uIzaIE_-_13_2015_CaI_E

Download Report

Transcript uIzaIE_-_13_2015_CaI_E

Η έννοια του «καταναλωτή» σήμερα ιδίως
στις τραπεζικές πιστωτικές συμβάσεις,
υπό το πρίσμα και της υπ’ αριθμ. 13/2015
απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου*
Περίληψη: Η αποσαφήνιση του εύρους της νομοθετικής έννοιας του «καταναλωτή» είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη, αφού αποτελεί την προκριματικού
χαρακτήρα ερμηνευτική και υπαγωγική διεργασία για την εφαρμογή ή μη,
εν συνεχεία, του πλέγματος των διατάξεων που προϋποθέτουν ως δεδομένη, σε προγενέστερο στάδιο, την ιδιότητα του καταναλωτή. Η σχετική
προβληματική φαίνεται, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, να λαμβάνει τέλος με την έκδοση της υπ’ αριθμ. 13/2015 απόφασης της Ολομέλειας του
Αρείου Πάγου (εφεξής ΑΠ Ολ 13/2015). Η εκτίμηση αυτή είναι, ωστόσο,
εν μέρει ορθή, καθώς, όπως η ίδια η ΑΠ Ολ 13/2015 ρητώς διευκρινίζει,
η οριοθέτηση της έννοιας του «καταναλωτή» στην οποία προβαίνει αφορά, αποκλειστικά, και μόνο τη σχετική έννοια, όπως είχε διαμορφωθεί
στο πλαίσιο του Ν 2251/1994, ήτοι πριν από την τροποποίησή της με το
άρθρο 1 § 5 του Ν 3587/2007.
Η ως άνω διαπίστωση είναι κομβικής σημασίας. Όπως αναλύεται στη μελέτη, η έννοια του «καταναλωτή» μετά την οριοθέτηση του εύρους της
προστασίας του «εγγυητή» με το άρθρο 1 § 5 του Ν 3587/2007, αλλά
και την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 48/2008/ΕΚ
για την καταναλωτική πίστη, έχει υποστεί σημαντικές απομειώσεις. Οι εν
λόγω συντελεσθείσες νομοθετικές μεταβολές επιτάσσουν, πλέον, την τελολογική συστολή της διάταξης του άρθρου 1 § 4 περ. α υποπερ. αα’ του
Ν 2251/1994, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 § 5
του Ν 3587/2007, έτσι ώστε στην μεν πρώτη περίπτωση των πιστωτικών
εν γένει συμβάσεων που εξασφαλίζονται με εγγύηση ο καταναλωτής να
γίνεται αντιληπτός ως «το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δρα εκτός της
επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του δραστηριότητας», ενώ στη δεύτερη περίπτωση των πιστωτικών συμβάσεων που καταλαμβάνει η Οδηγία
48/2008/ΕΚ ως «κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, με τις δικαιοπραξίες
που συνάπτει, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική,
επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του». Σε κάθε περίπτωση καταλυτικός θα είναι, πλέον, ο ρόλος της ΑΚ 281, η οποία καλείται να
βάλει φραγμό σε περιπτώσεις «καταχρηστικής» επίκλησης της ιδιότητας
του καταναλωτή εκ μέρους των συναλλασσομένων.
1. Τα κρίσιμα ζητήματα
της υπό εξέταση
προβληματικής εν συντομία
Η αποσαφήνιση του εύρους της νομοθετικής έννοιας του «καταναλωτή»
* Προδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο
Λεωνίδα Γεωργα-κόπουλου. Βλ. για την
ΑΠ Ολ 13/2015 σε παρόν τεύχος, σελ. 1148.
είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη, αφού αποτελεί την προκριματικού χαρακτήρα
ερμηνευτική και υπαγωγική διεργασία για την εφαρμογή ή μη, εν συνεχεία, του πλέγματος των διατάξεων
που προϋποθέτουν ως δεδομένη, σε
προγενέστερο στάδιο, την ιδιότητα
του καταναλωτή. Σε διαφορετική
περίπτωση ο έλεγχος των εκάστοτε
συμβατικών όρων δεν μπορεί να λά-
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008
Ευάγγελος Πουρνάρας,
Δικηγόρος, ΔΝ
βει χώρα υπό το πρίσμα του πλέγματος διατάξεων για την προστασία
του καταναλωτή, αλλά μόνον υπό τις
διατάξεις του ΑΚ και ιδίως αυτή του
άρθρου 281 ΑΚ ή τυχόν άλλες ειδικότερες και εφαρμοστέες στην εκάστοτε περίπτωση διατάξεις.
Θεωρία και νομολογία επιχειρούν,
διχασμένες αμφότερες, σχεδόν
1065
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ από την επομένη της ψήφισης του N 2251/1994, με τον
οποίο μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία
93/13ΕΟΚ «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των
συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές», να οριοθετήσουν την κρίσιμη για τον προσδιορισμό του υποκειμενικού εύρους της παρεχόμενης προστασίας έννοια του
«καταναλωτή» κατ’ άρθρο 2 § 1 στ. α’ του N 2251/1994.
Η πανσπερμία απόψεων, επιχειρημάτων και προσεγγίσεων που ερμηνεύουν τη σχετική διάταξη, άλλοτε de lege
lata και, άλλοτε, κατ’ αποτέλεσμα, de lege ferenda, όπως διεξοδικά αναλύονται στην παρούσα μελέτη, φαίνεται, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, να λαμβάνει τέλος
με την έκδοση της υπ’ αριθμ. 13/2015 απόφασης της
Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (εφεξής ΑΠ Oλ 13/2015). Η
εκτίμηση αυτή είναι, ωστόσο, εν μέρει ορθή. Όπως η ίδια
η ΑΠ Ολ 13/2015 ρητώς διευκρινίζει, επιλύοντας αναφυέν ζήτημα διαχρονικού δικαίου που είχε παρεπεμθεί
σε αυτήν, η οριοθέτηση της έννοιας του «καταναλωτή»
στην οποία προβαίνει αφορά, αποκλειστικά, και μόνο τη
σχετική έννοια, όπως είχε διαμορφωθεί στο πλαίσιο του
Ν 2251/1994, ήτοι πριν από την τροποποίησή της με το
άρθρο 1 § 5 του Ν 3587/20071.
Η ως άνω διαπίστωση είναι κομβικής σημασίας. Όπως
αναλύεται στη μελέτη, η έννοια του «καταναλωτή» μετά
την οριοθέτηση του εύρους της προστασίας του «εγγυητή» με το άρθρο 1 § 5 του Ν 3587/2007, αλλά και την
ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας
48/2008/ΕΚ για την καταναλωτική πίστη, έχει υποστεί
σημαντικές απομειώσεις. Οι εν λόγω συντελεσθείσες νομοθετικές μεταβολές επιτάσσουν, πλέον, την τελολογική
συστολή της διάταξης του άρθρου 1 § 4 περ. α υποπερ.
αα’ του Ν 2251/1994, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή
της με το άρθρο 1 § 5 του Ν 3587/2007, έτσι ώστε στην
μεν πρώτη περίπτωση των πιστωτικών εν γένει συμβάσεων που εξασφαλίζονται με εγγύηση ο καταναλωτής
να γίνεται αντιληπτός ως «το φυσικό ή νομικό πρόσωπο
που δρα εκτός της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής
του δραστηριότητας», ενώ στη δεύτερη περίπτωση των
πιστωτικών συμβάσεων που καταλαμβάνει η Οδηγία
48/2008/ΕΚ ως «κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, με τις
δικαιοπραξίες που συνάπτει, επιδιώκει σκοπούς που δεν
1. Ένα από τα ζητήματα που παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια
του Αρείου Πάγου με την ΑΠ 1332/2012 ήταν «Αν η ιδιότητα
του συμβληθέντος ως καταναλωτή κρίνεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 1 § 4 Ν 2251/1994, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο χρήσης (επίκλησης) του καταχρηστικού ΓΟΣ ή όπως ίσχυαν
κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου (άρθρο 533 § 2 ΚΠολΔ)». Επί του ερωτήματος
αυτού η ΑΠ Ολ 13/2015, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά το
σκεπτικό της ΑΠ Ολ 15/2007, αποφάνθηκε ότι «Η ιδιότητα
του καταναλωτή πρέπει να κριθεί σύμφωνα με το δίκαιο που
ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση (επίκληση) του
καταχρηστικού ΓΟΣ από τον προμηθευτή». Με βάση τη θέση αυτή της ΑΠ Ολ 13/2015, κάθε διαφορά που αναφύεται
το πρώτον μετά την θέση σε ισχύ του άρθρου 1 § 5 του Ν
3587/2007, θα κρίνεται με βάση τις επελθούσες με το νόμο
αυτό μεταβολές στην έννοια του «καταναλωτή».
1066
EY. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ
σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του».
Ο νομικός αντίκτυπος της ΑΠ Ολ 13/2015 δεν εξαντλείται,
ωστόσο, μόνο στην οριοθέτηση της έννοιας του «καταναλωτή», τουλάχιστον όπως αυτή ίσχυε κατά το χρόνο
πριν από την τροποποίηση του Ν 2251/1994 με το άρθρο
1 § 5 του Ν 3587/2007. Η οριοθέτηση εκ μέρους της, υπό
τη μορφή obiter dictum, του πεδίου εφαρμογής της ΑΚ
281, υπό την ειδικότερη, εν προκειμένω, μορφή της καταχρηστικής επίκλησης της ιδιότητας του καταναλωτή,
ανοίγει πλέον το δρόμο για μια πιο συνεπή και προβλέψιμη (υπό την έννοια της ασφάλειας δικαίου) μεταχείριση
περιπτώσεων που αποκλίνουν κατά πολύ από το πρότυπο του προστατευτέου, κατά τον Έλληνα νομοθέτη,
«καταναλωτή». Για το λόγο αυτό στην τελευταία ενότητα
της μελέτης επιχειρείται να τυποποιηθούν οι κρίσιμες περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική, κατ’ άρθρο 281
ΑΚ, την επίκληση από τον ενδιαφερόμενο της ιδιότητας
του «καταναλωτή».
2. Η ρύθμιση του υποκειμενικού πεδίου
προστασίας του «καταναλωτή» από τον
Έλληνα νομοθέτη
2.1. Οι διανοιγόμενες επιλογές
Το ζήτημα του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των
διατάξεων που αποβλέπουν στην προστασία του «καταναλωτή» αναφέρεται στο εύρος του κύκλου των προστατευόμενων από την ειδική ρύθμιση προσώπων. Με
λίγα λόγια, αφορά στην επιλογή των προσώπων εκείνων
που θα προστατευτούν από την ειδική αυτή νομοθεσία.
Ο Έλληνας νομοθέτης, καλούμενος να νομοθετήσει σχετικώς, είχε να επιλέξει, σχηματικά, ανάμεσα σε τρεις
κύριες εκδοχές. Να παράσχει προστασία:
α) είτε μόνο στο φυσικό πρόσωπο που αποκτά αγαθά για
εξυπηρέτηση ιδιωτικών, δηλ. μη επαγγελματικών αναγκών του (στενή έννοια του καταναλωτή),
β) είτε σε κάθε τελικό αποδέκτη αγαθών, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξαρτήτως του αν τα προορίζει για
επαγγελματική ή ιδιωτική χρήση (ευρεία έννοια του καταναλωτή),
γ) είτε ακόμη και στον ενδιάμεσο έμπορο ή επαγγελματία
ή στην επιχείρηση που θα προωθήσει περαιτέρω στην
αγορά ή θα τα ενσωματώσει στις δικές της παροχές προς
τους πελάτες της.
Την πρώτη εκδοχή ακολουθούν η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ και
πολλά άλλα κοινοτικά και εθνικά νομοθετήματα2, τη δεύτερη υποστηρίζεται ότι την υιοθετεί ο ισπανικός νόμος
2. Βλ. Ελ. Αλεξανδρίδου, Ο Ν 2251/1994 γα την προστασία του
καταναλωτή - Ομοιότητες και διαφορές από το Ν 1961/1991.
Σχέσεις με το Ν 146/1914, Αρμ 1996, 290.
ΕφΑΔ 12/2015 • Έτος 8ο
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ για την προστασία του καταναλωτή του 1984 3, την δε
τρίτη εκδοχή ακολουθεί εν μέρει ο γερμανός νομοθέτης
και η Πρόταση Κανονισμού σχετικά με τη «θέσπιση κοινού
ευρωπαϊκού δικαίου των πωλήσεων» που παρέχουν και
στον ενδιάμεσο έμπορο ή επαγγελματία ένα μέρος της
προβλεπόμενης για τον καταναλωτή προστασίας4.
2.2. Η επιλογή του Έλληνα νομοθέτη όπως
εκφράστηκε με το Ν 2251/1994
Η πρώτη εξειδικευμένη παρέμβαση του Έλληνα νομοθέτη
στο πεδίο της προστασίας του καταναλωτή εκφράστηκε
με το Ν 1961/1991. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου
2 § 1 του Ν 1961/1991, με την οποία οριοθετήθηκε το
υποκειμενικό εύρος προστασίας που παρείχε ο σχετικός
νομός, «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων που ενεργεί συναλλαγές με σκοπό
την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση κινητών ή ακίνητων
πραγμάτων ή υπηρεσιών για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών».
Λίγα χρόνια αργότερα ο Έλληνας νομοθέτης κάνοντας μια
ριζική στροφή, που για αρκετούς θεωρήθηκε αιφνιδιαστική5, εγκατέλειψε την ως άνω έννοια του «καταναλωτή»6. Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 4 στ. α’ του Ν 2251/1994
«καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για
το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που
προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνε χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους». Κατά τον γράφοντα δεν υπάρχει η
παραμικρή αμφιβολία ότι ο Έλληνας νομοθέτης επέλεξε
με την εν λόγω ρύθμιση την «ευρεία έννοια» του καταναλωτή. Πιο αναλυτικά:
3. Έτσι Δέλλιος, Γενικοί Όροι Συναλλαγών, 2013, σ. 106 επ.
Όπως, όμως, επισημαίνει ο Μεντής, Γενικοί Όροι Συναλλαγών
σε καταναλωτικές και εμπορικές συμβάσεις, 2000, σ. 9, (ούτε) στον ισπανικό νόμο για την προστασία των καταναλωτών
(της 19.7.1984) δεν θεωρείται τελικώς αποδέκτης εκείνος ο
οποίος «εντάσσει» το αγαθό ή την υπηρεσία στη δική του
επιχείρηση.
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
Σε σύγκριση με την οριοθέτηση της έννοιας του «καταναλωτή» από το άρθρο 2 περ. β’ της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ
αλλά και προς την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 2 §
1 του Ν 1961/1991, ο νέος ορισμός του «καταναλωτή»,
κατ’ άρθρο 1 § 4 του Ν 2251/1994, διευρύνει πρόδηλα
τον κύκλο των προσώπων που εμπίπτουν στην έννοια του
«καταναλωτή» για να περιλάβει ακόμη και κάθε έμπορο
ή επαγγελματία που είναι στη συγκεκριμένη συναλλαγή
τελικός αποδέκτης της παροχής του προμηθευτή, ανεξάρτητα αν η εν λόγω παροχή ικανοποιεί επαγγελματικές
ή μη ανάγκες του7.
Η διευρυμένη αυτή έννοια του «καταναλωτή» δεν προκύπτει μόνον από την γραμματική (και συγκριτική) ερμηνεία
του νόμου, αλλά και από την ίδια τη ρητώς εκπεφρασμένη
βούληση του Έλληνα νομοθέτη να παράσχει προστασία
σε έναν ευρύ κύκλο προσώπων. Στην εισηγητική έκθεση
του Ν 2251/1994 (σελ. 4) επισημαίνεται «Άρθρο πρώτο:
Γενικές διατάξεις… Η παράγραφος 4 ορίζει τον καταναλωτή και τον προμηθευτή. Οι νομοθετικοί ορισμοί είναι
ευρύτατοι, ώστε να οριοθετούν την έκταση εφαρμογής
ενός νόμου που αποβλέπει σε πραγματική ρύθμιση της
ύλης του. Όπως παρατηρήθηκε, οι αντίστοιχοι ορισμοί
του Ν 1961/1991 απέκλειαν από την προστασία του νόμου
ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών και στερούσαν από
οποιαδήποτε δυνατότητα εφαρμογής ολόκληρα κεφάλαια
του νόμου. Με τους ορισμούς που προτείνονται, ο νόμος αποκτά πλήρη δυνατότητα εφαρμογής όπου υπάρχει
αντίστοιχη νομοθετική ρυθμιστική ανάγκη»8. Η παραπάνω
έννοια του «καταναλωτή» κατά τον Ν 2251/1994 συνιστά,
συνεπώς, δικαιοπολιτική επιλογή του Έλληνα νομοθέτη
που αποσκοπεί στη διεύρυνση του καθ’ υποκείμενα πεδίου εφαρμογής των εν λόγω προστατευτικών κανόνων,
ώστε να παρέχεται η προβλεπόμενη στο νόμο προστασία και στον έμπορο και στον επαγγελματία, όταν αυτός
είναι ο τελικός αποδέκτης της παροχής, χωρίς μάλιστα να
έχει σημασία αν αυτός είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
Για τα πρόσωπα αυτά αποκλείεται η παρεχόμενη με το Ν
2251/1994 προστασία μόνον όταν είναι «ενδιάμεσοι» και
όχι «τελικοί» αποδέκτες, όταν δηλαδή διαμεσολαβούν,
απλώς, στη διακίνηση των αγαθών που αποκτούν από τον
προμηθευτή. Αντίθετα, όταν έμποροι και επαγγελματίες
είναι «τελικοί αποδέκτες» κρίνονται το ίδιο προστατευ-
4. Για τις διανοιγόμενες δυνατότητες βλ. Δέλλιο, Γενικοί Όροι
Συναλλαγών, 2013, σ. 106 επ. με περαιτέρω παραπομπές.
5. Β λ. Ελ. Αλεξανδρίδου Αρμ 1996, 290 όπου αναφέρει
«Πραγματικό αιφνιδιασμό αποτελεί ο προσδιορισμός της έννοιας του καταναλωτή από το Ν 2251. Δεν πρόκειται για τον
καθιερωμένο προσδιορισμό του προσώπου που ενεργεί συναλλαγές για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών του,
αλλά για το πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα
και οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, ως τελικός αποδέκτης τους… Η παραπάνω απόδοση της έννοιας του καταναλωτή, δεδομένου ότι περιλαμβάνει και τα νομικά πρόσωπα, είναι
τόσο ευρεία, ώστε να διερωτάται κανείς αν υπάρχει κάποιο
πρόσωπο που να μην θεωρείται καταναλωτής».
7. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Δωρής, Ο χαρακτηρισμός
αντισυμβαλλομένων τραπεζών ως καταναλωτών ως προϋπόθεση για την προστασία τους από καταχρηστικούς γενικούς
όρους συναλλαγών, ΝοΒ 2004, 729-730 «Προστατευτέος κατά
την αντίληψη του Έλληνα νομοθέτη είναι και ο έμπορος και
ο επαγγελματίας, ακόμη και όταν η προς αυτόν παροχή του
«προμηθευτή» συναρτάται με την άσκηση της επαγγελματικής
του δραστηριότητας (π.χ. αγορά εξοπλισμού ακτινολογικού
ιατρείου). Αρκεί ότι αυτός κατά τη συγκεκριμένη εκάστοτε
συναλλαγή με τον «προμηθευτή» είναι ο “τελικός αποδέκτης”
της παροχής».
6. Ο νομοθέτης, βέβαια, του Ν 2251/1994 αφαίρεσε από την
έννοια του «καταναλωτή» εκείνον που κάνει συναλλαγές με
σκοπό την απόκτηση ή χρησιμοποίηση ακινήτου, τον οποίο
προστάτευε ο Ν 1961/1991.
8. Είναι ενδιαφέρον ότι την εισηγητική έκθεση του Ν 2251/1994
επικαλείται και η ΑΠ Ολ 13/2015 προκειμένου να στηρίξει την
ευρεία ερμηνεία που επιφυλάσσει στην έννοια του «καταναλωτή» κατά την ερμηνεία του άρθρου 1 § 4 του Ν 2251/1994.
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008
1067
EY. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ τέοι με τους μη εμπόρους και μη επαγγελματίες τελικούς
αποδέκτες της παροχής του προμηθευτή. Πρόκειται για
μια αξιολογικά προσανατολισμένη επιλογή του νομοθέτη, ο οποίος ορθά αντιλαμβάνεται ότι στην ίδια δυσχερή
θέση με τον μη έμπορο και μη επαγγελματία καταναλωτή
βρίσκεται, κατ’ αρχήν, και ο έμπορος και επαγγελματίας, όταν αυτός είναι ο τελικός αποδέκτης της μαζικά
προσφερόμενης από τον προμηθευτή παροχής9. Στις μαζικές, άλλωστε, συναλλαγές, στις οποίες το περιεχόμενο
των συμβάσεων δεν συνδιαμορφώνεται από τα μέρη, δεδομένου ότι αυτές συνάπτονται με την προσχώρηση του
διαπραγματευτικά ασθενούς μέρους στο προδιατυπωμένο
από το ισχυρό μέρος (με τους δικούς του ΓΟΣ κείμενο),
παρατηρείται έλλειψη της βασικής προϋπόθεσης κανονικής λειτουργίας του συμβατικού μηχανισμού, της στοιχειώδους, δηλαδή, ισότητας στη διαπραγματευτική των
συμβαλλόμενων ισχύ, η οποία είναι ελάττωμα εγγενές
στη φύση της ρυθμιστέας βιοτικής σχέσης και συνεπώς
ανεξάρτητο, κατ’ αρχήν, από το πρόσωπο του υποβαλλόμενου στους ΓΟΣ συμβαλλομένου10.
Η ως άνω ερμηνευτική τοποθέτηση ως προς την έννοια
του «καταναλωτή» επιβεβαιώνεται και από τον τελολογικό συσχετισμό του νομοθετικού ορισμού του «καταναλωτή» στο άρθρο 1 § 4 στ. α’ Ν 2251/1994 με τη
ratio του άρθρου 2. Ratio του άρθρου 2 του Ν 2251/1994
είναι, όλως συντόμως, η ανάγκη προστασίας εκείνου του
συμβαλλόμενου μέρους που δεν έχει τη δύναμη να διαπραγματευτεί και να συνδιαμορφώσει το περιεχόμενο της
σύμβασης. Την πίεση των ΓΟΣ την υφίσταται κάθε αποδέκτης παροχής προσφερόμενης στην αγορά με συμβάσεις
προσχώρησης, συνεπώς και εκείνος που ικανοποιεί με
την παροχή προσωπικές (μη επαγγελματικές) ανάγκες
και εκείνος που ικανοποιεί επαγγελματικές ανάγκες11.
Πρόσθετη επιβεβαίωση της ανωτέρω προσέγγισης
αντλείται και από το συστηματικό συσχετισμό της γενικής διάταξης του άρθρου 1 § 4 στ. α’ του Ν 2251/1994
προς τις λοιπές (πέραν του άρθρου 2) ειδικές διατάξεις
των άρθρων 3-9 του Ν 2251/1994. Η παραπάνω ευρεία
έννοια του καταναλωτή, ως «τελικού αποδέκτη», αποτελεί πρόδηλα την αφετηρία της νομοθετικής προσέγγισης. Από την αφετηρία αυτή αφίσταται ο νομοθέτης
περιορίζοντας το εύρος του υποκειμένου της προστασίας,
όποτε το κρίνει σκόπιμο με τις επιμέρους ρυθμίσεις του.
Τέτοιου είδους περιορισμοί του εύρους του υποκειμένου
της προστασίας τίθενται με τις ειδικότερες ρυθμίσεις για
την προστασία του καταναλωτή «από συμβάσεις εκτός
εμπορικού καταστήματος» και «από απόσταση» (άρθρα
3 και 4), από ελαττωματικά προϊόντα (άρθρα 6-7), από
παροχή υπηρεσιών (άρθρο 8) και από «παραπλανητική»
και «αθέμιτη διαφήμιση» (άρθρο 9). Το σχήμα δηλαδή
που χρησιμοποιείται με το Ν 2251/1994 για τον προσδιορισμό του εύρους της παρεχόμενης στον «καταναλωτή»
προστασίας είναι ένα σχήμα που συνδυάζει ένα γενικό
(ευρύτατο) κανόνα στην αφετηρία της ρύθμισης, με ακολουθούσες ειδικότερες ρυθμίσεις που οριοθετούν το πεδίο εφαρμογής της παρεχόμενης με το νόμο προστασίας
κατά κατηγορίες περιπτώσεων. Με το άρθρο 1 § 4 στ. α’
του Ν 2251/1994 επιλέγεται ο ευρύτερος δυνατός ορισμός του καταναλωτή «ως τελικού αποδέκτη» προϊόντων
και υπηρεσιών για μια, κατ’ αρχήν, οριοθέτηση του καθ’
υποκείμενα πεδίου εφαρμογής της συνολικής (προστατευτικής του καταναλωτή) ρύθμισης του νόμου και, ακολούθως, εξειδικεύεται το πεδίο αυτό με τα άρθρα 3-9 του
νόμου για κάθε ειδικότερη κατηγορία περιπτώσεων12.
Όλες οι ανωτέρω παράμετροι συντείνουν πρόδηλα και
καταφανώς στο ότι η έννοια του καταναλωτή ως «τελικού
αποδέκτη» προσφερόμενων στην αγορά αγαθών ή υπηρεσιών είναι πλήρως και παντελώς αποδεσμευμένη από
το στοιχείο της ικανοποίησης αποκλειστικά προσωπικών
του αναγκών. Αυτό ισχύει και για τις υπηρεσίες που παρέχουν οι τράπεζες. Επομένως κατά το ελληνικό δίκαιο,
καταναλωτής θεωρείται κάθε «τελικός αποδέκτης»:
● είτε πρόκειται για φυσικό, είτε για νομικό πρόσωπο, εί-
τε για ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα,
● είτε η παροχή ικανοποιεί προσωπικές, είτε επαγγελ-
ματικές του ανάγκες.
Αποκλείονται δηλαδή μόνο οι ενδιάμεσοι, δηλαδή όσοι
αποκτούν ένα αγαθό ή μια υπηρεσία για να τα προωθήσουν περαιτέρω στον τελικό χρήστη13.
12. Έτσι Δωρής, ΝοΒ 2004, 735 επ.
9. Έτσι Δωρής, ΝοΒ 2004, 730.
10. Ειδικά για την περίπτωση των τραπεζικών συναλλαγών βλ.
ΜΠρΘεσ 7940/2014 Αρμ 2015, 50, σύμφωνα με την οποία
«Περαιτέρω, στο χώρο των τραπεζικών συναλλαγών η ανάγκη προστασίας της συμβατικής ισορροπίας και διασφάλισης
της δικαιοπρακτικής αυτοδιάθεσης των αντισυμβαλλομένων
των τραπεζών είναι ιδιαίτερα έκδηλη, λόγω της οικονομικής και οργανωτικής υπεροχής ή αλλιώς της εξουσιαστικής
θέσης των τραπεζών, οι οποίες κατά κανόνα επιβάλλουν
μονομερώς στους ασθενέστερους αντισυμβαλλόμενους τους,
στη βάση του «πάρε το ή άφησε το», την κατάρτιση τυποποιημένων συμβάσεων με προδιατυπωμένους από τις ίδιες
(ή από τρίτους για λογαριασμό τους) γενικούς όρους».
11. Έτσι Δωρής, ΝοΒ 2004, 739.
