Προβολή/Άνοιγμα

Download Report

Transcript Προβολή/Άνοιγμα

ΤΕΙ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
ΣΧΟΛΗ: Δ ΙΟ ΙΚΗΣ Η Σ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ: ΧΡΗ Μ Α ΤΟ Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΚ Η Σ ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΗΣ
ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΘΕΜΑ:
Τ Ε I
Κ Α ΛΑ Μ Α Τ ΑΣ
ΤΜΗΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΩΝ Λ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ
ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Κ. ΚΟΥΠΟΥΖΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑ: ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ ΙΩΑΝΝΑ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
npoAovoc
Κεφάλαιο 1: ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ
1.1 Τραπεζικό Απόρρητο- ο Νόμος
1.2 Ο Νόμος 1806/1988 και ο Νόμος 1868/1989
1.3 Τραπεζικό Απόρρητο και έλεγχος από τη τράπεζα της Ελλάδος.
Κεφάλαιο 2: ΞΕΠΛΥΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
2.1 Εισαγωγή στην έννοια ξέπλυμα χρήματος
2.2 Πότε μια συναλλαγή θεωρείται ύποπτη
2.3 Τα στάδια του ξεπλύματος
2.4 Οι κίνδυνοι από το ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος
2.4.1 Το νόθο παιδί της μεταβιομηχανικής κοινωνίας
2.4.2 Το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος παγκόσμιο πρόβλημα
2.4.3 Τα επιχειρήματα κατά και υπέρ της λήψεως
προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων.
2.4.4 Όχι στα κεφάλαια ύποπτης προελεύσεως
2.4.5 Συμπεράσματα και διαπιστώσεις
Κεφάλαιο 3: ΤΟ ΝΕΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΑΔΙΚΗΜΑ
3.1 Η έννοια του ποινικού αδικήματος
3.2 Ο ρόλος των φορέων του χρηματοπιστωτικού συστήματος
3.3 Γιατί η συνεργασία τραπεζών και αρμόδιων φορέων είναι
απαραίτητη
Κεφάλαιο 4: ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΞΕΠΛΥΜΑΤΟΣ ΒΡΩΜΙΚΟΥ
ΧΡΗΜΑΤΟΣ
4.1 Η σοβαρότητα, η έκταση και η πολυπλοκότητα της πρακτικής του
ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
4.2 Το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος κοινό πρόβλημα όλων των χωρών
4.3 Παραδείγματα από τη πολυπλοκότητα και τη διεθνή διάσταση της
νομιμοποιήσεως των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Α) Ληστεία χρυσού στο Χήθροου και οι Boston Boys
Β) Τα καρτέλ της κοκαΐνης και τα πολύτιμα μέταλλα
Γ) Κλοπή της συλλογής πινάκων Beit και τα κυκλώματα του
Ξεπλύματος βρώμικου χρήματος
Κεφάλαιο 5: ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΛΚΥΣΤΙΚΗ
ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΠΛΥΜΑ ΒΡΩΜΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
5.1 Γενικές διαπιστώσεις
5.2 Ο εικοσάλογος του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος
5.3 Κατάλογος χρηματοοικονομικών κέντρων που παρέχουν
υπεράκτιες υπηρεσίες.
5.4 Το οργανωμένο έγκλημα και το ξέπλυμα στην Ιταλία και την
Ανατολική Ευρώπη.
Η ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ
5.4.1 Η ιδιαιτερότητα του προβλήματος στην Ιταλία
5.4.1.2 Οι κύριες μέθοδοι ξεπλύματος της Μαφίας
5.4.1.3 Συνολική εκτίμηση της δραστηριότητας του
οργανωμένου εγκλήματος στην Ιταλία
5.4.1.4 Παραδείγματα και τεχνικές ξεπλύματος από τη μαφία
5.4.1.5 Διδάγματα από τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος
στην Ιταλία
5.4.2 Η ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ
5.4.2.1 Η γενικότερη κατάσταση
5.4.2.2 Η Ρώσικη Μαφία
Κεφάλαιο 6: Η ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ
ΛΗΦΘΟΥΝ
6.1 Γιατί πρέπει να ληφθούν προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα
6.2 Η συνειδητοποίηση της ανάγκης για την λήψη μέτρων και ο νέος
κοινωνικός ρόλος των τραπεζών
6.3 Οι θεμελιώδεις ρυθμίσεις και η μεγάλη σημασία της συμβάσεως της
Βιέννης
6.4 Οι σκοποί της συμβάσεως του Στρασβούργου.
6.5 Τι είναι η ΡΑΤΡ και οι 40 συστάσεις της
Κεφάλαιο 7: ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΟΝ ΑΡΜΟΔΙΟ ΦΟΡΕΑ
7.1 Το ελληνικό σύστημα υποβολής των αναφορών ύποπτων συναλλαγών
7.2 Ο κεντρικός φορέας αξιολογήσεως των αναφορών από τα πιστωτικά
ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς
7.3 Οδηγίες εφαρμογής και κριτήρια χαρακτηρισμού των ύποπτων
συναλλαγών.
Κεφάλαιο 8: Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΠΛΥΜΑ ΒΡΩΜΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
8.1 Κριτική αξιολόγηση του Νόμου 2331/1995 για τη πρόληψη και
καταστολή της νομιμοποιήσεως των εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες.
8.2 Το ποινικό αδίκημα της ποινικοποιήσεως των εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες
8.3 Οι υπαγόμενοι στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για το ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΓ
Χρήμα και Τράπεζες» αποτελούν τη σπονδυλική στήλη του
σύγχρονου οικονομικού συστήματος. Η παρατήρηση αυτή προσδίδει λογική
στη συνδυαστική μελέτη των λειτουργιών του χρήματος, με τη θεσμική
οργάνωση του νομισματικού και τραπεζικού συστήματος, εφόσον οι
εμπορικές τράπεζες δεν είναι απλά έμποροι χρήματος, αλλά δημιουργοί,
εφόσον παίρνουν τα χρήματα από τις καταθέσεις των ανθρώπων και τα
χρησιμοποιούν αποκομίζοντας οφέλη ενώ ταυτόχρονα ότι το λογιστικό και
τραπεζικό χρήμα, είναι το γεννητικό κύτταρο, κάθε νομισματικού συστήματος,
γεγονός που αποδεικνύει την αναπόσπαστη και ενιαία δομή της μελέτης του
νομισματικού με το τραπεζικό δίκαιο.
Πιο συγκεκριμένα εδώ θα αναφερθούμε σε ένα κομμάτι του τραπεζικού
δικαίου, το τραπεζικό απόρρητο. Δηλαδή το απόρρητο που πρέπει να
επικρατεί στις τραπεζικές καταθέσεις, όπου απαγορεύεται στην Τράπεζα να
παρέχει κατά οποιοδήποτε τρόπο πληροφορίες για τις καταθέσεις που
γίνονται σε αυτήν σε τρίτους
Πολλές όμως είναι οι φορές που τα συστήματα του κράτους δεν
λειτουργούν πάντα σωστά με αποτέλεσμα να είναι αρκετοί αυτοί που
εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες των υπηρεσιών του κράτους και οδηγούνται σε
μια αντικοινωνική πρακτική του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, όχι μόνο
μέσω των τραπεζών αλλά και μέσω των άλλων χρηματοπιστωτικών
οργανισμών.
Η εργασία αυτή εκπονήθηκε με την ελπίδα ότι θα αποτελέσει μικρή
έστω συμβολή προς την κατεύθυνση για την προστασία κατά του
οργανωμένου εγκλήματος. Δεν περιλαμβάνει μόνο περιγραφή και ανάλυση
των βασικών σημείων των σχετικών πηγών του διεθνούς, κοινοτικού και
ελληνικού δικαίου, αλλά μεταφέρει και την εμπειρία καθώς και την
τεχνογνωσία των διεθνών οργανισμών και εμπειρογνωμόνων για το σύνθετο
και πολύπλοκο πρόβλημα του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, που
χαρακτηρίζεται διεθνώς «το έγκλημα της εποχής μας».
Τα όρια μέσα στα οποία κινείται η εργασία είναι αρκετά συγκεκριμένα.
Εξηγεί τι είναι ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, γιατί πρέπει να ληφθούν τα
κατάλληλα κατασταλτικά μέτρα, παρέχει τους κοινοτικούς κανόνες, αλλά και
τις μεθόδους και τεχνικές που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι του οργανωμένου
εγκλήματος για να ξεπλύνουν ή να νομιμοποιήσουν το βρώμικο χρήμα.
Προσδιορίζει τα στοιχεία και κύρια γνωρίσματα των ύποπτων
χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και καταγράφει τα βασικά σημεία ενός
προγράμματος εφαρμογής της νομοθεσίας από κάθε τράπεζα και κάθε
χρηματοπιστωτικό οργανισμό.
Επιπλέον, το πόνημα αυτό επισκοπεί τους κανόνες που διέπουν τη
συνεργασία όλων των φορέων του τραπεζικού και του ευρύτερου
χρηματοπιστωτικού συστήματος με τις αρμόδιες διωκτικές, δικαστικές και
εποπτικές αρχές σε εθνικό και διεθνές πεδίο, αναλύει τις διατάξεις του
ελληνικού νόμου για τη ποινικοποίηση της νομιμοποιήσεως των εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες
Καθήκον όλων των υπεύθυνων παραγόντων της Ελληνικής
Δημοκρατίας και κοινωνίας είναι να συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών
του
Νόμου
για
τη
νομιμοποίηση
των
εσόδων
από
εγκληματεί,
δραστηριότατες
Οφείλω να επισημάνω ακόμη ότι οι Τράπεζες με το επαγγελματικό
τους όργανο, την Ενωση Ελληνικών Τραπεζών, πρωτοστάτησαν στην όλη
προσπάθεια που καταβλήθηκε από ελάχιστους ανθρώπους στη χώρα μας για
να αποκτήσει ένα αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο κανόνων για τη πρόληψη
και καταστολή του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Για τη σημασία του
γεγονότος αυτού αρκεί να σημειώσω ότι η ύπαρξη τέτοιου θεσμικού πλαισίου
και η βούληση για την εφαρμογή του, αποτελεί το κατεξοχήν κριτήριο
χαρακτηρισμού μιας χώρας ως σύγχρονης, δημοκρατικής και ευνομούμενης
πολιτείας.
Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον καθηγητή κ,
Κουπούζο Δημήτριο για τη γόνιμη και τη πάντα γενναιόδωρη βοήθεια του
χωρίς την οποία δεν θα ήταν δυνατή η ολοκλήρωση αυτής της εργασίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ
Ο Νόμος του τραπεζικού απορρήτου ψηφίστηκε το 1971, Ν. 1059/1971 και από τότε
τροποποιήθηκε δύο φορές. Το 1988, Ν. 1806/1988 και το 1989, Ν1868/1989. Οι αλ­
λαγές αυτές είχαν πάντα στόχο την καλύτερη λειτουργία του τραπεζικού συστήμα­
τος.
1.1 ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ- Ο ΝΟΜΟΣ
Οι τράπεζες κατά την εκτέλεση των εργασιών τους οφείλουν να τηρούν το τραπε­
ζικό απόρρητο.
Σύμφωνα με το νόμο αυτό «περί του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων»,
οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες πρέπει να χαρακτηρίζονται απόρρητες .
Οι Διοικητές, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ή άλλων οργάνων οι υπάλληλοι
των τραπεζών που λαμβάνουν γνώση, εξαιτίας της άσκησης των καθηκόντων τους,
αν παράσχουν οποιαδήποτε πληροφορία για τις τραπεζικές καταθέσεις των καταθε­
τών σε τρίτους τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών, ή ακόμη και με από­
λυση του.
Βέβαια σε κάθε κανόνα υπάρχει πάντα μια εξαίρεση. Επιτρέπεται η παροχή πλη­
ροφοριών για τις απόρρητες χρηματικές ή άλλες καταθέσεις σε τράπεζες που λει­
τουργούν στην Ελλάδα, μετά από ειδική αιτιολογημένη παραγγελία ή αίτηση ή από­
φαση του αρμοδίου για την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής
εξέτασης ή προανάκρισης ή κύριας ανάκρισης οργάνου δια του δικαστικού συμβου­
λίου ή δικαστηρίου στο οποίο διενεργείται ή σχετική διαδικασία, εφόσον η παροχή
αυτών των πληροφοριών είναι απολύτως αναγκαία για την ανίχνευση κακουργήμα­
τος.
Κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα προς το άρθρο 2 Ν.Δ. 1325/1972 η τράπεζα σε περί­
πτωση μη πληρωμής επιταγής, εξαιτίας έλλειψης αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαί­
ων, υποχρεούται να το βεβαιώσει είτε στο σώμα της επιταγής είτε με ιδιαίτερο έγ­
γραφο στο οποίο σημειώνεται και η ημέρα εμφάνισης της επιταγής.
1
Επίσης εξαιρετικά επιτρέπεται η παροχή πληροφοριών για τις απόρρητες τραπε­
ζικές καταθέσεις, εφόσον κριθεί απολύτως αναγκαίο με απόφαση ημεδαπού δικα­
στηρίου, για ανίχνευση κακουργήματος που τελέσθηκαν στην ημεδαπή.
Κατά το Ν.Δ. 1059/1971. το τραπεζικό απόρρητο δεν αφορά τους δικαιούχους των
καταθέσεων και τους νόμιμους ή εκούσιους αντιπροσώπους τους ή εν γένει τα πρό­
σωπα που δυνάμει του νόμου έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν τις υποθέσεις του κα­
ταθέτη, όπως λ.χ. τα ομόρρυθμα μέλη εταιρίας αν πρόκειται για κατάθεση που ανή­
κει στην ομόρρυθμη εταιρία, εφόσον οι ομόρρυθμοι εταίροι δικαιούνται να γνωρίζουν
το ύψος των καταθέσεων τους, χάρη στην ενότητα της εταιρίας.
Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι επιτρέπεται και δεν αποτελεί παράβαση του
επαγγελματικού απορρήτου ή παροχή πληροφοριών και στοιχείων από πιστωτικά
και χρηματοδοτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα και στα άλλα
κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Οικουμενικής Κοινότητας και που συμμετέχουν άμεσα
ή έμμεσα σε αυτά με ποσοστό τουλάχιστον 25%με τους εξής όρους:
Α) οι πληροφορίες □ναι απαραίτητες για την άσκηση της εποπτείας σε
ενοποιη­
μένη βάση.
Β) δεν αναφέρονται σε θέματα που καλύπτονται από το απόρρητο των τραπεζικών
Καταθέσεων.
Η αληθινή βούληση του νομοθέτη είναι να χαρακτηρίζονται ως απόρρητες οι κα­
ταθέσεις σε τράπεζες οι οποίες λειτουργούν στην Ελλάδα με κεντρικά καταστήματα ή
υποκαταστήματα και διεπόμενες από τους ελληνικούς νόμους. Υπέρ της άποψης
αυτής συνηγορούν:
1) Ο σκοπός του νομοθέτη, που επιδιώκει επαύξηση των τραπεζικών καταθέσεων
προς εξυπηρέτηση μέσω αυτών της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας.
Επομένως, η διαστολή ανάμεσα σε ελληνικές και ξένες τράπεζες που λειτουρ­
γούν στην Ελλάδα, είναι αντίθετη προς το σκοπό του Νόμου, αφού με την παρα­
δοχή αυτής, επέρχεται μείωση των καταθέσεων σ’ αυτές από τους πελάτες τους
και άρα και των κεφαλαίων προς εξυπηρέτηση της εθνικής οικονομίας.
2) απόρρητο υφίσταται όχι υπέρ της τράπεζας, αλλά υπέρ του καταθέτη.
3) Με την Συνθήκη Προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ πρέπει να χαρακτηρίζο­
νται ως απόρρητες οι καταθέσεις στις Το τράπεζες εν γένει και μάλιστα των κρα­
τών - μελών της ΕΟΚ που λειτουργούν στην Ελλάδα με κεντρικά καταστήματα ή
υποκαταστήματα και διέπονται από τους Ελληνικούς Νόμους.
2
4) Οι αλλοδαποί απολαύουν τα ίδια αστικά δικαιώματα, τα οποία απολαύουν και οι
ημεδαποί. Η άποψη ότι το απόρρητο αφορά μόνο τις ελληνικές τράπεζες είναι
αντίθετη προς τη βασική αρχή της ελληνικής νομοθεσίας της ελληνικής νομοθε­
σίας την οποία δεν είχε σκοπό να καταργήσει το Ν.Δ. 1059/1971.
Το απόρρητο αναφέρεται μόνο στις τραπεζικές χρηματικές καταθέσεις κάθε είδους
και όχι στις καταθέσεις ομολογιών, μετοχών ή άλλων αξιόγραφων ή χρεογράφων. Επίσης
οι καταθέσεις αυτές δεν είναι ανάγκη να έχουν αποταμιευτικό χαρακτήρα, δηλαδή δεν εξε­
τάζεται ο γενεσιουργός λόγος της δημιουργίας των καταθέσεων τις οποίες αφορά το απόρ­
ρητο εφόσον ο Νόμος δεν κάνει καμία διάκριση. Άρα είναι απόρρητες και οι τραπεζικές κα­
ταθέσεις που αφορούν « πριμ », που οφείλονται στους εξαγωγείς από τις εμπορικές τρά­
πεζες και το δημόσιο.
1.2
Ο ΝΟΜΟΣ 1806/1988 ΚΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ 1868/1989
Το 1988 ο νόμος του τραπεζικού απορρήτου υπέστη κάποιες αλλαγές , όχι βέβαια σε
όλα του τα σημεία αλλά σε αυτά που κρίθηκαν απολύτως απαραίτητα να τροποποιηθούν
για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του.
Τελευταία αλλαγή έγινε το 1989 από την οποία όμως ο Ν. 1806/1988 υπέστη παρά
πολλές τροποποιήσεις. Αυτές οι αλλαγές επιχειρήθηκαν για επίλυση διαφόρων προβλημά­
των σχετικών με το τραπεζικό απόρρητο, αλλά τελικά μόνο λύσεις δεν έδινε γι’ αυτό και δημιουργήθηκε ο Ν. 1868/1989 όπου και αντικατέστησε τον προηγούμενο.
Η τράπεζα της Ελλάδος και ο αρμόδιος αντιεισαγγελέας μπορούν να ελέγχουν την προ­
έλευση των μέσων χρηματοδότησης των εκδοτικών επιχειρήσεων ημερήσιου και περιοδι7
κού τύπου καθώς και επιχειρήσεων που ασχολούνται με την ίδρυση ή λειτουργία ραδιοφω­
νικών ή τηλεοπτικών σταθμών. Επίσης μπορούν να ελέγχουν την προέλευση των χρηματι­
κών μέσων με τα οποία έχουν αποκτηθεί μετοχές των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων
χωρίς να ανήκουν στο δημόσιο τομέα.
Το απόρρητο που θεσπίζεται από το νόμο 1059/1971 των καταθέσεων σε οποιαδή­
ποτε μορφής πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα, δεν ισχύει έναντι των ελεγκτι­
κών οργάνων και των νομισματικών αρχών της Τράπεζας της Ελλάδος, των δικαστικών
3
αρχών, των προανακριτικών κοινοβουλευτικών επιτροπών στις οποίες ανατίθεται ο σχετι­
κός έλεγχος των πιστωτικών ιδρυμάτων ως προς τις καταθέσεις που υπάρχουν στο οικείο
πιστωτικό ίδρυμα εφόσον τα προαναφερόμενα πρόσωπα ή όργανα ασκούν αρμοδιότητες
σχετικές με τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος σύμφωνα με την ορθή εφαρμογή της
πιστωτικής και νομισματικής νομοθεσίας ή της νομοθεσίας περί προστασίας του εθνικού
νομίσματος.
Οι διατάξεις των άρθρων 2 και 3 Ν.Δ 1959/1971 και ως προς τα όργανα της Τράπε­
ζας της Ελλάδος τα οποία ασκούν τον έλεγχο των καταθέσεων των προσώπων που αναφέρονται στην παρ.2 του άρθρου 40 του Ν. 1806/1988. Επιτρέπεται όμως η αναφορά στοι­
χείων που καλύπτονται από το απόρρητο, εφόσον αποτελεί αναγκαίο έρεισμα της αιτιολο­
γίας της πράξης με την οποία επιβάλλεται η κύρωση. Οποιοσδήποτε από τα προαναφερό­
μενα ελεγκτικά όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος προβεί σε παράβαση του άρθρου 2 παρ
1 Ν.Δ. 1059/1971, συνεπάγεται αυτοδίκαια την άμεση απόλυση του από τη θέση που κατέ­
χει στη Τράπεζα της Ελλάδος.
1.3
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η Τράπεζα της Ελλάδος, ασκεί έλεγχο σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν
στην Ελλάδα. Αντικείμενο του ελέγχου είναι η εξακρίβωση της τήρησης των πιστωτικών κα­
νόνων, των νομισματικών μέτρων ή άλλων ρυθμίσεων που διέπουν τη λειτουργία τους.
Ειδικότερα από τον Α.Ν. 1665/1951 προκύπτει:
1) ότι ο έλεγχος που ενεργεί η τράπεζα της Ελλάδος ασκείται με έρευνα όλων των βι­
βλίων και στοιχείων της ελεγχόμενης τράπεζας.
2) Ότι επέρχονται σοβαρές συνέπειες όπως η ανάκληση της άδειας της τράπεζας, όταν
η τράπεζα παρακωλύει τον έλεγχο με οποιονδήποτε τρόπο ή παραβαίνει οποιεσδήποτε διατάξεις Νόμων, Αποφάσεων ή κανονισμών του βασικού οργάνου πίστης
4
και τέλος
3) ότι επιβάλλονται διάφορες κυρώσεις αν υποβάλλονται στα όργανα ελέγχου ψευδείς
εκθέσεις ή παρέχονται ψευδή ή ανακριβή στοιχεία ή παρεμβάλλονται δυσχέρειες
στον έλεγχο.
Απ' όλα αυτά προκύπτει ότι ο έλεγχος που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδας διενεργείται σε
όλα τα στοιχεία της ελεγχόμενης Τράπεζας, άρα και στους λογαριασμούς καταθέσεων και
συναλλάγματος,
όπως
ορίζεται
στην
Απόφαση
της
Νομισματικής
Επιτροπής
16/18.02.1972, που την εποχή εκείνη αποτελούσε βασικό όργανο πίστης.
Απ' όλα όμως έχουν εκτεθεί σχετικά με το τραπεζικό απόρρητο, προκύπτει ότι ο νομοθέτης, δεν φαίνεται να είχε καμία απολύτως πρόθεση με τις διατάξεις αυτές να απαγορέψει
στη Τράπεζα της Ελλάδος, την έρευνα κατά τον έλεγχο των τραπεζικών καταθέσεων που
διενεργείται σ’ αυτή. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ουσιαστική κατάργηση του ελέγχου που
ασκεί η τράπεζα της Ελλάδος .
Έτσι η τράπεζα της Ελλάδος εξακολουθεί να ασκεί κανονικά τις αρμοδιότητες της, δηλα­
δή την τήρηση των πιστωτικών κανόνων, των νομισματικών μέτρων και τον έλεγχο που τις
δίνει το δικαίωμα και την υποχρέωση να ασκεί ο Α.Ν. 1665/1951 που ορίζει ρητά ότι ελέγ­
χονται όλα, ανεξαιρέτως τα βιβλία και τα στοιχεία της τράπεζας. Απλά απαγορεύεται μόνο η
κοινολόγηση των τραπεζικών καταθέσεων σε τρίτους, δηλαδή προς αυτούς που διενεργούν
τον έλεγχο.
Ο έλεγχος εκ μέρους της τράπεζας της Ελλάδος όχι μόνο δεν απαγορεύεται από τις δια­
τάξεις που καθιερώνουν το τραπεζικό απόρρητο για τις χρηματικές καταθέσεις στις τράπε­
ζες, αλλά επιβάλλεται και για λόγους δημόσιου συμφέροντος, διότι αν η τράπεζα δεν υποστεί έλεγχο εκ μέρους του βασικού οργάνου πίστης της Τράπεζας της Ελλάδος, αυτό ου­
σιαστικά μπορεί να οδηγήσει ασυδοσία των πιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον ουσιαστικά η
δραστηριότητα τους θα ήταν ανέλεγκτη και θα υπήρχε μέγιστος κίνδυνος για τις τραπεζικές
καταθέσεις του λαού.
Πρέπει τέλος να επισημανθεί ότι επιτρέπεται και δεν αποτελεί παράβαση του επαγγελμα­
τικού απορρήτου η διαβίβαση πληροφοριών από την Τράπεζα της Ελλάδος στις εποπτικές
αρχές άλλων κρατών - μελών που επίσης δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο
εφόσον θα χρησιμοποιηθούν, αποκλειστικά για την εποπτεία σε ενοποιημένη Βάση και δεν
αναφέρονται σε θέματα που καλύπτονται από το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων.
5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΞΕΠΛΥΜΑ ΒΡΩΜΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Παρ’ όλα αυτά όμως που εξηγεί ο νόμος του τραπεζικού απορρήτου υπάρχουν άνθρω­
ποι οι οποίοι κάνουν συναλλαγές που βρίσκονται έξω από τα όρια που προσδιορίζει ο νό­
μος, δηλαδή συναλλαγές οι οποίες δεν είναι νόμιμες.
Μέσω των συναλλαγών αυτών οι υπεύθυνοι κερδίζουν χρήματα τα οποία επειδή στις
περισσότερες περιπτώσεις είναι μεγάλα ποσά έως παρά πολύ μεγάλα ποσά, επιθυμούν
στη συνέχεια να τα νομιμοποιήσουν, δηλαδή να παρουσιάσουν αυτά τα χρηματικά ποσά σε
κάποια από τις τράπεζες που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα, για να προσδώσουν σε
αυτά το χαρακτήρα της νόμιμης απόκτησης.
Για να βοηθηθούν στην επίτευξη του σκοπού τους αυτού εκμεταλλεύονται οι άνθρωποι
αυτοί τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις των ειδικών νόμων που καθιερώνουν όπως
εκθέτω το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων και μέσω αυτών των προστατευτικών
διατάξεων για τις καταθέσεις τους, προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία των υ­
πηρεσιών του κράτους για να ελέγξουν τις καταθέσεις τους αυτές.
Εκμεταλλευόμενοι λοιπόν τα παραπάνω οδηγούνται στο λεγόμενο ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος.
2.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΞΕΠΛΥΜΑ ΒΡΩΜΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
/
Αναμφισβήτητα το χρήμα σε όλες τις μορφές και λειτουργίες του δεν είναι πάντοτε
«καθαρό» με την μεταφορική εννοείται έννοια του όρου αυτού.
Στην ειδική βιβλιογραφία και αρθρογραφία καθώς και στις επίσημες εκθέσεις των διε­
θνών οργανισμών είναι συχνότατη η χρήση των όρων «βρώμικο χρήμα» ή «μαύρο χρή­
μα» και « ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» ή απλά «ξέπλυμα χρήματος».
Ο όρος «βρώμικο χρήμα» χρησιμοποιείται για να δηλωθούν τα έσοδα ή οι πρόσοδοι
ή το εισόδημα που προέρχεται ή προκύπτει τόσο από την παραγωγή και διακίνηση των
ναρκωτικών όσο και από την διάπραξη αρκετών άλλων σοβαρών ποινικών αδικημάτων.
Αρκετές φορές ο όρος «μαύρο χρήμα» χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια, αλλά επιβάλλε­
ται να διευκρινιστεί ότι με αυτόν εννοούμε κατά κανόνα, το χρήμα που προέρχεται ή προ6
κύπτει από τη φοροδιαφυγή ή τη παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος, την πολιτικο­
κοινωνική διαφθορά, τις ποικίλες αθέμιτες δραστηριότητες της παραοικονομίας και από
άλλες τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις που δεν συμπεριλαμβάνονται στον κατά νόμο ορι­
σμό της «νομιμοποιήσεως των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες» ή του «ξεπλύ­
ματος βρώμικου χρήματος». Επισημαίνεται ιδιαίτερα ότι με εξαίρεση την Ιταλία, η φορο­
διαφυγή σε καμία άλλη νομοθεσία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν συμπεριλαμβάνεται στα ποινικά αδικήματα που ορίζονται ως γενεσιουργές πράξεις του αδι­
κήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, σε αντίθεση με
την νομοθεσία των ΗΠΑ και άλλων τρίτων χωρών.
Είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι τόσο το βρώμικο όσο και το μαύρο χρήμα έχουν ανά­
γκη από «καθάρισμα» ή «ξέπλυμα» για να καταστεί δυνατή η απόκρυψη της εγκληματι­
κής ή παράνομης προελεύσεως του. Προφανώς ο κάτοχος ή εξουσιαστής ή ιδιοκτήτης
ενός περιουσιακού στοιχείου τέτοιας προελεύσεως επιθυμεί να λανθάνει της προσοχής
του νόμου και του κοινωνικού συνόλου και να απολαμβάνει χωρίς κανένα κώλυμα και κα­
μία απειλή όλα τα οφέλη που παρέχει σ’ αυτόν το βρώμικο ή μαύρο χρήμα σε κάθε περί­
πτωση. Οπωσδήποτε αυτός έχει ισχυρό κίνητρο και την ανάγκη ότι μπορεί προκειμένου
να επιτύχει τους σκοπούς του.
Στη καθημερινή διεθνή πρακτική ορολογία, ως ξέπλυμα χρημάτων νοούνται όλες εκεί­
νες οι ενέργειες και διαδικασίες, οι πράξεις ι παραλήψεις που γίνονται δολίως προς το
σκοπό να μεταμφιεστεί και να μεταβληθεί με κάθε μέσο ή τρόπο η ταυτότητα του παρά­
νομου βρώμικου χρήματος, έτσι αυτό να προσλάβει την επιθυμητή νομιμοφάνεια, να φαί­
νεται δηλαδή ή να δίνει έστω την εντύπωση ότι αποκτήθηκε ή προέρχεται από νόμιμη αι­
τία ή πηγή. Αυτήν ακριβώς την προσπάθεια για την μεταμφίεση, την αλλαγή της ταυτότη­
τας και την πρόσδωση νομιμοφάνειας απαγορεύει σήμερα ο ποινικός νόμος σε όλα τα
κράτη-μέλη της Ε.Ε. και στις τρίτες χώρες που συμμετέχουν στην ισχυρή ομάδα πιέσεως
των Διεθνών Εμπειρογνώμων του Financial Action Task Force -FATF-. Σε όλα αυτά τα
μέλη της διεθνούς κοινωνίας των κρατών, αλλά και πέρα από αυτά η διεθνής πρακτική
του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος έχει ποινικοποιηθεί. Το ξέπλυμα με την πιο πάνω
έννοια συνιστά πλέον διάπραξη σοβαρού ποινικού αδικήματος, τιμωρούμενο αυστηρά με
ποινές καθείρξεως ή φυλακίσεως και με στέρηση της περιουσίας των υπευθύνων.
7
2.2 ΠΟΤΕ ΜΙΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΥΠΟΠΤΗ
Αναμφισβήτητα το θέμα του χαρακτηρισμού μιας χρηματοπιστωτικής
συναλλαγής ως ύποπτης είναι το δυσκολότερο καθήκον που αναθέτει ο νόμος στους υ­
παλλήλους και τα διευθυντικά στελέχη των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπι­
στωτικών οργανισμών, αφού στη καθημερινή πρακτική υφίσταται μια απέραντη περιπτω­
σιολογία ενώ ο υποκειμενισμός κάθε ανθρώπου είναι διαφορετικός. Μόνο με τη συστημα­
τική μελέτη των τυπολογικών χαρακτηριστικών των εξακριβωμένων υποθέσεων ξεπλύμα­
τος βρώμικου χρήματος και έχοντας οδηγό την κοινή πείρα, την ανθρώπινη φύση και τη
λογική είναι δυνατό να προσδιοριστούν τα βασικά κριτήρια και η πολιτική που πρέπει να
ακολουθείται στην αξιολόγηση κάθε χρηματοπιστωτικής συναλλαγής σε ένα δεδομένο
χρηματοπιστωτικό σύστημα προκειμένου να κριθεί εκ πρώτης όψεως, αν αυτή παρουσιά­
ζει ασυνήθιστα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Με βάση την κοινή πείρα και λογική εύκολα,
για παράδειγμα, μπορεί να κριθεί σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ότι το άνοιγμα λογα­
ριασμού ενός πελάτη σε τραπεζικό κατάστημα μακριά από τον τρόπο κατοικίας ή επαγ­
γελματικής εγκαταστάσεως είναι κάτι ασυνήθιστο ή περίεργο, ιδιαίτερα όταν τα ποσά και η
κινητικότητα του λογαριασμού δεν δικαιολογείται από την συναλλακτική εικόνα και τη δε­
δηλωμένη οικονομική επιφάνεια του πελάτη.
Πράγματι, από τη μελέτη του φαινομένου διεθνώς, διαπιστώνεται ότι
χρηματοπιστωτικές συναλλαγές το ύψος των οποίων βρίσκεται σε προφανή δυσαναλογία
με την εικαζόμενη οικονομική επιφάνεια των πελατών, όπως αυτή σχηματοποιείται και
προκύπτει λογικά από τη συναλλακτική εικόνα που δίνει κάθε συναλλασσόμενος στην
Τράπεζα, είναι συνήθως και βασίμως ύποπτες με τη προαναφερόμενη έννοια.
Άλλες τέτοιες περιπτώσεις από τη πρακτική των τραπεζικών συναλλα­
γών είναι ενδεικτικά και οι εξής:
1) Παρατηρείται ότι κάποιος τραπεζικός λογαριασμός αποκαλύπτει για αρκετό χρονικό
διάστημα μια συστηματική προσπάθεια μειώσεως των ποσών των χρεώσεων και πιστώ­
σεων του, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από την επαγγελματική ιδιότητα του πελάτη, αλ­
λά αντίθετα διαπιστώνεται ότι η συμπεριφορά αυτή ακολουθείται γιατί προφανώς αυτός
προσπαθεί να μη δώσει την εντύπωση ότι το συνολικό ύψος των διακινούμενων ποσών
είναι μεγάλο. Η διαδεδομένη αυτή πρακτική συνιστά το αυστηρό ποινικό αδίκημα δόλιας
διαρθρώσεως των συναλλαγών.
2) Χωρίς να υπάρχουν εμπορικές ή άλλες οικονομικές σχέσεις και εύλογες αιτίες που να
δικαιολογούν ορισμένου είδους χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, παρατηρείται συχνή α­
ποστολή στο εξωτερικό κεφαλαίων σε συνάλλαγμα είτε με τη μεταφορά ξένων νομισμά­
8
των είτε με τραπεζικές επιταγές, κ.λ.π. Αντίστροφα διαπιστώνεται συχνή παραλαβή πο­
σών από το εξωτερικό χωρίς να δικαιολογούνται οι σχετικές συναλλαγές.
3) Παρατηρείται συχνή πραγματοποίηση συναλλαγών με μετρητά σημαντικού ύψους, χω­
ρίς η επαγγελματική δραστηριότητα ή ιδιότητα του πελάτη να δικαιολογεί το πλήθος και το
είδος των συγκεκριμένων συναλλαγών.
4) Διαπιστώνεται σε μια περίπτωση ότι γίνεται συστηματική χρήση μέσων πληρωμής τα
οποία σπάνια συνηθίζονται στο πλαίσιο μιας ορισμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας,
όπως όταν κατατίθενται μετρητά σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί μια επιχείρηση η
οποία συναλλάσσεται συνήθως, αν όχι αποκλειστικά, με συναλλαγματικές και με μετα­
χρονολογημένες επιταγές.
5) Εξακριβώνεται ότι κάποιος πελάτης αρχίζει να συναλλάσσεται και κυρίως να δέχεται ή
και να αποστέλλει ποσά χρημάτων από και χώρες που είτε παράγουν και διακινούν ναρ­
κωτικά , είτε αναπτύσσουν ή υποθάλπουν τρομοκρατικές ενέργειες και το λαθρεμπόριο
όπλων, είτε είναι γνωστά εξωχώρια ή υπεράκτια κέντρα.
Όπως τονίζεται και σε άλλα σημεία του παρόντος κειμένου, κριτήρια
όπως τα προτασσόμενα ναι μεν πιθανολογούν και χαρακτηρίζουν μια συναλλακτική συ­
μπεριφορά ως ύποπτη, αλλά αυτό δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι η συγκεκριμένη χρημα­
τοπιστωτική συναλλαγή υποκρύπτει απόκτηση ή διακίνηση κεφαλαίων εγκληματικής προελεύσεως. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται οι υπάλληλοι και τα διευθυντικά στελέχη των
χρηματοπιστωτικών οργανισμών, στους οποίους ο νομοθέτης αναθέτει το εξαιρετικά δύ­
σκολο και υπεύθυνο έργο της προλήψεως, να εξακριβώνουν και να επαληθεύουν τις υ­
πόνοιες τους όσο μπορούν με κάθε πρόσφορο μέσο.
Ο τραπεζικός δεν έχει την ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού και γι’ αυ­
τό δεν μπορεί να ασκήσει ειδικά ανακριτικά καθήκοντα και φυσικά δεν μπορεί να χαρα­
κτηρίσει μια συναλλαγή ως ύποπτη με την έννοια του νόμου, ακόμη και όταν αυτή έχει
όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα και συγκεντρώνει όλες τις ενδείξεις παραβιάσεως του νό­
μου. Γι’ αυτό και στηριζόμενος στα υπάρχοντα κριτήρια αναφέρεται υποχρεωτικά στο αρ4·
μόδιο όργανο, εάν με βάση τα κριτήρια αυτά κρίνει ότι η συναλλαγή είναι ασυνήθιστη με
την έννοια που έχουμε ήδη σημειώσει στο παρόν κείμενο. Το αρμόδιο κρατικό όργανο έ­
χει από το νόμο την εξουσία να κρίνει εάν η αναφερόμενη συναλλαγή είναι ή δεν είναι «ύ­
ποπτη» και γι’ αυτό χρειάζεται να επιληφθεί αρμόδιος εισαγγελέας.
Το σύστημα αυτό των αναφορών ασυνήθιστων χρηματοπιστωτικών
συναλλαγών στον αρμόδιο φορέα που θα λειτουργεί σαν φίλτρο ώστε να λειτουργήσει
αποτελεσματικά, αλλά με τις λιγότερες δυνατές ζημιές για τις τράπεζες, τους χρηματοπι­
στωτικούς οργανισμούς και την εθνική οικονομία. Από την πείρα των χωρών που εφαρ­
μόζουν, το σύστημα αυτό προκύπτει ότι το ποσοστό των αναφορών που χαρακτηρίζονται
9
τελικά ως ύποπτες από τον ειδικό φορέα και παραπέμπονται για να αξιολογηθούν και να
κριθούν από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές δεν υπερβαίνει το 15%. Δεν υπάρχει αμφιβο­
λία ότι και στην Ελλάδα θα συμβεί κατ’ ανάγκη το ίδιο. Το μεγαλύτερο μέρος των καλόπι­
στων αναφορών ασυνήθιστων συναλλαγών θα είναι τελικά νόμιμες παρ’ όλα τα ασυνήθι­
στα και περίεργα χαρακτηριστικά τους. Γι’ αυτό θα απαιτηθεί μεγάλη διακριτικότητα, λε­
πτός χειρισμός του όλου θέματος των αναφορών αυτών και τήρηση των διατάξεων περί
τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου με σχολαστικότητα.
2.1 ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΟΥ ΞΕΠΛΥΜΑΤΟΣ
Θα αποτελούσε επικίνδυνη αφέλεια να υποτεθεί ή να ισχυριστεί κάποιος ότι υπάρχει ένας
ενιαίος τρόπος ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Αντίθετα οι μέθοδοι που χρησιμοποιού­
νται είναι άπειροι και δεν αποκλείεται το όλο κύκλωμα της διαδικασίας αυτής να ξεκινά
από την αγορά και την πώληση περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας μέχρι τη διοχέ­
τευση και τη λαβυρινθώδη διαδρομή και το πήγαινε έλα των χρημάτων μέσω ενός πολύ­
πλοκου ιστού νόμιμων διεθνών χρηματοπιστωτικών και άλλων οικονομικών συναλλαγών,
χωρίς να αποκλείεται η παρεμβολή και εμπλοκή των φορολογικών παραδείσων. Αρχικά
στη περίπτωση της διακινήσεως των ναρκωτικών και ορισμένων άλλων εγκλημάτων,
όπως π.χ. είναι οι ληστείες, διαπιστώθηκε πράγματι στις ΗΠΑ ότι οι πρόσοδοι λαμβάνουν
συνήθως τη μορφή των μετρητών χρημάτων σε μικρή ονομαστική αξία. Το χρήμα αυτό
χρειάζεται να εισέλθει στο χρηματοπιστωτικό σύστημα κατά οποιοδήποτε τρόπο έτσι ώ­
στε να μειωθεί ο όγκος του και γενικά να λάβει μια μορφή απαιτήσεως κατά της τράπεζας
ή άλλου χρηματοπιστωτικού οργανισμού προκειμένου να διευκολυνθεί η μεταφορά του
και η περαιτέρω προσπάθεια, αλλαγής ταυτότητας και της νομιμοποιήσεως του. Αρκετές
φορές το «καθαρό» αυτό χρήμα είτε χρησιμοποιείται σε νόμιμες και παράνομες επιχειρή­
σεις του οργανωμένου εγκλήματος, είτε ανακυκλώνεται παραπέρα και δεν αποκλείεται να
χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση νόμιμων επιχειρηματικών σχεδίων ή και των ελ­
λειμμάτων του δημοσίου τομέα ή για τον εξωτερικό δανεισμό ορισμένων χωρών. Παρά
την απίστευτη ποικιλία μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τη νομιμοποίηση εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες, ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται συνήθως σε τρία τεχνι­
κά στάδια, καθένα από τα οποία έχει τα δικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα και μπορεί
να αποτελείται από πολλές συναλλαγές. Τα στάδια αυτά που μπορεί να εμφανίζονται το
10
ένα μετά το άλλο ή μπορεί να επικαλύπτονται ή να συμπίπτουν χρονικά και λειτουργικά ή
να χαρακτηρίζονται από διαφορετικές ακολουθίες και παραλλαγές είναι τα εξής:
1) Το στάδιο της τοποθετήσεως ή της καταθέσεως, του βρώμικου χρήματος σε ένα
πιστωτικό ίδρυμα.
