
ερχόταν στην εκκλησία. Συμμετείχε στο κοινό «δείπνο» και από τους
πρώτους, σεμνά προσερχόταν και κοινωνούσε …
2. ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ
ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ
Η ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΛΑΧΑΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
------------Ἡ τρισχιλιετής ἱστορία τῶν Ἑλλήνων παρουσιάζει μιά ἰδιαίτερη
εὐαισθησία σέ ὃλους τούς τομεῖς, μιά θά ἒλεγα ἀνώτερη, ἀξιοζήλευτη ὂψη,
μιά συνεχῆ ἀγωνία γιά ἒρευνα, γιά περιπλάνηση, γιά κάτι τό καλύτερο, μιά
φυγή ἀπό τά τετριμμένα, τά γνωστά, τά καθημερινά, κάτι πού νά συνδυάζει
ἓνα ἀγώνα, μιά πάλη, μιά ἀπαλλαγή ἀπό τό χῶρο τῆς ἐθνικῆς καταγωγῆς,
μιά δημιουργία θρύλων καί κατακτήσεων ἐκτός τοῦ χώρου τούτου πρός τό
ἂγνωστο, μιά ἀναγκαιότητα πού ἒρχεται νά συμπληρώσει ἓνα μεγάλο κενό
στήν πορεία, μιά ἐξερευνητική διάθεση γιά μιά περίεργη γῆ πού νά
συγκεντρώνει καί νά κρατᾶ δεμένο μέ τήν ἰδέα τῆς φυλῆς, τῆς γλώσσας, τῶν
ἠθῶν, τῆς εὐσυνειδησίας, τῶν πολιτιστικῶν ἀξιῶν, τῶν πατρίων ἀκόμα θά
λέγαμε... Ὃλα αὐτά συνθέτουν ἐκεῖνο πού στό τέλος λέμε ἢ ὀνομάζεται
Μεγάλη ἐθνική ἰδέα, ἐκεῖνο πού ἀκριβῶς καλλιεργεῖ μέσα μας τό μῦθο τοῦ
ἀγώνα, τοῦ μαρτυρίου, τόν ἡρωϊσμό, τή φλόγα πού καίει καί μεταδίδει,
καθοδηγεῖ καί φλογίζει γιά ἒργα καί ὁράματα πού μόνο σέ θρύλους, μύθους
καί παραμύθια εὑρίσκονται... Εἶναι αὐτό δηλαδή πού χαρακτηρίζει τόν
Ἓλληνα, πού βρίσκεται στό χῶρο τῆς ἐκτός τῆς Ἑλλάδας, σ’ ἓνα χῶρο πού
τόν ὀνομάζουμε ἂλλοτε ἑσπερία καί ἂλλοτε ἀποδημία, γιά νά
ὑπερτονίσουμε τή σπουδαιότητά του, γιατί ἀκριβῶς ἒτσι ἀντιπροσωπεύει
καλύτερα τόν Ἓλληνα, πού εἶναι ὁ μόνος, ὁ πρῶτος, καί ὁ ἐξαίρετος, ὁ
πηδαλιοῦχος σ’ αὐτό τόν τομέα, ἀπό τήν ὣρα πού ἂρχισε νά ζεῖ καί νά
γράφει τή μοῖρα καί τόν πολυτισμό του. Καί ἡ προσπάθεια αὐτή τῶν
Ἑλλήνων εἶχε πάντοτε ὡς στόχο ὂχι τήν κατάκτηση κάποιας γῆς ἢ τήν
ὑποδούλωσή της, ἀλλά τήν ἐκπολιτιστική καί τήν ἐξελληνιστική της
δραστηριότητα. Καί στούς ἀρχαίους ἡμῶν προγόνους τοῦτο ἦταν κάτι τό
ἱερό, γι’ αὐτό καί ἒπρεπε νά ἐρωτηθεῖ τό Μαντεῖον τῶν Δελφῶν!!!, ὃπως
γράφει χαρακτηριστικά ὁ Θουκιδίδης: «Πρῶτον μέ οὖν ἐν Δελφοῖς τόν Θεόν
ἐπήροντο, κελεύοντες δέ ἐξέπεμψαν τούς οἰκήτορας...». Ἒτσι ἐδημιουργεῖτο
μιά ὁλόκληρη διαδικασία, αὐτή τῆς ἳδρυσης μιᾶς ἀποικίας, μέ τόν ὃρο καί τήν
πράξη τῆς πολιτείας, πού ἦσαν γνωστά σάν ὁ Οἰκιστής, ὃταν θά
ἀναλάμβανε νά γίνει ὁ ἀρχηγός τῆς ἀποικίας αὐτῆς. Καί τό πιό σημαντικό
ἦταν ὃτι ὑπῆρχε μιά ἂμεση καί συνεχής σχέση ἀνάμεσα στούς ἱδρυτές τῆς
νέας ἀποικίας καί τοῦ Κέντρου, τῆς Μητρόπολης. Ἒτσι ὁ Ἓλληνας,
κινούμενος ἀπό αὐτό τό ἒνστικτο τῆς παλαιότερης καί τῆς νεότερης ἱστορίας
του, συνεχίζει, μέσα σέ ἂλλα δεδομένα καί καταστάσεις πιό δύσκολες, νά
δημιουργεῖ, μέ τό περιλάλητο καί ἀναντικατάστατο δαιμόνιο πού τόν
χαρακτηρίζει, θρύλους καί κατορθώματα ἐφάμιλλα μέ ἐκεῖνα τοῦ Ὀδυσσέα...
Ἒγινε ὃλη αὐτή ἡ εἰσαγωγή, γιατί ἡ ἱστορία πού ἀκολουθεῖ πράγματι
μοιάζει σάν παραμύθι, σάν τραγωδία, σάν ἓνας θρύλος πού δέν βρίσκει
κανείς ὃμοιό του. Ἒτσι, θά μεταφερθοῦμε, γιά λίγο, στήν ἐποχή πού τά
ὀνόματα τῶν Λίβινγκστον καί Στάνλεϋ μεσουρανοῦσαν καί ἦταν τό κύριο
ἂρθρο σέ ὃλες τίς ἐφημερίδες τοῦ κόσμου, ἀκόμα καί τῆς Ἑλλάδας, ὃπου
ἐδημοσιεύοντο, σέ συνέχειες, οἱ περιπέτειες καί οἱ ἀνακαλύψεις τους.