1068
13. Ό πως χαρακτηριστικά επισημαίνει η ΑΠ Ολ 13/2015
«Ειδικότερα καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του Ν 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής
προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που
αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο
των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών,
αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων. Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης,
και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς
να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα
από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός
που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους». Ομοίως ΑΠ 1738/2009 ΕφΑΔ 2010, 439, ΑΠ
2273/2009 ΕφΑΔ 2010, 1237, Σταθόπουλος, Καταχρηστικές
ρήτρες στις καταναλωτικές συμβάσεις-Ισχύς της απόφασης
επί συλλογικής αγωγής, ΧρΙΔ 2010, 499.
ΕφΑΔ 12/2015 • Έτος 8ο
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ 2.3. Οι αντιδράσεις της ελληνικής θεωρίας
και νομολογίας στην ευρεία κατανόηση της
έννοιας του «καταναλωτή»
2.3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
H κατά τα ως άνω ευρεία κατανόηση του «καταναλωτή»
σύμφωνα με το άρθρο 1 § 4 στ. α’ του Ν 2251/1994 έχει
επικριθεί σφοδρά με το επιχείρημα ότι η ευρύτητά του
δημιουργεί ανασφάλεια στον ερμηνευτή και εφαρμοστή
του δικαίου σχετικά με την χάραξη των ορίων του προστατευτικού πεδίου του νόμου καθώς και ότι υποσκάπτει
τη κοινοτική ρύθμιση. Στο πεδίο, μάλιστα, των τραπεζικών υπηρεσιών και ιδίως της τραπεζικής υπηρεσίας παροχής πίστωσης έχει υποστηριχθεί, τόσο στην ελληνική
θεωρία όσο και σε μεγάλο μέρος της νομολογίας, ότι
η εγκατάλειψη του κριτηρίου του «μη επαγγελματικώς
δρώντος» και η αναγωγή σε κρίσιμη παράμετρο αυτής
του «τελικού αποδέκτη των παρεχόμενων υπηρεσιών»
αποτελεί ανεπιτυχή επιλογή-κριτήριο, καθότι ο πιστούχος είναι πάντοτε ο τελικός αποδέκτης της τραπεζικής
υπηρεσίας, αφού μόνον οι αποκλειστικώς αναφερόμενοι
στο νόμο φορείς (π.χ. ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες και
πιστωτικά ιδρύματα) δύνανται να παρέχουν πίστωση κατ'
επάγγελμα, η δε, τρόπον τινά, υπεργολαβική παροχή πίστωσης από τον αρχικό πιστούχο, κατ` αρχάς, δεν είναι
νοητή ή σε κάθε περίπτωση αποτελεί σπανιότατη περίπτωση. Αν, όμως, κάθε πιστούχος, ήτοι ακόμα και μία
μεγάλη ανώνυμη εταιρία που λαμβάνει πίστωση για τις
ανάγκες της επιχειρηματικής της δράσης από ένα πιστωτικό ίδρυμα, δύναται να θεωρηθεί καταναλωτής, τότε ο
Ν 2251/1994 απόλλυται το ρόλο του ειδικού νομοθετήματος και μετεξελίσσεται σε τροποποιητικό των διατάξεων
του ΑΚ νομοθέτημα, που αφορά οιοδήποτε αποδέκτη της
τραπεζικής υπηρεσίας της πίστωσης ως τέτοιον, ιδιότητα
που ipso facto δύναται να τον καταστήσει καταναλωτή,
όπερ, κατά την σχετική άποψη, άτοπο14.
Αν επιχειρούσε κανείς να κατηγοριοποιήσει τα επιχειρήματα που βάλλουν κατά της καθιερωθείσας με το άρθρο
1 § 4 στ. α΄ του Ν 2251/1994 ευρείας έννοιας του «καταναλωτή» θα διαπίστωνε ότι αυτά συνοψίζονται σε μια
τριπλή ασυμβατότητα-προβληματικότητα του ορισμού
του άρθρου 1 § 4 στ. α΄ του Ν 2251/1994:
Α) ασυμβατότητα προς τη στενή έννοια του «καταναλωτή» στις διάφορες κοινοτικές Οδηγίες και ιδίως στην
Οδηγία 93/13/ΕΟΚ για τις καταχρηστικές ρήτρες
Β) ασυμβατότητα προς τη στενή έννοια του «καταναλωτή» στα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κοινοτικά νομοθετήματα (Συμβάσεις Βρυξελλών και Ρώμης, ήδη Κανονισμούς
Βρυξέλλες Ι και Ρώμη Ι) καθώς και προς την ερμηνεία της
έννοιας αυτής από το ΔΕΚ.
Γ) ασυμβατότητα προς την νέα έννοια του «εγγυητήκαταναλωτή» που προστέθηκε με το άρθρο 1 § 5 του Ν
14. Βλ. ενδεικτικά ΠΠρΙωαν 206/2010 Αρμ 2012, 267, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και στη νομολογία.
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
3587/2007 αλλά και την στενή έννοια του «καταναλωτή»
στην Οδηγία 2008/48/ΕΚ για τις πιστωτικές συμβάσεις.
2.3.2. Η στενή έννοια του «καταναλωτή»
στην Οδηγία 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις
καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων
που συνάπτονται με καταναλωτές
2.3.2.1. Οι προβαλλόμενες στη θεωρία και
νομολογία τοποθετήσεις
Ο κοινοτικός νομοθέτης εκκινεί στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων ρύθμισης ζητημάτων που αφορούν την προστασία των οικονομικών συμφερόντων του
καταναλωτή από τη λεγόμενη στενή έννοια του «καταναλωτή». Η αφετηρία αυτή επιβεβαιώνεται και στο πλαίσιο
της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5/4/1993
«σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων
που συνάπτονται με καταναλωτές», την οποία μετέφερε ο Έλληνας νομοθέτης στο εσωτερικό δίκαιο με το Ν
2251/1994. Σύμφωνα με το άρθρο 2 § β’ της Οδηγίας
93/13/ΕΟΚ «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο
το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα
οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις
επαγγελματικές του δραστηριότητες».
Αφετηριαζόμενοι από το γράμμα της ως άνω Οδηγίας
αλλά και από ορισμένες αποφάσεις του ΔΕΚ, οι οποίες
εκδόθηκαν σε σχέση με την έννοια του καταναλωτή κατά
την εν λόγω Οδηγία, αρκετοί συγγραφείς αποκλείουν
την ιδιότητα του καταναλωτή επικαλούμενοι, ακριβώς,
το στενό αυτό ορισμό του «καταναλωτή» στην Οδηγία
93/13/ΕΟΚ. Όλως ενδεικτικά επισημαίνονται οι ιδιαίτερα
αναλυτικές σκέψεις του Κοτσίρη15, ο οποίος αποδίδοντας
αλλά και διευρύνοντας την μέχρι τότε κριτική που είχε
εκφραστεί σχετικώς υποστηρίζει ότι «Το σύστημα προστασίας που εγκαθιδρύει η Οδηγία για τις καταχρηστικές
ρήτρες “στηρίζεται στην ιδέα ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση με τον επαγγελματία,
όσον αφορά στη δυνατότητα διαπραγμάτευσης όσο και
σε επίπεδο πληροφόρησης, θέση η οποία τον υποχρεώνει
να προσχωρήσει στους όρους που έχει εκ των προτέρων
καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει επιρροή επί του περιεχομένου τους (ΔΕΚ- απόφαση
της 27.6.2000 υποθ. C-240/98 και C-244/98 Oceano
Grupo Editorial κατά Salvat Editores σκέψη 25). Το εθνι-
15. Κοτσίρης, Η έννοια του καταναλωτή, ΔΕΕ 2005, 1128 επ.
Ανάλογη είναι και η θέση που διατυπώνουν, μεταξύ άλλων, ο Παπανικολάου, Η έννοια του καταναλωτή σήμερα.
Ιδίως στις καταρτιζόμενες με ΓΟΣ πιστωτικές συμβάσεις,
ΔΕΕ 2010, 4 επ., Χριστοπούλου, Σημείωση για την ΕφΑθ
4682/2008, ΔΕΕ 2009, 700 επ., Λιβαδά, Η έννοια του προστατευτέου καταναλωτή σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο,
ΔΕΕ 2005, 1137 επ., Αντωνοπούλου, Τα όρια της προστασίας
του αποδέκτη τραπεζικών υπηρεσιών κατά το σύγχρονο καταναλωτικό δίκαιο. Το παράδειγμα των συμβάσεων παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων, ΕλλΔνη 2003, 333
επ., Καλαμπούκα-Γιαννοπούλου, Η προστασία του επενδυτήκαταναλωτή από την εφαρμογή του PSI, ΔΕΕ 2012, 1012 επ.
1069
EY. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ κό δικαστήριο υποχρεούται όταν εφαρμόζει διατάξεις
του εθνικού δικαίου προγενέστερες ή μεταγενέστερες
της Οδηγίας, να τις ερμηνεύει, κατά το μέτρο του δυνατού, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της
Οδηγίας (ΔΕΚ ως άνω σκέψη 32). Η ορθή εφαρμογή του
κοινοτικού δικαίου επί του εσωτερικού δικαίου, καθώς
και η ανάγκη εξασφάλισης της ομοιόμορφης εφαρμογής
των κοινοτικών διατάξεων συνεπάγονται τον αποκλεισμό της εφαρμογής του αντίθετου κανόνα του εθνικού
δικαίου. Επιβάλλεται η σύμφωνη ερμηνεία των διατάξεων του εθνικού δικαίου σε σχέση προς το σκοπό και
το γράμμα της Οδηγίας στην οποία το εθνικό δικαστήριο
υποχρεούται να προβεί, σύμφωνα με πάγια νομολογία
του Δικαστηρίου, όταν μια Οδηγία δεν έχει μεταφερθεί
προσηκόντως στο εσωτερικό δίκαιο. Η στενή ερμηνεία
της έννοιας του καταναλωτή με περιορισμό της μόνο «σε
φυσικά πρόσωπα», άλλοτε λειτουργικά συνδεόμενα με
«άσχετες προς τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες», όπως στο συμβατικό δίκαιο των καταχρηστικών
ρητρών, άλλοτε όχι (ελαττωματικά προϊόντα), δεν είναι
πρόσφατη ερμηνευτική προσέγγιση του ΔΕΚ αλλά ταυτίζεται με τη στενή ερμηνεία των διατάξεων της Σύμβασης
των Βρυξελών του 1968 (απόφαση της 21.6.1978 υπόθ.
150/77, Societe Bertrand Paul Ott, …απόφαση της
3.7.1996 υποθ. C-269/95, Fr.Benincasa κατά Dentalkit
Srl, … απόφαση της 19.1.1993 C-89/91, Shearson Lehman
Hutton Inc. κατά TVB GmbH). Τέλος το ΔΕΚ, απαντώντας
σε προδικαστικό ερώτημα με την απόφαση της 17.3.1998
(υποθ. C-45/96 Bayerische Hypothekn und Weckselbank
AG κατά Edgar Dietzinger) σε σχέση με την προστασία
των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός
εμπορικού καταστήματος σύμφωνα με την Οδηγία
85/577/ΕΟΚ, το άρθρο 2 της οποίας ορίζει ότι «για τους
σκοπούς της παρούσας Οδηγίας “καταναλωτής” είναι
το φυσικό πρόσωπο το οποίο, με τις συναλλαγές που
καλύπτει η παρούσα Οδηγία, επιδιώκει σκοπούς που
μπορούν να θεωρηθούν άσχετοι με την επαγγελματική
του δραστηριότητα» δέχθηκε ότι «η Οδηγία δεν σκοπεί
να προστατεύσει παρά τους καταναλωτές, ο εγγυητής
δεν μπορεί να καλυφθεί από αυτήν, παρά μόνον εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 2 πρώτη περίπτωση, ανέλαβε
υποχρεώσεις για σκοπό που μπορεί να θεωρηθεί άσχετος
με την επαγγελματική του δραστηριότητα» (σκέψη 22)…
. Και είναι αληθές ότι η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ για τις καταχρηστικές ρήτρες αποτελεί ελάχιστη εναρμόνιση και
συνεπώς τα κράτη μέλη μπορούν να εξασφαλίσουν «μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή (άρθρο 8 Οδηγίας
93/13). Η ως άνω όμως επέκταση προστασίας πρέπει
να αφορά αποκλειστικά τον «καταναλωτή», δηλαδή το
φυσικό πρόσωπο, είτε επεκτείνοντας την προστασία του,
όπως γίνεται δεκτό και σε «συμβάσεις διπλού σκοπού»
(από κοινού οικογενειακής/επαγγελματικής φύσεως),
είτε επεκτείνοντας την προστασία σε φυσικά μεν πρόσωπα έχοντα όμως ανάγκη αντίστοιχης προστασίας, όπως
βιοτέχνες, μικρέμποροι, μικροί αγροκτήμονες, δηλαδή
σε ισότιμες κατηγορίες φυσικών προσώπων που η δραστηριότητά τους εκφεύγει, λόγω του μικρού μεγέθους,
της εμπορικής επιχείρησης και ιδιότητας. Συνέπεται ότι
1070
γενική επέκταση της έννοιας του καταναλωτή σε κάθε
φυσικό ή νομικό πρόσωπο, τελικό αποδέκτη προϊόντων
ή υπηρεσιών που χρησιμοποιείται στο Ν 2251/1994 είναι,
τουλάχιστον, ως προς την εφαρμογή των διατάξεων περί καταχρηστικών όρων συναλλαγών, αντίθετη προς το
κοινοτικό δίκαιο… . Τέλος προς άρση κάθε αμφιβολίας
και για την περίπτωση που η εσωτερική νομοθεσία επεκτείνει την έννοια του καταναλωτή και σε νομικά πρόσωπα το ΔΕΚ είχε την ευκαιρία στην υπόθεση Cape και
Idealservice να αποφανθεί επί ad hoc σχετικών ισχυρισμών της Ισπανικής Κυβέρνησης ότι «ναι μεν το κοινοτικό
δίκαιο θεωρεί, κατ’ αρχήν, ότι τα νομικά πρόσωπα δεν
είναι καταναλωτές, κατά την έννοια της Οδηγίας (93/13/
ΕΟΚ) δεν αποκλείει όμως να αποδοθεί ερμηνευτικά σ’
αυτά η ιδιότητα του καταναλωτή» (σκέψη 14) καθώς
και της Γαλλικής Κυβέρνησης «ότι ο παρεχόμενος από
την Οδηγία ορισμός του καταναλωτή δεν αποκλείει στα
εθνικά δίκαια των κρατών μελών τη δυνατότητα, κατά
τη μεταφορά της Οδηγίας, να θεωρήσουν μια εταιρία καταναλωτή» (σκέψη 14). Το Δικαστήριο όμως δεν δέχθηκε
τους ισχυρισμούς αυτούς. Πρώτα, διέστειλε τον «καταναλωτή» ως «κάθε φυσικό πρόσωπο» από τον «επαγγελματία» (αντίστοιχη έννοιά του χρησιμοποιεί ο Ν 2251/1994,
«προμηθευτής») ως έννοια που παραπέμπει τόσο σε φυσικά όσο και στα νομικά πρόσωπα (σκέψη 15) και στη
συνέχεια δέχθηκε κατά τρόπο οριστικό και αμετάκλητο
ότι «από το γράμμα του άρθρου 2 της Οδηγίας προκύπτει
σαφώς ότι πρόσωπο άλλο πέραν του φυσικού προσώπου
που συνάπτει σύμβαση με επαγγελματία, δεν μπορεί να
θεωρηθεί ως καταναλωτής κατά την έννοια της εν λόγω
διάταξης» (σκέψη 16). Τέλος με βάση το σκεπτικό αυτό
αποφάνθηκε ότι «Η έννοια του “καταναλωτή” όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο β’ της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ
σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που
συνάπτονται με καταναλωτές, πρέπει να ερμηνευθεί ως
αναφερόμενη αποκλειστικά στα φυσικά πρόσωπα». Με
βάση τις ανωτέρω σκέψεις και επιχειρήματα ο Κοτσίρης
καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «Η έννοια του καταναλωτή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 § 4 περ. α’ του Ν
2251/1994 πρέπει να ερμηνευθεί, σε σχέση με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 Ν 2251/1994 με τις
οποίες μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο οι ρυθμίσεις
της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ για τις καταχρηστικές ρήτρες
συσταλτικά, ως αναφερόμενη αποκλειστικά σε φυσικά
πρόσωπα και αυτά ως συμβαλλόμενα για σκοπούς άσχετους προς τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, και
συνεπώς όχι σε εμπόρους ή νομικά πρόσωπα ή φυσικά
πρόσωπα που συμβάλλονται με προμηθευτή σε σχέση με
επαγγελματικές τους δραστηριότητες»16.
Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινείται και η επιχειρηματολογία που συναντά κανείς και σε πολλές δικαστικές
αποφάσεις, όχι μόνο δικαστηρίων ουσίας17, αλλά και του
16. Βλ. Κοτσίρη ΔΕΕ 2005, 1130.
17. Βλ. ΕφΑθ 1309/2012 ΕλλΔνη 2012, 818, ΕφΑθ 1159/2012
ΔΕΕ 2012, 676, ΕφΘεσ 312/2012 ΕλλΔνη 2012/1376, ΕφΛαρ
ΕφΑΔ 12/2015 • Έτος 8ο
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ίδιου του Αρείου Πάγου. Όλως ενδεικτικά η ΑΠ 904/2011
δέχτηκε σχετικώς ότι «…Εξάλλου, κατ' άρθρο 2 § β' της
οδηγίας 93/13/ΕΟΚ “σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές”
καταναλωτής είναι “Κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς, οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες”. Επίσης με το άρθρο 8 της
οδηγίας αυτής παρέχεται η δυνατότητα στα Κράτη μέλη
«να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από
την παρούσα οδηγία αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνα
προς την συνθήκη για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». Η ευχέρεια όμως δεν φθάνει
σε τέτοιο βαθμό, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα
Κράτη μέλη να διευρύνουν τον κύκλο των προσώπων που
ορίζονται ως καταναλωτές»18.
Τη στενή έννοια του «καταναλωτή» κατ' άρθρο 2 § β'
της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ καθώς και τη συναφή νομολογία
του ΔΕΚ αξιοποιούν κατ’ αποτέλεσμα, αν και με κάπως
διαφορετικό τρόπο σε σχέση με αυτόν που προέκρινε η
ΑΠ 904/2011, αρκετές αποφάσεις δικαστηρίων της ουσίας προκειμένου να δικαιολογήσουν την, κατά τη γνώμη
τους, επιβαλλόμενη συστολή του γράμματος του άρθρου
1 § 4 στ. α’ του Ν 2251/1994, ώστε αυτό να προσεγγίσει
τη στενή έννοια του «καταναλωτή» κατ' άρθρο 2 § β' της
Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. Οι σχετικές αποφάσεις στέκονται,
κυρίως, στην ακαταλληλότητα του κριτηρίου του «τελικού αποδέκτη» να επιτελέσει τον επιδιωκόμενο ρόλο
διάκρισης μεταξύ «καταναλωτών» και μη «καταναλωτών» στον τομέα της παροχής τραπεζικής πίστωσης και
εν συνεχεία επιχειρούν, αξιοποιώντας τη στενή έννοια
του «καταναλωτή» στην Οδηγία 93/13/ΕΟΚ και στη νομολογία του ΔΕΚ, να δικαιολογήσουν την ανάγκη συσταλτικής ερμηνείας της έννοιας του «καταναλωτή» κατ’ άρθρο
1 § 4 στ. α’ του Ν 2251/1994. Ιδιαίτερα αναλυτική και
αντιπροσωπευτική της σχετικής ερμηνευτικής προσέγγισης είναι η επιχειρηματολογία που διαλαμβάνεται στην
ΠΠρΙωαν 206/201019 σύμφωνα με την οποία «Ενόψει του
πρωταρχικού στόχου εναρμόνισης των εθνικών δικαίων
806/2010 ΕπισκΕΔ 2011, 461, ΕφΘεσ 317/2009 ΔΕΕ 2009,
819, ΜΠρΧαλκ 32/2006 ΔΕΕ 2006, 804.
18. ΑΠ 904/2011 ΝΟΜΟΣ. Η απήχηση που συνάντησε η σχετική επιχειρηματολογία ήταν τόσο μεγάλη ώστε να υιοθετηθεί τόσο από την Εισηγήτρια Αρεοπαγίτη, κα Ευφημία
Λαμπροπούλου, κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης
επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ΑΠ 1332/2013, η
οποία τελικώς παρέπεμψε το ζήτημα της «έννοιας του καταναλωτή» στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όσο και από
την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κα Ευτέρπη Κουτζαμάνη,
στην Εισήγησή της κατά τη συζήτηση της σχετικής υπόθεσης
ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, επί της οποίας
εκδόθηκε τελικώς η υπ’ αριθμ. 13/2015 απόφαση, η οποία
απέρριψε τελικώς τις σχετικές τοποθετήσεις. Σημειωτόν
ότι σε αμφότερες τις ως άνω συζητήσεις της υπόθεσης,
Πρόεδρος του (Α2 Πολιτικού) Τμήματος και εν συνεχεία
της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ήταν ο κος Αθανάσιος
Κουτρουμάνος.
19. ΠΠρΙωαν 206/2010 Αρμ 2012, 267 επ.
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
προς τις Κοινοτικές Οδηγίες, άλλωστε, προκύπτει και η
υποχρέωση ερμηνείας των επιμέρους διατάξεων στις κατ'
ιδίαν εθνικές νομοθεσίες κατά τρόπο που να συνάδει με
το σκοπό και το πνεύμα των αντίστοιχων Οδηγιών [βλ
και την απόφαση της 27.06.2000 του ΔΕΚ στην υπόθεση
Occeano Gruppo Editorial (C-240/1998 και C-244/1998,
ΣυλλΝομ 2000, 1-4941), που εξεδόθη με αφορμή την
Οδηγία 93/13/ ΕΟΚ, στη σκέψη 32, όπου και τονίζεται
ότι το δικαστήριο κράτους - μέλους που εφαρμόζει διατάξεις του εθνικού δικαίου προγενέστερες ή μεταγενέστερες μιας Οδηγίας υποχρεούται, στο μέτρο του δυνατού, να τις ερμηνεύει υπό το φως του κειμένου και της
σχετικής Οδηγίας, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος, που
ελλοχεύει, να εκλαμβάνονται οι ρυθμίσεις της Οδηγίας με
διαφορετικό τρόπο σε κάθε Κράτος - μέλος και εντεύθεν
με διαφορετικά έννομα αποτελέσματα για τους καταναλωτές από Κράτος σε Κράτος….Το ΔΕΚ, μάλιστα, που με
την ερμηνεία των οικείων κανόνων δίδει τον προεξάρχοντα βηματισμό στην ερμηνεία των σχετικών κοινοτικής προέλευσης διατάξεων, έχει αρνηθεί να προσδώσει
ευρύτερες διαστάσεις στην έννοια του καταναλωτή από
την ανωτέρω ήδη μνημονευθείσα (εννοεί τη στενή έννοια
του καταναλωτή κατ’ άρθρο 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ).
Στην από 20.01.2005 απόφαση του, μάλιστα, (υπόθεση
C-464/2001, ΣυλλΝομ 2005,1 00439 - Johann Gruber v
Bay Wa AG) υιοθέτησε μία εξόχως στενή ερμηνεία της
έννοιας του καταναλωτή, αφού απέκλεισε την έννοια του
καταναλωτή ακόμα και στην περίπτωση που η σχετική με
αγαθά σύμβαση, που έχει συνάψει ένα πρόσωπο, προορίζονται εν μέρει για ιδιωτική χρήση και εν μέρει για
επαγγελματική. Στην υπ' αριθμ. 39 σκέψη του εκφέρει
δε την κρίση ότι η έννοια του καταναλωτή στις περιπτώσεις αυτές είναι δυνατόν να καταφαθεί, μόνον εφόσον
η επαγγελματική χρήση είναι περιθωριακή και δη μέχρι
σημείου, ώστε να παίζει αμελητέο ρόλο στο σύνολο της
δικαιοπραξίας, αδιάφορου όντος του αν κατά τα λοιπά
προέχει ο σκοπός ιδιωτικής χρήσης… Μέσα στο ανωτέρω
πλαίσιο, συνεπώς, παρίσταται εύλογη η διατυπωθείσα
στη θεωρία θέση, που βρήκε απήχηση εν τινι μέτρω και
στη νομολογία, για την ανάγκη συσταλτικής ερμηνείας
της υιοθετούμενης στο Ν 2251/1994 έννοιας του καταναλωτή ως του τελικού αποδέκτη αγαθών ή υπηρεσιών…
Ειδικώς, μάλιστα, καθόσον αφορά στο πεδίο των τραπεζικών υπηρεσιών και ιδίως της τραπεζικής υπηρεσίας
παροχής πίστωσης σε επιχειρήσεις για τις ανάγκες της
επιχειρηματικής τους δράσης, το «κριτήριο» του τελικού
αποδέκτη αποδεικνύεται ως εκ της φύσεως του παντελώς απρόσφορο για να επιτελέσει ρόλο διάκρισης του
καταναλωτή από το μη έχοντα την ιδιότητα αυτή, στην
περίπτωση της παροχής των τραπεζικών υπηρεσιών, ο
πιστούχος δεν δύναται παρά να είναι πάντοτε ο τελικός αποδέκτης της υπηρεσίας, αφού μόνον οι αποκλειστικώς αναφερόμενοι στο νόμο φορείς (π.χ. ανώνυμες
τραπεζικές εταιρίες και πιστωτικά ιδρύματα) δύνανται να
παρέχουν πίστωση κατ' επάγγελμα, η δε, τρόπον τινά,
υπεργολαβική παροχή πίστωσης από τον αρχικό πιστούχο κατ' αρχάς δεν είναι νοητή. Αν, όμως, κάθε πιστούχος, ήτοι ακόμα και μία μεγάλη ανώνυμη εταιρία που
1071
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ λαμβάνει πίστωση για τις ανάγκες της επιχειρηματικής
της δράσης από ένα πιστωτικό ίδρυμα, δύναται να θεωρηθεί καταναλωτής, τότε ο Ν 2251/1994 απόλλυται το
ρόλο του ειδικού νομοθετήματος, και μετεξελίσσεται σε
τροποποιητικό των διατάξεων του ΑΚ νομοθέτημα, που
αφορά οιοδήποτε αποδέκτη της τραπεζικής υπηρεσίας
της πίστωσης ως τέτοιο, ιδιότητα που ipso facto δύναται
να τον καταστήσει καταναλωτή, όπερ, όμως, άτοπο. Η
εγγενής αδυναμία, συνεπώς, του «τελικού αποδέκτη» να
επιτελέσει παντελώς ρόλο «διάκρισης» στον τομέα της
παροχής τραπεζικής πίστωσης αντιφάσκει στην ιδιότητα
του ως υιοθετούμενου «κριτηρίου» από το Ν 2251/1994
και καθιστά επιτακτικότερη από οπουδήποτε αλλού την
ανάγκη συσταλτικής ερμηνείας, που, άλλωστε, συνάδει
κατά τα προαναφερθέντα και με την υιοθετούμενη από τα
κοινοτικά κείμενα στενότερη έννοια του καταναλωτή. Η
μεταφερθείσα με το Ν 2251/1994 επίμαχη εν προκειμένω
Οδηγία 93/13/ΕΟΚ, βέβαια, κινείται στην κατεύθυνση
των παλαιότερων κυρίως Οδηγιών αποτελώντας Οδηγία
ελάχιστης εναρμόνισης, που επιτάσσει την υιοθέτηση
ενός minimum επιπέδου προστασίας για τον καταναλωτή, χωρίς να εμποδίζει την επέκταση της προστασίας
αυτής και σε άλλες περιπτώσεις, που με βάση τα κοινοτικά μόνο κείμενα πιθανώς να μην ενέπιπταν στην κοινοτική έννοια του καταναλωτή (βλ. Περάκη, ό.π. σελ.