2) Το στάδιο των πολλών και ποικίλων συναλλαγών ή το στάδιο της διαστρωματώσεως
των συναλλαγών, κατά το οποίο εφαρμόζεται ένα σχέδιο ενεργειών, με τις οποίες απο­
σκοπείτε ο αποχωρισμός των εσόδων εγκληματικής προελεύσεως από τη παράνομη πη­
γή τους μέσω δημιουργίας ενός πολύπλοκου ιστού χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Οι
πράξεις αυτές γίνονται μόνο και μόνο για να αποκρύψουν την πραγματική προέλευση των
χρημάτων αλλοιώνοντας όποια ύποπτα στοιχεία μπορεί να εντοπίσουν οι αρμόδιες αρχές
και παρέχοντας έτσι την επιθυμητή ανωνυμία στο δικαιούχο του λογαριασμού.
4) Το στάδιο της ολοκληρώσεως της όλης διαδικασίας του ξεπλύματος, κατά το οποίο
το βρώμικο χρήμα αποκτά τη σκοπούμενη νομιμοφάνεια έτσι ώστε να δίνεται η εντύ­
πωση ότι προέρχεται από κανονική επένδυση, αποταμίευση και αξιοποίηση διαθέσι­
μων κεφαλαίων ή από ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων ή από άλλη νόμιμη αί­
τια.
Κατά το στάδιο της ενάρξεως της διαδικασίας του ξεπλύματος, η εγκληματική προέ­
λευση των εσόδων μπορεί να εντοπιστεί πολύ ευκολότερα στα σημεία εισόδου στο χρη­
ματοπιστωτικό σύστημα, ιδιαίτερα όταν τα εξωτερικά γνωρίσματα της σκοπούμενης συ­
ναλλαγής βάσιμα παρέχουν ορισμένες ενδείξεις και στοιχεία, τα οποία ο έμπειρος και
ενημερωμένος τραπεζικός αξιολογεί και κατά τη κρίση του ενεργεί ενημερώνοντας τον
προϊστάμενο του και αυτός το αρμόδιο διευθυντικό στέλεχος σε κάθε πιστωτικό ίδρυμα.
Εννοείται ότι το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας δημιουργείται όταν η κατάθεση του
βρώμικου χρήματος δεν εντοπιστεί όποτε αρχίζει η διαστρωμάτωση των συναλλαγών, για
να χαθούν τα ίχνη όσο γίνεται περισσότερο ως προς την προέλευση των διαφόρων πο­
σών της καταθέσεως. Οπωσδήποτε κατά το στάδιο αυτό η ιχνηλάτηση είναι κατά πολύ
δυσκολότερη, όχι όμως και αδύνατη, όταν τηρούνται οι διατάξεις του νόμου ως προς τον
εσωτερικό έλεγχο, την εξακρίβωση των στοιχείων ταυτότητας των πελατών της Τράπε­
ζας, την αρχειοθέτηση των στοιχείων αυτών, των παραστατικών των συναλλαγών, αντι­
γράφων των σχετικών συμβάσεων, μηχανογραφικών δεδομένων κ.ο.κ.
Κύρια επιδίωξη του νομοθέτη σε όλες τις χώρες είναι κάθε χρηματοπιστωτική συναλ­
λαγή να αφήνει ένα «χάρτινο ίχνος». Κατά το τρίτο στάδιο, το βρώμικο χρήμα με αλλαγ­
μένη ταυτότητα και έχοντας αρκετά στοιχεία νομιμοφάνειας είναι ακόμη πιο δύσκολο να
αποκαλυφθεί το αμαρτωλό παρελθόν του. Αλλά και πάλι ο νόμος προνοεί με μια σειρά
διατάξεων ως προς την άρση του τραπεζικού απορρήτου, τη κατάσχεση και τη δήμευση
της περιουσίας, κινητής και ακίνητης, εισάγοντας μάλιστα και σχετικό τεκμήριο υπέρ της
11
οργανωμένης κοινωνίας, αποστερώντας το υλικό κίνητρο από το οργανωμένο έγκλημα.
Γι’ αυτό πρέπει ο ορισμός του ποινικού αδικήματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων μέ­
σω του χρηματοπιστωτικού συστήματος να είναι όσο το δυνατόν ευρύτερος και να περι­
λαμβάνει όλα τα σοβαρά αδικήματα από τη διάπραξη των οποίων δημιουργούνται η παράγονται αυτά τα έσοδα. Με αυτόν τον τρόπο η αρμόδια δικαστική αρχή, αν έχει στοιχεία,
μπορεί να ζητήσει πληροφορίες από τη τράπεζα για τον κατηγορούμενο και να διατάξει το
κλείσιμο των λογαριασμών του ή το μπλοκάρισμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου κ.λ.π.
Στη συνέχεια το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει τις ποινές που προβλέπει ο νό­
μος και επιπλέον να δημεύσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία των υπευθύνων ανεξάρτητα
από ποια πηγή τα απέκτησε. Οπωσδήποτε όμως είναι προτιμότερη η πρόληψη από την
καταστολή γι’ αυτό οι τράπεζες και οι λοιποί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί υποχρεούνται
από το νόμο να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να εντοπίζουν τις επιχειρούμενες πράξεις ξεπλύματος κατά το πρώτο στάδιο.
Σε γενικές γραμμές, τα τρία στάδια της διαδικασίας που ακολουθείται για το ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος συνθέτουν την ακόλουθη εικόνα:
Πρώτο στάδιο
Δεύτερο στάδιο
Τρίτο στάδιο
( Placement)
(Layering)
(Integration)
Α) Κατάθεση μετρητών
Μεταφορά των κεφαλαίων
Πληρωμή συναφθέντων δα­
σε τράπεζες του εξωτερι­ νείων, εισαγωγή εμπορευ­
κού με τηλεγραφικά εμβά­ μάτων ή εξοπλισμού
σματα
Β) Εξαγωγή ή φυσική μετα­ Κατάθεση των μετρητών σε Δημιουργία
περίπλοκων
φορά μετρητών
τράπεζα του εξωτερικού
Γ) Εναλλακτικά τα χρήματα:
Τα είδη μεγάλης αξίας ή τα Τα έσοδα από ρευστοποιή­
χρησιμοποιούνται για αγορά ακίνητα
κ.λ.π.
συναλλαγών
ρευστο- σεις περιουσιακών στοιχεί­
αγαθών μεγάλης αξίας, ακι­ ποιούνται
ων ή νόμιμες επιχειρήσεις
νήτων ή για την εξαγορά ε­
«ξεπλένονται»
πιχειρήσεων
Μια ακόμη διατύπωση είναι ότι σε όλη τη διαδικασία του ξεπλύματος υπάρχουν πράγματι
ορισμένα σημεία στα οποία τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να δείχνουν ιδιαίτερη
προσοχή γιατί σ’ αυτά ακριβώς τα σημεία οι «κερκοπορτες» που είτε ψάχνουν να βρουν οι
επαγγελματίες ξεπλυντές, είτε αυτοί δεν μπορούν να αποφύγουν γιατί είναι υποχρεωτικοί
12
δίοδοι εισαγωγής στο τραπεζικό σύστημα. Τέτοια είναι κυρίως τα σημεία όπου γίνεται η κα­
τάθεση ή τοποθέτηση του βρώμικου χρήμστοςσε ένα πιστωτικό ίδρυμα, οι διασυνοριακές
ροές μετρητών και οι μεταφορές μέσα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ευνόητο είναι
ότι το πρώτιστο μέλημα των τραπεζών είναι η επισήμανση και η ανάλογη επαγρύπνηση
στα ευαίσθητα αυτά σημεία. Υπενθυμίζεται σχετικά ότι υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις πε­
ρίπλοκων οικονομικών εγκλημάτων στα οποία δεν υπάρχουν έσοδα σε μετρητά.
Στην καθημερινή πρακτική, η συνηθέστερη μορφή τραπεζικών συναλλαγών με στόχο το
ξέπλυμα είναι η σώρευση μετρητών σε συγκεκριμένους λογαριασμούς καταθέσεων που
τηρούνται σε πολλά υποκαταστήματα της Τράπεζας, για να ακολουθήσει αμέσως η ηλε­
κτρονική μεταφορά των ποσών στο εξωτερικό με τα σύγχρονα συστήματα πληρωμών.
Διαπιστώνεται δηλαδή η δυνατότητα του οργανωμένου εγκλήματος να μεταφέρει τις τραπε­
ζικές καταθέσεις του ταχύτατα μεταξύ διαφόρων λογαριασμών, με διαφορετικά ονόματα και
σε διαφορετικά νομικά συστήματα ανά τον κόσμο. Επίσης είναι ευρέως γνωστό ότι τα πι­
στωτικά ιδρύματα παρέχουν σήμερα μια μεγάλη ποικιλία χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών,
μέσων και προϊόντων που χρησιμοποιούνται για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος στο δεύ­
τερο και στο τρίτο στάδιο. Ακόμη η αγορά ακινήτων υποθηκικών ομολογιών στη δευτερογε­
νή αγορά των ΗΠΑ και αρκετών άλλων χωρών καθώς και η σύναψη αρκετών άλλων μορ­
φών δανείων προσφέρονται για τη δημιουργία πολύπλοκων σειρών συναλλαγών στο δεύ­
τερο στάδιο.
2.4 ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΞΕΠΛΥΜΑ ΒΡΩΜΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
2.4.1 «ΤΟ ΝΟΘΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ»
Κατά τα τελευταία δέκα χρόνια παρατηρούνται θεμελιώδεις μετατοπίσεις και μεταβολές
σε ότι αφορά τη φύση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος οι οποίες δημιουργούν νέους
κινδύνους και νέα θύματα. Πράγματι, αρχικά οι διεθνείς εμπειρογνώμονές συμπέραναν ότι
το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος αποσκοπούσε μόνο στην απόκρυψη της πηγής του τόπου
και της ιδιοκτησίας των προσόδων από την παραγωγή και διακίνηση ναρκωτικών. Επίσης
δόθηκε η εντύπωση ότι το μεγαλύτερο μέρος των νεκροδολλαρίων κερδιζόταν σε χώρες με
μεγάλα καταναλωτικά κέντρα τέτοιων φαρμάκων, κυρίως στη Βόρεια Αμερική και στη Δυτι­
13
κή Ευρώπη και ότι η μεγάλη μάζα του βρώμικου αυτού χρήματος ξεπλυνόταν κατά κανόνα,
στους εξωχώριους φορολογικούς παραδείσους.
Η εικόνα αύτη σήμερα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Είναι αλήθεια ωστόσο,
ότι οι πρόσοδοι του οργανωμένου εγκλήματος από τα ναρκωτικά και τις ψυχοτροπες ουσίες
συνεχίζουν να αποτελούν το μεγαλύτερο μερίδιο, συχνά και 70% του συνόλου του παρά­
νομου χρήματος. Παραμένει δε πάντοτε το γεγονός ότι η αποτυχία των αρμόδιων αρχών να
αποστερήσουν αυτά τα έσοδα από τα μεγάλα συνδικάτα του εγκλήματος όχι μόνο εξουδε­
τερώνει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του ποινικού δίκαιου, αλλά και ενθαρρύνει την ανά­
πτυξη των συνδικάτων αυτών που αποκτούν πολύ μεγάλη οικονομική δύναμη. Όπως ήταν
αναπόφευκτο η ανάπτυξη αυτή του οργανωμένου εγκλήματος αυτοτροφοδοτείται και η με­
γάλη ισχύς του άρχισε να υπονομεύει και να διαφθείρει τα πολιτικά και τα οικονομικά συ­
στήματα αρκετών χωρών. Επισημαίνεται δε ότι τα θύματα του ξεπλύματος βρώμικου χρή­
ματος δεν περιορίζονται πλέον σε μια μόνο συγκεκριμένη περιοχή του κόσμου, ούτε αφο­
ρούν μόνο ένα πολιτικό-κοινωνικό σύστημα ή μια μόνο κοινωνική τάξη.
Το διεθνές φαινόμενο του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος αποτελεί υποπροϊόν του
τρόπου με τον οποίο εξελίχθηκε η μετά-βιομηχανική οικονομική τάξη που είναι τώρα πα­
γκόσμια, κεφαλαιοκρατική και χωρίς ουσιαστικούς περιορισμούς. Τα ο ερώτημα εδώ τίθεται
πως και γιατί συνέβησαν αυτά. Αρκετές από τις απαντήσεις βρίσκονται στις ακόλουθες συσχετιζόμενες εξελίξεις.
ΠΡΩΤΟΝ: στην απελευθέρωση των διασυνοριακών κινήσεων κεφαλαίων που κατέστησαν
δυνατές με την παγκόσμια τάση προς την ελεύθερη εμπορία των αγαθών κεφαλαίου και
υπηρεσιών. Σε πολλές χώρες αυτή η τάση συνοδεύεται από εντυπωσιακή χαλάρωση των
κανονιστικών ρυθμίσεων που αφορούν τις επενδύσεις στο τραπεζικό χώρο, στα ακίνητα και
στην παροχή των ασφαλιστικών υπηρεσιών. Σήμερα όλα τα σημαντικά νομίσματα είναι
πλήρως μετατρέψιμα και κατά το μεγαλύτερο μέρος έχουν αρθεί οι συναλλαγματικοί περιο­
ρισμοί. Παράλληλα έχουν δημιουργηθεί καινούργιες αγορές χρήματος και κεφαλαίου που
παρέχουν ελκυστικές ευκαιρίες επενδύσεων για κατόχους μεγάλων ποσών σε μετρητά. Εξαιτίας αυτού οι τράπεζες και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν τώρα σημαντική αλ­
ληλεξάρτηση, ενώ τεράστιοι όγκοι χρημάτων αλλάζουν τόπο στιγμιαία μέσω των ηλεκτρονι­
κών μεταφορών κεφαλαίων. Οι μεταφορές αυτές δεν αφήνουν «χάρτινα ίχνη», επομένως
από τη στιγμή που τα κεφάλαια αυτά τοποθετηθούν σε χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, ό­
που ισχύει απόλυτα το τραπεζικό απόρρητο, δεν είναι πλέον δυνατή καμία έρευνα με απο­
τέλεσμά να μη μπορεί να γίνει κανένας έλεγχος για το βρώμικο χρήμα. Έτσι οι οργανωμένοι
εγκληματίες έμαθαν πολύ καλά να ενεργούν όπως οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις,
14
επωφελούμενοι από τις τεχνολογικές και θεσμικές μεταβολές στις διεθνείς οικονομικές συ­
ναλλαγές.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ: ουσιαστικά σήμερα δεν υπάρχουν ανεξάρτητα κράτη που να έχουν τη δυνα­
τότητα να λαμβάνουν αυτόνομες οικονομικές αποφάσεις, γιατί σήμερα ισχύει το πρότυπο
της ολοκληρωμένης διεθνούς δραστηριότητας, το οποίο δεν έχει εθνικά σύνορα, ούτε απαι­
τεί τη τήρηση κάποιων κανόνων, αλλά στηρίζεται στην επιδίωξη του γρήγορου κέρδους. Η
οικονομική ηγεσία δηλαδή, περιήλθε στα χέρια του ιδιωτικού τομέα και οι αγορές απελευ­
θερώθηκαν. Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα, όλες οι επιχειρήσεις να επωφελούνται ανά­
λογα από τη νέα οικονομική τάξη και πολύ περισσότερο το οργανωμένο έγκλημα το οποίο
εκμεταλλεύτηκε το άνοιγμα των αγορών για να αυξήσει τα έσοδά του. Όπως δηλαδή εξελί­
χθηκαν τα πράγματα «το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος είναι το νόθο παιδί της μεταβιομη­
χανικής κοινωνίας».
ΤΡΙΤΟΝ: το άνοιγμα των αγορών είχε σαν αποτέλεσμα την κατάργηση των περιοριστικών
κανόνων στη λειτουργία των επιχειρήσεων όλων των κλάδων της οικονομικής δραστηριό­
τητας. Κάθε απόπειρα τώρα για επιστροφή στο παρελθόν έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη
γενική τάση και προβάλλεται έντονη αντίσταση κυρίως από τον επιχειρηματικό κόσμο. Η
αντίσταση αυτή μπορεί να σταματήσει μόνο όταν γίνει κατανοητό ότι το ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος αποτελεί σημαντική απειλή για την επιχειρηματική κοινότητα.
ΤΕΤΑΡΤΟΝ: πρέπει να ληφθεί υπόψη η ώθηση που δόθηκε στην ανάπτυξη και τη διεύ­
ρυνση των δραστηριοτήτων του οργανωμένου εγκλήματος, από την κατάρρευση της πρώ­
ην Σοβιετικής Ένωσης και την οικονομική αναρχία που ακολούθησε το μεγαλύτερο μέρος
της Ανατολικής Ευρώπης. Οι εγκληματίες αντιλήφθηκαν αμέσως ότι τα μεγαλύτερα κέρδη
επιτυγχάνονται με την εκμετάλλευση των κυρίως αδύνατων ή ανύπαρκτων κυβερνητικών
ελέγχων στις «αναδυόμενες οικονομίες».
Από την μελέτη των πλέον αυθεντικών πηγών, όπως είναι οι σχετικές εκθέσεις του Υπουρ­
γείου Εξωτερικών των ΗΠΑ και των διεθνών εμπειρογνωμόνων της «Ομάδας Κρούσεως»
του ΡΑΤΡ, προκύπτουν τα ακόλουθα:
15
1) Πολλοί ξεπλυντές μετατοπίζουν τη δραστηριότητα τους από τις χώρες, όπου λήφθηκαν
μέτρα εποπτείας και ελέγχου για τις εγκληματικές δραστηριότητες σε χώρες
που δεν έχουν σχετική νομοθεσία. Ο αριθμός των χωρών αυτών ανέρχεται στον 60
και οι περισσότερες από αυτές τις χώρες έχουν ανάγκη από ξένα κεφάλαια.
2) Υπάρχουν παρατράπεζες, κυκλώματα τοκογλυφίας, δίκτυα παραοικονομίας, παραε­
μπόριο και στις περισσότερες ασιατικές χώρες ή στις κοινότητες των ασιατών στην
Αμερική και στην Ευρώπη, υπάρχουν ανεπίσημα τραπεζικά συστήματα που βρίσκο­
νται έξω από κάθε κρατική εποπτεία και έλεγχο.
3) Δημιουργήθηκε μια τάξη ειδικών που χρησιμοποιούν πολύπλοκες τεχνικές για το ξέ­
πλυμα βρώμικου χρήματος. Οι επαγγελματίες αυτοί αμείβονται με ποσοστά που κυ­
μαίνονται από 8% μέχρι και 20%, ανάλογα με την έκταση και το είδος των προσφερόμενων υπηρεσιών τους καθώς και σε συνάρτηση με το ύψος των κεφαλαίων που
νομιμοποιούνται.
4) Διαφοροποιήθηκε πολύ ο σκοπός και ο γενικότερος ρόλος των εξωχώριων χρημα­
τοπιστωτικών κέντρων, αφού αρκετά από αυτά παρεμβάλλονται ενεργά και αποτε­
λεσματικά στην όλη διαδικασία του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
5) Η τάση για τη χαλάρωση και την άρση της κρατικής παρεμβάσεως στην οικονομική
ζωή είχε και τα αρνητικά της αποτελέσματα, γιατί παντού οι κυβερνήσεις δημιούργη­
σαν νέες ευκαιρίες για το ξέπλυμα χρημάτων, όπως είναι η κατάργηση των περιορι­
στικών κανόνων, στην παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και γενικά η ενθάρ­
ρυνση των επενδύσεων χωρίς ιδιαίτερο έλεγχο ως προς την προέλευση των κεφα­
λαίων.
2.4.2. ΤΟ ΞΕΠΛΥΜΑ ΒΡΩΜΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Σήμερα αρκετά στοιχεία και δεδομένα που επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η νομιμο­
ποίηση των Εσόδων από τις παράνομες δραστηριότητες έχει καταστεί πρόβλημα με
παγκόσμιες διαστάσεις και συνέπειες. Το μέγεθος και η έκταση των παράνομων δρα­
στηριοτήτων αποφέρει στο οργανωμένο έγκλημα τόσο μεγάλα έσοδα ώστε αυτό με τη
δύναμη που έχει αποκτήσει απειλεί τη παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα. Στις μι­
κρότερες χώρες είναι σε θέση να στρεβλώσει σημαντικά ορισμένες μεταβλητές όπως εί­
ναι τα επιτόκια και οι τιμές συναλλάγματος καθώς και τα στατιστικά μεγέθη του ισοζυγί­
ου πληρωμών και να οδηγήσει έτσι στη χάραξη και εφαρμογή λανθασμένης μακροοικο­
νομικής πολιτικής.
16
Πολύ συχνά εττισημαίνεται η ανάγκη για μια συστηματική έρευνα σε βάθος για τη
δια­
φθορά στην οικονομική και κοινωνικό-ττολιτική ζωή και της φοροδιαφυγής σε μεγάλη κλίμα­
κα. Συχνά η φοροδιαφυγή είναι συνέπεια και αποτέλεσμα ξεπλύματος προϊόντων εγκλημα­
τικών πράξεων, ενώ είναι αποδεδειγμένο ότι πολλά έσοδα από τις δραστηριότητες της υ­
πόγειας οικονομίας αποτελούν κεφάλαια που χρειάζεται να νομιμοποιηθούν. Ακόμη οι ίδιες
χώρες που διευκολύνουν τη μεγάλη φοροδιαφυγή και κυρίως οι «φορολογικοί παράδεισοι»,
διευκολύνουν και την πρακτική του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
ΓΓ αυτό και υποστηρίζεται ότι τα μέτρα περιστολής της φοροδιαφυγής συντελούν αξιό­
λογα στην καταστολή του ξεπλύματος γιατί το δυσκολεύουν πολύ ή το καθιστούν πιο δα­
πανηρό και αντίστροφα.
Οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί δεν μπορούν πλέον να αγνοούν ή να ολιγω­
ρούν όταν έρχονται αντιμέτωποι με το σοβαρό πρόβλημα της νομιμοποιήσεως των εσόδων
από τις παράνομες δραστηριότητες οι οποίες διαφθείρουν τις νόμιμες λειτουργίες των κυ­
βερνήσεων και αποσταθεροποιούν την παγκόσμια οικονομία.
Αρκετές βέβαια είναι οι χώρες οι οποίες ενθαρρύνουν την προσέλκυση κεφαλαίων ύπο­
πτης προελεύσεως ή δεν έχουν νομοθεσία και τρόπους να εμποδίσουν την εισροή κεφα­
λαίων ή απλά έχουν μεγάλη ανάγκη για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων ανάπτυξης και
προσπαθούν να επωφεληθούν από ξένα κεφάλαια, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις αρνητι­
κές επιπτώσεις από δανεισμούς βρώμικου ή τοκογλυφικού χρήματος. Οι αρμόδιες αρχές
που έχουν την ευθύνη της συνάψεως και διαχειρίσεως εξωτερικών κρατικών δανείων αντι­
μετωπίζουν σήμερα τη πρόκληση αυτή, δηλαδή πώς να περιορίσουν και να αποκλείσουν
τις δραστηριότητες του ξεπλύματος κεφαλαίου, ύποπτης προελεύσεως, χωρίς να εμποδί­
σουν τις νόμιμες κινήσεις κεφαλαίων. Οταν διεξάγονται οι συζητήσεις για την κατάργηση
των συναλλαγματικών και άλλων περιορισμών στην ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων στην
Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδόν κανένας δεν έλαβε σοβαρά υπόψη το παράγοντα αυτό. Σήμερα
θα ήταν κρίμα αν η διαδεδομένη πρακτική της νομιμοποιήσεως εσόδων από τις εγκληματι-1
κές δραστηριότητες ενθάρρυνε και δημιουργούσε κλίμα επιστροφής στους ελέγχους και
περιορισμούς των κινήσεων κεφαλαίων.
17
2.4.3. ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΛΗΨΕΩΣ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΩΝ ΚΑΙ
ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Τα συνηθέστερα επιχειρήματα που προβάλλονται εναντίον της λήψεως νομοθετικών και
άλλων μέτρων κατά της πρακτικής του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος είναι:
ΠΡΩΤΟΝ: το χρήμα δεν έχει οσμή και έχει πάντα τα ίδια λειτουργικά χαρακτηριστικά, ανε­
ξάρτητα από το αν προέρχεται από εγκληματικές πράξεις ή από νόμιμες πηγές και αιτίες.
Ποιος λοιπόν είναι ο λόγος της επιβολής κανόνων δικαίου για την πρόληψη και καταστολή
της πρακτικής του ξεπλύματος παράνομου χρήματος που προέρχεται από το εξωτερικό;
Εάν το χρήμα αυτό πράγματι έχει εγκληματική προέλευση και έρχεται να νομιμοποιηθεί μέ­
σω του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος ποια είναι η βλάβη ή η ζημιά στη χώρα μας;
ΔΕΥΤΕΡΟΝ: αντίθετα μια χώρα μπορεί να χρειάζεται τα ξένα κεφάλαια για την οικονομική
της ανάπτυξη και γι’ αυτό επιθυμεί να δημιουργήσει την κατάλληλη χρηματοπιστωτική υπο­
δομή, να αυξήσει το εισόδημα και τις θέσεις απασχολήσεως. Μήπως όμως λαμβάνοντας
μέτρα κατά του ξεπλύματος εμποδίζεται η ενέργεια επενδύσεων και η ανάπτυξη του χρημα­
τοπιστωτικού συστήματος και επιπλέον έχούμε το πρόσθετο κόστος της εφαρμογής των
μέτρων αυτών.
ΤΡΙΤΟΝ: άλλοι πάλι δέχονται ότι το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος είναι παράνομη πρακτι­
κή, αλλά τονίζουν το γεγονός ότι βρίσκονται σε αδήριτη οικονομική ανάγκη και γι’ αυτό δεν
είναι σε θέση να προτείνουν τη λήψη προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων προς το πα­
ρόν. Ακούγεται το επιχείρημα: «Τώρα έχουμε άλλες προτεραιότητες. Ας αναπτύξουμε πρώ­
τα την οικονομία μας, ας καλύψουμε τα ελλείμματα της δημοσιονομικής διαχειρίσεως και
μετά βλέπουμε πως θα σταματήσουμε τη ροή του παράνομου χρήματος στη χώρα μας».
ΤΕΤΑΡΤΟΝ: υπάρχει και η άποψη κατά την οποία η λήψη μέτρων κατά της πρακτικής της
νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σημαίνει πρόσθετους κανόνες,
διαδικασίες, περιορισμούς και μηχανισμούς εφαρμογής του νόμου, πράγμα που έρχεται σε
18
αντίθεση με τη φιλοσοφία των ελέγχων και των περιορισμών στις χρηματοπιστωτικές συ­
ναλλαγές σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
ΠΕΜΠΤΟΝ: συχνά προβάλλεται και η αντίρρηση ότι η εφαρμογή μέτρων κατά του ξεπλύ­
ματος βρώμικου χρήματος δημιουργεί αυτόματα σοβαρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα για
την εθνική οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Το πρώτο επιχείρημα ότι το χρήμα είναι χρήμα ανεξάρτητα από τη πηγή ή τη προέλευ­
ση του . Ίσως οι φορολογικές αρχές να κρίνουν και σήμερα ακόμη ότι δεν υπάρχει διαφορά
μεταξύ της φορολογήσεως του εισοδήματος που προέρχεται από νόμιμη ή παράνομη πη­
γή. Οπωσδήποτε όμως υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του προϊόντος εγκληματικών πρά­
ξεων και του χρήματος από νόμιμες δραστηριότητες.
Σήμερα το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος απειλεί όσο ποτέ άλλοτε τη λειτουργία του διε­
θνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι χώρες που δεν λαμβάνουν μέτρα και ενθαρρύ­
νουν την ελεύθερη εισροή χρημάτων παράνομης προελεύσεως παραδίδονται αμαχητί στο
οργανωμένο έγκλημα. Χτυπητό παράδειγμα είναι ο Παναμάς. Η αυστηρότατη νομοθεσία
περί τραπεζικού απορρήτου και άλλες διευκολύνσεις τράβηξε σαν μαγνήτης τα ναρκοδολλάρια από το εμπόριο της κοκαΐνης. Η άλωση του τραπεζικού συστήματος από το οργανω­
μένο έγκλημα, έφτασε μέχρι του σημείου ώστε ο ίδιος ο πρωθυπουργός να έχει τη δική του
τράπεζα, ώστε να ξεπλένεται το βρώμικο χρήμα που μεταφερόταν από τις ΗΠΑ στο Πανα­
μά. Είναι αδιανόητο σήμερα μια χώρα να ενεργεί αντίθετα προς την κοινή αντίληψη της
διεθνούς κοινωνίας περί δικαίου ή αδίκου. Και μόνο το περιβάλλον της πολιτικό-κοινωνικής
διαφθοράς που δημιουργεί το χρήμα αυτό είναι αρκετό για να πείσει ότι η λήψη μέτρων κα­
τά του ξεπλύματος υπαγορεύει πρώτιστα από το συμφέρον της κοινωνίας και της ποινικής
δικαιοσύνης. Η λήψη των μέτρων αυτών επιβάλλεται να γίνει έγκαιρα γιατί εάν προχωρήσει
η υπονόμευση θεσμών και η διαφθορά των ανθρώπων που υπηρετούν την έννομη τάξη
τότε είναι δυσκολότερη αντιμετώπιση του όλου προβλήματος. Το οργανωμένο έγκλημα
διαθέτει τεράστιο πλούτο και μέσα εξαναγκασμού για να πείσει τους απρόθυμους είτε να
συνεργαστούν, είτε να παύσουν να παρεμβάλλουν εμπόδια στους άνομους σκοπούς του.
Ως προς το δεύτερο αντεπιχείρημα, ότι δηλαδή απειλείται να οδηγηθεί σε αποτυχία η
πολιτική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας, από τη λήψη θεσμικών και άλλων μέτρων κα­
τά του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, είναι δυνατόν να τονισθούν τα ακόλουθα:
Οι κίνδυνοι που απειλούν μια χώρα από τη διαφθορά και την υπονόμευση της εμπιστο­
σύνης του κοινού στο χρηματοπιστωτικό της σύστημα είναι πολύ μεγαλύτεροι και οι αρνητι­
κές επιπτώσεις πολύ σοβαρότερες από τα ενδεχόμενα οφέλη που μπορούν να αντληθούν
19
με τον δανεισμό και την εξάρτηση από δανειακά κεφάλαια ύποπτης προελεύσεως. Τα χρη­
ματοπιστωτικά ιδρύματα αποτελούν ξεχωριστό στόχο των συνδικάτων του οργανωμένου
εγκλήματος για τον ευνόητο λόγο ότι μέσω αυτών διευκολύνεται η νομιμοποίηση των εσό­
δων του και η παραπέρα ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του. Γι’ αυτό συστηματικά επιδιώ­
κεται η μύηση τραπεζικών υπαλλήλων και διευθυντικών στελεχών ή ο έλεγχος και η εξαγο­
ρά τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Αυτό συνέβη για παράδειγμα
στη Ρωσία όπου το πρόβλημα είναι πλέον πολύ σοβαρό και δύσκολο για την κυβέρνηση να
το επιλύσει, καθώς το νεότευκτο τραπεζικό σύστημα της χώρας ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό
από τη ρώσικη μαφία.
Σοβαροί κίνδυνοι ελλοχεύουν και όταν ορισμένοι φορείς χρηματοπιστωτικού συστήματος
συνεργάζονται παθητικά με το οργανωμένο έγκλημα.
Αυτό μπορεί κάλλιστα να συμβεί όταν η διοίκηση ή τα διευθυντικά στελέχη και οι υπάλλη­
λοι ενός πιστωτικού ιδρύματος ή ενός χρηματοπιστωτικού οργανισμού «κλείνουν τα μάτια «
σε ότι αφορά την πηγή των κεφαλαίων και δεν τηρούν τις διατάξεις του νόμου σχετικά με
τον εντοπισμό και την αναφορά των ύποπτων συναλλαγών στον αρμόδιο φορέα.
2.4.4. ΟΧΙ ΣΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΥΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΕΩΣ
Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι καθώς λαμβάνονται μέτρα και εφαρμόζονται ολοένα αυ­
στηρότεροι κανόνες και έλεγχοι στα γνωστότερα και μεγάλα χρηματοπιστωτικά κέντρα, οι
ειδικοί που μισθώνουν τις υπηρεσίες τους στις πολυεθνικές επιχειρήσεις του εγκλήματος,
μετατοπίζουν την προσοχή τους στα αναπτυσσόμενα κέντρα συναλλαγών όπου δεν υπάρ­
χει νομοθεσία για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή η υπάρχουσα νομοθεσία εφαρμόζεται χαλαρά και δεν υπάρχουν εξειδικευμένοι φορείς και ανάλογη
πείρα για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου.
Οι άνθρωποι αυτοί εκμεταλλεύονται κατά τον καλύτερο τρόπο την ανομοιομορφία και
την ανυπαρξία της νομοθεσίας στα επιμέρους κράτη καθώς και το χαμηλό βαθμό της συ­
νεργασίας μεταξύ των διωκτικών, δικαστικών και εποπτικών αρχών σε διεθνές επίπεδο.
Η διερεύνηση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κατά τη χάραξη της πολιτικής οικονομι­
κής ανάπτυξης απαιτείται να υπάρχει μακροπρόθεσμη προοπτική και να λαμβάνεται σοβα­
ρά υπόψη η προέλευση και η ποιότητα των πηγών χρηματοδοτήσεως των σχετικών προ­
γραμμάτων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εμπιστοσύνη του συναλλασσόμενου και επενδυ­
τικού κοινού στα επιμέρους χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εξαρτάται καθοριστικά από την
πίστη ότι αυτά λειτουργούν σύμφωνα με προκαθορισμένα νόμιμα και υψηλά πρότυπα ε­
παγγελματικής συμπεριφοράς και δεοντολογίας. Το ηθικό κύρος, η αξιοπιστία και η καλή
20
φήμη μιας τράπεζας είναι το πολυτιμότερο κεφαλαίο και ενεργητικό της. Γι’ αυτό η απόηχοι
ή ψίθυροι και δημοσιεύματα ή γεγονότα ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα ένας χρηματοπιστωτικός
οργανισμός διευκόλυνε συνεργάστηκε με κάποιο δίκτυα σε ορισμένε περίπτωσης νομιμοποιήσεως εσοχών, οδηγεί πάντοτε σε μεγάλες ζημίες και στην αποσταθεροποίηση του
χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Στις διεθνείς χρηματαγορές εφαρμόζονται ορισμένοι άτυπη κανόνας τους οποίους οι
κυβερνήσεις και εποπτικές αρχές οφείλουν να σέβονται αν επιθυμούν πράγματι να προά­
γουν το συμφέρον του τόπου και της κοινωνίας που υπηρετούν .Εάν μια χωρά αποκτήσει
τη φήμη ότι διευκολύνει με διάφορους τόπους το ξέπλυμα χρήματος, τότε υφίσταται σοβα­
ρές συνέπειες και ανυπολόγιστες ζημίες που οπωσδήποτε εξαφανίζουν τα οποία πρόσκαι­
ρα οφέλη από μια τέτοια στάση. Κατά πρώτο λόγγο η χώρα αυτή υφίσταται τις συνέπειες
του «νόμου του Γκρέσαμ»,σύμφωνα με τον οποίο το κακό χρήμα διώχνει το καλό χρήμα
.'Ετσι ,στη χώρα αυτή προσελκύονται τα κεφάλαια ύποπτης προελεύσεως ,αλλά απωθείται
το νόμιμο χρήμα .Φυσικά κάτι τέτοιο βλάπτει όχι μόνο τη διεθνή θέση της χώρας και την
αξιοπιστία του τραπεζικού της συστήματος ,αλλά και ολόκληρη την προσπάθεια της οικο­
νομικής ανάπτυξης.
Οι χώρες μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης και ευρύτερα τα κράτη μέλη του οργανισμού οι­
κονομικής συνεργασίας και ανάπτυξης ,μαζί με τους σημαντικότερους διεθνείς οργανι­
σμούς, αλλά και χρηματοπιστωτικά κέντρα όπως το Χονγκ Κονγκ και Σιγκαπούρη μετέχουν
ενεργά και συνεργάζονται αποτελεσματικά στη λήψη μέτρων για την καταπολέμηση της
διεθνούς πρακτικής του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος γιατί πιστεύουν ότι αυτό επιβάλλε­
ται από το κοινό συμφέρον όλων και διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο προστατεύεται η κοινωνία
κατά του οργανωμένου εγκλήματος. Μεταξύ των μέτρων αυτών είναι η ενίσχυση της διε­
θνούς συνεργασίας και η αποτροπή της περαιτέρω διεισδύσεως των παράνομων επιχειρή­
σεων του τελευταίου στην εθνική και διεθνή οικονομά. Οι νόμιμες επιχειρήσεις χρησιμεύουν
ως αγωγοί των δραστηριοτήτων νομιμοποιήσεως των εσόδων από παράνομες πράξεις
/
,αφού έτσι επιτυγχάνεται η ανάμειξη βρώμικου χρήματος με το νόμιμο.
2.5 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΚΑΙ
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ
Το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος ενθαρρύνει την ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλή­
ματος που αν αφεθεί ανεξέλεγκτο και ασύδοτο μπορεί να οδηγήσει σε υπονόμευση της έννομης τάξεως των ηθικών αξιών και ακόμη των κοινωνικοπολιτικών θεμελίων της χώρας
21
Οπωσδήποτε είναι εχθρικό προς τις αρχές της υγιούς οικονομικής ανάπτυξης καθώς και
της απελευθερώσεως και του εκσυγχρονισμού ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος .Η
λήψη και η συνειδητή εφαρμογή μέτρων κατά της νομιμοποιήσεως των εσόδων από εγκλη­
ματικές δραστηριότητες παρά το κόστος που συνεπάγεται για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύ­
ματα συνιστά πολύ σημαντικό παράγοντα για την ανάπτυξη και προστασία του χρηματοπι­
στωτικού συστήματος μιας χώρας.
Είναι εξακριβωμένο ότι καθώς θεσπίζονται και εφαρμόζονται συστηματικά και αυστηρά
μέτρα κυρίως στα ανεπτυγμένα χρηματοπιστωτικά κέντρα οι ενδιαφερόμενοι για το ξέπλυ­
μα του παράνομου χρήματος στρέφουν την προτίμηση τους στις χώρας όπου δεν υπάρχει
σχετική νομοθεσία καθώς και στις χώρες που προσπαθούν να αναπτύξουν το τραπεζικά
τους σύστημα και γι’ αυτό καταργούν το αυστηρό συναλλαγματικό καθεστώς και ανοίγουν
την οικονομία τους στον ξένο ανταγωνισμό. Όλες αυτές οι χώρες επιβάλλεται να λάβουν τα
κατάλληλα στη περίπτωσή τους μέτρα για να αντιμετωπίσουν την εισβολή του βρώμικου
χρήματος. Τα μέτρα αυτά δεν έρχονται σε αντίθεση ούτε με την ελευθερία των συναλλαγών,
αλλά ούτε και με τα άλλα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά ούτε και έχουν και δυσμενή επί­
πτωση στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου. Αντίθετα, ένα σωστό χρηματοπιστωτικό κέ­
ντρο μπορεί να δημιουργηθεί και να ευημερήσει μακροπρόθεσμα ώστε το βρώμικο χρήμα
να μην είναι ευπρόσδεκτο.
Φυσικά χρειάζεται να καταβληθεί συνειδητή προσπάθεια για να επιτευχθεί αυτό. Βρα­
χυπρόθεσμα φαίνεται ότι η εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής είναι εξαιρετικά αβέβαιη, απο­
τελεσματική και ταυτόχρονο δαπανηρή.
Πρέπει επίσης να συνειδητοποιηθεί από όλους ότι το κόστος του συνόλου θα είναι ασύ­
γκριτα μεγαλύτερο αν δεν ληφθούν μέτρα κατά της νομιμοποιήσεως των κεφαλαίων από
εγκληματικές δραστηριότητες. Πράγματι σε μια χώρα που δέχεται τα κεφάλαια αυτά ανυ­
ποψίαστα, θα υποστεί αργά ή γρήγορα το μεγάλο κόστος και τις ακριβές συνέπειες της α­
περισκεψίας της από τη διαφθορά και την άλωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τη
διείσδυση του οργανωμένου εγκλήματος στην οικονομική ζωή και την υπονόμευση της κοι­
νωνίας και των πολιτικών ακόμη θεσμών της χώρας.
22
Τ Ε I
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
ΤΜΗΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΩΝ & ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ
ΤΟ ΝΕΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΑΔΙΚΗΜΑ
3.1 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Είναι ολοφάνερο ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση ενός τόσο σύνθετου και δύσκολου
διεθνούς προβλήματος δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση. Οι διεθνείς οργανισμοί τονίζουν
ότι οποιαδήποτε αποτελεσματική προσέγγιση στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος απαιτεί μια
ολοκληρωμένη πολιτική που αποσκοπεί στον εντοπισμό και την εφαρμογή των κατάλλη­
λων μέτρων. Το νέο ποινικό αδίκημα της νομιμοποιήσεως των εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες δεν είναι ένα από τα πιο σοβαρά ποινικά αδικήματα. Οι ποινικολόγοι έχουν
αιφνιδιαστεί με την πολυπλοκότητα του προβλήματος αυτού με αποτέλεσμα να λαμβάνουν
αρνητική θέση ακόμη και με την συνταγματικότητα των μέτρων που συνεπάγεται η εφαρ­
μογή του καινούργιου ποινικού αδικήματος.
Ποια ακριβώς είναι η αντικειμενική υπόσταση του ποινικού αδικήματος της «νομιμοποιήσεως των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες»; Το αδίκημα αυτό είναι στιγμιαίο;
Κρίνεται και τιμωρείται κατά συρροή με τα συναφή εγκλήματα από τη διάπραξη των οποίων
προέρχονται τα έσοδα που νομιμοποιούνται;
Τέτοια ερωτήματα δημιουργούνται πολλά, αλλά από τη στιγμή που συμφωνεί κάποιος
/ια τη σκοπιμότητα και το αναπόφευκτο της ποινικοποιήσεως της διεθνούς πρακτικής του
ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, οι οποίες αντιρρήσεις στο θεωρητικό πεδίο για το και­
νούργιο θεσμό πρέπει να αποσκοπούν στη βελτίωση του υπάρχοντος νόμιμου πλαισίου
<αι να μη αφήνουν να εννοηθεί ότι η σχετική νομοθεσία είναι τόσο ελλιπής και ίσως και α­
ντισυνταγματική ώστε δεν πρόκειται να εφαρμοσθεί. Αναμένεται ότι ή νομολογία των ελλη­
νικών δικαστηρίων, όπως συνέβη και σε άλλες χώρες όπου εφαρμόζεται ήδη από καιρό η
νομοθεσία για την πρόληψη και καταστολή του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος θα υποδεί­
ξει τα κενά και τις ενδεχόμενες διορθώσεις και προσαρμογές που επιβάλλεται να γίνουν στο
σχύον πλαίσιο αρχών και κανόνων.