Μάλιστα, ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς, Ἑλληνική, δημοσιεύει πρωτοσέλιδον ἂρθρο
μέ τόν τίτλο: «Ὁ Στάνλεϋ ἠγάπησεν Ἑλληνίδα», ὃπου γίνεται πλήρης
ἀναφορά τοῦ ἱστορικοῦ τούτου γεγονότος καί ἐπισημαίνεται ὃτι καμμία ἀπό
τίς βιογραφίες δέν ἀναφέρει τι περί τῆς ὑποθέσεως. Ὁ ἲδιος, ὁ Στάνλεϋ, ἐν
μεταφράσει, μεταφέρει, γιά λίγο, τούς ἀναγνῶστες στίς περιπέτειές του καί
τούς προβληματισμούς του καί σημειώνει: «... Ἐδέησε νά παλαίσω πρός τρεῖς
ἂλλας μεγάλας δυσχερείας. Ἡ πρώτη ἦν αἱ ἂγριαι ἐκεῖναι ὀρδαί, αἳτινες
διηνεκῶς καθ’ ἡμῶν προήλαυνον, ἐντός τεραστίων σχεδιῶν καί λόγχαις καί
τόξοις ἡμᾶς προσέβαλλον ἃμα τυχούσης εὐκαιρίας. Κατά δεύτερον λόγον,
ἢρχετο ὁ λιμός, κατά δέ τρίτον αἱ ἀσθένειαι, ἐκτός δέ τούτων τό τεράστιον
ἒργον τῆς διαβάσεως τῶν καταρρακτῶν. Ὃσον δέ διά τόν τόπον αὐτόν καθ’
ἑαυτόν γόνιμός ἐστιν εἰς παντοειδῆ προϊόντα, ὁ δέ ποταμός ἒχει ἀδιάλειπτον
ῥοῦ 1400 μιλίων, συνέβαιναν τήν ἐποχήν, πού ἒφθασαν, ἢδη, οἱ πρῶτοι
Ἓλληνες ἐξερευνητές καί ἀπόδημοι ἀπό διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδας καί τῆς
Κύπρου – τῶν ὁποίων τά ὀνόματα ἀποσιωπᾶ ἡ ἱστορία - ἀκριβῶς γιά νά
ἐξερευνήσουν καί νά ἀνακαλύψουν κι αὐτοί τίς περίεργες καί παρθενικές
χῶρες τῆς Ἀφρικῆς. Ὁ Ἓλληνας ἐξερευνητής φυσικά ἦταν ἂπιαστος, γιατί
εἶχε μέσα του ἒμφυτο αὐτό τό δαιμόνιο τῆς ἐξερεύνησης καί τῆς περιπέτειας
ἀπό τούς ἀρχαίους χρόνους. Ἒτσι, ἂν καμμιά φορά ἐρευνήση κανείς τά
ἀρχεῖα τῶν χωρῶν ἐδῶ στήν Νοτιωτέρα Ἀφρική θά ἀνακαλύψη,
ὁπωσδήποτε, τίς σχέσεις τους μέ τούς μεγάλους αὐτούς καί παγκόσμιας
φήμης ἐξερευνητές. Τό ὑλικό ὑπάρχει, οἱ φάκελλοι εἶναι χιλιάδες».
Στή χώρα ἐδῶ πού ζοῦμε, τοῦ Ζιμπάμπουε, σύμφωνα μέ τίς
ὑπάρχουσες πληροφορίες (τό ὂνομα τῆς χώρας εἶναι Ροδεσία) οἱ πρῶτοι
Ἓλληνες ἒφθασαν μετά τά μέσα τοῦ περασμένου αἰώνα σέ διάφορες
περιοχές καί γιά διάφορους λόγους, ἀνάλογα μέ τά ἐνδιαφέροντα καί τίς
προσωπικές ἱκανότητες τῶν ἐνδιαφερομένων. Λέγεται, ὃτι πολλοί εἶναι
θαμμένοι σέ διάφορα μέρη τῆς χώρας, εἲτε λόγῳ τῶν μακρυνῶν ἀποστάσεων
(πολλοί ἒπρεπε νά διανύσουν, μέ τά πόδια, ταξίδι πολλῶν μηνῶν ἀπό τή μιά
χώρα στήν ἂλλη), εἲτε ἀκόμα λόγῳ ἐπιθέσεων τῶν ἲδιων τῶν ντόπιων πού
ζοῦσαν μιά πρωτόγονη ζωή, εἲτε, τέλος, καί σέ θανάτους πού προκαλοῦντο
ἀπό τά ἂγρια θηρία πού συναντοῦσαν καθ’ ὁδόν. Πόσο τολμηρός ἒπρεπε νά
εἶναι κάποιος, γιά νά ταξιδεύει, τήν ἐποχή ἐκείνη, μέσα σέ ἀντίξοες
συνθῆκες, σημειώνω, ὃσα ἒγραφε Ἑλληνική ἐφημερίδα τότε ἀκριβῶς πού ὁ
ἣρωας τῆς ἱστορίας μας ἒφθασε στήν Ἀφρική. Σημειώνει, λοιπόν, τά ἑξῆς ἡ
ἀνταπόκριση: «... Οἱ ἰθαγενεῖς ἐποίουν ὃ,τι δυνατόν πρός παρακώλυσιν τῆς
πορείας καί παρενόχλησιν ἡμῶν, φονεύοντες καί τραυματίζοντες τούς
ἡμετέρους διά λογχῶν καί βελῶν δηλητηριωδῶν. Πολλάκις κατεδίωξαν
ἡμᾶς, κραυγάζοντες: «Σήμερον θά ἒχωμεν λαμπρόν γεῦμα!». Τινές μάλιστα
τῶν ἡμετέρων διέκριναν μέλη τῶν καταβροχθισθέντων αὐτῶν
συνοδοιπόρων...».