55 στον αριθμό περιθ. 99). Το επιχείρημα αυτό, όμως,
δε δύναται να κλονίσει τη διαπίστωση της ανάγκης συσταλτικής ερμηνείας και τούτο διότι η τελευταία αυτή
διαπίστωση προέρχεται από μόνη την εφαρμογή του ελληνικού νομοθετήματος, το οποίο κατά την γραμματική
του ερμηνεία θα αυτοακυρωνόταν στο πεδίο της παροχής
τραπεζικής πίστωσης με τη θεώρηση παντός πιστούχου
ως καταναλωτή, ερμηνεία που για τους προεκτεθέντες
λόγους πρέπει να αποκρουσθεί (πρβλ. ΕφΑΘ 8217/2006
ΔΕΕ 2007. 462, καθώς και Κοτσίρη, ό.π. σελ. 1128). Η
διαπίστωση αυτή, βέβαια, ενισχύεται εν συνεχεία και από
τις ανωτέρω επισημάνσεις αναφορικά με την ανάγκη ερμηνευτικής ενότητας στο ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο,
αλλά και από την πλέον πρόσφατη εξέλιξη σε ευρωπαϊκό
επίπεδο για έκδοση ως επί το πλείστον Οδηγιών πλήρους εναρμόνισης (βλ, ως προς την ανάγκη υιοθέτησης
τέτοιου είδους Οδηγιών ήδη σε απόφαση Tabak του ΔΕΚ
C-376/1998 ΣυλλΝομ 2000, Ι 8419, αριθμ. 104), μεταξύ
των οποίων και η επί καιρώ αναμενόμενη να εκδοθεί τροποποιητική για την καταναλωτική πίστη Οδηγία 2008/48/
ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου
της 23ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ
του Συμβουλίου (βλ και τις παλαιότερες 87/102/ΕΟΚ,
90/88/ΕΟΚ και 98/7/ΕΚ Οδηγίες), σύμφωνα με το αρ. 3
στ. α' της οποίας «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί α) «καταναλωτής»:
κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, με τις δικαιοπραξίες
που καλύπτει η παρούσα οδηγία, επιδιώκει σκοπούς που
είναι άσχετοι με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του...». Ενόψει των ανωτέρω,
από την έννοια του καταναλωτή κατά το Ν 2251/1994
πρέπει να αποκλεισθεί στην περίπτωση της τραπεζικής
1072
EY. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ
υπηρεσίας παροχής πιστώσεως τουλάχιστον το φυσικό
ή νομικό εκείνο πρόσωπο που χρηματοδοτεί τις ανάγκες
της εμπορικής και επιχειρηματικής του δράσης συνάπτοντας συμβάσεις ανοίγματος πίστωσης ή άλλες πιστωτικού
χαρακτήρα συμβάσεις»20.
20. Βλ επίσης και ΠΠρΧαν 61/2009 2009 ΕΕμπΔ 2009, 270, σύμφωνα με την οποία «Σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 1 παρ.
4 περ. α' του Ν 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή, με τον οποίο νόμο μεταφέρθηκαν στην ελληνική νομοθεσία οι ρυθμίσεις της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου
των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 5.4.1993 «σχετικά με τις
καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται
με καταναλωτές», «καταναλωτής» νοείται «κάθε φυσικό ή
νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα
ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο
κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη της». Σύμφωνα δε με το αρ. 2
παρ. β' της ως άνω Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, καταναλωτής είναι
«κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που
καλύπτει η παρούσα Οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες». Επίσης, με το αρ. 8 της Οδηγίας αυτής παρέχεται η
δυνατότητα στα κράτη - μέλη «να θεσπίζουν ή διατηρούν,
στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς την Συνθήκη, για να
εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή».
Η ευχέρεια αυτή, όμως, δεν εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη - μέλη να διευρύνουν τον κύκλο των προσώπων που ορίζονται ως καταναλωτές και στα νομικά πρόσωπα.
Αυθεντική ερμηνεία ως προς το ζήτημα αυτό γίνεται από το
ΔΕΚ στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-541/99 και C-542/99
της 22.11.2001 (βλ. ΕλλΔ 43, 551), το οποίο, σε σχετικό
προδικαστικό ζήτημα που του τέθηκε, αποφαίνεται ότι η
έννοια του “καταναλωτή”, όπως ορίζεται στο αρ. 2 στοιχ.
β' της ανωτέρω Οδηγίας, πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη αποκλειστικά στα φυσικά πρόσωπα (σκέψη 17).
Ειδικότερα, η παραπάνω απάντηση δίδεται αφού αναφέρεται ο ισχυρισμός της Γαλλικής Κυβέρνησης ότι ο παρεχόμενος από την οδηγία ορισμός του καταναλωτή δεν αποκλείει
στα εθνικά δίκαια των κρατών - μελών την δυνατότητα,
κατά τη μεταφορά της οδηγίας, να θεωρήσουν μια εταιρία ως καταναλωτή, ισχυρισμός που όμως δεν γίνεται δεκτός, καθώς επισημαίνεται από το ΔΕΚ ότι το αρ. 2, στοιχ.
β' της οδηγίας ορίζει τον “καταναλωτή” ως “κάθε φυσικό
πρόσωπο” που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής, ενώ το αρ. 2 στοιχ. γ' της οδηγίας ορίζει τον
“επαγγελματία” παραπέμποντας τόσο στα φυσικά όσο και
στα νομικά πρόσωπα (σκέψη 15) και ότι από το γράμμα
του αρ. 2 της οδηγίας προκύπτει σαφώς ότι πρόσωπο άλλο πέραν του φυσικού προσώπου, που συνάπτει σύμβαση
με επαγγελματία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καταναλωτής κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως (σκέψη 16).
Συνεπώς, αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων
του αρ. 2 του Ν 2251/1994, με τις οποίες μεταφέρθηκαν
στο εσωτερικό δίκαιο οι ρυθμίσεις της οδηγίας 93/13/
ΕΟΚ για τις καταχρηστικές ρήτρες, η έννοια του καταναλωτή, όπως αναφέρεται στο αρ. 1 παρ. 4 περ. α' του εν
λόγω Ν 2251/1994, πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικά και
υπό το φως της ως άνω Οδηγίας, ως αναφερόμενη αποκλειστικά σε φυσικά πρόσωπα και αυτά ως συμβαλλόμενα για σκοπούς άσχετους προς τις επαγγελματικές τους
δραστηριότητες, και συνεπώς όχι σε εμπόρους ή νομικά
πρόσωπα ή φυσικά πρόσωπα που συμβάλλονται με προμηθευτή σε σχέση με επαγγελματικές τους δραστηριότητες.
ΕφΑΔ 12/2015 • Έτος 8ο
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ 2.3.2.2. Κριτική προσέγγιση των
προβαλλόμενων τοποθετήσεων
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά που εμφανίζουν οι
Οδηγίες που έχουν εκδοθεί στον τομέα της προστασίας
των οικονομικών συμφερόντων του καταναλωτή είναι ότι
στην πλειοψηφία τους είναι οριζόντιου χαρακτήρα, δεν
αφορούν δηλ. τη ρύθμιση κάποιου ειδικού τομέα δραστηριότητας, αλλά εφαρμόζονται σε όλους τους τομείς
που κατά περίπτωση υπάγονται στο αντικείμενό τους21.
Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί, μάλιστα, η κρίσιμη εν προκειμένω Οδηγία 93/13/ΕΟΚ, η οποία τυγχάνει εφαρμογής, ενδεικτικά, στον τραπεζικό κλάδο, στον
ασφαλιστικό τομέα, στον τομέα της κινητής τηλεφωνίας,
αλλά και σε όλους τους τομείς που γίνεται χρήση ΓΟΣ.
Όπως ακριβώς η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ, έτσι και ο Ν
2251/1994 με τον οποίο ενσωματώθηκε η σχετική οδηγία στο ελληνικό δίκαιο καταλαμβάνει άμεσα κάθε τομέα
όπου γίνεται χρήση ΓΟΣ. Το επιχείρημα, συνεπώς, που
προβάλλεται ειδικά για τις παρεχόμενες από τα πιστωτικά ιδρύματα υπηρεσίες, ήτοι ότι το επιλεγέν από τον
Έλληνα νομοθέτη (άρθρο 1 § 4 περ. α’ του Ν 2251/1994)
κριτήριο του «τελικού αποδέκτη» της υπηρεσίας, είναι
απρόσφορο να διακρίνει εν προκειμένω τους «καταναλωτές» από τους μη «καταναλωτές», καθότι όποιος
συναλλάσσεται με ένα πιστωτικό ίδρυμα είναι εκ της
φύσεως του πράγματος «ο τελικός αποδέκτης της παρεχόμενης υπηρεσίας»22, αποτελεί περισσότερο μια de lege
ferenda αντίρρηση, παρά ένα de lege lata επιχείρημα
που μπορεί να οδηγήσει στη συστολή της έννοιας του
καταναλωτή, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 § 4 στ.
α’ του Ν 2251/1994. Καθόλα αναμενόμενα, συνεπώς, η
ΑΠ Ολ 13/2015 δέχτηκε ότι «Περαιτέρω στο πλαίσιο της
ελληνικής έννομης τάξης δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών.
Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών
συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση
Λόγω δε της υποχρέωσης για σύμφωνη προς την οδηγία
ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου και της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, ο εφαρμοστής του δικαίου, προς τον οποίο
και απευθύνεται η κοινοτική επιταγή, υποχρεούται σχετικώς
να μην εφαρμόσει το εσωτερικό δίκαιο (αποκλεισμός εφαρμογής), δηλαδή εν προκειμένω τον ευρύ ορισμό της έννοιας
του καταναλωτή του αρ. 1 παρ. 4 περ. α' Ν 2251/1994,
αλλά αποκλειστικά την στενή έννοια του καταναλωτή “ως
φυσικού προσώπου” (για το θέμα βλ. σχετικά γνωμοδότηση Λάμπρου Κοτσίρη, “Η έννοια του καταναλωτή”, ΔΕΕ
2005, 1128, και από την νομολογία βλ. ΑΠ 113/2007, ΕφΑθ
3884/2006, 8217/2006 και 5881/2006, δημοσιευμένες στην
“ΝΟΜΟΣ”)».
21. Εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα αποτελούν μερικές μόνο
νομικές πράξεις που εφαρμόζονται κατεξοχήν στο χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως η Οδηγία 2008/48/ΕΚ για την καταναλωτική πίστη, η Σύσταση 2001/193/ΕΚ για τη στεγαστική
πίστη, η Οδηγία 2002/65/ΕΚ για την εξ αποστάσεως εμπορία
χρηματοοικονομικών υπηρεσιών κλπ.
22. Βλ. ΠΠρΙωαν 206/2010, Αρμ 2012, 267 επ.
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση
της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω,
διατύπωση της διάταξης του άρθρου § 4 περ. α του Ν
2251/1994 δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου
τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου οι συνήθεις τραπεζικές
υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων
και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό αποδέκτη τους, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους».
Ένα άλλο κύριο χαρακτηριστικό της μεγάλης πλειοψηφίας των Οδηγιών στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων του καταναλωτή είναι ότι μέσω
αυτών καθιερώνεται η αρχή της ελάχιστης εναρμόνισης
ή μέτρα στοιχειώδους προστασίας, όπως αναφέρεται σε
μερικές εξ αυτών23. Η υιοθέτηση της αρχής της ελάχιστης
εναρμόνισης έχει σημαντικές επιπτώσεις στην εφαρμογή
των Οδηγιών σε εθνικό επίπεδο, καθώς αρκετά κράτη
μέλη, κατά τη μεταφορά των Οδηγιών στην έννομη τάξη
τους, τείνουν να υιοθετούν αυστηρότερες ρυθμίσεις από
τις προβλεπόμενες σε αυτές, με αποτέλεσμα το ρυθμιστικό πλαίσιο που τελικά διαμορφώνεται να διαφοροποιείται σημαντικά ανά κράτος μέλος24. Και μπορεί το
σχετικό ζήτημα να απασχολεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
εδώ και δεκαπέντε περίπου έτη25, η οποία μάλιστα στην
Ανακοίνωσή της για τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής
Ένωσης σχετικά με την πολιτική καταναλωτών 2007201326 επανήλθε στο θέμα επισημαίνοντας ότι η πολιτική
23. Β λ. ενδεικτικά Οδηγία 87/102/ΕΟΚ άρθρο 15, Οδηγία
85/577/ΕΟΚ άρθρο 8. Βλ. επίσης Γκόρτσο, Η αρχιτεκτονική για τη διασφάλιση της σταθερότητας του ευρωπαϊκού
τραπεζικού συστήματος, 2004, σ. 202. Μερική εξαίρεση
αποτελούν, για παράδειγμα, η Οδηγία 2002/65/ΕΚ για την
εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, η
Οδηγία 2002/29/ΕΚ για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και εν
μέρει η οδηγία 2008/48/ΕΚ για την καταναλωτική πίστη. Η
μερική εξαίρεση συνίσταται στο ότι στις Οδηγίες αυτές καθιερώνεται μεν η αρχή της πλήρους εναρμόνισης, όχι όμως για
το σύνολο των ρυθμίσεων ή των υπηρεσιών που εμπίπτουν
στο πεδίο εφαρμογής τους.
24. Είναι ενδεικτική η επισήμανση της Επιτροπής στην Πράσινη
Βίβλο για την προστασία των καταναλωτών (COM 2006, 744
υπό 3.2) στην Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με την οποία «Οι
υπάρχουσες Οδηγίες της ΕΕ για την προστασία των καταναλωτών, σε σύγκριση με την εθνική νομοθεσία, δεν αποτελούν ένα συνεκτικό ρυθμιστικό πλαίσιο για τις εμπορικές
πρακτικές μεταξύ των επιχειρήσεων και των καταναλωτών,
κάτι που αποτελεί βασικό στόχο της προστασίας των καταναλωτών. Αν και η εστίαση σε ορισμένους τομείς είναι
αποτελεσματική, άλλοι τομείς-κλειδιά δεν καλύπτονται από
κανόνες της Ε.Ε.».
25. Βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
στο Συμβούλιο, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή
και στην Επιτροπή των Περιφερειών «Στρατηγική για την
πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002-2006» (COM (2002),
208) υπό 3.1.2.1.
26. Ανακοίνωση της Επιτροπής (2007β) υπό 4 σ. 9 επ.
1073
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ της εφαρμογής της αρχής της ελάχιστης εναρμόνισης
ήταν μεν καθόλα αποτελεσματική την εποχή που τα δικαιώματα των καταναλωτών διέφεραν σε μεγάλο βαθμό
από ένα κράτος μέλος στο άλλο και το ηλεκτρονικό εμπόριο δεν ήταν διαδεδομένο, πλέον όμως δεν αρκεί για να
λειτουργήσει σωστά η εσωτερική αγορά, πλην όμως η
μετάβαση από την ελάχιστη στη μέγιστη εναρμόνιση κάθε
άλλο παρά αυτονόητη και ευχερής φαίνεται να είναι27.
Μια τέτοια, λοιπόν, Οδηγία ελαχίστου εναρμονίσεως28
είναι αναμφίβολα και η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ που ενδιαφέρει ειδικά εν προκειμένω. Σύμφωνα με το προοίμιο
της Οδηγίας, πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη είναι να
διατυπώσει κατώτατους (ελάχιστους) όρους προστασίας.
Όπως χαρακτηριστικά αναγράφεται (αρ. 12) «έχει σημασία εν προκειμένω να δοθεί στα κράτη η δυνατότητα,
τηρουμένης της συνθήκης, να παρέχουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας στον καταναλωτή μέσω εθνικών διατάξεων αυστηρότερων από τις διατάξεις της παρούσας
οδηγίας». Η πρόθεση αυτή του κοινοτικού νομοθέτη αποτυπώνεται, μάλιστα, ρητώς στο άρθρο 8 της Κοινοτικής
Οδηγίας σύμφωνα με το οποίο «τα κράτη μέλη μπορούν
να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από
την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη
προστασία του καταναλωτή». Με βάση, λοιπόν, την αρχή
της «ελάχιστης εναρμόνισης» τα κράτη μέλη διατηρούν το
δικαίωμα να θεσπίζουν αυστηρότερες διατάξεις για την
προστασία του καταναλωτή, ώστε η Οδηγία να αποκρυσταλλώνει μόνον τους κατώτατους όρους προστασίας29.
27. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της σχετικής δυσκολίας μετάβασης σε Οδηγίες πλήρους εναρμονίσεως αποτελεί το γεγονός ότι η νέα συγκεντρωτική Οδηγία 2011/83/ΕΕ σχετικά
«με τα δικαιώματα των καταναλωτών και την τροποποίηση
της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ», παρότι με την προηγηθείσα
Πρόταση Οδηγίας από 8.10.2008 είχε επιχειρηθεί η μετάβαση σε καθεστώς πλήρους εναρμόνισης και για τα θέματα
αντιμετώπισης των καταχρηστικών ρητρών, παρέμεινε τελικά ελάχιστης εναρμόνισης.
28. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Δέλλιος, ΓΟΣ, σ. 135, το ζήτημα αν μια Οδηγία θα είναι ελαχίστης ή πλήρους εναρμονίσεως συνέχεται (και) με την εξουσιοδοτική βάση που
επιλέγει κάθε φορά ο κοινοτικός νομοθέτης κατά τη θέσπιση
του παράγωγου κοινοτικού δικαίου. Ο κοινοτικός νομοθέτης
επιλέγει συστηματικά σε ζητήματα προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών την ενδιάμεση
εξουσιοδοτική βάση των άρθρων 95 § 3 και 153 § 3 εδ. α
ΣΕΚ (ήδη 114 § 3 και 169 § 2 εδ. α ΣΛΕΕ), η οποία συνδυάζει την επιδίωξη της εύρυθμης λειτουργίας της Εσωτερικής
Αγοράς με την προστασία των καταναλωτών και επιτρέπει
την επιλογή διαφορετικής, για κάθε ζήτημα ρύθμισης, μεθόδου εναρμόνισης. Ως εκ τούτου, σε όποιες Οδηγίες ή για
όποια ζητήματα μιας Οδηγίας δεν ορίζεται κάτι σχετικά με
την έκταση της δεσμευτικότητάς της για τα κράτη μέλη,
η γενικώς ισχύουσα «αρχή της επικουρικότητας», η οποία
κατανέμει την άσκηση αρμοδιοτήτων μεταξύ Κοινότητας και
κρατών μελών, αναδεικνύει σε υπέρτερο τον κανόνα της
ελάχιστης εναρμόνισης.
29. Βλ. ΑΠ 1219/2001 ΝΟΜΟΣ, η οποία επισημαίνει ότι «…ενόψει
του μινιμαλιστικού χαρακτήρα της διατάξεως του άρθρου
1074
EY. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ
Λόγω της διαφορετικής έννοιας του καταναλωτή στα
εθνικά δίκαια η εν λόγω κοινοτική Οδηγία εξασφαλίζει
το βασικό μόνο πεδίο προστασίας, αφήνοντας τον εθνικό
νομοθέτη ελεύθερο να επαυξήσει το βαθμό προστασίας.
Στο πλαίσιο αυτής της δυνατότητας, ρητά επιτρεπόμενης
από την Κοινοτική Οδηγία, ο Ν 2251/1994 ενσωμάτωσε
στο εθνικό δίκαιο την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ διευρύνοντας
την προστασία του καταναλωτή, θεσπίζοντας, δηλαδή,
γι’ αυτόν ευρύτερη, κατά τα υποκείμενα, προστασία.
Είναι μάλιστα, εξόχως, ενδιαφέρον το γεγονός ότι ως
προς το ζήτημα του είδους της εναρμονίσεως που απαιτεί
η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ από τις εθνικές έννομες τάξεις δεν
επήλθε τελικώς καμία μεταβολή με τη νέα συγκεντρωτική Οδηγία 2011/83/ΕΕ σχετικά «με τα δικαιώματα των
καταναλωτών και την τροποποίηση της Οδηγίας 93/13/
ΕΟΚ», παρότι με την προηγηθείσα Πρόταση Οδηγίας από
8.10.2008 είχε επιχειρηθεί η μετάβαση σε καθεστώς πλήρους εναρμόνισης και για τα θέματα αντιμετώπισης των
καταχρηστικών ρητρών.
Προσεγγίζοντας, πλέον, κανείς υπό το πρίσμα των ως
άνω επισημάνσεων τις διατυπούμενες θέσεις της ελληνικής θεωρίας αλλά και νομολογίας ιδιαίτερης επισήμανσης
χρήζουν τα εξής:
Στις περιπτώσεις των Οδηγιών ελαχίστου εναρμονίσεως
δεν αμφισβητείται η δυνατότητα διεύρυνσης του πεδίου
παροχής προστασίας εκ μέρους της εθνικής νομοθεσίας.
Αυτό που αμφισβητείται είναι τα ακριβή όρια της τυχόν
παρασχεθησόμενης διευρυμένης προστασίας. Σύμφωνα
με την αποκρουόμενη εδώ άποψη, η δυνατότητα μεγαλύτερης προστασίας του καταναλωτή γίνεται αντιληπτή από
την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ ως η επιτυγχανόμενη με διατάξεις
που παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή, υπό την έννοια όμως που αυτός ορίζεται ήδη στην
Οδηγία, και όχι με επέκταση της προστασίας και σε άλλα πρόσωπα-υποκείμενα. Η επιχειρηματολογία, ωστόσο,
αυτή δεν μπορεί να πείσει.
Ξεκινώντας από τον έλεγχο της βασιμότητας του πιο
ισχυρού, ίσως, επιχειρήματος που προβάλλεται σχετικώς, ήτοι της απόφασης του ΔΕΚ στην υπόθεση
Idealservice30, διαπιστώνει κανείς ότι οι κρίσιμες νομι-
8 της άνω Οδηγίας που επιτρέπει στα τα κράτη - μέλη να
θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την
παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς
τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία
του καταναλωτή», Περάκη, Η έννοια του «καταναλωτή» κατά το νέο νόμο 2251/1994, ΔΕΕ 1995, 33, Δωρή ΝοΒ 2004,
731 με αναφορά στο Προοίμιο της εν λόγω Οδηγίας.
30. Η απόφαση του ΔΕΚ στην εν λόγω υπόθεση αποτελεί τη
μοναδική απόφαση του ΔΕΚ για την έννοια του καταναλωτή
στην Οδηγία 93/13/ΕΟΚ. Στην κριθείσα υπόθεση οι εταιρίες
Cape και OMAI άσκησαν ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής
που εκδόθηκε σε βάρος τους από τις εταιρίες Idealservice
MN RE Sas και Idealservice Srl υποστηρίζοντας ότι η ρήτρα
απονομής αρμοδιότητας την οποία περιέχουν οι συμβάσεις
που συνήψαν με τις καθ ών η ανακοπή είναι καταχρηστική
κατά την έννοια του άρθρου 1469 bis, αρ. 19 του ιταλικού
ΕφΑΔ 12/2015 • Έτος 8ο
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ κές παράμετροι, όπως τουλάχιστον παρατίθενται στη
σχετική επιχειρηματολογία, δεν αποδίδουν πλήρως τη
νομική προβληματική που αντιμετώπισε το ΔΕΚ στην
εν λόγω υπόθεση. Ειδικότερα, το ΔΕΚ δεν κλήθηκε να
αποφανθεί, όπως τουλάχιστον δίνεται η εντύπωση, επί
μίας περίπτωσης όπου το εθνικό δίκαιο έχει διευρύνει τη
στενή έννοια του «καταναλωτή», κατ` άρθρο 2 § β` της
Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, προκειμένου αυτή να περιλαμβάνει
και τα νομικά πρόσωπα, ώστε να κρίνει, τελικώς, αν
πράγματι η σχετική εθνική διάταξη αντίκειται ή όχι στην
Οδηγία. Όπως προκύπτει από την ίδια την απόφαση του
ΔΕΚ (σκέψη 8) «Το αιτούν (ιταλικό δικαστήριο) διαπιστώνει ότι η αρμοδιότητά του προς εκδίκαση των δύο ενώπιόν του εκκρεμών διαφορών εξαρτάται από την ερμηνεία
των παραπάνω διατάξεων του Αστικού Κώδικα, οι οποίες
συνιστούν «πιστή μεταφορά» της Οδηγίας. Ειδικότερα
οι έννοιες του «καταναλωτή» και του «επαγγελματία»
τις οποίες χρησιμοποιεί το άρθρο 1469 bis του Αστικού
Κώδικα, αποτελούν κατά γράμμα αντιγραφή των ορισμών
του άρθρου 2 της Οδηγίας31». Προκύπτει, λοιπόν, πέραν
πάσης αμφιβολίας ότι η εθνική διάταξη που οριοθετούσε
την έννοια του «καταναλωτή», ως πιστή μεταφορά του
σχετικού ορισμού του «καταναλωτή» κατ' άρθρο 2 § β' της
Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, δεν παρείχε τη παραμικρή αφορμή
στο ΔΕΚ για να κρίνει κατά πόσο είναι σύννομο ή όχι ο
εθνικός νομοθέτης να διευρύνει την κατ' άρθρο 2 § β'
της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ στενή έννοια του «καταναλωτή».
Το ΔΕΚ, συνεπώς, με τη σχετική του απόφαση ερμήνευσε αυθεντικά την έννοια «καταναλωτή» κατ' άρθρο 2 §
β' της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ κρίνοντας ότι «Η έννοια του
“καταναλωτή” όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο β’
της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές,
πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη αποκλειστικά στα
φυσικά πρόσωπα». Τίποτα παραπάνω32.
Το συμπέρασμα, συνεπώς, που συνάγει ο Κοτσίρης33 ως,
δήθεν, νομικά αυτονόητο από τη σχετική απόφαση του
Αστικού Κώδικα και, συνεπώς, δεν μπορεί ν αντιταχθεί έναντι αυτών. Βλ. ΔΕΚ C-541, σκέψη 7.
31. ΔΕΚ C-541, 541- 2/99.
32. Ό πως εύστοχα επισημαίνει ο Δέλλιος, ΓΟΣ, σ. 136
«Χαρακτηριστικό είναι ότι οι αποφάσεις του ΔΕΚ που ερμηνεύουν τον ορισμό του καταναλωτή σε κοινοτικές Οδηγίες (μεταξύ των οποίαν και στην Οδηγία 93/13/ΕΟΚ -Idealservice)
δεν αποφαίνονται ότι απαγορεύεται στον εθνικό δικαστή να
εφαρμόσει τον τυχόν ευρύτερο ορισμό του εσωτερικού δικαίου της χώρας του, αλλά ότι η αληθής έννοια του στενού
ορισμού της κοινοτικής Οδηγίας δεν υποχρεώνει τον εθνικό
δικαστή που αντιμετωπίζει ένα παρόμοιο στενό ορισμό στην
εθνική του νομοθεσία να τον ερμηνεύσει διασταλτικά και
να επεκτείνει την παροχή προστασίας σε πρόσωπα που δεν
καταλαμβάνονται ρητά από το κοινοτικό δίκαιο». Και αντίστροφα: Σε περίπτωση που η εθνική ρύθμιση υπερκαλύπτει
το ελάχιστο κοινοτικό όριο δεν μπορούν να αποκλεισθούν
ούτε και συσταλτικές ερμηνευτικές παρεμβάσεις του εθνικού
δικαστή σ’ αυτήν, υπό τον όρο βέβαια ότι δεν θα κινούνται
κάτω από το επίπεδο της ελάχιστης εναρμόνισης.