23
3.2 Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Αναμφισβήτητα η μάχη με το οργανωμένο έγκλημα δεν είναι απλή υπόθεση. Πρώτα
απ’ όλα προϋποθέτει προσεκτική μελέτη και κατά δεύτερο χρειάζεται όλοι οι υπεύθυνοι πολιτικό-κοινωνικοί παράγοντες και οικονομικοί φορείς, ιδιαίτερα οι τράπεζες και οι χρηματο­
πιστωτικοί οργανισμοί, να επιτελέσουν σωστά τον καινούργιο ρόλο που τους αναθέτει ο
νόμος για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Οι φορείς του τραπεζικού και του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού συστήματος έχούν αναλάβει την αποστολή της προλήψεως και της στενής συνεργασίας με τις εποπτικές, δικα­
στικές και διωκτικές αρχές. Κατά τον τρόπο αυτό η κατάθεση και η κυκλοφορία του παρά­
νομου χρήματος μέσα σε αυτό, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό είναι πολύ πιο
δύσκολη και αφήνει «ίχνη» που ενδέχεται να οδηγήσουν στη σύλληψη όσων προσφεύγουν
στην πρακτική του ξεπλύματος.
Η πρόληψη επιτυγχάνεται με δύο τρόπους. Αφενός με την αποτρεπτική λειτουργία του
νόμου, ιδιαίτερα όταν αυτός είναι αυστηρός και εφαρμόζεται σωστά και αφετέρου με τη
σωστή εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τον εντοπισμό των ύποπτων συναλλαγών
και στην υποβολή των σχετικών αναφορών και πληροφοριών στις κατά νόμο αρμόδιες αρ­
χές. Εδώ απαιτείται η επιστημονική επεξεργασία του όγκου των πληροφοριών στις κατά
νόμο αρμόδιες αρχές. Εδώ απαιτείται η επιστημονική επεξεργασία του όγκου των πληρο­
φοριών με τα σύγχρονα μέσα της τεχνολογίας της πληροφορικής και η αξιοποίηση των τε­
χνικών και διωκτικών αρχών για την αναγνώριση της δραστηριότητας της νομιμοποιήσεως
των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Η φυσιολογία και η τυπολογία του ποινικού
αυτού αδικήματος είναι πολύπλευρη, σύνθετη και πάρα πολύ δυσχερής. ΓΓ αυτό είναι επι­
τακτική η ανάγκη να συγκεντρώνονται και να αξιοποιούνται ανάλογα οι πληροφορίες που
αφορούν ύποπτες συναλλαγές από αρμόδιο κεντρικό φορέα που θα λειτουργεί ως συντο­
νιστικό όργανο καθώς και ως υπηρεσία λήψης και παροχής πληροφοριών στους αντίστοι­
χους φορείς άλλων κρατών.
Οπωσδήποτε η γρήγορη και αποτελεσματική εφαρμογή των ποινικών διατάξεων του νό­
μου για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος απαιτεί:
Πρώτων: μεγάλη προσοχή κατά το στάδιο της νομοτεχνικής επεξεργασίας, αλλά και κατά
το στάδιο της εφαρμογής του νόμου, ώστε να εντοπίζονται εύκολα τα κενά και οι δυσλει­
τουργίες και να καλύπτονται αμέσως.
Δεύτερον: οι διωκτικές αρχές πρέπει να ενημερωθούν και να εκπαιδεύσουν κατάλληλα τα
όργανα εφαρμογής του νόμου.
24
Τρίτον: είναι ανάγκη να καλλιεργηθεί και να αναπτυχθεί πνεύμα συνεργασίας μεταξύ του
χρηματοπιστωτικού κόσμου και των αρμόδιων δικαστικών αρχών και όλων αυτών με την
αρμόδιο φορέα αξιολογήσεως των αναφορών ύποπτων συναλλαγών. Το ίδιο πνεύμα συ­
νεργασίας και παροχής αμοιβαίας συνδρομής είναι άκρως απαραίτητο να υπάρχει με τις
αντίστοιχες αρχές των άλλων χωρών..
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες επιτυχίες στον τομέα της καταστολής υπήρξαν
αποτέλεσμα στενής συνεργασίας και κοινής προσπάθειας των διωκτικών αρχών και τραπε­
ζών σε διεθνές επίπεδο. Επίσης πρέπει να ομολογηθεί ότι χωρίς τη συνεργασία των πι­
στωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, το έργο της καταστολής θα
ήταν πενιχρό και η αποτελεσματικότητα των σχετικών μέτρων αρκετά μειωμένη. Οι τραπε­
ζικοί με την ευρεία έννοια του όρου είναι οι πρώτοι που μπορούν να εντοπίσουν μια ύπο­
πτη χρηματοπιστωτική συναλλαγή.
Από την τυπολογία και τη μελέτη των πιο πολύπλοκων σχημάτων ξεπλύματος βρώμι­
κου χρήματος προκύπτει ότι η σχετική δραστηριότητα αποτελεί συνήθως έναν εκπληκτικό
συνδυασμό φαντασίας και ευρηματικότητας οργανωμένων δικτύων και συνεργασίας σε διε­
θνές επίπεδο. Οι άνθρωποι που ελέγχουν το οργανωμένο έγκλημα είναι εξακριβωμένο ότι
μισθώνουν συστηματικά τις υπηρεσίες νομικών, λογιστών, καθώς και τραπεζικών και χρη­
ματοπιστωτικών συμβούλων, οι οποίοι έχουν κατά κανόνα σοβαρό ποινικό μητρώο.
Μια άλλη διαπίστωση είναι ότι στον αγώνα κατά του οργανωμένου εγκλήματος οι πλη­
ροφορίες που αφορούν τις ύποπτες συναλλαγές είναι ισχυρό απλό στα χέρια των διωκτι­
κών αρχών. Έτσι εξηγείται γιατί οι άνθρωποι που ανήκουν στο τομέα αυτό δείχνουν μεγάλο
ενδιαφέρον για τον έλεγχο των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών που
γνωρίζουν πολλά για πελάτες και αγορές.
3.3 ΓΙΑΤΙ Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ
/
Οι φορείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελούν από μια πλευρά σταθε­
ρό στόχο των παράνομων οργανώσεων ενώ από την άλλη πλευρά σταθερό στόχο
των παράνομων οργανώσεων ενώ από την άλλη πλευρά έχουν από το νόμο την ε­
ντολή :
Α) να εντοπίζουν τις ύποπτες συναλλαγές
Β) να τις αναφέρουν στον αρμόδιο φορέα
Γ) να αποφεύγουν τη σύναψη συμβάσεων και την ενέργεια συναλλαγών, όταν
γνωρίζουν οι έχουν βάσιμες υπόνοιες ότι σκοπείτε η διάπραξη του ποινικού
αδικήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
25
Δ)να εξακριβώνουν την ταυτότητα των πελατών τους όταν συναλλάσσονται με αυ­
τούς για πρώτη φορά ή όταν το ποσό της συναλλαγής υπερβαίνει το όριο του νόμου
ή όταν υπάρχει σοβαρή υπόνοια ότι πρόκειται για ξέπλυμα χρήματος.
Ο ελληνικός νόμος επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα και στους χρηματοπιστω­
τικούς οργανισμούς πρόσθετες υποχρεώσεις όπως είναι:
1) ο διορισμός υπευθύνου εφαρμογής
2) η δημιουργία διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου και επικοινωνίας
3) η αρχειοθέτηση και τήρηση των στοιχείων. Τουλάχιστον για 5 χρόνια, που σχε­
τίζονται με τις συμβάσεις και τις συναλλαγές στα πλαίσια οποιοσδήποτε επιχει­
ρηματικής σχέσεως.
Επιπλέον ο ελληνικός νόμος για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος ορίζει ότι τα πι­
στωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν να παρέχουν στις
αρμόδιες αρχές τις απαιτούμενες πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία για όλες
τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Δηλαδή εδώ το τραπεζικό απόρρητο δεν ισχύει
αν πρόκειται περί παροχής πληροφοριών που είναι πιθανό να σχετίζονται με νομι­
μοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα όπως ορίζει ο ίδιος ο νόμος.
Ομοίως, όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για ξέπλυμα ο ανακριτής με σύμφωνη
γνώμη του εισαγγελέα μπορεί να απαγορεύσει την κίνηση των λογαριασμών που
τηρούνται από κοινού με άλλους. Αρκεί να υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι περιέ­
χουν χρήματα που προέρχονται από ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου προκύπτει ότι ο νομοθέτης αναθέτει στις
τράπεζες και στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς το κύριο βάρος της εφαρμο­
γής του νόμου, ιδιαίτερα δε σε ότι αφορά τη πρόληψη. Αρκετοί είναι αυτοί που αιφνιδιάζονται και διερωτώνται πως είναι δυνατόν οι τραπεζικοί οι οποίοι δεν έχουν
την ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού, να έχουν από το νόμο την υποχρέωση αλλά
και το δικαίωμα να κρίνουν ότι μια χρηματοπιστωτική συναλλαγή είναι ύποπτη.
Για τα παραπάνω αν ο νομοθέτης δεν υποχρεώσει τον χρηματοπιστωτικό κόσμο
να τηρεί τις παραπάνω διατάξεις και να συνεργάζεται στενά με τις δικαστικές και
εποπτικές αρχές, ελάχιστες πιθανότητες υπάρχουν για την αποτελεσματικότητα
των θεσμικών και άλλων μέτρων προλήψεως και καταστολής της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Εξάλλου οι τράπεζες και οι χρηματοπι­
στωτικοί οργανισμοί καθώς και το προσωπικό τους δεν εξαιρούνται της εφαρμογής
του νόμου και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν το
έργο των αρμόδιων αρχών και οργάνων του ποινικού δικαίου. Αυτή η πτυχή του
νέου ποινικού αδικήματος πρέπει να κατανοηθεί γιατί αλλιώς δημιουργούνται αμ­
26
φιβολίες και ενστάσεις ή επιφυλάξεις που δεν βοηθούν στην αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα ενός θεσμού που αποτελεί γέννημα αδήριτης κοινωνικής ανά­
γκης.
Οι πρόσοδοι από τις εγκληματικές πράξεις πρέπει να περάσουν οπωσδήποτε
από το χρηματοπιστωτικό σύστημα για να έχουν κάποια χρησιμότητα για τους ε­
γκληματίες. Όσο μεταμφιεσμένο είναι το βρώμικο χρήμα κάποια στιγμή εισέρχεται
σε κάποιο φορέα με χίλιους δυο τρόπους και συνδυασμούς.
Επισημαίνεται επίσης ότι τα όργανα εφαρμογής του νόμου για το ξέπλυμα δεν
έχουν τις γνώσεις και την εμπειρία των τραπεζικών και ούτε είναι δυνατό να είναι
παρόντα κατά τη σύναψη των συμβάσεων ενυπόθηκων δανείων, κατά το άνοιγμα
των λογαριασμών καταθέσεων η κατά τη μίσθωση χρηματοθυρίδων. Μόνο τα δι­
ευθυντικά στελέχη και οι υπάλληλοι των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματο­
πιστωτικών οργανισμών είναι σε θέση να προσέξουν ότι σε κάποια συνηθισμένη
συναλλαγή, ορισμένα γνωρίσματα της είναι τελείως ασυνήθιστα και έρχονται σε
αντίθεση με τη δεδηλωμένη οικονομική επιφάνεια ή την επαγγελματική ιδιότητα του
συγκεκριμένου πελάτη ή έστω με τη λογική μιας χρηματοπιστωτικής συναλλαγής.
Ο νόμος υποχρεώνει τις τράπεζες και τους τραπεζικούς να προσέχουν και σε πε­
ρίπτωση που παρατηρήσουν κάτι ύποπτο να αναφερθούν στο προϊστάμενο τους
και αυτός στο υπεύθυνο διευθυντικό στέλεχος της τράπεζας. Αυτό με τη σειρά του
είναι υποχρεωμένο να ερευνήσει την αναφορά του υπαλλήλου και αν όντως κρίνει
ύποπτη τη συναλλαγή, τότε πρέπει να την υποβάλλει στον αρμόδιο εισαγγελέα για
περαιτέρω έλεγχο. Στη συνέχεια όταν συσταθεί με προεδρικό διάταγμα πρέπει να
κατατεθεί στον αρμόδιο κεντρικό φορέα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
27
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΞΕΠΛΥΜΑΤΟΣ
ΒΡΩΜΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
4.1 Η ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑ, Η ΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ
ΤΟΥ ΞΕΠΛΥΜΑΤΟΣ ΒΡΩΜΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ.
Το πρόβλημα του οργανωμένου εγκλήματος και η πρακτική του ξε­
πλύματος των εσόδων από τις δραστηριότητες του υπήρχαν από παλαιό, αλλά
οπωσδήποτε σε πολύ μικρότερη έκταση και χωρίς τη δυνατότητα αυτό να απειλεί
και να υπονομεύει την κοινωνικοοικονομική ζωή και ακόμη τις πολιτικές εξελίξεις
μιας χώρας. Αναμφισβήτητα σήμερα η οικονομική εγκληματικότητα, η έκταση της
υπόγειας οικονομίας και παραοικονομίας έχουν λάβει μεγάλες διαστάσεις.
Είναι αξιοσημείωτο, παρά το γεγονός ότι η νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες έχει ποινικοποιηθεί και τώρα αποτελεί σοβαρό ποινι­
κό αδίκημα σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι πανεπιστημιακές σχο­
λές, οι θεωρητικοί ποινικολόγοι και οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν έχουν ασχοληθεί
συστηματικά με αυτό το θέμα.
Η πολυτιμότερη προσπάθεια για την αντιμετώπιση του προβλήματος
έχει γίνει από τις ΗΠΑ, που αντιμετώπισαν πρώτες το δύσκολο αυτό πρόβλημα και
έχουν σωρεύσει πολύτιμη πείρα και γνώση του αντικειμένου. Πολύ χρήσιμη είναι
και η συμμετοχή των εκπροσώπων, των διεθνών οργανισμών και κυρίως της Ευ­
ρωπαϊκής Επιτροπής, του συμβουλίου της Ευρώπης, της Interpol,του ΟΗΕ και άλ­
λων.
Από τις σχετικές εκθέσεις του υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων
Πολιτειών προκύπτουν τα ακόλουθα:
1) Οι τεχνικές μέθοδοι και οι πρακτικές που χρησιμοποιούνται σήμερα στο ξέπλυ­
μα βρώμικου χρήματος είναι πολύ αναπτυγμένες και δυσχεραίνουν ολοένα και
περισσότερο το έργο της προλήψεως και καταστολής.
2) Διαπιστώνεται ότι τα συνδικάτα του διεθνούς οικονομικού εγκλήματος εισδύουν
συστηματικά στον ευρύτερο επιχειρηματικό χώρο επενδύοντας τα έσοδα τους
από τις παράνομες δραστηριότητες σε νόμιμες επιχειρήσεις όλων των κλάδων
του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
3) Εξακριβώνεται ότι τα δίκτυα που εξειδικεύονται και επιδίδονται συστηματικά στο
ξέπλυμα βρώμικου χρήματος επεκτείνονται διαρκώς και δραστηριοποιούνται σε
28
περισσότερες χώρες και περιοχές του κόσμου, ανεξάρτητα από το αν στις πε­
ριοχές αυτές υπάρχουν αναπτυγμένα η αναπτυσσόμενα χρηματοπιστωτικά κέ­
ντρα.
4) Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις που κινούνται στο χώ­
ρο της παρανομίας συνεργάζονται μεταξύ τους ολοένα και περισσότερο και έ­
χουν φτάσει μέχρι του σημείου να ενεργούν ως μεσίτες κεφαλαίων που δεν έ­
χουν καμία σχέση με το είδος της δραστηριότητας σ
21.
4.2 ΤΟ ΞΕΠΛΥΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΟ ΠΡΟΒΛΗΝ
Μ
Η παγκόσμια επισκόπηση των τάσεων και εξελίξεων αποκαλύπτει ότι η
ποινικοποίηση της πρακτικής του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος πραγματοποιή­
θηκε σε τουλάχιστον 100 χώρες του κόσμου. Παρατηρείται ότι η πρακτική του ξε­
πλύματος βρώμικου χρήματος έχει εισχωρήσει σε χώρες που στο παρελθόν δεν
παρουσίαζαν ενδιαφέρον για το οργανωμένο έγκλημα. Είναι δε εξακριβωμένο ότι
προτιμά να καταφεύγει σε χώρες και περιοχές όπου απουσιάζει η εποπτεία και ο
έλεγχος των κεντρικών τραπεζών, όπου δεν υπάρχουν συναλλαγματικοί έλεγχοι
και όπου ισχύει το απόλυτο τραπεζικό και φορολογικό απόρρητο. Ωστόσο επισημαίνεται ότι η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες εξακολουθεί
να γίνεται στα μεγάλα χρηματοπιστωτικά κέντρα όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασί­
λειο, η Γερμανία, η Ελβετία και το Λουξεμβούργο, παρά το γεγονός ότι έχουν θε­
σπιστεί μετρά και οι τράπεζες καθώς και όλοι οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ε­
φαρμόζουν κώδικες άριστης πρακτικής και κατευθυντήριες γραμμές για την καλύ­
τερη δυνατή εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας.
Από την παρακολούθηση των διεθνών χρηματικών ροών παρέχεται
μια καλή ένδειξη ότι τα περισσότερα χρηματοπιστωτικά συστήματα σήμερα είναι
ευπρόσβλητα σε τοποθετήσεις κεφαλαίων ύποπτης προελεύσεως μέσω των εξωχώριων επιχειρήσεων και των μη τραπεζικών χρηματοοικονομικών μονάδων και
χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.
4.3
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗ
ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ Της Νομιμοττοιήσεως ΤΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
29
Α) Ληστεία χρυσού στο Χήθροου και οι Boston Boys
To 1983 ένοπλη ληστεία στις αποθήκες του αεροδρομίου του Heath­
row απέφερε στους ληστές πάνω από 35 εκατομμύρια δολάρια σε πλάκες χρυσού.
Ο χρυσός διατέθηκε στην αγορά και τα χρήματα μεταφέρθηκαν στα British Virgin
Islands που είναι βρετανική κτήση. Όταν οι αστυνομικοί ^ S c o tla n d Yards έφτα­
σαν εκεί ανακάλυψαν μετάξι άλλων ,ότι μια εταιρία που ερευνούσαν είχε στήσει μια
μεγάλοι επιχείρηση ξεπλύματος ναρκοδολλαριων. Ιδρυτές της οι «Boston Boys»oi
οποίοι παρελάμβαναν τα μεταφερόμενα εκεί χρήματα και με ηλεκτρονικά εμβάσμα­
τα τα έστελναν διαδοχικά στο Χονγκ-Κονγκ, πίσω στις Μπαχάμες, από εκεί στο
υποκατάστημα της Nova Scotia στην Ελβετία για να καταλήξουν Λιχνενστάιν σε
δύο ιδιωτικά ιδρύματα-θεματοφύλακες της μορφής των Stiftungs, που έχουν τη
φήμη ότι λειτουργούν με κάποια μυστικότητα ώστε να φαίνονται σαν άσυλα βρώμι­
κου χρήματος.
Από τα Stiftungs τα νομιμοποιούμενα χρήματα επανέκαμπταν στην
Ελβετία και μέσω της Nova Scotia έφταναν στο Παναμά και από εκεί στη Βοστόνη,
όπου οι Boston Boys είχαν δύο εταιρείες. Η μία ήταν ιδιόκτητη εφοπλιστική επιχεί­
ρηση που μετέφερε ναρκωτικά και χρησίμευε και για τα θαλάσσια σπορ των «αγοριών της Βοστόνης». Η άλλη εταιρία τους, χρησίμευε για επενδύσεις σε βίλες και
για την κάλυψη των ιδιωτικών διασκεδάσεων των δραστήριων και ευρηματικών αυ­
τών ξεπλυντών, οι οποίοι έστησαν ένα πολύπλοκο δίκτυο νομιμοποιήσεως ξεπλένοντας και τα χρήματα που προήλθαν από τη μεγάλη ληστεία χρυσού στο Χήθρο­
ου.
Β) ΤΑ ΚΑΡΤΕΛ ΤΗΣ ΚΟΚΑΪΝΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΜΕΤΑΛΛΑ
Κατά το 1993 σημειώθηκε στις ΗΠΑ και το ρεκόρ ποινής για το
ξέπλυμα χρημάτων. Γνωστός γόνος πατριαρχικής οικογένειας της Νέας Αγγλίας, ο
Stephen Saccoccia καταδικάστηκε σε 600 χρόνια φυλακή. Η δραστηριότητα του
άρχισε το 1988 και εξακριβωμένα μόνο το 1991 είχε ξεπλύνει 150 εκατομμύρια
ναρκοδολλάρια των Κολομβιανών καρτέλ Cali και Medelin μέσω εταιριών βιτρίνας
που υποτίθεται ότι αγόραζαν και πωλούσαν χρυσό σε πλάκες, διαμάντια και
κοσμήματα στο Μανχάταν.
30
Κάθε μέρα τα «βαποράκια» έφερναν στα γνωστά σημεία εκατοντάδες
χιλιάδες δολάρια μέσα σε σάκους χύμα και στη συνέχεια συγκεντρώνονταν στο
Rhode Island μεταφερόμενα με τεθωρακισμένα αυτοκίνητα.
Ακολουθούσε η καταμέτρηση, η ταξινόμηση και η κατάθεση χαρτονομισμάτων σε
τοπικές τράπεζες, οι οποίες εξέδιδαν επιταγές Tapiaicashier's checks) πληρωτέες
από τις πιο πάνω εικονικές εταιρείες που είχε δημιουργήσει ο Saccoccia.Oi τράπε­
ζες, που τηρούσαν τους λογαριασμούς των εταιριών αυτών, έπαιρναν τις επιταγές
και κινούσαν τα χρήματα σε τράπεζες του εξωτερικού με μία σειρά συναλλαγών με
τη μεσολάβηση μιας ελβετικής τράπεζας του Λονδίνου. Ο Saccoccia αφαιρούσε το
10% των ποσών που «νομιμοποιούσε» κατ’ αυτόν τον τρόπο και είχε συγκεντρώ­
σει μεγάλη περιουσία που κατασχέθηκε και δημεύθηκε με την καταδίκη του.
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι ο ρέκορντμαν αυτός αρχιξεπλυντής συνελήφθη ύστερα από τις πληροφορίες που έδωσαν οι τράπεζες του Rhode Island
στις αρμόδιες αρχές. Οι τράπεζες αυτές, εκτός από μία, συνεργάστηκαν στενά με
τις διωκτικές αρχές και δέχτηκαν την πρότασή τους να συλλέξουν τα απαιτούμενα
αποδεικτικά στοιχεία που έστειλαν τον αρχιξεπλυντή και τους συντρόφους του βα­
θιά στη φυλακή ,Η τράπεζα που αρνήθηκε τη συνεργασία χρεοκόπησε μια εβδο­
μάδα αργότερα, όταν έγινε γνωστό ότι το’σκασε ο πρόεδρος αποκομίζοντας 13 ε­
κατομμύρια δολλάρια.
Ο Saccoccia και η σύζυγός του συνελήφθησαν στην Ελβετία. Από την
έρευνα που έκανε η Scotland Yard στο διαμέρισμά του στο Λονδίνο βρέθηκαν, με­
ταξύ των άλλων, κλειδιά δύο χρηματοθυρίδων στη Βιέννη που περιείχαν 5,3 εκα­
τομμύρια δολάρια σε διάφορα νομίσματα και ομολογίες .Μια ακόμη χρηματοθυρίδα
σε Τράπεζα του Λονδίνου περιείχε, εκτός από 450.000 USD σε μετρητά, έγγραφα
που αποκάλυπταν τον πολύπλοκο ιστό των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών του
άτυχου, κατά τα λοιπά, γόνου της πατριαρχικής οικογένειας μαφιόζων στη Νέα Αγ­
γλία των Η.Π.Α.
Πρέπει και πάλι να τονιστεί ότι και σ’ αυτήν την υπόθεση ότι επιτεύ­
χθηκε οφείλεται κατά κύριο λόγο, όχι μόνο στο γεγονός ότι συνεργάστηκαν στενά
οι διωκτικές αρχές από τις Η.Π.Α., την Ελβετία, την Αυστρία και το Ηνωμένο Βασί­
λειο, αλλά και στη συνδρομή των τραπεζών, χωρίς τη βοήθεια των οποίων δεν θα
υπήρχε το αποτέλεσμα αυτό.
31
Γ) ΚΛΟΠΗ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΠΙΝΑΚΩΝ ΒΕΙΤ ΚΑΙ ΤΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ
ΞΕΠΛΥΜΑΤΟΣ ΒΡΩΜΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Η κλοπή της συλλογής Belt στην Ιρλανδία τον Μάιο του 1986 οδήγησε
σε μια σειρά ενεργειών και γεγονότων που αποκαλύπτουν ενδιαφέροντα στοιχεία
στο χώρο του οργανωμένου εγκλήματος και του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Ο
καλλιτεχνικός θησαυρός του Sir Alfred Beit, μεγιστάνα διαμαντιών της Νότιας Αφρι­
κής, επρόκειτο να μετακινηθεί στην Εθνική Πινακοθήκη του Δουβλίνου και περιελάμβανε έργα Vermeer, Goya, Rubens, τα οποία είχαν δωριθεί στο ιρλανδικό κράτος.
Αρκεί να σημειωθεί ότι μόνο ο πίνακας του Vermeer είχε εκτιμηθεί για 50 εκατομμύ­
ρια δολάρια.
Όταν βρέθηκαν οι πίνακες εξακριβώθηκε ότι οι διαρρήκτες είχαν δια­
συνδέσεις με οργανωμένα δίκτυα που εκτείνονταν από τη Τουρκία μέχρι τη Νορβη­
γία και τη Καραϊβική. Πρώτος πίνακας της συλλογής βρέθηκε το Μάιο του 1990 στην
Πόλη στα χέρια γνωστού Σκωτσέζου λαθρέμπορου ναρκωτικών που προσπαθούσε
να τον ανταλλάξει με ηρωίνη για την εξαγωγή της στην αγορά του Ηνωμένου Βασι­
λείου και της Ιρλανδίας. Τον Απρίλιο του 1992 Άγγλοι αστυνομικοί εντόπισαν ένα
πορτραίτο στη κατοχή λαθρέμπορων ναρκωτικών, ενώ τον επόμενο χρόνο δύο ακό­
μη έργα στο Λονδίνο. Σε κάθε περίπτωση τόσο οι διαρρήκτες όσο και εκείνοι που
απόκτησαν προσωρινά τους πίνακες θεωρούσαν τα έργα τους ως χρηματοπιστωτι­
κά μέσα για τη διακίνηση ναρκωτικών.
Στην υπόθεση αυτή είχαμε άλλο ένα άριστο παράδειγμα διεθνούς
συνεργασίας των διωκτικών αρχών, αφού εξειδικευμένοι αξιωματικοί της Scotland
Yard, δούλεψαν με συναδέλφους τους στο Δουβλίνο, στο Όσλο, στη Φρανκφούρτη,
στην Αμβέρσα και το Λουξεμβούργο. Οι πληροφορίες από το χρηματοπιστωτικό
τομέα ότι η συμμορία του Δουβλίνου και οι συνάδελφοι τους στο Λονδίνο είχαν
επενδύσει σεβαστά ποσά σε τράπεζα της “Antiqua” που δεν ήταν τίποτε
περισσότερο από μια χάλκινη ταμπέλα στην είσοδο του κτιρίου Price Waterhouse με
την αντίστοιχη διεύθυνση του Λονδίνου. Συγκεκριμένα αυτοί πήραν ένα μεγάλο
δάνειο από ένα μεγάλο έμπορο διαμαντιών της Αμβέρσας βάζοντας ενέχυρο τους
κλεμμένους πίνακες της συλλογής Beit. Ο ίδιος έμπορος και κλεπταποδόχος ο
οποίος αγόραζε από το 1985 και διαμάντια από τις διαρρήξεις των Ιρλανδών,
έκρυψε τους πίνακες σε χρηματοθυρίδες τράπεζας στο Λουξεμβούργο σαν να ήταν
τραπεζογραμμάτια, μετοχές ομολογίες ή άλλοι τίτλοι αξιών.
Ο χρηματοπιστωτικός σύμβουλος των κακοποιών χρησιμοποίησε την
τράττεζα-μαϊμού ως μέσο κινήσεως ενός λογαριασμού 30 εκατομμυρίων δολαρίων
32
που ανήκαν σε γνωστή ασφαλιστική εταιρία, χωρίς την εντολή ή την άδεια αυτής της
εταιρίας που είχε επενδύσει το ποσό αυτό στο φορολογικό παράδεισο της Καραϊβικής. Η απάτη αυτή αρκετό θόρυβο κατά το καλοκαίρι του 1993, πράγμα που προκάλεσε την επέμβαση των εποπτικών αρχών.
Κατά την ίδια περίοδο, άλλος χρηματοπιστωτικός σύμβουλος στο Όσ­
λο ενδιαφέρθηκε να αγοράσει τόσο τους κλεμμένους πίνακες όσο και την εξωχώρια
τράπεζα στο φορολογικό παράδεισο της Αντίγκουα για να διευκολυνθεί στις δραστηριότητές του, αλλά συνελήφθη λίγο αργότερα στο Λουξεμβούργο για πλαστογράφη­
ση μετοχών και ομολογιών της χώρας του. Ο ίδιος Νορβηγός είχε ανάμειξη και σε
ένα άλλο σκάνδαλο, μερικά χρόνια πριν στο οποίο είχε πρωταγωνιστήσει ένας
Ολ­
λανδός δικηγόρος που χρησιμοποιούσε ως διερμηνέα κάποιον ανατολικογερμανό.
Το πιο εντυπωσιακό και απίστευτο θέμα στην τελευταία αυτή υπόθεση ήταν ότι βρέ­
θηκε στα χέρια των τριών συνεργατών έγγραφη εξουσιοδότηση με υπογραφή του
τελευταίου σοβιετικού πρωθυπουργού, προκειμένου αυτοί να κινήσουν στη Δύση
τραπεζικό λογαριασμό 50 εκατομμυρίων δολαρίων. Οι νορβηγικές τράπεζες όμως
δεν δέχθηκαν να πραγματοποιήσουν την προτεινόμενη συναλλαγή, γεγονός που
οδήγησε την επέμβαση των αρμοδίων αρχών ύστερα από θόρυβο και καταγγελίες
στο τύπο.
Τελικά όλα τα έργα της συλλογής Beit βρέθηκαν ύστερα από επίπονες
προσπάθειες των διωκτικών αρχών αρκετών χωρών, έγιναν αρκετές συλλήψεις ενώ
η τράπεζα έκλεισε χωρίς να δραστηριοποιηθεί έντονα στο ξέπλυμα των ναρκοδολλαρίων που ήταν και ο κύριος σκοπός των ιδρυτών της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΛΚΥΣΤΙΚΗ
ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΠΛΥΜΑ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
33
5.1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ
Οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό σύστημα, υποανάπτυκτο, αναπτυσ­
σόμενο ή αναπτυγμένο σε ολόκληρο τον κόσμο, μπορεί σήμερα να αποτελέσει στό­
χο του οργανωμένου εγκλήματος που μπορεί να διεισδύσει άνετα και να το μετατρέ­
ψει σε κέντρο ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Υπάρχουν χώρες που χαρακτηρίζο­
νται ειδικά ελκυστικές στην διαδικασία νομιμοποιήσεως εσόδων για παράνομες δρα­
στηριότητες.
Είναι αναντίρρητο ότι εκεί όπου δεν υπάρχει νομοθεσία και πολιτική
βούληση για τη λήψη μέτρων κατά του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος παρέχονται
πρόσθετες δυνατότητες και διευκολύνσεις στις πολυεθνικές επιχειρήσεις των οργα­
νωμένων δικτύων της παρανομίας που όχι μόνο μπορούν να αναπτύξουν τη δρα­
στηριότητα τους σε ολόκληρη την υφήλιο, αλλά μπορούν να συνεργάζονται μεταξύ
τους σε όλους τους τομείς της δραστηριότητας τους. Η συνεργασία αυτή δεν αφορά
μόνο τη διάπραξη εγκλημάτων αλλά και την ενέργεια νόμιμων επενδύσεων, την α­
γορά αγαθών ή συμμετοχών σε επιχειρήσεις.
Οι διεθνείς φορείς του διεθνούς οικονομικού εγκλήματος, διαθέτουν
άφθονα υλικά μέσα καθώς και την κατάλληλη οργάνωση και εξειδίκευση, απασχο­
λούν πεπειραμένους και ικανούς επαγγελματίες στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος
και οπωσδήποτε γνωρίζουν όλες τις σημαντικές λεπτομέρειες για την καλύτερη εκμε­
τάλλευση και αξιοποίηση των προσφερόμενων αγαθών.
Κύριο μέλημα των ενδιαφερομένων είναι να μην αφήνουν ίχνη και το
ύψιστο αυτό πλεονέκτημα το συγκεντρώνουν γενικά οι χώρες που δεν έχουν ποινικοποιήσει την αντικοινωνική πρακτική του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, όπως
είναι οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, τα Βαλκανικά κράτη και οι περισσότερες
τρίτες χώρες.
5.2 Ο ΕΙΚΟΣΑΑΟΓΟΣ ΤΟΥ ΞΕΠΛΥΜΑΤΟΣ ΒΡΩΜΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Λαμβάνοντας υπόψη ορισμένα στοιχεία που αφορούν το ξέπλυμα
χρήματος μπορούμε να συντάξουμε τον ακόλουθο εικοσάλογο που αφορά τις αιτίες
όπου καθίσταται μια χώρα ελκυστική για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες
34
δραστηριότητες ή διευκολύνουν σημαντικά την πολύπλοκη διαδικασία για το ξέπλυ­
μα αυτό:
1) Χώρες που έχουν απόλυτο ή πολύ αυστηρό τραπεζικό απόρρητο, το οποίο δεν
αίρεται ούτε και για την ανίχνευση και κολασμό εγκλημάτων σε βαθμό κακουργή­
ματος.
2) Τραπεζικά συστήματα όπου δεν υπάρχει η υποχρέωση για την παροχή και εξα­
κρίβωση των στοιχείων ταυτότητας των συναλλασσόμενων ή των συμβαλλομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ή εκεί
όπου γίνεται εκτεταμένη χρήση κωδικών ή ανώνυμων λογαριασμών μέσω τρίτων
προσώπων.
3) Εκεί όπου δεν υπάρχουν καθόλου ή υπάρχουν πολύ χαλαροί έλεγχοι στο ξένο
συνάλλαγμα, χωρίς αυτό να αποκλείει την εκμετάλλευση των ευκαιριών που πα­
ρέχονται συχνά για ξέπλυμα σε χώρες με αυστηρούς συναλλαγματικούς ελέγ­
χους.
4) Χώρες με εταιρική νομοθεσία που είναι πολύ προσιτή και απλή στη σ'τσταση ε­
ταιριών, ιδιαίτερα εκεί όπου επιτρέπεται οι εταίροι ή μέτοχοι να κατέχουν ανωνύμως μερίδια ή μετοχές ή να κατέχουν τη κυριότητα των μετοχών μέσω πληρε­
ξουσίων τους και εντολοδόχων.
5) Χρηματοπιστωτικά συστήματα όπου γίνεται εκτεταμένη χρήση χρηματοπιστωτι­
κών μέσων στο κομιστή.
6) Χώρες στις οποίες δεν υπάρχουν έλεγχοι κατά την εισαγωγή και εξαγωγή μετρη­
τών με οποιοδήποτε τρόπο και από οποιοδήποτε πρόσωπο έξω από το τραπεζι­
κό σύστημα.
7) Χώρες που δεν έχουν ποινικοποιήσει τη πρακτική του ξεπλύματος βρώμικου
χρήματος.
8) Χρηματοπιστωτικά συστήματα που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη και λει­
τουργία πολλών εξωτραπεζικών επιχειρήσεων που δεν υπάγονται σε νομοθετη­
μένο έλεγχο και εποπτεία, ιδιαίτερα σε χώρες όπου ανθεί η παραοικονομία και οι
παρατράπεζες.
9) Εκεί όπου δεν ισχύει η υποχρέωση για την καταγραφή και αρχειοθέτηση του με­
γάλου ύψους συναλλαγών σε μετρητά.
10) Εκεί όπου δεν επιβάλλεται η υποχρέωση για την αναφορά των ύποπτων συναλ­
λαγών σε κεντρικό φορέα ή σε εισαγγελική αρχή.
11) Νομικά συστήματα που δεν προβλέπουν τη δυνατότητα κατασχέσεων και δη­
μεύσεων των περιουσιακών στοιχείων.
35
12) Εκεί όπου οι κανόνες εποπτείας και ελέγχου των φορέων του χρηματοπιστωτικού
συστήματος είναι πολύ αδύναμοι και ελλιπείς και ιδιαίτερα όταν οι νομισματικές
και εποπτικές αρχές αδιαφορούν ή δεν έχουν το κατάλληλο εκπαιδευόμενο προ­
σωπικό.
13) Όταν οι διωκτικές αρχές δεν έχουν το κατάλληλο προσωπικό ή ακόμη και επαρ­
κές προσωπικό ή δεν έχουν στη διάθεση τους τον κατάλληλο εξοπλισμό για την
επιτέλεση της αποστολής τους.
14) Χώρες που έχουν αναπτύξει εξωχώρια τραπεζικά συστήματα ιδίως εκεί όπου εί­
ναι εύκολη και διακριτή η δημιουργία επιχειρήσεων και όπου το άνοιγμα των λο­
γαριασμών είναι μια πολύ εύκολη υπόθεση.
15) Χώρες με ζώνες ελεύθερου εμπορίου όπου δεν υπάρχει σχεδόν κανένας έλεγχος
και καμία εποπτεία του κράτους που παρέχει τη διευκόλυνση αυτή.
16) Νομοθεσίες που ενθαρρύνουν την πρόσβαση στα διεθνή κέντρα εμπορίας χρυ­
σού της Ν. Υόρκης, της Ζυρίχης κλπ.
17) Χρηματοπιστωτικά κέντρα που εμφανίζουν εξαιρετικά μεγάλη δραστηριότητα των
ξένων τραπεζών εκεί όπου έχουν εγκατασταθεί πολλά υποκαταστήματα ή θυγα­
τρικές ξένων τραπεζών.
18) Κράτη με αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση
19) Χρηματοπιστωτικά συστήματα με ασυνήθιστα μεγάλο όγκο διατραπεζικών μετα­
φορών χαρτονομισμάτων και χρηματοπιστωτικών μεσών πληρωμής.
20) Χώρες οπού το δολάριο Η.Π.Α. η το ΕΥΡΩ και άλλα σκληρά νομίσματα γίνονται
άμεσα αποδεκτά ιδιαιτέρα εκεί όπου οι τράπεζες και οι λοιποί χρηματοπιστωτικοί
οργανισμοί μπορούν να ανοίγουν λογαριασμούς καταθέσεων σε δολάρια η σε άλλα
σκληρά νομίσματα
5.3 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΥΝ
ΥΠΕΡΑΚΤΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ.
1).Χώρες παροχής υπεράκτιων υπηρεσιών εντός του χώρου της δικαιοδοσίας τους.
-Ιρλανδία
-Μαρόκο
-Ταϊβάν
36
-Ταϊλάνδη
-Ηνωμένο Βασίλειο
-Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
2) Νησιά
-Ευρώπη'’ "Μάλτα, Κύπρος, Μαντριά
-Αμερική" "Μπαχάμες .βερμούδες ,Αγκύλα κ.λ.π.
-Ασία- Ειρηνικός" Χονγκ-Κονγκ ,Μαριάνας, Σιγκαπούρη.
3) Μη νησιωτικά εξωχώρια κέντρα Αντάρα, Ντουμπάι, Μονακό, Παναμάς.
5.4 ΤΟ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΠΛΥΜΑ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
Η ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ
5.4.1. Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Η Ιταλία αποτελεί επιβεβαίωση του κανόνα ότι σε κάθε χώρα προσι­
διάζει μια έννομη τάξη που να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες, τις οποίες
δημιουργεί η ιδιαιτερότητα της σε ότι αφορά την πολιτική, κοινωνική, οικονομική, πο­
λιτιστική και ιστορική πραγματικότητα. Για το λόγο αυτό πριν από τη θέσπιση νέων
κανόνων δικαίου και τη λήψη ειδικότερων μέτρων σε μια χώρα, προπάντων για το
ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, επιβάλλεται να γίνει πλήρης ανάλυση της καταστάσεως σχετικά με:
1) την ισχύουσα νομοθεσία και πιο συγκεκριμένα,
τη μορφή του νομικού
συστήματος, την ποινικοποίηση της διεθνούς πρακτικής του ξεπλύματος, την
υπογραφή και επικύρωση της Συμβάσεως της Βιέννης του 1988 για τα
ναρκωτικά και τις ψυχότροπες ουσίες, την υποχρέωση ενσωματώσεως των
αρχών και κανόνων της κοινοτικής οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη των
χωρών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, το καθεστώς που ισχύει στην κίνηση των
κεφαλαίων από και προς το εξωτερικό.
2) Το δικαστικό και το όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης.
3) Το τραπεζικό και ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα και προπάντων ως προς
τον ορισμό και την έκταση εφαρμογής του τραπεζικού, επαγγελματικού και φο­
ρολογικού απορρήτου καθώς και των κανόνων που ισχύουν για την προστασία
37
του κύρους, της αξιοπιστίας και της ακεραιότητας του χρηματοπιστωτικού συ­
στήματος.