Ἡ ἱστορία πού ἀκολουθεῖ ἀνήκει στήν κατηγορία τῶν ἀγράφων
ἐκείνων περιγραφῶν πού συναντᾶ κανείς μετά ἀπό αἰῶνες καί ἀποτελοῦν
παράδοση τοῦ τόπου πιά, γιατί σ’ αὐτά πού δίνονται εἶναι δυσδιάκριτα τά
ὂρια τοῦ μύθου ἀπό τήν πραγματικότητα καί χρειάζεται πολλή περίσκεψη,
γιά νά γίνουν πιστευτά. Διερωτήθηκα πῶς ἀπό τήν Κρήτη τότε, πού ἐδῶ
στήν Ἀφρική ἦταν ἀκριβῶς, ὃπως περιγράφεται πιό πάνω, ἐπῆρε τήν
ἀπόφαση ἓνας τολμηρός Ἓλληνας νά διασχίσει τήν Ἀφρικανική Ἢπειρο καί
νά φθάσει ἐδῶ, μέ ποιά μέσα καί μέ τί προοπτικές; Πῶς ἢξεραν τίς χῶρες
αὐτές καί πῶς ἦσαν βέβαιοι, ὃτι θά εὓρισκαν τό ἀναζητούμενο γιά μιά
καλύτερη ζωή ἀπό ἐκείνη πού ζοῦσαν στόν τόπο τους ἢ μήπως ἢθελαν κι
αὐτοί νά γίνουν ἐξερευνητές τοῦ ἂγνωστου, ὃπως ἀκριβῶς ἒκαναν τόσοι
πασίγνωστοι δικοί μας πρόγονοι, πού διέσχιζαν τήν οἰκουμένη, γιά νά
ἀφήσουν ὓστερα τίς καλύτερες περιγραφές πού μέχρι σήμερα
ἐντυπωσιάζουν, ὃσους τίς μελετοῦν; Ὁ Νικόλαος Βλαχάκης ἦταν Κρητικῆς
καταγωγῆς, ξεκίνησε τό 1884 καί ἒφθασε ἐδῶ, στά μέρη μας. Φαίνεται, ὃτι
ἦταν ἒξυπνος, δυναμικός, θαρραλέος, ἀφοῦ κατώρθωσε τήν πρώτη φορά νά
διανύσει χίλια μίλια γιά νά φθάσει ἀπό τήν Μπέϊρα τῆς Μοζαμβίκης στό
Τσιρούντου τῆς τότε Ροδεσίας, ἀκριβῶς στά σημερινά σύνορα τῶν δύο χωρῶν
Ζάμπιας καί Ροδεσίας. Ἀπό τήν ὣρα πού ἒφθασε ἐκεῖ, ἐπιδόθηκε στό κυνήγι
ἂγριων θηρίων, στή συνέχεια ἀσχολήθηκε μέ τήν κτηνοτροφία καί σέ πολύ
γρήγορο διάστημα ἒγινε ὁ προύχοντας τῆς περιοχῆς. Μέ τήν Ἀφρικανίδα
σύζυγό του ἀπέκτησε μιά κόρη, ἀλλά μέσα σέ σύντομο χρονικό διάστημα
πέθαναν καί οἱ δυό ἀπό μιά τροπική ἀσθένεια πού μάστιζε τήν περιοχή.
Τότε ὁ Νικόλαος σκέφθηκε ὃτι θά ἦταν καλό νά ἐπισκεφθεῖ τόν τόπο τῆς
καταγωγῆς του καί νά φέρει μαζί του τόν δεκαπεντάχρονο ἀδελφό του
Δημήτριο. Σκεφθεῖτε τί εἶχε νά διηγηθεῖ στούς Κρητικούς, ὃταν ἐφθασε τό
1889 ἐκεῖ γιά νά φέρει τόν ἀδελφό του... Τί εἶδαν τά μάτια του καί πῶς ὁ ἲδιος
ζοῦσε μέσα σ’ ἐκεῖνες τίς ἀπάνθρωπες συνθῆκες, ἀλλά ὃμως ἦταν κοντά στή
φύση κι αὐτό τόν ξεκούραζε. Εἶχε μέν νά παλέψει μέ ἂγρια θηρία, ἀλλά
ἀπολάμβανε ἓναν πραγματικό παράδεισο – αὐτή τήν αἲσθηση ἒχει κανείς,
ὃταν ἀκόμη ἐπισκέπτεται καί σήμερα τίς περιοχές, αὐτές ὃπου ἒζησε.
Ὁ νεώτερος ἀδελφός Δημήτριος φαίνεται, ὃτι ἦταν ἀκόμη πιό ἒξυπνος
ἀπό τόν Νικόλαο. Τό νεανικό του σφρῖγος, ἡ καθαρότης τοῦ πνεύματός του
καί τῆς ψυχῆς του, ἀλλά καί τά φυσικά του χαρίσαματα, ἦταν ἐκεῖνα πού τόν
βοήθησαν νά προοδεύσει καί νά γράψει ἓνα θρύλο στή συνέχεια τῆς ζωῆς
του. Τότε πού ἐπέστρεψαν μαζί ἡ περιοχή αὐτή ἦταν ἂγρια καί δυσπρόσιτη.
Κανένα ὃμως πρόβλημα γιά τούς ἀδελφούς Νικόλαο καί Δημήτριο Βλαχάκη.
Ἡ παράδοση λέγει, ὃτι γνωρίστηκαν μέ τόν ἱδρυτή τῆς Ροδεσίας Σέσιλ
Ρόουντς καί, ὃτι ἐκεῖνος βλέποντας τήν ἐργατικότητα καί τίς ἱκανότητές
τους, τούς παραχώρησε μιά ὁλόκληρη νῆσο γιά νά ἐγκατασταθοῦν. Ἡ νῆσος
αὐτή γνωστή μέ τό ὂνομα Κανύμα βρίσκεται ἀκριβῶς δίπλα ἀπό τόν ποταμό
Ζαμπέζι. Ἐκεῖ, λοιπόν, τά δύο ἀδέλφια δημιούργησαν τήν περίφημη φάρμα
«Δήμητρα» καί ἀσχολήθηκαν μέ τήν καλλιέργεια τοῦ καπνοῦ καί ὃτι εἶχαν
μεγάλη ἐπιτυχία στόν τομέα αὐτό. Ταυτόχρονα συνέχισαν καί οἱ δύο νά
ἀσχολοῦνται μέ τό κυνήγι ἀγρίων ζώων καί μάλιστα μέ μεγάλη ἐπιτυχία.