33. Βλ. Κοτσίρη ΔΕΕ 2005, 1130.
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΔΕΚ, ήτοι ότι ενόψει αυτής «Η έννοια του καταναλωτή,
όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 § 4 § α’ του Ν 2251/1994
πρέπει να ερμηνευθεί, σε σχέση με την εφαρμογή των
διατάξεων του άρθρου 2 Ν 2251/1994 με τις οποίες μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο οι ρυθμίσεις της Οδηγίας
93/13/ΕΟΚ για τις καταχρηστικές ρήτρες συσταλτικά,
ως αναφερόμενη αποκλειστικά σε φυσικά πρόσωπα και
αυτά ως συμβαλλόμενα για σκοπούς άσχετους προς τις
επαγγελματικές τους δραστηριότητες, και συνεπώς όχι
σε εμπόρους ή νομικά πρόσωπα ή φυσικά πρόσωπα που
συμβάλλονται με προμηθευτή σε σχέση με επαγγελματικές τους δραστηριότητες», δεν δικαιολογείται σε καμία
περίπτωση ούτε από την ίδια την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ,
ούτε βέβαια από την ως άνω απόφαση του ΔΕΚ.
Δεν υφίσταται, κατά τον γράφοντα, αμφιβολία ότι σε όσα
ζητήματα Κοινοτικών Οδηγιών προβλέπεται η ελάχιστη
εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών, ούτε η θέσπιση
των σχετικών Οδηγιών εμποδίζει διευρύνσεις του πεδίου
παροχής προστασίας εκ μέρους της εθνικής νομοθεσίας,
ούτε, κατ’ επέκταση, η ερμηνεία τους από το ΔΕΚ αίρει
τη δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να ερμηνεύουν
διασταλτικά το δίκαιο της χώρας τους, πολύ δε περισσότερο να εφαρμόζουν το εσωτερικό δίκαιο όταν περιέχει
ευρύτερους ορισμούς από το κοινοτικό34.
Η θέση αυτή βρίσκει πλήρη επιβεβαίωση στην απόφαση
που εξέδωσε το ΔΕΚ στην υπόθεση C-361/89 (Di Pinto).
Με την απόφασή του αυτή το ΔΕΚ, εφαρμόζοντας την
Οδηγία 85/577/ΕΟΚ για την προστασία καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος, η οποία ορίζει τον «καταναλωτή» με την ίδια στενή
έννοια που προβλέπει και η αφορώσα στις καταχρηστικές
ρήτρες Οδηγία 93/13/ΕΟΚ (φυσικό πρόσωπο το οποίο
επιδιώκει με τη σύμβαση την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών), έκρινε ότι η εν λόγω Οδηγία δεν
εμποδίζει τον εθνικό νομοθέτη να επεκτείνει την προστασία της Οδηγίας και στον έμπορο. Συγκεκριμένα το ΔΕΚ
έκρινε ότι «Σκέψη 20. Με το δεύτερο ερώτημά του ερωτάται κατ’ ουσίαν αν η προαναφερθείσα Οδηγία (85/577/
ΕΟΚ) εμποδίζει μια εθνική νομοθεσία περί κατ’ οίκον
πωλήσεων να επεκτείνει την προστασία που θεσπίζει σε
εμπόρους, όταν αυτοί δικαιοπρακτούν με σκοπό την πώληση της επιχειρήσεώς τους. Σκέψη 21. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι κατά το άρθρο 8 η Οδηγία «δεν εμποδίζει
τα κράτη-μέλη να θεσπίζουν ή διατηρούν σε ισχύ ευνοϊκότερες διατάξεις για την προστασία των καταναλωτών
στο πεδίο που καλύπτει η παρούσα Οδηγία». Σκέψη 22.
Η διάταξη αυτή καθορίζει την ελευθερία που διαθέτουν τα
κράτη μέλη στον τομέα που καλύπτει η Οδηγία, δηλαδή
στην προστασία των καταναλωτών. Δεν μπορεί επομένως
να ερμηνευθεί ως απαγορεύουσα τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα σε τομέα τον οποίο η Οδηγία δεν φορά, όπως
είναι ο τομέας της προστασίας των εμπόρων. Σκέψη 23.
34. Βλ. Δέλλιο, ΓΟΣ, σ. 135, Βαλτούδη, Η επίδραση των κοινοτικών Οδηγιών στην ερμηνεία του εθνικού δικαίου, ΕλλΔνη
1999, 750.
1075
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ Κατά συνέπεια το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει
να δοθεί η απάντηση ότι δεν αντιβαίνει στην Οδηγία εθνική νομοθεσία η οποία επεκτείνει την παρεχόμενη από την
Οδηγία προστασία και στους εμπόρους».
Ορθώς λοιπόν η ΑΠ Ολ 13/2015 δέχεται, έστω και αν δεν
αναφέρεται ρητώς στην νομολογία του ΔΕΚ και ειδικότερα στην απόφαση Di Pinto (ή ενδεχομένως σε κάποια
μεταγενέστερη), ότι «Έτσι από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε έναν στενότερο ορισμό του καταναλωτή στην παραπάνω, ελαχίστης εναρμόνισης, Οδηγία
(93/13/ΕΟΚ) δεν παραμερίζεται ο ευρύτερος ορισμός της
εγχώριας ρύθμισης, αφού πρόθεση (του κοινοτικού νομοθέτη) ήταν να διατυπώσει με τη συγκεκριμένη οδηγία
κατώτατους (ελάχιστους) όρους προστασίας»35.
35. Ομοίως, κατ’ αποτέλεσμα, ΑΠ 1001/2010 ΝοΒ 2010, 2275.
Βλ. επίσης και ΕφΠειρ 72/2011, ΔΕΕ 2011, 701 σύμφωνα
με την οποία «Η κοινοτική Οδηγία 93/13/ΕΟΚ «σχετικά με
τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται
με καταναλωτές» ορίζει ως (προστατευόμενο) καταναλωτή μόνο το φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί μάλιστα για μη
επαγγελματικές ανάγκες. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας αυτής
στο εθνικό μας δίκαιο έγινε με το Ν 2251/1994, πλην όμως
με τη διάταξη της § 4α' του άρθρου 1 αυτού διευρύνθηκε η
έννοια του καταναλωτή, ώστε σε αυτή να εμπίπτουν και τα
νομικά πρόσωπα, που είναι τελικοί αποδέκτες των προσφερομένων στην αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών. Η εν λόγω
ρύθμιση του εθνικού μας νομοθέτη (που επαναλήφθηκε και
στο μεταγενέστερο τροποποιητικό Ν 3587/2007) είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο, το οποίο άλλωστε στο άρθρο 8
της ως άνω Οδηγίας προβλέπει τη δυνατότητα των κρατώνμελών για επέκταση της προστασίας της (Οδηγίας), ώστε
να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή.
Συνεπώς στο θεμιτώς και εγκύρως (υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου) διευρυμένο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής
του Ν 2251/1994 συγκαταλέγεται και το νομικό πρόσωπο,
εφόσον είναι τελικός αποδέκτης των υπηρεσιών-προϊόντων
αδιαφόρως αν αυτά (υπηρεσίες ή προϊόντα) προορίζονται
για προσωπική ή επαγγελματική χρήση», ΕφΑθ 4788/2008
ΕΕμπΔ 2009, 835 επ. σύμφωνα με την οποία «Περαιτέρω,
κατά το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. α' του Ν 2251/1994, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο
προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται
στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή
υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους».
Η συμπερίληψη των νομικών προσώπων υπό τη σκέπη του
νόμου, μαζί με τα φυσικά πρόσωπα, εφόσον αποτελούν τον
τελικό αποδέκτη προϊόντων ή υπηρεσιών, αποτελεί ευνοϊκότερη ρύθμιση από τον εθνικό νομοθέτη, αποκλίνοντας
σ' αυτό το σημείο από τις οδηγίες της ΕΟΚ, οι οποίες αναφέρονται σε καταναλωτή φυσικό πρόσωπο (85 /577/ΕΟΚ
για τις συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος, 93/13/
ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων
και 87/102/ ΕΟΚ για την καταναλωτική πίστη, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 90/88/ΕΟΚ), με τις οποίες όμως
επιτρέπεται η εκ μέρους των εθνικών νομοθετών υιοθέτηση
ευνοϊκότερων ρυθμίσεων για τον καταναλωτή (βλ και «Η
προστασία του καταναλωτή στη σύμβαση εκτός εμπορικού
καταστήματος», Ξένη Σκορίνη - Παπαρρηγοπούλου, σελ.
79-80 επ.). Εξάλλου, δεν θα πρέπει να αποκλείεται ο χαρακτηρισμός ως καταναλωτών ακόμη και ενώσεων χωρίς
νομική προσωπικότητα (Γ. Καράκωστας, «Η προστασία του
καταναλωτή», σελ. 50 και 70)». Βλ. για το εν γένει ζήτημα
σχόλια Χ. Γιαννόπουλου υπό την ΠΠρΧαν 61/2009 ΕΕμπΔ
1076
EY. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ
Συμπέρασμα: Δεν καταλείπεται, φρονώ, οιαδήποτε αμφιβολία ότι η ευρεία διατύπωση της διάταξης του άρθρου
1 § 4 στ. α’ του Ν 2251/1994 καταλαμβάνει και τις υπηρεσίες που παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα προς τους
πελάτες τους. Το ίδιο, άλλωστε, συμβαίνει και με την ίδια
την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ. Η τελευταία μάλιστα, ως ελαχίστου εναρμονίσεως, δεν δημιουργεί το παραμικρό ζήτημα
συμβατότητας στην καθ’ υποκείμενα διεύρυνση από τον
Ελληνα νομοθέτη της προστασίας που παρέχει η Οδηγία,
ώστε στην έννοια του προστατευτέου «καταναλωτή» να
εμπίπτει ακόμη και ο έμπορος ή ο επαγγελματίας που
είναι στη συγκεκριμένη συναλλαγή τελικός αποδέκτης
της παροχής του προμηθευτή, ανεξάρτητα αν η εν λόγω
παροχή ικανοποιεί επαγγελματικές ή μη ανάγκες.
2.3.3. Η στενή έννοια του «καταναλωτή»
στο δικονομικό διεθνές δίκαιο της ΕΕ
2.3.3.1. Η νομολογία του ΔικΕΕ ως προς την
έννοια του «καταναλωτή»
Ειδικές βάσεις δικαιοδοσίας αναφορικά με συμβάσεις,
όπου εμπλέκονται καταναλωτές, εντοπίζονται τόσο στον
Κανονισμό 44/200136 (βλ. αρ. 15 έως 17), όσο και στον
διάδοχο Κανονισμό 1215/2012 (άρ. 17 έως 19, εφεξής:
Καν. Βρυξέλλες Ια),37 ο οποίος ισχύει από την 10.1.2015.
Σύμφωνα με τον ορισμό του αρ. 15 παρ. 1 εδ. α’ Καν.
Βρυξέλλες Ια, «καταναλωτής» θεωρείται το πρόσωπο που
καταρτίζει συμβάσεις για σκοπό που μπορεί να θεωρηθεί
ξένος προς την επαγγελματική του δραστηριότητα. Παρά
το γεγονός ότι η γραμματική διατύπωση της διάταξης θα
μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το μοναδικό
κριτήριο για τη διαπίστωση της ιδιότητας του καταναλωτή αποτελεί ο σκοπός της επίδικης σύμβασης και δη
η σχέση αυτού προς την επαγγελματική του δραστηριότητα, το ΔικΕΕ έχει προσδιορίσει ειδικότερα τα κριτήρια
βάσει των οποίων είναι δυνατόν ένα πρόσωπο να χαρακτηριστεί καταναλωτής.
Προκαταρκτικά υπογραμμίζεται ότι ο εν λόγω ορισμός
δεν αφίσταται – τουλάχιστον ουσιωδώς – εκείνου που
προβλέπεται από σειρά έτερων ενωσιακών νομοθετημά-
2009, 270). Είναι μάλιστα αξιοπρόσεκτο ότι η ΕλΣ 155/2008
(ΝΟΜΟΣ) αναγνωρίζει ως «καταναλωτές» και ΝΠΔΔ. Από
την ελληνική θεωρία βλ. ενδεικτικά Δωρή ΝοΒ 2004, 730
επ. σύμφωνα με τον οποίο «Ο κοινοτικός νομοθέτης δεν
έχει εξουσία να αποστερεί τον εσωτερικό νομοθέτη από το
δικαίωμά του να θεσπίζει κανόνες με τους οποίους να παρέχει όμοια ή μεγαλύτερη (σε σχέση με το κοινοτικό δίκαιο
προστασία) και σε άλλα πρόσωπα, μη εμπίπτοντα στη ρύθμιση του κοινοτικού δικαίου».
36. Της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την
αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και
εμπορικές υποθέσεις, ΕΕ L 12 (16.1.2001) 1.
37. Της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την
αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και
εμπορικές υποθέσεις, ΕΕ L 351 (20.12.2012) 1.
ΕφΑΔ 12/2015 • Έτος 8ο
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ των38, όπως το αρ. 2 στοιχ. α’ Οδ. 2005/29/ΕΚ39 (βλ.
και αρ. 9α στοιχ. α’ Ν 2251/1994), το αρ. 2 στοιχ. β’ Οδ.
93/13/ΕΟΚ40, το αρ. 1 παρ. 2 στοιχ. α’ Οδ. 1999/44/
ΕΚ41, το αρ. 4 περ. 11 Οδ. 2007/64/ΕΚ42, το αρ. 2 περ.
1 Οδ. 2011/83/ΕΕ43, το αρ. 3 στοιχ. α’ Οδ. 2008/48/
ΕΚ44, το αρ. 4 περ. 1 Οδ. 2014/17/EE45 ή το αρ. 2 στοιχ.
δ’ Οδ. 2002/65/ΕΚ. Η ιδιαιτερότητα του Καν. Βρυξέλλες
Ια έγκειται στο γεγονός ότι οι διατάξεις του έχουν το
χαρακτήρα πλήρους εναρμόνισης, με αποτέλεσμα να
αποκλείεται η επιλογή αυστηρότερης ή ευμενέστερης
ερμηνευτικής εκδοχής, η οποία δύναται να επεκτείνει ή
να περιορίσει το ratione personae πεδίο εφαρμογής της
υπό εξέταση δικαιοδοτικής βάσης.46
Ενόψει τούτων, το ΔΕΚ έχει επιδείξει ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα αναφορικά με την αποδοχής κάποιας ερμηνευτικής εκδοχής, η οποία αποκλίνει ουσιωδώς από
το γράμμα των εν λόγω ενωσιακής προέλευσης διατάξε-
38. Αναλυτικά επί της θεματικής, βλ. Χ. Λιβαδά, Η έννοια του
προστατευτέου καταναλωτή σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ΔΕΕ 2005, 1137.
39. Της 11ης Μαΐου 2005 για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές
των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της Οδηγίας 84/450/
ΕΟΚ του Συμβουλίου, των Οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/
ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ΕΕ L 149
(11.6.2005) 22.
40. Της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες
των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, ΕΕ L 95
(21.4.1993) 29.
41. Της 25ης Μαΐου 1999 σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών, EE L
171 (7.7.1999) 12.
42. Της 13ης Νοεμβρίου 2007 για τις υπηρεσίες πληρωμών στην
εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των Οδηγιών 97/7/ΕΚ,
2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της Οδηγίας 97/5/ΕΚ, ΕΕ L 319 (5.12.2007) 1.
43. Της 25ης Οκτωβρίου 2011 σχετικά με τα δικαιώματα των
καταναλωτών, την τροποποίηση της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του
Συμβουλίου και της Οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της
Οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της Οδηγίας 97/7/
ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ΕΕ L
304 (22.11.2011) 64.
44. Τ ης 23 ης Απριλίου για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της Οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του
Συμβουλίου, ΕΕ 133 (22.5.2008) 66.
45. Της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των Οδηγιών 2008/48/ΕΚ και
2013/36/EE και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ΕΕ
L 60 (28.2.2014) 34.
46. Έ τσι στο πλαίσιο της Οδ. 85/577/ΕΟΚ, ΔΕΚ, Απόφ. της
14.3.1991, υπόθ. C-361/89 P. Di Pinto, Συλλ. 1991, Ι-1189,
σκ. 20-3. Πρβλ. και ΔΕΚ, Απόφ. της 3.6.2010, υπόθ.
C-484/08 Caja de Ahorros, Συλλ. 2010, Ι-4785, σκ. 28 επ.
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ων.47 Εξάλλου, το Δικαστήριο48 αναγνωρίζει παγίως και
κατηγορηματικά ότι η έννοια του καταναλωτή συναρτάται με τη θέση του εν λόγω προσώπου σε συγκεκριμένη
σύμβαση και σχετίζεται με τη φύση και τον σκοπό της,
αλλά όχι με την υποκειμενική κατάσταση του ιδίου. Ως εκ
τούτου, το ίδιο πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί καταναλωτής στο πλαίσιο ορισμένων οικονομικών πράξεων και ως
επιχειρηματίας στο πλαίσιο άλλων οικονομικών πράξεων, αφού μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται έξω και
ανεξάρτητα από κάθε επαγγελματική δραστηριότητα με
μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση ιδίων καταναλωτικών
αναγκών εμπίπτουν στο ειδικό καθεστώς προστασίας του
καταναλωτή, ενώ η προστασία αυτή δεν δικαιολογείται
όταν πρόκειται για σύμβαση η οποία έχει ως σκοπό μια
επαγγελματική δραστηριότητα.
Ομοίως, το Δικαστήριο δεν έκανε δεκτή την ιδιότητα του
καταναλωτή, εφόσον φυσικό πρόσωπο με στενούς επαγγελματικούς δεσμούς με εταιρία, όπως είναι η διαχείρισή
της ή η πλειοψηφική συμμετοχή σε αυτήν, τριτεγγυάται
γραμμάτιο σε διαταγή που εκδόθηκε ως εγγύηση των
υποχρεώσεων που η εταιρία αυτή έχει βάσει συμβάσεως
σχετικά με τη χορήγηση πιστώσεως.49 Επί συμβάσεων με
αντικείμενο αγαθά που προορίζονται εν μέρει για επαγγελματική χρήση και εν μέρει για χρήση ξένη προς αυτήν
αποκλείεται η επίκληση της ιδιότητας του αντισυμβαλλομένου ως καταναλωτή, εκτός εάν ενόψει του συνόλου
των κρίσιμων πραγματικών περιστάσεων η επαγγελματική χρήση είναι περιθωριακή μέχρι του σημείου να έχει
αμελητέο ρόλο στο όλο πλαίσιο της σχετικής οικονομικής
συναλλαγής.50
2.3.3.2. Οι προβαλλόμενες υπέρ μιας
σύμφωνης με την ως άνω νομολογία
του ΔΕΚ τοποθετήσεις
Ένα από τα επιχειρήματα που προβάλλονται υπέρ της
ανάγκης συσταλτικής ερμηνείας της έννοιας του «καταναλωτή» κατ’ άρθρο 1 § 4 στ. α’ του Ν 2251/1994 είναι
η συσταλτική ερμηνεία που επιφυλάσσει το ΔΕΚ στην
έννοια του καταναλωτή στο πλαίσιο της Σύμβασης των
Βρυξελλών, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα.
Ήδη η Αλεξανδρίδου προειδοποιούσε από το 1996 ότι «η
διευρυμένη έννοια του καταναλωτή που καθιερώνει ο Ν
2251 θα δημιουργήσει προβλήματα κατά την εφαρμογή της
Σύμβασης των Βρυξελλών (1968) για την αναγνώριση και
εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων (βλ. άρθρο 13) και της
47. Δ ΕΚ, Απόφ. της 30.5.2013, υπόθ. C-488/11 D.F. Asbeek
Brusse, αδημ., σκ. 25-30· ΔΕΚ, Απόφ. της 14.3.2013, υπόθ.
C‑419/11 Česká spořitelna κατά G. Feichter, αδημ., σκ. 34·
ΔΕΚ, Απόφ. P. Di Pinto, σκ. 17-9.
48. ΔΕΚ, Απόφ. της 20.1.2005, υπόθ. C-464/01 J. Gruber κατά Bay Wa, Συλλ. 2005, Ι- 439, σκ. 36· ΔΕΚ, Απόφ. της
3.7.1997, υπόθ. C-269/95 F. Benincasa, Συλλ. 1997, Ι-3767,
σκ. 16.
49. ΔΕΚ, Απόφ. Česká spořitelna κατά G. Feichter, σκ. 35-40.
50. ΔΕΚ, Απόφ. J. Gruber κατά Bay Wa, σκ. 38 επ.
1077
EY. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ Σύμβασης της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (βλ. άρθρο 5) που προσδιορίζουν ως καταναλωτή τον προμηθευόμενο κινητά ή υπηρεσίες για σκοπό
ξένο προς την επαγγελματική τους δραστηριότητα»51.
Πιο ασαφής είναι η επίδραση που ασκεί η νομολογία του
ΔΕΚ κατά την εφαρμογή ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κοινοτικών νομοθετημάτων στην ΕφΑθ 1309/201252, η οποία
μάλιστα επαναλαμβάνεται, σχεδόν αντιγραμμένη, σε
σειρά αποφάσεων δικαστηρίων της ουσίας53. Σύμφωνα
λοιπόν με την ΕφΑθ 1309/2012 «Εξάλλου, σύμφωνα με
το άρθρο 1 § 4 στοιχ. α' Ν 2251/1994, καταναλωτής είναι
κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται
στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή
υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους.
Ωστόσο, η παραπάνω υπερβολικά ευρεία απόδοση της
έννοιας του καταναλωτή οδήγησε στην ανάγκη ερμηνείας
αυτής, τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία
του ΔΕΚ αλλά και των εθνικών δικαστηρίων, θεωρώντας
ότι επικρατέστερος γενικός ορισμός του καταναλωτή,
του αντισυμβαλλομένου κάθε προμηθευτή, ανεξαρτήτως των παρεχομένων προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι το
πρόσωπο που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς
σκοπούς, διότι στο πλαίσιο των συναλλαγών αυτών δεν
έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και εν γένει
την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα που έχει ο προμηθευτής, γεγονός που
δικαιολογεί την προστασία του από το νόμο. …Η ηθελημένη από τις διατάξεις αυτές ιδιαίτερη προστασία δεν
δικαιολογείται στην περίπτωση συμβάσεων που έχουν ως
σκοπό την επαγγελματική δραστηριότητα. Έτσι, και στις
αποφάσεις του ΔΕΚ κοινό χαρακτηριστικό και εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή αποτελεί η μη
ικανοποίηση επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της
σύμβασης και όχι η ιδιότητα του συμβαλλόμενου λήπτη
των υπηρεσιών ως εμπόρου ή ελεύθερου επαγγελματία
και, συνεπώς, ο όρος καταναλωτής περιλαμβάνει και
εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον αυτοί
συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες.
Μόνο όταν οι επιχειρούμενες από τους τελευταίους συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικά με την άσκηση του
επαγγέλματος τους, δεν τίθεται θέμα προστασίας τους με
τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις….Προς απόδειξη θα πρέπει
να λαμβάνεται υπόψη η θέση του προσώπου σε συγκεκριμένη σύμβαση, σε σχέση με τη φύση και τον σκοπό
αυτής και όχι η υποκειμενική κατάσταση του ιδίου αυτού
προσώπου. Έτσι, ένα και το αυτό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ως καταναλωτής στο πλαίσιο ορισμένων πράξεων
και ως επιχειρηματίας στο πλαίσιο άλλων πράξεων. Από
τα παραπάνω προκύπτει, ότι δεν προστατεύεται κάθε
ασθενέστερος συναλλασσόμενος αλλά μόνο εκείνος που
συνάπτει την επίμαχη σύμβαση εκτός του πλαισίου των
επαγγελματικών του σχέσεων. Για τη διαπίστωση της
συνδρομής της ανωτέρω προϋπόθεσης δεν έχει σημασία
η υποκειμενική του κατάσταση (αν λ.χ. το επάγγελμα
του είναι άσχετο ή σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση), αλλά αν μπορεί να θεωρηθεί, κατ` αντικειμενική
κρίση, ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης
συναλλαγής. Κατά συνέπεια, ο αγοραστής τραπεζικών
προϊόντων ή ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών δεν
μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων καταναλωτής,
αποκλειστικά λόγω του γεγονότος ότι είναι αντισυμβαλλόμενος Τράπεζας. Η επίκληση και υπαγωγή στο
προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του
καταναλωτικού δικαίου ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι με
γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική
επιφάνεια ασχολούνται συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αποβαίνει καταχρηστική, καθώς οι ανωτέρω συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν
κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν
είναι απαραίτητα το αδύνατο μέρος της συγκεκριμένης
συναλλαγής. Κατά συνέπεια, μόνο οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εμπίπτουν στις
διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικώς ασθενέστερο μέρος (…ΔΕΚ υποθ.
C-269/1995 ΕλλΔνη 39. 238/πρόκειται για την υπόθεση
υπόθεση Benincasa/Dentalkit)».
51. Βλ. Ελ. Αλεξανδρίδου Αρμ 1996, 291.
Τέλος αξίζει να αναφερθεί και το σκεπτικό που διαλαμβάνει η ΠΠρΙωαν 206/2010 54 προς ενίσχυση της επιχειρηματολογίας της υπέρ της ανάγκης συσταλτικής
Η επιχειρηματολογία αυτή βρήκε ιδιαίτερη απήχηση κυρίως στη νομολογία. Ήδη η ΑΠ 904/2011, η οποία αναφέρθηκε ανωτέρω, συμπληρώνει/ενισχύει τη σχετική
επιχειρηματολογία της υπέρ της ανάγκης συσταλτικής
ερμηνείας της έννοιας του «καταναλωτή» κατ’ άρθρο
1 § 4 στ. α’ του Ν 2251/1994 με το εξής σκεπτικό «Ως
προς την έννοια του καταναλωτή, εκτός της αναφοράς
που γίνεται στην ανωτέρω οδηγία (93/13/ΕΟΚ), κατά
την νομολογία του ΔΕΚ, η οποία είναι δεσμευτική για
τα Κράτη μέλη, υπό τη μορφή της αυθεντικής ερμηνείας
(Πρωτόκολλο της 3-6-1971, κυρωθέν με το Ν 1814/1988
- ΑΠ Ολ 1738/2009), ως σύμβαση καταναλωτή θεωρείται
μόνον εκείνη που αποβλέπει στην κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εκτός
του πλαισίου των επαγγελματικών ή εμπορικών του δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα επί της υπόθεσης 269/1995
(εννοεί προφανώς την υπόθεση Benincasa/Dentalkit) το
ΔΕΚ αποφάνθηκε ως προς την ερμηνεία του άρθρου 13
της σύμβασης των Βρυξελλών ότι “μόνον οι συμβάσεις
που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών
αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εμπίπτουν στις
διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή ως οικονομικώς ασθενέστερο μέρος”».