4) Την επάρκεια των διωκτικών αρχών ως προς την εκπαίδευση, τα διαθέσιμα μέσα
και την οργάνωση, την ύπαρξη δυνατότητας η όχι άμεσης επεμβάσεως για την
άσκηση του έργου τους κ.ο.κ.
Η Ιταλική Βουλή ψήφισε τον νόμο κατά της μαφίας τον Αύγουστο του 1992, λίγο
μετά την δολοφονία των δικαστών, Falkona και Borsellino.
Κύρια ρύθμιση του νόμου αυτού είναι η απαίτηση του οι αστυνομικές αρχές να
συνεργάζονται στενά με τις τράπεζες ιδιαίτερα σε ο, τι αφορά την έρευνα και διευκρίνηση των ύποπτων συναλλαγών. Πρόσθετα ο νόμος κατά της μαφίας επιτρέ­
πει τις μυστικές αποστολές των οργάνων των διωκτικών αρχών (undercover op­
erations) για τον εντοπισμό εγκληματικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένης και
της δυνατότητας για την ελεγχόμενη παράδοση ναρκωτικών σε συγκεκριμένες
περιπτώσεις ερευνών.
Η έκθεση του υπουργείου εξωτερικών των ΗΠΑ για το 1993 περιελάμβανε σχετικά την ακόλουθη διαπίστωση:
«Η Ιταλία, παρά τη νέα νομοθεσία κατά της Μαφίας και τη
συμμόρφωση της προς την κοινοτική οδηγία γίνεται ολοένα και περισσότερο ένα
από
τα
κύρια
κέντρα
του
ξεπλύματος στην
Ευρώπη
όπως άλλωστε
αποδεικνύεται από την υπόθεση Operation Green Ice. Οι κολομβιανές και άλλες
νοτιοαμερικανικές οργανώσεις που διακινούν τη κοκαΐνη θέλουν να αναπτύξουν
τις δραστηριότητες τους στην Ιταλία, όπου έχουν ήδη δημιουργήσει δίκτυα
εισαγωγής
και
δημιουργούνται
διακινήσεως
από
την
του
έξαρση
ναρκωτικού.
των
Επίσης
απαγωγών
κεφάλαια
και
που
εκβιάσεων
χρησιμοποιούνται για την αγορά ναρκωτικών από τη Νότια Αμερική και
πωλούνται πίσω στην Ιταλία. Κατ' αυτόν τον τρόπο ανακυκλώνονται τα έσοδα
του οργανωμένου εγκλήματος. Το γεγονός παραμένει ότι η Ιταλία έχει μεν κάνει
βήματα για την καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος και γενικά
συμμορφώθηκε με τους αντικειμενικούς σκοπούς της Συμβάσεως της Βιέννης,
αλλά
πρέπει
να
λάβει
πρόσθετα
μέτρα
προκειμένου
αποτελεσι£ί?Η^<ξ/θΕψ!ρΛσ!ΐιοιίι^κώπ
να
εφαρμόσει
μεγάλα προ­
βλήματα εξαιτίας των πολύ ισχυρών οργανώσεων που κινούνται στην παρανομία
εδώ και δεκαετίες και αναπτύσσουν πολλαπλή δραστηριότητα, επωφελούμενες
από την διεθνή συγκυρία και ιδιαίτερα από το άνοιγμα των συνόρων, τη μεγάλη
ζήτηση των ναρκωτικών, την κατάρρευση του καθεστώτος του υπαρκτού σοσια­
λισμού και τη δημιουργία μεγάλου πεδίου δράσεως.
38
5.4.1.2 01 ΚΥΡΙΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΞΕΠΛΥΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΑΦΙΑΣ
Η αστυνομική υπηρεσία που εξειδικεύεται στις έρευνες για τη δράση
της μαφίας έχει εξακριβώσει τα εξής κύρια κυκλώματα, μέσα και μεθόδους ξε­
πλύματος βρώμικου χρήματος στην Ιταλίαιτραπεζικό σύστημα, εξωτραπεζικός
χρηματοπιστωτικός η επενδυτικός τομέας, χρηματοδοτικές μισθώσεις και υπό η
υπέρ τιμολογήσεις η απόκτηση και εκμετάλλευση επιχειρήσεων καζίνο ,λεσχών
και παρεμφερών δραστηριοτήτων . Προτίμηση της Μαφίας προς της περιοχές,
τεχνικές και πρακτικές αυτές είναι γιατί συνεπάγονται λίγότερες χρονοβόρες και
δαπανηρές διαδικασίες και πολύπλοκες συναλλαγές .Με άλλες λέξεις προτιμούνται οι μέθοδοι και τα μέσα των συναλλαγών που συντομεύουν τον κύκλο του
ξεπλύματος .ένας τέτοιος τρόπος είναι ως γνωστόν η κατάθεση σε μια τράπεζα
μετρητών έναντι λήψεως τίτλων αξιών στον κοσμιτη η ,συνηθέστερα η αγορά κυ­
βερνητικών και άλλων ανώνυμων ομολογιών η έντοκων γραμμάτιων.
5.4.1.3 ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ
ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Όπως είναι επόμενο η ακριβής ποσοτική εκτίμηση των εσόδων της
Μαφίας και των άλλων οργανώσεων είναι αδύνατη. Ωστόσο το κεντρικό
ινστιτούτο στατιστικής της χώρας υπολόγισε κατά το 1990οτι τα έσοδα από την
δραστηριότητα του οργανωμένου εγκλήματος στην Σικελία ,στην Νάπολη και σε
άλλα μέρη της Ιταλίας ανέρχονται κατά προσέγγιση σε τρεισήμισι μέχρι έξι
δισεκατομμύρια δολλάρια το χρόνο. Σημειωτέον το ποσό αυτό εκτιμάται ότι είναι
το 50% περίπου των καθαρών ετήσιων εσόδων που αποφερει η οικονομική
εγκληματικότητα στην
Ιταλία.
Το άλλο μισό «ενθυλακώνετε» από τους
μεμονωμένους «εισοδηματίες»της υπόγειος οικονομίας ,ο κύκλος εργασιών των
οποίων είναι πολύ μεγάλος. Στα έσοδα της μορφής αυτής πρέπει να συνεκτιμηθεί
και η ζημία του κοινωνικού συνόλου από την φοροδιαφυγή και τη στρευλωση του
νομίμου οικονομικού συστήματος.
Όλα δείχνουν ότι οι δραστηριωτητες ξεπλύματος χρημάτων των οργα­
νώσεων που δραστηριοποιούνται στο οικονομικό έγκλημα διευρύνονται και εξει­
δικεύονται όλο και περισσότερο. Γενικά το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος είναι
39
βαθιά ριζωμένο στην Σικελιανοί κουλτούρα που ως γνωστό ρίζωσε και στις
Η.Π.Α. Πάντοτε οι Μαφιόζοι φρόντιζαν μόνοι τους για την νομιμοποίηση των ε­
σόδων από τις παράνομες δραστηριότητες τους. Επιζητούσαν πάντα να μεγι­
στοποιήσουν τα παράνομα έσοδα τους επιλέγοντας νόμιμες ε επιχειρήσεις επι
των οποίων ήταν σε θέση να ασκούν άμεσο έλεγχο και να αυξάνουν έτσι την οι­
κονομική απόδοση. Όταν άρχισαν να επενδύουν σε μετοχές .ομολογίες και γενι­
κά σε τίτλους αξιών δεν ήταν στην Ιταλία αλλά στο εξωτερικό συνεργαζόμενοι ε­
κεί με ανθρώπους που είχαν γνώση των τοπικών συνθηκών και κανονισμών.
Βασική προτεραιότητα σε οποιαδήποτε στρατηγική ξεπλύματος βρώ­
μικου χρήματος είναι η ίδρυση από την οργάνωση ειδικού τμήματος ξεπλυντων η
η αξιοποίηση ανεξάρτητων εταιρειών που δεν έχουν καμία άμεση σχέση με την
εγκληματική δραστηριότητα που δημιουργεί τα παράνομα έσοδα. Διαπιστώνεται
ότι οι ανεξάρτητες αυτές εταιρίες αναλαμβάνουν το ξέπλυμα παράνομων κεφα­
λαίων όπως ζητείται και συμφωνείται με τους ανθρώπους του οργανωμένου ε­
γκλήματος καθώς και με τα κέντρα της πολιτικηυς και δημόσιας διοικητικής δια­
φθοράς.
Οι πρακτικές της Μαφίας πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από του
υπεύθυνους πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες της χώρας
μας που βρίσκεται πολύ κοντά και μέσα στην ακτίνα δράσεως του οργανωμένου
εγκλήματος και περιβάλλεται από την
Τουρκική, Βουλγαρική, Σκοπιανή και
Αλβανική Μαφία.Οι πρακτικές αυτές δεν έχουν σχέση μόνο με την παραγωγή και
διακίνηση ναρκωτικών , αλλά περιλαμβάνουν ευρύτερες περιοχές κοινωνικο­
οικονομικών
προσβολών
συγκεκριμένων
περιοχών
όπως
π.χ.
οικονομικής
είναι
η
απόκτηση
δραστηριότητας
,η
του
έλεγχου
εισβολή
του
οργανωμένου εγκλήματος σε περιοχές της χώρας όπου πλήττονται περισσότερο
από την αποβιομηχανηση , την ύφεση και την ανεργία η σε περιοχές που
εμφανίζουν προοπτικές τουριστικής ανάπτυξης .Συνηθισμένη είναι η πρακτική
της εξαγοράς προβλη ματικων επιχειρήσεων ακόμα και από το κράτος η και από
τράπεζες .Επιβεβαιώνεται από διάφορες έρευνες το γεγονός ότι από καιρό το
οργανωμένο έγκλημα δείχνει ενεργό ενδιαφέρον και διεισδύει συστηματικά σε
όλους σχεδόν τους αξιοποιήσιμους και στρατηγικούς κλάδους οικονομικής
δραστηριότητας του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, κατ’ αυτόν τον
τροπονομιμοποιει καλύτερα τις παράνομες προσοδους του, αυξάνει τα κέρδη του
από τις νόμιμες δραστηριότητες, αποκτά μεγαλύτερη δύναμη και είναι σε θέση να
επηρεάζει ακόμη και τις πολίτικες εξελίξεις κατά τις επιθυμίες και τα συμφέροντα
του.
40
ΓΓ αυτό είναι ανάγκη μια χώρα που απειλείται από το οργανωμένο έ­
γκλημα να σημαίνει συναγερμό όλων των υγιών στοιχείων και δυνάμεων της .Η
θεσπίσει σύγχρονων κανόνων δικαίου είναι το πρώτο βήμα Το δεύτερο βήμα
,ίσως και το δυσκολότερο , είναι η αλλαγή νοοτροπίας και φιλοσοφίας στην ε­
φαρμογή αυτών των κανόνων και προπάντων η ύπαρξη σταθερής πολιτικής
βουλήσεως με αποκλειστικό γνώμονα την προστασία του συμφέροντος της κοι­
νωνίας και της ποινικής δικαιοσύνης.
Το υπουργείο Εσωτερικών ανέφερε ότι κατά το 1993 τα εκτιμηθέντα
έσοδα από το οργανωμένο έγκλημα στην Ιταλία έφθασαν τα 47 δισεκατομμύρια
δολλάρια περίπου από την ενέργεια πράξεων λαθρεμπορίου, όπλων, τοκογλυφί­
ας. Στο ποσό αυτό δεν περιλαμβάνονται οι πρόσοδοι των δικτύων από απάτες,
ληστείες, εκβιασμούς, ούτε και τα έσοδα από τις νόμιμες επιχειρήσεις. Σε έκθεση
που υποβλήθηκε στο ΡΑΤΡ ομολογείται ότι:
1) Είναι ανέφικτη οποιαδήποτε προσπάθεια ποσοτικής εκτιμήσεως του προβλή­
ματος αλλά αυτό είναι τεράστιο σε μέγεθος.
2) Οι επιχειρήσεις που ανήκον ελέγχονται και έχουν κάποια σχέση με το οργανω­
μένο έγκλημα είναι πλέον πολύ δύσκολο να καταγράφουν και να αδρανοποιηθούν. Η Σικελιανοί Μαφία ,η Ντραγκέτα της Καλαβρίας, η Καμόρα της Νεάπολης
,η Χρυσή Κορώνα της Απουλιαςκαι οι άλλες οικογένειες των νονών και κάπων
έχουν κυριολεκτικά αλώσει πολλούς νόμιμους επιχειματικους κλάδους σε ορι­
σμένες επιλεγμένες περιοχές .'Ετσι μαζί με τις νόμιμες επιχειρήσεις ελέγχουν πα­
ράλληλα και όλο το φάσμα της υπόγειας οικονομίας του παραεμπορίου και των
εγκληματικών δραστηριοτήτων τους .Οι μέθοδοι είναι λίγο -πολύ
γνω-
στοί:δωροδοκίες εκβιασμοί και απειλές , διαφθορά των φορέων της δημόσιας ε­
ξουσίας, ο νόμος της σιωπής.
3) Εκτεταμένη αυτή δραστηριότητα των μαφιόζων δεν επιτρέπει την ανάπτυξη της
/
φανερής η νόμιμης οικονομίας ,ιδιαίτερα στις περιοχές όπου έχουν τον πλήρη
έλεγχο .Έγκυροι Ιταλοί αναλυτές συμπεραίνουν ότι η υπανάπτυξη , η ανεργία και
η γενική οικονομική καχεξία στην Νότιο Ιταλία και τη Σικελία έχουν άμεση σχέση
με τον έλεγχο που ασκεί το οργανωμένο έγκλημα στις περιοχές αυτές , όπου η
ανεργία είναι διπλάσια.
4) Οι μαφιόζοι δείχνουν ξεχωριστή προτίμηση στον έλεγχο πιστωτικών ιδρυμά­
των. Εξακριβώθηκε ότι μέσα σε δυο χρόνια και συγκεκριμένα κατά το 1991
και1992 είχαν διοριστεί Επίτροποι σε 22 τράπεζες της Νότιας Ιταλίας που είχαν
καταληφθεί από την Μαφία.
41
5.4.1.4 ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΞΕΠΛΥΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΦΙΑ
Η Ιταλία είναι ένα από τα εξέχοντα κέντρα ξεπλύματος βρώμικου χρή­
ματος στην Ευρώπη. Είναι εξακριβωμένο ότι οι Κολομβιανοί και οι άλλοι νότιοαμερικανοί έμποροι της κοκαΐνης συνεργάζονται με τους Ιταλούς μαφιόζους και
χρησιμοποιούν την Ιταλία καθώς και την Ισπανία σαν βάσεις για την ανάπτυξη
της διακινήσεως των ναρκωτικών στην Ευρώπη και του ξεπλύματος των εσόδων
από αυτήν τη δραστηριότητα. Όπως ήδη τονίστηκε, η σικελιανή Μαφία, η Καμά­
ρα των Ναπολιτάνων καθώς και άλλες εγκληματικές οργανώσεις παράγουν τον
απίστευτο πλούτο τους από μια μεγάλη ποικιλία παράνομων δραστηριοτήτων.
Όλα αυτά τα οργανωμένα δίκτυα χρησιμοποιούν το ιταλικό και διεθνές τραπεζικό
σύστημα για τη νομιμοποίηση των προσόδων τους. Πρόσθετα η Ιταλία διαμετακομιστικός σταθμός για τη κατάθεση των ναρκοδολλαρίων στην Ελβετία και σε
άλλα τραπεζικά συστήματα. Σημαντικό μέρος της ρευστότητας αυτής, προερχό­
ταν από την εκτεταμένη διαφθορά που απείλησε ολόκληρο το Ιταλικό Κράτος
που οδήγησε στις γνωστές κυβερνητικές αλλαγές και στην αντίδραση των Ιταλών
ψηφοφόρων. Όπως ήταν επόμενο οι εξελίξεις αυτές επεδείνωσαν την κατάσταση
σε ότι αφορά τη φοροδιαφυγή μεγάλης κλίμακας που αποτελεί μεγάλο πρόβλημα
στη γειτονική χώρα.
Εκτός από τις τράπεζες χρησιμοποιούνται σήμερα πολλές άλλες
μέθοδοι και επιχειρήσεις του εξωχρηματοπιστωτικού τομέα για το ξέπλυμα
χρήματος στην Ιταλία και σε άλλες χώρες που αποτελεί οπωσδήποτε πρότυπο
μελέτης για όσους επιθυμούν να διδαχθούν ή να ενημερωθούν για τον τρόπο
καταπολεμήσεως του διεθνούς φαινομένου του ξεπλύματος. Υπάρχει κατ' αρχήν
ένα πολύ σημαντικό μέρος του παράνομα κτώμενου χρήματος που στο πρώτο
στάδιο της νομιμοποιήσεως του, τοποθετείται σε έργα τέχνης, πολύτιμους λίθους;
χρυσό σε πλάκες και άλλους θησαυρούς που ανάλογα με την περίπτωση μετατρέπονται και ρευστοποιούνται σε άλλα περιουσιακά στοιχεία.
Οι παρακάτω μέθοδοι και πρακτικές από υποθέσεις των ιταλικών δι­
καστηρίων δίνουν μια ιδέα, όχι μόνο της ευρηματικότητας των οργανωμένων δι­
κτύων του ξεπλύματος, αλλά και της φύσεως και της πολυπλοκότητας του αδική­
ματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες:
1) Δύο Σικελοί ίδρυσαν στη Βενεζουέλα μεγάλη επιχείρηση εξαγωγής ναρκωτι­
κών και ξεπλύματος των προσόδων αυτού του εμπορίου. Τα ναρκοδολλάρια
μεταφέρονταν σε εξωχώρια κέντρα για να ακολουθήσει η κίνηση των κεφα-
42
λαίων μέσω τραπεζικών λογαριασμών σε χώρες όπου δεν ίσχυαν συναλλαγ­
ματικοί και άλλοι έλεγχοι. Στην Ιταλία, όπου και κατέληγαν επενδύονταν σε α­
κίνητα.
2) Αγορά εντολών πληρωμής, ταξιδιωτικών επιταγών, τραπεζικών επιταγών και
γενικά ανώνυμων αξιόγραφων, σε ποσότητες μικρότερες από το ισχύον όριο.
Ακολουθεί η ρευστοποίηση των μέσων αυτών σε τράπεζες ή και σε άλλα ανταλλακτήρια και η κατάθεση των ποσών στις ίδιες ή άλλες τράπεζες.
3) Επενδύσεις σε μετοχές στο όνομα νομικών προσώπων ή η αγορά ομολο­
γιών, εντόκων γραμματίων και άλλων τίτλων του δημοσίου με τη μεσολάβηση
τραπεζών, χρηματομεσιτών, χρηματιστηριακών ή επενδυτικών εταιριών, συμ­
βούλων και διαχειριστών.
4) Αγορά με το παράνομο χρήμα χρυσού, διαμαντιών, έργων τέχνης, αντικών
και άλλων ειδών μεγάλης αξίας που μεταπωλούνται, για να ακολουθήσει κατά
περίπτωση το ξέπλυμα και η ανακύκλωση των κεφαλαίων ύποπτης προελεύσεως. Η διαδικασία αυτή είναι καθημερινή πρακτική.
5) Η έκδοση πλαστών και εικονικών τιμολογίων για τη λογιστική στήριξη ή πι­
στοποίηση δήθεν συναλλαγών ή την παροχή υπηρεσιών, αλλά στη πραγμα­
τικότητα για τη δικαιολόγηση της κινήσεως των κεφαλαίων που πρέπει να ξεπλυθούν. Τα συνηθέστερα παραδείγματα της συνηθισμένης αυτής πρακτικής
είναι η πληρωμή για προϊόντα που δεν εξάγονται ποτέ ή η αγορά ανύπαρ­
κτων προϊόντων. Σε μια εξακριβωμένη περίπτωση μια βρετανική εταιρία φε­
ρόταν ότι εισήγαγε χυμούς από τη Σικελία που πληρώνονταν με επιδοτήσεις
της ΕΟΚ, αλλά οι συναλλαγές αυτές ήταν μόνο στα χαρτιά.
5.4.1.5 ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Στη περίπτωση της Ιταλίας αποδεικνύεται ότι το ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος δεν είναι απλά θέμα ανακυκλώσεως των προσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες. Εκεί όπου το οργανωμένο έγκλημα αποκτά οικονομική δύναμη
την χρησιμοποιεί συστηματικά για να υπονομεύσει και να διαφθείρει τους πολιτικό-κοινωνικούς θεσμούς και να αποκτήσει τις κατάλληλες προσβάσεις και την ε­
πιθυμητή διείσδυση στο χρηματοπιστωτικό τομέα, στο πολιτικό κόσμο και στο
δημόσιο διοικητικό χώρο καθώς και στις διωκτικές, δικαστικές και εποπτικές αρ­
43
χές. Από τη στιγμή που επιτυγχάνεται να βραχυκυκλωθεί ολόκληρο το πολιτικό
και κοινωνικό- οικονομικό σύστημα κατ’ αυτόν τον τρόπο, η διαφθορά βρίσκεται
πλέον σε ημερήσια διάταξη και είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ξεριζω­
θεί.
Ένας αξιόλογος αριθμός πολιτικών προσωπικοτήτων του Κόμματος,
που κυριάρχησε στη Ιταλική δημόσια ζωή για περισσότερα από σαράντα χρόνια,
αποδείχθηκε ότι χρηματοδοτούνταν συστηματικά από τους αρχηγούς της Μαφί­
ας. Οι απόηχοι και ψίθυροι για το γεγονός αυτό δεν γίνονταν πιστευτοί στην Ιτα­
λία και στο εξωτερικό, γιατί αφήνονταν πρώτα απ’ όλα να εννοηθεί ότι το κόμμα
αυτό ήταν η μόνη αξιόπιστη εναλλακτική λύση από το Κομουνιστικό Κόμμα. Έτσι
η πολιτική δραστηριότητα και οι προεκλογικές εκστρατείες του συγκεκριμένου
πολιτικού κόμματος, ιδιαίτερα στη νότιο Ιταλία, χρηματοδοτούνταν κατά σημαντι­
κό μέρος με χρήμα προερχόμενο από τη διακίνηση των ναρκωτικών και τη διάπραξη άλλων σοβαρών ποινικών αδικημάτων.
Όπως ήταν επόμενο αρχηγοί των εγκληματικών οργανώσεων επωφε­
λούνταν ολοένα και περισσότερο για να εξασφαλίσουν τεράστια κέρδη, μεταξύ
των άλλων από τις κρατικές προμήθειες και τα δημόσια έργα. Όσοι ευσυνείδητοι
έλεγαν όχι στις δωροδοκίες απειλούνταν σοβαρά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η δια­
φθορά στη δημόσια ζωή της Ιταλίας απειλούσε σοβαρά τη χώρα. Οι δωροδοκίες
και οι εκβιάσεις απέτρεπαν τις νόμιμες επιχειρήσεις από τη σύναψη δημόσιων
συμβάσεων και την ενέργεια συναλλαγών με τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Παρ’
όλα αυτά η νόμιμη επιχειρηματική κοινότητα δεν φαινόταν να παραπονείται ή να
διαμαρτύρεται, αλλά θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι για αρκετό καιρό η Ιταλική οι­
κονομία βρισκόταν σε ανάπτυξη και μπορούσε να απορροφήσει το σημαντικό
κόστος της διαφθοράς στο δημόσιο τομέα.
Επίσης διαπιστώθηκε ότι τα κέρδη από τη διείσδυση αυτή της Μαφίας
επενδύθηκαν σε νέες επιχειρήσεις που συνέχισαν τις ίδιες πρακτικές της πολιτι­
κής διαφθοράς, των δωροδοκιών και των εκβιάσεων. Και το σημαντικότερο ίσως
είναι ότι οι «νόμιμες» αυτές επιχειρήσεις χρησιμοποιούνταν για το ξέπλυμα, όχι
μόνο των χρημάτων από τη διακίνηση των ναρκωτικών, αλλά επίσης και των ε­
σόδων τους από τις απάτες, τις δωροδοκίες και τους εκβιασμούς που αποτελού­
σαν τα μέσα της πολιτικής διαφθοράς.
Οι επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν ή αποκτήθηκαν με βρώμικο χρή­
μα έχουν τρία τουλάχιστον μεγάλα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα έναντι των επι­
χειρήσεων που ιδρύονται και λειτουργούν στα όρια της νομιμότητας. Κατά πρώτο
λόγο, οι επιχειρήσεις αυτές εμφανίζουν ζημιές σε κάθε διαχειριστική χρήση χωρίς
44
να φοβούνται κανένα φορολογικό ή άλλον έλεγχο. Επιπλέον οι επιχειρήσεις αυ­
τές είχαν άλλα φορολογικά κίνητρα δανειζόμενες δήθεν κεφάλαια κινήσεως από
εξωχώριες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που είχαν ιδρύσει τα ίδια άτομα.
Πρόκειται για την τεχνική γνωστή ως διεθνώς «loan back» που επιτυγχάνει από­
λυτα, γιατί χρησιμοποιούνται οι «φορολογικοί παράδεισοι», όπου ισχύει απόλυτη
μυστικότητα με τη προβολή του τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου.
Ευνόητο είναι ότι εφόσον φοροδιαφεύγουν οι ελεγχόμενες από το ορ­
γανωμένο έγκλημα επιχειρήσεις, έχουν μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ένα­
ντι των ομοειδών επιχειρήσεων που λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους. Φυ­
σικά οι επιχειρηματίες αυτοί δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν βία και άλλα α­
θέμιτα μέσα προκειμένου να αποτρέψουν τον ανταγωνισμό των νόμιμων επιχει­
ρήσεων. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού ήταν
η ανησυχητική εμφάνιση μονοπωλιακών καταστάσεων στην ιταλική οικονομία.
Τα θεμέλια αυτού του σάπιου συστήματος άρχισαν να τρίζουν κατά το
1991, όταν ο ιταλικός λαός αφυπνίστηκε με τη βοήθεια των μέσων μαζικής ενη­
μέρωσης που ενημερώθηκαν για τη διαφθορά, τα σκάνδαλα και τους αυτών που
αντικαταστάθηκαν στην ισοπέδωση των θεσμών, όπως οι δικαστές Φαλκόνε και
Μπερσελίνο. Πράγματι μια ομάδα γενναίων ανθρώπων από τις διωκτικές και
διοικητικές αρχές ανέλαβαν επίμονο και σκληρό αγώνα κατά της Μαφίας και των
άλλων οργανώσεων της παρανομίας. Τα πρώτα μέτρα υπήρξαν νομοθετικά, έ­
δωσαν δηλαδή τη θεσμική δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές και στα όργανα διώξεως του οργανωμένου εγκλήματος να επεμβαίνουν αποτελεσματικά εκεί όπου
έπρεπε χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες. Πολλά εκατομμύρια δολάρια και άλλα
περιουσιακά στοιχεία των οργανώσεων αυτών κατασχέθηκαν και συνελήφθησαν
πολλά εξέχοντα μέλη της Μαφίας η οποία απάντησε με τη δολοφονία αρκετών
προσώπων που πρωταγωνιστούσαν στη μάχη εναντίον της. Αξίζει όμως να ση­
μειωθεί ότι παρόλα αυτά η διαφθορά στο δημόσιο βίο και στη δημόσια διοίκηση
συνεχίστηκε γιατί προφανώς η πρακτική αυτή από τα κυκλώματα που βρίσκονται
έξω από τη Μαφία και τις λοιπές οργανώσεις. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι
η αντίδραση κατά του οργανωμένου εγκλήματος εκδηλώθηκε εναργέστερα όταν
η ιταλική οικονομία άρχισε να δοκιμάζεται από την ύφεση και την ανεργία. Οι εκ­
πρόσωποι των επιχειρηματιών τόνιζαν την ανάγκη να περιοριστούν οι αντιπαραγωγικές πρακτικές και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας και των
άλλων κλάδων οικονομικής δραστηριότητας. Η ιταλική κοινή γνώμη άρχισε να
αγανακτεί με τις καθημερινές ιστορίες σκανδάλων που αφορούσαν πολιτικούς,
γνωστές αριστοκρατικές οικογένειες κλπ. Από τη στιγμή που έσπασε η συνομω-
45
σία της σιωπής τα γεγονότα διαδεχόντουσαν το ένα μετά το άλλο. Κατ' αρχήν ξέ­
σπασε πολιτική κρίση, η χειρότερη μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Οι Ιταλοί
ψηφοφόροι καταδίκασαν όλα αυτά τα πολιτικά κόμματα και ιδιαίτερα τα δύο με­
γαλύτερα που λίγο-πολύ συνδέθηκαν με τη πολιτική της διαφθοράς. Μια ενδια­
φέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι οι υποψήφιοι που είχαν εκδηλωθεί εναντίον της
Μαφίας δεν προτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τους ψηφοφόρους.
Έγκυροι οικονομικοί σχολιαστές συνοψίζουν ως εξής τα συμπεράσμα­
τα τους από την Ιταλική εμπειρία:
1) Η μεγαλύτερη απειλή από το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος βρίσκεται στο
τρόπο με τον οποίο μεγάλου ύψους κεφάλαια στην κατοχή του οργανωμένου
εγκλήματος χρησιμοποιούνται τελικά για τη διαφθορά του πολιτικό-κοινωνικού
συστήματος και τον έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας ενός τόπου.
2) Η κοινωνία και η οικονομία διχάζονται καθώς οι νομοταγείς επιχειρήσεις δεν
είναι σε θέση να ανταγωνιστούν τις επιχειρήσεις που ανήκουν ή ελέγχονται
από το οργανωμένο έγκλημα, αφού αυτές δεν πληρώνουν φόρους, παίρνουν
τις καλές δουλειές, δεν ελέγχονται όπως πρέπει και, επιπλέον χρησιμοποιούν
εγκληματικά μέσα για να καταστρέψουν τους δυναμικούς και ανταγωνιστικούς
αντιπάλους τους.
3) Από τη στιγμή που εξασφαλίζεται ο έλεγχος πάνω σε ένα αξιόλογο τμήμα της
αγοράς από τα οργανωμένα συμφέροντα που κινούνται στο λυκόφως της
παρανομίας και της διαφθοράς, ακολουθεί η δημιουργία μονοπωλίων που
καθορίζουν αυθαίρετα τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών, δημιουργούν με
τεχνητό τρόπο πρόσθετο κόστος παραγωγής, δυσλειτουργίες στο όλο οικο­
νομικό και χρηματοπιστωτικό κύκλωμα, μείωση της ανταγωνιστικότητας, α­
νεργία κ.ο.κ.
4) Η ανυπαρξία θεσμικών μέτρων και μηχανισμών προλήψεως και καταστολής
του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος ενθαρρύνει, υποθάλπει και ενισχύει το
οργανωμένο έγκλημα υπό την ευρεία έννοια του όρου. Η διαφθορά και τα α­
θέμιτα μέσα στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα δημιουργούν μια κατάσταση
που λίγο απέχει από το νόμο της ζούγκλας και που, οπωσδήποτε, δεν κολα­
κεύει τις σύγχρονες δημοκρατικές πολιτείες. Οι στρεβλώσεις στον ανταγωνι­
σμό και στην ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων δημιουργούν πραγματική
αιμορραγία της εθνικής οικονομίας που δεν είναι δυνατόν να γίνει ανεκτή στον
σύγχρονο ανταγωνιστικό κόσμο.
Εκείνο που ξεχώρισε στην Ιταλία είναι το μεγάλο δίδαγμα που δίνει η χώρα
αυτή στον υπόλοιπο κόσμο, ότι μόνο όταν αντιδρούν κατάλληλα τα υγιή στοι­
46
χεία ενός διαβρωμένου πολιτικό-κοινωνικού συνόλου, μόνο όταν το εκλογικό
σώμα ενεργεί όπως πρέπει και θέτει υπεράνω όλων το υπέρτερο συμφέρον
της κοινωνίας και της ποινικής δικαιοσύνης είναι δυνατό να καταπολεμηθεί το
οργανωμένο έγκλημα, ιδιαίτερα εκεί όπου η μόλυνση από τη διαφθορά και τη
κακοποιό δράση του έχει προχωρήσει.
5.4.2 Η ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ
ΡΩΣΙΑΣ
5.4.2.1 Η ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Το μεγαλύτερο μέρος των διεθνών οργανισμών εστιάζεται τώρα στην
ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης που περιλαμβάνει τα κράτη του
Βιζενγκραντ της Κεντρικής Ευρώπης ( Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρί­
α), της Βαλκανικής Χερσονήσου (Ρουμανία, Μολδαβία, Βουλγαρία, Σερβία,
Σκόπια, Σλοβενία, Κροατία, Βοσνία, Αλβανία).
Είναι γενικά γνωστή η όλη κατάσταση που συνθέτουν η πολιτική και
οικονομική αβεβαιότητα, οι υψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού, οι αυστηροί συναλ­
λαγματικοί έλεγχοι και η μαύρη αγορά συναλλάγματος, τα προγράμματα ιδιω­
τικοποιήσεις, η έλλειψη κατάλληλου θεσμικό πλαισίου, η σπανιότητα χρημα­
47
τοπιστωτικών ιδρυμάτων που να λειτουργούν με τις σύγχρονες προδιαγραφές
σε ότι αφορά τη πείρα και την ακεραιότητα των διοικήσεων και διευθυντικών
στελεχών καθώς και την αποτελεσματική εποπτεία και τον έλεγχο της λει­
τουργίας τους. Οπωσδήποτε οΐ'συνθήκες αυτές ευνοούν την ανάπτυξη της οι­
κονομικής εγκληματικότητας και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Επισημαίνεται ότι οι δυνατότητες για την αντικοινωνική αυτή πρακτική διευρύνονται στην
ανατολική Ευρώπη καθώς τείνει να εκσυγχρονιστεί το τραπεζικό σύστημα
παρέχοντας υπηρεσίες ηλεκτρονικών μεταφορών κεφαλαίων, ελεύθερης α­
νταλλαγής νομισμάτων, πιστωτικών επιστολών, τίτλων αξιών στο κομιστή κ.α.
Από παντού τονίζεται η απειλή που προέρχεται από το οργανωμένο
έγκλημα, που ενώ παλιότερα ήταν πιο περιορισμένο, σήμερα αναδύεται πα­
νίσχυρο. Σημαντική αιτία είναι κυρίως οι διασυνδέσεις των ρώσων με την δυτικό-ευρωπαϊκή αγορά ναρκωτικών και την απόκτηση εμπειριών στο ξέπλυ­
μα, η εύκολη πρόσβαση στους τόπους παραγωγής ναρκωτικών ουσιών, η
δημιουργία σχέσεων με την Ιταλική Μαφία και με τα οργανωμένα δίκτυα σε
ολόκληρο τον κόσμο, η χαώδης οικονομική κατάσταση, η πολιτική αστάθεια
και άλλοι λόγοι που ενδυναμώνουν τις εγκληματικές οργανώσεις στις χώρες
αυτές και αφήνουν τη πόρτα ανοιχτή για εγκληματικές δραστηριότητες.
Οι διακινητές ναρκωτικών και όλα τα οργανωμένα δίκτυα που κινούνται
στην παρανομία αντιλήφθηκαν αμέσως ότι τα μεγαλύτερα κέρδη μπορούν να
επιτευχθούν χωρίς κανένα κίνδυνο από την εκμετάλλευση των χρυσών ευκαι­
ριών που παρέχουν αφειδώς οι ανύπαρκτες έως πολύ αδύνατες κυβερνήσεις
στις αναδυόμενες οικονομίες .Έτσι εξηγείται η ταχύτατη διείσδυση και κατά­
ληψη βασικών τομέων του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα .Ενδεικτικά και μόνο
αναφέρεται ότι επίσημη έκθεση της Ρωσικής κυβερνήσεως υπολογίζει ότι κάτι
μεταξύ 70% με 80% των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τραπεζών στη χώρα αυ/
τή υποχρεώνονται να πληρώνουν για τη προστασία τους .Επίσης, εκτιμήθηκε
ότι το 20% τουλάχιστον του πληθωρισμού στη Ρωσία οφείλεται στο κόστος
που συνεπάγεται αυτή η προστασία καθώς και οι πληρωμές για δώρα και εκ­
βιασμούς, χωρίς να υπολογίζονται οι επιπτώσεις στο κόστος ζωής από την
άσκηση πολιτικής μονοπωλιακού καθορισμού των τιμών από τις επιχειρήσεις
της « Μαφίγια».Η ίδια έκθεση αποκαλύπτει ότι περισσότερες από 40.000 ι­
διωτικές επιχειρήσεις και 2.000 κρατικές μόνο στη Ρωσία ελέγχονται από το
οργανωμένο έγκλημα .Το μεγαλύτερο μέρος τους αποκτήθηκε αρχικά με
προσόδους που ξεπλύθηκαν στο ρωσικό και διεθνές χρηματοπιστωτικό σύ­
στημα. Πρώτιστος στόχος τους ήταν η απόκτηση και ο έλεγχος τραπεζών Εν­
48
νοείται όσοι τραπεζικοί και άλλοι πρόβαλλαν άρνηση έφυγαν από τη μέση.
Πρόσθετα, διαπιστώνεται ότι οι πολυάριθμες τοπικές οργανώσεις έχουν δια­
συνδέσεις με τους Ιταλούς, Αμερικανούς ,Κολομβιανούς και άλλους φορείς
του διεθνούς οικονομικού εγκλήματος.
Ελάχιστη προσπάθεια υπάρχει για τη μεταμφίεση των δραστηριοτήτων
που συνδέονται άμεσα και έμμεσα με το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Είναι
συνηθισμένο το θέαμα ανθρώπων που βρέθηκαν εκατομμυριούχοι, ιδιοκτήτες
εστιατορίων και φέρονται σα μεγιστάνες του πλούτου, οι οποίοι συνωστίζονται
σε υπερπλήρη καζίνο και οδηγούν πολυτελή αυτοκίνητα όπως άλλοτε οι Κολομβιανοί στο Μαϊάμι.
5.4.2.2 Η ΡΩΣΙΚΗ ΜΑΦΙΑ
Κατά το 1992 οι αρμοδιότητες ασφάλειας της άλλοτε πανίσχυρης KGB
ανατέθηκαν στον υπουργό ασφαλείας που έχει τώρα την ευθύνη για το οργα­
νωμένο έγκλημα και ιδιαίτερα την οικονομική εγκληματικότητα
Από διασταυρούμενες πληροφορίες της ΙΝΤΕΡΠΟΛ, των αρμόδιων
αρχών και των διεθνών οργανισμών οι κυριότερες ομάδες της Ρωσικής Μα­
φίας έχουν ενταχθεί στο παγκόσμιο δίκτυο διακινήσεως ναρκωτικών, επωφε­
λούμενες από το συνεχώς υποτιμούμενο Ρωσικό νόμισμα και την δραστήρια
μαύρη αγορά συναλλάγματος για το ξέπλυμα των εσόδων τους. Είναι γεγονός
ότι καταβάλλονται προσπάθειες για την λήψη αποτέλεσμα- τικών μέτρων κα­
τά του οργανωμένου εγκλήματος στην ασταθή ακόμη αυτή περιοχή του κό­
σμου. Μεταξύ αυτών αναφέρονται τα πρώτα μέτρα που λήφθηκαν κατά το
1991 στον τραπεζικό τομέα και αφορούσαν κυρίως την άρση του τραπεζικού
απορρήτου σε αρκετές περιπτώσεις , την απογοήτευση σε συνεταιριστικές και
πολιτικέ οργανώσεις και κυβερνητικές υπηρεσίες να λειτουργούν οι ίδιες πι­
στωτικά ιδρύματα και την χορήγηση αδειών για τις συναλλαγές σε ξένο νόμι­
σμα .
Οι τπο προσοδοφόρες δραστηριότητες των Ρώσων είναι η διακίνηση
ναρκωτικών το λαθρεμπόριο όπλων ,το εμπόριο κλεμμένων αυτοκινήτων, η
εκμετάλλευση της πορνείας ,η κλοπή έργων τέχνης και αντικών που φυγα­
δεύονται στο εξωτερικά ,αρκετά άλλα οικονομικό εγκληματία και κυρίως οι
απάτες. Η Ρωσική Μαφία εμφανίζει το πρωτότυπο των ευκαιριακών κακο­
ποιών που λειτουργούν στις εγχώριες και διεθνείς αγορές ανάλογα με τη πε­
ρίπτωση. Οι άνθρωπο της συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον τους σε τοπικό ε-
49
ττίπεδο προσπαθώντας να ελέγξουν τη συγκεκριμένη περιοχή, από την ο­
ποία διώχνουν τους ανταγωνιστές τους. Σε διεθνές επίπεδο χρησιμοποιούν
την ικανότητα τους στο λαθρεμπόριο και σε οτιδήποτε παρουσιάζει ευκαιρία
κέρδους, από αυτοκίνητα μέχρι όπλα και πυρηνικά ακόμη υλικά από φάρμακα
μέχρι πρώτες ύλες.
Οι Ρώσοι, οι Γεωργιανοί, οι Τσετσένοι και άλλες μαφίες επενδύουν τα
έσοδα τους χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο αφού δεν υπάρχει κάποιο σύστημα παρακολουθήσεως των επενδύσεων ή των κινήσεων κεφαλαίων. Οι ευκαιρίες
για ξέπλυμα που αποτελούν κίνητρο για τους ξένους είναι καλύτερο κίνητρο
για τους ντόπιους εγκληματίες, οι οποίοι συνεργάζονται με τους Κολομβιανούς και τους Ιταλούς μαφιόζους.
Η αιφνίδια μετάβαση από τη μία άκρη στην άλλη, από την ασφυκτική
και αυστηρή πειθαρχία της κρατικής και κομματικής εξουσίας, δημιούργησε
όπως ήταν επόμενο τις συνθήκες εκείνες που εκτρέφουν και αναπτύσσουν το
οργανωμένο έγκλημα πάντοτε και προπάντων στην εποχή μας. Κατά το 1193
η κατάσταση ήταν τόσο άσχημη και επικίνδυνοι ώστε ανάγκασε τον πρόεδρο
Τσέλσιν να δηλώσει ότι θεωρεί το οργανωμένο έγκλημα την υπ' αριθμόν ένα
απειλή στα στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας αλλά ακόμη και απειλή για
την εθνική της ασφάλεια. Ο Υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας παραδέ­
χθηκε ότι είναι πάνω από 3000 οργανώσεις που εξειδικεύονται στο ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος.