Αὐτό τούς ἒκανε γνωστούς σ’ ὃλη τήν τότε γνωστή περιοχή. Ἀποτελοῦσαν
καί τά δυό ἀδέλφια μιά μοναδική περίπτωση εὐρωπαίων, πού ζοῦσαν μαζί μέ
τούς ἰθαγενεῖς κάτω ἀπό τίς ἲδιες συνθῆκες. Μάλιστα, τό νησί αὐτό,
σύμφωνα μέ μιά πληροφορία τῶν ἀρχείων τῆς Ζάμπιας, ἐπειδή βρίσκεται
ἀκριβῶς στά σύνορα τῶν δύο χωρῶν, οἱ ἀρχές, κάποτε, ρώτησαν τά δύο
ἀδέλφια: «Ἐσεῖς ποῦ ἀνήκετε;» καί ἡ ἀπάντηση ἦταν, ὃταν πιά ὑψώθηκε καί
ἡ Ἑλληνική σημαία στό μέσον τῆς νησίδος: «Ἐδῶ εἶναι τό ἀνεξάρτητο
Ἑλληνικό Κράτος...». Καί ὁ μῦθος συνεχίζει. Γιά ποιό λόγο ἀνεκήρυξαν
ἀνεξάρτητο Ἑλληνικό Κράτος;
Ὁ Δημήτριος παντρεύτηκε τέσσερεις
ἰθαγενεῖς καί ἀπέκτησε 25 παιδιά, δώδεκα ἀγόρια καί δεκατρία κορίτσια...
Ἐκεῖ ἐζοῦσαν εὐτυχισμένοι, ὃταν μιά μέρα ἂσχημη, στίς 13 Ἀπριλίου, ἂφηνε
τήν τελευταία του πνοή ἀκριβῶς ἐκεῖ πού μεγαλούργησαν τά δύο ἀδέλφια, ὁ
μεγαλύτερος ἀδελφός Νικόλαος, καί τάφηκε ἁπλά καί ἀπέριττα· μέχρι
σήμερα ὁ τάφος του μαρτυρεῖ τό ἡρωϊκό του πέρασμα ἀπό τόν τόπο ἐκεῖνο
πού τόσο ἀγάπησε. Πῶς πέθανε; Πάλεψε μ’ ἓνα λιοντάρι σέ μιά δασώδη
περιοχή τοῦ Τσιρούντου, ἐκεῖ πού ἒζησαν καί μεγάλωσαν, θριάμβευσαν καί
τίμησαν τό ὂνομα τῆς Ἑλλάδας. Κρατήθηκε τρεῖς μέρες στή ζωή, μετά τήν
πάλη, ἀλλά οἱ πληγές ἦσαν τόσο μεγάλες καί δέν ὑπῆρχαν τά μέσα γιά
θεραπεία· ἒτσι ἂφησε τή ζωή ὁ Νικόλαος, χωρίς ἀπογόνους.
Ἦταν ὃμως ἀρκετά ἐνδιαφέρον τό πῶς ἐξελίχθηκε ἡ πορεία τοῦ
Δημητρίου Βλαχάκη. Μέ τήν πολυπληθῆ οἰκογένειά του συνέχισε νά ζεῖ στό
νησί, μέσα στή φάρμα του, χωρίς νά ἒχει τήν ἀνάγκη κανενός, γιατί
πραγματικά ἦταν ἐργατικός καί τίμιος στή ζωή του. Γι’ αὐτό καί τά παιδιά
του ἐπῆραν τή δέουσα μόρφωση καί ἀνατροφή. Τά παιδιά του καί οἱ
γυναῖκες του εἶχαν ὀνόματα Ἑλληνικά, ὃπως Νικόλαος, Στέφανος, Ἀθηνᾶ,
Ξενοφῶν, Θέκλα, Κλεοπάτρα, Καλλιόπη, Κωνσταντῖνος, Ἂννα κτλ. Ἀκόμα
σήμερα τά παιδιά τῶν παιδιῶν του καί τά παιδιά τους συνεχίζουν τήν ἲδια
παράδοση καί δίνουν τά ἲδια ὀνόματα, μά περισσότερο μέσα στίς οἰκογένειές
τους ἒχουν τά ὀνόματα τοῦ Νικολάου καί τοῦ Δημητρίου. Ὁ Δημήτριος
συνέχισε νά ζεῖ εἰρηνικά μέ ὃλα τά παιδιά του, ὃταν ξαφνικά πέθανε στίς 17
Σεπτεμβρίου 1939 στό τότε Σώλσπερυ τῆς Ροδεσίας καί τάφηκε στό
κοιμητήριο, ὃπου μέχρι σήμερα ὑπάρχει ὁ τάφος του, λησμονημένος ἲσως
ἀπό τούς πολλούς, αὐτός πού ἒγραψε ἱστορία πού οἱ ἀπόγονοί του σήμερα
ἀποτελοῦν φυλή ἰδιαίτερη καί εἶναι διασκορπισμένοι ὂχι μόνο στήν Ἀφρική,
ἀλλά καί στήν Ἀγγλία καί τήν Ἀμερική.
Ὃταν, λοιπόν, ἒφθασα στό Ζιμπάμπουε, τό Φεβρουάριο τοῦ 1998, ἀπό
τήν πρώτη στιγμή θέλησα νά ἐπικοινωνήσω μέ ὃλους τούς ἀπογόνους του,
ὃσοι φυσικά βρίσκονται ἐν ζωῇ. Ἀπό τά 25 παιδιά τοῦ Δημητρίου ζοῦν τά 11.
Εἶχα τή μεγάλη χαρά νά ἐπισκεφθῶ τήν περιοχή, ὃπου ἒζησαν τἀ δύο
ἀδέλφια Νικόλαος καί Δημήτριος καί νά περπατήσω στά βήματά τους καί νά
γνωρίσω ἀπό κοντά ὃ,τι ἂκουσα ἀπό διηγήσεις καί διάβασα μέσα ἀπό
ἀνταποκρίσεις ἐφημερίδων. Ἒκανα τρία ταξίδια στό νησί αὐτό και εἶδα
ἀκριβῶς, ποῦ ἒζησαν καί ποῦ ὓψωσαν τήν ἑλληνική σημαία καί ἀνακήρυξαν
τό Ἑλληνικό κράτος. Τέλεσα τρισάγια στούς τάφους τῶν δύο πρωτοπόρων,
τοῦ Δημητρίου καί τοῦ Νικολάου, καί ἐπισκέφθηκα τό οἰκογενειακό
νεκροταφεῖο, ὃπου εἶναι θαμμένες οἱ τέσσερεις γυναῖκες τοῦ Δημητρίου καί
μερικά ἀπό τά παιδιά του. Συνομίλησα μέ ὃλα τά παιδιά, ἐγγόνια καί
δισέγγονα τοῦ Δημητρίου. Ὁ Κωνσταντίνος Βλαχάκης, πού ἦταν 16 χρόνων
ὃταν πέθανε ὁ πατέρας του, μοῦ διηγήθηκε πολλά περιστατικά μέ πολλές
παραστάσεις ἀπό τή ζωή τοῦ Δημητρίου. Τό ὑλικό εἶναι πολύτιμο. Αὐτοί οἱ
ἂνθρωποι ἒχουν μέσα τους αἷμα Ἑλληνικό καί αἰσθάνονται ὑπερήφανοι πού
ἡ τύχη τους ἦταν τέτοια, ὣστε νά ἒχουν Ἓλληνα πατέρα καί δημιουργό τῆς
φυλῆς Βλαχάκη. Ὃλα ἐκεῖ, πού ἒζησαν τά δύο ἀδέλφια, μιλοῦν ἀληθινά ἀπό
τό πέρασμα δύο ἡρώων τῆς Κρήτης ἀλλά καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὁλόκληρου.