52. ΕφΑθ 1309/2012 ΕλλΔνη 2012, 818.
53. Β λ. ενδεικτικά ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012, 676, ΕφΘεσ
312/2012 ΕλλΔνη 2012, 1376, ΕφΛαρ 806/2010 ΕπισκΕΔ
2011, 461, ΠΠρΧαν 61/2009 ΕΕμπΔ 2009, 270.
1078
54. ΠΠρΙωαν 206/2010 Αρμ 2012, 267.
ΕφΑΔ 12/2015 • Έτος 8ο
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ερμηνείας της έννοιας του «καταναλωτή» κατ’ άρθρο 1
§ 4 στ. α’ του Ν 2251/1994. Σύμφωνα λοιπόν με την εν
λόγω απόφαση «Το ΔΕΚ, μάλιστα, που με την ερμηνεία
των οικείων κανόνων δίδει τον προεξάρχοντα βηματισμό στην ερμηνεία των σχετικών κοινοτικής προέλευσης
διατάξεων, έχει αρνηθεί να προσδώσει ευρύτερες διαστάσεις στην έννοια του καταναλωτή από την ανωτέρω
ήδη μνημονευθείσα. Στην από 20.01.2005 απόφαση του,
μάλιστα, (υπόθεση C-464/2001, ΣυλλΝομ 2005,1 00439 Johann Gruber v Bay Wa AG) υιοθέτησε μία εξόχως στενή
ερμηνεία της έννοιας του καταναλωτή, αφού απέκλεισε
την έννοια του καταναλωτή ακόμα και στην περίπτωση
που η σχετική με αγαθά σύμβαση, που έχει συνάψει ένα
πρόσωπο, προορίζονται εν μέρει για ιδιωτική χρήση και
εν μέρει για επαγγελματική. Στην υπ' αριθμ. 39 σκέψη
του εκφέρει δε την κρίση ότι η έννοια του καταναλωτή
στις περιπτώσεις αυτές είναι δυνατόν να καταφαθεί, μόνον εφόσον η επαγγελματική χρήση είναι περιθωριακή
και δη μέχρι σημείου, ώστε να παίζει αμελητέο ρόλο στο
σύνολο της δικαιοπραξίας, αδιάφορου όντως του αν κατά
τα λοιπά προέχει ο σκοπός ιδιωτικής χρήσης. Μέσα στο
ανωτέρω πλαίσιο, συνεπώς, παρίσταται εύλογη η διατυπωθείσα στη θεωρία θέση, που βρήκε απήχηση εν τινι
μέτρω και στη νομολογία».
2.3.3.3. Κριτική προσέγγιση των
προβαλλόμενων τοποθετήσεων
Η απόπειρα άντλησης συμπερασμάτων/επιχειρημάτων
σχετικά με την προκριτέα έννοια του «καταναλωτή» κατ’
άρθρο 1 § 4 στ. α’ του Ν 2251/1994 από τις διάφορες
αποφάσεις που εκδίδει το ΔΕΚ ερμηνεύοντας ιδιωτικού
διεθνούς δικαίου κοινοτικά νομοθετήματα είναι μεθοδολογικά προβληματική. Ο αυτόνομος και αυστηρά
ενοποιητικός χαρακτήρας των διατάξεων των εν λόγω
νομοθετημάτων, ως κανόνων άμεσης εφαρμογής και
δεσμευτικής/αποκλειστικής ισχύος, περιορίζει την εμβέλεια της ερμηνείας τους αυστηρά μέσα στα όρια του
υποκειμενικού και αντικειμενικού πεδίου εφαρμογής
τους. Ενόψει αυτού η απόπειρα μεταφοράς ερμηνευτικών
συμπερασμάτων από τον ιδιωτικού δικαίου έλεγχο των
όρων αυτών στον έλεγχο των ΓΟΣ κατά το ουσιαστικό
εθνικό δίκαιο δεν συνιστά ούτε πρόσφορο, κυρίως όμως
ούτε επιτρεπτό μέσο για την αντιμετώπιση ερμηνευτικών
ζητημάτων σχετικά με το εύρος της εθνικής έννοιας του
«καταναλωτή», τη στιγμή μάλιστα που ο Έλληνας νομοθέτης έχει εκ προοιμίου τοποθετηθεί επ’ αυτού με σαφώς
αποκλίνουσα θέση. Το absurdum στο οποίο οδηγεί η σχετική επιχειρηματολογία γίνεται εμφανές αν αναλογιστεί
κανείς το εξής: Αν η ερμηνεία που επεφύλασσε το ΔΕΚ
στην έννοια του «καταναλωτή» κατά τα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κοινοτικά νομοθετήματα ήταν δεσμευτική
για το εύρος της έννοιας του «καταναλωτή» στα εθνικά
ουσιαστικά δίκαια, τότε αυτομάτως αυτή θα ακύρωνε τον
χαρακτήρα των περισσότερων Οδηγιών στο τομέα της
προστασίας των οικονομικών συμφερόντων του καταναλωτή ως ελαχίστου εναρμονίσεως μετατρέποντάς τες
σε πλήρους εναρμονίσεως. Υπό μια τέτοια εκδοχή αποφάσεις, όπως αυτή του ΔΕΚ στην υπόθεση Di Pinto που
αναφέρθηκε ανωτέρω, θα ήταν απλώς «αδιανόητες»!!!
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
Το absurdum αυτό εξάλειψε, επιτυχώς, η υπ’ αρίθμ. ΑΠ
1738/2009 η οποία έκρινε ότι «Επειδή η έννοια του καταναλωτή στη διάταξη του άρθρου 1 του Ν 2251/1994,
με την οποία επιχειρήθηκε η ενσωμάτωση των ουσιαστικών διατάξεων του Κοινοτικού Δικαίου για την προστασία του καταναλωτή είναι διάφορη και ευρύτερη αυτής
του άρθρου 13 των Συμβάσεων του Λουγκάνο και των
Βρυξελλών. Ο ορισμός αυτός δεν περιλαμβάνει όσους
αποκτούν αγαθά και πράγματα προκειμένου να τα μεταβιβάσουν αυτούσια ή επεξεργασμένα, ή να παραχωρήσουν τη χρήση τους ή να τα χρησιμοποιήσουν για λογαριασμό τρίτου ή για την οικονομική εξυπηρέτηση τρίτου,
ενώ περιλαμβάνει αυτόν ο οποίος αποκτά ως τελικός
χρήστης το προϊόν ακόμη και για να το χρησιμοποιήσει
για τις επαγγελματικές του ανάγκες, αρκούντος απλώς
και μόνον του γεγονότος ότι είναι τελικός χρήστης. Όμως
κατά τούτο επιχειρήθηκε από τον εθνικό νομοθέτη διεύρυνση της εννοίας του καταναλωτού όπως αυτός νοείται
και προστατεύεται με τις αντίστοιχες Οδηγίες και δη τις
Οδηγίες 85/577/ΕΕ «Προστασία Καταναλωτών κατά τη
σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος»,
87/102 ΕΕ, (όπως ετροποποιήθη δια της 90/88/ΕΕ)
«Καταναλωτική Πίστη» και 99/44/ΕΚ «Πτυχές της πώλησης καταναλωτικών αγαθών», η οποία ταυτίζεται προς
την ανωτέρω έννοια των Συμβάσεων των Βρυξελλών και
του Λουγκάνο. Είναι σαφές ότι ο άνω Νόμος, καθ' ό μέρος
επιχειρεί διεύρυνση της εννοίας του καταναλωτή πέραν
του ορίου προστασίας της Συμβάσεως των Βρυξελλών
(δηλαδή καθ' ο μέρος θεωρεί «καταναλωτή» και τον
επαγγελματκώς δρώντα έμπορο ή επαγγελματία τελικό
χρήστη κατά την προηγηθείσα ανάλυση), δεν απηχεί παρά μόνον εθνικό δίκαιο και κατά τούτο η υπ' αυτού παρεχομένη προστασία εις τον τοιούτο «καταναλωτή» δεν
δύναται να υπερισχύσει, κατ' αρθρο 28 του Συντάγματος,
της ρυθμίσεως της Συμβάσεως του Λουγκάνο».
Συμπέρασμα: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα πρόσωπο
που δεν θεωρείται «καταναλωτής» με βάση τα ιδιωτικού
διεθνούς δικαίου κοινοτικά κείμενα μπορεί ανεμπόδιστα,
από αυστηρά νομική άποψη, να θεωρηθεί «καταναλωτής» κατά την εθνική έννομη τάξη55.
2.3.4. Η στενή έννοια του «εγγυητήκαταναλωτή» με βάση το άρθρο 1 § 5
του Ν 3587/2007 και η επίδρασή της
στον ορισμό του «καταναλωτή» κατ’
άρθρο 1 § 4 περ. α’ του Ν 2251/1994
Πολύ πιο σοβαρούς τριγμούς στην ευρεία διαμόρφωση
της έννοιας του «καταναλωτή», όπως τουλάχιστον τον
είχε συλλάβει ο νομοθέτης του Ν 2251/1994 προκαλεί,
αναμφίβολα, η νέα νομοθετική ρύθμιση που εισήχθη
με το νόμο 3587/2007 (άρθρο 1 § 5) με την οποία προ-
55. Βλ. Κεραμέα, Νομικές Μελέτες ΙΙ, 1994, σ. 633, για τη διαφορά της ερμηνευτικής λειτουργίας του ΔΕΚ μεταξύ διατάξεων
των κοινοτικών Οδηγιών και των διατάξεων της Σύμβασης
των Βρυξελών.
1079
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ στέθηκε η υποπερ. ββ’ στο άρθρο 1 § 4 περ. α΄ του Ν
2251/1994 σύμφωνα με την οποία: «Καταναλωτής είναι
και: αα) … ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο
της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας
του». Αν και εκ πρώτης όψεως η σχετική διάταξη φαίνεται, απλώς, να συμπληρώνει την έννοια του προστατευτέου «καταναλωτή», στην πραγματικότητα, όπως
αναλύεται κατωτέρω, αλλοιώνει/ανατρέπει τη σχετική
έννοια, εξαιρώντας, κατ’ αποτέλεσμα μια ευρεία κατηγορία υποθέσεων από την ειδική προστατευτική νομοθεσία
του Ν 2251/1994.
2.3.4.1. Η προβληματική της προστασίας
του «εγγυητή» πριν από τη θέσπιση
του Ν 3587/2007
2.3.4.1.1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Το ζήτημα, αν και κάτω από ποιες προϋποθέσεις ο «εγγυητής» απολαμβάνει την προστασία του Ν 2251/1994,
κατά το χρόνο πριν από την τροποποίηση του άρθρου
1 § 4 στ. α’ του Ν 2251/1994 με την εισαγωγή της περ.
ββ’ με το Ν 3587/2007, ήταν στασιαζόμενο. Η, μάλλον,
κρατούσα άποψη στη θεωρία και ένα αξιόλογο τμήμα
της νομολογία τάσσονταν υπέρ της προστασίας του υπέρ
καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 1 § 4 στ. α’ του
Ν 2251/1994, εγγυώμενου προσώπου, τη στιγμή που ένα
μεγάλο τμήμα της νομολογίας αρνούνταν την κατ’ αυτόν
τον τρόπο προστασία του εγγυητή56.
Αν προσπαθούσε κανείς να σταχυολογήσει τα επιχειρήματα που είχαν προβληθεί υπέρ της δυνατότητας επίκλησης από τον «εγγυητή» των προστατευτικών διατάξεων
του Ν 2251/1994, θα μπορούσε να διακρίνει δύο σχετικές
τάσεις. Η προστασία του Ν 2251/1994 θα πρέπει να παρέχεται στον εγγυητή:
α) είτε με βάση την αρχή του παρεπομένου της εγγύησης
β) είτε επειδή, ανεξάρτητα από το παρεπόμενο της εγγύησης, ο εγγυητής εμφανίζει αυτόνομη ανάγκη προστασίας
ως τελικός αποδέκτης υπηρεσιών της Τράπεζας.
EY. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ
δηλαδή ο πρωτοφειλέτης είναι τελικός αποδέκτης). Θα
ήταν, κατά την άποψη αυτή, παράλογο και αντίθετο με
τη φύση του πράγματος να αντιμετωπίζεται ευμενέστερα ο πρωτοφειλέτης από τον εγγυητή, ο οποίος, χωρίς
δικό του συμφέρον εξασφαλίζει την εκπλήρωση ξένης
οφειλής57.
Την αρχή του παρεπομένου είχε προκρίνει και το ΔΕΚ
προκειμένου να αποφανθεί αν ο εγγυητής υπέρ καταναλωτή, κατά την έννοια της Οδηγίας 85/577, μπορεί
να επικαλεστεί τις προστατευτικές διατάξεις της εν λόγω Οδηγίας58. Με την από 17.3.1998 απόφαση του επί
της υπόθεσης C-45/96 (Dietzinger), το ΔΕΚ δέχθηκε ότι
«(Σκέψη 20) Ενόψει του στενού συνδέσμου μεταξύ της
συμβάσεως παροχής πιστώσεως και της εγγυήσεως, η
οποία διασφαλίζει την εκτέλεσή της, καθώς και του γεγονότος ότι το πρόσωπο που αναλαμβάνει την υποχρέωση
να εξασφαλίσει την επιστροφή της οφειλής μπορεί να
έχει την ιδιότητα του εις ολόκληρον συνοφειλέτη ή του
εγγυητή, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να
εμπίπτει η σύμβαση εγγυήσεως στο πεδίο εφαρμογής
της Οδηγίας… . (Σκέψη 22) Πάντως από το γράμμα του
άρθρου 1 της Οδηγίας καθώς και από τον επικουρικό χαρακτήρα της εγγυήσεως προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας μπορεί να εμπίπτει μόνο μια εγγύηση,
επικουρική συμβάσεως με την οποία ο καταναλωτής ανέλαβε υποχρεώσεις, στο πλαίσιο κατ’ οίκον πωλήσεως,
έναντι εμπόρου προκειμένου να λάβει από αυτόν αγαθά ή
υπηρεσίες». Tη θέση του αυτή επανέλαβε το ΔΕΚ και στην
από 23.3.2000 απόφασή του επί της υπόθεσης C-208/98
(Berliner Kindl Brauerei)59.
Σε ανάλογο μήκος κύματος κινήθηκε και ένα αξιόλογο
τμήμα της ελληνικής νομολογίας δεχόμενο ότι «και ο εγγυητής είναι καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 1
§ 4 Ν 2251/1994, διότι η εγγύηση είναι παρεπόμενη της
πιστώσεως σύμβαση και διότι η Τράπεζα δεν θα είχε καταρτίσει την σύμβαση πίστωσης, εάν η εγγύηση δεν είχε
προσλάβει το περιεχόμενο το οποίο η Τράπεζα επιθυμεί,
οπότε θα ήταν αντιφατικό να μην έχει ο εγγυητής την
ιδιότητα του καταναλωτή»60.
2.3.4.1.2. Η προστασία του «εγγυητή» με βάση
την αρχή του «παρεπομένου» της εγγύησης
Σύμφωνα με την εν λόγω προσέγγιση ο εγγυητής προστατεύεται με το Ν 2251/1994 όταν η κύρια σύμβαση
υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του Ν 2251/1994 (αν
56. Βλ ενδεικτικά ΑΠ 904/2011 ΝΟΜΟΣ όπου επισημαίνει ότι
«η ιδιότητα του εγγυητή εμπεριέχει κυρίως την ανάληψη
υποχρεώσεων, μη δυνάμενη να συνδεθεί με οποιαδήποτε
καταναλωτική του ανάγκη, αφού (ο εγγυητής) δεν επιδιώκει την ικανοποίηση κάποιας ανάγκης του ιδιωτικού του
βίου». Ομοίως την θέση ότι ο εγγυητής δεν είναι αποδέκτης
των προσφερόμενων από την τράπεζα υπηρεσιών και συνεπώς δεν είναι καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου
1 § 4 Ν 2251/1994 υιοθετούν οι ΕφΘεσ 492/2010 ΕπισκΕΔ
2010, 1149, ΕφΘεσ 1429/2009 ΕπισκΕΔ 2009, 1017, ΕφΑθ
4682/2008 ΔΕΕ 2009, 699, ΜΠρΧαλκ 32/2006 ΔΕΕ 2006, 803.
1080
57. Βλ. ενδεικτικά Μεντή, Όρια της ευθύνης του εγγυητή στις
τραπεζικές καταναλωτικές συμβάσεις, ΧρΙΔ 2004, 186,
Μακρίδου/Διαμαντόπουλος, Ανακοπή εκτελέσεως από εγγυητή συμβάσεως, η οποία περιέχει καταχρηστικούς ΓΟΣ
(γνμδ) ΔΕΕ 2006, 707.
58. Βλ. σκέψη 11 της απόφασης του ΔΕΚ στην υπόθεση C-45/96
(Dietzinger) όπου αναφέρεται ότι «το ερώτημα που τίθεται
αφορά το ζήτημα αν μια σύμβαση εγγύησης, συναφθείσα από
φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής δραστηριότητας, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της
Οδηγίας 85/577».
59. Βλ. την από 23.3.2000 απόφασή του ΔΕΚ επί της υπόθεσης
C-208/98 (Berliner Kindl Brauerei) ΧρΙΔ 2003, 68.
60. Β λ. ΜΠρΘεσ 34071/2006 ΔΕΕ 2007, 81-82, ΜΠρΘεσ
40804/2005 ΔΕΕ 2006, 806-807, ΜΠρΚερ 118/2010 Αρμ
2010, 1141.
ΕφΑΔ 12/2015 • Έτος 8ο
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ 2.3.4.1.3. Η αυτόνομη προστασία του εγγυητή
Σύμφωνα με την εν λόγω ερμηνευτική προσέγγιση, ο εγγυητής προστατεύεται, αυτόνομα, από το Ν 2251/1994.
Προς την κατεύθυνση αυτή επισημάνθηκε ότι η εγγύηση
μπορεί να είναι μεν χαριστική πράξη στις σχέσεις του
εγγυητή προς τον πρωτοφειλέτη, όχι όμως και στις σχέσεις του προς τον δανειστή. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι
με τη σύμβαση εγγύησης ο εγγυητής δεν λαμβάνει από
τον αντισυμβαλλόμενό του κάποιο προϊόν ή υπηρεσία,
δεν αρκεί προκειμένου να θέσει αυτόν εκτός του πεδίου
εφαρμογής του νόμου. Αντίθετα, σκοπός του τελευταίου
είναι να καλύψει κάθε είδος επαχθούς συναλλαγής που
εμφανίζεται στην αγορά και στην οποία μπορεί να μετάσχει ένας καταναλωτής. Για το λόγο αυτό, και η εγγύηση
πρέπει να θεωρηθεί σύμβαση σχετική με προϊόντα ή υπηρεσίες της αγοράς υπό ευρεία έννοια61.
Η άποψη αυτή της θεωρίας υιοθετήθηκε από ένα μέρος
της νομολογίας, η οποία δέχτηκε ότι «οι διατάξεις του Ν
2251/1994 (πριν την τροποποίησή τους με τις διατάξεις
του Ν 3587/2007) σαφώς προστατεύουν (και) τον εγγυ-
61. Β λ . Σ τ α θ ό π ο υ λ ο , σ ε Σ τ α θ ό π ο υ λ ο ς / Χ ι ω τ έ λ η /
Αυγουστιανάκη, Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο, Ι, 1995, σ. 47 όπου
αναφέρει «το γεγονός ότι με τη σύμβαση της εγγυήσεως
καθ’ εαυτήν ο εγγυητής δεν λαμβάνει από τον αντισυμβαλλόμενό του κάποιο προϊόν ή κάποια υπηρεσία, σε αντίθεση
με ότι ισχύει για τον πρωτοφειλέτη στο πλαίσιο της κύριας
σύμβασης, δεν αρκεί για να θέσει την εγγύηση εκτός του
πεδίου εφαρμογής του νόμου (Ν 2251/1994). Αντίθετα σκοπός του τελευταίου είναι να καλύψει κάθε είδος επαχθούς
συναλλαγής που εμφανίζεται στην αγορά και την οποίο μπορεί να μετάσχει ένας καταναλωτής. Για τον λόγο αυτό και η
εγγύηση πρέπει να θεωρηθεί σύμβαση σχετική με προϊόντα
ή υπηρεσίες της αγοράς υπό ευρεία έννοια». Βλ. επίσης
Χελιδόνη, Η εγγύηση ως σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος, ΧρΙΔ 2002, 778 επ., Μεντή, Όρια της ευθύνης του
εγγυητή στις τραπεζικές καταναλωτικές συμβάσεις, ΧρΙΔ
2004, 186 επ., Δέλλιο, Προστασία των καταναλωτών και σύστημα του Ιδιωτικού δικαίου, τ.1, 2005, 387-401, Μακρίδου
– Διαμαντόπουλο γνμδ. ΔΕΕ 2006, 701, 706 επ., επ. Ομοίως η
υπ’ αριθμ. 1684/2008 απόφαση της ανεξάρτητης Αρχής του
«ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ» δέχεται ότι «Σύμφωνα με
τις διατάξει του άρθρου 1 § 4 του Ν 2251/1994, ο εγγυητής
εμπίπτει στην έννοια του καταναλωτή και προστατεύεται
από τον εν λόγω νόμο, αφού προσέρχεται στην τράπεζα
ως πελάτης και είναι αποδέκτης των υπηρεσιών της (ΕφΑθ
5253/2003). Μετά την πρόσφατη τροποποίηση με το Ν
3587/2007 ο εγγυητής ρητά αναφέρεται στο άρθρο 1 § 4
του Ν 2251/1994. Επίσης, ο εγγυητής καταναλωτικού δανείου ή σύμβασης χορήγησης πιστωτικής κάρτας εμπίπτει
στο προστατευτικό πεδίο του Ν 2251/1994 δεδομένου ότι
δεν προβαίνει στην παροχή εγγύησης με σκοπό το μετέπειτα, έμμεσο έστω, κερδοσκοπικό όφελος αλλά στην κάλυψη
καθαρά ατομικών οικονομικών αναγκών (βλ. Ι. Καράκωστα,
Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, Νομική Βιβλιοθήκη 2004,
107). Επιπλέον, ο εγγυητής, ο οποίος συναλλάσσεται με την
προμηθεύτρια τράπεζα, έχει την ίδια ανάγκη προστασίας με
το δανειολήπτη απέναντι στους προδιατυπωμένους όρους
των συμβάσεων, που συνάπτει με αυτήν (Τράπεζα), καθόσον η τελευταία, εκμεταλλευόμενη τη διαπραγματευτική της
υπεροχή απέναντι σ' αυτόν (εγγυητή), του επιβάλλει τη δική
της συμβατική τάξη».
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ητή, ενόψει του ότι και αυτός εμπίπτει στην έννοια του
καταναλωτή…, αφού προσέρχεται στην προμηθεύτρια
Τράπεζα σαν πελάτης και είναι αποδέκτης των υπηρεσιών αυτής. Ο εγγυητής, ο οποίος συναλλάσσεται με την
προμηθεύτρια Τράπεζα, έχει την ίδια ανάγκη προστασίας
με τον δανειολήπτη – πελάτη απέναντι στους προδιατυπωμένους όρους των συμβάσεων που συνάπτει με την
Τράπεζα, αφού η τελευταία, εκμεταλλευόμενη την διαπραγματευτική της υπεροχή απέναντι σε αυτόν (εγγυητή), του επιβάλλει τη δική της συμβατική τάξη»62 ή ότι
«καταναλωτής θεωρείται και ο εγγυητής σε σύμβαση με
την οποία χορηγείται πίστωση σε έμπορο από Τράπεζα
για να καλύψει τις χρηματικές του ανάγκες ως τελικός
αποδέκτης υπηρεσιών»63.
2.3.4.1.4. Η προκριτέα κατά την ΑΠ Ολ 13/2015
νομική μεταχείριση του «εγγυητή»
Η προβληματική σχετικά με τη δυνατότητα αλλά και
το εύρος της προστασίας του εγγυητή με βάση το
Ν 2251/1994, πριν από την τροποποίησή του με το
Ν3587/2007, επιλύθηκε αμετάκλητα από την ΑΠ Ολ
13/2005. Η εν λόγω απόφαση, κρίνοντας για το αν
και κατά πόσο ο «εγγυητής», πριν από τη θέσπιση του
Ν3587/2007, μπορεί να επικαλεστεί τις προστατευτικές
διατάξεις του Ν 2251/1994, δέχεται, κατ’ αρχάς, ότι ο
εγγυητής μπορεί με βάση την αρχή του «παρεπομένου»
της εγγύησης (και όχι επειδή χρήζει αυτόνομης προστασίας) να επικαλεστεί τη σχετική προστασία. Συγχρόνως,
όμως, κατά πρόδηλη απόκλιση/παρέκκλιση προς την
αντίστοιχη προσέγγιση που είχε μέχρι σήμερα διατυπωθεί από μέρος της θεωρίας και της νομολογίας, όπως
αυτή εκτέθηκε αναλυτικώς ανωτέρω, η ΑΠ Ολ 13/2015
θέτει αυστηρές προϋποθέσεις στην εφαρμογή εν προκειμένω της αρχής του «παρεπομένου», κατανοώντας
την και οριοθετώντας την, κατ’ αποτέλεσμα, με το ίδιο
ακριβώς εύρος/τρόπο που το έπραξε ο (μεταγενέστερος)
νομοθέτης του Ν 3587/2007.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την ΑΠ Ολ 13/2015, για την προστασία του εγγυητή δεν αρκεί μόνη η παράμετρος κάποιος
να έχει εγγυηθεί υπέρ πρωτοφειλέτη που καταλαμβάνεται από το υποκειμενικό πεδίο προστασίας του άρθρου
1 § 4 του Ν 2251/1994, αλλά θα πρέπει, συγχρόνως, η
εγγύηση να μην εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του εγγυητή.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΑΠ Ολ 13/2015, «Μέχρι την
αντικατάσταση του Ν 2251/1994 με το Ν 3587/2007 δεν
υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας
ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του
εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου.
Ωστόσο λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυη-
62. Βλ. ΕφΑθ 5253/2003 ΔΕΕ 2004, 797, ΠΠρΑθ 1119/2002 ΔΕΕ
2003, 422, ΕφΑθ 6924/2007 ΧρΙΔ 2009, 427-428.
63. Βλ. ΕφΘεσ 459/2011 ΕπισκΕΔ 2011, 539, ΕφΘεσ 2788/2009
ΕπισκΕΔ 2010, 202, ΕφΘρ 261/2009 ΧρηΔικ 2009, 441, ΕφΑθ
730/2005 ΕπισκΕΔ 2005, 741.
1081
EY. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ τικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο
847 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτηςδανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου
έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης
τούτου και τυγχάνει προστασία του άνω νόμου, τις ίδιας
προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού,
εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου, και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη
αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι
σύμφωνα με το άρθρο 1 § 4 περ ββ’ του ίδιου παραπάνω
νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 § 5 του Ν
3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητά στο προστατευτέο πεδίο
αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται
υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της
επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του δραστηριότητας.
Ενόψει των εκτεθέντων: α) ο δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέκτης των πιστωτικής υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς καταναλωτής υπό την έννοια του άρθρου 1 § 4 περ.
α του Ν 2251/1994. Β) Ο εγγυητής υπέρ τέτοιου δανειολήπτη και ιδίως αυτός που εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης
(παραιτούμενος των ενστάσεων), ο οποίος δεν ενεργεί
στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του
δραστηριότητας, εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άνω
νόμου, λόγω του παρεπομένου της εγγύησης».