Σε έκθεση των διεθνών εμπειρογνωμόνων του ΡΑΤΡ τονίζεται ότι το
οργανωμένο έγκλημα στην Ανατολική Ευρώπη και ιδίως οι εγκληματικές ορ­
γανώσεις της Ρωσίας δεν αποτελούν μόνο εσωτερικό πρόβλημα αλλά δη­
μιουργούν αντίστοιχα προβλήματα και σε άλλα κράτη, προπάντων στις γειτο­
νικές χώρες. Έχει διαπιστωθεί σε αρκετές υποθέσεις ότι δισεκατομμύρια δολλάρια ύποπτης προελεύσεως φυγαδεύονται από την Ανατολική Ευρώπη και
τη Ρωσία προκειμένου να ξεπλυθούν και να επενδυθούν στη Δύση. Υπάρ­
χουν όμως και περιπτώσεις παράνομων κεφαλαίων που δημιουργούνται σε
δυτικές χώρες και επιστρέφουν στη Ρωσία.
Οι αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ διαπίστωσαν ότι το 199401 Ρώσοι μαφιόζοι
είχαν δημιουργήσει στη χώρα αυτή τουλάχιστον 24 οργανωμένα δίκτυα με
μεγάλο κύκλο εργασιών και με διασυνδέσεις όχι μόνο στη Βόρειο Αμερική αλ­
λά και με τις εγκληματικές οργανώσεις στην Ιταλία, στη Κολομβία και την Ασί­
α. Εκείνο που ανησυχεί ιδιαίτερα τις αρμόδιες αρχές και τη διεθνή κοινή γνώ­
μη είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις διαπιστώθηκε η διακίνηση πυρηνικών
50
υλικών. Η Ομοσπονδιακή Αστυνομία της Γερμανίας ανέφερε 41 περιπτώσεις
λαθρεμπορίου τέτοιων ραδιενεργών υλικών κατά το 1991 που έφτασαν τις
241 υποθέσεις το 1993.
Πρόσθετα οι ρώσοι μαφιόζοι έχουν δημιουργήσει υπεράκτιες επιχειρή­
σεις στα περισσότερα τέτοια κέντρα καθώς και εταιρείες εισαγωγώνεξαγωγών σχεδόν σε όλες τις χώρες που μετέχουν στην «Ομάδα Κρούσεως»
του ΡΑΤΡ για τη καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Έτσι
ανοίγονται λογαριασμοί στα πιστωτικά ιδρύματα ανά τον κόσμο στο όνομα
των εν λόγω εταιρειών κα το παράνομο χρήμα διακινείται μέσω των λογαρια­
σμών αυτών από τράπεζα σε τράπεζα και από χώρα σε χώρα. Η συνηθέστερη δικαιολόγηση των μεταφορών βρώμικου χρήματος σ' αυτές τις περιπτώ­
σεις είναι ότι τα σχετικά ποσά αποτελούν πληρωμές για τις εισαγωγές και ε­
ξαγωγές προϊόντων προς και από τη Ρωσία. Παράλληλα διαπιστώνεται ότι
ομάδες Ρώσων προβαίνουν σε εκτεταμένες επενδύσεις όπως ξενοδοχεία και
τουριστικά συγκροτήματα σε αρκετές από τις χώρες τις Δύσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Η ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ
ΛΗΦΘΟΥΝ
6.1 ΓΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ.
Είναι πρόδηλο ότι με τη σειρά των ενεργειών που καταλήγουν στην
απόκρυψη της πραγματικής προελεύσεως του βρόμικου χρήματος ,οι κάτοχοι του, που εί­
ναι άνθρωποι του οργανωμένου εγκλήματος όχι μόνο αντλούν τις ωφέλειες από τις παρά­
νομες πράξεις τους αλλά επεκτείνουν όσο μπορούν την αντικοινωνική συμπεριφορά τους
51
,που μπορεί να φτάσει μέχρι του σημείου να απειλήσει σοβαρά ολόκληρο το πολιτικο­
κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο μιας πολιτείας. Είναι σαφές ότι το ξέπλυμα χρημάτων
όχι μόνο επιτρέπει ,αλλά ενθαρρύνει την ανάπτυξη και διάδοση του εγκλήματος στην εποχή
μας ενώ η καταπολέμηση της διεθνούς αυτής πρακτικής αποστερεί από το οργανωμένο
έγκλημα το ισχυρότερο υλικό κίνητρο, προς χάριν του οποίου υπάρχει και δραστηριοποιεί­
ται.
Το ρευστό χρήμα παρέχει την ποθητή και απαραίτητη ανωνυμία στις
περισσότερες μορφές εγκληματικός δραστηριότητας και είναι το συνηθέστερο μέσο συναλ­
λαγών. Οι κάτοχοι του όγκου των χαρτονομισμάτων έχουν την ανάγκη της συνεχούς αποκρύψεως της πραγματικής προελεύσεως του χρήματος και της μεταβολής της μορφής του
χρήματος αυτού.
Οπως αποδείχτηκε κατ)επανάληψη στην Αμερική και στην Ευρώπη το οργανωμένο
έγκλημα για να καλύψει την ανάγκη αυτή, που θεωρείται και η μεγαλύτερη αδυναμία του,
είναι υποχρεωμένο είτε να χρησιμοποιήσει το ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα ,είτε να
διαθέσει τον όγκο των χαρτονομισμάτων αυτών και να τα ανταλλάξει με αντικείμενα μεγά­
λης αξίας .Είναι όμως ευνόητο ότι η δεύτερη λύση δεν μπορεί να έχει μόνιμο χαρακτήρα
αφού η ανταλλαγή με αντικείμενο μεγάλης αξίας δεν είναι δυνατόν να γίνεται καθημερινά.
Έτσι το βρώμικο αυτό χρήμα χρειάζεται να ξεπλυθεί και η κατάθεση των ποσών σε μια
τράπεζα φαίνεται να είναι η καθημερινά. Έτσι το βρώμικο αυτό χρήμα χρειάζεται να ξεπλυ­
θεί και η κατάθεση των ποσών σε μία τράπεζα φαίνεται να είναι η καλύτερη λύση. Εάν το
ξέπλυμα στη συγκεκριμένη χώρα θεωρείται ως εγκληματική δραστηριότητα το πιθανότερο
είναι το βρώμικο χρήμα να μεταφέρεται όπως είναι προκειμένου να κατατεθεί σε τράπεζα
χώρας όπου το ξέπλυμα δεν είναι ποινικό αδίκημα.
Αργά ή γρήγορα το βρώμικο χρήμα πρέπει να εισαχθεί στο χρηματοΓτιστωτικό κύκλωμα, κατά κανόνα υπό τη μορφή καταθέσεως ή εμβασμάτων ή εντολών
ιτληρωμής. Η πρώτη αυτή τραπεζική συναλλαγή συνιστά συνήθως ένα πολύ μικρό μέρος
ϊνός πολύπλοκου ιστού σύνθετων συναλλαγών και χρηματοπιστωτικών συμβάσεων. Γι'
3υτό τονίζεται ότι στο σημείο έναρξης της διαδικασίας του ξεπλύματος που ακολουθεί το
3ρώμικο χρήμα είναι το πιο εύκολο για τον εντοπισμό μιας ύποπτης συναλλαγής και επο^νω ς για την παρακολούθηση της. Πράγματι τα σημεία έναρξης της διαδικασίας του βρώ,ιικου χρήματος στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι και τα πιο αδύνατα σημεία του οργα/ωμένου εγκλήματος που σε περίπτωση είναι υποχρεωμένο όχι μόνο να αποκρύπτει συνε(ώς την παράνομη προέλευση μιας αδιάκοπης ροής βρώμικου χρήματος, αλλά ταυτόχρονα
(α το εξουσιάζει και να μεταβάλλει τη μορφή του.
Η ικανοποίηση των αναγκών αυτών, της απόκρυψης του βρώμικου
'ρήματος και της μεταβολής της μορφής του, ετπχειρείται σε καθημερινή βάση με μια απί­
52
θανη ποικιλία μεθόδων που εφευρίσκει το οργανωμένο έγκλημα. Ορισμένες φορές το ξέ­
πλυμα χρημάτων γίνεται με τη συνεργασία τραπεζών και ορισμένων τραπεζικών υπαλλή­
λων. Τις περισσότερες φορές όμως οι τράπεζες μετέχουν στη διαδικασία αυτή χωρίς να το
αντιλαμβάνονται.
Οπως τονίζεται στην εισηγητική έκθεση του σχετικού νομοσχεδίου που
κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή των Ελλήνων:
«Το φαινόμενο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικής δραστη­
ριότητες, απασχολεί ολοένα σε περισσότερο βαθμό τις κυβερνήσεις όλων των χώρών, του­
λάχιστον της Ευρώπης αλλά και τους διεθνείς οργανισμούς. Το γεγονός ότι τα πιστωτικά
ιδρύματα και χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί χρησιμοποιούνται για να «νομιμοποιηθούν»,
τα προϊόντα παράνομων δραστηριοτήτων, μπορεί να κλονίσει σοβαρά τη φερεγγυότητα την
αξιοπιστία και τη σταθερότητά τους και συνακόλουθα να οδηγήσει στην απώλεια της εμπι­
στοσύνης του κοινού. Οι δυνατότητες «νομιμοποιήσεως» των εσόδων που προέρχονται
από παράνομες δραστηριότητες είναι πρόδηλο ότι ευνοούν την ανάπτυξη του οργανωμέ­
νου εγκλήματος. Γίνεται έτσι αισθητή η ανάγκη να καταπολεμηθεί η νομιμοποίηση εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες, όχι μόνο με μεθόδους καταστολής-ποινικές κυρώσεις
αλλά κυρίως με μεθόδους προλήψεως μέτρων που θα παρέχουν στο χρηματοπιστωτικό
σύστημα, τη δυνατότητα να αποτρέψει αυτή τη νομιμοποίηση.
Η οδηγία 91/308/ΕΟΚ «για τη πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρη­
ματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομές δραστηριότη­
τες», οι κανόνες της οποίας, έχουν ήδη ενσωματωθεί σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση,
λαμβάνει ως δεδομένο το γεγονός και στηρίζεται στη παραδοχή ότι:
1) από το ξέπλυμα χρημάτων μπορεί να κλονιστεί σοβαρά η αξιοπιστία του χρηματοπιστωπκού συστήματος στο σύνολό του.
2) ο κλονισμός αυτός οδηγεί αναπόφευκτα σε απώλεια της εμπιστοσύνης του
κοινού, πράγμα που επηρεάζει αρνητικά την πορεία προς την οικονομική και
νομισματική ενοποίηση.
3)
Οι μετερχόμενοι της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες δρα­
στηριότητες προσπαθούν τώρα να επωφεληθούν από το καθεστώς της ελεύθε­
ρης άσκησης χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων σε ολόκληρη την Ευρώπη.
4) Το ξέπλυμα χρημάτων και η καταπολέμηση της πρακτικής αυτής είναι μία από
τις μεγαλύτερες κοινωνικές πληγές της εποχής μας, αλλά και όλων των άλλων
σοβαρών μορφών αντικοινωνικής συμπεριφοράς και εγκληματικής δραστηριό­
τητας.
5) Το ξέπλυμα χρημάτων πρέπει να καταπολεμηθεί με τη λήψη μέτρων καταστο­
λής, με τη ποινικοποίηση της πρακτικής αυτής της νομιμοποιήσεως των εσό­
53
δων από εγκληματικές δραστηριότητες, αλλά χωρίς την συμβολή και τη συνερ­
γασία όλων των παραγόντων και φορέων του χρηματοπιστωτικού συστήμα­
τος, τα αποτελέσματα δεν θα είναι επιθυμητά. Γι’ αυτό οι τράπεζες και όλες οι
επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ενιαία αγορά χρηματοπιστωτικών
υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καλούνται να αναλάβουν ενεργά το και­
νούργιο κοινωνικό τους ρόλο παρέχοντας την πολύτιμη συνεργασία τους, κυ­
ρίως στο τομέα της προλήψεως.
6.2 Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΗΨΗ ΜΕΤΡΩΝ ΚΑΙ Ο
ΝΕΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Η απειλή για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά και για την οικονομικοκοινωνική διάθρωση είναι μεγάλη.
Οι διεθνείς εμπειρογνώμονες της «Ομάδας Κρούσεως» του ΡΑΤΡ υ­
πολόγισαν κατά το 1990 ότι οι ετήσιοι πρόσοδοι του διεθνούς οργανωμένου
εγκλήματος μόνο από τη διακίνηση ναρκωτικών κυμαίνονταν από 120 έως
500 δισεκατομμύρια δολλάρια ΗΠΑ. Οι ίδιοι εκτίμησαν ότι κόστος του ξεπλύ­
ματος των χρημάτων αυτών έφθανε το 25% των νομιμοποιούμενων ποσών
δηλαδή εκτιμήθηκε ότι 90 τουλάχιστον δισεκατομμύρια δολλάρια εισέρχονταν
ως έσοδα στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Τα τεράστια αυτά ποσά ελέγχονται γενικά από κύκλους που κινούνται
στην παρανομία. Φυσικά τη μερίδα του λέοντος εξασφαλίζει το διεθνές οργα­
νωμένο έγκλημα που δραστηριοποιείται συστηματικά σε όλες τις προσοδο­
φόρες μορφές του οικονομικού εγκλήματος. Όλα δείχνουν ότι τα ποσά που
νομιμοποιούνται κάθε χρόνο από το οργανωμένο έγκλημα είναι τεράστια και
εμφανίζουν ένα σταθερό αυξητικό ρυθμό, που ανησυχεί ιδιαίτερα τους αρμό­
διους διεθνείς οργανισμούς. Σήμερα θεωρείται ότι το ξέπλυμα χρημάτων είναι
ο πιο ύπουλος κίνδυνος που απειλεί να κλονίσει ανεπανόρθωτα τα θεμέλια
της διεθνούς κοινότητας και πρώτα απ' όλα το οικονομικό και χρηματοπιστω­
τικό σύστημα, το οποίο στηρίζεται και λειτουργεί έχοντας ως οδηγό την εμπι­
στοσύνη των συναλλασσόμενων στην ακεραιότητα, το κύρος και την αξιοπι­
στία των χρηματιστηριακών οργανισμών.
Οι σχέσεις όμως των τραπεζών με τη πελατεία τους διαφοροποιήθηκε
σημαντικά, ύστερα από τη διείσδυση του οργανωμένου εγκλήματος στη Διε­
54
θνή Κοινότητα και ιδιαίτερα σε ότι αφορά τα τεράστια ποσά του βρώμικου
χρήματος που προέρχονται από ποινικά αδικήματα τα οποία εισρέουν στο
διεθνή χρηματοπιστωτικό σύστημα για να νομιμοποιηθούν, ώστε να φαίνονται
ότι προέρχονται από νόμιμη πηγή, για να μπορούν πλέον να χρησιμοποιη­
θούν ελεύθερα.
Η εν λόγω διαφοροποίηση στην έννοια της επαγγελματικής ηθικής και
της τραπεζικής δεοντολογίας μετέβαλλε ουσιαστικά και το βαθμό αυστηρότη­
τας του τραπεζικού απορρήτου σε όλα τα νόμιμα συστήματα των χωρών με­
λών της Ευρωπαϊκή Ένωσης και των τρίτων χωρών με εξαίρεση τους φορο­
λογικούς παραδείσους, όπου εξακολουθεί να ισχύει το καθεστώς της απόλυ­
της μυστικότητας στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Στα διάσπαρτα ανά
τον κόσμο αυτά κρατίδια η άρση του τραπεζικού αυτού απορρήτου δεν ήταν
ούτε είναι δυνατή, ακόμη και προς το συμφέρον της ποινικής δικαιοσύνης.
Αντίθετα σε όλα τα άλλα μέλη της διεθνούς κοινωνίας το τραπεζικό απόρρητο
αίρειται στην περίπτωση του νέου ποινικού αδικήματος της νομιμοποιήσεως
των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Η διεθνής κοινότητα και η παγκόσμια κοινή γνώμη άρχισε να ευαισθη­
τοποιείται κατά τη δεκαετία του 1980, όταν αρχικά στις ΗΠΑ και μετά στη Δυ­
τική Ευρώπη, συνειδητοποιήθηκε η ανάγκη για τη λήψη αποτελεσματικών μέ­
τρων, προς καταπολέμηση κυρίως της μάστιγας των ναρκωτικών. Από τότε
άρχισαν να σημειώνονται σημαντικές μεταβολές στις στάσεις και τις αντιλή­
ψεις της διεθνούς κοινωνίας σε ότι αφορά την αντιμετώπιση της διεισδύσεως
του οργανωμένου εγκλήματος σε όλες τις μορφές του ιδιωτικού και δημόσιου
βίου. Ο τραπεζικός κόσμος ειδικότερα άρχισε να συνειδητοποιεί θεσμοί και
κανόνες συμπεριφοράς με μακρά ισχύ και μεγάλη παράδοση, πως είναι το
τραπεζικό απόρρητο, έρχονται σε αντίθεση με το συμφέρον της κοινωνίας και
/
γι' αυτό πρέπει να προσδιοριστούν από την αρχή και να στηριχθούν πάνω
στις σύγχρονες συνθήκες και αντιλήψεις. Άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι η
αδράνεια ή η
καιροσκοπική αδιαφορία ενέχει τον κίνδυνο να χαρακτηριστούν οι τράπεζες
ότι είναι άσυλα εγκληματιών και ότι έχουν ταυτίσει τα συμφέροντα τους με το
οργανωμένο έγκλημα. Το 1980 το Συμβούλιο της Ευρώπης εξέδωσε σύσταση
με τίτλο «Μέτρα κατά της μεταφοράς και Εξασφαλίσεως Κεφαλαίων Εγκλημα­
τικής Προελεύσεως», στην οποία τόνιζε την επείγουσα ανάγκη του τραπεζι­
κού κόσμου ν’ αναλάβει μεγαλύτερες ευθύνες στο θέμα αυτό. Διακήρυξε για
πρώτη φορά ότι το τραπεζικό σύστημα μπορεί να διαδραματίσει πολύ αποτε­
λεσματικό ρόλο στη μάχη κατά των ναρκωτικών και των άλλων μορφών αντι­
κοινωνικών εκδηλώσεων, ενώ η στενή συνεργασία των τραπεζών με τις α­
στυνομικές και δικαστικές αρχές θα συνέβαλε ουσιαστικά στην επιτυχή έκβα­
ση της. Πρόσθετα το συμβούλιο της Ευρώπης τόνισε την κοινή διαπίστωση
ότι η μεταφορά κεφαλαίων εγκληματικής προελεύσεως από μια χώρα σε άλλη
και η διαδικασία με την οποία αυτά ξεπλένονται και ανακυκλώνονται με την
εισροή τους στο οικονομικό σύστημα δημιουργεί σοβαρά προβλήματα, εν­
θαρρύνει τη διείσδυση του οργανωμένου εγκλήματος και προκαλεί τη συνεχή
εξάπλωση του φαινομένου σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Άλλο σημαντικό βήμα προς τη κατεύθυνση της συνειδητοποιήσεως της
ανάγκης για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων υπήρξε η «Διακήρυξη των Αρ­
χών» που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή της Βασιλείας την οποία αποτελούν
οι εκπρόσωποι των κεντρικών τραπεζών Βελγίου-Λουξεμβούργου, Καναδά,
Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας, Σουηδίας, Ελβετίας, Ηνωμένου Βασι­
λείου, και ΗΠΑ. Το συλλογικό αυτό όργανο των εμπειρογνωμόνων στην Τρά­
πεζα Διεθνών Διακανονισμών, που είναι γνωστό και ως «Επιτροπή Τραπεζι­
κών κανονισμών και Εποπτικών Διαδικασιών», διατύπωσε επίσημα τις κύριες
αρχές συναλλακτικής συμπεριφοράς που πρέπει να ακολουθούν σήμερα οι
τράπεζες σε ολόκληρο τον κόσμο προκειμένου να πείσουν όλους τους άλλους
ότι δεν χρησιμεύουν ως άσυλα παρανομίας. Η εμπιστοσύνη του κοινού στα
πιστωτικά ιδρύματα και η διοικητική και οικονομική σταθερότητα, που πρέπει
να τα χαρακτηρίζει μπορούν εύκολα να υπονομευθούν από δυσμενείς πλη­
ροφορίες και φήμες ότι αυτοί συναλλάσσονται συστηματικά και συνδέονται με
εγκληματίες. Ακόμη δεν έχουν γνώση της προελεύσεως των χρημάτων και
άλλων αξιών που τροφοδοτούν και κινούν τους σχετικούς λογαριασμούς, ο­
φείλουν να λάβουν μέτρα με την επιβαλλόμενη σοβαρότητα και επιμέλεια, για
/
το πρόσθετο λόγο ότι με τα σημερινά δεδομένα των τραπεζικών συναλλαγών,
όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υφίστανται πολύ μεγάλες ζημιές τόσο από
τις διάφορες μορφές απάτης, όσο και από αμέλεια στην εξακρίβωση της ταυ­
τότητας των συναλλασσόμενων. Για όλους αυτούς τους λόγους η Επιτροπή
της Βασιλείας διαπίστωσε ότι οι αρμόδιες αρχές ασκήσεως εποπτείας και ε­
λέγχου πάνω στο τραπεζικό σύστημα, οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι
τώρα έχουν τον πρόσθετο γενικό ρόλο να ενθαρρύνουν την καθιέρωση και
τήρηση νέων ηθικών προτύπων επαγγελματικής επαγγελματικής συμπεριφο­
ράς των πιστωτικών ιδρυμάτων υπό την ευρύτατη έννοια του όρου. Κατ’ αυ­
τόν τον τρόπο είναι δυνατό να διαμορφωθεί ένας άτυπος διεθνής κώδικας
56
συμπεριφοράς στο χρηματοπιστωτικό τομέα που θα βοηθούσε τις τράπεζες
να απαλλαγούν από το στίγμα ότι λειτουργούν ως άσυλα της παρανομίας.
Ένας τέτοιος κώδικας συμπεριφοράς πρέπει να στηρίζεται στις ακόλουθες
βασικές αρχές:
1) Οι διοικήσεις των τραπεζών είναι απαραίτητο να επιβάλλουν αποτελε­
σματικές διαδικασίες έτσι ώστε να εξασφαλίσουν την εξακρίβωση της
ταυτότητας όλων των πελατών.
2) Οι συναλλαγές που δεν εμφανίζονται σύμφωνες με το νόμο πρέπει να
αποθαρρύνονται.
3) Οταν οι τράπεζες αντιλαμβάνονται ότι με τη διενέργεια μιας συναλλαγής
θα παραβιαστεί διάταξη του αλλοδαπού δικαίου τότε πρέπει να απέ­
χουν και να μη συναλλάσσονται με τέτοιους πελάτες.
4) Όταν οι αρμόδιοι τραπεζικοί υπάλληλοι υποπτεύονται ότι τα κατατεθει­
μένα χρήματα προέρχονται από εγκληματική ενέργεια ή οι σκοπούμενες
συναλλαγές αποβλέπουν στη διάπραξη παράνομων πράξεων, τότε ο­
φείλουν να σταματήσουν τις σχέσεις με τέτοιους πελάτες και να παγώ­
σουν ή να κλείσουν τους σχετικούς λογαριασμούς.
5) Επιβάλλεται να επιτευχθεί μόνιμη συνεργασία των πιστωτικών ιδρυμά­
των με τις αρχές που έχουν την ευόύνη της εφαρμογής της ποινικής νο­
μοθεσίας.
6) Η συμμόρφωση προς τις αρχές του προτεινόμενου κώδικα επαγγελμα­
τικής συμπεριφοράς πρέπει να διευκολυνθεί με την καθιέρωση πρόσθε­
των κανόνων εσωτερικού ελέγχου στα πιστωτικά ιδρύματα.
7) Το προσωπικό των τραπεζών πρέπει να έχει την απαραίτητη τεχνική
επιμόρφωση ώστε να έχει τη δυνατότητα να προσφέρει το υπηρεσιακό
του έργο σύμφωνα με τις αρχές του κώδικα συμπεριφοράς.
Η διατύπωση των αρχών αυτών της επαγγελματικής δεοντολογίας βοή­
θησε αρκετά μέχρι σήμερα στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για τη λήψη νο­
μοθετικών μέτρων κατά του ξεπλύματος χρημάτων σε εθνικό επίπεδο και μά­
λιστα σε χώρες όπου λειτουργούν σημαντικά χρηματοπιστωτικά κέντρα.
Πιο αποτελεσματικά υπήρξαν τα κείμενα:
Α) της Συμβάσεως της διέννης για τα ναρκωτικά
Β) της Συμβάσεως του Στρασβούργου σχετικά με τη
νομιμοποίηση εσόδων.
Γ) των 40 Συστάσεων της «Ομάδας Κρούσεως» των διεθνών
57
Εμπειρογνωμόνων του FATF.
6.301
ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
ΚΑΙ
Η
ΜΕΓΑΛΗ
ΣΗΜΑΣΙΑ
ΤΗΣ
ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΒΙΕΝΝΗΣ
Συνοψίζοντας τους λόγους της ξεχωριστής σημασίας που έχει για την
ανθρωπότητα η σύμβαση της Βιέννης εναντίον των ναρκωτικών και των ψυχο­
τρόπων ουσιών που ισχύει πλέον ως κείμενο του διεθνούς δικαίου παρατηρούμε
τα ακόλουθα:
ΠΡΩΤΟΝ: για πρώτη φορά η διεθνής κοινότητα ανταποκρίθηκε όπως
έπρεπε σε μια μορφή σοβαρού εγκλήματος που δεν γνωρίζει εθνικά όρια και δεν
μπορεί να κατασταλεί με τη λήψη μέτρων μόνο σε εθνικό επίπεδο. Όλες οι χώρες
της γης έχουν τώρα το θεσμικό πλαίσιο που τις διευκολύνει να βοηθήσουν η μία
την άλλη στην ανίχνευση και τον κολασμό εγκλημάτων που διαπράττονται σε οποιοδήποτε τόπο. Υπάρχει τώρα η δυνατότητα διευκολύνσεως των διαδικασιών
για την έκδοση των εγκληματιών και για την αμοιβαία δικαστική και διοικητική βο­
ήθεια. Η ιδέα των εγκλημάτων «κατά της ανθρωπότητας» ισχυροποιείται και επεκτείνεται, αφού τα θύματα από την παραγωγή και διακίνηση των ναρκωτικών είναι
σ’ ολόκληρο τον κόσμο και δεν υπάρχουν μόνο στις ζώνες των πολεμικών επιχει­
ρήσεων. Πράγματι, το οξύτατο πρόβλημα των ναρκωτικών έχει παγκόσμια διά­
σταση. Υπάρχουν χώρες που χρησιμεύουν κυρίως για τη διαμετακόμιση, χώρες
όπου καταναλώνονται, χώρες όπου ξεπλένονται οι πρόσοδοι από τη διακίνηση
τους, χώρες όπου τα έσοδα αυτά χρησιμοποιούνται για τη διαφθορά των πολιτικο­
οικονομικών ηγεσιών καθώς και την άλωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η μεγάλη αλυσίδα της διανομής και κυκλοφορίας έχει παγκόσμιο χαρακτήρα, όχι
μόνο σε ότι αφορά το χρήμα, αλλά και τα ναρκωτικά. Γι’ αυτό η μη ενεργός συμμε­
τοχή στη διεθνή μάχη κατά της μάστιγας αυτής δεν σημαίνει ότι μια χώρα επιλέγει
να τηρήσει ουδέτερη στάση, αφού μια τέτοια επιλογή έρχεται σε αντίθεση με τα
έννομα συμφέροντα της θίγόμενης διεθνούς κοινότητας των κρατών.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ: η προσέγγιση των αρχών και κανόνων της Συμβάσεως αυτής
του ΟΗΕ είναι επαναστατική υπό την έννοια ότι καλεί όλα τα κράτη να αλλάξουν
θεμελιώδεις αντιλήψεις που αφορούν το ποινικό δίκαιο και τον τρόπο ερμηνείας
και εφαρμογής των κανόνων του. Κατά πρώτιστο λόγο, μετατοπίζει την έμφαση
από τους κατηγορούμενους ως άτομα προς τις οικονομικές βάσεις των έν λόγω
δικτύων της παρανομίας. Εισάγεται σαφώς η ιδέα της κατασχέσεως και της δη-
58
ρεύσεως υπέρ του κοινωνικού συνόλου των περιουσιακών στοιχείων υπό ευρεία
έννοια, για την οποία οι κατηγορούμενοι δεν είναι σε θέση να αποδείξουν ότι προ­
έρχονται από νόμιμες πηγές. Είναι λίγο πολύ μια νέα μορφή οικονομικής ποινής
που αποσκοπεί στην οικονομική εξόντωση των μεγαλεμπόρων και διακινητών του
λευκού θανάτου. Πράγματι, οι εσωτερικοί νομοθέτες απόκτησαν τη δυνατότητα,
μαζί με τις ποινές που συνεπάγονται τη στέρηση της ελευθερίας των υπευθύνων,
να αποστερούν και το υλικό κίνητρο του μεγάλου και εύκολου κέρδους από το ορ­
γανωμένο έγκλημα.
ΤΡΙΤΟΝ: από τη διατύπωση των διατάξεων της Συμβάσεως της Βιέννης συ­
νάγεται σαφώς ότι ο εσωτερικός νομοθέτης οφείλει να προσαρμόσει και να μετα­
βάλλει αρκετές νόρμες της ποινικής δικονομίας που υπάρχουν και ακολουθούνται
εδώ και πολύ καιρό. Το έργο της κατηγορούσας αρχής στην ατράνταχτη και σχο­
λαστική απόδειξη όλων των στοιχείων του ποινικού αδικήματος καθίσταται πολύ
ευκολότερο.
Ο κοινοτικός νομοθέτης που στηρίχθηκε στο πνεύμα της συμβάσεως της
Βιέννης τονίζει στο άρθρο 1 της Οδηγίας 91/308/ΕΟΚ ότι «η γνώση, η πρόθεση ή
ο σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία των πράξεων... μπορεί να συνάγονται από
τις πραγματικές περιστάσεις». Επίσης οι συντάκτες του κειμένου της Συμβάσεως
εξουσιοδοτούν τον εσωτερικό νομοθέτη να θεσπίσει την κατάσχεση των στοιχείων
και αρχείων των τραπεζικών συναλλαγών των κατηγορουμένων και επιπλέον να
φροντίσει ώστε οι πληροφορίες αυτές να τηρούνται σε τέτοια μορφή ώστε να είναι
χρήσιμες για τις δικαστικές και τις διωκτικές αρχές.
Οπωσδήποτε οι κατηγορούμενοι θα προτιμούσαν να μην υπήρχαν αυτές οι
μεταβολές και αρκετοίπροβάλλουν ένσταση αντισυνταγματικότητας σε ορισμένα
ποινικά σημεία του νόμου για το ξέπλυμα. Γεγονός είναι ότι στις ΗΠΑ και σε άλλες
χώρες όπου έγινε αυτό οι συντάκτες της Συμβάσεως έχουν επικρατήσει να υπο­
στηρίζουν ότι το προέχει το συμφέρον της ποινικής δικαιοσύνης και της κοινωνίας.
ΤΕΤΑΡΤΟΝ: η καινούργια αυτή νομοθεσία ποινικού δικαίου απαιτεί την υπο­
χρεωτική συνεργασία του χρηματοπιστωτικού κόσμου που αναλαμβάνει πλέον το
έργο της προλήψεως και της αποφασιστικής συνδρομής στην καταστολή του ε­
γκλήματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Τα κράτη που έχουν υπογράψει και επικυρώσει με νόμο τη σύμβαση της
Βιέννης υποχρεούνται:
1) Να ποινικοποιήσουν την πρακτική του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος και να
εξασφαλίσουν ότι όχι μόνο οι κύριοι ή πρωτεύοντες κατηγορούμενοι, αλλά και
59
εκείνοι που βοηθούν εν γνώσει τους στη διάπραξη αυτού του ποινικού αδική­
ματος, περιλαμβάνονται στον ορισμό του.
2) Να θεσπίσουν κανόνες για την έκδοση σε άλλα κράτη των κατηγορουμένων
για ξέπλυμα.
3) Να θεσπίσουν διατάξεις και μηχανισμούς για την ιχνηλάτηση, το πάγωμα των
λογαριασμών και τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων από τα ναρκωτικά.
4) Να επιτρέψουν στις αρμόδιες δικαστικές αρχές να προβούν στην κατάσχεση
βιβλίων και στοιχείων στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
5) Να θεσπίσουν διατάξεις που να επιτρέπουν τα δικαστήρια σε μια χώρα να εκδικάζουν υποθέσεις ξεπλύματος με διεθνείς διαστάσεις.
6) Να επιτρέπουν την ελεγχόμενη παράδοση ναρκωτικών για το σκοπό επιτεύξεως καλύτερων αποτελεσμάτων των αρμόδιων διοικητικών αρχών.
7) Να συνεργάζονται στενά, το ένα κράτος με τα άλλα σε θέματα ποινικού δικαί­
ου, είτε σε διμερή, είτε σε πολυμερή βάση.
6.401 ΣΚΟΠΟΙ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟΥ
Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τη νομιμοποίηση,
την ανίχνευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες είναι ανοικτή προς την υπογραφή από τις 8 Νοεμβρίου 1990.
Σε αντίθεση όμως με τη Σύμβαση της Βιέννης, το κείμενο της Συμβάσεως του
Στρασβούργου τυπικά δεν ισχύει γιατί λίγα μόνο κράτη- μέλη του Συμβουλίου
της Ευρώπης την έχουν αποδεχθεί και μεταξύ αυτών δεν είναι η ελληνική δη­
μοκρατία. Ωστόσο το κείμενο αυτό σαν ένα είδος «νομικού θησαυροφυλακί­
ου», από το οποίο οι εθνικοί νομοθέτες μπορούν να αντλήσουν στο πλαίσιο
της κοινής προσπάθειας που καταβάλλεται για τη θεσμική θωράκιση της διε­
θνούς κοινότητας προς καταπολέμηση της μάστιγας των ναρκωτικών και του
ξεπλύματος βρώμικου χρήματος μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η
σπουδαιότητα και των δύο αυτών συμβάσεων αποδεικνύεται από το γεγονός
ότι αποτελούν βασικές πηγές αναφοράς της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ «για τη πρό­
60
ληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομι­
μοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες».
Από τη μελέτη του κειμένου της Συμβάσεως του Στρασβούργου προ­
κύπτει ότι οι δύο είναι οι βασικοί αντικειμενικοί σκοποί του. Κατά πρώτο λόγο
παρέχει τη δυνατότητα στον εθνικό νομοθέτη να θεσπίσει εναρμονισμένα μέ­
τρα σε ότι αφορά την κατάσχεση και τη δήμευση των χρηματικών μέσων που
χρησιμοποιούνται στη διάπραξη εγκλημάτων που αποτελούν τις προσόδους
από παράνομες ενέργειες. Δεύτερον με τις ρυθμίσεις της Συμβάσεως αυτής
αποσκοπείτε η προώθηση της διεθνούς συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων
δικαστικών, διοικητικών και διωκτικών αρχών στη μάχη κατά του ξεπλύματος
βρώμικου χρήματος, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τη λήψη νομοθετικών μέτρων για
την έρευνα και την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που έχουν τέτοια προ­
έλευση. Πρόσθετα παρέχεται η ευχέρεια στον εθνικό νομοθέτη να δώσει τη
δυνατότητα στη δικαστική εξουσία και στις άλλες αρμόδιες αρχές να ερευνούν
και να κατάσχουν έγγραφα, λογιστικά βιβλία, παραστατικά χρηματοπιστωτικών
συναλλαγών χωρίς αυτό να προσκρούει στο τραπεζικό απόρρητο.
Η εναρμόνιση των ποινικών νομοθεσιών από την τελευταία αυτή άπο­
ψη θα ενισχύσει σημαντικά τη διεθνή συνεργασία. Αλλωστε στη μεγάλη πλειοψηφία των κρατών συνειδητοποιείται ολοένα και περισσότερο ότι το συμφέρον
της κοινωνίας για την ανίχνευση και τιμωρία των εγκληματικών πράξεων, αλλά
και την αποφυγή της καταδίκης αθώων, προέχει της προστασίας που παρέχει
το τραπεζικό απόρρητο. Γι’ αυτό πιστεύεται η ενσωμάτωση στην εθνική νομο­
θεσία των Κανόνων της Συμβάσεως του Στρασβούργου για τη νομιμοποίηση,
την ανίχνευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες θα συμβάλλει σημαντικά στην καταπολέμηση του οργανωμέ­
νου εγκλήματος αφού κατά αυτόν τον τρόπο αυξάνονται οι δυνατότητες που
παρέχονται στις αρμόδιες αρχές μέσω της διεθνούς δικαστικής συνδρομής επί
ποινικών κυρίως υποθέσεων.
Ως προς την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα αναφο­
ρικά με το τραπεζικό απόρρητο αρκεί εδώ να σημειωθεί ότι η νομοθεσία μας
περιλαμβάνει αρκετές διατάξεις για τη διασφάλιση του συμφέροντος της κοι­
νωνίας, ανάλογα με το αν πρόκειται για το γενικό ή επαγγελματικό τραπεζικό
απόρρητο ή για το απόρρητο των καταθέσεων.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη Σύμβαση του Στρασβούργου στη λήψη
μέτρων που θα καθιστούν τπο αποτελεσματική την όλη διαδικασία της κατασχέσεως και δημεύσεως της περιουσίας που προέρχεται από εγκληματικές
61
δραστηριότητες. Η αρμόδια αρχή μιας χώρας που δέχεται μια αίτηση για κατά­
σχεση περιουσιακών στοιχείων πρέπει να είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει
την εκτέλεση της αποφάσεως που έχει ληφθεί από δικαστήριο της αιτούσας
χώρας ή να υποβάλλει την αίτηση αυτή στην αρμόδια αρχή, προκειμένου να
εκδοθεί η απόφαση για τη δήμευση. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει
δικαστική απόφαση και όχι μια απλή αίτηση των διωκτικών αρχών προς τις
αντίστοιχες αρχές της άλλης χώρας, με την οποία όμως ισχύει σχετική διμερής
συμφωνία αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής.
6.5 ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η FATF ΚΑΙ ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ
Μια από τις πιο σοβαρές και αποτελεσματικές πρωτοβουλίες που εκδηλώθη­
καν στο χώρο της διεθνούς συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων διωκτικών, δικα­
στικών και εποπτικών αρχών για το θέμα του ξεπλύματος χρημάτων, υπήρξε η
απόφαση που έλαβαν τον Ιούλιο του 1989 στο Παρίσι οι αρχηγοί των κρατών ή
κυβερνήσεων της Ομάδας των 7 κυριότερων βιομηχανικών χωρών μαζί με το
Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τονίζοντας την επείγουσα ανάγκη για μια
αποφασιστική κινητοποίηση της μάστιγας των ναρκωτικών σε εθνικό και διεθνές
επίπεδο, συνέστησαν μια μεγάλη ομάδα διεθνών εμπειρογνωμόνων από τις χώ­
ρες τους - ΗΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία,
- καθώς και από άλλες εννέα χώρες που εκλήθησαν να συμμετάσχουν στη σχετι­
κή έρευνα - Σουηδία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ελβετία, Ελλάδα, Αυ­
στρία, ionrravia και Αυστραλία-, Η διακυβερνητική αυτή ομάδα των ειδικών, που
τελικά έμεινε γνωστή ως «Ομάδα Κρούσεως για το ξέπλυμα χρημάτων» με την
προσωνυμία στην αγγλική γλώσσα ως FINANCIAL ACTION TASK FORCE ON
MONEY LAUNDERING, εδρεύει στο Παρίσι και εξυπηρετείται γραμματειακά από
τον ΟΟΑΣΑ.
Οι ορισθέντες εμπειρογνώμονες μελέτησαν συστηματικά το πρόβλημα των
ναρκωτικών και του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος και ολοκλήρωσαν την έκθε­
ση τους κατά τον Απρίλιο του 1990. Η έκθεση αυτή των διεθνών εμπειρογνώμων
που περιέχει 40 Συστάσεις, αποτέλεσε σημαντικό βήμα για την αποτελεσματική
οργάνωση και το συντονισμό στο τομέα της διεθνούς συνεργασίας μεταξύ των
αρμοδίων αρχών και στη λήψη μέτρων από όλα τα συμμετέχοντα κράτη με βάση
τα σημεία των συστάσεων που ήδη τελούν υπό αναθεώρηση, καθώς διαπιστώθη­
κε σημαντική πρόοδο στην εφαρμογή τους.
62
Στις ετήσιες εκθέσεις του ΡΑΤΡ απεικονίζεται, πράγματι η όλη προσπάθεια
που καταβάλλεται παγκοσμίως για την επίτευξη των στόχων του εφαρμοζόμενου
προγράμματος για την καταπολέμηση της διεθνούς πρακτικής του ξεπλύματος
βρώμικου χρήματος. Ισχυρό και αποτελεσματικό μέσο πιέσεως των διεθνών ε­
μπειρογνωμόνων ως εκπροσώπων της διεθνούς κοινότητας αποδείχθηκε η διαδι­
κασία της «αμοιβαίας εξετάσεως» κάθε χώρας ξεχωριστά από εμπειρογνώμονες
άλλων χωρών που ορίζονται από τη γραμματεία του ΡΑΤΡ. Μετά από κάθε λε­
πτομερή επιτόπια εξέταση με βάση ένα ερωτηματολόγιο ως προς το θεσμικό
πλαίσιο, την ύπαρξη κατάλληλων μηχανισμών, το βαθμό συμμετοχής στη διεθνή
συνεργασία, τα ειδικότερα προβλήματα και γενικά ως προς το θεσμικό πλαίσιο,
την ύπαρξη κατάλληλων μηχανισμών, το βαθμό συμμετοχής στη διεθνή συνεργα­
σία, τα ειδικότερα προβλήματα και γενικά ως προς τη τήρηση των 40 Συστάσεων
του ΡΑΤΡ από κάθε συμμετέχουσα χώρα χωρίς, ακολουθεί ή σύνταξη εκθέσεως,
η οποία κοινοποιείται σε όλα τα μέλη, συζητείται και εγκρίνεται στην ολομέλεια,
αφού γίνουν παρεμβάσεις στο κείμενο και σχετικές ανακοινώσεις. Ο πρώτος γύ­
ρος αυτών των ερευνών τελείωσε το 1995 και από το επόμενο άρχισε ο δεύτερος
γύρος. Παράλληλα οι εκπρόσωποι κάθε χώρας απαντούν σε ερωτηματολόγια επί
χρηματοπιστωτικών και νομικών θεμάτων, ενώ μελετούνται και εγκρίνονται διά­
φορα ειδικότερα θέματα ή προτάσεις και προγράμματα για τον τρόπο αντιμετωπίσεως ορισμένων πρακτικών, όπως είναι η περίπτωση των φορολογικών παρα­
δείσων, ή για τη λήψη μέτρων προς αντιμετώπιση του ξεπλύματος που γίνεται
από εξωτραπεζικές επιχειρήσεις και επαγγέλματα ή για τις ηλεκτρονικές μεταφο­
ρές κεφαλαίων. Πρόσθετα, εφαρμόζεται ένα ευρύ πρόγραμμα εξωτερικών σχέσε­
ων με επισκέψεις, με την οργάνωση σεμιναρίων σε χώρες που δεν είναι μέλη και
τη διεξαγωγή συζητήσεων προκειμένου αυτές οι χώρες να πειστούν να
ποινικοποιήσουν την πρακτική του οργανωμένου εγκλήματος για το ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος και να λάβουν τα απαραίτητα σχετικά μέτρα.