Μέ δέχθηκαν μέ πολλή καί ἰδιαίτερη συγκίνηση. Δέν πίστευαν, ὃτι κάποτε
κάποιος, ἂλλος Έλληνας, θά ἒκανε αὐτό τό μακρυνό καί κουραστικό ταξίδι
μόνο καί μόνο γιά νά γνωρίσει τούς ἀπογόνους ἑνός Ἓλληνα μάρτυρα καί
ἣρωα τῆς ἀλύτρωτης Ἑλληνικής φυλῆς. Οἱ στιγμές πού ἒζησα μαζί τους
ἦταν συγκινητικές καί ἀνεπανάληπτες. Κάθε οἰκογένεια ἒχει κάτι ἀπό τόν
Δημήτριο· ἒγγραφα, φωτογραφίες, ἐνθυμήματα. Στάθηκα πάνω στό χῶμα,
ὃπου ἒζησε τά χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Δημήτριος μαζί μέ τήν οἰκογένειά του
τήν Πατριαρχική. Ἀντίκρυσα τόν ποταμό Ζαμπέζι ὃπου τά τελευταῖα χρόνια
τῆς ζωῆς του ὁ Δημήτριος ἒκανε μέ τή σχεδία του – βάρκα – τό δρομολόγιο
Ζάμπιας – Ζιμπάμπουε. Ἀκριβῶς σέ ἐκεῖνο τό σημεῖο πού ἀγκυροβολοῦσε ἡ
βάρκα του, ὁ ἐπιζών υἱός του, τώρα πλησιάζει τά ὀγδόντα, βγάζει τόν
ἐπιούσιο ἂρτο μαζί μέ τά παιδιά, ἐγγόνια καί δισέγγονά του, συνεχίζοντας
τήν παράδοση τοῦ πατέρα του, ἀφοῦ, ὃταν ἒφθασα, γέννησε ἡ νεότερη
σύζυγός του ἀγόρι καί τοῦ ἒδωσε τό ὂνομα Βασίλειος ... Σύμφωνα μέ τό
πιστοποιητικό τοῦ Δήμου Ἡρακλείου, ὁ Δημήτριος γεννήθηκε στό χωριό
Μάλλια το 1877 και ἦταν υἱός τοῦ Γρηγορίου Βλαχάκη. Συγγενεῖς του ζοῦν
μέχρι σήμερα ἐκεῖ. Πολλοί ἀπό τούς ἀπογόνους τοῦ Βλαχάκη τῆς Ἀφρικῆς
ἐπισκέφθηκαν τόν τόπο τῆς καταγωγῆς τοῦ ἱδρυτῆ τῆς δυναστείας τους καί
φιλοξενήθηκαν ἀπό τούς Ἓλληνες συγγενεῖς τους.
Τούς ἀθάνατους αὐτούς πρωτοπόρους πιστεύουμε, ὃτι πρέπει νά
τιμήσει ἡ νεότερη ἱστορία τῆς Ἑλλάδος. Ἒστω καί μέ κάποια καθυστέρηση
ἂς τούς θυμηθοῦν οἱ νεότεροι ἱστορικοί καί ἂς τούς δώσουν τή θέση πού τούς
ἀξίζει, ἀφοῦ δόξασαν τήν Ἑλλάδα στά βάθη τῆς Μαύρης Ἠπείρου καί
ἒδωσαν ἓνα δυναμικό παρόν στή νεότερη ἱστορία στό χῶρο τῆς Ἑλληνικῆς
Διασπορᾶς. Ἀπό δικῆς μας πλευρᾶς θά συνεχίσουμε τίς ἒρευνες καί τίς
ἐπαφές μας. Ἒχουμε μπροστά μας πλούσιες σέ περιεχόμενο Ἑλληνικές
ψυχές, πού διαφέρουν λίγο στό χρῶμα. Δέν παύουν, ὃμως, νά εἶναι Ἓλληνες.
ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ
Ἡ μυθιστορηματική αὐτή ἱστορία ἒχει συνέχεια. Ὑπάρχουν πολλές
πτυχές ἀπό τή ζωή τῶν παιδιῶν πού ἂφησε ὁ Δημήτριος, πού ἲσως νά
μοιάζουν ἀκόμα περισσότερο μέ φανταστικές ἱστορίες. Ὃταν ἐπισκέφθηκα
τούς ἐπιζῶντες υἱούς τους, στό Τσιρούντου, ἓνας ἀπ΄ αὐτούς, ὁ Παῦλος, μοῦ
διηγήθηκε τήν ἑξῆς συγκλονιστική καί ἀληθινή ἱστορία. Φαίνεται, ὃτι ὁ
πατέρας ἒκανε ἀκόμα ἓνα υἱό μέ μιά ἂλλη μητέρα ἀπό τίς τέσσερεις, πού
εἶχε κοντά του. Αὐτό, ἲσως, νά ἦταν τό μυστικό τῆς ζωῆς τοῦ Δημήτριου.
Ἒχει μιά πολύ συγκινητική πτυχή. Ἒκανε, λοιπόν, τόν υἱό αὐτό, ὁ ὁποῖος
μεγάλωσε καί ἒκανε τή δική του οἰκογένεια στήν Μπέϊρα τῆς Μοζαμβίκης.