Με βάση λοιπόν την ΑΠ Ολ 13/2015, η προστασία που
μπορεί να παρασχεθεί στον εγγυηθέντα υπέρ «πρωτοφειλέτη-καταναλωτή» περιορίζεται ερμηνευτικώς (και) για
τον χρόνο, πριν από τη θέση σε ισχύ του Ν 3587/2007,
στο ίδιο ακριβώς στενό πλαίσιο που επέλεξε και ο (μεταγενέστερος) νομοθέτης του Ν 3587/2007.
2.3.4.2. Η νομοθετική οριοθέτηση του πεδίου
προστασίας του «εγγυητή-καταναλωτή»
δυνάμει του άρθρου 1 § 5 Ν 3587/2007
2.3.4.2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η νομοθετική ρύθμιση που εισήχθη με το άρθρο 1 § 5 του
ν. 3587/2007, με την οποία προστέθηκε η υποπερ. ββ’
στο άρθρο 1 § 4 περ. α’ του ν. 2251/1994 σύμφωνα με
την οποία: «Καταναλωτής είναι και: αα) … ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή,
εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή
επιχειρηματικής δραστηριότητας του», έδωσε τέλος στην
αμφισβήτηση γύρω από την αναγκαιότητα/δυνατότητα ή
μη προστασίας του εγγυητή με βάση τις διατάξεις του Ν
2251/1994. Κατά τον Έλληνα, λοιπόν, νομοθέτη (και όχι
πλέον ερμηνευτικώς) ο εγγυητής χρήζει μεν προστασίας,
όχι όμως επειδή είναι «τελικός αποδέκτη» κάποιας υπηρεσίας (αυτόνομη προστασία του εγγυητή), αλλά με βάση,
κατ’ αρχάς, την αρχή του «παρεπομένου» της εγγύησης64.
64. Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται και από την ΑΠ Ολ 13/2015
(ΝΟΜΟΣ).
1082
Στο σημείο, όμως, αυτό ξεκινάει ένας νέος προβληματισμός. Αν ο νομοθέτης ήθελε να προστατεύσει τον εγγυητή με βάση την αρχή του «παρεπομένου», τουλάχιστον
υπό την έννοια που η εν λόγω αρχή καθιερώνεται με
πλέγμα διατάξεων στον Αστικό Κώδικα65 και εφαρμόστηκε στην πράξη από τα δικαστήρια πριν από την θέσπιση
του άρθρου 1 § 5 Ν 3587/2007, τότε θα αρκούσε, πρόδηλα, μια διάταξη του περιεχομένου «Καταναλωτής είναι
και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ
καταναλωτή»66. Αν, πάλι, ήθελε να εφαρμόσει με συνέπεια την αρχή του «παρεπομένου» και ταυτόχρονα να
εξαιρέσει π.χ. τους εγγυητές που θα παρείχαν εγγύηση
υπέρ καταναλωτή (κατά την έννοια του άρθρου άρθρου
1 § 4 περ. α του Ν 2251/1994) για να εξυπηρετήσουν και
δικούς τους επαγγελματικούς σκοπούς, θα αρκούσε μια
ρύθμιση του περιεχομένου «Καταναλωτής είναι και κάθε
φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυώμενο, δεν ενεργεί
στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του
δραστηριότητας»67, άλλως «Καταναλωτής είναι και κάθε
φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή ή, που εγγυώμενο, δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του δραστηριότητας»68.
Τελικά, όμως, ο Έλληνας νομοθέτης δεν προέκρινε ούτε
την πρώτη, ούτε τη δεύτερη στάθμιση συμφερόντων και
αντιστοίχως νομοτεχνική διατύπωση της σχετικής διάταξης. Αντιθέτως, φαίνεται να θέλησε να περιορίσει ακόμη
περισσότερο το εύρος της προστασίας του εγγυητή απαιτώντας αθροιστικά για την προστασία του να εγγυάται
υπέρ «καταναλωτή» και να μην «ενεργεί στο πλαίσιο της
επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του».
Και το ερώτημα που εύλογα ανακύπτει είναι: Μήπως,
πλέον, δεν έχει συρρικνωθεί νομοθετικώς μόνο η έννοια
του προστατευτέου «εγγυητή» αλλά, κατ’ αποτέλεσμα
και ερμηνευτικώς –τουλάχιστον όσον αφορά στις συμβάσεις που καλύπτονται με την προσωπική ασφάλεια εγγυητή- και το πεδίο εφαρμογής της γενικής έννοιας του
«καταναλωτή» κατ’ άρθρο 1 § 4 περ. α του Ν 2251/1994,
όπως πλέον ισχύει;
65. Το στοιχείο του «παρεπομένου» αφορά τη φύση της σύνδεσης που διαπλάθεται ανάμεσα στην (εξασφαλιστική) έννομη σχέση της εγγύησης και στην (εξασφαλιζόμενη) έννομη
σχέση πρωτοφειλέτη-δανειστή. Αποτελεί ουσιώδες εννοιολογικό γνώρισμα της εγγύησης και βρίσκει το νομοθετικό
θεμέλιό του σε ένα πλέγμα κανόνων δικαίου. Βλ. πιο αναλυτικά Καραγκουνίδη, ΣΕΑΚ, Εισ.παρατ. ΑΚ 847-870, αρ. 9,
με περαιτέρω παραπομπές.
66. Βλ. Δέλλιο, ΓΟΣ, σ. 153.
67. Βλ. Παντελίδου, Ο εγγυητής ως καταναλωτής-Η προστασία
του εγγυητή απέναντι στο δανειστή, στον πρωτοφειλέτη και
στον συνεγγυητή, ΧρΙΔ 2013, 459.
68. Βλ. Δέλλιο, ΓΟΣ, σ. 153, όπου επισημαίνει ότι ο ίδιος είχε καταθέσει τις σχετικές προτάσεις σε επιστημονικές εκδηλώσεις. Σε κάθε περίπτωση, και χωρίς να υποτιμάται η
αξία των εν λόγω προτάσεων, θεωρώ ότι τόσο η σύλληψή
τους όσο και η ανάλογη νομοτεχνική διατύπωσή τους ήταν
σχετικά ευχερής για τον Έλληνα νομοθέτη, εφόσον ήθελε
να καθιερώσει εν προκειμένω το οριοθετούμενο από αυτές
πεδίο προστασίας του εγγυητή.
ΕφΑΔ 12/2015 • Έτος 8ο
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ 2.3.4.2.2. Η ανεπάρκεια των προτεινόμενων
λύσεων για την άρση της σύγκρουσης/
αξιολογικής αντινομίας της υποπερ. ββ’ εν
σχέσει με την περ. α’ του άρθρου 1 § 4 του Ν
2251/1994, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει
Αν επιχειρήσει κανείς να αντλήσει ερμηνευτικά επιχειρήματα υπέρ της μίας ή της άλλης άποψης στην αιτιολογική
έκθεση του άρθρου 1 § 5 του Ν 3587/2007 με την οποία
προστέθηκε η υποπερ. ββ’ στο άρθρο 1 § 4 περ. α’ του
Ν 2251/1994, θα απογοητευτεί. Η αιτιολογική έκθεση
δεν διαλαμβάνει κάποια αξιοποιήσιμη ερμηνευτικώς
πληροφορία. Περαιτέρω και παρά τα περί του αντιθέτου
υποστηριζόμενα από μεμονωμένες φωνές στη θεωρία,
η στενή οριοθέτηση του προστατευτέου «εγγυητή» με
βάση την υποπερ. ββ’ του άρθρου 1 § 4 περ. α’ του Ν
2251/1994 δεν βρίσκεται σε σύγκρουση με το άρθρο 2 §
β’ της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. Το σχετικώς προβαλλόμενο
επιχείρημα ότι «η οδηγία 93/13/ΕΟΚ έχει θέσει το κατώτατο όριο προστασίας το οποίο ο εθνικός νομοθέτης δεν
μπορεί να παραβιάσει. Στο κατώτατο όριο προστασίας
εμπίπτει και ο ορισμός του καταναλωτή, αφού οριοθετεί υποκειμενικά το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Ο Ν
2251/1994 εν προκειμένω απαιτεί για τη θεώρηση του
εγγυητή ως καταναλωτή να συντρέχον σωρευτικά δύο
προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι ο εγγυητής να έχει εγγυηθεί υπέρ καταναλωτή. Η δεύτερη, όπως και η οδηγία
ορίζει, να δρα ο εγγυητής εκτός της επιχειρηματικής ή
επαγγελματικής του δραστηριότητας. Είναι σαφές ότι η
πρόβλεψη αυτή είναι δυσμενέστερη από τα όσα προβλέπει η οδηγία 93/13, καθώς για την Οδηγία θα ήταν αρκετή η δεύτερη μόνο προϋπόθεση, η δράση δηλ. εκτός
της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας»
δεν ευσταθεί. Η Οδηγία δεν θέτει προϋποθέσεις για την
προστασία του εγγυώμενου υπέρ καταναλωτή, αλλά μόνο για την προστασία του οριοθετούμενου από την ίδια
προσώπου του «καταναλωτή».
Αν θέλει κανείς να ακριβολογεί, η μοναδική βοήθεια που
μπορεί να παρασχεθεί εν προκειμένω στον ερμηνευτή
του δικαίου προέρχεται από την «τελολογική ερμηνεία».
Αφετηρία για την αξιοποίησή της παρέχει η αξιολογική
αναντιστοιχία που προκύπτει από το συρρικνωμένο πεδίο προστασίας του «εγγυητή/καταναλωτή» με βάση τη
ρύθμιση της υποπερ. ββ’ του άρθρου 1 § 4 περ. α’ του Ν
2251/1994 σε σχέση με το διευρυμένο πεδίο προστασίας
του υπέρ ου η εγγύηση «πρωτοφειλέτη-καταναλωτή»
κατ’ άρθρο 1 § 4 περ. α’ του Ν 2251/199469: Ο «κατα-
69. Η ύπαρξη αξιολογικής αντινομίας μεταξύ της διευρυμένης
έννοιας «πρωτοφειλέτη-καταναλωτή» κατ’ άρθρο 1 § 4 περ.
α’ του Ν 2251/1994 εν σχέσει με την ιδιαίτερα στενή έννοια
του «εγγυητή-καταναλωτή» με βάση τη ρύθμιση της υποπερ.
ββ’ του άρθρου 1 § 4 περ. α’ του Ν 2251/1994 καταφάσκεται
από όλους τους συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί με τη σχετική προβληματική. Βλ. ενδεικτικά, Σταθόπουλο ΧρΙΔ 2010,
499 σύμφωνα με τον οποίο «Ήδη η νέα διάταξη της § 4 του
άρθρου 1 του Ν 2251/1994 στοιχ. α, ββ (που προστέθηκε
με την § 5 του άρθρου 1 του Ν 3587/2007) προβλέπει ότι
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ναλωτής»-δανειολήπτης οριοθετείται ευρύτερα από τον
«καταναλωτή»-εγγυώμενο υπέρ αυτού, υπό την έννοια
ότι εκείνος μεν μπορεί να ενεργεί και στο πλαίσιο της
επαγγελματικής του δραστηριότητας, ενώ ο εγγυητής
όχι. Αν, λοιπόν, εμμείνει κανείς, όπως άλλωστε οφείλει,
στα όρια που θέτει το γράμμα της ρύθμισης της υποπερ.
ββ’ του άρθρου 1 § 4 περ. α’ του Ν 2251/1994, τότε ο
μεν εγγυητής προστατεύεται μόνο όταν δρα εκτός της
επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας,
σε αντίθεση με τον υπέρ ου η εγγύηση πρωτοφειλέτη,
ο οποίος απολαμβάνει την προστασία του Ν 2251/1994
ακόμη και όταν δρα επαγγελματικώς. Ενέχει, αναμφίβολα, αξιολογική αντινομία μια τέτοια διαμόρφωση των
συμφερόντων, διότι οδηγεί σε μια ουσιαστικά αθεμελίωτη διαφοροποίηση της προστασίας του πρωτοφειλέτη
και του εγγυητή, και μάλιστα ευμενέστερη για τον πρωτοφειλέτη, ενώ είναι βέβαιο ότι ο εγγυητής αξίζει τουλάχιστον την ίδια νομική προστασία με τον πρωτοφειλέτη,
πράγμα, άλλωστε, που υπαγορεύει και η θετικοποιημένη
στο δίκαιό μας (βλ. ιδίως ΑΚ 851 και 853) αρχή του παρεπομένου της εγγύησης70. Αν, λοιπόν, δεν άρει κανείς
καταναλωτής νοείται και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο
που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, αλλά μόνο εφόσον δεν
ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής
του δραστηριότητας. Ο τελευταίος αυτός περιορισμός βρίσκεται σε αναντιστοιχία προς την ευρύτερη έννοια του (μη
εγγυητή) καταναλωτή κατά τον Ν 2251/1994 και δημιουργεί
δυσχέρειες εναρμόνισης», Παντελιδου ΧρΙΔ 2013, 459 σύμφωνα με την οποία «Σε αυτά τα πλαίσια δεν είναι δυνατόν ο
πρωτοφειλέτης να απολαμβάνει μεγαλύτερη προστασία από
τον εγγυητή. Αυτό συμβαίνει αν εμμείνει κανείς στην εκδοχή
ότι ο εγγυητής είναι καταναλωτής, μόνο όταν δρα εκτός της
επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, διότι
αφού αρκεί για τον πρωτοφειλέτη να είναι ο τελικός αποδέκτης, αυτός (ο πρωτοφειλέτης) απολαμβάνει την προστασία
του καταναλωτή και στην περίπτωση που δρα επαγγελματικώς», Παπανικολάου ΔΕΕ 2010, 14 σύμφωνα με τον οποίο
«Συγχρόνως η άποψη που καταφάσκει τη συνδρομή της
ιδιότητας του εγγυητή ως καταναλωτή και στην περίπτωση
που ο υπέρ ου η εγγύηση δανειολήπτης είναι καταναλωτής εν ευρεία εννοία –διότι ενεργεί ως τελικός αποδέκτης
των αποκτώμενων αγαθών ή υπηρεσιών, έστω και αν αυτά προορίζονται για επαγγελματική χρήση- δεν αποφεύγει
ούτε την λήψη του ζητούμενου (petition principia), που εν
προκειμένω είναι ακριβώς η ανεύρεση του νόμω ηθελημένου
–αντικειμενικοποιημένου συνεπώς και επίκαιρου νοήματος
της κύριας έννοιας του καταναλωτή στο άρθρο 1 § 4 α του Ν
2251/1994, από την οποία κατ’ ανάγκην παρέπεται η έννοια
του εγγυητή-καταναλωτή στην περίπτωση ββ της ίδιας κατά
τα άνω διατάξεως, αλλά ούτε και την θεμελιώδη αντίφαση
που θα εξακολουθούσε να υφίσταται όσο η έννοια του καταναλωτή-δανειολήπτη εκλαμβάνεται ως ευρύτερη από εκείνην του υπέρ αυτού εγγυωμένου, από τη σκοπιά ότι εκείνος
μπορεί να ενεργεί και στο πλαίσιο της επαγγελματικής του
δραστηριότητας, ενώ τούτος όχι», Δέλλιο, ΓΟΣ, σ. 153.
70. Ο παρεπόμενος χαρακτήρας της εγγύησης βρίσκει το νομοθετικό θεμέλιό του σε ένα πλέγμα κανόνων δικαίου, πυρήνας του οποίου είναι κυρίως οι ΑΚ 850, 851, 853 και 864.
Η θετικοποίηση αυτή εκδηλώνεται και με τη ρύθμιση του
άρθρου 328 § 1 ΚΠολΔ που προβλέπει την επέκταση υπέρ
του εγγυητή μόνο του ευνοϊκού δεδικασμένου από τη δίκη
μεταξύ πρωτοφειλέτη και δανειστή.
1083
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ την αξιολογική αυτή αντινομία, τότε η υποπερ. ββ’ του
άρθρου 1 § 4 περ. α’ του Ν 2251/1994 τείνει να απολέσει
το ρόλο της ως μιας διάταξης που επιλύει μια σύγκρουση
συμφερόντων οριοθετώντας το εύρος προστασίας του
εγγυητή, μετατρεπόμενη, εν μέρει, σε νόμιμο λόγο εγγυοδοτικής ευθύνης του εγγυητή έναντι του δανειστήπαρόχου αγαθού ή υπηρεσίας71. Κάτι τέτοιο, όμως, είναι
πρόδηλο ότι ουδέποτε θέλησε ο νομοθέτης όπως, έστω
και παρεμπιπτόντως, κρίνει και η ΑΠ Ολ 13/2015.
Η ερμηνευτικώς επιβεβλημένη άρση της αξιολογικής αυτής αντινομίας δεν μπορεί, αυτονόητα, να επιτευχθεί με
μια “ψευδοερμηνεία” της υποπερ. ββ’ του άρθρου 1 § 4
περ. α’ του Ν 2251/1994, η οποία, με την επίκληση γενικά και αόριστα του «σκοπού του νομοθέτη όσον αφορά
την προστασία του εγγυητή (ποιος άραγε είναι αυτός;)»
και του «σκοπού του νομοθέτη όσον αφορά στον καταναλωτή στο πλαίσιο του Ν 2251/1994» οδηγεί, κατ’ αποτέλεσμα, στη διαγραφή της δεύτερης σωρευτικής προϋπόθεσης που θέτει το γράμμα της εν λόγω διάταξης, ήτοι
της παραμέτρου «εφόσον (ο εγγυητής) δεν ενεργεί στο
πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του». Μια τέτοια προσέγγιση απέχει πόρρω από
τη λογική-νομική διεργασία της ερμηνευτικής μεθόδου
της συσταλτικής ερμηνείας ή, έστω της τελολογικής συστολής της ρύθμισης της υποπερ. ββ’ του άρθρου 1 § 4
περ. α’ του Ν 2251/199472, περιοριζόμενη στην εκφοράμεταφορά απλώς de lege ferenda αξιολογήσεων.
Ομοίως, κατά την άποψή μου, δεν μπορεί να πείσει ούτε
η ερμηνευτική προσέγγιση που επιχειρεί να εναρμονίσει
τη στενή ρύθμιση της υποπερ. ββ του άρθρου 1 § 4 περ.
α' του Ν 2251/1994 με το ευρύτατο πεδίο προστασίας
του «πρωτοφειλέτη-καταναλωτή» κατ’ άρθρο 1 § 4 περ.
α’ του Ν 2251/1994 μέσω μιας, εκ πρώτης τουλάχιστον
όψης, υπερβολικής συρρίκνωσης του πεδίου εφαρμογής
της ήδη στενής ρύθμισης της πρώτης διάταξης σε σημείο
που να αναρωτιέται κανείς ποιο τελικά είναι το πρακτικό
πλέον πεδίο εφαρμογής της (της υποπερ. ββ του άρθρου
1 § 4 περ. α του Ν 2251/1994). Σύμφωνα, λοιπόν, με
τον Σταθόπουλο73 «ο περιορισμός “εφόσον (ο εγγυητής)
ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του” δεν αφορά τον εγγυητή εκείνου
71. Όπως γίνεται δεκτό, ενόψει τις αρχής του παρεπομένου της
εγγύησης, τυχόν συμφωνία εγγυητή και πρωτοφειλέτη να
ευθύνεται ο πρώτος σε έκταση μεγαλύτερη ή υπό όρους
επαχθέστερους σε σχέση με τον πρωτοφειλέτη δεν ισχύει
ως εγγύηση αλλά –κατά τις περιστάσεις ως άλλου είδους
δικαιοπραξία, όπως εγγυοδοτική σύμβαση, δωρεά, υπόσχεση χρέους κ.λπ. Βλ. Καραγκουνίδη, ΣΕΑΚ, ΑΚ 851 αρ. 3, με
περαιτέρω παραπομπές. Το ίδιο θα πρέπει να γίνει δεκτό
και όταν ο νομοθέτης (και όχι οι συμβαλλόμενοι) διασπά την
συγκεκριμένη αρχή προς την ως άνω κατεύθυνση.
72. Βλ. Παντελίδου ΧρΙΔ 2013, 459, σύμφωνα με την οποία ««θα
πρέπει να δεχθούμε κατά συσταλτική ερμηνεία ότι αρκεί η
πρώτη προϋπόθεση του νόμου, δηλ. η εγγύηση υπέρ καταναλωτή».
73. Βλ. Σταθόπουλο ΧρΙΔ 2010, 499.
1084
EY. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ
του καταναλωτή που εμπίπτει στην έννοια του καταναλωτή κατά το άρθρο 1 του Ν 2251/1994 ως τελικός αποδέκτης, αλλά μόνο τις (μάλλον εξαιρετικές) περιπτώσεις
του εγγυητή ενός πρωτοφειλέτη, ο οποίος για οποιοδήποτε λόγο στερείται της προστασίας του Ν 2251/1994.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο εγγυητής, έστω και αν
θεωρηθεί ο ίδιος ως τελικός αποδέκτης (έχοντας άμεσο
συμφέρον για τα παρεχόμενα στον πρωτοφειλέτη αγαθά
ή υπηρεσίες) θα είναι καταναλωτής σύμφωνα με τη νέα
ρύθμιση του Ν 3587/2007 και θα έχει τη σχετική προστασία μόνο αν δεν έδωσε την εγγύηση στο πλαίσιο της
επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του.
Τότε η νέα ρύθμιση τον αντιμετωπίζει ως αυτοτελή καταναλωτή. Τότε μόνο διασώζεται η νομοθετική συνέπεια».
Κατά την άποψή μου, ωστόσο, ούτε η εν λόγω ερμηνευτική προσέγγιση μπορεί να θεωρηθεί συνεπής, πολλώ
δε ήττον πειστική. Το αντίθετο μάλιστα. Όπως έχει υποστηριχθεί, κατ’ επανάληψη, στην παρούσα μελέτη και
στην πραγματικότητα δεν αμφισβητείται από κανέναν, ο
Έλληνας νομοθέτης με τη θέσπιση της υποπερ. ββ’ του
άρθρου 1 § 4 περ. α’ του Ν 2251/1994 θέτει ως αφετηρία για την προστασία του εγγυητή την αρχή του «παρεπομένου» της εγγύησης. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι κάθε
ερμηνευτική προσέγγιση της εν λόγω κρίσιμης διάταξης,
η οποία καταργεί de facto την αρχή του «παρεπομένου»
της εγγύησης, αναζητώντας στηρίγματα και επιχειρήματα σε μια δήθεν (που άραγε κατοχυρώνεται;) «αυτόνομη
προστασία» του εγγυητή δεν πείθει de lege lata, για τον
απλούστατο λόγο ότι κατά τον Έλληνα νομοθέτη ο εγγυητής δεν θεωρείται σε καμία περίπτωση «τελικός αποδέκτης αγαθών ή υπηρεσιών», ώστε να υπάγεται στο γενικό
κανόνα της περ. α’ § 4 του άρθρου 1 του Ν 2251/1994.
Περαιτέρω, δεν πρέπει να παροράται ότι οποιαδήποτε
ερμηνευτική προσέγγιση επιχειρεί, είτε ρητά, είτε κατ’
αποτέλεσμα, να εξαλείψει μία από τις δύο σωρευτικά (και
όχι διαζευκτικά) τιθέμενες προϋποθέσεις προστασίας του
«εγγυητή» αποτελεί στην ουσία contra legem ερμηνεία.
Συνελλόντι δι’ ειπείν, περίπτωση όπου ο πρωτοφειλέτης δεν θα προστατεύεται από το Ν 2251/1994 και παρά
ταύτα, ο εγγυηθείς υπέρ αυτού θα μπορεί να επικαλεστεί την προστασία του νόμου, όπως δηλ. υποστηρίζει ο
Σταθόπουλος, είναι de lege lata αδιανόητη.
2.3.4.2.3. Η ανάγκη τελολογικής συστολής του
άρθρου 1 § 4 περ. α’ του Ν 2251/1994 - Η νέα
έννοια του «καταναλωτή» στις συμβάσεις που
εξασφαλίζονται με προσωπική εγγύηση
Οι πρόδηλες αδυναμίες της επιχειρηματολογίας που αποπειράται να εναρμονίσει τη στενή ρύθμιση της υποπερ.
ββ του άρθρου 1 § 4 περ. α του Ν 2251/1994 με το ευρύτατο πεδίο προστασίας του υπέρ ου η εγγύηση «πρωτοφειλέτη-καταναλωτή» κατ’ άρθρο 1 § 4 περ. α’ του Ν
2251/1994 συρρικνώνοντας στα όρια της εξαφάνισης την
πρώτη ρύθμιση, έτσι ώστε, τάχα, να «προσαρμόζεται»
εκβιαστικά η πρώτη στα δεδομένα της δεύτερης, καταδεικνύουν πρόδηλα ότι η άρση της αξιολογικής αντινομίας των δύο αυτών διατάξεων πρέπει να επιχειρηθεί
ΕφΑΔ 12/2015 • Έτος 8ο
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ διαφορετικά. Όπως και σε περιπτώσεις ανάλογης νομικής τυπολογίας, έτσι και εν προκειμένω ο μόνος νομικά
αξιόπιστος τρόπος να επιτευχθεί η εναρμόνιση των δυο
αυτών συγκρουόμενων διατάξεων είναι μέσω της τελολογικής συστολής74 του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής
της ευρείας ρύθμισης, ήτοι του άρθρου 1 § 4 περ. α’ του
Ν 2251/1994, ώστε, κατ’ αποτέλεσμα, σε όσες περιπτώσεις έχει δοθεί εγγύηση, προστατευτέος να θεωρείται ο
πρωτοφειλέτης μόνο όταν δρα εκτός «της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του δραστηριότητας», ήτοι στην
περίπτωση των πιστωτικών συμβάσεων, όταν λαμβάνει
π.χ. στεγαστικό/καταναλωτικό δάνειο και όχι όταν λαμβάνει επαγγελματικό/επιχειρηματικό δάνειο ή πίστωση.
Μόνο, συνεπώς, στο «περιορισμένο» αυτό πλαίσιο θα
μπορεί εφεξής ο πρωτοφειλέτης να επικαλείται, όπως
άλλωστε και ο εγγυητής του, τις προστατευτικές διατάξεις του Ν 2251/1994.
Αντίστοιχα ο εγγυητής θα προστατεύεται εν προκειμένω,
κατ’ αποτέλεσμα, όταν σωρευτικά:
α) ο ίδιος ενεργεί χάριν ιδιωτικών σκοπών, όπως ρητά
πλέον επιτάσσει η νέα διάταξη, και ταυτόχρονα
β) η χορηγούμενη εγγύηση παρέχεται προς ασφάλεια
ιδιωτικού/καταναλωτικού και όχι επαγγελματικούεπιχειρηματικού δανείου, όταν δηλ. ο πρωτοφειλέτης
δρα και αυτός για την εξυπηρέτηση ιδιωτικού σκοπού.
Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση των δύο συγκρουόμενων
διατάξεων οδηγεί κατ’ αποτέλεσμα, και αυτό θα πρέπει
να τονιστεί ιδιαιτέρως, όχι σε μια συνολική μεταβολή
της έννοιας του «καταναλωτή», κατ’ ανεπιτρεπτη υποκατάσταση της βούλησης του Έλληνα νομοθέτη75, αλλά,
ακριβώς, στην τελολογική συστολή της ευρείας διάταξης
του άρθρου 1 § 4 περ. α του Ν 2251/1994, ώστε ειδικά
και μόνο στις περιπτώσεις όπου έχει χορηγηθεί εγγύηση,
να εξαλείφεται οποιαδήποτε διαφορά θα μπορούσε να
ανακύψει αναφορικά με το επίπεδο προστασίας μεταξύ
«καταναλωτή-πρωτοφειλέτη» και «καταναλωτή-εγγυητή»,
πράγμα που υπαγορεύεται και από την θεμελιώδη για το
δίκαιο της εγγύησης αρχής του παρεπομένου. Εύλογα,
λοιπόν, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι, λόγω
μεταβολής των αξιολογικών παραστάσεων του Έλληνα
νομοθέτη, όπως αυτές αποτυπώνονται στη νέα ρύθμιση της υποπερ. ββ’ του άρθρου 1 § 4 περ. α’ του Ν
2251/1994 που εισήχθη με το άρθρο 1 § 5 Ν 3587/2007,
έχει διαμορφωθεί, (όχι γενικά αλλά) ειδικά στο πλαίσιο
των συμβάσεων που ασφαλίζονται με εγγύηση, μια νέα
(στενή) έννοια του «καταναλωτή» σύμφωνα με την οποία
«Καταναλωτής (νοείται) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο
ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για
74. Γ ια τη μέθοδο της τελολογικής συστολής βλ. ενδεικτικά
Παπανικολάου, Μεθοδολογία του ιδιωτικού δικαίου και ερμηνεία των δικαιοπραξιών, 2000, αρ. 349 επ.
75. Έτσι κατ’ αποτέλεσμα η Λιβαδά, Η έννοια του προστατευτέου καταναλωτή σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ΔΕΕ 2005,
1137 επ.
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που
προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των
προϊόντων ή υπηρεσιών αυτών εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους και ενεργούν εκτός του πλαισίου της
επαγγελματικής ή επιχειρηματικής τους δραστηριότητας».
2.3.4.2.4. Η οριοθέτηση του εύρους της
παραμέτρου «η εγγύηση να μην δίνεται στο
πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής
δραστηριότητας του εγγυητή» κατά την έννοια
της υποπερ. ββ’ του άρθρου 1 § 4 περ. α’ του Ν
2251/1994
Ένα τελευταίο ερώτημα που θα πρέπει να διευκρινιστεί
εν προκειμένω, ώστε να σχηματίσει κανείς μια ολοκληρωμένη εικόνα για το εύρος της παρεχόμενης νομοθετικής προστασίας στον «εγγυητή», είναι πότε ακριβώς η
εγγύηση που δίνει κάποιος μπορεί να θεωρηθεί ότι δίνεται ή όχι στο πλαίσιο «της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του δραστηριότητας», κατά την έννοια της υποπερ.
ββ του άρθρου 1 § 4 περ. α’ του Ν 2251/1994.
Δεν υπάρχει, κατά την άποψή μου, αμφιβολία ότι ήδη με
βάση μόνη τη δεύτερη αυτή, σωρευτικώς προβλεπόμενη
προϋπόθεση προστασίας του εγγυητή, κατ’ άρθρο 1 §
4 περ. α’, υποπερ. ββ’ του άρθρου του Ν 2251/1994
(ανεξάρτητα δηλ. από τη συνδρομή ή μη και της πρώτης προϋπόθεσης), αποκλείονται από το προστατευτικό
πεδίο του νόμου: α) οι περιπτώσεις του επ’ αμοιβή εγγυώμενου, όπως λ.χ. η Τράπεζα που εκδίδει επ’ αμοιβή
εγγυητική επιστολή
β) οι περιπτώσεις όπου οι εγγυητές τυγχάνουν φορείς ή
εταίροι ή μέτοχοι ή μέλη της διοίκησης του πρωτοφειλέτη.
Ειδικά μάλιστα για τους τελευταίους θα πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο η θεωρία76 όσο και η νομολογία, ήδη
πριν την ψήφιση του Ν 3587/2007, αρνούνταν επίμονα
να τους προστατεύσουν με βάση το Ν 2251/1994. Έτσι
για παράδειγμα είχε κριθεί, ως καταχρηστική, κατ’ αποδοχή της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ που προέβαλλε η καθ’ης η ανακοπή τράπεζα77, η επίκληση για την
υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς προστασίας του Ν
2251/1994 των ανακόπτοντων-εγγυητών που ήταν αποκλειστικοί μέτοχοι της πιστούχου εταιρίας και μέλη του
Διοικητικού της Συμβουλίου με το σκεπτικό ότι «Είναι
επομένως πρόδηλο ότι (οι ανακόπτοντες-εγγυητές) ανέ-
76. Βλ. Δέλλιο, ΓΟΣ, σ. 152. Για περιπτώσεις όπως οι εν λόγω
υπό α) και β) είχε προταθεί από τον Δέλλιο, ΓΟΣ, σ. 149, η
τελολογική συστολή της διάταξης του άρθρου 1 § 4 § περ. α’
του ν. 2251/1994 ώστε να εξαιρεθούν από το υποκειμενικό
πεδίο προστασίας η κατηγορία των «ωφελιμιστικά εγγυώμενων προσώπων». Η άποψη, ωστόσο, αυτή δεν μπορεί να
γίνει δεκτή καθότι, όπως ήδη ελέχθη, τόσο το γράμμα της
σχετικής διάταξης όσο και οι τελολογικές αξιολογήσεις του
έλληνα νομοθέτη δεν επιτρέπουν τη συστολή του γράμματος
του σε μια τέτοια περίπτωση. Ο μόνος δρόμος για την άρση
τυχόν προβληματικών περιπτώσεων είναι η προσφυγή στη
γενική ρήτρα της ΑΚ 281.
77. Βλ. ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012, 676.
1085
EY. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ πτυσσαν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα μέσω
της πιστούχου εταιρίας, ώστε κατ ουσίαν αυτή ταυτιζόταν με εκείνη του νομικού προσώπου, αφού η πορεία
των εταιρικών υποθέσεων και τα αποτελέσματά της είχαν
άμεση επίδραση στην οικονομική τους κατάστασης. Άρα
είναι σαφές ότι στην παροχή της εγγύησης προέβησαν,
στα πλαίσια της επαγγελματικής τους ενασχολήσεως,
αποβλέποντας αποκλειστικώς στην εξυπηρέτηση των
προσωπικών τους συμφερόντων από την προσδοκία κερδών που θα επέφερε στην πιστούχο εταιρία ο συναφθείς,
μεγάλης οικονομικής αξίας, δανεισμός της και στην συνακόλουθη προσωπική τους ωφέλεια»78.
Αμφιβολία σχετικά με την κατάληψή τους ή μη από την
δεύτερη προϋπόθεση που θέτει η υποπερ. ββ του άρθρου 1 § 4 περ. α’ του Ν 2251/1994 αναφύεται, ωστόσο,
ειδικά για την κατηγορία των φιλικών προσώπων και
των συγγενών του πρωτοφειλέτη, οι οποίοι δέχονται να
εγγυηθούν υπέρ αυτού. Εν προκειμένω, εκτός από τις
περιπτώσεις όπου κάποιος παρέχει την εγγύηση εμφορούμενος από αλτρουιστικά κίνητρα79, υφίστανται και
περιπτώσεις όπου φίλοι ή συγγενείς του πρωτοφειλέτη
εγγυώνται προσδοκώντας, έμμεσα, και δική τους ωφέλεια από τη λήψη του δανείου, λ.χ. βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου. Και το ερώτημα που τίθεται είναι:
Προστατεύονται οι φίλοι και οι συγγενείς/εγγυητές του
πρωτοφειλέτη με βάση τη νέα ρύθμιση της υποπερ. ββ
του άρθρου 1 § 4 περ. α του Ν 2251/199480;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να είναι μονολεκτική. Αντιθέτως διαφοροποιείται, εξαρτώμενη στην
πράξη από τις ιδιαίτερες περιστάσεις που συνοδεύουν
κάθε περίπτωση, οι οποίες και θα εκτιμώνται κυριαρχικά από το Δικαστήριο. Παρά ταύτα, η μεθοδολογική
προσέγγιση που θα πρέπει να επιφυλάξει στο ερώτημα
αυτό ο ερμηνευτής/εφαρμοστής του δικαίου δεν μπορεί,
κατά την άποψή μου, να αποκλίνει, κατ’ αποτέλεσμα,
78. Βλ. όμως και την ΜΠρΛαμ 457/2013 ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με
την οποία «Περαιτέρω οι ανακόπτοντες εγγυητές, νόμιμος
εκπρόσωπος ο πρώτος και οι δεύτερος, τρίτος και πέμπτη
ομόρρυθμοι εταίροι της πιστούχου εταιρίας, κατά τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις παρείχαν την ένδικη εγγύηση υπέρ της εταιρίας αποβλέποντας στα κέρδη που θα
επέφερε σε αυτήν η χορήγηση μίας τόσο σημαντικής πίστωσης και έμμεσα στους ίδιους ως εταίρους της, δηλαδή για
επαγγελματικούς σκοπούς και όχι στην κάλυψη των δικών
τους καταναλωτικών αναγκών σε ιδιωτικό επίπεδο και συνεπώς αυτοί δεν εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν
τον καταναλωτή, ως ασθενέστερο μέρος της προκείμενης
σύμβασης, βάσει των επικαλούμενων από τους ίδιους διατάξεων του Ν. 2251/1994, για την ακυρότητα του προαναφερόμενου όρου της ένδικης σύμβασης». Σε ανάλογο μήκος
κινούνται και οι ΕφΘεσ 312/2012 ΕλλΔνη 2012 1376, ΕφΛαρ
806/2010 ΕπισκΕΔ 2011, 461, ΕφΘεσ 317/2009 ΔΕΕ 2009,
819. Βλ. και Μεντή ΧρΙΔ 2004, 186.
79. Συνήθως όσο χαλαρώνει ο δεσμός συγγένειας τόσο λιγότερο, πιθανόν, γίνεται η εγγύηση να έχει χορηγηθεί από
αλτρουιστικά κίνητρα.
80. Για τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η συναπτόμενη σύμβαση
εγγύησης είναι άκυρη ως αντίθετη στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178)
βλ. ΠΠρΑθ 7241/1999 ΝοΒ με παρατηρήσεις Χριστακάκου.
1086
από τον τρόπο με τον οποίο μέχρι σήμερα προσεγγίζεται
η προβληματική του «αστικού ή εμπορικού χαρακτήρα»
της εγγύησης81. Πιο αναλυτικά:
Σύμφωνα με την ΑΠ Ολ 1513/80 «Επειδή η εγγύησις,
πράξις καθ΄εαυτήν αστικού χαρακτήρος, ως κατά κανόνα παρεχομένη χαριστικώς και αποσκοπούσα εις εξυπηρέτησιν αλλοτρίων συμφερόντων, εάν δίδεται υπό του
εγγυητού, εκμεταλλευομένου την εκ του ιδίου ονόματος
και επιφανείας παρεχόμενην πίστιν προς κερδοσκοπίαν,
ήτοι επ’ αμοιβή, χρηματική ωφελεία ή εν όψει ιδίου οικονομικού οφέλους αρυομένου εκ της πράξεως, εις ην
η εγγυησις αφορά, καθίσταται πράξις εξ αντικειμένου
και δη πρωτοτύπως εμπορική δια τον εγγυητήν, τουτέστιν αδιαφόρως του εμπορικού χαρακτήρος της δι’ ην
η εγγύησις οφειλής ή της εμπορικής ιδιότητος του εγγυητού, κατ’ ανάλογον, λόγω ταυτότητος του νομικού
λόγου, εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 2 του ΒΔ
2/14.51835 «περί αρμοδιότητος των εμποροδικείων»82.
Έκτοτε η σχετική προσέγγιση επαναλαμβάνεται σχεδόν
στερεότυπα από τον Άρειο Πάγο, όπως για παράδειγμα
συμβαίνει με την ΑΠ 1692/1998 σύμφωνα με την οποία
«Η υπό των άρθρων 847 επ. του ΑΚ ρυθμιζόμενη σύμβαση της εγγυήσεως, αν και παρέχεται, κατά κανόνα
χαριστικώς προς εξυπηρέτηση συμφερόντων άλλου, είναι
δυνατόν ν' αποτελεί αντικειμενικώς εμπορική πράξη και
μάλιστα πρωτοτύπως για τον εγγυητή, όταν παρέχεται
απ' αυτόν κατά εκμετάλλευση της πίστης που παρέχει το
όνομά του και η οικονομική του επιφάνεια με την είσπραξη απ' αυτόν αμοιβής ή άλλης χρηματικής ωφέλειας ή με
οποιοδήποτε άλλο, άμεσο ή έμμεσο οικονομικό όφελος
που αρύεται από την πράξη για την οποία η εγγύηση»83 ή
με την ΑΠ 65/1997 σύμφωνα με την οποία «Η εγγύηση,
η οποία είναι σύμβαση καθεαυτή αστικού δικαίου, αφού,
κατά κανόνα, παρέχεται χαριστικώς προς εξυπηρέτηση
ξένων συμφερόντων, καθίσταται εμπορική εξ αντικειμένου και μάλιστα πρωτοτύπως για τον εγγυητή, όταν
παρέχεται από αυτόν κατ' εκμετάλλευση της πίστεως που
παρέχει το όνομα του και η οικονομική του επιφάνεια, η
δε εκμετάλλευση συνίσταται στη με αμοιβή ή άλλη χρηματική ωφέλεια ή αντί άλλου οικονομικού οφέλους που
αντλείται από την πράξη στην οποία αφορά η εγγύηση,
παροχή αυτής»84 καθώς και από πολυάριθμες αποφάσεις
δικαστηρίων της ουσίας85.
81. Η σχετική προβληματική αναφύεται, για παράδειγμα, στο
πλαίσιο της εφαρμογής από τα δικαστήρια του άρθρου 1047
ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ΕμπΝ προκειμένου
να κριθεί αν είναι δυνατή η απαγγελία της προσωπικής κρατήσεως, ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης,
κατά προσώπου που έχει παράσχει εγγύηση (αν θεωρηθεί
ο εγγυητής έμπορος με την έννοια του νόμου είναι δυνατή η
απαγγελία εναντίον του προσωπικής κρατήσεως, αν όμως
η εγγύηση θεωρηθεί αστική, τότε δεν επιτρέπεται η προσωπική κράτηση).
82. ΑΠ Ολ 1513/1980 ΝοΒ 1981, 109 επ.
83. Βλ. ΑΠ 1692/1998 ΕλλΔνη 1999, 101.
84. Βλ. ΑΠ 65/1997 ΕλλΔνη 1998, 103.
85. Β λ. ΕφΑθ 4147/2011 ΔΕΕ 2012, 114, ΕφΠατρ 855/2002
ΑχΝομ 2003, 353, ΠΠρΘεσ 42385/2005 Αρμ 2006, 1438,
ΕφΑΔ 12/2015 • Έτος 8ο
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ Θα πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι σε περιπτώσεις,
όπως για παράδειγμα αυτή που έκρινε η ΕιρΑθ 54/201186,
όπου η σύζυγος (ακόμη και αν δεν ήταν ετερόρρυθμη
εταίρος στην ΕΕ του συζύγου της), η οποία διέθετε μεγάλη ακίνητη περιουσίας, έχει εγγυηθεί κατ’ επανάληψη προς τις διάφορες Τράπεζες για σημαντικού ύψους
δάνεια που έλαβε η ΕΕ που διευθύνει ο σύζυγός της,
χωρίς δε τις εν λόγω εγγυήσεις δεν θα ήταν καν δυνατή η
χρηματοδότηση της ΕΕ και ως εκ τούτου η επικερδής συνέχισης των εργασιών της κ.ο.κ., οι συναπτόμενες εγγυήσεις δεν εμφανίζουν αστικό χαρακτήρα, αλλά αντιθέτως
γίνονται στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητας
του εγγυητή. Ως εκ τούτου ο εγγυητής σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα μπορεί να επικαλεστεί την προστασία
του Ν 2251/1994.
3. Η σύγκρουση της ευρείας έννοιας του
«καταναλωτή» κατ’ άρθρο 1 § 4 περ. α’
του Ν 2251/1994 με την υπερνομοθετικής
ισχύος Οδηγία 48/2008/ΕΚ
Η προσθήκη της υποπερ. ββ’ του άρθρου 1 § 4 περ.
α’ του Ν 2251/1994 που εισήχθη με το άρθρο 1 § 5 Ν
3587/2007 δεν είναι, ωστόσο, η μόνη μεταγενέστερη νομοθετική διάταξη που έχει περιορίσει την ευρεία έννοια
του καταναλωτή, όπως αυτή γινόταν αντιληπτή στην
έννομη τάξη με την εισαγωγή του Ν 2251/1994. Το ίδιο
ΠΠρΑθ 739/1998 ΕΕμπΔ 1998, 795.
86. Βλ. ΕιρΑθ 54/2011 ΝΟΜΟΣ. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ΕιρΑθ 54/2011 «η αιτούσα για μεγάλο χρονικό διάστημα εγγυούταν στα πλαίσια των προαναφερθεισών συμβάσεων αλληλοχρέου λογαριασμού μεταξύ των πιστωτών
της και της εταιρείας με την επωνυμία «...», τις δοθείσες
στην εταιρεία αυτή πιστώσεις. Τις εγγυήσεις αυτές παρείχε
ατομικά χάριν κερδοσκοπίας προς δικό της όφελος, διότι
η υπέρ ης η εγγύηση ετερόρρυθμη εταιρεία ανήκει κατά
50% στο σύζυγο της ... ως ομόρρυθμο εταίρο και κατά 50%
στην ίδια την αιτούσα ως ετερόρρυθμο εταίρο. Περαιτέρω,
όπως συνομολογήθηκε από την αιτούσα προϋπόθεση για
τη χρηματοδότηση της παραπάνω εταιρείας από τις τράπεζες, αποτελούσε η προσωπική της εγγύηση, διότι είχε
μεγάλη ακίνητη περιουσία, αν δε αρνούταν να εγγυηθεί δεν
θα χορηγούνταν οι πιστώσεις, που ήταν αναγκαίες για την
επικερδή συνέχιση των εργασιών της εταιρείας. Τα παραπάνω προκύπτουν σαφώς από την κατάθεση του μάρτυρα
αποδείξεως, συζύγου της αιτούσας και ομόρρυθμου εταίρου της εταιρείας, ο οποίος αναφέρει ότι οι όλες οφειλές
της αιτούσας, που περιέχονται στην κατάσταση πιστωτών
εξυπηρετούσαν τις υποχρεώσεις της εταιρείας, ακόμα και
οι αναφερόμενες ως στεγαστικά δάνεια, προσωπικά δάνεια
και συμβάσεις πιστωτικών καρτών και εξοφλούνταν από την
εταιρεία και μόνο. Επομένως η υπογραφή από την αιτούσα
ως εγγυήτρια των πιστωτικών συμβάσεων της εταιρείας,
εφόσον γινόταν κατά συνήθεια και με σκοπό το κέρδος της
προσέδωσε την εμπορική ιδιότητα, λόγω της οποίας όλες
τις οι συναλλαγές τεκμαίρεται ότι έγιναν χάριν αυτής, βάσει
του άρθρου 8 § 2 του διατάγματος περί της αρμοδιότητας
των Εμποροδικείων, επομένως η αιτούσα έχει πτωχευτική
ικανότητα, δεν επικαλέστηκε δε την με οποιοδήποτε τρόπο
απώλεια της εμπορικής της ιδιότητας».
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ισχύει και για την Οδηγία 48/2008/ΕΚ για την καταναλωτική πίστη, η οποία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη
τάξη με την ΥΑ Ζ1-699/201087.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 της Οδηγίας στο αντικειμενικό
πεδίο εφαρμογής της εντάσσονται οι συμβάσεις πίστωσης88, ήτοι ενδεικτικά η σύμβαση δανείου (εφόσον είναι
έντοκη), η σύμβαση ανοίγματος πίστωσης (αντικείμενο
της οποίας μπορεί να είναι το δάνειο, η εγγυητική επιστολή, η ενέγγυα πίστωση κ.λπ.), οι συμβάσεις στις οποίες
παρέχεται η δυνατότητα στον καταναλωτή να προμηθεύεται αγαθά και υπηρεσίες με πίστωση του τιμήματος (εφόσον η προθεσμία εξόφλησης ξεπερνά τους τρείς
μήνες και συνοδεύεται από τόκους ή άλλες σημαντικές
επιβαρύνσεις)89, με χρήση πιστωτικής κάρτας ή χρηματοδοτικής μίσθωσης οι οποίες μπορούν να εμφανιστούν
ως προθεσμιακή καταβολή, δάνειο κ.λπ.90.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Οδηγίας, το οποίο έχει μεταφερθεί κατά γράμμα στην εσωτερική έννομη τάξη με την
ΥΑ Ζ1-699/2010, «α) «καταναλωτής» είναι κάθε φυσικό
πρόσωπο το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η
παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική
87. Βλ. ΥΑ Ζ1-699/2010, ΦΕΚ Β' 917/2010.
88. Από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας εξαιρούνται συμβάσεις πίστωσης, όπως αναλυτικά εκτίθενται στο άρθρο 3 της
Οδηγίας. Όλως σχηματικά οι σχετικές συμβάσεις πίστωσης
διακρίνονται: α) σε εκείνες που έχουν ως εξασφάλιση υποθήκη ή άλλη παρόμοια εγγύηση που χρησιμοποιείται γενικά
σε κράτος μέλος για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, όπως
για παράδειγμα η προσημείωση στην Ελλάδα, ή που εξασφαλίζονται βάσει δικαιώματος σχετιζόμενου με ακίνητα
περιουσιακά στοιχεία (άρθρο 2 § 2 στ. α)-β)), ή σχετίζονται
με την απόκτηση ή διατήρηση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επί
κτιρίου, β) σε εκείνες που λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, όπως το ύψος της χορηγούμενης πίστωσης (μικρότερο των 200 Ευρώ ή μεγαλύτερο των 70.000,00 Ευρώ),
η διάρκειά της (εξόφληση σε λιγότερο από τρεις μήνες), το
κόστος αυτής (επιβάρυνση καταναλωτή ασήμαντη ή μηδενική), δεν θεωρείται ότι εγκυμονούν για τον καταναλωτή
κινδύνους τέτοιους που να οδηγούν την προστασία του με
βάση τις διατάξεις της Οδηγίας 48/2008/ΕΚ, γ) σε εκείνες
που η χορήγησή τους σε ειδικές κατηγορίες προσώπων με
συγκεκριμένες προϋποθέσεις καθώς και επίσης και ορισμένα
άλλα χαρακτηριστικά τους δεν θεωρείται (άρθρο 2.§2, στ. ζ)
και ιβ) της Οδηγίας), ομοίως, ότι εγκυμονούν για τον καταναλωτή κινδύνους τέτοιους που να οδηγούν την προστασία
του με βάση τις διατάξεις της Οδηγίας 48/2008/ΕΚ. Τέλος
ορισμένες συμβάσεις πίστωσης εξαιρούνται εν μέρει από
την εφαρμογή της Οδηγίας (άρθρο 2.§2, στ. δ), η) ι) και ια)
της Οδηγίας), καθότι κρίθηκε ότι η συνολική τους υπαγωγή
στις ρυθμίσεις της Οδηγίας είναι υπέρμετρα επιβαρυντική
για τον πιστωτικό φορέα σε σχέση με το προσδοκώμενο για
τον καταναλωτή όφελος.
89. Βλ. άρθρο 2 στ, στ της Οδηγίας.
90. Οι ακριβείς προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν προκειμένου μια πίστωση, με τις ανωτέρω ενδεικτικά μορφές, να
υπάγεται στο ρυθμιστικό πεδίο της Οδηγίας εκφεύγουν του
πεδίου της παρούσης μελέτης. Βλ. αναλυτικά τις διατάξεις
της Οδηγίας καθώς και Λιβαδά, Το νέο ευρωπαϊκο ρυθμιστικό
πλαίσιο για την καταναλωτική πίστη, 2008, σ. 134 επ.
1087
EY. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ δραστηριότητα του, β) «πιστωτικός φορέας» είναι κάθε
φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χορηγεί ή υπόσχεται να
χορηγήσει πίστωση στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας…».
Για να υπάγεται, λοιπόν, μία πίστωση (από τις προβλεπόμενες στην Οδηγία 48/2008/ΕΚ) στο πεδίο εφαρμογής
των διατάξεών της θα πρέπει να προέρχεται από πιστωτικό φορέα, όπως αυτός ορίζεται στην Οδηγία, και να
απευθύνεται σε καταναλωτή, δηλ. να προορίζεται για την
ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης φυσικού προσώπου
που με τις δικαιοπραξίες που συνάπτει επιδιώκει σκοπούς
άσχετους με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα. Συνεπώς η Οδηγία καλύπτει μόνο τις
καταναλωτικές πιστωτικές συμβάσεις και όχι εκείνες στις
οποίες η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης αφορά πρόσωπο άλλο πέραν του καταναλωτή (όπως για παράδειγμα
η επαγγελματική ή επιχειρηματική σύμβαση πίστωσης).
Αν και πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν η σχετική
Οδηγία να είναι πλήρους και μεγίστης εναρμονίσεως91,
εν τέλει με τις ρυθμίσεις της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ καθιερώθηκε τελικά αφενός μεν η μερική εναρμόνιση, δηλ. η
εναρμόνιση ορισμένων μόνο πτυχών των διατάξεων που
διέπουν τις συμβάσεις με τους καταναλωτές92, και αφετέρου η μέγιστη εναρμόνιση, προβλέπεται δηλ. ειδικότερα
ότι στο βαθμό που η Οδηγία περιέχει εναρμονισμένες διατάξεις, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν στο δίκαιό τους διατάξεις που παρεκκλίνουν από
αυτές που καθορίζονται στην Οδηγία93. Αν και η κρίσιμη
διάταξη του άρθρου 22 § 1 της Οδηγίας δεν προσδιορίζει
ποιες από τις διατάξεις της Οδηγίας είναι ή μπορούν να
θεωρηθούν εναρμονισμένες, σύμφωνα με την ορθότερη
άποψη η ρύθμιση της έννοιας του «καταναλωτή» ανήκει
σε αυτές94. Αυτό σημαίνει ότι κατά την εφαρμογή της
σχετικής Οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη «καταναλωτής» δεν μπορεί να είναι παρά μόνο και αποκλειστικά
«κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, με τις δικαιοπραξίες
που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς
που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή
επαγγελματική δραστηριότητα του».
91. Βλ. σχετικά Λιβαδά ο.π. σ. 99 επ.
92. Βλ. άρθρο 1 της Οδηγίας.
93. Άρθρο 22 § 1 της Οδηγίας.
94. Βλ. Λιβαδά ο.π. σ. 106. Ομοίως Παπανικολάου ΔΕΕ 2010,
σ. 16, σύμφωνα με τον οποίο «Αδιαμφισβήτητο είναι εξάλλου ότι από την έννοια αυτήν του καταναλωτή, τη στενή,
το εθνικό δίκαιο της χώρας μας δεν μπορεί να αποκλίνει
όσον αφορά τη δράση του καταναλωτή στο πεδίο των καλυπτόμενων από την Οδηγία αυτήν πιστωτικών συμβάσεων.
Και τούτο διότι ρητά διαγορεύεται στο άρθρο 22 αυτής ο
αναγκαστικός χαρακτήρας της, με την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρούν πλέον ή να εισάγουν
τώρα στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν
από τους “jus cogens” ορισμούς της Οδηγίας, μεταξύ των
οποίων και ο σχετικός με την έννοια του καταναλωτή (υπ’
αριθ. 9 σκέψη της Οδηγίας). Αντίθετη άποψη διατυπώνει ο
Δέλλιος, ΓΟΣ, σ. 137.