Οι σαράντα συστάσεις του ΡΑΤΡ
Οι διεθνείς εμπειρογνώμονες του ΡΑΤΡ για το ξέπλυμα χρημάτων συνέταξαν
τις ακόλουθες Συστάσεις που λίγο πολύ ακολουθούν οι νομοθέτες των χωρών
που μετέχουν στην ισχυρή αυτή ομάδα πιέσεως και συντονισμού του έργου που
63
ετπτελείται διεθνώς στον εξεταζόμενο τομέα της νομιμοττοιήσεως των εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες:
1) Κάθε χώρα πρέπει να εφαρμόσει πλήρως τη Σύμβαση της Βιέννης.
2) Το τραπεζικό απόρρητο πρέπι να αίρειται κατά τη διεύρυνση υποθέσεων ξε­
πλύματος βρώμικου χρήματος από τις κατά νόμο αρμόδιες αρχές.
3) Οποιοδήποτε πρόγραμμα εφαρμογής για το ξέπλυμα χρημάτων, για είναι α­
ποτελεσματικό, πρέπει να περιλαμβάνει κανόνες αυξημένης πολυμερούς συ­
νεργασίας και αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής στις υποθέσεις ανακρίσεων,
εκδικάσεως και απελάσεως των υποδίκων.
4) Κάθε χώρα οφείλει να ποινικοποιήσει το ξέπλυμα χρημάτων, από τη διακίνηση
των ναρκωτικών όπως ορίζεται στη Σύμβαση της Βιέννης.
5) Κάθε χώρα οφείλει να μελετήσει σοβαρά τη σκοπιμότητα της επεκτάσεως του
ποινικού αδικήματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων από ναρκωτικά και σε
άλλα ποινικά αδικήματα που συνδέονται με την παραγωγή και τη διακίνηση
των ναρκωτικών. Εναλλακτικά, μια χώρα μπορεί να ποινικοποιήσει όλα τα σο­
βαρά ποινικά αδικήματα ή όλα τα αδικήματα που γεννούν ή δημιουργούν ση­
μαντικά έσοδα της μορφής αυτής ή να περιλάβει ορισμένα μόνο σοβαρά αδι­
κήματα.
6) Οπως ορίζεται και στη Σύμβαση της Βιέννης, το ποινικό αδίκημα της νομιμοποιήσεως των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες πρέπει να ισχύει για
τις πράξεις που τελούνται από πρόθεση, δηλαδή εν γνώσει του δράστη ότι τα
έσοδα αυτά προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξεις συμ­
μετοχής σε παράνομη δραστηριότητα κ.λ.π. Η γνώση, ή πρόθεση ή σκοπός
που απαιτούνται ως στοιχεία των πράξεων μπορεί να συνάγονται από τις
πραγματικές περιστάσεις.
7) Οπου είναι δυνατόν, πρέπει να εφαρμόζεται και η ποινική ευθύνη του ποινικού
προσώπου με την έννοια των διοικούντων.
8) Οι χώρες πρέπει να υιοθετήσουν νομοθετικά και άλλα μέτρα, όμοια με εκείνα
που ορίζονται από τη Σύμβαση της Βιέννης προκειμένου να δώσουν την εξου­
σία στις αρμόδιες αρχές να κατάσχουν στοιχεία που χρησιμοποιούνται ή πρό­
κειται να χρησιμοποιηθούν για το ξέπλυμα.
9) Οι υπ' αριθμόν 12 έως και 29 Συστάσεις πρέπει να εφαρμόζονται όχι μόνο στις
τράπεζες αλλά και στα μη χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
10) Οι αρμόδιες αρχές σε κάθε χώρα πρέπει να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ώ­
στε να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση προς τις 40 Συστάσεις.
64
11) Πρέπει να γίνει κατάλογος των μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων
και άλλων επαγγελμάτων που έχουν σχέση με τις Συστάσεις.
12) Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν πρέπει να τηρούν ανώνυμους λογαρια­
σμούς ή λογαριασμούς με φαντάστικά ή ανύπαρκτα ονόματα. Πρέπει να απαι­
τείται από αυτά να εξακριβώνουν, δηλαδή να απαιτούν την απόδειξη της ταυ­
τότητας των πελατών τους, είτε αυτοί είναι τακτικοί είτε είναι περιστατικοί, όταν
συνάπτουν με αυτούς επιχειρηματικές σχέσεις ή όταν συναλλάσσονται με αυ­
τούς ιδιαίτερα κατά το άνοιγμα λογαριασμών καταθέσεων, την άσκηση εργα­
σιών καταπιστευματοδόχου, την εκμίσθωση θυρίδων θησαυροφυλακίου και
την ενέργεια μεγάλου ύψους συναλλαγών σε μετρητά.
13) Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να λάβουν τα κατά τη κρίση τους εύ­
λογα μέτρα ώστε να αποκτούν πληροφορίες για την πραγματική ταυτότητα
των προσώπων υπέρ των οποίων ανοίγονται λογαριασμοί ή συνάπτονται συ­
ναλλαγές, όταν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το αν οι πελάτες τους ενεργούν
για δικό τους λογαριασμό ή όταν υπάρχει βεβαιότητα ότι οι απευθείας συναλ­
λασσόμενοι με αυτά δεν ενεργούν για δικό τους λογαριασμό, ιδιαίτερα στη πε­
ρίπτωση των ποικιλώνυμων εταιριών, ιδρυμάτων, που δεν ενεργούν καμία
εμπορική ή άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα στη χώρα εγκαταστάσεως
τους
14) Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να αρχειοθετούν για πέντε τουλάχι­
στον έτη όλα τα αναγκαία στοιχεία των συναλλαγών και των συμβάσεων, για
να είναι σε θέση να συμμορφώνονται αμέσως στην παροχή πληροφοριών
προς τις αρμόδιες αρχές.
15) Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στις περίπλοκες και ασυνήθιστα μεγάλες συ­
ναλλαγές και στα ασυνήθιστα πρότυπα μεγάλων συναλλαγών που δεν έχουν
προφανές οικονομικό ή ορατό νόμιμο σκοπό, ό σκοπός και οι λεπτομέρειες
που αφορούν τέτοιες συναλλαγές πρέπει να καταγράφονται και να είναι στη
διάθεση των εποπτικών αρχών, των ελεγκτών και των δικαστικών αρχών.
16) Εάν οι τράπεζες και οι λοιποί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί υποψιάζονται ότι
συγκεκριμένα κεφάλαια προέρχονται πιθανόν από εγκληματική δραστηριότητα
θα πρέπει είτε να επιτρέπεται σ' αυτούς είτε να είναι αυτοί υποχρεωμένοι να
αναφέρουν τις υποψίες τους στις αρμόδιες αρχές. Θα πρέπει επίσης να υπάρ­
χει νομοθετική πρόβλεψη για την προστασία τόσο των τραπεζών και των άλ­
λων ιδρυμάτων, όσο και του προσωπικού τους από κάθε ποινική ή αστική ευ­
θύνη λόγω μη τηρήσεως της υποσχέσεως της εχεμύθειας προς τους πελάτες,
65
υπό την προϋπόθεση ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα αναφέρουν καλό­
πιστα.
17) Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα διευθυντικά στελέχη και οι υπάλληλοι δεν
πρέπει να ειδοποιούν τους πελάτες τους όταν αναφέρονται οι ύποπτες συναλ­
λαγές στον αρμόδιο κρατικό φορέα.
18) Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατά την αναφορά των ύποπτων συναλλαγών
οφείλουν να συμμορφώνονται με τις οδηγίες των αρμοδίων αρχών.
19) Όταν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα συγκεντρώνει τις υποψίες του για τις ε­
νέργειες ενός πελάτη και εκεί ακόμη όπου δεν ισχύει υποχρέωση για την ανα­
φορά ύποπτων συναλλαγών, οφείλει να αρνείται τη συνεργασία μαζί του, να
διακόψει τις οποιεσδήποτε επιχειρηματικές σχέσεις μαζί του και να κλείσει τους
λογαριασμούς του.
20) Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να καταστρώσουν και να εφαρμόσουν
προγράμματα κατά του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Τα προγράμματα
αυτά πρέπει κατ’ ελάχιστο όριο να περιλαμβάνουν:
•
την καθιέρωση εσωτερικής πολιτικής κάθε ιδρύματος, διαδικασίες και
ελέγχους, την ανάθεση ειδικών καθηκόντων εφαρμογής του νόμου σε
ένα ή περισσότερα διευθυντικά στελέχη καθώς και την υιοθέτηση κανό­
νων και διαδικασιών κατά τη πρόσληψη και επιλογή του προσωπικού.
•
Τη δημιουργία και εφαρμογή διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου και επι­
κοινωνίας προς εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του όλου προ­
γράμματος εφαρμογής.
•
Την οργάνωση και εκτέλεση προγράμματος συνεχούς ενημερώσεως και
εκπαιδεύσεως του προσωπικού.
21) Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να προσέχουν ιδιαίτερα τις σχέσεις και
συναλλαγές τους με πρόσωπα, εταιρίες τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά
και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα από χώρες που δεν έχουν σχετική
νομοθεσία ή έχουν ελλιπή νομοθεσία και έτσι εφαρμόζουν ανεπαρκώς τις 40
Συστάσεις. Όταν οι συναλλαγές αυτές δεν έχουν προφανή οικονομικό σκοπό ή
νόμιμη αιτία και βάση τότε πρέπει να ερευνάται σε βάθος κάθε συγκεκριμένη πρό­
ταση συνεργασίας ή συναλλαγής και να τηρούνται έγγραφα στοιχεία προς διάθε­
ση των εποπτικών αρχών, των ελεγκτών και των άλλων αρμόδιων φορέων.
22) Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να φροντίζουν ώστε οι παραπάνω
αρχές και κανόνες συμπεριφοράς να εφαρμόζονται και στα υποκαταστήματα και
στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις στο εξωτερικό, ιδιαίτερα όταν έχουν εγκαταστα­
θεί και λειτουργούν σε χώρες ‘όπου δεν εφαρμόζονται οι συστάσεις. Όταν οι τοπι­
66
κοί νόμοι και κανονισμοί δεν επιτρέπουν την εφαρμογή των έν λόγω κανόνων από
τα υποκαταστήματα και τις θυγατρικές τους στο εξωτερικό, οι εποπτικές αρχές του
μητρικού πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να ενημερώνονται κατάλληλα.
23) Η αποτελεσματικότητα των μέτρων προς εντοπισμό των χρημάτων κατά τη
φυσική μεταφορά τους στα σύνορα πρέπει να μελετάται συνεχώς χωρίς όμως να
παρεμβάλλονται εμπόδια στην ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων.
24) Όλες οι χώρες πρέπει να εξετάσουν την εφικτότητα και τη χρησιμότητα ενός
συστήματος στο οποίο οι τράπεζες και οι άλλοι χρηματοδοτικοί ενδιάμεσοι θα α­
ναφέρουν όλες τις εγχώριες και διεθνείς συναλλαγές σε ξένα νομίσματα πάνω
από ένα ορισμένο ποσό, σε ένα κεντρικό φορέα που θα αξιοποιεί τα πλεονεκτή­
ματα μιας βάσεως δεδομένων.
25) Οι χώρες πρέπει να ενθαρρύνουν γενικά την ανάπτυξη των μεθόδων σύγχρο­
νης και τεχνικών χρηματικής διαχειρίσεως ώστε να περιορίσουν τη χρήση μετρη­
τών στις καθημερινές συναλλαγές και να αυξήσουν τη χρήση μέσων όπως είναι οι
επιταγές, οι κάρτες πληρωμών, η πληρωμή των μισθών μέσω τραπεζικών λογα­
ριασμών, οι άϋλοι τίτλοι κ.λ.π.
26) Οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν τις τράπεζες ή τα άλλα χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα πρέπει να εξασφαλίσουν την εισαγωγή και εφαρμογή επαρκών προ­
γραμμάτων κατά της πρακτικής του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Οι εποπτεύουσες αρχές οφείλουν να συνεργάζονται και να παρέχουν την εμπειρία τους
καθώς και τραπεζική τεχνογνωσία στις δικαστικές και διωκτικές αρχές της ίδιας
χώρας.
27) Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή
αυτών των Συστάσεων και σε άλλες επιχειρήσεις που μεσολαβούν στη διακίνηση
ή ανταλλαγή μετρητών.
28) 0 ι αρμόδιες αρχές πρέπει να καθιερώσουν κατευθυντήριες γραμμές προς υτ
ποβοήθηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να εντοπίζουν τις ύποπτες συ­
ναλλαγές.
29) Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να είναι σε θέ­
ση να ελέγχουν την απόκτηση και τον έλεγχο επιχειρήσεων από το οργανωμένο
έγκλημα.
30) Οι νομισματικές αρχές πρέπει να εξετάσουν τη δυνατότητα στατιστικής παρακολουθήσεως των διεθνών μεταφορών μετρητών σε όλα τα νομίσματα έτσι ώστε
να μπορούν να γίνουν υπολογισμοί των εισροών και των εκροών ρευστών από
διάφορες πηγές του εξωτερικού. Τέτοιες πληροφορίες πρέπει να παρέχονται στο
67
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και στη Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών προς διευ­
κόλυνση των διεθνών μελετών.
31) Οι αρμόδιες διεθνείς αρχές, όπως οι Ιντερπόλ, και το Παγκόσμιο Συμβούλιο
Τελωνείων, πρέπει να έχουν και την ευθύνη για τη συγκέντρωση και παροχή
πληροφοριών στις αρμόδιες διωκτικές, δικαστικές και εποπτικές αρχές των χω­
ρών για τις εξελίξεις στον τομέα του ξεπλύματος. Οι κεντρικές τράπεζες και άλλες
αρχές εποπτείας πρέπει να κάνουν το ίδιο σε ότι αφορά τις τράπεζες και τις άλλες
επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα.
32) Κάθε χώρα πρέπει να καταβάλλει προσπάθειες για να καθιερωθεί ένα συνε­
χώς βελτιούμενο διεθνές σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμοδί­
ων αρχών σχετικά με τις ύποπτες συναλλαγές.
33) Οι χώρες πρέπει να διασφαλίσουν, ώστε σε διμερή ή πολυμερή βάση, να εξαλειφθούν οι διαφορές στην ορολογία και στη διατύπωση των διατάξεων έτσι ώστε
να μην επηρεάζεται η ικανότητα ή προθυμία των χωρών κατά τη παροχή αμοιβαί­
ας δικαστικής συνδρομής.
34) Η διεθνής συνεργασία πρέπει να υποστηρίζεται με ένα δίκτυο διμερών και
πολυμερών συμφωνιών και διευθετήσεων που να στηρίζονται σε νομικές έννοιες
γενικά αποδεκτές προς το σκοπό εξασφαλίσεως της μεγαλύτερης δυνατής αμοι­
βαίας βοήθειας στην καταπολέμηση του ξεπλύματος.
35) Όλες οι χώρες οφείλουν να ενθαρρύνουν την ενσωμάτωση στο εσωτερικό δί­
καιο τους κανόνες διεθνών συμβάσεων όπως είναι η Σύμβαση του
Συμβουλίου
της Ευρώπης για την ανίχνευση, την κατάσχεση και δήμευση των εσόδων από τη
διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων.
36) Πρέπει να ενθαρρύνονται οι έρευνες για το ξέπλυμα χρημάτων που γίνονται με
συνεργασία των αρμοδίων δικαστικών, διωκτικών και εποπτικών αρχών.
37) Πρέπει να καθιερώνουν και να ισχύουν κατάλληλες διαδικασίες παροχής αμοι/
βαίας βοήθειας σε ποινικά θέματα, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την άρση του τραπεζι­
κού απορρήτου και την παροχή πληροφοριών από τις τράπεζες και τα άλλα χρη­
ματοπιστωτικά ιδρύματα, την έρευνα προσώπων και εγκαταστάσεων, την κατά­
σχεση και την απόκτηση αποδεικτικών στοιχείων και μαρτυριών.
38) Πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές να παρέχουν επειγόντως
βοήθεια στις αρχές άλλων χωρών για την εξακρίβωση της ταυτότητας, το μπλοκάρισμα λογαριασμών, την κατάσχεση και δήμευση των εσόδων και κάθε περιου­
σιακού στοιχείου που έχει εγκληματική προέλευση. Πρόσθετα, πρέπει να υπάρχει
συντονισμός στο θέμα των κατασχέσεων και δημεύσεων περιουσιακών στοιχείων
6?
από το ξέπλυμα χρημάτων, περιλαμβανομένου και του θέματος της συμμετοχής
στη διανομή των περιουσιακών αυτών στοιχείων μεταξύ των χωρών.
39) Προς αποφυγή διαφορών στο ισχύον δίκαιο, επιβάλλεται να καθιερωθεί κά­
ποιος μηχανισμός που θα διευκολύνει τη λήψη αποφάσεων ψς προς τον τόπο εκδικάσεως των υποδίκων προς εξυπηρέτηση του συμφέροντος της δικαιοσύνης σε
περιπτώσεις εγκληματιών που μπορούν να δικαστούν σε περισσότερες από μία
χώρες.
40) Όλες οι χώρες πρέπει να προβλέπουν την έκδοση ατόμων που κατηγορούνται για ξέπλυμα χρημάτων ή άλλα συνδεόμενα ποινικά αδικήματα. Κάθε χώρα
πρέπει να αναγνωρίζει το αδίκημα του ξεπλύματος ότι συνιστά ποινικό αδίκημα
στο οποίο επιτρέπεται η έκδοση.
69
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΥΠΟΠΤΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΟΝ ΑΡΜΟΔΙΟ
ΦΟΡΕΑ
7.1 ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΠΤΩΝ
ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ
Κάθε πιστωτικό ίδρυμα και χρηματοπιστωτικός οργανισμός, έχουν την υπο­
χρέωση να ορίζουν ένα διευθυντικό στέλεχος στο οποίο τα άλλα διευθυντικά στε­
λέχη και οι υπάλληλοι θα αναφέρουν κάθε συναλλαγή που θεωρούν ύποπτη νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και κάθε γεγονός του
οποίου λαμβάνουν γνώση λόγω της υπηρεσίας τους και που θα μπορούσε να
αποτελέσει ένδειξη εγκληματικής δραστηριότητας. Στα υποκαταστήματα η αναφο­
ρά αυτή πρέπει να γίνεται κατ' ευθείαν στον διευθυντή του υποκαταστήματος, ο
οποίος αναφέρεται αμέσως στο αρμόδιο διευθυντικό στέλεχος της τράπεζας, εάν
συμμερίζεται τις υπόνοιες. Το διευθυντικό στέλεχος ενημερώνει με εμπιστευτικό
έγγραφο, τον Αρμόδιο φορέα, δηλαδή την πιο πάνω ειδική επιτροπή, παρέχοντας
σ' αυτήν συγχρόνως κάθε χρήσιμη πληροφορία ή στοιχείο, αν μετά την εξέταση
που πραγματοποιεί το διευθυντικό στέλεχος, κρίνει ότι οι πληροφορίες και τα υ­
πάρχοντα στοιχεία αποτελούν ένδειξη εγκληματικής δραστηριότητας.
Η
συναλλαγή
που
ενδέχεται
να
αποτελέσει
αντικείμενο
αναφοράς
περιλαμβάνει τη σύναψη συμβάσεων, στα πλαίσια οποιοσδήποτε επιχειρηματικής
σχέσεως και ιδίως κατά το άνοιγμα λογαριασμού καταθέσεων οποιοσδήποτε
φύσεως,
κατά
τη
σύναψη
συμβάσεως
παροχής
υπηρεσιών
φυλάξεως
περιουσιακών στοιχείων, κατά τη μίσθωση θυρίδας θησαυροφυλακίου, καθώς και
κατά τη σύναψη συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου.
Επιση μαίνεται κατά πρώτο λόγο ότι η υποχρέωση για την υποβολή των ανα­
φορών στον αρμόδιο κρατικό φορέα ανήκει στα πιστωτικά ιδρύματα και στους
χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και όχι στο προσωπικό τους, το οποίο όμως
πρέπει να εκπαιδευθεί επαρκώς ώστε να γνωρίζει πότε και πως πρέπει να αναφέρεται σε κάθε περίπτωση στο οριζόμενο διευθυντικό στέλεχος. Πρόσθετα οι
φορείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος οφείλουν να θεσπίσουν κατάλληλες
διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου και επικοινωνίας έτσι ώστε να τηρούνται οι επιτα­
γές του νομοθέτη για την αναφορά των πληροφοριών και στοιχείων μιας χρημα70
τοπιστωτικής συναλλαγής, τα οποία αποτελούν ένδειξη εγκληματικής δραστηριό­
τητας. Τα στοιχεία και οι πληροφορίες θα εξεταστούν και θα αξιολογηθούν από
την αρμόδια Επιτροπή του νόμου. Εάν ο ειδικός αυτός φορέας θεωρήσει ότι η συ­
γκεκριμένη σύμβαση ή συναλλαγή είναι ύποπτη νομιμοποιήσεως εσόδων από ε­
γκληματικές δραστηριότητες, τότε ο φάκελος της υποθέσεως πρέπει να διαβιβα­
στεί στον αρμόδιο εισαγγελέα. Σε διαφορετική περίπτωση ή υπόθεση αρχειοθετεί­
ται και μπορεί να ανασυρθεί σε κάθε περίπτωση που σχετίζεται με την ίδια ή με
οποιαδήποτε άλλη ύποπτη συναλλαγή. Μέχρις ότου συσταθεί με προεδρικό διά­
ταγμα ο ειδικός φορέας, οι αναφορές υπόπτων συναλλαγών υποβάλλονται στον
Εισαγγελέα.
Από όλα τα προηγούμενα προκύπτουν τα ακόλουθα:
1) Ο νόμος εισάγει τη γενική υποχρέωση της αναφοράς κάθε συναλλαγής που
θεωρείται ύποπτη ξεπλύματος χρήματος και γεγονότος που λαμβάνουν γνώση
τα διευθυντικά στελέχη και οι υπάλληλοι λόγω της υπηρεσίας τους στο πιστω­
τικό ίδρυμα ή στον χρηματοπιστωτικό οργανισμό και το οποίο θα μπορούσε να
αποτελέσει ένδειξη εγκληματικής δραστηριότητας.
2) Ο νόμος, όχι μόνο δεν εξειδικεύει πότε ακριβώς υπάρχουν οι εν λόγω ενδείξεις
εγκληματικής δραστηριότητας αλλά παρέχει ενδεικτικά ορισμένες μόνο
κατηγορίες χρηματοπιστωτικών εργασιών αφήνοντας έτσι τη δυνατότητα του
καθορισμού συγκεκριμένων κοινών κριτηρίων αξιολογήσεως των ασυνήθιστων
συναλλαγών και που και που θα αναθεωρούνται και θα συμπληρώνονται
ανάλογα με τις εξελίξεις στην τυπολογία του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
Εννοείται ότι τα κριτήρια αυτά πρέπει να αφορούν το σύνολο του
χρηματοπιστωτικού τομέα και να εφαρμόζονται κατά περίπτωση και κατ’ είδος
χρηματοπιστωτικής συναλλαγής.
3) Επίσης, ο νόμος δεν αναφέρει οτιδήποτε για το περιεχόμενο των αναφορών
προς την αρμόδια επιτροπή.
Κρίνεται όμως ότι μια τέτοια σοβαρή και εμπιστευτικού χαρακτήρα αναφορά πρέ­
πει να περιλαμβάνει, όπου αυτό είναι δυνατόν, τα στοιχεία ταυτότητας, τον αριθμό
και το είδος του δημοσίου εγγράφου, τις λεπτομέρειες που αφορούν κάθε συναλ­
λαγή και τις συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες μια συναλλαγή κρίθηκε ως ασυνήθιστη ή ύποπτη. Η ύπαρξη ενιαίων κριτηρίων θα βοηθήσει σημαντικά
στη διαμόρφωση της κρίσεως των τραπεζών και των άλλων χρηματοπιστωτικών
οργανισμών ως προς το εάν, πράγματι συντρέχουν λόγοι και υπάρχουν οι απο­
71
χρώσεις ενδείξεις για την περαιτέρω έρευνα και τι βάσιμο χαρακτηρισμό μιας ζη­
τούμενης συναλλαγής ως ύποπτης.
Ωστόσο, ο νόμος για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριό­
τητες θεσπίζει τα ακόλουθα σχετικά με το θέμα της υποβολής των αναφορών υ­
πόπτων συναλλαγών στον αρμόδιο κρατικό φορέα:
ΠΡΩΤΟΝ: την υποχρέωση ενημερώσεως έχουν και οι αρμόδιες αρχές ασκήσεως
εποπτείας του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα και κάθε άλλο πρόσωπο επι­
φορτισμένο με τη διενέργεια ελέγχου σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό
οργανισμό, αν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υποπέσουν στην αντίληψη
τους ορισμένα γεγονότα που ενδέχεται να αποτελούν ένδειξη ξεπλύματος βρώμι­
κου χρήματος.
ΔΕΥΤΕΡΩΝ: τα πιστωτικά ιδρύματα ή οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν
να μην πραγματοποιούν συναλλαγές για τις οποίες γνωρίζουν ή βάσιμα υποπτεύ­
ονται ότι συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Αυτό όμως δεν ισχύει αν, για την άμεση πραγματοποίηση της συναλλαγής, συ­
ντρέχει επείγουσα περίπτωση ή όταν επιβάλλεται από τη φύση της συναλλαγής ή
όταν η μη πραγματοποίηση της ενδέχεται να δυσχεραίνει την αποκάλυψη αποδει­
κτικών στοιχείων ή προσώπων που πιθανόν ενέχονται σε νομιμοποίηση εσόδων.
Στις περιπτώσεις αυτές η αναφορά υποβάλλεται αμέσως μετά τη συναλλαγή.
ΤΡΙΤΟΝ: η γνωστοποίηση πληροφοριών και στοιχείων προς τον αρμόδιο κρατικό
φορέα, όταν γίνεται καλόπιστα δεν αποτελεί άδικη ή αντισυμβατική πράξη και δεν
μπορεί να θεμελιώσει οποιουδήποτε είδους ευθύνη.
ΤΕΤΑΡΤΟΝ: τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οι
υπάλληλοι ή οι ελεγκτές απαγορεύεται να γνωστοποιούν το γεγονός ότι
διαβιβάστηκαν ή ζητήθηκαν πληροφορίες ή ότι διεξάγεται έρευνα για ξέπλυμα
χρημάτων σε αυτόν που αφορούν οι πληροφορίες ή σε τρίτους. Ειδικά για τα μέλη
του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και του εκπροσώπου των πιο πάνω χρημα­
τοπιστωτικών οργανισμών επιβάλλεται η υποχρέωση να αναφέρουν με εμπιστευτικό έγγραφο στην αρμόδια επιτροπής εφαρμογής του νόμου, κάθε συναλλαγή
που θεωρούν ότι είναι ύποπτη ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
ΠΕΜΠΤΩΝ: η αρμόδια επιτροπή οφείλει να ολοκληρώσει την έρευνα της σε μέσα
σε πέντε το πολύ μέρες από τότε που θα περιέλθει σε αυτήν η σχετική πληροφο­
ρία. Σε κάθε περίπτωση ενημερώνεται για το αποτέλεσμα της έρευνας εκείνος
που διαβίβασε την πληροφορία στην Επιτροπή, η συγκρότηση και λειτουργία της
οποίας προβλέπεται να γίνει με την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος. Όπως
ΊΊ
αναφέρθηκε ήδη, μέχρι τότε οι πληροφορίες και τα στοιχεία που στοιχειοθετούν
μια ύποπτη συναλλαγή θα διαβιβάζονται στον αρμόδιο εισαγγελέα.
7.2
Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΑ
ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ
Η εισαγωγή του θεσμού των αναφορών από τα πιστωτικά ιδρύματα και τους
χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς για τις εικαζόμενες ύποπτες συναλλαγές σε
συνδυασμό με την ίδρυση ειδικού κρατικού φορέα για τη λειτουργία του υπήρξε
μέτρο απόλυτα αναγκαίο και απαραίτητο για την εφαρμογή του Νόμου 2331/1995
«πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης των εσόδων από εγκληματικές δρα­
στηριότητες...». Ξεχωριστή μέριμνα και μεγάλη προσοχή απαιτείται να καταβληθεί
κατά τη σύσταση και λειτουργία της Επιτροπής του άρθρου 7, έργο της οποίας θα
είναι η συγκέντρωση των πληροφοριών που θα διαβιβάζονται σ’ αυτήν από τα
πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ως ύποπτες συ­
ναλλαγών νομιμοποιήσεως από εγκληματικές δραστηριότητες. Ο ελληνικός φορέ­
ας οφείλει να συνεργάζεται με τους αντίστοιχους αλλοδαπούς φορείς για την πα­
ροχή κάθε δυνατής συνδρομής, με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας.
Πρέπει να τονιστεί ότι η επιτέλεση αυτής της αποστολής προϋποθέτει τη
γνώση και τη μελέτη λειτουργίας των αλλοδαπών φορέων που ιδρύθηκαν τα τε­
λευταία χρόνια σε άλλες χώρες, προκειμένου να σχεδιαστεί και να υιοθετηθεί το
σύστημα εκείνο που θα ανταποκριθεί καλύτερα στις ιδιαίτερες συνθήκες και ανά­
γκες λειτουργίας του θεσμού στην Ελλάδα.
Ακόμη ο ελληνικός φορέας πρέπει να έχει τη στελέχωση και τα μέσα που α­
παιτούνται για τη μελέτη σε βάθος των μεθόδων, τυπολογιών και των εν γένει εξε­
λίξεων στον τομέα του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος για να είναι σε θέση να
εκτελεί την κατά νόμο αποστολή του, να διερευνά και να εισηγείται στην υπεύθυνη
κυβέρνηση τη λήψη πρόσθετων μέτρων για το συντονισμό του όλου έργου εφαρ­
μογής του νόμου. Εννοείται ότι η Επιτροπή θα διατηρεί καλές σχέσεις με τους α­
ντίστοιχους αλλοδαπούς φορείς, μέλη της θα μετέχουν στις ελληνικές αντιπρο­
σωπείες στους οικείους διεθνείς οργανισμούς, θα υποβάλλει συστάσεις στα πι­
στωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και θα ενημερώνει
κατάλληλα το κοινό.
73
7.3 ΟΔΗΓΙΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΥΠΟΠΤΩΝ
ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ
Αρκετές χώρες με αναπτυγμένα χρηματοπιστωτικά συστήματα υιοθετούν και
εφαρμόζουν «οδηγούς» που αποσκοπούν στη διευκόλυνση των τραπεζών και
των άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών και στην ενημέρωση των συναλλασ­
σόμενων για τη καλύτερη δυνατή εφαρμογή της νομοθεσίας για το ξέπλυμα χρη­
μάτων. Αρχικά η προσπάθεια αυτή εκδηλώθηκε με την παραίνεση και επιρροή
των κεντρικών Τραπεζών σε ορισμένες χώρες να προωθήσουν την εφαρμογή των
κατευθυντήριων αρχών της «Διακηρύξεως της Βασιλείας», δηλαδή των Κανόνων
της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών για τη διεθνή πρακτική του ξεπλύματος
βρώμικου χρήματος. Περισσότερο αποτελεσματική όμως υπήρξε η επιρροή που
ασκείται από τους διεθνείς εμπειρογνώμονες της «ομάδας Κρούσεως» και φυσικά
από την ενσωμάτωση των διατάξεων της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ στην εσωτερική
έννομη τάξη των 15 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Η σύνταξη των κατευθυντήριων αρχών γίνεται από τους εκπροσώπους των
τραπεζών και των άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, οι οποίοι συμφωνούν
να ακολουθήσουν μια γραμμή με σκοπό την επίτευξη του νόμου. Οι οδηγίες αυτές
καταρτίζονται με πρωτοβουλία των Επιμέρους ενώσεων Τραπεζών, ασφαλιστι­
κών εταιριών, κλπ. όι κατευθύνσεις αυτές φανερώνουν την υιοθέτηση μιας καλής
πρακτικής.
Οι οδηγίες των Ενώσεων τραπεζών αποτελούν ένα είδος εγκυκλίου για τη δι­
ευκόλυνση των εφαρμοστών της νομοθεσίας για το ξέπλυμα χρημάτων, ιδιαίτερα
όταν παρέχονται παραδείγματα για την εφαρμογή ενιαίων κριτηρίων σε γενικούς
ορισμούς του νόμου. Οι οδηγίες αυτές περιλαμβάνουν τις διαδικασίες που πρέπει
να ακολουθούνται για την εξακρίβωση των στοιχείων ταυτότητας των πελατών,
την αρχειοθέτηση των στοιχείων αυτών και των απαραίτητων πληροφοριών και
παραστατικών των συναλλαγών, πως αναγνωρίζονται και αναφέρονται οι ύπο­
πτες συναλλαγές, τα κυριότερα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει ένα πρό­
γραμμα συνεχούς ενημερώσεως και εκπαιδεύσεως του προσωπικού και παρα­
δείγματα ύποπτων συναλλαγών.
Ως προς τον καθορισμό ενιαίων κριτηρίων για τη συμμόρφωση προς τις δια­
τάξεις του νόμου σχετικά με τις αναφορές ύποπτων χρηματοπιστωτικών συναλ­
λαγών, είναι πολύ χρήσιμος να ετοιμαστεί ένας κατάλογος τέτοιων οδηγιών προς
τα διευθυντικά στελέχη και τους υπαλλήλους των τραπεζών και των χρηματοπι­
74
στωτικών οργανισμών στην Ελλάδα. Έτσι αυτοί θα γνωρίζουν σε κάθε περίπτωση
εφαρμογής του νόμου πώς να ενεργήσουν. Ένας κατάλογος κριτηρίων βάσει των
οποίων θα αποφασίζεται η υποβολή αναφοράς στην αρμόδια Επιτροπή του νό­
μου για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος είναι ο παρακάτω:
Α) Συναλλαγές με ισχυρές ενδείξεις υποψιών
Β) Νέοι Λογαριασμοί
Λογαριασμοί που θεωρούνται ύποπτοι όταν συντρέχουν δύο τουλάχιστον
από τα εξής:
α) υπάρχουν προβλήματα με την απόδειξη της ταυτότητας του πελάτη
β) ο πελάτης είναι αλλοδαπός ή κάτοικος Ελλάδας αλλά ανοίγει λογαριασμό
σε υποκαταστήματα μακριά από το τόπο κατοικίας του.
γ) υπάρχουν πολλά στοιχεία της συναλλαγής που την κάνουν ασυνήθιστη
δ) δια πιστώνεται ότι ανοίγονται πολλοί λογαριασμοί από τον ίδιο πελάτη ή
στο όνομα ενός πελάτη.
Γ) Συναλλαγές σε μετρητά
α) Παρατηρείται προτίμηση για συναλλαγές ποσών κάτω από το ισχύον όριο
των 15.000 ECU
β) Οι συναλλαγές υπερβαίνουν το κατώτερο όριο και συντρέχουν δύο ή
περισσότερα από τα εξής:
•
Υπάρχουν προβλήματα με την απόδειξη της ταυτότητας του πε­
λάτη
•
Οι συνθήκες και τα στοιχεία της συναλλαγής είναι ασυνήθιστα
•
Η συναλλαγή δεν συμβιβάζεται με την επαγγελματική ιδιότητα ή
την οικονομική επιφάνεια του πελάτη.
•
Το πακετάρισμα των μετρητών είναι ασυνήθιστο ή τα χαρτονοτ
μίσματα έχουν μια χαρακτηριστική οσμή.
•
Συχνές καταθέσεις από άτομα που δεν τηρούν λογαριασμό στην
Τράπεζα
•
Ο πελάτης συνοδεύεται και παρακολουθείται
•
Είναι προφανές ότι ο πελάτης ενεργεί για λογαριασμό άλλων
•
Η συναλλαγή δεν φαίνεται να είναι νόμιμη ή να συνδέεται με
κάποιο επιχειρηματικό ή οικονομικό σκοπό.
•
Παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στων αριθμό των συναλλα­
γών ή στο ύψος των υπολοίπων των λογαριασμών.
75
•
Παρατηρούνται πολλές καταθέσεις μικρών ποσών αλλά και α­
ναλήψεων.
Ο κατάλογος αυτός των κριτηρίων πρέπει να συμπεριλάβει και τις άλλες κα­
τηγορίες τραπεζικών εργασιών, όπως είναι οι εργασίες κινήσεως κεφαλαίων και
συναλλάγματος, οι τηλεγραφικές ή ηλεκτρονικές μεταφορές κεφαλαίων κ.λ.π. Η
προσθήκη νέων κριτηρίων ή τροποποίηση των παλαιών θα γίνει σύμφωνα με τις
εξελίξεις στο τομέα του ξεπλύματος αλλά και των χρηματοπιστωτικών μέσων και
τεχνικών και ανάλογα με τις εμπειρίες που θα υπάρχουν διαχρονικά από την ε­
φαρμογή του νόμου.
Η αποτελεσματικότητα του όλου μηχανισμού καταπολεμήσεως του ξεπλύμα­
τος βρώμικου χρήματος στην Ελλάδα θα αυξάνεται καθώς θα αυξάνει η ικανότητα
και η πείρα των τραπεζικών να εφαρμόζουν τα υποκειμενικά κριτήρια εντοπισμού
των ύποπτων συναλλαγών στηριζόμενοι κατά κύριο λόγο στην κατευθυντήρια αρ­
χή που πρέπει εφεξής να διέπει την άσκηση του τραπεζικού επαγγέλματος υπό
την ευρεία έννοια του όρου.
Ο ελληνικός νόμος συνεπής προς τις διεθνείς πλέον αρχές δικαίου είναι αυ­
στηρός κατά τον καθορισμό των υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων και
χρηματοπιστωτικών οργανισμών, όταν συνάπτονται συμβάσεις ή διενεργούνται
συναλλαγές που είναι ύποπτες νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δρα­
στηριότητες.
76
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΠΛΥΜΑ ΒΡΩΜΙΚΟΥ
ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
8.1 ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 2331/1995 ΓΙΑ ΤΗ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ
ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Ο νεότευκτος νόμος για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος είναι προφανώς αυ­
στηρός, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τη νομοθεσία των άλλων κρατών-μελών της Ευ­
ρωπαϊκής Ενώσεως. Καθυστέρησε να θεσπιστεί, αλλά εμφανίζει στο ξεκίνημα της
εφαρμογής του σχετική πληρότητα που παρέχει βάσιμες προσδοκίες για την αποτελεσματικότητα του.
Τα οργανωμένο έγκλημα, το οποίο καλύπτει σε παγκόσμια κλίμακα το μεγα­
λύτερο ποσοστό της ιδιαίτερα επικίνδυνης εγκληματικότητας που αναπτύσσεται
προπάντων στη διακίνηση ναρκωτικών και όπλων, στη λαθρεμπορία ευρεία κλί­
μακας, στην εκβίαση και διάπραξη όλων των μορφών εγκλημάτων, είναι δύσκολο
να καταπολεμηθεί μόνο με τις συνήθεις μεθόδους που προβλέπονται από τις ποι­
νικές δικονομίες όλων των νομικών συστημάτων της υφηλίου. Η κατάργηση των
περιορισμών και τεχνικών φραγμών στην ελεύθερη διακίνηση των προσώπων,
των προϊόντων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, μαζί με τη μεγάλη ανάπτυξη
των μέσων, της ταχύτητας και της πολυπλοκότητας των διεθνών χρηματοπιστωτι­
κών συναλλαγών παρέχουν στο οργανωμένο έγκλημα τη χρυσή ευκαιρία να
διεισδύσει παντού και να επωφεληθεί όσο μπορεί και όπου μπορεί, εφευρίσκόντας διαρκώς τρόπους ώστε να διασφαλίζονται τα προϊόντα της δραστηριότητας
του.
Ο κυριότερος τρόπος προς διασφάλιση και περαιτέρω αξιοποίηση των εσό­
δων αυτών από εγκληματικές δραστηριότητες έγκειται στη δυνατότητα που παρέ­
χει το τραπεζικό και το ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα για τη μεταμφίεση
και αλλαγή της ταυτότητας τους, έτσι ώστε το βρώμικο αυτό χρήμα να ξεπλυθεί ή
77
να νομιμοποιηθεί αποκτώντας κάθε φορά την επιθυμητή νομιμοφανή υπόσταση.
Ο νόμος παρά την αυστηρότητα που τον διακρίνει, εξασφαλίζει όλα τα δικαιώματα
εκείνων που θα εμπλακούν στις διατάξεις του. Εξασφαλίζεται έτσι η ισορροπία με­
ταξύ των αναγκών της ενίσχυσης της αξιοπιστίας του χρηματοπιστωτικού συστή­
ματος και της ασφάλειας των συναλλαγών που αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία της
έννομης τάξης και της ατομικής ελευθερίας.