Ἐκεῖ ζεῖ μέχρι σήμερα μέ τήν οἰκογένειά του, χωρίς νά γνωρίζει τί ἀπέγεινε ὁ
πατέρας του Δημήτριος, οὒτε καί ξέρει ὃτι ἒχει τόσα ἀδέλφια καί ἀδελφές. Ἡ
μητέρα του ὃμως κράτησε τή φωτογραφία τοῦ Δημήτριου Βλαχάκη καί
πάντα τήν ἒδειχνε στό μονάκριβο παιδί της, ἁπλῶς γιά νά ξέρει ποιός ἦταν ὁ
πατέρας του. Κάποτε ὁ Παῦλος ταξίδευε στά μέρη τῆς Μπέϊρας καί ἒτυχε νά
γνωρίσει τόν υἱό τοῦ Δημήτριου, δηλαδή τόν ἀδελφό του, χωρίς νά γνωρίζει
κανένας τους, ὃτι ἦσαν ἀδέλφια ἀπό τόν ἲδιο πατέρα, ἀλλά ἀπό διαφορετικές
μητέρες. Ἒγιναν πολύ καλοί φίλοι καί δέν μποροῦσε νά χάσει ὁ ἓνας τόν
ἂλλο. Σέ καμμιά περίπτωση κανένας τους δέν ὑποψιάστηκε, ὃτι ἦσαν
ἀδέλφια. Τά χρόνια περνοῦσαν καί οἱ φίλοι στό τέλος ἒγιναν οἰκογενειακοί,
τόσο συνδεδεμένοι, πού πραγματικά ἦσαν ἀγαπημένοι σάν ἀδέλφια. Μιά
φορά μάλιστα ἒτυχε ὁ Παῦλος νά φιλοξενηθεῖ ἀπό τό φίλο του (ἀδελφό του
στήν οὐσία). Τοῦ πρόσφερε τό δικό του δωμάτιο γιά νά κοιμηθεῖ.
Μπαίνοντας στό δωμάτιο ἀντίκρυσε πάνω στόν τοῖχο τή φωτογραφία
τοῦ πατέρα τους. Τόν ρώτησε ὁ Παῦλος ποιός εἶναι αὐτός καί ἐκεῖνος τοῦ
ἀπάντησε, ὃτι εἶναι ὁ πατέρας του Δημήτριος ἀπό τήν Ἑλλάδα. Ὁ Παῦλος,
φυσικά, συγκινήθηκε, γιατί ἀνακάλυψε ἓναν ἂγνωστο μέχρι ἐκείνη τήν ὣρα
ἀδελφό του. Μάλιστα ἂρχισε νά τόν ρωτᾶ γιά νά μάθει περισσότερα γιά τόν
πατέρα του. Δέν ἦταν σέ θέση, ὃμως, νά τοῦ πεῖ τίποτα νεότερο ἢ
ἀποκαλυπτικότερο, ἀφοῦ δέν τόν γνώρισε ποτέ του τόν πατέρα του. Ὃταν
τόν γέννησε ἡ μητέρα του, ὁ Δημήτριος ἦταν ἢδη χαμένος καί εἶχε ἀρχίσει τή
ζωή του ἐκεῖ στό νησί. Ἒτσι οἱ δύο φίλοι παραμένουν πολύ στενά
συνδεδεμένοι χωρίς ὃμως ὁ ἂλλος, πού ὀνομάζεται Δημήτριος, νά γνωρίζει,
ὃτι ὁ πολύ καλός φίλος του εἶναι κατά σάρκα ἀδεφλός του. Ρώτησα, γιατί
δέν ἀποκαλύπτει στόν ἀδελφό του τήν πραγματική του ταυτότητα καί μοῦ
ἀπάντησε, ὃτι ὃλα αὐτά τά χρόνια ἒζησαν σάν ἀληθινά ἀδέλφια, ἒτσι δέν
θέλει νά πληγώσει τόν ἀδελφό του Δημήτριο. Προτιμᾶ νά συνεχίσουν, ὃπως
ἦταν ὃλα τά χρόνια. Μοῦ εἶπε, μάλιστα, ὁ Παῦλος ὃτι ὁ Δημήτριος μοιάζει
πολύ τοῦ πατέρα του – μοῦ εἶπε χαρακτηριστικά «τοῦ μοιάζει σάν νά εἶναι
υἱός του καί ἀδελφός μου» (γιατί κι αὐτός μοιάζει τοῦ πατέρα του πολύ).
Ἒτσι ἡ μυθολογική αὐτή ἱστορία συνεχίζεται καί κανείς δέ γνωρίζει ποιό θά
εἶναι τό τέλος της ...
3. Από την ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού
Λησμονημένοι εργάτες και ξεχασμένοι πρωτοπόροι
στα βάθη της Αφρικής
Η περίπτωση του Νικολάου Παλαμήδη
Μέσα από την άγραφη ιστορία των Ελλήνων της Διασποράς ανευρίσκει
κανείς σελίδες ένδοξες, που τιμούν και προβάλλουν ή, καλύτερα, δοξάζουν
το όνομα της Ελλάδας. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα ονόματα
πολλών λαμπρών και διαπρεπών Ελλήνων της Διασποράς λησμονήθηκαν με
το πέρασμα του χρόνου και ίσως να μην υπάρχουν καν στους δέλτους της
ιστορίας της Ελληνικής Διασποράς. Ονόματα ανθρώπων που ξεκίνησαν από
κάποιο χωριό της Ελλάδας πτωχοί και, πολλές φορές, χωρίς καμιά
στοιχειώδη μόρφωση, κατόρθωσαν, στο τέλος, να γίνουν γίγαντες επιτυχίας,
σε τόσους τομείς, σ’ αυτούς τους χώρους που η μοίρα τους έφερε να
δημιουργηθούν.
Περιοδεύοντας, συνήθως, χώρες της Αφρικής, επισκέπτομαι τα κοιμητήρια,
όπου είναι θαμμένοι οι λησμονημένοι αυτοί σκαπανείς της ελληνικής
αποδημίας. Φωτογραφίζω και καταγράφω τα ονόματά τους για μελλοντική
χρήση. Θυμάμαι, πριν μερικά χρόνια, όταν ακολουθούσα τα ίχνη του
μεγάλου εξερευνητή Δαυίδ Λίβινγκστον, εκεί, κάπου στα βάθη, κοντά στη
λίμνη Νιάνζα του Μαλάουι, σταμάτησα, για να συγκεντρώσω μερικές
προφορικές πληροφορίες από το εκεί πέρασμά του και, ξαφνικά, είδα την
επιγραφή «κοιμητήριο». Αμέσως, σκέφτηκα να μπω, για να ερευνήσω, αν και
έκανα εκ των προτέρων τη σκέψη ότι ήταν αδύνατο να πέρασαν ή να έζησαν
Έλληνες από εκείνο το τόσο απομακρυσμένο σημείο της Μαύρης Ηπείρου. Κι
όμως, σε λίγα λεπτά διαψεύστηκα. Ψάχνοντας ένα - ένα τους τάφους, βρήκα
δύο με ελληνικά ονόματα και τον τόπο της καταγωγής τους.
