ΓυναΙκεΣ στην τουρκοκρατια (1453
Download
Report
Transcript ΓυναΙκεΣ στην τουρκοκρατια (1453
Την εποχή που η Ευρώπη γνώριζε την Αναγέννησή της,
θεμέλιο ενός νέου κόσμου, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες μαζί
με όλους τους λαούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
περνούσαν κάτω από την τουρκική κυριαρχία.
Στη χειρότερη θέση από όλους τους υπόδουλους,
ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη, βρισκόταν οι
γυναικείο φύλο, καθώς θεωρούνταν «φυσικό» οι άρρενες
αφέντες να απολαμβάνουν τις γυναίκες της υπόδουλης
φυλής.
Έτσι, από τους πρώτους κιόλας χρόνους της οθωμανικής
κατάκτησης και παρά την εγγύηση του Μωάμεθ του Β΄ ότι
θα ζούσαν με ειρήνη και ασφάλεια, σημειώθηκε ένα κύμα
απαγωγών ωραίων Ελληνίδων που κίνησαν την προσοχή
διαφόρων ισχυρών Τούρκων.
Η γυναίκα είχε ελάχιστα δικαιώματα και κυρίως καθήκοντα/υποχρεώσεις :
Ως σύζυγος και ως μητέρα μένει στο σπίτι. Λέγεται πως, αν το σπίτι είχε
παράθυρα προς τον δρόμο, τα παντζούρια ήταν πάντοτε κλειστά.
Οι γυναίκες των λαϊκών τάξεων πήγαιναν στα αμπέλια και στα χωράφια .
Ξημερώματα κινούσαν για τη δουλειά και νύχτα γύριζαν σπίτι.
Αν κάποια γυναίκα τολμούσε να ντυθεί, να βαφεί και να κυκλοφορήσει
έξω -σε κάποια γιορτή ή πανηγύρι- αντιμετώπιζε την κατακραυγή των
τοπικών ιεραρχών και της κοινωνίας.
Στους ναούς υπήρχε ο γυναικωνίτης κατ’ αντιγραφή των συναγωγών.
Στην αυτοκρατορία επικρατούσε η κλειστή (σπιτική) οικονομία, γι’ αυτό το
δημοτικό τραγούδι έλεγε για τη γυναίκα: «Να ξέρει ρόκα κι αργαλειό, να
ξέρει να υφαίνει , να ξέρει και το κέντημα, να ξέρει να κεντάει».
Τα κορίτσια ασχολούνταν με το κέντημα και το ράψιμο υπό την
καθοδήγηση των μητέρων τους και βρίσκονταν κάτω από την απόλυτη
εξάρτηση των γονιών τους. Εκείνοι έβρισκαν το γαμπρό για τις κόρες τους
και τις πάντρευαν σε μικρή ηλικία.
Επειδή οι γαμπροί ζητούσαν μεγάλη προίκα, πολλά πτωχά κορίτσια
έμεναν ανύπαντρα.
Στις αγροτικές περιοχές της Στερεάς, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας ο
ξυλοδαρμός των γυναικών από τους άντρες τους ήταν σύνηθες
φαινόμενο, ενώ σε ορισμένες περιοχές έφτασε να θεωρείται και δείγμα
αγάπης.
Ωστόσο, είχαν δικαιώματα ιδιοκτησίας ταυτόσημα με των αντρών. Οι
πωλήσεις της γης γίνονταν σε μεγάλο ποσοστό από γυναίκες χωρίς την
σκιά των αντρών.
Οι γονείς, λόγω χαμηλού βιοτικού επιπέδου, δεν πρόσφεραν κάποια
ιδιαίτερη μόρφωση στα παιδιά τους και κυρίως στις γυναίκες. Μοναδική
εξαίρεση οι οικογένειες που είχαν εξουσία και κάποια οικονομική
άνεση (παράδειγμα η μητέρα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου,
Ρωξάνη).
Κάποιες μορφωμένες γυναίκες-κυρίως φαναριώτικης καταγωγήςδώριζαν χρήματα σε μορφωτικά ιδρύματα.