Το φαινόμενο αυτό έχει προσλάβει απειλητικές διαστάσεις και γι’ αυτό απα­
σχολεί, σε ολοένα εντονότερο βαθμό, τις κυβερνήσεις όλων των χωρών-μελών
του ΟΟΣΑ καθώς και τους διεθνείς οργανισμούς: ΟΗΕ, Διεθνές Νομισματικό Τα­
μείο, Παγκόσμια Τράπεζα, Συμβούλιο της Ευρώπης, Ιντερπόλ κ.α. Όλοι δέχονται
ότι το τόσο το έργο της προλήψεως όσο και το έργο της καταστολής της αντικοι­
νωνικής πρακτικής της νομιμοποιήσεως των εσόδων από εγκληματικές δραστη­
ριότητες είναι πολύ δύσκολο. Πρώτα απ' όλα, απαιτεί τη συνεργασία αλλά και τις
άλλες ενέργειες τραπεζικών, οικονομικών, διοικητικών και αστυνομικών μηχανι­
σμών, σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, πριν φτάσει να απασχολήσει τη Δικαιοσύνη
έργο της οποίας είναι η καταστολή. Γι’ αυτό και οι συντάκτες του νομοσχεδίου για
την αντιμετώπιση του προβλήματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων από εγκλη­
ματικές δραστηριότητες, στην προσπάθεια τους να μεταφέρουν τους διεθνείς κα­
νόνες στην εσωτερική έννομη τάξη, έδωσαν περισσότερη έμφαση στη πρόληψη,
χωρίς όμως να παραβλέψουν την καταστολή.
Ο νόμος 2331/1995 θεσπίζει για πρώτη φορά στη χώρα μας, ένα πλαίσιο δια­
τάξεων και ένα πλέγμα υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων, των μελών του
χρηματιστηρίου και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών που με το άλφα ή βή­
τα τρόπο μπορούν να αποτελέσουν το μέσο γι’ αυτή τη νομιμοποίηση ή το ξέπλυ­
μα βρώμικου χρήματος.
Πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι ο τραπεζικός κόσμος της χώρας που ανα­
λαμβάνει μια σειρά επαχθών υποχρεώσεων, όχι μόνο δεν αντέδρασε, αλλά πρω­
τοστάτησε και πρωτοστατεί με την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, στην όλη προ­
σπάθεια για τη θέσπιση και εφαρμογή των διεθνών κανόνων για τη πρόληψη της
νομιμοποιήσεως των προϊόντων της εγκληματικής δραστηριότητας. Χρειάζεται
μεγάλη προσοχή όμως γιατί το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος είναι σύνθετο και οι
προϋποθέσεις επιτυχίας ενός προγράμματος προλήψεως και καταστολής είναι
πολλές.
Όπως επισημαίνεται και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η δημιουργία ενός
συστήματος για τη καταπολέμηση του ξεπλύματος αποτελεί μια σύνθετη διαδικα­
σία. Εκτός από την εκπόνηση νομοσχεδίων για την εφαρμογή της κοινοτικής οδη­
78
γίας, προϋποθέτει τη θέσπιση των αναγκαίων ποινικών διατάξεων και διοικητικών
κανόνων. Απαιτεί επίσης τη δημιουργία ειδικού φορέα συγκεντρώσεως, διερευνήσεως και αξιολογήσεως των πληροφοριών και στοιχείων για τις ύποπτες συναλ­
λαγές, την εκπαίδευση των στελεχών και του προσωπικού των αρμοδίων αρχών
και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και την υιοθέτηση από αυτά διαδικασιών
εσωτερικού ελέγχου και επικοινωνίας.
Αλλά και η καθαρώς νομική αντιμετώπιση του προβλήματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και στη χώρα μας, αναμένε­
ται να παρουσιάσει δυσκολίες. Όλοι γνωρίζουμε ότι νομοθετήματα όπως αυτό, με
το οποίο σκοπείτε η καταπολέμηση μιας καινοφανούς εγκληματικής δράσεως, κι­
νούνται στα όρια της συνταγματικότητας. Μέτρα που λαμβάνονται με γνώμονα το
έννομο συμφέρον της κοινωνίας ιδίως για τη πρόληψη και την καταστολή του ξε­
πλύματος βρώμικου χρήματος συγχέονται με τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη
συμμετοχή στην οικονομική ζωή ή θίγουν καίρια καταστάσεις και πρόσωπα που
ενεργούν με αδιαφανείς και διαπλεκόμενες δραστηριότητες.
Ξεχωριστή προσοχή πρέπει να καταβληθεί οπωσδήποτε στη συγκρότηση και
τη λειτουργία της Επιτροπής του άρθρου 7 που θα αποτελέσει τον κατεξοχήν φο­
ρέα της συντονισμένης αντιμετωπίσεως του διεθνούς φαινομένου του ξεπλύματος
βρώμικου χρήματος και στην Ελλάδα. Από την επιτυχή συγκρότηση, στελέχωση
και λειτουργία του ειδικού αυτού κρατικού φορέα «θα εξαρτηθεί κυρίως η απαραί­
τητη διήθηση και αξιολόγηση των πληροφοριών-καταγγελιών για περιπτώσεις ε­
γκληματικής δραστηριότητας, ώστε αφενός να μην παρεμποδίζεται η οικονομική
ζωή και αφετέρου να διερευνάται γρήγορα και αποτελεσματικά κάθε πληροφορία
από την οποία μπορεί να αρχίσει η αποκάλυψη τέτοιων εγκληματικών φαινομέ­
νων».
8.2 ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ
ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΕ
Το άρθρο 2 της Οδηγίας 91/308/ΕΟΚ προβλέπει ότι η νομιμοποίηση εσόδων
από παράνομες δραστηριότητες «απαγορεύεται» σε όλα τα κράτη-μέλη της Κοι­
νότητας. Ηδη, όλα τα κράτη-μέλη ενσωμάτωσαν στο ποινικό δίκαιο αυτή την απα­
γόρευση, καθιστώντας κυρίως τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστη­
ριότητες ειδικό αδίκημα ή εξομοιώνοντας το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος με το
αδίκημα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος υπό την ευρεία του έννοια.
79
Σημαντικές διαφορές εντοπίζονται, ωστόσο στις κατηγορίες των «εσόδων» ή
προσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες που καλύπτονται από τον ορισμό
της νομιμοποιήσεως από παράνομες δραστηριότητες στα επιμέρους κράτη-μέλη.
Η κοινοτική οδηγία καλύπτει, κατά. Τρόπο περιοριστικό, τη νομιμοποίηση εσόδων
από αδικήματα που συνδέονται με το λαθρεμπόριο ναρκωτικών, τα οποία αποτε­
λούν δυνητικά την κυριότερη πηγή νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες, αλλά δεν αδιαφορεί και για το ξέπλυμα του προϊόντος άλλων ε­
γκληματικών δραστηριοτήτων.
Σε ότι αφορά τον ορισμό της νομιμοποιήσεως των εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες, στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου όλα τα κράτη-μέλη έχουν
πράγματι ποινικοποιήσεις το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος που συγκεντρώνεται
καθημερινά από τη διακίνηση των ναρκωτικών. Αναμένεται ότι με την ολοκλήρω­
ση της κυρώσεως και της εφαρμογής της Συμβάσεως του Στρασβούργου σχετικά
με την ανίχνευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες, θα υπάρξει σημαντική προσέγγιση των ορισμών που δίνονται
από τον εσωτερικό νομοθέτη σε κάθε χώρα.
Σύμφωνα όμως με τα παραπάνω πρέπει να εξαρθεί η ευρύτητα αυτού του ο­
ρισμού του ποινικού αδικήματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων από εγκλημα­
τικές δραστηριότητες από τον Ελληνα νομοθέτη. Από τα άλλα κράτη-μέλη, η Πορ­
τογαλία και το Λουξεμβούργο περιόρισαν τη νομοθεσία τους στη νομιμοποίηση
εσόδων από λαθρεμπόριο ναρκωτικών, ενώ στη Γερμανία, Δανία, Ιρλανδία, Ιταλί­
α, Κάτω Χώρες και Ηνωμένο Βασίλειο η αντίστοιχη νομοθεσία καλύπτει το προϊόν
κάθε εγκληματικής δραστηριότητας ή κάθε σοβαρού ποινικού αδικήματος. Στο
Βέλγιο ο ορισμός καλύπτει τα ναρκωτικά, το οργανωμένο έγκλημα, το παράνομο
εμπόριο όπλων και την τρομοκρατία, την παράνομη χρησιμοποίηση εργατικού
δυναμικού, το σωματεμπόριο και τη παράνομη εμπορία ορμονών. Στην Ισπανία ο
ορισμός της εγκληματικής δραστηριότητας περιλαμβάνει το λαθρεμπόριο ναρκω­
τικών, και το οργανωμένο έγκλημα. Γενικά παρατηρείται η διαμόρφωση τάσεως
υπέρ της καλύψεως της νομιμοποιήσεως των εσόδων από σοβαρό έγκλημα.
Ως προς τις επιβαλλόμενες κυρώσεις για την καταχώρηση της απαγορεύσεως
της νομιμοποιήσεως των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, διαπιστώνεται
ότι σε όλα τα κράτη-μέλη η παραβίαση της απαγορεύσεως αυτής θεωρείται πα­
ράβαση του ποινικού δικαίου και τιμωρείται με φυλάκιση ή με ποινή φυλακίσεως
και επιβολή προστίμου, ως εξής:
- Βέλγιο: Ποινές φυλακίσεως από 15 ημέρες έως 5 έτη, πρόστιμα μέχρι 500.000
ECU.
80
- Δανία: Ποινή φυλακίσεως μέχρι 6 έτη και πρόστιμα.
- Γερμανία: Ποινή φυλακίσεως μέχρι 5 έτη ή επιβολή προστίμου.
- Ισπανία: Ποινή φυλακίσεως μέχρι 2 ετών και πρόστιμο μέχρι 635.000 ECU.
- Γαλλία: Ποινή φυλακίσεως μέχρι 10 ετών και πρόστιμα που μπορούν να
φτάσουν τις 150.000 ECU.
- Ιρλανδία: Ποινή φυλακίσεως μέχρι 14 ετών ή πρόστιμο ή συνδυασμό των δύο
ποινών.
- Ιταλία: Ποινή φυλακίσεως από 4 έως 12 έτη και πρόστιμα έως 16.000 ECU.
- Λουξεμβούργο: Ποινή φυλακίσεως από 1 έως 20 έτη και πρόστιμα έως 250.000
- Κάτω Χώρες: Ποινή φυλακίσεως μέχρι 4 ετών ή πρόσημο.
- Πορτογαλία: Ποινή φυλακίσεως από 1 έως 12 έτη.
- Ηνωμένο Βασίλειο: Ποινή φυλακίσεως μέχρι 14 έτη ή πρόστιμο απεριόριστου
ποσού.
- Ελληνική Δημοκρατία: Ποινή καθείρξεως από πέντε μέχρι δέκα ετών και για το
δράστη που ασκεί εγκληματική δραστηριότητα κατ’ επάγγελμα ή που είναι
ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών
και μέχρι είκοσι ετών. Πρόσθετα κατάσχεται και δημεύεται η περιουσία που
αποτελεί προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας κατά τους ορισμούς του νόμου.
Η παράβαση των άλλων διατάξεων για τις υποχρεώσεις α) αποδείξεως της
ταυτότητας των πελατών, β) δηλώσεως των ύποπτων συναλλαγών στον αρμόδιο φορέα,
γ) αρχειοθετήσεως των λογιστικών εγγράφων αποδείξεως της ταυτότητας, δ) της επιδείξεως ιδιαίτερης προσοχής, ε) της τηρήσεως του απορρήτου από τα διευθυντικά στελέχη
και το προσωπικό, στ) της θεσπίσεως διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου και επικοινωνίας,
ζ) της λήψεως μέτρων συμμετοχής των υπαλλήλων σε ειδικά προγράμματα εκπαιδεύσεως και η) της δηλώσεως των ύποπτων συναλλαγών από τις εποπτικές αρχές και τα όρ­
γανα του ελέγχου, επιφέρει σε άλλα μεν κράτη-μέλη την επιβολή διοικητικών κυρώσεων
και σε άλλα κράτη-μέλη προβλέπεται η επιβολή ποινικών κυρώσεων.
Η Οδηγία 91/308/ΕΟΚ δεν αποσκοπεί στην εναρμόνιση των επιβαλλόμενων
κυρώσεων. Αλλά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στηριζόμενη στη διατύπωση του άρθρου 14 της
Οδηγίας και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου συνιστά την τήρηση των αρχών
της αποτελεσματικότητας των κυρώσεων, της αναλογικότητας που επιβάλλει οι κυρώσεις
να είναι ανάλογες με τη διαπραχθείσα παράβαση καθώς και της αποτρεπτικότητας.
8ι
8.3 01 ΥΠΑΓΟΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ
ΞΕΠΛΥΜΑ ΒΡΩΜΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Η κοινοτική οδηγία καλύπτει κάθε πιστωτικό ίδρυμα, δηλαδή κάθε επιχείρηση
που δέχεται καταθέσεις από το κοινό ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια και χορηγεί πιστώσεις
για λογαριασμό της. Στην πράξη ο ορισμός αυτός του κοινοτικού τραπεζικού δικαίου πε­
ριλαμβάνει όλες τις τράπεζες και η οδηγία καλύπτει κάθε χρηματοπιστωτικό οργανισμό
που διενεργεί μια ή περισσότερες από τις πράξεις της Δεύτερης Τραπεζικής Οδηγίας, κα­
θώς και κάθε ασφαλιστική εταιρία που ασκεί κυρίως δραστηριότητες στον τομέα της ασφαλίσεως ζωής. Έτσι, όλοι οι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί φορείς εμπίπτουν στο πε­
δίο εφαρμογής της νομοθεσίας για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριό­
τητες. Πράγματι, διαπιστώνεται ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα καλύπτεται νομοθετικά
σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Γίνεται όμως αποδεκτό ότι η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστη­
ριότητες δεν πραγματοποιείται μόνο μέσω του τραπεζικού και του ευρύτερου χρηματοπι­
στωτικού συστήματος αλλά και μέσω άλλων οικονομικών φορέων και επαγγελμάτων που
δεν έχουν άμεση σχέση με τις τράπεζες και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα ή τους χρηματο­
πιστωτικούς οργανισμούς. Άλλωστε είναι διαπιστωμένο ότι όσο περισσότερο θωρακίζεται
το χρηματοπιστωτικό σύστημα για την αποτροπή του φαινομένου του ξεπλύματος βρώμι­
κου χρήματος, τόσο περισσότερο οι ενδιαφερόμενοι επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν άλ­
λα μέσα και άλλους τρόπους διεκπεραιώσεως των εγκληματικών τους δραστηριοτήτων.
Αναμφισβήτητα, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος μπορεί να πραγματοποιηθεί
μέσω όλων σχεδόν των οικονομικών δραστηριοτήτων. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι οι αυ­
στηρές διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας πρέπει να εφαρμόζονται σε όλες τις κατηγορίες
επαγγελμάτων και επιχειρήσεων χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαιτερότητα κάθε χώρας
και ο πραγματικός κίνδυνος που συνδέεται με τις δραστηριότητες των εξωτραπεζικών αυ­
τών επιχειρήσεων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμβουλεύει, ότι κάθε σχετική απόφαση
πρέπει να αποσκοπεί στη διατήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ των υποχρεώσεων που
πρέπει να επιβληθούν και του πραγματικού κινδύνου της νομιμοποιήσεως εσόδων από
παράνομες δραστηριότητες. Κρίνεται έτσι χρήσιμο να εξεταστούν στο πλαίσιο αυτό οι συ­
γκεκριμένες υποχρεώσεις που πρέπει να επιβληθούν σε κάθε επάγγελμα καθώς και το
κατάλληλο σύστημα για τη τήρηση τους. Αργά ή γρήγορα όμως στο πεδίο εφαρμογής της
νομοθεσίας για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος πρέπει να υπαχθούν όλες αυτές οι εξωτραπεζικές επιχειρήσεις και τα επαγγέλματα, σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
82
ΚΥΡΙΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εφαρμογή της Οδηγίας 91/308/ΕΟΚ διαδραμάτισε
καθοριστικό ρόλο για τη θέσπιση κανόνων δικαίου και την εφαρμογή προγράμματος προλήψεως και καταστολής του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος από όλα τα κράτη-μέλη
στην ενιαία αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Τον Μάρτιο του 1990, όταν η Com­
mision διαβίβασε τη σχετική της πρόταση στο Συμβούλιο, η νομιμοποίηση εσόδων από
παράνομες δραστηριότητες αποτελούσε ποινικό αδίκημα μόνο σε ένα κράτος-μέλος και
τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Κοινότητας δεν υπόκεινταν σε κανένα κανόνα υπο­
χρεωτικής εφαρμογής για την πρόληψη της αντικοινωνικής αυτής πρακτικής και για την
εξασφάλιση της συνεργασίας τους με τις αρμόδιες διωκτικές, δικαστικές και εποπτικές
αρχές, σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο.
Είναι σημαντική, πράγματι η διαπίστωση ότι και τα 15 κράτη-μέλη της Ευρω­
παϊκής Ενώσεως όχι μόνο έχουν ποινικοποιήσει το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, αλλά
12 από αυτά θέσπισαν ευρύ ορισμό του ποινικού αυτού αδικήματος. Αλλά και οι τρεις
χώρες των οποίων ο ορισμός αυτός καλύπτει μόνο τα έσοδα από τη διακίνηση ναρκωτι­
κών, σκοπεύουν να τον διευρύνουν σύντομα. Πάντως ο ελληνικός νόμος δίνει ίσως το πιο
ευρύτερο ορισμό του ποινικού αδικήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική
δραστηριότητα, περιλαμβάνοντας τις προσόδους, όχι μόνο από το λαθρεμπόριο όπλων
και ναρκωτικών αλλά και από άλλα σοβαρά οικονομικά εγκλήματα, εγκλήματα που είναι
ιδιαίτερα επαχθή και επικίνδυνα για το κοινωνικό σύνολο.
Από πλευράς συγκριτικού δικαίου, πρέπει να εξαρθεί το γεγονός ότι σε ένα
σύνολο 15 κρατών ισχύουν ήδη νομοθετικές διατάξεις που εφαρμόζονται στο σύνολο του
χρηματοπιστωτικού συστήματος υπό την ευρεία έννοια: Τράπεζες και άλλα πιστωτικά ι­
δρύματα, εταιρείες επενδύσεων ή χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, οργανισμοί συλλογι­
κών επενδύσεων σε κινητές αξίες κ.α.
Μια διαπίστωση ακόμη είναι ότι από την επισκόπηση της ενσωματώσεως και
της εφαρμογής των Κανόνων της Οδηγίας 91/308/ΕΟΚ είναι ότι σε όλα τα κράτη-μέλη ο
εσωτερικός νομοθέτης υποχρεώνει τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς
οργανισμούς να συνεργάζονται στενά με τις αρμόδιες αρχές για την καταπολέμηση της
νομιμοττοιήσεως των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και κατά συνέπεια προ­
βλέπει τη πλήρη άρση του τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου για το λόγο αυτό.
Ωστόσο στη διακριτική ευχέρεια του εσωτερικού νομοθέτη αφήνονται θέματα όπως είναι η
φύση και η οργάνωση των αρμόδιων αρχών για τη παραλαβή των δηλώσεων που αφο­
ρούν ύποπτες συναλλαγές, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες οι αρχές έχουν αρμοδιότητα
να αναστείλουν μια ύποπτη πράξη και η κατανομή των πληροφοριών μεταξύ των διαφό­
ρων αρμοδίων αρχών για την καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
Οι συντάκτες της πρώτης εκθέσεως της Επιτροπής δέχονται ότι πραγματο­
ποιήθηκε σημαντικό έργο εκ μέρους όλων των κρατών-μελών σε ότι αφορά τη θέσπιση σ’
αυτά ενός συστήματος για την καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως των εσόδων από πα­
ράνομες δραστηριότητες, αλλά υπενθυμίζουν ότι πρέπει να καταβληθούν και οι εξής
προσπάθειες σε εθνικό επίπεδο:
1) Να βελτιωθούν τα συστήματα ελέγχου, ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρ­
μογή της νομοθεσίας για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και όλους όσους υπάγονται
τόσο στα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, όσο και από
τις επιχειρήσεις και επαγγέλματα που βρίσκονται έξω από τον χρηματοπιστωτικό το­
μέα.
2) Να καθοδηγηθούν, να υποστηριχθούν και να ελεγχθούν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι
χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κατά την εφαρμογή των κατάλληλων διαδικασιών εσω­
τερικού ελέγχου και υποβολής των αναφορών ύποπτων συναλλαγών καθώς και για
την κατάρτιση και εκτέλεση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Οπωσδήποτε, η απο­
στολή αυτή προϋποθέτει την εκπόνηση γενικών κατευθύνσεων προσαρμοσμένων στις
διάφορες μορφές χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων σε συντονισμό με τις αρμόδιες
αρχές και τις επαγγελματικές ενώσεις.
3) Να συμβάλλουν στον ορισμό των κυρίων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των μεθό­
δων που χρησιμοποιούνται για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και στον εντοπισμό
των ύποπτων συναλλαγών.
4) Να ενισχύουν τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων αρχών και οργανισμών που έχουν
αρμοδιότητα στο τομέα της νομιμοποιήσεως των εσόδων από παράνομες δραστηριό­
τητες.
Παράλληλα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίζει να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα
μέτρα ελέγχου της πλήρους και ορθής εφαρμογής της κοινοτικής οδηγίας, συνεργαζόμενη
στενά με την «Ομάδα Κρούσεως» για την ανάληψη δράσεως στο τομέα της νομιμοποιήσεως των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Πράγματι οι κανόνες της Οδηγίας
91/308/ΕΟΚ ασκούν έμμεσα επιρροή και στο εξωτερικό της Κοινότητας. Αρκεί να σημειω­
θεί ότι όλες οι συμφωνίες συνδέσεως και συνάψεως εταιρικών σχέσεων ή συνεργασίας
84
που έχουν συναφθεί μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και των τρίτων χωρών περιλαμ­
βάνουν ειδική ρήτρα σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότη­
τες. Έτσι δημιουργείται το πλαίσιο συνεργασίας σ' αυτόν το τομέα με στόχο τη θέσπιση
κανόνων συγκρίσιμων με τους κοινοτικούς στα περισσότερα κράτη της Κεντρικής και Α­
νατολικής Ευρώπης
Τέλος, ορθά επισημαίνεται ότι πέρα του πεδίου εφαρμογής της Κοινοτικής Ο­
δηγίας, η ενίσχυση του Ευρωπαϊκού συστήματος για την καταπολέμηση του ξεπλύματος
βρώμικου χρήματος προϋποθέτει την ενίσχυση του συντονισμού και της συνεργασίας με­
ταξύ των κρατών-μελών στον αστυνομικό, δικαστικό και διοικητικό τομέα.
85
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ί
ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 2331/1995
«Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες...»
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων
Αρθρο 1
Για την εφαρμογή των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου αυτού του
νόμου οι ακόλουθοι όροι έχουν την εξή ς έννοια:
α.
«Εγκληματική
δραστηριότητα», τα εγκλήματα που προβλέπονται
από τις εξή ς δια τάξεις, όπως ισχύουν:
αα) Τα εγκλήματα που προβλέπονται από το νόμο για την καταπο­
λέμηση τη ς διάδοσης των ναρκωτικών.
αβ) Τα εγκλήματα της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ν. 2168/1993
«όπλα, πυρομαχικά κ.λπ.».
αγ) Της ληστείας (άρθρο 380 Ποινικού Κώδικα).
αδ) Της εκβίασης (άρθρο 385 παρ. 1, περιπτ. α'-β' Ποινικού Κώδικα).
αε) Της αρπαγής (άρθρο 322 Ποινικού Κώδικα).
αστ) Της κλοπής ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρο 372 παράγραφος
1 εδάφιο β' Ποινικού Κώδικα) και των διακεκριμένων περιπτώσεων κλοπής
του άρθρου 374 περίπτωση α'-σ Γ του Ποινικού Κώδικα.
αζ) Της υπεξαίρεσης, αν το αντικείμενό τη ς είναι ιδιαίτερα μεγάλης
αξίας (άρθρο 375 παράγραφος 1β' του Ποινικού Κώδικα) ή αν η πράξη
ενέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ή συντρέχουν οι λοιπές
περιστάσεις του άρθρου 375 παράγραφος 2 του Ποινικού Κώδικα.
αη) Της απάτης, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη
(άρθρο 386 παράγραφος 1 εδάφιο β' του Ποινικού Κώδικα) ή αν ο
υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή αν οι
381
i
ΠΑΡΑΡΤΗΜ Α
I
περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα
επικίνδυνος (άρθρο 386 παράγραφος 3 του Ποινικού Κώδικα).
αθ) Της παράνομης εμπορίας αρχαιοτήτων.
αι) Της κλοπής φορτίου πλοίου, αν το αντικείμενό της είναι ιδιαιτέρως
μεγάλης αξίας (άρθρο 217 παράγραφος 1 εδάφιο β' Κώδικα Δημοσίου
Ναυτικού Δικαίου).
αια) Τα προβλεπόμενα υπό τα στοιχεία γ' και δ' εδάφιο δεύτερο της
παραγράφου 2 και από την παράγραφο 3 του άρθρου 10 του ν. 1383/1983
«αφαιρέσεις και μεταμοσχεύσεις ανθρωπίνων ιστών και οργάνων».
αιβ)
Της
παραγράφου
1 του
άρθρου
1 του
ν.
1608/1950
«περί
αυξήσεων των ποινών των προβλεπομένων δια τους καταχραστάς του
δημοσίου», όπως ισχύει.
αιγ) Της λαθρεμπορίας, όταν εμπίπτουν στις περιπτώσεις του άρθρου
102 παράγραφος
1Β του
Τελωνειακού
Κώδικα
(ν.
1165/1918,
όπως
ισχύει).
αιδ) Τα προβλεπόμενα από το ν.δ. 181/1974 «περί προστασίας ε ξ
ιοντιζουσών ακτινοβολιών».
αιε) Τα προβλεπόμενα και τιμω ρούμενα από τις δ ια τάξεις τη ς παρ.
3 του άρθρου 349 του Ποινικού Κώδικα.
αιστ) Τα προβλεπόμενα και τιμω ρούμενα από τις δια τάξεις του β.δ/τος
29/1971 «περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των ισχυουσών δια­
τάξεω ν περί τυχηρών και μη παιγνίων».
β. «Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα».
Τα εγκλήματα τα προβλεπόμενα στο επόμενο άρθρο.
γ. «Περιουσία»: Περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφ α
ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς
απόκτηση τέτοιω ν περιουσιακών στοιχείων.
δ.
«Πιστωτικό
ίδρυμα»;
Επιχείρηση,
η
δραστηριότητα τη ς
οποίας
συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων από το κοινό ή άλλων επιστρεπτέων
κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για λογαριασμό τη ς, καθώς
και το στερούμενο ίδιας νομικής προσωπικότητας υποκατάστημα ή
γραφ είο αντιπροσωπείας στην Ελλάδα πιστωτικού ιδρύματος που έχει
την έδρα του στην αλλοδαπή. Π ερισσότερα υποκατάστημα στην ημεδαπή
του ίδιου αλλοδαπού πιστωτικού ιδρύματος θεω ρούνται ως ενιαίο πι­
στωτικό ίδρυμα. Στον ορισμό αυτόν εμπίπτει επίσης το Ταχυδρομικό
Ταμιευτήριο, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (Τ.Π.Δ.), η Ελληνική
Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (Ε.Τ.Β.Α.) και η Τράπεζα της Ελλάδος
(Τ.Ε.).
ΠΑΡΑΡΤΗΜ Α
I
ε. «Χρηματοπιστωτικός οργανισμός»: Επιχείρηση, η οποία δεν είναι
πιστωτικό ίδρυμα και τη ς οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται σε
τοποθετήσεις σε τίτλους ή στην άσκηση μιας ή περισσοτέρων από τις
δραστηριότητες που αναφέρονται στα σημεία β'-ιβ' του άρθρου 24 του
ν. 2 076/1992 «Ανάληψη και άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων
και
άλλες
συναφείς
διατάξεις».
Στην
έννοια
του
χρηματοπιστωτικού
οργανισμού, για τις ανάγκες των διατάξεω ν του πρώτου κεφαλαίου του
νόμου αυτού, περιλαμβάνονται ιδίως οι εταιρίες επενδύσεων χαρτοφ υ­
λακίου, διαχειρίσεω ς αμοιβαίων κεφαλαίων, τα μέλη του Χρηματιστηρίου
και όσοι ενεργούν για λογαριασμό τους, κάθε δραστηριότητα ανταλλαγής
συναλλάγματος, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον το μ έα της
καταναλωτικής πίστης, οι ασφαλιστικές εταιρίες, καθώς και τα υποκα­
τασ τήματα χρηματοπιστωτικών οργανισμών που έχουν την έδρα τους
στην αλλοδαπή.
στ. «Αρμόδια Αρχή»: Για τα πιστωτικά ιδρύματα, τις εταιρίες χρημα­
το δ ο τικ ή ς μίσθω σης, τις ε τα ιρ ίες π ρα κτο ρ εία ς επιχειρηματικώ ν α­
παιτήσεων τρίτων, τις εταιρ ίες επιχειρηματικού κεφαλαίου και τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος, η Τράπεζα τη ς Ελλάδος. Για τις ασφαλιστικές
εταιρίες, το Υπουργείο Εμπορίου και το υ ς λοιπούς χρηματοπιστωτικούς
οργανισμούς, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
ζ. «Αρμόδιος Φορέας»: Η προβλεπόμενη από το άρθρο 7 Επιτροπή.
Άρθρο 2
1. Μ ε ποινή
καθείρξεω ς
μέχρι δέκα
ετών τιμωρείται όποιος από
κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να
παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχετα ι σε εγκληματική δραστη­
ριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια,
δέχετα ι στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει
ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστη­
ριότητες κατ’ επ άγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος,
τιμω ρείται με ποινή καθείρξεω ς τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν
συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής.
2. Όποιος εξετα ζό μ ενο ς από δικαστικές αρχές ως μάρτυς, ή από
άλλες αρμόδιες α ρ χές ή αναφερόμενος σ’ αυτές, υπό οιανδήποτε
ιδιότητα με πρόθεση αποκρύπτει ή συγκαλύπτει την αλήθεια όσον αφορά
τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο στον
οποίο η περιουσία αυτή βρίσκεται, γνω ρίζοντας ότι η περιουσία αυτή
προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, τιμω ρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον έ ξι μηνών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτε-
383
ΠΑΡΑΡΤΗΜ Α
I
ρης τιμωρίας του. Το δικαστήριο δύναται να μην επιβάλει ποινή, αν ο
εξεταζόμενος ή αναφερόμενος είναι σύζυγος ή συγγενής ε ξ αίματος
μέχρι δευτέρου
βαθμού
με
εκείνον
ο οποίος
ανέπτυξε
εγκληματική
δραστηριότητα.
3.
Όποιος ιδρύει ή αποκτά επιχείρηση ή συνιστά οργάνωση με σκοπό
τη διάπραξη εγκλήματος τη ς πρώτης παραγράφου ή εν γνώσει συμμετέχει
σε τέτο ια επιχείρηση ή οργάνωση ή παρέχει σε άλλον συμβουλές για
τη διάπραξη τέτοιου εγκλήματος, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλά­
χιστο δύο ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης τιμωρίας του.
4. Τα εγκλήματα του άρθρου
τελέστηκαν στην αλλοδαπή.
αυτού
τιμω ρούνται
ακόμη
και
αν
5. Τα κακουργήματα που προβλέπονται στο άρθρο αυτό δικάζονται
από το Τριμελές Εφ ετείο Κακουργημάτων.
6. Περιουσία που αποτελεί προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας ή
που αποκτήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο από προϊόν τέτο ια ς εγκληματικής
δραστηριότητας ή περιουσία που χρησιμοποιήθηκε, εν όλω η εν μέρει,
για εγκληματική δραστηριότητα κατάσχεται και, εφόσον δεν συντρέχει
περίπτωση αποδόσεώς τη ς στον ιδιοκτήτη κατά τα άρθρα 310 παρά­
γραφ ος 2 και 373 ΚΠΔ δημεύεται υποχρεωτικά με την καταδικαστική
απόφαση. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν η περιουσία ανήκει σε
τρίτο, εφόσον αυτός τελούσ ε εν γνώσει τη ς εγκληματικής δραστηριότητας
κατά το χρόνο κτήσεως τη ς περιουσίας.
7. Σε περίπτωση καταδίκης για απόπειρα τελέσ εω ς εγκλήματος από
τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 στοιχείο α' κατάσχεται και δ η μ εύετα ι η
περιουσία την οποία ο δράστης σκόπευε να χρησιμοποιήσει στο έγκλημα.
8. Δήμευση διατάσσεται και όταν δεν ασκήθηκε δίωξη λόγω θανάτου
Γ
του υπαιτίου ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε ή κηρύχθηκε απαράδεκτη.
Γ
Στις περιπτώσεις α υτές η δήμευση διατάσσεται μ ε βούλευμα του δικα­
στικού συμβουλίου ή με απόφαση του δικαστηρίου που παύει ή κηρύσσει
κ
απαράδεκτη την ποινική δίωξη και αν δεν ασκήθηκε δίωξη, με βούλευμα
ΤΙ
του κατά τόπον αρμόδιου συμβουλίου πλημμελειοδικών. Οι δια τά ξεις
του άρθρου 492 ΚΠΔ εφαρμόζονται αναλόγως και στην προκειμένη
περίπτωση, εκτός αν η απόφαση ή το βούλευμα εκδόθηκε από τον
Άρειο Πάγο ή δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο που αποφαίνεται
τελεσιδίκως. Εφαρμόζονται επίσης αναλόγως και οι δ ια τά ξεις του άρθρου
Ο
504 παράγραφος 3 ΚΠΔ, εκτός αν η απόφαση εκδόθηκε από τον Άρειο
Πάγο.
9. Τρίτος, κατά τη ς περιουσίας του οποίου· διατάχθηκε δήμευση,
χωρίς να συμμετάσχει στη δίκη, ούτε να κλητευθεί, δικαιούται να ασκήσει
αίτηση ακυρώσεως τη ς σχετικής διάταξης τη ς απόφασης, μέσα σε τρ εις
384
κ
κ
ε
λι
ΠΑΡΑΡΤΗΜ Α
I
μήνες από την επίδοσή της σ’ αυτόν. Τα άρθρα 492 και 504 παράγραφος
3 ΚΠΔ εφαρμόζονται αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση.
10.
Αν η αναφερόμενη στην παράγραφο 6 του άρθρου αυτού περιουσία
δεν υπάρχει πλέον ή δεν έχει βρεθεί, επιβάλλεται χρηματική ποινή ίση
με την κατά το χρόνο της καταδικαστικής απόφασης αξία της περιουσίας
αυτής, την οποία προσδιορίζει το δικαστήριο.
Άρθρο 3
1. Το Δημόσιο μπορεί, ύστερα από γνωμάτευση του Νομικού Σ υμ ­
βουλίου του Κράτους, να αξιώσει ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών
δικαστηρίων από τον αμετακλήτως καταδικασμένο σε ποινή καθείρξεω ς
ή σε ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών ετών, για έγκλημα από τα
αναφερόμενα στο άρθρο 1 στοιχείο α' του νόμου αυτού, κάθε περιουσία
που αυτός έχει αποκτήσει από έγκλημα αναφερόμενο στην ίδια διάταξη,
έστω και αν γ ι’ αυτό δεν χώρησε καταδίκη. Με την ίδια διαδικασία
δημεύεται και κάθε περιουσία που το πρόσωπο αυτό απέκτησε κατά τα
τελευταία πέντε έτη πριν από το χρόνο τελέσεω ς εγκλήματος, που
αναφέρεται στο
άρθρο
1 στοιχ.
α' του
νόμου
αυτού για το
οποίο
χώρησε καταδίκη και μέχρι το χρονικό σημείο που η καταδίκη αυτή
έγινε αμετάκλητη. Η περιουσία αυτή τεκμα ίρεται υπέρ του Δημοσίου
ότι αποκτάται από έγκλημα που αναφέρεται στην ίδια διάταξη, επιτρέπεται
όμως ανταπόδειξη.
2. Αν η περιουσία μεταβιβάστηκε σε τρίτο, ο καταδικασμένος υποχρεούται σε αποζημίωση ίση με την αξία της, κατά το χρόνο συζητήσεως
της αγωγής. Η παραπάνω αξίωση μπορεί να ασκηθεί και κατά τρίτου
που απέκτησε από χαριστική αιτία, εφόσον κατά το χρόνο της κτήσης
ήταν σύζυγος ή συγγενής ε ξ αίματος κατ’ ευ θεία γραμμή με τον
καταδικασμένο ή αδελφός του ή θετό τέκνο του, καθώς και εναντίον
κάθε τρίτου που απέκτησε μετά την άσκηση κατά του καταδικασμένου
ποινικής δίω ξης για το πιο πάνω έγκλημα και τελούσε σε κακή πίστη,
αν κατά το χρόνο που απέκτησε γνώριζε την άσκηση ποινικής δίωξης
κατά του καταδικασμένου. Ο τρίτο ς και ο καταδικασμένος ευθύνονται
εις ολόκληρον.
Άρθρο 4
1.
Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφεί­
λουν κατά τη σύναψη συμβάσεων, στα πλαίσια οποιοσδήποτε επιχειρη­
ματικής σχέσης και ιδίως κατά το άνοιγμα λογαριασμού καταθέσεων
οποιοσδήποτε φύσεως, κατά τη σύναψη συμβάσεως παροχής υπηρεσιών
φυλάξεω ς περιουσιακών στοιχείων και κατά τη μίσθωση θυρίδας θησαυ-
385
________________________________ Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α
I ________________________ _______
ροψυλακίου, καθώς και κατά τη σύναψη συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου,
να απαιτούν την απόδειξη της ταυτότητας του συναλλασσόμενου. Η
απόδειξη γίνεται με την επίδειξη του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας
ή του διαβατηρίου ή άλλου δημοσίου εγγράφου. Από τα στοιχεία πρέπει
πάντως να προκύπτουν η παρούσα διεύθυνση
κατοικίας, το
ήδη
α­
σκούμενο από το συμβαλλόμενο ή συναλλασσόμενο επάγγελμα και η
επαγγελματική του διεύθυνση. Εκτός από τις αναφερόμενες στο πρώτο
εδάφιο συναλλαγές, η υποχρέωση αυτή υπάρχει και για κάθε συναλλαγή,
το ποσό της οποίας είναι ισότιμο σε δραχμές με δεκαπέντε χιλιάδες
(15.000) ευρωπαϊκές νομισματικές μονάδες (ΕΝΜ/ΕΟυ) τουλάχιστον, είτε
γίνεται με μία πράξη είτε με περισσότερες που γίνονται την ίδια ημέρα
ή ανάγονται στην ίδια έννομη σχέση. Αν το ποσό δεν είναι γνωστό
κατά το χρόνο της συναλλαγής, το πιστωτικό ίδρυμα ή ο χρηματοπι­
στωτικός οργανισμός εξακριβώνει την ταυτότητα μόλις πληροφορηθεί
το ποσό ή διαπιστώσει ότι αυτό ανέρχεται στο ισότιμο των δεκαπέντε
χιλιάδων (15.000) ΕΝΜ/ΕΌυ τουλάχιστον.
2. Ό ταν ο συμβαλλόμενος ή συναλλασσόμενος ενεργεί για λογαριασμό
άλλου, εκτός από την απόδειξη τη ς δικής του ταυτότητας κατά την
παράγραφο 1, οφείλει να αποδείξει και τα στοιχεία του τρίτου, φυσικού
ή νομικού προσώπου, για λογαριασμό του οποίου ενεργεί. Το πιστωτικό
ίδρυμα ή ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός οφείλει να εξακριβώσει την
αλήθεια και των στοιχείων αυτών και όταν ο συμβαλλόμενος ή συναλ­
λασσόμενος δεν προβεί στην πιο πάνω δήλωση, αλλά υπάρχει βάσιμη
αμφιβολία για το αν ενερ γεί για δικό του λογαριασμό ή βεβαιότητα ότι
ενεργεί για λογαριασμό άλλου.
3. Σε περίπτωση που υπάρχει αμφιβολία για το αν οι συμβαλλόμενοι
ή συναλλασσόμενοι, που αναφέρουν οι προηγούμενες παράγραφοι, ε­
νεργούν για ίδιο λογαριασμό ή σε περίπτωση βεβαιότητας για το ότι
δεν ενεργούν για ίδιο λογαριασμό, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρη­
ματοπιστωτικοί οργανισμοί λαμβάνουν τα ευλόγω ς απαιτούμενα μέτρα
προκειμένου να συλλέξουν πληροφορίες για την πραγματική ταυτότητα
των προσώπων για λογαριασμό των οποίων αυτοί ενεργούν.
4. Κατά παρέκκλιση από τα αναφερόμενα στις προηγούμενες παρα­
γράφ ους, δεν απαιτείται εξακρίβωση τη ς ταυτότητας: α) Στις ασφαλιστικές
συμβάσεις που συνάπτονται από ασφαλιστικές εταιρίες, οι οποίες υπά­
γονται κατά το άρθρο 1 στις δ ια τάξεις του νόμου αυτού, αν το ποσό'
του ασφαλίστρου ή των περιοδικών ασφαλίστρων, που πρόκειται να
καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτους, δεν υπερβαίνει το ισάξιο
χιλίων (1.000) ΕΝ Μ /ΕΌ υ ή στην περίπτωση εφάπαξ καταβολής το ισάξιο
δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) Έ ΝΜ/ΕΌϋ. Αν το ασφάλιστρο ή τα
περιοδικά ασφάλιστρα που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια
386
___________________________
ΠΑΡΑΡΤΗΜ Α
I
__________________
ενός έτο υς αυξηθούν έτσι ώστε να υπερβούν το κατώτατο όριο των
χιλίων (1.000) ΕΝΜ/ΕΟυ, απαιτείται η εξακρίβωση ταυτότητας, β) Στις
συμβάσεις συνταξιοδοτικής ασφάλισης που συνάπτονται βάσει συμβάσεων
εργασίας ή επαγγελματικής δραστηριότητας του ασφαλισμένου, υπό τον
όρο ότι οι συμβάσεις α υτές δεν περιλαμβάνουν ρήτρα εξα γο ρά ς ούτε
μπορεί να χρησιμεύσουν ως εγγύηση δανείου.
5. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν
την ευχέρεια κατά την κρίση των, αλλά δεν υποχρεούνται να προβαίνουν
στην κατά το άρθρο αυτό εξακρίβωση ταυτότητας, όταν ο συναλλασ­
σόμενος είναι πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτικός οργανισμός, νομικό
πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμός που ανήκει κατά 51% το υλά ­
χιστον στο Δημόσιο.