1088
Οριοθετούμενη, ωστόσο, έτσι στενά η έννοια του «καταναλωτή» στην Οδηγία 48/2008/ΕΚ είναι πρόδηλη η
σύγκρουση στην οποία έρχεται με τον ευρύ ορισμό του
καταναλωτή, κατ’ άρθρο 1 § 4 περ. α’ του Ν 2251/1994,
στο μέτρο, αυτονόητα, που το ρυθμιστικό πεδίο της
Οδηγίας συναντάται/τέμνεται με αυτό του Ν 2251/199495.
Όπως ορθώς παρατηρείται96, ναι μεν δεν υφίσταται ρητή
αναφορά στη τεχνική της καταρτίσεως των συμβάσεων
πίστωσης στην Οδηγία 48/2008/ΕΚ, αλλά επειδή η σκοπούμενη μ’ αυτήν προστασία του καταναλωτή δεν μπορεί
να νοηθεί χωρίς το περιεχόμενο της πιστωτικής σύμβασης, το περιεχόμενο δε αυτό στην τραπεζική πίστωση
–περί της οποίας κυρίως θα πρόκειται εδώ- (άρθρο 3
στοιχ. β’ και γ’ της Οδηγίας)- συνήθως διαπλάσσεται
στην πράξη με ΓΟΣ, εύλογο είναι να υποθέσει κανείς ότι
στο προστατευτικό πεδίο της κοινοτικής αυτής Οδηγίας
εμπίπτουν αναμφίβολα οι πιστωτικές συμβάσεις και ως
προς τη διάσταση της καταρτίσεως τους με χρήση ΓΟΣ,
ώστε η σκοπούμενη στον τομέα αυτό προστασία του καταναλωτή να εκτείνεται και στην προστασία έναντι των
καταχρηστικών ΓΟΣ97.
Στο μέτρο, λοιπόν, που το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω
Οδηγίας τέμνεται, κατά τα ως άνω, με το πεδίο εφαρμογής του Ν 2251/1994, ο ευρύς ορισμός του «καταναλωτή»
κατ’ άρθρο 1 § 4 περ. α’ του Ν 2251/1994 ελέγχεται
αναμφίβολα ως μη συμβατός με τη στενή οριοθέτηση της
έννοιας του «καταναλωτή» κατ’ άρθρο 3 της Οδηγίας,
στην οποία δεν εμπίπτει ούτε το νομικό πρόσωπο αλλά
ούτε και το φυσικό πρόσωπο που με τις καλυπτόμενες
από την Οδηγία αυτήν δικαιοπραξίες επιδιώκει σκοπούς
σχετικούς με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του. Εύλογα, λοιπόν, και κυρίως πειστικά μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι, τουλάχιστον, στο
πεδίο των πιστωτικών συμβάσεων της Οδηγίας 2008/48/
95. Στο μέτρο που η Οδηγία 2008/48/ΕΚ ρυθμίζει εν γένει τις
συμβάσεις καταναλωτικής πίστης, είναι εύλογο, ότι εφόσον αυτές συνάπτονται εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος, περιπτώσεις που ρυθμίζονται ειδικά
με την Οδηγία 2002/65/ΕΚ και την Οδηγία 85/577/ΕΟΚ,
όπως ισχύουν σήμερα, αντίστοιχα, οι εν λόγω συμβάσεις
θα διέπονται επίσης ή επιπροσθέτως από τις ειδικές αυτές
ρυθμίσεις, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στην Οδηγία
2008/48/ΕΚ.
96. Βλ. Παπανικολάου ΔΕΕ 2010, σ. 17.
97. Κατά την άποψη του γράφοντος, το πεδίο εφαρμογής της
Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ καλύπτει όλες τις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή,
περιλαμβανομένων συνεπώς και των συμβάσεων καταναλωτικής πίστης, εφόσον περιέχουν ρήτρες που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. Η θέση αυτή
στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι σύμφωνα με το
στ. 10 του αιτιολογικού της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οι συμβάσεις εργασίας, οι
συμβάσεις που αφορούν κληρονομικά δικαιώματα, οι συμβάσεις οικογενειακού δικαίου καθώς και οι συμβάσεις που
αφορούν τη σύσταση και το καταστατικό εταιριών. Ομοίως
Δεσποτίδου, Παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από
απόσταση, 2009, σ. 11 αναφορικά με το σημείο συνάντησης
ων συμβάσεων παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών με
το ζήτημα των ΓΟΣ.
ΕφΑΔ 12/2015 • Έτος 8ο
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΚ που καταρτίζονται με τη χρήση ΓΟΣ η νεότερη αυτή
αξιολόγηση που ενσωματώνει η Οδηγία 2008/48/ΕΚ αναφορικά με την έννοια του καταναλωτή, πρέπει –λόγω
της υπεροχής του κοινοτικού κανόνα και της φύσης της
προκείμενης Οδηγίας, κατά την κρίσιμη εν προκειμένω
παράμετρο, ως “πλήρους εναρμονίσεως”- να κατισχύσει
και στο εσωτερικό δίκαιο98.
Από μεθοδολογικής σκοπιάς, η αναγκαία, κατά τα ως άνω
εναρμόνιση μπορεί να επιτευχθεί με την τελολογική συστολή του πεδίου εφαρμογής του άρθρο 1 § 4 περ. α’ του
Ν 2251/1994. Το «συγκεκαλυμμένο» κενό στη ρύθμιση
του άρθρου 1 § 4 περ. α' του Ν 2251/1994, προέκυψε εκ
των υστέρων, συνίσταται δε στην μη εξαίρεση από το
πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης αυτής των καλυπτόμενων
από την Οδηγία πιστωτικών συμβάσεων που καταρτίζονται με τη χρήση ΓΟΣ. Η δημιουργία, δια της ερμηνευτικής
οδού, της κατά τα άνω εξαιρέσεως από το πεδίο εφαρμογής της γενικής έννοιας του «καταναλωτή» παρίσταται
αναγκαία προκειμένου να πραγματωθεί ο επιδιωκόμενος
με την Οδηγία σκοπός, ήτοι η διασφάλιση στον ρυθμιζόμενο από αυτήν τομέα ενός ισοδύναμου επιπέδου προστασίας για όλους τους καταναλωτές της Κοινότητας99.
4. Η κατ’ άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστική
επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή
4.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η ανάλυση που προηγήθηκε κατέδειξε ότι τόσο στην περίπτωση των συμβάσεων που καλύπτονται με εγγύηση,
98. Βλ. Παπανικολάου ΔΕΕ 2010, 17
99. Β λ. Παπανικολάου ΔΕΕ 2010, 17. Η κύρια πρόταση του
Παπανικολάου ο.π. σ. 16 επ. σύμφωνα με την οποία η καθιερούμενη με την εν λόγω (μεταγενέστερη του Ν 2251/1994)
Οδηγία στενή έννοια του καταναλωτή πρέπει –λόγω της υπεροχής του Κοινοτικού Κανόνα και της φύσεως της προκείμενης Οδηγίας ως “πλήρους εναρμονίσεως”- να κατισχύσει
και στο εσωτερικό δίκαιο μέσω μιας νέας, εναρμονισμένης
με την κοινοτική Οδηγία κατανοήσεως της γενικής έννοιας
του καταναλωτή, ώστε πλέον ως «τελικός αποδέκτης» να
εννοείται μόνο εκείνο το, φυσικό πάντοτε, πρόσωπο που
αποκτά τις σχετικές υπηρεσίες για σκοπούς άσχετους προς
την τυχόν εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική του
δραστηριότητα, δεν μπορεί να πείσει. Το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης σε ένα συγκεκριμένο ρυθμιστικό πεδίο,
εν προκειμένω στις πιστωτικές συμβάσεις, επαναλαμβάνει
για μια ακόμη φορά τη στενή προσέγγιση που επιφυλάσσει
στην έννοια του «καταναλωτή», δεν αποτελεί μεθοδολογικό επιχείρημα το οποίο μπορεί να δικαιολογήσει/επιβάλλει τη συλλήβδην συρρίκνωση του εύρους της έννοιας του
καταναλωτή κατ’ άρθρο 1 § 4 περ. α’ υποπερ. αα’ του Ν
2251/1994, ώστε αυτή να κατέλθει στο στενό εύρος που
υιοθετεί η Οδηγία. Όπως αναλύεται στην παρούσα μελέτη,
το ζήτημα σύγκρουσης που αναφύεται εν προκειμένω μπορεί να επιλυθεί πειστικά μέσω της «τελολογικής συστολής»
του γράμματος του άρθρου 1 § 4 περ. α’ υποπερ. αα’ του ν.
2251/1994, έτσι ώστε να εξαιρεθούν από τη γενική ευρεία
έννοια του «καταναλωτή» οι πιστωτικές συμβάσεις που καταλαμβάνονται από το ρυθμιστικό πεδίο της Οδηγίας. Ως
προς αυτές και μόνο «καταναλωτής» θα είναι αυτός που
καλύπτει τις προδιαγραφές που θέτει η Οδηγία 48/2008/ΕΚ.
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
όσο και στην περίπτωση των πιστωτικών συμβάσεων που
καταλαμβάνει η Οδηγία 48/2008/ΕΚ, οι συντελεσθείσες μεταγενέστερα νομοθετικές μεταβολές επιτάσσουν
την τελολογική συστολή της διάταξης του άρθρου 1 §
4 περ. α υποπερ. αα’ του Ν 2251/1994, έτσι ώστε αυτή
να προσαρμοστεί στις νεότερες νομοθετικές αξιολογήσεις. Το εύρος της αναγκαίας τελολογικής συστολής δεν
είναι, ωστόσο, ούτε εκ των προτέρων προδιαγεγραμμένο, ούτε το ίδιο σε κάθε περίπτωση, αλλά εξαρτάται,
αυτονόητα, από τις κρίσιμες ad hoc αξιολογήσεις του
(Έλληνα ή κοινοτικού) νομοθέτη. Έτσι στη μεν πρώτη
των ως άνω περιπτώσεων ο καταναλωτής θα πρέπει να
γίνεται αντιληπτός ως «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο
ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για
τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που
προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση
των προϊόντων ή υπηρεσιών αυτών εφόσον αποτελούν
τον τελικό αποδέκτη τους και ενεργούν εκτός του πλαισίου της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής τους δραστηριότητας», ενώ στη δεύτερη ως «κάθε φυσικό πρόσωπο
το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που συνάπτει, επιδιώκει
σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του».
Εκτός από τις ως άνω δύο περιπτώσεις επιβαλλόμενης
τελολογικής συστολής του γράμματος του άρθρου 1 §
4 περ. α του Ν 2251/1994, τίθεται εύλογα το ερώτημα
αν είναι δυνατή μια περαιτέρω τελολογική συστολή του
υποκειμενικού πεδίου της εν λόγω διάταξης, ώστε να
εξαιρεθούν από αυτήν, a priori, και άλλες in abstracto
κατηγορίες συναλλασσομένων. Για παράδειγμα, μήπως θα πρέπει να εξαιρεθούν εκ των προτέρων από
το προστατευτικό πεδίο του Ν 2251/1994 οι συμβάσεις
που συνάπτει κάποιος με μία τράπεζα ή μια ΑΧΕ για να
κερδοσκοπήσει στη χρηματιστηριακή αγορά αξιών, παραγώγων, εμπορευμάτων κ.λπ.100; Mήπως θα πρέπει
να εξαιρεθεί ο εφοπλιστής που αγοράζει ένα πλοίο, μια
πολυεθνική εταιρία ή μια τράπεζα που προμηθεύονται
τεχνολογικό εξοπλισμό τους;
Αν και το πρώτο διάστημα που ακολούθησε την ψήφιση
του Ν 2251/1994 προβλήθηκαν στη θεωρία μεμονωμένες
τοποθετήσεις που δεν απέκλειαν την a priori εξαίρεση
από το προστατευτικό πεδίο του νόμου ορισμένης κατηγορίας συναλλαγών101, κατά την άποψή μου η απάντηση
στα ανωτέρω ερωτήματα θα πρέπει να είναι αρνητική. Το
μονοσήμαντο γράμμα της διάταξης του άρθρου 1 § 4 στ.
α’ του Ν 2251/1994, όπως ίσχυε (αλλά και της νέας διάταξης του άρθρου 1 § 4 περ. α’ του Ν 2251/1994, όπως
έχει διαμορφωθεί πλέον και ισχύει) σε συνδυασμό με την
100. Β λ. για τη σχετική προβληματική ενδεικτικά Φ.
Αντωνοπούλο, Τα όρια της προστασίας του αποδέκτη
τραπεζικών υπηρεσιών κατά το σύγχρονο καταναλωτικό δίκαιο. Το παράδειγμα των συμβάσεων παραγώγων
χρηματοοικονομικών προϊόντων με αφορμή την ΠΠρΑθ
8032/2003, ΕλλΔνη 2003, 333 επ.
101. Βλ. Καράκωστα, Ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών ως
καταναλωτής, ΧρΙΔ 2003, 97 επ.
1089
EY. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ιστορία γενέσεώς της και τις τελολογικές αξιολογήσεις
του Έλληνα νομοθέτη αλλά και τη συστηματική δομή του
Ν 2251/1994, όπως οι σχετικές παράμετροι αναλύθηκαν
διεξοδικά ανωτέρω102, καθιστούν ασύμβατη με την επιλεγείσα ευρεία έννοια του καταναλωτή κάθε προσπάθεια
a priori εξαίρεσης ορισμένης κατηγορίας συναλλασσομένων με βάση αξιολογήσεις του περιεχομένου ότι π.χ. δεν
χρειάζονται την παρεχόμενη προστασία. Κρίσιμη, συνεπώς, για την εφαρμογή του Ν 2251/1994 παράμετρος
δεν είναι οι προσωπικές συνθήκες, η προϋφιστάμενη, με
άλλα λόγια, υποκειμενική κατάσταση ενός προσώπου,
αλλά μόνο η θέση του στο πλαίσιο ορισμένης σύμβασης
σε συνάρτηση με το σκοπό και τους όρους της σύμβασης.
4.2. Τυπολογία περιπτώσεων
καταχρηστικής, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ,
επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή
Μόνη η διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν είδη συμβάσεων
όπου θα αποκλείεται in abstracto η έρευνα περί του εάν
ένας συμβαλλόμενος είναι καταναλωτής, δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι ο κερδοσκόπος των χρηματιστηρίων,
ο εφοπλιστής, ο επιχειρηματίας, η τράπεζα κ.λπ. που
ενεργεί ως τελικός αποδέκτης μιας υπηρεσίας ή ενός
αγαθού χρήζουν, εν τέλει, της προστασίας που παρέχει ο Ν 2251/1994103. Όπως, πολύ εύστοχα επισημαίνει
η ΑΠ Ολ 13/2015 «… στην προστασία του Ν 2251/1994
(υπάγονται) όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από
τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την
εξυπηρέτηση των προσωπικών τους αναγκών, αλλά και
αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η
χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση
επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να
αποκλείεται όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από υποβολή σχετικής
ένστασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση
της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλλειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο
συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική
επιφάνεια και οργανωτική υποδομή ώστε να μπορεί να
διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του
σύμβασης». Τιθέμενο, λοιπόν, στη σωστή νομική του διάσταση, το αναφυόμενο εν προκειμένω ζήτημα δεν είναι
αν ορισμένο πρόσωπο εμπίπτει ή όχι στην έννοια του
«καταναλωτή» κατ’ άρθρο 1 § 4 περ. α’ του Ν 2251/1994
-αυτό θα συμβαίνει κάθε φορά που είναι τελικός αποδέκτης αγαθού ή υπηρεσίας- αλλά αν η επίκληση της ιδιότητας του «καταναλωτή» εκ μέρους του μπορεί να γίνει
ανεκτή από την έννομη τάξη ή αντιθέτως παρίσταται ως
102. Βλ. ανωτέρω υπό 1.2.
103. Είναι χαρακτηριστικό το ερώτημα της Αλεξανδρίδου Αρμ.
1996, 290 «Πώς να εξαιρεθεί ο εφοπλιστής που αγοράζει
ένα πλοίο, μια πολυεθνική εταιρία ή μία τράπεζα; Ή μήπως
χρειάζονται και αυτοί την προστασία που παρέχει ο νόμος
για την προστασία του καταναλωτή;»
1090
καταχρηστική επειδή ο επικαλούμενος την ιδιότητα του
καταναλωτή δεν έχει ανάγκη προστασίας104.
Οι ως άνω, τιθέμενες ως obiter dictum από την ΑΠ Ολ
13/2015, προϋποθέσεις εφαρμογής της ΑΚ 281 απαντώνται ήδη στο σκεπτικό αρκετών δικαστικών αποφάσεων. Μάλιστα τα κριτήρια αυτά απαντώνται σχεδόν πανομοιότυπα και σε πολλές δικαστικές αποφάσεις που
διαγιγνώσκουν μεν την έλλειψη ανάγκης προστασίας
των προσφευγόντων, επιλέγουν όμως ως λύση, αντί της
ορθής μεθοδολογικώς οδού που χαράσσει η ΑΚ 281, την
άρνηση της ιδιότητας του «καταναλωτή» στο πρόσωπο
του αντισυμβαλλομένου του χρήστη ΓΟΣ με το σκεπτικό
ότι αυτός επιδιώκει επαγγελματικούς/εμπορικούς/επιχειρηματικούς και όχι ιδιωτικούς σκοπούς105.
Στο πλαίσιο της αξιοποίησης της ΑΚ 281 κατά την εφαρμογή του Ν 2251/1994 χαρακτηριστική είναι η ΕφΑθ
1309/2012, η οποία διαλαμβάνει σκέψεις σχετικά με τον
καταχρηστικό χαρακτήρα της επίκλησης της ιδιότητας του
καταναλωτή (έστω και αν τελικά εξαιρεί τους αιτούντες
από την έννοια του «καταναλωτή») «η επίκληση για υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου ιδιωτών επενδυτών, οι
οποίοι με εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική
επιφάνεια, ασχολούνται συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αποβαίνει καταχρηστική (διότι) οι ανωτέρω συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν
κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, επενδυτή
ή επαγγελματία και εμφανίζονται ως γνώστες του οικείου
συναλλακτικού κύκλου, (άρα) δεν αποτελούν απαραίτητα
το αδύνατο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής»106.
Επιχειρώντας, πλέον, κανείς να τυποποιήσει, υπό το πρίσμα πάντοτε των κατευθυντήριων γραμμών που θέτει η
ΑΠ Ολ 13/2015 αλλά και τη μέχρι σήμερα νομολογία των
δικαστηρίων της ουσίας, τα κριτήρια, η συνδρομή των
οποίων θα καθιστά καταχρηστική (στο τομέα της παροχής υπηρεσιών από πιστωτικά ιδρύματα) την επίκληση
της ιδιότητας του καταναλωτή από το λήπτη της τραπεζικής υπηρεσίας, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο
συναλλασσόμενος με τράπεζα αφίσταται από το πρότυπο
του μέσου επιχειρηματία/επαγγελματία/λήπτη τραπεζικής υπηρεσίας στην Ελλάδα, ο οποίος χρήζει προστασίας
κατά το Ν 2251/1994, όταν συντρέχει κάποια ή κάποιες
από τις παρακάτω παραμέτρους:
α) Η συναλλαγή εμφανίζει, κατά τις αντιλήψεις των
συναλλαγών, μεγάλη αξία με αποτέλεσμα ο συναλλασσόμενος να απομακρύνεται από το πρότυπο του μέσου
αποταμιευτή, επενδυτή ή επαγγελματία, να εμφανίζεται
ως γνώστης του οικείου συναλλακτικού κύκλου, χωρίς
104. Βλ. ενδεικτικά Μπεχλιβάνη, Σχετικά με την εφαρμογή του
Ν 2251/1994 στη σύμβαση ναύλωσης υπό στενή έννοια,
ΧρΙΔ 2006, 952 (ΙΙΙ).
105. Βλ. ενδεικτικά ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012, 676, ΕφΛαρ
806/2010 ΕπισκΕΔ 2011, 461, ΜΠρΑθ 299/2012 ΔΕΕ 2012, 483.
106. ΕφΑθ 1309/2012 ΕλλΔνη 2012 818 επ.
ΕφΑΔ 12/2015 • Έτος 8ο
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ να έχει ανάγκη της παρεχόμενης στους άπειρους και συνήθεις καταναλωτές, προστασίας107.
β) Ο λήπτης έχει λάβει στο παρελθόν αρκετά δάνεια/
πιστώσεις από το ίδιο ή από άλλα πιστωτικά ιδρύματα
οπότε γνωρίζει το συγκεκριμένο είδος συναλλαγών.
γ) Ο λήπτης έχει τη δυνατότητα, ιδίως λαμβάνοντας
υπόψη την οικονομοτεχνική του οργάνωση ή πάντως
την οικονομική του επιφάνεια, να αξιοποιήσει νομικούς
συμβούλους οι οποίοι έχουν ελέγξει, άλλως θα μπορούσαν να ελέγξουν το περιεχόμενο των δανειακών ΓΟΣ
προτείνοντας την τροποποίησή τους ή την μη σύναψη
της σχετικής σύμβασης.
δ) Ο λήπτης έχει τη δυνατότητα, ιδίως επειδή λειτουργεί
ως επιχείρηση με οργανωμένο λογιστήριο, να αξιοποιήσει οικονομικούς συμβούλους οι οποίοι έχουν ελέγξει,
άλλως θα μπορούσαν να ελέγξουν την οικονομική επίπτωση των όρων της καταρτιζόμενης δανειακής συμφωνίας και άρα κατά πόσο είναι προς το συμφέρον του ή
όχι η σύναψή της και ποιοι κίνδυνοι αναλαμβάνονται με
την κατάρτιση της σύμβασης.
ε) Ο λήπτης διαθέτει οικονομική επιφάνεια (τζίρο, κέρδη,
περιουσία που μπορεί να δοθεί προς εξασφάλιση κ.λπ.)
που του επιτρέπει να απευθυνθεί όχι μόνο σε κάποιο συγκεκριμένο αλλά, σε περίπτωση που δεν συμφωνεί με
τους προτεινόμενους όρους συνεργασίας, σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα.
5. Τελικές παρατηρήσεις: Η γένεση
και συνύπαρξη περισσότερων εννοιών
«καταναλωτή» στο δίκαιό μαςΑνακαλύπτοντας εκ νέου τη γενική
διάταξη της ΑΚ 281
Η περίοδος όπου η έννοια του «καταναλωτή» αποδιδόταν
και οριοθετούνταν αποκλειστικά από τη γενική διάταξη
του άρθρου 1 § 4 στ. α’ του Ν 2251/1994 ανήκει πλέον
στο παρελθόν. Η επελθούσα, μεταγενεστέρως, μεταβολή
των αξιολογικών παραστάσεων του Έλληνα νομοθέτη,
όπως αυτές αποτυπώνονται στη ρύθμιση της υποπερ.
ββ’ του άρθρου 1 § 4 περ. α’ του Ν 2251/1994 που εισήχθη με το άρθρο 1 § 5 του Ν 3587/2007 σχετικά με
την έννοια του εγγυητή ως «καταναλωτή», αλλά και η
νεότερη υπερνομοθετικής ισχύος Οδηγία 2008/48/ΕΚ για
την καταναλωτική πίστη, έχουν οδηγήσει, de lege lata,
σε περισσότερες έννοιες «καταναλωτή» στην ελληνική
έννομη τάξη. Έτσι στο πλαίσιο των συμβάσεων που εξα-
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
σφαλίζονται με εγγύηση, ως «Καταναλωτής» θα πρέπει,
πλέον, να θεωρείται «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο
ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για
τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που
προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση
των προϊόντων ή υπηρεσιών αυτών εφόσον αποτελούν
τον τελικό αποδέκτη τους και ενεργούν εκτός του πλαισίου της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής τους δραστηριότητας», ενώ στην περίπτωση των πιστωτικών συμβάσεων που καταλαμβάνει η Οδηγία 2008/48/ΕΚ μόνο
«κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, με τις δικαιοπραξίες
που συνάπτει, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με
την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του».
Από μεθοδολογική άποψη η γένεση των περισσότερων
αυτών εννοιών «καταναλωτή» στην ελληνική έννομη τάξη
όχι μόνο δεν προβληματίζει αλλά, αντιθέτως, είναι καθόλα επιτρεπτή και επιβεβλημένη. Με αφετηρία τον γενικό
ορισμό του «καταναλωτή» που θέτει το άρθρου 1 § 4 περ.
α’ του Ν 2251/1994 (ίσως η πιο ευρεία σχετική διάταξη
στην Ευρωπαϊκή Ένωση) κάθε φορά που διαπιστώνεται
ένα συγκαλυμμένο κενό, ήτοι μια in abstracto κατηγορία
περιπτώσεων που λόγω των «χαρακτηριστικών» που συγκεντρώνει καθιστά επιβεβλημένη τη διαφοροποιημένη
μεταχείρισή τους, ο ερμηνευτής του δικαίου θα πρέπει να
προβαίνει σε τελολογική συστολή του πεδίου εφαρμογής
του άρθρου 1 § 4 περ. α’ του Ν 2251/1994 ώστε, κατ’
αποτέλεσμα, να αίρονται οι αξιολογικές αντινομίες που
παρουσιάζονται ή να πραγματώνεται ο επιδιωκόμενος με
υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις σκοπός.
Ακόμη όμως και εντός του (στενότερου σε σχέση με το
παρελθόν) πεδίου που καταλείπεται, πλέον, στη γενική
ρύθμιση του άρθρου 1 § 4 περ. α’ του Ν 2251/1994, όπως
τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 § 5 του Ν 3587/2007 και
ισχύει, το κρίσιμο εν τέλει ζήτημα δεν θα πρέπει να είναι
αν ορισμένο πρόσωπο εμπίπτει ή όχι στην έννοια του
«καταναλωτή», αλλά αν η επίκληση της ιδιότητας του
«καταναλωτή» μπορεί ad hoc να γίνει ανεκτή από την
έννομη τάξη. Kάθε φορά, λοιπόν, που δεν διαπιστώνεται
έλλειμμα αυτοπροστασίας, επειδή ο επικαλούμενος την
ιδιότητα του «καταναλωτή» διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική
επιφάνεια και οργανωτική υποδομή ώστε να μπορεί να
διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του
σύμβασης κ.λπ. θα πρέπει να αποκρούεται η τυχόν επίκληση εκ μέρους του της ιδιότητας του «καταναλωτή» με
την αξιοποίηση της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ.
107. Με βάση ανάλογες σκέψεις η ΕφΘεσ 312/2012 ΕλλΔνη
2012, 1379, η ΕφΑθ 5167/2013 ΔΕΕ 2013, 1173 κ.λπ.
δέχονται ότι η σχετική συναλλαγή εκφεύγει της ρύθμισης του Ν 2251/1994. Από τη βιβλιογραφία πρβλ. ιδίως
Παπαδημητρόπουλο, «Κύρος απαλλακτικών ρητρών που
συμφωνήθηκαν χωρίς ατομική διαπραγμάτευση», ΕφΑΔ
2013, 945 επ. (βλ. ιδίως σελ. 963 επ για συμβάσεις με
μεγάλο οικονομικό αντικείμενο).
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008
1091