Η επαγγελματική δραστηριότητα των γυναικών, σε γενικές γραμμές,
περιοριζόταν σε ενασχολήσεις που θεωρούνταν γυναικείες, όπως είναι η
υφαντική, τα εργόχειρα και γενικά τα χειροτεχνήματα για την ενίσχυση της
οικογένειας.
Αργαλειός υφαντικής
Όμως υπήρχαν περιπτώσεις που οι γυναίκες εργάζονταν το ίδιο σκληρά με
τους άνδρες και μάλιστα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες (γεωργικές –
κτηνοτροφικές εργασίες).
Κατά την επαναστατική κυρίως
περίοδο, η πίστη της γυναίκας στη
θρησκεία, η αγάπη στην πατρίδα
και η γενναιοψυχία της την
καθιστούν πολύτιμο συνεργάτη και
συμπαραστάτη του άνδρα. Τον
παρακολουθούσε στις μάχες, του
έφερνε τρόφιμα, νερό,
πολεμοφόδια. Συμμεριζόταν τις
κακουχίες και τους κινδύνους του
πολέμου. Πολεμούσε στο πλευρό
του και με την παρουσία της
εμψύχωνε τους πολεμιστές.
Αρκετές τέτοιες γυναίκες
ξεχώρισαν στην τουρκοκρατία
(Σούλι, Μεσολόγγι, Μάνη, νησιά).
Μαντώ Μαυρογένους
Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα
Δόμνα Βισβίζη
Η Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου ήταν η πρώτη Ελληνίδα πεζογράφος, άγνωστη
στο ευρύ κοινό. Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1801 και πέθανε σε ηλικία 31 μόλις
ετών, το 1832, λίγες εβδομάδες μετά τη γέννηση του γιου της. Οι γονείς της,
Φραγκίσκος Μουτζάν και Αγγελική Σιγούρου, ανήκαν στις παλαιότερες
αριστοκρατικές οικογένειες της Ζακύνθου. Η Ελισάβετ από μικρή είχε ιδιαίτερη
έφεση στα γράμματα και είναι αξιοθαύμαστη για το γεγονός ότι, ενώ ζούσε σε μια
εποχή όπου η εκπαίδευση των κοριτσιών (ακόμα και των αριστοκρατικών
οικογενειών) ήταν από περιορισμένη έως ανύπαρκτη με μοναδική τους επιλογή τον
εγκλεισμό στο σπίτι και μετέπειτα, τον γάμο, η Ελισάβετ κατάφερε με τη βοήθεια
περιορισμένων μαθημάτων από οικοδιδασκάλους, να μορφωθεί σχεδόν μόνη της.
Έμαθε με προσωπική μελέτη την αρχαία ελληνική, την ιταλική και την γαλλική
γλώσσα. Καθώς ήταν κλεισμένη συνεχώς στο σπίτι, άρχισε να επιδίδεται στη
συγγραφή ποιημάτων και θεατρικών έργων και στη μετάφραση κειμένων από τα
αρχαία ελληνικά.
Όταν εξέφρασε στον πατέρα και στο θείο της την επιθυμία να μην παντρευτεί,
αλλά να μείνει σε μοναστήρι και να ασχοληθεί με τη μελέτη, εκείνοι αρνήθηκαν, με
αποτέλεσμα η Ελισάβετ να προσπαθήσει να αποδράσει από το σπίτι της
ανεπιτυχώς, για να γλιτώσει από τη μοίρα της, το γάμο και τον εγκλεισμό στο σπίτι,
"ή γάμος ή θάνατος"...
Τελικά, παντρεύτηκε το Νικόλαο Μαρτινέγκο και μετά τη γέννηση του γιου της,
απεβίωσε.
Ο γιος της εξέδωσε την Αυτοβιογραφία της μητέρας του, έχοντας κάνει ορισμένες
περικοπές στη γραφή της Ελισάβετ για το πόσο βασανιστική ήταν η ζωή που
ζούσε...