Βεβαιώθηκα, τότε, ότι όντως υπάρχει, ακόμα, πολλή εργασία για την
καταγραφή της πραγματικής ιστορίας του Απόδημου Ελληνισμού. Σε αυτό
το άρθρο θα ασχοληθώ με μια λησμονημένη μορφή Έλληνα απόδημου, που
έζησε και πέθανε στη Ζάμπια. Γνώριζα από χρόνια το μικρό ιερό ναό του
Αγίου Νικολάου στο Καπίρι Μόσι, τον οποίο επισκέφθηκα και
φωτογράφησα. Στον περίβολο του ναού αυτού υπάρχουν οι τάφοι των
ευεργετών-δωρητών του ναού, Νικολάου και Μέλπως. Σκέφτηκα ότι θα ήταν
από τις γνωστές περιπτώσεις Ελλήνων, που, από μεγάλη ευσέβεια προς την
πίστη τους, κτίζουν ένα ναό και, συνήθως, τον χρησιμοποιούν σαν
οικογενειακό, όταν μάλιστα βρίσκεται στο χώρο της εργασίας τους ή και της
οικίας τους. Καμιά υποψία, τότε, για τους ευεργέτες.
Πρόσφατα, βρέθηκα και πάλι εκεί με την ευκαιρία της ενθρόνισης του νέου
Έλληνα Επισκόπου Ζάμπιας. Φθάνοντας, εκεί, μαζεύτηκαν αρκετά παιδιά
από περιέργεια να δουν τους λευκούς Ευρωπαίους. Στη συζήτηση απάνω
έγινε λόγος για εκπαίδευση. Ακούσαμε να μιλούν για το «Palamides School».
Ξαφνιάστηκα, έντονα, και ρώτησα να μάθω πού είναι αυτό το σχολείο με το
ελληνικό όνομα. Τότε, τα παιδιά αυτά μας οδήγησαν λίγα μόνο μέτρα από το
εκκλησάκι και τον τάφο του Νικόλαου Παλαμίδη και της συζύγου του,
Μέλπως. Και ως του θαύματος! Αντικρίσαμε αυτό το περίφημο σχολείο με το
όνομα του Έλληνα βιοπαλαιστή Ν. Παλαμίδη. Τότε, ζήτησα από τους
μοναδικούς απογόνους της οικογένειας, που έτυχε να μας συνοδεύσουν,
περισσότερα στοιχεία από τη ζωή του.
Γεννήθηκε, λοιπόν, ο Νικόλαος Παλαμίδης στα Σκύρα της Εύβοιας, το έτος
1926 και, συγκεκριμένα, στις 8 Αυγούστου. Σπούδασε στην Αεροπορική
Σχολή απ’ όπου απολύθηκε ως πιλότος. Παντρεύτηκε το 1951 την
Μελπομένη Λεονάρδου από τα Σκύρα της Εύβοιας.
Εγκατέλειψαν την πατρογονική τους εστία το 1961 και εγκαταστάθηκαν,
στην αρχή στη Ροδεσία και στη συνέχεια στη Ζάμπια. Ασχολήθηκαν με τις
επιχειρήσεις μεταφορών. Εγκαταστάθηκαν στο Καπίρι Μόσι. Δεν έκαναν
παιδιά. Αφιέρωσαν, όμως, τη ζωή τους σε έργα κοινωνικής προσφοράς και
φιλανθρωπίας. Βοήθησαν πολλά ορφανά και πτωχά παιδιά να μορφωθούν.
Συμπαραστάθηκαν, επίσης, σε άπορες οικογένειες και ενίσχυσαν οικονομικά
την αθλητική εθνική ομάδα της Ζάμπιας.
Κατέβαλαν προσπάθειες, ώστε με προσωπική τους φροντίδα σ’ όλα τα
γειτονικά νοσοκομεία της περιοχής να υπάρχει φαγητό για τους ασθενείς,
κουβέρτες, φάρμακα και άλλα.
Με δική τους φροντίδα κτίστηκε το μοναδικό στην περιοχή Δημοτικό
Σχολείο, το οποίο φέρει, μέχρι σήμερα, το όνομα του ιδρυτού του. Φοιτούν
σήμερα 200 παιδιά της γύρω περιοχής ως επί το πλείστον πτωχά και ορφανά.
Από πληροφορίες που συγκέντρωσα οι Παλαμίδες έκτισαν ακόμα ένα
σχολείο στην περιοχή Chibombo.
Με την ίδρυση, λοιπόν, της πρώτης Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Καπίρ Μόσι,
βάπτισαν τους πρώτους Αφρικανούς στην πίστη τους. Έγιναν δηλ.
πρωτοπόροι της Ορθοδοξίας, ανάμεσα στους ιθαγενείς του τόπου αυτού.
Έδωσαν μεγάλο χρηματικό ποσό για το κτίσιμο της εκκλησίας του Αγίου
Αλεξάνδρου στη Λουσάκα, η οποία κατ’ αρχήν ήταν αφιερωμένη στον Άγιο
Νικόλαο. Συμπαραστάθηκαν πολύ, με οικονομική ενίσχυση, στην Ελληνική
Κοινότητα της Λουσάκας.
Στις 2 Νοεμβρίου του 1981 αυτός ο αφανής ήρωας και μεγάλος
αλτρουιστής, βρέθηκε δολοφονημένος στον κύριο δρόμο του Καπίρι Μόσι.
Του έγινε μεγαλοπρεπής κηδεία, με τη συμμετοχή εκατοντάδων Αφρικανών
και Ελλήνων της περιοχής. Τάφηκε στο οικόπεδο των επιχειρηματικών
εγκαταστάσεών του. Τον επόμενο χρόνο η σύζυγός του έκτισε τον ιερό ναό
του Αγίου Νικολάου δίπλα στον τάφο του, όπου τάφηκε και η ίδια, το έτος
1989.
Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας τίμησε με τον Σταυρό του Αγίου
Μάρκου τους δύο αυτούς ευεργέτες του Έθνους και της Ορθοδοξίας μας στα
βάθη της Αφρικανικής Ηπείρου. Το έτος 1984, ο τότε Πρόξενος της Ελλάδας
στη Ζάμπια, Αθανάσιος Αφεντούλης, έγραψε στην αείμνηστη Μέλπω
Παλαμίδου, ανάμεσα σ’ άλλα: «Ως πρόξενος της Ελλάδας στη Ζάμπια,
επιθυμώ να σας συγχαρώ για τη θρησκευτική, εθνική, κοινωνική και
φιλανθρωπική δράση που έχετε αναπτύξει την τελευταία τριετία στη
Ζάμπια.
Η ανέγερση της Εκκλησίας στο Καπίρι Μόσι, στην οποία δώσατε το
όνομα του αείμνηστου συζύγου σας, οι δωρεές στο Σύνδεσμο Ελλήνων
Λουσάκας και περιχώρων, την ανέγερση των κτιρίων του (εκκλησίας, χωλ,
σχολείου), οι δωρεές σας στην Εκκληνική Κοινότητα Κίτουε, καθώς και η
φιλανθρωπική και κοινωνική δραστηριότητά σας στο Καπίρι Μόσι, σε
σχολεία, νοσοκομεία και εκκλησίας και η βάπτιση παιδιών εντόπιων εις το
δόγμα της Ορθοδοξίας μας, είναι αξιέπαινες πράξεις και προκαλούν το
θαυμασμό όλων μας. Με τις πράξεις αυτές τιμήσατε και το ελληνικό όνομα
στη Ζάμπια»
Αυτοί, λοιπόν, είναι οι Έλληνες της Διασποράς. Οι Παλαμίδες
πέρασαν από το Καπίρι Μόσι της Ζάμπιας, δούλεψαν σκληρά σ’ όλη τους τη
ζωή, αλλά, στο τέλος, αφήνοντας τον κόσμο αυτό, άφησαν πίσω έργα
φιλανθρωπίας και έξοχης κοινωνικής προσφοράς.
Σήμερα το Palamides School και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου θα είναι δύο
σύμβολα τιμής για το ελληνικό όνομα σ’ αυτούς που θα έλθουν.
4. Γεώργιος Χαλκιάς ή Μουσταφά Χασναντάρ,
Πρωθυπουργός στην Τυνησία
Ο Μουσταφά Χασναντάρ, που το κανονικό του όνομα ήταν Γεώργιος
Χαλκιάς, κατόρθωσε να γίνει ο πανίσχυρος κυβερνήτης - πρωθυπουργός της
Τυνησίας.
Κανείς δε θα μπορούσε να διανοηθεί ότι το 19ο αιώνα ένας Έλληνας του
απόδημου ελληνισμού θα κατόρθωνε να πάρει ένα τέτοιο υψηλό αξίωμα,
αφού πρώτα παντρεύτηκε την κόρη του βέη Μουσταφά. Αυτός, λοιπόν, ο
Έλληνας, κατόρθωσε να σπουδάσει στη Γαλλία, την εποχή που βασίλευε ο
Λουδοβίκος Φίλιππος, τελειώνοντας τη στρατιωτική σχολή.
Γνωρίστηκε, λοιπόν, ο νεαρός με τον βέη αυτό, του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση
η ιδιοφυία του, η σοβαρότητά του και, στα δεκαεννέα του χρόνια, τον
ονόμασε στρατηγό – μέραρχο. Ο Μουσταφά, γνωστός ως θησαυροφύλαξ,
κατόρθωσε σιγά – σιγά να πάρει στα χέρια του όλη την εξουσία της χώρας.
Χάρη στη μεγάλη εμπιστοσύνη που δημιουργήθηκε στο βέη, ο οποίος ήθελε
να κάνει γενική εκκαθάριση στη χώρα του, ο Μουσταφά επιβλήθηκε παντού
ως ο ισχυρός άνδρας της χώρας. Με δικές του ενέργειες ο βέης επέτρεψε να
ανοίξουν γαλλικά σχολεία και να καταργηθεί, εντελώς, το δουλεμπόριο. Με
τη δική του την επέμβαση και με ισχυρή πρόταση, έπεισε τον βέη να
καταργηθούν όλοι οι νόμοι κατά των Ισραηλιτών.
Ο Μουσταφά ήταν επόμενο να συναντήσει αντιδράσεις από τους κύκλους
των άλλων πριγκιπικών εξουσιών, των οικογενειών που είχαν, οπωσδήποτε,
οικονομικά οφέλη από την προηγούμενη κατάσταση που επικρατούσε στο
κράτος. Με το γάμο του που συνήψε με την όμορφη πριγκίπισσα Χαλντούν,
την αδελφή του βέη, τον ονόμασε το 1837 πρωθυπουργό και υπουργό
εξωτερικών της Τυνησίας.
Ο Γεώργιος, λοιπόν, Χαλκιάς έγινε ο παντοδύναμος της χώρας, που τον
έτρεμαν όλοι. Πάντοτε, παρόλο που είχε αναλάβει τέτοιες εξουσίες, θυμόταν
το φτωχικό του χωριό στα Καρδάμυλα της Μεγάλης Ελλάδος. Θυμόταν,
πάντα, μετά τη σφαγή, εκεί στη Χίο, το καραβάκι εκείνο που μετέφερε τον
ίδιο και τον αδελφό του Γιάννη. Τα δύο αυτά μικρά παιδάκια ορφάνεψαν
μικρά γιατί τόσο ο πατέρας όσο και η μητέρα τους σφαγιάστηκαν από τους
Τούρκους. Τα δύο αυτά απροστάτευτα παιδιά τα αγόρασε ένας δουλέμπορος
Τούρκος, για να τα οδηγήσει στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν έγινε πρωθυπουργός, θέλησε να έλθει σε επαφή με τους δικούς του
στη Χίο, με σκοπό να τους καλέσει να τους καλέσει να έρθουν να ζήσουν
μαζί του στην Τύνιδα, στέλνοντας εκεί τον Θεόδωρο Τσεντζόπουλο, που
θεωρούνταν ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας της Τύνιδας, του οποίου ο
γιος Αχιλλέας έγινε ιδιαίτερος του πρωθυπουργού. Τελικά, από όλους τους
συγγενείς του, ανακάλυψε τον τρίτο αδελφό του, Κωνσταντίνο, που όταν
αντίκρισε το γενειοφόρο μουσουλμάνο αδελφό, αμέσως κατάλαβε ότι κάποιο
λάθος έγινε, αλλά σιγά – σιγά συνειδητοποίησε ότι ο αδελφός του ήταν ο
πρωθυπουργός της Τυνησίας.
(συνεχίζεται ...)