6. Εξακρίβωση της ταυτό τη τας γίνεται και σε κάθε περίπτωση που
υπάρχει σοβαρή υπόνοια ότι πρόκειται για νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα.
7. Τα στοιχεία, τα σχετικά με τις παραπάνω συμβάσεις και συναλλαγές,
και τα νομιμοποιητικά έγγραφ α φυλάσσονται από το πιστωτικό ίδρυμα
ή τον χρηματοπιστωτικό οργανισμό για χρονικό διάστημα τουλάχιστον
πέντε ετών: α) όσον αφορά τις συμβάσεις, μετά τη λήξη των σχέσεων
το υς με τους πελάτες τους, β) όσον αφορά τις συναλλαγές, από τη
διενέργεια της τελευ τα ία ς συναλλαγής, εκτός αν και στις δύο περιπτώσεις,
επιβάλλεται από άλλη διάταξη
νόμου η φύλαξή τους επί μακρότερο
χρονικό διάστημα.
8. Σε περίπτωση υπαίτιας παράβασης των κατά τις προηγούμενες
παραγράφους υποχρεώσεων του, μπορεί να επιβληθεί σε βάρος του
πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοπιστωτικού οργανισμού, με κοινή από­
φαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου, που εκδίδεται
ύστερα από πρόταση τη ς Αρμόδιας Αρχής, πρόστιμο πεντακοσίων χι­
λιάδων έω ς πενήντα εκατομμυρίων δραχμών.
9. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ο φ εί­
λουν: α) να εξετάζουν με ιδιαίτερη προσοχή κάθε συναλλαγή που από
τη φύση τη ς μπορεί να συνδεθεί με νομιμοποίηση εσόδων από εγκλη­
ματικές δραστηριότητες, β) να θεσπίζουν διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου
και επικοινωνίας, ώστε να προλαμβάνουν και να εμποδίζουν τη διενέργεια
συναλλαγών που συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες, γ) να μεριμνούν ώστε οι διαδικασίες τη ς παραγράφου
αυτής να εφαρμόζονται και στα υποκαταστήματά το υς του εξω τερικού,
εκτός αν αυτό απαγορεύεται από τη σχετική αλλοδαπή νομοθεσία, οπότε
ενημερώνουν την αρμόδια εισαγγελική αρχή. Μ ε απόφαση τη ς Αρμόδιας
Αρχής μπορεί να προσδιορίζονται ενδεικτικώς ειδικότερα κριτήρια ή
387
ΠΑΡΑΡΤΗΜ Α
I
στοιχεία των συναλλαγών αυτών, καθώς και ο τρόπος, τα όργανα και
οι λεπτομέρειες ασκήσεως σχετικού ελέγχου.
10. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός οφείλει
να ορίσει ένα διευθυντικό στέλεχος, στο οποία τα άλλα διευθυντικά
στελέχη και οι υπάλληλοι θα αναφέρουν κάθε συναλλαγή που θεωρούν
ύποπτη νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και
κάθε γεγονός του οποίου λαμβάνουν γνώση λόγω της υπηρεσίας τους
και το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη εγκληματικής δρα­
στηριότητας. Στα υποκαταστήματα η αναφορά αυτή γίνεται κατευθείαν
στο διευθυντή του υποκαταστήματος, ο οποίος αναφ έρεται αμέσως στο
αρμόδιο
διευθυντικό
διευθυντής του
στέλεχος
αν
συμμερίζεται
τις
υπόνοιες.
υποκαταστήματος ή ο αναπληρωτής του
Αν
ο
κωλύεται ή
αρνείται ή αμελεί ή δεν συμμερίζεται τις υπόνοιες του αναφέροντος
υπαλλήλου, τό τε ο υπάλληλος αναφέρεται στο αρμόδιο διευθυντικό
στέλεχος. Ο τελευταίος ενημερώνει σχετικά, τηλεφωνικώς και με εμπιστευτικό έγγραφο, τον Αρμόδιο Φορέα παρέχοντάς του συγχρόνως κάθε
χρήσιμη πληροφορία ή στοιχείο, αν μετά από την εξέτασ η που πραγ­
ματοποιεί κρίνει ότι οι πληροφορίες και τα υπάρχοντα στοιχεία αποτελούν
ένδειξη εγκληματικής δραστηριότητας.
11. Την κατά την προηγούμενη παράγραφο υποχρέωση ενημερώ σεως
του Φορέα έχει και κάθε υπάλληλος τη ς Αρμόδιας Αρχής, καθώς και
κάθε άλλο πρόσωπο επιφορτισμένο με τη διενέργεια ελέγχου σε πιστωτικό
ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, αν κατά την άσκηση των καθη­
κόντων του υποπέσουν στην αντίληψή του γεγονότα τα οποία ενδέχεται
να αποτελούν ένδειξη νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δρα­
στηριότητα.
12. Τα πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν
να μη πραγματοποιούν συναλλαγές για τις οποίες γνωρίζουν ή βάσιμα
υποπτεύονται ότι συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική
δραστηριότητα, εκτός αν για την άμεση πραγματοποίηση της συναλλαγής
συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή αυτό επιβάλλεται από τη φύση της,
καθώς και όταν η μη πραγματοποίηση της συναλλαγής ενδ έχετα ι να
δυσχεράνει την αποκάλυψη αποδεικτικών στοιχείων ή προσώπων που
πιθανόν ενέχονται σε νομιμοποίηση εσόδων. Στην περίπτωση αυτή η
αναφορά υποβάλλεται αμέσως μετά τη συναλλαγή.
13. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί
οφείλουν να παρέχουν στον Αρμόδιο Φορέα, στην εισαγγελική αρχή,
στον ανακριτή και στο δικαστήριο, όταν το υς ζητηθεί, τις απαιτούμενες
πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία για ό λες τις δραστηριότητες
που αναφέρονται στις παραγράφους 1-8 τόυ άρθρου αυτού ή τη
διενέργεια άλλων συναλλαγών όταν, κατά την κρίση του Φ ορέα, της
388
________________________________ Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α
I___________________________
εισαγγελικής ή δικαστικής αρχής είναι πιθανόν να σχετίζονται με νομι­
μοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ή υπάρχει περίπτωση
δημεύσεως,
σύμφωνα
με το
άρθρο
2 του
νόμου
αυτού.
Η σχετική
αλληλογραφία είναι εμπιστευτική. Αν όμως ασκηθεί ποινική δίωξη για
εγκληματική δραστηριότητα, η σχετική αλληλογραφία αποτελεί στοιχείο
της δικογραφίας. Αλλιώς τίθ ετα ι στο αρχείο και παραμένει μυστική.
14. Οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους πληροφορίες και τα
στοιχεία χρησιμοποιούνται μόνο σε δίκες που αφορούν εγκληματική
δραστηριότητα ή νομιμοποίηση εσόδων από τέτο ια δραστηριότητα.
15. Η γνωστοποίηση πληροφοριών και στοιχείων, σύμφωνα με τις
π ροηγούμενες παραγράφους, όταν γίνεται καλόπιστα, δεν αποτελεί άδικη
ή αντισυμβατική πράξη
είδους ευθύνη.
και δεν μπορεί να θεμελιώ σει οποιουδήποτε
16. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οι
υπάλληλοι και τα διευθυντικά στελέχη τη ς παραγράφου 10, καθώς και
τα κατά την παράγραφο 11 πρόσωπα, απαγορεύεται να γνωστοποιούν
το γεγονός ότι διαβιβάστηκαν ή ζητήθηκαν πληροφορίες ή ότι διεξάγεται
έρευνα για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα σε
αυτόν τον οποίο αφορούν οι πληροφορίες ή σε τρίτους. Όποιος από
πρόθεση παραβιάζει το κατά την παράγραφο αυτή καθήκον εχεμύθειας,
τιμω ρείται με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή.
17. Μ ε προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση των
Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εμπορίου, αναπροσαρμόζονται
τα προβλεπόμενα από το άρθρο αυτό ποσά.
Αρθρο 5
1.
Ό ταν δ ιεξά γ ετα ι τακτική ανάκριση για νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα, μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη
του
εισ α γγελέα,
να
απαγορεύσει την
κίνηση των λογαριασμών που
τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς
και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του
κατηγορουμένου,
έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρ­
χουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί αυτοί ή οι θυρίδες περιέχουν
χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγετα ι ανάκριση
για εγκληματική δραστηριότητα και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι
λογαριασμοί ή οι θυρ ίδ ες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που υπόκεινται
σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτού του νόμου. Σ ε περίπτωση
διεξαγω γής προκαταρτικής εξετάσ εω ς ή προανακρίσεως, η απαγόρευση
τη ς κινήσεως των λογαριασμών ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί
389
^ _______________ Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α
1_________________________________
να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή
το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση εκθέσεω ς κατασχέσεως,
εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου,
δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό ή θυρίδα
και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στο διευθυντικό στέλεχος του
πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού ή στο διευ­
θυντή του υποκαταστήματος του τόπου όπου εδ ρ εύ ει ο ανακριτής ή ο
εισ αγγελέας. Σε περίπτωση κοινού λογαριασμού ή κοινής θυρίδας επι­
δίδεται και στον τρίτο.
2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο απαγόρευση ισχύει από τη
χρονική στιγμή τη ς επίδοσης στο πιστωτικό ίδρυμα ή στο χρηματοπι­
στωτικό οργανισμό τη ς διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος. Από
τό τε απ αγορεύεται το άνοιγμα τη ς θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του
Δημοσίου τυχόν εκταμίευση χρημάτων από το λογαριασμό. Διευθυντικό
στέλεχος ή υπάλληλος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστω­
τικού οργανισμού, που παραβαίνει με πρόθεση τις δια τάξεις τη ς παρα­
γράφου αυτής, τιμω ρείται με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών και με
χρηματική ποινή.
ι
3. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις τη ς παραγράφου 1 του άρθρου
αυτού, μπορεί ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να δ ια τάξει την
απαγόρευση εκποιήσεως ορισμένου ακινήτου του
κατηγορουμένου. Η
διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση εκθέσ εω ς κατασχέσεως,
εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και επιδίδεται
στον κατηγορούμενο και στον αρμόδιο φύλακα μεταγραφώ ν, ο οποίος
υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία
βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφ ο που του κοινοποιήθηκε. Με
μετέχει ο ανακριτής, αποφαίνεται αμετακλήτως μέσα σε πέντε ημέρες.
Η υποβολή τη ς αίτησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση τη ς διάταξης ή
του βουλεύματος. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλείται αν προκύψουν
νέα στοιχεία.
■: Γ»
'
)
!
4. Ο κατηγορούμενος και ο τρίτο ς δικαιούνται να ζητήσουν την άρση
τη ς διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση
που απευθύνεται προς το δικαστικό συμβούλιο · και κ ατα τίθετα ι στον
ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε δέκα η μ έρ ες από την επίδοση σ’
αυτόν τη ς διάταξης ή του βουλεύματος. Το συμβούλιο, στο οποίο δεν
ν
λακείου, μετά την πιο πάνω σημείωση, δεν λαμβάνεται υπόψη για την
εφαρμογή των διατάξεω ν των παραγράφων 6 και επ. του άρθρου 2 του
νόμου αυτού.
'
μογής τη ς διά ταξη ς τη ς παραγράφου αυτής. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη,
κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφ εται στο βιβλίο του υποθηκοφυ­
! I • · | . ^ · 1··'·; ··:■■!>■■■.■·
απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται οι λεπ τομέρειες εφαρ­
Ί β ί) * ·
'
!■ >
%
390
ΠΑΡΑΡΤΗΜ Α
I
Άρθρο 6
1. Οι δια τάξεις των παραγράφων 9 και επ. του άρθρου 4 του νόμου
αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς τα μέλη του Χρηματιστηρίου,
καθώς και τις λοιπές επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο
ε' εδάφιο β'.
2. Ο εισαγγελέας, ο ανακριτής και το δικαστήριο επιτρέπεται να
λαμβάνουν γνώση των βιβλίων και των στοιχείων, τα οποία κατά τις
κείμενες δ ια τά ξεις τηρούν τα μέλη του χρηματιστηρίου, καθώς και οι
λοιπές επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο ε' εδάφιο
β' του νόμου αυτού. Σε περίπτωση διεξαγω γής προκαταρκτικής εξετά σεως, προανακρίσεως, ανακρίσεως ή δίκης επιτρέπεται να ζητηθεί και
να επισυναφθεί στη δικογραφία μόνο απόσπασμα των βιβλίων ή των
στοιχείων με τις σχετικές εγγραφ ές που αφορούν τον κατηγορούμενο.
Την ακρίβεια του αποσπάσματος βεβαιώνει το μέλος του Χρηματιστηρίου
ή ο εκπρόσωπος τη ς επιχείρησης. Ο εισαγγελέας, ο ανακριτής και το
δικαστήριο δικαιούνται να ελέγξουν τα βιβλία και τα στοιχεία αυτά για
να διαπιστώσουν την ακρίβεια των περιεχομένων στο απόσπασμα εγ ­
γραφών ή την ύπαρξη άλλων εγγραφών που αφορούν τον κατηγορούμενο.
Ο κατηγορούμενος μπορεί να ε λ έγ ξει μόνο την ύπαρξη των εγγραφών
που φ έρεται ή που ισχυρίζεται ότι τον αφορούν.
3. Κάθε μέλο ς του Χρηματιστηρίου και κάθε εκπρόσωπος των επι­
χειρήσεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη παράγραφο οφείλει
να
αναφέρει,
με
εμπιστευτικό
έγγραφο,
στον
Αρμόδιο
Φ ορέα
κάθε
συναλλαγή που θεω ρεί ότι είναι ύποπτη νομιμοποιήσεως εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα.
4. Ως ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι, για τα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμω ρούνται από τις δια τάξεις του πρώτου κεφαλαίου του
νόμου αυτού, θεω ρούνται και οι τελωνειακοί υπάλληλοι.
Άρθρο 7
1. Συνιστάται Επιτροπή, έργο της οποίας είναι η συγκέντρωση,
αξιολόγηση και διερεύνηση των πληροφοριών που διαβιβάζονται σ’ αυτήν,
ως ύποπτες συναλλαγών νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 6 του νόμου αυτού.
2. Πρόεδρος τη ς Επιτροπής είναι ανώ τερος δικαστικός ή εισαγγελικός
λειτουργός των πολιτικών δικαστηρίων ή ανώτερος δικαστικός λειτουργός
των διοικητικών δικαστηρίων, οριζόμενος με τον αναπληρωτή του από
το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Στην Επιτροπή μετέχουν από
ένας εκπρόσωπος: α) των Υπουργείων Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών,
391
ΠΑΡΑΡΤΗΜ Α
I
Εμπορίου και Δημόσιας Τάξης, οριζόμενοι με το υς αναπληρωτές τους
από το υς αντίστοιχους Υπουργούς, β) τη ς Τράπεζας της Ελλάδος,
οριζόμενος με τον αναπληρωτή του από το Διοικητή της, γ) του
Χρηματιστηρίου
Αξιών, οριζόμενος
με τον αναπληρωτή του
από τον
Π ρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου και δ) της
Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, οριζόμενος με τον αναπληρωτή του από
τον Πρόεδρό της. Η θητεία του Προέδρου και των μελών τη ς Επιτροπής
είναι διετής, δυνάμενη να ανανεωθεί. Η Επιτροπή εδ ρ εύ ει στο Υπουργείο
Εθνικής
Οικονομίας
ή όπου
αλλού
ορίζεται
με
κοινή
απόφαση των
Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, χρέη δε Γραμματέα της
Επιτροπής εκτελεί υπάλληλος του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, ορι­
ζόμενος με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό.
3. Η Επιτροπή απασχολεί υπαλλήλους των αναφερόμενων στην προη­
γούμενη παράγραφο Υπουργείων, με γνώσεις και εμπειρία σε υποθέσεις
νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, οι οποίοι
αποσπώνται με αποφάσεις των αρμόδιων Υπουργών, ώστε να απασχο­
λούνται αποκλειστικώς με το έργο τη ς Επιτροπής. Γραμματειακή υπο­
στήριξη της Επιτροπής παρέχει το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ενισχυόμενο, αν υπάρχει ανάγκη, και με υπαλλήλους που αποσπώνται για
το σκοπό αυτόν από τα προαναφερόμενα Υπουργεία.
4. Οι υπάλληλοι της Επιτροπής θεωρούνται, για τα εγκλήματα που
προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο αυτόν, ειδικοί προανακριτικοί
υπάλληλοι. Οι ειδικοί αυτοί προανακριτικοί υπάλληλοι, που ενήργησαν
ανακριτικές πράξεις για τα εγκλήματα τα προβλεπόμενα από τις δ ια τάξεις
του πρώτου κεφαλαίου του νόμου αυτού ή συμμετείχαν σ’ α υτές, δεν
κωλύονται να εξετασ τούν ως μάρτυρες στο ακροατήριο.
5. Η Επιτροπή, όταν θεω ρεί ορισμένη σύμβαση ή συναλλαγή ύποπτη
νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αποστέλλει
το
φ άκελο τη ς
υπόθεσης στον αρμόδιο εισ αγγελέα. Σε
διαφορετική
περίπτωση θ έ τ ε ι την υπόθεση στο αρχείο, απ’ όπου είναι δυνατόν να
α νασ υρθεί σε κάθε περίπτωση σχετιζόμενη με την ίδια η με οποιαδήποτε
άλλη ύποπτη, κατά την προαναφερόμενη έννοια, σύμβαση ή συναλλαγή.
Η Επιτροπή ο φ είλει να ολοκληρώσει την έρευνα μέσα σε πέντε το πολύ
η μ έρ ες από τό τε που θα περιέλθει σ ’ αυτήν η σχετική πληροφορία. Σε
κάθε περίπτωση ενημερώ νεται για το αποτέλεσμα τη ς έρευνα ς εκείνος
που διαβίβασε την πληροφορία.
6. Τα μέλη τη ς Επιτροπής και οι απασχολούμενοι σ’ αυτήν υπάλληλοι
έχουν το καθήκον τη ς εχεμύθειας.
7. Μ ε προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών
Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, καθορίζονται οι ειδικότερες δια τάξεις
που αφορούν τη συγκρότηση και τη λειτουργία τη ς Επιτροπής. Μ ε κοινή
392
¡¡ρ ιβ ί·« ,
ΠΑΡΑΡΤΗΜ Α
1
απόφαση των άνω Υπουργών καθορίζεται η αμοιβή του προέδρου, των
μελών και του γραμματέα της Επιτροπής, κατά παρέκκλιση των διατάξεω ν
του ν. 1256/1982, καθώς και των άρθρων 18 του ν. 1505/1984 και 8
του ν. 1810/1988.
8. Μ έχρι την έκδοση του αναφερόμενου στην προηγούμενη παράγραφο
διατάγματος, όλες οι κατά τα άρθρα 4 και 6 του νόμου αυτού πληροφορίες
διαβιβάζονται
παράγραφο
όργανα.
στον
αρμόδιο
εισ α γγελέα
από
τα
αρμόδια,
κατά
την
10 του άρθρου 4 και την παράγραφο 3 του άρθρου 6,
9. Η προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό Επιτροπή δέχεται, α ξιο λο γεί
και διερευνά κάθε πληροφορία σχετική με συναλλαγές νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες που διαβιβάζεται σ’ αυτήν
από αλλοδαπούς φορείς, με τους οποίους και συνεργάζεται για την
παροχή κάθε δυνατής συνδρομής.
Μ
Άρθρο 8
Η γνωστοποίηση αρμοδίως πληροφοριών για νομιμοποίηση εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες, από υπάλληλο ή διευθυντικό στέλεχος,
κατά τα αναφερόμενα στα άρθρα 4 και 6 του νόμου αυτού, δεν απ οτελεί
παράβαση τυχόν συμβατικής, νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής
α π αγό ρ ευσ ης
ανακοίνω σης
π ληροφοριώ ν
I
και
δεν
σ υ ν επ ά γ ετα ι
ο-
ποιουδήποτε είδους ευθύνη για τα πιστωτικά ιδρύματα ή το υς χρη μ α ­
τοπιστωτικούς οργανισμούς, όπως αυτά αναφέρονται στο άρθρο 1 στοι­
χεία δ' και ε' και για τους υπαλλήλους ή τα διευθυντικά στελέχη τους,
εκτός αν αυτοί ενήργησαν κακοβούλως. Το ίδιο ισχύει και ως προς τα
μέλη και τους υπαλλήλους της Επιτροπής του άρθρου 7.
Άρθρο 9
Από την έναρξη τη ς ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται τα ά ρθρα
5 και 6 του Τρίτου Κεφαλαίου (καταστολή τη ς νομιμοποιήσεως εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες) του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α').
393
ψ\
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 10ης Ιουνίου 1991
για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού
συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες (91/308/ΕΟΚ)
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
Έχοντας υπόψη:
και ιδίως το άρθρο 57 παράγραφος 2 πρώτη και τρίτη φράση και το
άρθρο 100Α ...
V*
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
■ *'•*1‘• « Μι*· ·
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας
Αρθρο 1
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:
«πιστωτικό ίδρυμα»: κάθε ίδρυμα υπό την έννοια του άρθρου 1 πρώτη
περίπτωση τη ς οδηγίας 77/780/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε τελευταία
από την οδηγία 89/646/ΕΟ Κ , καθώς και κάθε υποκατάστημα, κατά
την έννοια του άρθρου 1 τρίτη περίπτωση τη ς εν λόγω οδηγίας που
βρίσκεται στην Κοινότητα και πιστωτικού ιδρύματος με έδ ρ α εκτός
Κοινότητας.
«χρηματοδοτικός οργανισμός»: κάθε επιχείρηση εκτός από πιστωτικό
ίδρυμα, η κυρία δραστηριότητα τη ς οποίας συνίσταται στη διενέργεια
μιας ή περισσοτέρων από τις πράξεις που κατονομάζονται στα σημεία
2 έω ς 12 και 14 του καταλόγου ο οποίος προσαρτάται στην οδηγία
89/646/ΕΟ Κ , καθώς και κάθε ασφαλιστική εταιρία η οποία έχ ει λάβει
άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 79/267/Ε Ο Κ , όπως τρο­
ποποιήθηκε τελευ τα ία από την οδηγία 90/619/Ε Ο Κ , στο μέτρο που
ασκεί δραστηριότητες που υπάγονται στην εν λόγω οδηγία· στον
ορισμό αυτό εμπίπτουν και τα ευρισκόμενα- στην Κοινότητα υποκα­
ταστήματα χρηματοδοτικών οργανισμών με έδ ρ α εκτός Κοινότητας..
«νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες»: οι ακόλουθες
εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις:
η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του ότι προέρχεται
από παράνομη δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε παράνομη
394
ΠΑΡΑΡΤΗΜ Α
II
δοαστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη ή την συγκάλυψη της πα­
ράνομης προέλευσης της, ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε
ενέχετα ι στη δραστηριότητα αυτή, προκειμένου
έννομες συνέπειες των πράξεων του,
να
αποφύγει τις
— η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση,
προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο στον οποίο
ευρίσκεται, ή την κυριότητα επί περιουσίας ή εκ σχετικών μ' αυτή
δικαιωμάτων, εν γνώσει του ότι προέρχεται από παράνομη δραστη­
ριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε παράνομη δραστηριότητα,
— η απόκτηση, η κατοχή ή η χρήση περιουσίας εν γνώσει κατά τον
χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από
παράνομη δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε παράνομη
δραστηριότητα,
— η συμμετοχή σε μια από τις πράξεις που αναφέρουν τα προηγούμενα
τρία σημεία, η σύσταση οργανώσεως για τη διάπραξή της, η απόπειρα
διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η παροχή συμβουλών σε
τρίτο για τη διάπραξή της ή η διευκόλυνση τη ς τέλεσ η ς της πράξης.
Η γνώση, η πρόθεση ή ο σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία των
πράξεων που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο μπορεί να συνάγονται από
τις πραγματικές περιστάσεις.
Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες υπάρχει ακόμη
και αν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχονται τα προς νομιμο­
ποίηση περιουσιακά στοιχεία, διαπράττονται στο έδαφ ος άλλου κράτους
μέλους ή τρίτης χώρας.
— «περιουσία»: περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα,
κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφ α ή
στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς
απόκτηση τέτοιω ν περιουσιακών στοιχείων.
— «παράνομη δραστηριότητα»: έγκλημα όπως ορίζεται στο άρθρο 3
παράγραφος 1 στοιχείο α) τη ς σύμβασης τη ς Βιέννης, καθώς και
κάθε
άλλη
δραστηριότητα, που
ορίζεται ως παράνομη
από κάθε
κράτος μέλος γ ια τις ανάγκες τη ς παρούσας οδηγίας..
— «αρμόδιες αρχές»: οι εθνικές αρχές οι εξουσιοδοτημένες βάσει νόμου
ή άλλης ρυθμίσεω ς, να εποπτεύουν τα πιστωτικά ιδρύματα ή τους
χρηματοδοτικούς οργανισμούς.
Άρθρο 2
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να απαγορεύεται η κατά την έννοια της
παρούσας οδηγίας νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
395
;; ·" I i
iS'-i
, I; If.il
tinililii1Ιΐι»!^ιίΗ!ΐ·4ΐ^Ιί!ΐI »u?·· ·
ΠΑΡΑΡΤΗΜ Α
II
Αρθρο 3
1.
Τα
κράτη
μέλη
μεριμνούν
ώστε
τα
πιστωτικά
ιδρύματα
ή
οι
χρηματοδοτικοί οργανισμοί να απαιτούν από το υς πελάτες το υ ς την
απόδειξη τη ς τα υ τό τη τάς τους μέσω του κατάλληλου αποδεικτικού
εγγράφ ου όταν συνάπτουν επιχειρηματικές σχέσεις, ιδίως κατά το άνοιγμα
λογαριασμών καταθέσεω ν ή ταμιευτηρίου ή την παροχή υπηρεσιών
φ ύλαξης περιουσιακών στοιχείων.
2.
Η
υποχρέωση
απόδειξης τη ς ταυ τό τη τα ς
ισχύει
και για
κάθε
συναλλαγή με πελάτες εκτός από αυτούς που αναφ έρει η παράγραφος
1, το ποσό τη ς οποίας φθάνει ή υπερβαίνει τα 15.000 Ecu, ανεξάρτητα
από το αν διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες μεταξύ
των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση. Εάν το ποσό δεν είναι
γνωστό
κατά
τη
διενέργεια
της
συναλλαγής,
ο
οικείος
οργανισμός
προβαίνει σε εξακρίβωση τη ς ταυτό τη τας μόλις το γνωρίσει και διαπι­
στώσει ότι φ θάνει το κατώτατο όριο.
3. Κατά παρέκκλιση από τις π αραγράφους 1 και 2, η εξακρίβωση
τη ς ταυτό τη τα ς σε περιπτώσεις ασφαλιστικών συμβάσεων που συνάπτονται από ασφαλιστικές εταιρίες, στις οποίες έχ ει χορηγηθεί ά δεια λει­
τουργίας δυνάμει τη ς οδηγίας 79/267/Ε Ο Κ , εφόσον πραγματοποιούν
δραστηριότητες που υπάγονται στην εν λόγω οδηγία, δεν απαιτείται,
εάν το ποσό του
ή των περιοδικών ασφαλίστρων που πρόκειται να
καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτο υ ς δεν υπερβαίνει τα 1.000 Ecu
ή, στην περίπτωση εφάπαξ καταβολής, τα 2.500 Ecu. Εάν το ή τα
*!
1
ψ-
περιοδικά ασφάλιστρα, που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια
ενός έτο υ ς αυξηθούν έτσ ι ώστε να υπερβούν το κατώτατο όριο των
4? .
1.000 Ecu, απαιτείται η εξακρίβωση ταυτότητας.
%
Μ
4. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι η εξακρίβωση τη ς τα υ τό τη τας
δεν είναι υποχρεωτική για συμβάσεις συνταξιοδοτικής ασφάλισης που
συνάπτονται δυνάμει συμβάσεων εργασ ίας ή επαγγελματικής δραστη­
ριότητας του ασφαλισμένου, υπό τον όρο ό τι οι συμβάσεις α υ τές δεν
περιλαμβάνουν ρήτρα εξα γο ρά ς, ούτε μπορούν να χρησιμεύσουν ως
εγγύηση δανείου.
5. Σ ε περίπτωση που υπάρχει αμφιβολία για το αν οι π ελάτες που
αναφέρουν οι προηγούμενες παράγραφοι ενεργούν για ίδιο λογαριασμό
ή σε περίπτωση βεβαιότητας περί το υ ότι δεν ενεργούν για ίδιο
λογαριασμό, τ α πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοδοτικοί οργανισμοί
λαμβάνουν τα ευλόγω ς απαιτούμενα μ έτρ α προκειμένου να συλλέξουν
πληροφορίες για την πραγματική τα υ τό τη τα των προσώπων για λογα­
ριασμό των οποίων ενεργούν οι πελάτες αυτοί.
396
V
________________________________ Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α I I ________________________________
6. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφεί­
λουν
να προβαίνουν
στην προρρηθείσα
εξακρίβωση
της ταυτότητας
ακόμη και αν το ύψος της συναλλαγής είναι κατώτερο από τα προαναφ ερθέντα κατώτατα όρια, αφ' ης στιγμής υπάρχει υπόνοια ότι πρόκειται
για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
7. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δεν
υποχρεούνται να προβαίνουν στην εξακρίβωση ταυτό τη τας που προβλέπει
το
παρόν
άρθρο,
στην
περίπτωση
που
ο πελάτης
είναι και αυτός
πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικός οργανισμός που καλύπτεται από
την παρούσα οδηγία.
8. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η υποχρέωση εξα κρί­
βωσης ταυτότητας, όσον αφορά τις συναλλαγές που αναφέρονται στις
παραγράφους 3 και 4, πληρούται όταν διαπιστωθεί ότι η πληρωμή της
συναλλαγής, πρέπει να χρεω θεί σε λογαριασμό που έχει ανοιχθεί στο
όνομα του πελάτη σε πιστωτικό ίδρυμα που υπάγεται στην υποχρέωση
της παραγράφου 1.
Άρθρο 4
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρη­
ματοδοτικοί οργανισμοί να διατηρούν τα κατωτέρω στοιχεία, προκειμένου
να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικό υλικό σε οιαδήποτε διερευνητική δια­
δικασία σχετική με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες:
-
όσον αφορά την εξακρίβωση ταυτότητας, το αντίγραφο ή τα στοιχεία
απαιτηθέντων αποδεικτικών της ταυτό τη τας εγγράφων, επί διάστημα
πέντε τουλάχιστον ετών μετά τη λήξη των σχέσεών τους με τους
πελάτες τους.
— όσον αφορά τις συναλλαγές, τα δικαιολογητικά έγγραφ α και τις
λογιστικές εγγρ α φ ές σε πρωτότυπα έγγ ρ α φ α ή σε αντίγραφα με
ισότιμη, βάσει του εθνικού δικαίου, αποδεικτική ισχύ, επί διάστημα
πέντε τουλάχιστον ετών από τη διενέργεια τη ς συναλλαγής.
Άρθρο 5
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρη­
ματοδοτικοί οργανισμοί να εξετάζουν με ιδιαίτερη προσοχή κάθε συ­
ναλλαγή που κρίνεται, ότι, λόγω τη ς φύσεώς της, είναι ιδιαίτερα επιδεκτική
ως προς το να συνδεθεί με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες.
397
ΠΑΡΑΡΤΗΜ Α
ΪΙ
Αρθρο 6
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρη­
ματοδοτικοί οργανισμοί καθώς και οι υπάλληλοι και τα διευθυντικά
στελέχη τους να συνεργάζονται πλήρως με τις αρχές τις υπεύθυνες
για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δρα­
στηριότητες:
-
ενημερώνοντας τις εν λόγω αρχές, με δική τους πρωτοβουλία, για
κάθε
γεγονός
που
θα
μπορούσε
να
αποτελέσει
ένδειξη
πράξης
νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
-
παρέχοντας στις εν λόγω αρχές, τη αιτήσει τους,' τις απαιτούμενες
πληροφορίες σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει η εφαρμο­
στέα νομοθεσία.
Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο διαβιβάζονται
στις υπεύθυνες για την καταπολέμηση τη ς νομιμοποίησης εσόδων από
παράνομες δραστηριότητες αρχές του κράτους μέλους, στο έδαφ ος του
οποίου βρίσκεται το ίδρυμα το οποίο τις διαβιβάζει. Η διαβίβαση αυτή
πραγματοποιείται κατά κανόνα από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που
έχουν οριστεί από τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς
οργανισμούς σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο
11 σημείο 1.
Οι πληροφορίες που παρέχονται στις αρχές σύμφωνα με το πρώτο
εδάφιο μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο για την καταπολέμηση της
νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ωστόσο τα
να εξυπηρετήσουν και άλλους σκοπούς.
¿*1« à
κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι οι πληροφορίες α υτές ενδέχεται
Αρθρο 7
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρη­
ματοδοτικοί οργανισμοί να αποφεύγουν την εκτέλεση συναλλαγών, για
τις οποίες γνωρίζουν ή υποπτεύονται ότι συνδέονται με νομιμοποίηση
ιδρύματα και οργανισμοί παρέχουν τις απαιτούμενες πληροφορίες αμέσως
μετά τη συναλλαγή.
.-····
προβλέπει το εθνικό το υ ς δίκαιο, να δώσουν εντολή να μην εκτελεσ θεί
η συναλλαγή. Αν υπάρχει υπόνοια ότι η συναλλαγή συνιστά νομιμοποίηση
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και εφόσον η αποφυγή της
είναι αδύνατη ή ενδέχεται να εμποδίσει τη δίωξη των προσώπων υπέρ
των οποίων διενεργείται η εικαζόμενη νομιμοποίηση εσόδων, τα ενεχόμενα
.
6 αρχές. Οι εν λόγω αρχές μπορούν, υπό το υ ς όρους που
-Τ
398
f e ir t 4
άρθρο
"ΐ
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, προτού ενημερώσουν τις κατ’
ΠΑΡΑΡΤΗΜ Α
Ιί
Αρθρο 8
Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οι υπάλληλοι
και τα διευθυντικά στελέχη τους δεν μπορούν να γνωστοποιήσουν στον
ενεχόμενο πελάτη ή σε τρίτο υς το γεγονός ότι διαβιβάστηκαν πληρο­
φ ορίες στις αρχές κατ’ εφαρμογή των άρθρων 6 και 7 ή ότι δ ιεξάγεται
έρευνα για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Αρθρο 9
Η καλή τη πίστη γνωμοδότηση στις α ρχές τις υπεύθυνες για την
καταπολέμηση τη ς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριό­
τητες, από υπάλληλο ή διευθυντικό στέλεχος πιστωτικού ιδρύματος ή
χρηματοδοτικού οργανισμού, των πληροφοριών που αναφέρουν τα άρθρα
6
και
7,
δεν
αποτελεί παράβαση
τυχόν
συμβατικής
ή
νομοθετικής,
κανονιστικής ή διοικητικής απαγόρευσης της ανακοίνωσης πληροφοριών
και δεν
συνεπάγεται οποιουδήποτε
είδους
ευθύνη
για το
πιστωτικό
ίδρυμα, το χρηματοδοτικό οργανισμό, τους υπαλλήλους ή τα διευθυντικά
στελέχη τους.
Αρθρο 10
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να ενημερώνουν
τις
αρχές
τις
υπεύθυνες
για
την
καταπολέμηση
της
νομιμοποίησης
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αν, κατά τη διάρκεια των
ελέγχων που ασκούν σε πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοδοτικούς ο ργα ­
νισμούς ή κα θ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο ανακαλύψουν γεγονότα τα οποία
ενδέχεται να στοιχειοθετούν απόδειξη νομιμοποίησης εσόδων από πα­
ράνομες δραστηριότητες.
Άρθρο 11
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρη­
ματοπιστωτικοί οργανισμοί:
1. να θεσπίσουν κατάλληλες διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου και επι­
κοινωνίας ώστε να προλαμβάνουν και να εμποδίζουν τη διενέργεια
συναλλαγών που συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παρά­
νομες δραστηριότητες·
2. να λαμβάνουν τ α κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε οι υπάλληλοί το υς να
γνωρίσουν τις δ ια τά ξεις τη ς παρούσας οδηγίας. Στα μέτρα αυτά
περιλαμβάνεται η συμμετοχή των εν λόγω υπαλλήλων σε ειδικά
προγράμματα τα οποία θα τους βοηθήσουν να εντοπίζουν τις δρα-
399
----------------------------------------------------Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α
I I ________________________________
σ τη ρ ιό τη τες που τυχόν συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από
παράνομες δρ ασ τηριότητες και θα τους διδάξουν να ενεργούν σωστά
σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Ά ρθρο 12
Τα κράτη μέλη μεριμνούν να επεκτείνουν το σύνολο ή μέρος των
διατάξεων τη ς παρούσας οδηγίας, πέραν των κατ’ άρθρο 1 πιστωτικών
ιδρυμάτων και χρηματοδοτικών οργανισμών, και σε άλλα επαγγέλματα
και άλλες
κατηγορίες
επιχειρήσεων,
που
ασκούν
δραστηριότητες
οι
οποίες είναι ιδιαίτερα επιδεκτικές, ως προς το να χρησιμοποιηθούν για
τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Ά ρθρο 13
1. Ιδρύεται στα πλαίσια της Επιτροπής επιτροπή επαφών, στο εξή ς
καλουμένη «επιτροπή επαφών», η οποία θα έχ ει ως αποστολή:
α) να διευκολύνει με την επιφύλαξη των άρθρων 169 και 170 της
συνθήκης, την εναρμονισμένη εφαρμογή τη ς παρούσας οδηγίας με
τακτικές συνεννοήσεις ως προς τα συγκεκριμένα προβλήματα που
εγείρει η εφαρμογή τη ς και σε σχέση με τα οποία κρίνεται χρήσιμη
η ανταλλαγή απόψεων
β) να διευκολύνει τη συνεννόηση μεταξύ των κρατών μελών σχετικά
με τις αυστηρότερες ή πρόσθετες προϋποθέσεις
επιβάλουν τα κράτη μέλη σε εθνικό επίπεδο·
τις
οποίες
θα
γ) να συμβουλεύει την Επιτροπή, αν παραστεί ανάγκη, σχετικά με τις
συμπληρώσεις ή τροποποιήσεις που πρέπει να επέλθουν στην παρούσα
οδηγία ή σχετικά με πς άλλες προσαρμογές που θα κριθούν αναγκαίες,
ιδίως για να εναρμονιστούν τα αποτελέσματα του άρθρου 12.
δ) να εξετά ζει αν ένα επάγγελμα ή μια κατηγορία επιχειρήσεων
πρέπει να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12, εφόσον
έχει διαπιστωθεί ότι, σε κάποιο κράτος μέλος το εν λόγω επάγγελμα
ή η εν λόγω κατηγορία επιχειρήσεων χρησιμοποιήθηκε για νομιμο­
ποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
2. Η επιτροπή επαφών δεν έχει αποστολή να αξιολογεί το βάσιμο
των αποφάσεων που λαμβάνονται για τις επιμέρους περιπτώσεις από
τις αρμόδιες αρχές.
3. Η επιτροπή επαφών απαρτίζεται από πρόσωπα διοριζόμενα από?’
τ α κράτη μέλη και από αντιπροσώπους της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων. Η γραμματεία τη ς εξασφ αλίζεται από τις υπηρεσίες τη
Επιτροπής. Π ρόεδρός της είναι αντιπρόσωπος τη ς Επιτροπής και συνε:
400
ίΙΑ Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α
ίΐ
δριαζει είτε με πρωτοβουλία του Προέδρου της είτε απο αίτημα αντίπροσωπείας ενός κράτους μέλους.
Άρθρο 14
Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφ αλίζεται
η πλήρης εφαρμογή όλων των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, ιδίως
δε ορίζουν τις κυρώσεις που θα επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης
των διατάξεω ν που ορίζονται κατ’ εκτέλεση τη ς παρούσας οδηγίας.
Αρθρο 15
Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ στον
το μέα που διέπει η παρούσα οδηγία αυστηρότερες δ ια τάξεις για την
καταπολέμηση τη ς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριό­
τητες.
Άρθρο 16
1. Τα κράτη μέλη θέτο υ ν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές κανο­
νιστικές και διοικητικές δια τάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν προς
την παρούσα οδηγία πριν από την 1η Ιανουάριου 1993.
2. Ό ταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν α υ τές τις διατάξεις, οι δ ια τάξεις
α υτές αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια
αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπ τομερείς δια τάξεις
αυτής της αναφοράς καθορίζονται από τα κράτη μέλη.
3.
Τα
κράτη
μέλη
ανακοινώνουν
στην
Επιτροπή το
κείμενο
των
σημαντικότερων διατάξεω ν εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον
το μ έα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 17
Ένα έτο ς
μετά την
1η Ιανουάριου
1993,
και ακολούθω ς
οσάκις
παρίσταται ανάγκη, και τουλάχιστον α νά τριετία, η Επιτροπή θ α συντάσσει
έκθεση περί τη ς εφ αρμογής τη ς παρούσας οδηγίας την οποία και θ α
διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
Άρθρο 18
Η παρούσα οδηγία απ ευθύνεται στα κράτη μέλη.
401
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Τραγάκης Γ., «Οργανωμένο έγκλημα και
χρήματος», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1996
ξέπλυμα
βρώμικου
Δούβλης Β., «Η αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος
από την ελληνική τραπεζική νομοθεσία», Δελτίο ενώσεως Ελληνικών
Τραπεζών 1995,
Φυλλάδια Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών
Βελέντζας I., «Τραπεζικό Δίκαιο», Παρατηρητής Α.Ε. εκδόσεις, 1992
Διοίκηση Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών, Σημειώσεις κ. Κουπούζου
Δημήτριου, ΤΕΙ Καλαμάτας
Δελτία Δικαστικού, Εκδόσεις Εθνικής Τράπεζας
Μαγκλιβέρας Κ., «Η νομοθεσία των κρατών-μελών της ΕΟΚ για τη
νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες ενέργειες, Η οδηγία 91/308 και
η σχέση της με το τραπεζικό σύστημα», Δελτίο ενώσεως ελληνικών
Τραπεζών, τεύχος 36 1992